Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
εφάπαξ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

εφάπαξ, επίρρ. [<αρχ. ἐφάπαξ], εφάπαξ. 1. ως άκλ. ουσ. το εφάπαξ, χρηματική παροχή, που δίνεται σε δημόσιο υπάλληλο, όταν συμπληρώνει τα χρόνια της υπηρεσίας του και βγαίνει στη σύνταξη: «καλά που πήρα το εφάπαξ μου και βούλωσα μερικές τρύπες που είχα». 2. (ειρωνικά) ένα χέρι ξύλο, ο ξυλοδαρμός: «άρπαξε το εφάπαξ του κι έφυγε».