Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γνώριμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γνώριμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. γνώριμος], γνώριμος· που τον έχουμε κάποτε γνωρίσει, που μας είναι γνωστός, οικείος, που δε μας είναι άγνωστος: «με τον τάδε είμαστε γνώριμοι από παλιά || είμαστε γνώριμοι απ’ το στρατό || δε μου είναι γνώριμος αυτός ο άνθρωπος».