Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δήμιος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δήμιος, ο, ουσ. [ <αρχ. επιθ. δήμιος (= δούλος)], ο δήμιος. 1. άνθρωπος που αποφασίζει, σχεδιάζει ή και εκτελεί το θάνατο κάποιου ή κάποιων, ο φονιάς: «ο Χίτλερ υπήρξε ο δήμιος των Εβραίων της Ευρώπης». 2. άνθρωπος μεγάλης σκληρότητας, ο βάναυσος, ο βασανιστής: «κανείς δεν τον χωνεύει μέσα στη γειτονιά, γιατί κατάντησε ο δήμιος της οικογένειάς του». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, βρε τρισκατάρατε, θα είσ’ ο δήμιός μου εσύ κι η μαύρη μοίρα μου, εσύ κι ο θάνατός μου).3. άνθρωπος ασυγκίνητος: «τι δήμιος ήταν αυτός ο εξεταστής που μας έτυχε! Μου φαίνεται πως δε θα περάσει κανέναν στο μάθημα».