Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δοκάρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δοκάρι, το, πλ. δοκάρια, τα, ουσ. [<μσν. δοκάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. δοκός], το δοκάρι· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι δυο κάθετοι και ο ένας οριζόντιος δοκός, που σχηματίζουν Π (πι) και που αποτελούν την εστία του τερματοφύλακα. (Τραγούδι: παρακάλα, παρακάλα στο πλεχτό να πάει η μπάλα, στο δοκάριμη χτυπήσει τ’ όνειρο μη σταματήσει
- βρίσκω δοκάρι, α. (για ποδοσφαιριστή) αποτυχαίνω να σημειώσω γκολ γιατί, αφού έστειλα την μπάλα με το πόδι ή με το κεφάλι μου προς την αντίπαλη εστία, αυτή χτύπησε σε ένα από τα τρία δοκάρια της και δεν μπήκε μέσα: «με το πρώτο σουτ που έκανε ο παίχτης, η μπάλα βρήκε δοκάρι». β. (γενικά) αποτυχαίνω: «Πώς πήγες στις εξετάσεις; -Βρήκα δοκάρι και με βλέπω το Σεπτέμβρη πάλι εδώ»·
- δοκάρι και μέσα (ενν. πάει η μπάλα), η κατάληξη της μπάλας στα δίχτυα, ύστερα από χτύπημά της σε ένα από τα τρία δοκάρια της εστίας, πράγμα σπάνιο και δύσκολο και, γι’ αυτό, ιδιαίτερα άτυχη στιγμή για την ομάδα και για τον τερματοφύλακα που δέχτηκε γκολ με αυτόν τον τρόπο·
- δοκάρι κι έξω (ενν. πάει η μπάλα), η κατάληξη της μπάλας άουτ, μετά από χτύπημά της σε ένα από τα τρία δοκάρια της εστίας του αντίπαλου τερματοφύλακα, κάτι, που θεωρείται άτυχη στιγμή για τον ποδοσφαιριστή που πραγματοποίησε το σουτ·
- πιάνω δοκάρι, βλ. φρ. βρίσκω δοκάρι·
- σημαδεύω (το) δοκάρι, βλ. φρ. βρίσκω δοκάρι.