Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δυστυχία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δυστυχία, η, ουσ. [<αρχ. δυστυχία], η δυστυχία·
- δυστυχία μου! επιφωνηματική έκφραση για κάτι κακό ή για κάποια συμφορά που μας βρήκε. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αμάν ή το πω πω και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το τι έπαθα! ή το τι ’ταν αυτό που έπαθα! ή το τι ’ταν αυτό που με βρήκε(!)·
- πέφτω σε δυστυχία ή πέφτω στη δυστυχία, δυστυχώ, υποφέρω: «του ’ρθαν όλα στραβά κι ανάποδα στη ζωή κι έπεσε στη δυστυχία ο άνθρωπος!».