γραπτός
γραπτός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. γραπτός], γραπτός. 1. που
διατυπώνεται εγγράφως: «εγώ κάνω μόνο γραπτές συμφωνίες || στις γραπτές
εξετάσεις, δεν τα πήγε καθόλου καλά». 2. το ουδ. ως ουσ. το γραπτό, το
χειρόγραφο κείμενο διαγωνιζομένου και αυτή η ίδια η κόλλα πάνω στην οποία
διατυπώνεται το κείμενο αυτό: «άφησε το γραπτό του στην άκρη της έδρας του
καθηγητή και βγήκε απ’ την τάξη || ο καθηγητής πήρε όλα τα γραπτά στο σπίτι του
για να τα διορθώσει». 3α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα γραπτά, οι
γραπτές εξετάσεις: «είναι χαρούμενος, γιατί πήγε πάρα πολύ καλά στα γραπτά». β.
τα κείμενα που είναι τυπωμένα ή χειρόγραφα: «όλα τα γραπτά του συγγραφέα
κυκλοφορούν απ’ τον τάδε εκδοτικό οίκο || εκτός απ’ τα βιβλία του συγγραφέα που
κυκλοφορούν, έχει κι άλλα γραπτά στο συρτάρι του». Επίρρ. γραπτά και γραπτώς·
-τα
γραπτά μένουν, οτιδήποτε
γράφεται, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σε αντίθεση με τα λόγια, που χάνονται, που
ξεχνιούνται: «πρόσεχε τα σημειώματα που στέλνεις δεξιά αριστερά, γιατί τα
γραπτά μένουν».