Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βοή
βοή,
η, ουσ.
[<αρχ. βοή], η βοή·
- διά
βοής, με φωνές του ακροατηρίου, που επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν κάποιον ή
κάτι: «ο πρόεδρος του σωματείου μας εκλέχτηκε διά βοής || η οικονομική πρόταση
του προεδρείου απορρίφθηκε διά βοής || οι βουλευτές, ψήφισαν το νομοσχέδιο διά
βοής».