Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γεύση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γεύση, η, ουσ. [<αρχ. γεύσις <γεύομαι], η γεύση·
- αφήνω μια γεύση (σε κάποιον), προκαλώ με κάποια ενέργειά μου μια περιορισμένη αίσθηση ή εντύπωση σε κάποιον: «τον πρώτο καιρό, ο χωρισμός τους της άφησε μια γεύση πικρίας». Πολλές φορές, μετά το μια ακολουθεί το πρώτη·
- ίδια γεύση, δεν υπάρχει διαφορά από τα προηγούμενα, τα οποία συνήθως δεν είναι αρεστά ή ευχάριστα, και δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα·
- παίρνω γεύση, (για φαγητά) νοστιμεύω: «μόλις έριξε λίγο αλάτι, αμέσως πήρε γεύση το φαγητό»·
- πήρα μια γεύση, δοκίμασα, ένιωσα κάποιο αίσθημα κάποια εντύπωση, που προέκυψε από κάποια ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, πήρα μια γεύση για το τι εστί πραγματικός φίλος || μου συμπεριφέρθηκε τόσο ύπουλα, που πήρα μια γεύση τι εστί προδοσία». Πολλές φορές, μετά το μια ακολουθεί το πρώτη.