Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δυσκολία
δυσκολία,
η, ουσ.
[<αρχ. δυσκολία <δύσκολος], η δυσκολία. 1. η περιπλοκή των
πραγμάτων, για την οποία απαιτείται ιδιαίτερος χειρισμός, το σημείο που θέτει
προβλήματα: «μου ’τυχε μια δυσκολία στη δουλειά και μ’ έριξε μια βδομάδα πίσω».
2. η οικονομική δυσχέρεια: «έχει τέτοια δυσκολία, που άφησε το προσωπικό
του απλήρωτο». 3. η αδυναμία στο να πάρει κανείς οριστικά μια απόφαση, ο
ενδοιασμός: «γιατί τέτοια δυσκολία, βρε παιδί μου, μίλα καθαρά, τι φίλοι
είμαστε!»·
- έχει
δυσκολία στην κίνηση, βαδίζει με κόπο, με δυσκολία: «απ’ τη μέρα που έσπασε
το πόδι του, έχει δυσκολία στην κίνηση».