γλύκισμα
γλύκισμα, το, ουσ. [<μτγν. γλύκυσμα], το γλύκισμα. 1.
φαγητό πολύ νόστιμο: «φάγαμε ένα γκιουβέτσι, που ήταν γλύκισμα». 2.
οτιδήποτε μας προκαλεί ευχαρίστηση: «η αποτυχία του ήταν γλύκισμα για μένα ||
και για μένα η επιτυχία του γιου σου, ήταν γλύκισμα σωστό». Υποκορ. γλυκισματάκι,
το·
-μου
’ρθε γλύκισμα, βλ.
συνηθέστ. μου ’ρθε λουκούμι, λ. λουκούμι.
λουκούμι
λουκούμι,
το, ουσ.
[<τουρκ. lokum], το λουκούμι. 1. ευχάριστο γεγονός: «αυτή η δουλειά
ήταν λουκούμι για μένα». 2. κάθε φαγητό, ιδίως από κρέας, που είναι
ευχάριστο στη γεύση, που είναι τρυφερό και πολύ νόστιμο: «το κρέας ήταν
λουκούμι || το αρνάκι που έφαγα το Πάσχα ήταν λουκούμι»·
- μου
’ρθε λουκούμι, λέγεται για αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός στην κατάλληλη
στιγμή και που βέβαια, μας είναι απόλυτα καλοδεχούμενο: «περνώ τέτοια φτώχεια,
που η ανέλπιστη κληρονομιά μου ’ρθε λουκούμι». Από το ότι το λουκούμι είναι ένα
πολύ ευχάριστο γλύκισμα. Συνών. μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί / μου ’ρθε
γλύκισμα / μου ’ρθε καϊμάκι / μου ’ρθε κουφέτο / μου ’ρθε λουκουμάς / μου ’ρθε
μεζές / μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο·
- μπαλιά
λουκούμι, βλ. λ. μπαλιά.