Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
δέσποινα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

δέσποινα, η, ουσ. [<αρχ. δέσποινα <δεσπότης ]. 1. η κυρά, η αφέντρα, ιδίως ενός σπιτιού, μιας οικογένειας: «από δω να σου γνωρίσω τη δέσποινα του σπιτιού μας». 2. με κεφαλαίο το αρχικό δ,ένας από τους χαρακτηρισμούς της Θεοτόκου, εξού  και το κύριο γυναικείο όνομα. (Δημοτικό τραγούδι: σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι).