Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βλάβη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βλάβη, η, ουσ. [<αρχ. βλάβη], η βλάβη. 1. ζημιά (ηθική, οικονομική, πνευματική ή σωματική): «ευτυχώς ήταν μικρή η βλάβη απ’ το πέσιμο που έκανα || όταν είναι μικρή η οικονομική βλάβη, μπορείς να την ξεπεράσεις εύκολα» 2. φθορά που αναστέλλει την ενέργεια ή την κίνηση μηχανήματος: «μείναμε από βλάβη της μηχανής τ’ αυτοκινήτου μου έξω απ’ τα Μουδανιά»·
- έχει βλάβη στο μυαλό, είναι διανοητικά καθυστερημένος: «μην παρεξηγείς αυτά που σου λέει, γιατί το παιδί έχει βλάβη στο μυαλό»·
- παθαίνω βλάβη, υφίσταμαι ζημιά (ηθική, πνευματική, οικονομική ή σωματική): «έπαθε μεγάλη βλάβη που δικά του γραπτά τα παρουσίασε για δικά της || έπαθε μεγάλη βλάβη με την υποτίμηση της δραχμής || καθώς ξεσκόνιζε, έπεσε απ’ την καρέκλα της και με την πτώση της πάνω στη βιτρίνα έπαθε μεγάλη βλάβη απ’ τα σπασμένα γυαλιά».