Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
επαναφορά
επαναφορά, η, ουσ. [<αρχ. ἐπαναφορά], η επαναφορά·
- ολική επαναφορά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)
λέγεται στην περίπτωση που, αν και μια ομάδα χάνει από μια άλλη, εντούτοις
κατορθώνει να την ισοφαρίσει και στο τέλος να τη νικήσει: «η ομάδα μας αν και
έχανε στο ημίχρονο με 2-0, στην επανάληψη πέτυχε την ολική επαναφορά και κερδίσαμε
με 3-2».