Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δίκαιο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δίκαιο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. δίκαιος], το δίκαιο· βλ. και λ. δίκιο·
- είναι του οθωμανικού δικαίου, βλ. λ. οθωμανικό·
- το δίκαιο του ισχυρότερου, λέγεται όταν κάποιος, που έχει μεγαλύτερη υλική δύναμη, επιβάλλει δια της βίας την άποψη ή τη θέλησή του σε κάποιον, που έχει μικρότερη δύναμη: «οι Η.Π.Α., ως η μόνη υπερδύναμη από το 1990, έχει την αλαζονεία να επιβάλλει το δίκαιο του ισχυρότερου || οι Η.Π.Α. και το Ν.Α.Τ.Ο. επέβαλαν τις απόψεις τους στο Κόσοβο, εφαρμόζοντας κατά της Γιουγκοσλαβίας το δίκαιο του ισχυρότερου»·
- το οθωμανικό δίκαιο, βλ. λ. οθωμανικό.

οθωμανικό

οθωμανικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. Οθωμανικός], ιδ. εύχρ. στις φρ.: είναι του οθωμανικού ή είναι του οθωμανικού δικαίου, δέχεται να υποστεί ή συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, είναι πούστης ή είναι κολομπαράς·
- το οθωμανικό δίκαιο, η επιβολή της σεξουαλικής πράξης από πίσω, από τον κώλο, ο σοδομισμός: «πολλές γυναίκες νιώθουν απέχθεια για το οθωμανικό δίκαιο».