γελοίος
γελοίος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. γελοῖος], γελοίος. 1. που
χαρακτηρίζεται από έλλειψη σοβαρότητας και προκαλεί ειρωνικά γέλια ή σχόλια,
που η εμφάνισή του προκαλεί το γέλιο ή την κοροϊδία: «τι γελοία καμώματα είναι
αυτά! || να πας να βγάλεις γρήγορα αυτά τα γελοία ρούχα, γιατί γίνεσαι κι εσύ
γελοίος». 2. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο, η έλλειψη σοβαρότητας ή
σπουδαιότητας, η γελοιότητα: «ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν μπορούσε ν’
αντιληφθεί το γελοίο της κατάστασης || η συμπεριφορά του αγγίζει τα όρια του
γελοίου». Επίρρ. γελοία·
- γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα! βλ. λ.πρά(γ)μα·
-
γελοίο ποσό, βλ. λ. ποσό·
-
γελοίο υποκείμενο, βλ. λ. υποκείμενο·
-
είναι γελοίο να…, είναι ανόητο, παράλογο να…: «είναι γελοίο να πιστεύεις
πως υπάρχουν φαντάσματα || είναι γελοίο να θέλεις να τα βάλεις μ’ ένα μικρό
παιδί»·
-
μη γίνεσαι γελοίος! σοβαρέψου: «άσε τις σαχλαμάρες και μη γίνεσαι
γελοίος!»·
-
το γελοίο του πράγματος είναι ότι… λέγεται για κάτι που δεν έχει καμιά
σοβαρότητα, που είναι εντελώς παράλογο: «ενώ παραδέχεται πως μου χρωστάει ένα
σωρό λεφτά, το γελοίο του πράγματος είναι ότι υποστηρίζει πως δεν είναι
υποχρεωμένος να μου τα επιστρέψει».
υποκείμενο
υποκείμενο, το, ουσ. [ουδ. μτχ. του ρ. υπόκειμαι], το υποκείμενο·
(ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή υποτιμητικά) ο αχρείος, ο παλιάνθρωπος: «δεν πάμε σ’
αυτό το μαγαζί, γιατί μαζεύονται όλα τα υποκείμενα της περιοχής || δε θέλει
κανένας να ’χει σχέσεις μ’ αυτό το υποκείμενο»·
-
γελοίο υποκείμενο, άτομο καταγέλαστο: «σου είπα χίλιες φορές πως δε θέλω
να κάνεις παρέα μ’ αυτό το γελοίο υποκείμενο». (Τραγούδι: ο πρώτος από
πόλεμο δεν κάτεχε, ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε, ο τρίτος ήταν υποκείμενο
γελοίο κι ο τέταρτος δεν άντεχε στο κρύο)·
-
ελαφρό υποκείμενο, άτομο ανόητο, γελοίο, που κανείς δεν το παίρνει στα
σοβαρά: «είναι πολύ ελαφρό υποκείμενο, γι’ αυτό το ’χουμε του κλότσου και του
μπάτσου»·
-
παστρικό υποκείμενο, βλ. συνηθέστ. παστρικό κουμάσι, λ. κουμάσι·
-
σπουδαίο υποκείμενο! έκφραση έντονης αμφισβήτησης για άτομο το οποίο
κάποιος μας το αναφέρει σαν σπουδαίο: «ο τάδε είναι εξαιρετικός κύριος.
-Σπουδαίο υποκείμενο!»·
-
χαμένο υποκείμενο, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος:
«αποκλείεται να σου τελειώσει τη δουλειά αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι χαμένο
υποκείμενο». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή: «έχω
υποχρέωση να σε πληροφορήσω πως ο γιος σου κάνει παρέα μ’ ένα χαμένο
υποκείμενο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «πάρε δρόμο από δω, χαμένο υποκείμενο».
Συνών. χαμένο κορμί / χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο ρούχο.