Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ενδιαφέρομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ενδιαφέρομαι, ρ. [<ενδιαφέρω], ενδιαφέρομαι· (και για τα δυο φύλα), συμπαθώ κάποιον και επιδιώκω να συνάψω μαζί του ερωτικό δεσμό: «είναι καιρός τώρα που ενδιαφέρομαι για την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά που σκιάζομαι, πρώτη φορά αμάν, αμάν, πρώτη φορά που σκέφτομαι, πρώτη φορά για άτομο ρωτώ κι ενδιαφέρομαι).