Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γεύμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γεύμα, το, ουσ. [<αρχ. γεῦμα], το γεύμα·
- δίνω γεύμα, παραθέτω γεύμα: «κάθε χρόνο τη μέρα της γιορτής του δίνει γεύμα στο σπίτι του στους στενούς του φίλους».