Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δραγουμάνος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δραγουμάνος, ο, ουσ. [<όψιμο μσν. δραγουμάνος <ιταλ. dragomano <αραβ. targuman]. 1. ο διερμηνέας: «δουλεύει δραγουμάνος σ’ ένα γραφείο ταξιδίων». 2. αυτός που παρεμβαίνει σε μια συζήτηση, συνήθως απρόσκλητος, και θέλει να εξηγήσει στις δύο πλευρές τι εννοούν: «εσύ τώρα τι πετάγεσαι, δραγουμάνο σε βάλαμε;». (Λαϊκό τραγούδι: ο δραγουμάνος του Βεζίρη πίνει μαστίχα, ρίχνει τα χαρτιά. Το ’να του μάτι στο Μισίρι τ’ άλλο του μάτι στην Αρβανιτιά).