Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
διάγνωση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

διάγνωση, η, ουσ. [<αρχ. διάγνωσις <διαγιγνώσκω], η διάγνωση·
- της κάνω διάγνωση, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται σε περίπτωση που βάζω το χέρι μου στο αιδοίο της γυναίκας είτε πάνω από το φόρεμά της είτε κάτω από αυτό, για να εξακριβώσω τις σεξουαλικές διαθέσεις της: «μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισα να της κάνω διάγνωση για να δω πώς θα ενεργήσω». Από την εικόνα του γυναικολόγου, που κάνει κολποσκόπηση σε μια γυναίκα.