εννοώ
εννοώ, ρ. [<αρχ. ἐννοῶ], εννοώ. Ακούγεται και εννοάω·
- δεν εννοεί να…, αρνείται πεισματικά να…, επιμένει
να…: «δεν εννοεί να καταλάβει πως αυτός ο άνθρωπος θα είναι η καταστροφή της ||
δεν εννοεί να κάνει αυτό που του λένε»·
- όταν λέω κάτι, το εννοώ, είμαι αποφασισμένος να
αποδείξω πως θα πραγματοποιήσω αυτό που λέω: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου,
θα σε σπάσω στο ξύλο και, όταν λέω κάτι, το εννοώ || όποιον πιάσω να κάνει
κοπάνα απ’ τη δουλειά, θα τον απολύσω αμέσως και, όταν λέω κάτι, το εννοώ»·
- τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, βλ. λ. παραλείπω.
παραλείπω
παραλείπω, ρ.
[<αρχ. παραλείπω], παραλείπω· αμελώ, ξεχνώ, δεν κάνω ή δε λέω κάτι, ενώ θα
μπορούσα να κάνω ή να πω: «παρέλειψες να μου φέρεις την παραγγελία που σου
έδωσα το πρωί || πάνω στην ταραχή του παρέλειψε να μας πει και τα καλά νέα ||
σε αυτό το σημείο παρέλειψες να αναφέρεις τα ονόματα των δωρητών»·
-
δε θα παραλείψω, δε θα αμελήσω, δε θα ξεχάσω: «μην ξεχάσεις να φέρεις
μαζί σου και το βιβλίο που σου ζήτησα. -Δε θα παραλείψω»·
- δε θα παραλείψω! ή δε θα παραλείψουμε! ειρωνική
άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει να κάνουμε κάτι για λόγου του, που όμως μας
είναι ανεπιθύμητο ή όχι αρεστό: «όπως θα ’ρχεσαι, θα περάσεις απ’ το πρακτορείο
να μου φέρεις ένα μπαούλο που μου ’στειλαν απ’ το χωριό; -Δε θα παραλείψω». Ο
πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν παρέλειψε ούτε ένα και, βλ. λ. και·
-
τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, όσα είναι εύκολα να καταλάβει
κανείς, δε χρειάζεται να αναφέρονται: «αν βάλω το χέρι μου στη φωτιά θα καεί;
-Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται».