Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επιδερμίδα
επιδερμίδα, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιδερμίς], η
επιδερμίδα·
- στρώνω επιδερμίδα, (ειρωνικά) δεν κάνω τίποτα,
κάθομαι, ξεκουράζομαι, τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που του ’ρθε μια κληρονομιά απ’
την Αμερική από έναν ξεχασμένο θείο του, στρώνει επιδερμίδα»·
- φτιάχνω επιδερμίδα, βλ. φρ. στρώνω επιδερμίδα.