Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διακοπή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διακοπή, η, ουσ. [<μτγν. διακοπή], η διακοπή· στον πλ. οι διακοπές, περίοδος κατά την οποία μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ιδίως εργαζομένων, εγκαταλείπει νόμιμα και για ορισμένο χρόνο την εργασία του και πηγαίνει μακριά από τον τόπο διαμονής του (ακρογιαλιές, βουνά) για να ξεκουραστεί και να ψυχαγωγηθεί: «οι διακοπές είναι απαραίτητες για τους εργαζομένους»·
- καλές διακοπές! ευχή σε κάποιον ή κάποιους να περάσουν καλά στις διακοπές τους.