Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
είσοδος
είσοδος,
η, ουσ.
[<αρχ. εἴσοδος], η είσοδος·
-
κάνω είσοδο, μπαίνω,
εισέρχομαι σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «περιμένει πρώτα να μαζευτούν όλοι κι
έπειτα κάνει είσοδο για να τους εντυπωσιάσει».
είσοδος,
η, ουσ.
[<αρχ. εἴσοδος], η είσοδος·
-
κάνω είσοδο, μπαίνω,
εισέρχομαι σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «περιμένει πρώτα να μαζευτούν όλοι κι
έπειτα κάνει είσοδο για να τους εντυπωσιάσει».