ευθεία
ευθεία, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. ευθύς]. 1.
(ενν. γραμμή) η συνεχής κίνηση προς μια κατεύθυνση: «θα προχωρήσεις σ’ αυτή την
ευθεία και θα βγεις αμέσως στη διεύθυνση που θέλεις». 2. (ενν. οδός) ο
ίσιος δρόμος, που δεν έχει καθόλου στροφές: «λένε πως μόλις βγεις απ’ τη Λαμία,
πηγαίνοντας για την Αθήνα, υπάρχει μια ευθεία δέκα χιλιομέτρων». 3. ως
επίρρ., ίσια, χωρίς παρεκκλίσεις: «θα προχωρήσεις ευθεία και στα πρώτα φανάρια
θα στρίψεις αριστερά»·
- τελική ευθεία, α. το τελευταίο στάδιο
ενέργειας ή δραστηριότητας για την οριστική πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «οι
διαπραγματεύσεις των δυο αντιπροσωπειών για την επίτευξη της ειρήνης βρίσκονται
στην τελική ευθεία || όπου να ’ναι τελειώνει η δουλειά, γιατί βρίσκεται στην
τελική ευθεία». β. (για δρόμο ταχύτητας) η τελική απόσταση μετά την
τελευταία στροφή, που οδηγεί τους δρομείς στον τερματισμό: «οι δρομείς μετά την
τελευταία στροφή μπήκαν στην τελική ευθεία εντείνοντας τις δυνάμεις τους».