διά
διά, πρόθ.· με έκθλιψη πριν από φωνήεν
[<αρχ. διά], δια. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- ακατάλληλο
δι’ ανηλίκους, βλ. λ. ακατάλληλος·
- άπαξ
διά παντός, βλ. λ. παν·
- διά
βίου, βλ. λ. βίος·
- διά
βοής, βλ. λ. βοή·
- διά
γυμνού οφθαλμού, βλ. λ. οφθαλμός·
- διά
μακρών, βλ. λ. μακρός·
- διά
μέσου, βλ. λ. μέσο·
- διά
παν ενδεχόμενο, βλ. λ. παν·
- διά
παντός, βλ. λ. παν·
- διά
πυρός και σιδήρου, βλ. λ. πυρ·
- διά
ροπάλου, βλ. λ. ρόπαλο·
- διά
ταύτα, βλ. λ. ταύτα·
- διά
της βίας, βλ. λ. βία·
- διά
της τεθλασμένης οδού, βλ. λ. οδός·
- διά
το φόβο των Ιουδαίων, βλ. λ. φόβος·
- διά
τούτο, βλ. λ. τούτος·
- διά
χειραψίας, βλ. λ. χειραψία·
- έλα
στο διά ταύτα, βλ. λ. ταύτα·
- με
το δι’ ευχών, βλ. λ. ευχή·
- πάμε
στο διά ταύτα, βλ. λ. ταύτα·
- προχώρα
στο διά ταύτα, βλ. λ. ταύτα·
- στο
δι’ ευχών, βλ. λ. ευχή·
- το
διά ταύτα, βλ. λ. ταύτα.
οδός
οδός, η, ουσ.
[<αρχ. ὁδός], η οδός. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
διά της πλαγίας οδού, λέγεται για μέθοδο ή ενέργεια που δεν ακολουθεί τη
νόμιμη διαδικασία, αλλά γίνεται με πλάγιο τρόπο: «αν δεν ενεργούσα διά της
πλαγίας οδού, η αίτησή μου θα ήταν ακόμη στο σωρό μαζί με τις άλλες || μόνο διά
της πλαγίας οδού μπορείς να τελειώσεις σήμερα γρήγορα τη δουλειά σου». Πολλές
φορές, παρατηρείται χειρονομία με τεντωμένη την παλάμη να κινείται ημικυκλικά και
προς τα πλάγια·
-
διά της τεθλασμένης οδού, βλ. φρ. δια της πλαγίας οδού·
-
εθνική οδός, ο δρόμος που συνδέει τις μεγάλες πόλεις και δίνει τη
δυνατότητα στους οδηγούς να αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες: «κάθε Σαββατοκύριακο
στην εθνική οδό γίνονται πολλά τροχαία δυστυχήματα»·
-
εν μέση οδώ, καταμεσής του δρόμου και μπροστά σε ανθρώπους που πηγαινοέρχονται:
«δεν μπορώ τώρα εν μέση οδώ να σου αναλύσω, γιατί έγιναν τα πράγματα με το
συγκεκριμένο τρόπο»·
-
η μέση οδός, οι όχι ακραίες λύσεις, ή όχι ακραίες απόψεις ή θέσεις:
«πρέπει να βρεθεί μια μέση οδός στο πρόβλημά σας για να μην τρέχετε συνέχεια
στα δικαστήρια»·
-
η οδός της απωλείας, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα, που
οδηγεί σε ηθική κατάπτωση: «πολλοί νέοι βαδίζουν στην οδό της απωλείας»·
-
η οδός της αρετής, βλ. φρ. ο δρόμος της αρετής, λ. δρόμος·
-
η οδός του Κυρίου, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
-
η οδός του μαρτυρίου, η διάρκεια των επίμονων προσπαθειών και των δεινών
ταλαιπωριών, μέχρι να φτάσει κάποιος στο ποθούμενο αποτέλεσμα: «ήταν ατέλειωτη
ο οδός του μαρτυρίου μέχρι ν’ αποκτήσει ο λαός μας την ελευθερία του». Αναφορά
στην πορεία του Χριστού από το Πραιτόριο μέχρι το Γολγοθά κουβαλώντας το σταυρό
στον οποίο έμελλε να σταυρωθεί·
-
καθ’ οδόν, στη διάρκεια της διαδρομής μου: «καθ’ οδόν προς το γραφείο
μου, θίξαμε το ζήτημα της ανανεώσεως του συμβολαίου του μισθώματος»·
-
οδός τρεχαγυρευόπουλου, βλ. λ. τρεχαγυρευόπουλος.