Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βερέμης
βερέμης, ο, θηλ. βερέμισσα, η, ουσ. [<τουρκ. verem (= φυματίωση) + κατάλ. -ης], (στη γλώσσα της αργκό) ο φθισικός, ο φυματικός, ο καχεκτικός, ο χτικιάρης: «μόλις δει κανέναν βερέμη άνθρωπο, πάει να κάνει τον παλικαρά».
βερέμης, ο, θηλ. βερέμισσα, η, ουσ. [<τουρκ. verem (= φυματίωση) + κατάλ. -ης], (στη γλώσσα της αργκό) ο φθισικός, ο φυματικός, ο καχεκτικός, ο χτικιάρης: «μόλις δει κανέναν βερέμη άνθρωπο, πάει να κάνει τον παλικαρά».