Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
γενικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

γενικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ. [<μτγν. γενικός], γενικός· το αρσ. ως ουσ. ο γενικός, αυτός που είναι υπεύθυνος σε ένα ολόκληρο διοικητικό κλάδο, ο γενικός διευθυντής (ιδίως το γ με κεφαλαίο): «ο κύριος Γενικός έχει συγκαλέσει συμβούλιο των μετόχων της επιχείρησης». Επίρρ. γενικά και γενικώς·
-γενικώς και αορίστως, με αναφορά σε πολλά θέματα και χωρίς συγκεκριμένες λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνω τίποτα: «δεν πολυκατάλαβα τι του συμβαίνει, γιατί μου εξέθεσε το πρόβλημά του γενικώς και αορίστως»·     
- έχει το γενικό πρόσταγμα, βλ. λ. πρόσταγμα·
- η γενική ατμόσφαιρα, βλ. λ. ατμόσφαιρα·
- κατά γενική απαίτηση, βλ. λ. απαίτηση·
- κατά γενική ομολογία, βλ. λ. ομολογία·
- σε γενικές γραμμές, βλ. λ. γραμμή·
- το γενικό κλίμα, βλ. λ. κλίμα.

ατμόσφαιρα

ατμόσφαιρα, η, ουσ. [<γαλλ. atmosphère <ελλ. ατμός + σφαίρα], η ατμόσφαιρα. 1. οι συνθήκες που επικρατούν σε ένα τόπο ή χώρο: «ζούμε προεκλογική ατμόσφαιρα || ζούμε σε ατμόσφαιρα πολέμου». 2. το περιβάλλον όπου ζει κάποιος και που του δημιουργεί καλή ή κακή ψυχολογική διάθεση: «οικογενειακή ατμόσφαιρα || φιλική ατμόσφαιρα || εχθρική ατμόσφαιρα»·
- βαριά ατμόσφαιρα, κατάσταση σε ένα περιβάλλον που είναι δυσάρεστα φορτισμένη: «μετά το θάνατο του πατέρα του, για ένα μεγάλο διάστημα επικρατούσε στο σπίτι βαριά ατμόσφαιρα»·
- βάρυνε η ατμόσφαιρα, έγινε δυσάρεστη, φορτίστηκε δυσάρεστα: «με την είσοδο του τάδε στην αίθουσα βάρυνε η ατμόσφαιρα || μόλις ο πρόεδρος ανακοίνωσε το ύψος του ελλείμματος της επιχείρησης, βάρυνε η ατμόσφαιρα στην αίθουσα των συσκέψεων»·
- η γενική ατμόσφαιρα, το σύνολο των ηθικών, πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών συνθηκών που επιδρούν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον: «η γενική ατμόσφαιρα μυρίζει εκλογές || η γενική ατμόσφαιρα προμηνύει σφιχτή εισοδηματική πολιτική || στη γενική ατμόσφαιρα το τόπου μας επικρατεί διάχυτα η σήψη και η σαπίλα». Συνών. το γενικό κλίμα·
- η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, βλ. φρ. η γενική ατμόσφαιρα·
- ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, κατάσταση σε ένα περιβάλλον όπου επικρατεί διέγερση, έξαψη: «στην αίθουσα του συνεδρίου επικρατούσε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα»·
- τεταμένη ατμόσφαιρα, βλ. φρ. ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα·   
- φορτισμένη ατμόσφαιρα, βλ. φρ. ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα·
- φτιάχνω ατμόσφαιρα, α. δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για να κατακτήσω μια γυναίκα, ιδίως για να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο, για να φτιάξω ατμόσφαιρα, χαμήλωσα τα φώτα, έβαλα χαμηλή μουσική και άνοιξα μια σαμπάνια». β. δημιουργώ χαρούμενη κατάσταση, δημιουργώ κέφι: «είχαμε νυστάξει όλοι στο πάρτι του τάδε και καλά που ήρθε ο φίλος του κι έφτιαξε ατμόσφαιρα με τ’ αστεία και τα πειράγματά του».

κλίμα

κλίμα, το, ουσ. [<αρχ. κλῖμα <κλίνω], το κλίμα· το σύνολο των συνθηκών που επικρατούν κάπου σε μια δεδομένη στιγμή: «τι κλίμα επικράτησε στις τελευταίες εκλογές; || το ήρεμο πολιτικό κλίμα στον τόπο μας ευνοεί τις επενδύσεις || στο κόμμα επικρατεί κλίμα αισιοδοξίας για τις επικείμενες εκλογές»·
- αλλάζω κλίμα, παραθερίζω: «κάθε χρόνο, όταν παίρνω την άδειά μου, αλλάζω κλίμα στη Χαλκιδική»·
- αλλάζω το κλίμα, δημιουργώ νέες συνθήκες, συνήθως ευχάριστες, σε μια παρέα: «ευτυχώς που ’ρθε ο τάδε κι άλλαξε το κλίμα με τ’ ανέκδοτά του, γιατί αλλιώς θα μας έπαιρνε ο ύπνος»·
- βαρύ κλίμα, δυσάρεστα φορτισμένη κατάσταση σε ένα περιβάλλον: «μετά το θάνατο του παππού επικρατούσε για ένα διάστημα βαρύ κλίμα στο σπίτι»·
- δε με σηκώνει το κλίμα, α. οι κλιματολογικές συνθήκες κάποιου τόπου επιδρούν αρνητικά στην υγεία μου: «πρέπει να πάω οπωσδήποτε διακοπές, γιατί δε με σηκώνει άλλο το κλίμα της πόλης». β. δε γίνομαι αποδεκτός από τον περίγυρο: «απ’ τη στιγμή που βλέπω πως δε με σηκώνει το κλίμα, είναι περιττό να μένω περισσότερο». γ. δεν μπορώ να προσαρμοστώ σε ορισμένες συνθήκες, είμαι εκτός πνεύματος, δεν επικοινωνώ και δε λειτουργώ σωστά σε μια δεδομένη κατάσταση: «αφού το βλέπεις πως δε σε σηκώνει το κλίμα εκεί μέσα, γιατί δε σηκώνεσαι να φύγεις, να βρεις καμιά άλλη δουλειά;». δ. δεν τολμώ να ενεργήσω, να συνεχίσω με τον τρόπο που ενεργούσα ως τώρα, γιατί αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω τις δυνάμεις ή τις δυνατότητες, ή γιατί δεν μου το επιτρέπει το περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι: «απ’ τη στιγμή που ήρθε ο τάδε στην παρέα, δε με σηκώνει άλλο το κλίμα να κάνω το μάγκα || ο οικοδεσπότης μου έκανε νόημα πως δε με σηκώνει άλλο το κλίμα να συνεχίσω να λέω σόκιν ανέκδοτα»·
- το γενικό κλίμα, το σύνολο των ηθικών, πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών συνθηκών που επιδρούν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον: «το γενικό κλίμα μυρίζει εκλογές || το γενικό κλίμα προμηνύει άσχημες οικονομικές εξελίξεις».