Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διαγράφω
διαγράφω, ρ. [<αρχ. διαγράφω], διαγράφω· διακόπτω μια φιλική ή ερωτική μου σχέση, ξεγράφω κάποιον: «σε διαγράφω από φίλο μου, γιατί έμαθα πως με κατηγορείς || τη διέγραψα, γιατί άρχισε να μου μιλάει για γάμο».
διαγράφω, ρ. [<αρχ. διαγράφω], διαγράφω· διακόπτω μια φιλική ή ερωτική μου σχέση, ξεγράφω κάποιον: «σε διαγράφω από φίλο μου, γιατί έμαθα πως με κατηγορείς || τη διέγραψα, γιατί άρχισε να μου μιλάει για γάμο».