Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βασιλεύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βασιλεύω, ρ. [<αρχ. βασιλεύω <βασιλεύς], βασιλεύω. 1α. κυριαρχώ, επικρατώ απόλυτα: «μέσα στη νύχτα βασίλευε νεκρική σιωπή || μετά τις τελευταίες δολοφονίες τρόμος βασιλεύει πάνω απ’ την πόλη».. β. κυριαρχώ, επικρατώ στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική ή καλλιτεχνική ζωή ενός τόπου: «όσο καιρό βασίλευε, δε μιλούσε σε κανέναν και, τώρα που ξέπεσε, έμεινε χωρίς φίλους». 2. κλείνω τα μάτια μου από εξάντληση ή νύστα: «με τα ξενύχτια που κάνει, μόλις καθίσει κάπου, βασιλεύει αμέσως». 3. κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «λίγο πριν βασιλέψει, τους έδωσε την ευχή του». (Λαϊκό τραγούδι: τάχα, τι να ζήλεψαν στα χλωρά σου μάτια που γιομάν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή; Κι ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή).·
- βασίλεψαν τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- βασίλεψε το άστρο του, βλ. λ. άστρο·
- διαίρει και βασίλευε, να προκαλείς διχόνοια, διχασμό στους άλλους, για να μπορείς να κυριαρχείς, να τους εξουσιάζεις πιο εύκολα: «το διαίρει και βασίλευε είναι μια συνταγή από αρχαιοτάτων χρόνων || ο πρώτος διδάξας του διαίρει και βασίλευε ήταν ο Δαρείος ο Α΄, δόγμα που τελειοποίησε αιώνες αργότερα ο Μακιαβέλι και εφάρμοσε στην πράξη ο Αυστριακός Κλέμενς Μέτερνιχ»·
- ζει και βασιλεύει, βλ. λ. ζω·
- στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, βλ. λ. τυφλός.

άστρο

άστρο, το, ουσ. [<αρχ. ἄστρον], το άστρο. 1. το αστέρι: «το βράδυ ο ουρανός είναι γεμάτος άστρα». 2. διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού, το αστέρι: «όπου να ’ναι θα πάρει και τρίτο άστρο και θα γίνει συνταγματάρχης». Υποκορ. αστράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- ανέτειλε το άστρο του, ξεκίνησε λαμπρή σταδιοδρομία: «το άστρο του ανέτειλε στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα και μέχρι τις αρχές του δύο χιλιάδες είχε γίνει μεγάλος και τρανός»·
- βασίλεψε το άστρο του, βλ. φρ. έσβησε το άστρο του·
- γυρεύω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- δεν έσμιξαν τ’ άστρα τους, (για ζευγάρια) δεν μπόρεσαν να συνταιριάξουν, είχαν διαφορετικούς χαρακτήρες ή ενδιαφέροντα γι’ αυτό και δεν αποφάσισαν να κάνουν δεσμό: «ήταν κι οι δυο τους καλά παιδιά και πήρα την απόφαση να γνωρίσω τον έναν με τον άλλον αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί δεν έσμιξαν τ’ άστρα τους». Συνών. δεν τα βρήκαν (α)·
- διαβάζει τ’ άστρα, έχει την ικανότητα, τη γνώση να μαντεύει το μέλλον από τη θέση των άστρων στον ουρανό: «κάθε φορά που πρόκειται να ξεκινήσει μια καινούρια δουλειά, πηγαίνει στον τάδε αστρολόγο, γιατί διαβάζει τ’ άστρα μ’ επιτυχία»·
- έδυσε τ’ άστρο του, βλ. φρ. έσβησε τ’ άστρο του·
- είδα άστρα, βλ. συνηθέστ. είδα αστράκια, λ. αστράκι·
- είδα τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- έσβησε τ’ άστρο του, α. έχασε την αίγλη του, τη δόξα του: «κάποτε κυριαρχούσε στην πολιτική κονίστρα, αλλά βγήκαν νέοι πολιτικοί με νέες ιδέες και προγράμματα κι έσβησε τ’ άστρο του». β. πέθανε: «έσβησε τ’ άστρο του μια χειμωνιάτικη νύχτα»·
- ζητώ τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- θέλω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- κατεβάζω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- κουβεντιάζει με τ’ άστρα, βλ. φρ. μιλάει με τ’ άστρα·
- λάμπει τ’ άστρο του, βλ. φρ. μεσουρανεί τ’ άστρο του·
- μ’ ανέβασε στ’ άστρα, με έκανε ευτυχισμένο: «μόλις μου είπε το ναι, μ’ ανέβασε στ’ άστρα». (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ, αυτή η αγάπη στ’ άστρα μ’ ανεβάζει
- μεσουρανεί τ’ άστρο του, βρίσκεται στο απόγειο της αίγλης του, της δόξας του: «δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει την αρχηγία του στο κόμμα, γιατί μεσουρανεί τ’ άστρο του || τον καιρό που μεσουρανούσε τ’ άστρο του ήταν παντοδύναμος»·
- μιλάει με τ’ άστρα, βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, αεροβατεί: «μην του έχεις και πολύ εμπιστοσύνη, γιατί μιλάει με τ’ άστρα ο άνθρωπος!»· βλ. και φρ. διαβάζει τ’ άστρα·
- μου ζητάει να κατεβάσω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- πιστεύει στ’ άστρα, πιστεύει πως τα άστρα επηρεάζουν την τύχη, το πεπρωμένο του: «κάθε τόσο συμβουλεύεται διάφορους αστρολόγους, γιατί πιστεύει στ’ άστρα»·
- πιστεύει στ’ άστρο του, πιστεύει πως γενικά όλα στη ζωή του θα γίνουν όπως τα επιδιώκει, πιστεύει πως έχει καλή τύχη, καλό πεπρωμένο: «είναι σίγουρος πως μια μέρα θα γίνει μεγάλος και τρανός, γιατί πιστεύει στ’ άστρο του»·
- σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού, πολύ μεγάλο, αμέτρητο πλήθος, πολύ μεγάλη, αμέτρητη ποσότητα: «έχει πολλούς φιλάθλους αυτή η ομάδα; -Σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού || έχει πολλά λεφτά αυτός ο άνθρωπος; -Σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού». Πρβλ. όσα είναι όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού, τόσους πόνους έχω μέσα στην καρδιά μου, κι όπως τρέχουν τα νερά του ποταμού, έτσι τρέχουν και τα μαύρα δάκρυά μου (Λαϊκό τραγούδι)·
- τ’ άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα και γκρεμίζουν κάστρα, βλ. λ. άσπρα·
- τάζω τ’ άστρα τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- το άστρο της αυγής, ο αυγερινός: «μόλις άρχισε να φωτίζει η μέρα, ξεχωρίσαμε στον ουρανό το άστρο της αυγής»·
- το άστρο της ημέρας, ο ήλιος: «μόλις φώτισε το άστρο της ημέρας, ξεκίνησαν για τη δουλειά»·
- το άστρο της νύχτας, η σελήνη: «τον Γενάρη το άστρο της νύχτας φωτίζει πολύ έντονα τη γη»·
- το άστρο της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας: «καθώς ταξιδεύαμε τη νύχτα, είχαμε για πυξίδα το άστρο της τραμουντάνας»·
- τρεμοσβήνει τ’ άστρο του, βρίσκεται στο τέλος της αίγλης, της δόξας του: «κάποτε ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά τώρα τρεμοσβήνει τ’ άστρο του».

ζω

ζω, ρ. [<αρχ. ζῶ], ζω. 1. πορίζομαι τα μέσα της συντήρησής μου στη ζωή: «ζω από τη δουλειά μου || ζω απ’ την τέχνη μου». 2. περνώ, πορεύομαι, ακολουθώ έναν τρόπο ζωής: «ζω με μεγάλες στενοχώριες || ζει στην καλοπέραση || ζουν στην αλητεία». 3. μένω σε κάποιον τόπο: «ζω στη Θεσσαλονίκη». 4. διατρέφω, συντηρώ κάποιον άλλον: «ζει μια γυναίκα και δυο παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τις θάλασσες για να σε ζήσω και σαν κυρία να σε κρατήσω). 5. συγκατοικώ με κάποιον: «ζει με τη μητέρα του». (Τραγούδι: δεν μπορεί, δεν μπορεί, κάπου θα συναντηθούμε, δεν μπορεί, δεν μπορεί στο ίδιο σπίτι ζούμε). 6. γίνομαι μάρτυρας, αποκτώ άμεση εμπειρία και γνώση: «έζησα τη φρίκη του εμφύλιου πολέμου λεπτό προς λεπτό». 7. αισθάνομαι κάτι σαν να είναι δικό μου: «ήταν τόσο αγαπημένοι, που ο ένας ζούσε τον πόνο του άλλου || ο ηθοποιός ζούσε το ρόλο του». 8. στο γ΄ εν. πρόσ. ζει, (για κάποιον ή για κάτι σπουδαίο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας) αναφέρεται συνήθως ως σύνθημα με την έννοια παραμένει ζωντανό(ς) στη μνήμη μας, στη μνήμη των ανθρώπων: «ο Λαμπράκης ζει || το Πολυτεχνείο ζει || Αντρέα (Παπανδρέου) ζεις, εσύ μας οδηγείς || ο Παναγούλης ζει || αδέρφια ζείτε, εσείς μας οδηγείτε», συγκινητική ομαδική ιαχή των φιλάθλων της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιώς κατά το ετήσιο μνημόσυνο που γίνεται κάθε 8 Φεβρουαρίου εις μνήμην των 21φιλάθλων που, στις 8 Φεβρουαρίου του 1981, μετά τη λήξη του αγώνα Ολυμπιακός Α.Ε.Κ. όπου η ομάδα του Πειραιά πέτυχε περιφανή νίκη (6-0), καταπλακώθηκαν κι έχασαν τη ζωή τους κατά την έξοδό τους από τη θύρα 7 του σταδίου. 9. στο α΄ πλ. πρόσ. του ενεστ. ζούμε, επιβιώνω και δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς είσαι. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. 10. προστακτ. αορ. ζήσε, προτροπή σε κάποιον να ζήσει τη ζωή του με γλέντια και διασκεδάσεις: «ζήσε, γιατί περνούν τα χρόνια». (Ακολουθούν 95 φρ.)· 
- βαριέται που ζει, βλ. λ. βαριέμαι·
- για ένα όνομα ζούμε, βλ. λ. όνομα·
- για ένα φιλότιμο ζούμε, βλ. λ. φιλότιμο·
- για μια τιμή ζούμε, βλ. λ. τιμή·
- ζει αγάδικα, βλ. λ. αγάδικος·
- ζει απ’ το βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- ζει δε ζει, είναι αμφίβολο αν θα ζήσει: «ο άρρωστος ζει δε ζει»·
- ζει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ζει και βασιλεύει, α. ευδαιμονεί, είναι σε μεγάλη υπόληψη ή σε πολύ καλή κατάσταση. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνει ο τάδε. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και τον κόσμο κυριεύει. Από την απάντηση, σύμφωνα με το θρύλο, των ναυτικών στην ερώτηση της γοργόνας ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; -Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Αν η απάντηση ήταν διαφορετική, τότε η γοργόνα βούλιαζε το καράβι. β. (για καταστάσεις) είναι πολύ διαδομένη, έχει μεγάλη άνθηση, ακμάζει: «όσα μέτρα κι αν πάρουν, η φοροδιαφυγή ζει και βασιλεύει».
- ζει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε) ή ζει στη σκιά (του τάδε), βλ. λ. σκιά·
- ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει με όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- ζει με τη σκιά του, βλ. λ. σκιά·
- ζει μονάχος, βλ. λ. μονάχος·
- ζει μόνος, βλ. λ. μόνος·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει πίσω απ’ τον ήλιο, βλ. λ. ήλιος·
- ζει σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- ζει σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
- ζει σαν ζώο ή ζει σαν το ζώο, βλ. λ. ζώο·
- ζει σαν καλόγερος, βλ. λ. καλόγερος·
- ζει σαν καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
- ζει σαν κούκος ή ζει σαν τον κούκο, βλ. λ. κούκος·
- ζει σαν κουκουβάγια ή ζει σαν την κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- ζει σαν μαχαραγιάς, βλ. λ. μαχαραγιάς·
- ζει σαν μπέης, βλ. λ. μπέης·
- ζει σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
- ζει σαν πρίγκιπας, βλ. λ. πρίγκιπας·
- ζει σαν σκυλί ή ζει σαν το σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- ζει σαν τυφλοπόντικας ή ζει σαν τον τυφλοπόντικα, βλ. λ. τυφλοπόντικας·
- ζει σαν φακίρης, βλ. λ. φακίρης·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. λ. εποχή·
- ζει σε άλλον αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει σε άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ζει σε χρυσό κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- ζει σκυλίσια ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ζει στα σύννεφα, βλ. λ. σύννεφο·
- ζει στη σελήνη, βλ. λ. σελήνη·
- ζει στη σκιά, βλ. λ. σκιά·
- ζει στο βούρκο, βλ. λ. βούρκος·
- ζει στο μαύρο (το) σκοτάδι ή ζει στο σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- ζει στο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- ζει στο φεγγάρι, βλ. λ. φεγγάρι·
- ζει στον Άρη, βλ. φρ. ζει σε άλλο πλανήτη·
- ζει στον κόσμο του ή ζει στο δικό του κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζει το όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- ζει το σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- ζήσε Μάη (μου) να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), βλ. λ. τριφύλλι·
- ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), βλ. συνηθέστ. ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι)·
- ζουν σαν γουρούνια ή ζουν σαν τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- ζω ανθρωπινά, βλ. λ. ανθρωπινός·
- ζω άστατη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ζω έξω, βλ. λ. έξω·
- ζω ζωή ανθρωπινή, βλ. λ. ζωή·
- ζω ζωή παραμυθένια, βλ. λ. ζωή·
- ζω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- ζω καλά, βλ. λ. καλός·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ζω σε σαλόνια ή ζω στα σαλόνια, βλ. λ. σαλόνι·
- ζω στην αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- ζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- ζω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- ζω τη ζωούλα μου, βλ. λ. ζωούλα·
- ζω τρομερές στιγμές, βλ. λ. στιγμή·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, φρ. με την οποία κλείνουν συνήθως τα παραμύθια·
- να ζει κανείς ή να μη ζει! αγωνιώδες φιλοσοφικό ερώτημα που θέτει κανείς στον εαυτό του, ιδίως σε περιόδους που είναι απογοητευμένους από τη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: γίνανε οι πίκρες μου βουνό κι αναρωτιέμαι και απορώ έτσι που έγινε η ζωή, να ζει κανείς ή να μη ζει). Αναφορά στον Άμλετ του Σέξπηρ: to be or not to be·      
- να ζήσεις! α. ευχή για τα γενέθλια ή την ονομαστική γιορτή κάποιου. β. παρακλητική έκφραση σε κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι για μας: «να ζήσεις, πετάξου μέχρι το σπίτι μου να μου φέρεις κάτι! || να ζήσεις, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || να ζήσεις, μη μου κάνεις μήνυση!». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και κάνε έλεος, βρε Ντίνα μου, να ζήσεις, σε πίκρες και σε βάσανα να μη μ’ απαρατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. γ. θαυμαστική έκφραση σε άτομο που επικροτούμε κάποια ενέργειά του. Πολλές φορές, τη φρ. συνήθως ακολουθούν το παιδί μου ή το παλικάρι μου ή το λεβέντη μου. (Λαϊκό τραγούδι: στολίστηκες, κυρά μου, στην πένα στο καντίνι, να ζήσει κι ο λεβέντης, ο λεβέντης που σε ντύνει)·  
- να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, βλ. λ. βουνό·
- να ζήσεις χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- να ζήσετε! ευχή για μακροζωία που δίνεται σε νεόνυμφους·
-  να ζήσετε, να γεράσετε και ν’ ασπρομαλλιάσετε! βλ. φρ. να ζήσετε(!)·
- να ζήσετε να τον θυμόσαστε! ευχή σε συγγενείς εκλιπόντος·
- να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, βλ. λ. βουνό·
- να μη ζήσω! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη ζήσω!»·
- να μου ζήσεις! έκφραση επιδοκιμασίας σε κάποιον, που έκανε κάτι που μας ευχαριστεί: «να μου ζήσεις, παλικάρι μου, καλά έκανες και τον έδειρες τον αλήτη!». (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις,είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι
- να σας ζήσει! ευχή σε γονείς νεογέννητου·
- να σας ζήσουν! ευχή σε γονείς νεόνυμφων·
- να σου ζήσει! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον να είναι πάντα καλά το άτομο που τον ενδιαφέρει: «να σου ζήσει η καινούρια σου γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου βρε καραντερβίση, η ντερβίσω να σου ζήσει). β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, του οποίου το συγγενικό πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος είναι κακής διαγωγής: «αν είναι γιος σου αυτός ο αληταράς, να σου ζήσει!». γ. πολλές φορές, ακούγεται και ως ευχετική έκφραση σε κάποιον που απόκτησε κάτι καινούριο: «μπα μπα, τι βλέπω, καινούριο αυτοκίνητο; Να σου ζήσει!»·
- να σου ζήσει ο διάδοχος! βλ. λ. διάδοχος·
- ξέρει και ζει ή ξέρει να ζει, ζει με γλέντια και διασκεδάσεις, χωρίς να υπολογίζει τα έξοδα: «κι άλλοι έχουν τα λεφτά του, με τη διαφορά όμως που αυτός ξέρει και ζει»·
- ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, λέγεται στην περίπτωση που μας υπόσχεται κάποιος πως θα μας δώσει κάτι, ή πως θα διευθετήσει κάποια υπόθεσή μας εν καιρώ, και δηλώνει την αβεβαιότητά μας για το μέλλον. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ωωω! μέχρι τότε ή το ωωω! ως τότε και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μέχρι τότε ή το ως τότε·
- πού ζεις; έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που αγνοεί κάτι πολύ σημαντικό ή συνηθισμένο, ή που είναι εκτός πραγματικότητας. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μα ή το καλά ή το καλά εσύ και κλείνει με το ρε παιδάκι μου ή το ρε παιδί μου ή το άνθρωπέ μου·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο πεθαίνουμε, σήμερα·
- το βαφτίζω το μυρώνω άρα ζήσει άρα μη ζήσει, λέγεται για αυτούς που εκπληρώνουν τυπικά μόνο τις υποχρεώσεις τους και αδιαφορούν για τα περαιτέρω: «εγώ δεν ενδιαφέρομαι για υπαλλήλους το βαφτίζω το μυρώνω άρα ζήσει άρα μη ζήσει, αλλά για υπαλλήλους που θα πονούν την επιχείρησή μου»·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
- το ψέμα δε ζει για να γεράσει, βλ. λ. ψέμα·
- το ψέμα δε ζει για να παλιώσει, βλ. λ. ψέμα·
- τον ζω, α. του προσφέρω τα απαραίτητα για να ζήσει: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε τον ζω, γιατί είναι φίλος μου». β. τον συναναστρέφομαι: «τον ξέρω καλά, γιατί τον ζω χρόνια»·
- τον ζω από κοντά, βλ. λ. κοντά.

τυφλός

τυφλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. τυφλός], τυφλός. 1. που είναι απόλυτος, απεριόριστος: «δείχνει τυφλή υπακοή || έχει στη γυναίκα του τυφλή εμπιστοσύνη». 2. που έχει χάσει την ικανότητα να κρίνει σωστά: «είναι τυφλός από μίσος». 3. που είναι παράφορος, που δεν υπολογίζει τις επιπτώσεις των πράξεών του: «τυφλός έρωτας || τυφλός φανατισμός». Επίρρ. τυφλά. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
-βαδίζω στα τυφλά, α. ενεργώ χωρίς να έχω σαφή προσανατολισμό, χωρίς να γνωρίζω τι θέλω ή τι επιδιώκω: «θέλω να στήσω κι εγώ μια δουλειά, αλλά δεν έχω τη βοήθεια κανενός κι έτσι βαδίζω στα τυφλά». β. βαδίζω χωρίς να ξέρω πού κατευθύνομαι: «μπερδεύτηκα μέσα στα τόσα στενάκια της παλιάς πόλης και τώρα βαδίζω στα τυφλά». γ. ερευνώ για να εξιχνιάσω μια υπόθεση, αλλά δεν έχω σαφή στοιχεία και ενεργώ χωρίς πρόγραμμα, στην τύχη: «πασχίζω να εξιχνιάσω το τάδε έγκλημα, αλλά βαδίζω στα τυφλά, γιατί δεν έχω κανένα στοιχείο στα χέρια μου». Συνών. βαδίζω στα σκοτεινά·
- είναι τυφλό όργανο (κάποιου ή κάποιων), βλ. λ. όργανο·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έχω τυφλή εμπιστοσύνη (σε κάποιον), βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- η δικαιοσύνη είναι τυφλή, βλ. λ. δικαιοσύνη·
- η τύχη είναι τυφλή, βλ. λ. τύχη·
- ο έρωτας είναι τυφλός, βλ. λ. έρωτας·
- πάω στα τυφλά, βλ. φρ. βαδίζω στα τυφλά·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- προχωρώ στα τυφλά, βλ. φρ. βαδίζω στα τυφλά·
- ραντεβού στα τυφλά, α. ραντεβού με ερωτικές προεκτάσεις, κατά το οποίο τα δυο ενδιαφερόμενα άτομα δε γνωρίζονται μεταξύ τους: «αρκετά ραντεβού στα τυφλά έχουν εξελιχθεί σε μεγάλους έρωτες». β. διαπραγματευτική συνάντηση κατά την οποία τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη δε γνωρίζουν επακριβώς το αντικείμενο της διαπραγμάτευσής τους: «οι συνδικαλιστές αρνούνται να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γιατί, όπως υποστηρίζουν, δεν είναι διατεθειμένοι να προσέλθουν σ’ ένα ραντεβού στα τυφλά». Η φρ. σε χρήση μετά την ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, που παρουσίασαν στο τηλεοπτικό κανάλι Mega η Βάσια Τριφύλλη αρχικά κι έπειτα η Ισαβέλλα Βλασιάδου·
- ρίχνω στα τυφλά, πυροβολώ στην τύχη, χωρίς να στοχεύω συγκεκριμένα κάποιον ή κάπου: «μόλις σκοτείνιασε, ρίχναμε κάθε τόσο στα τυφλά μόνο και μόνο για να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας στον εχθρό». (Τραγούδι: απ’ τον έρωτα πληγώθηκα, δε θέλω πια ξανά, μες στο κάστρο μου οχυρώθηκα και ρίχνω στα τυφλά
- στα τυφλά, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς προγραμματισμό, τυχαία: «δουλεύει στα τυφλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να προκόψει». (Τραγούδι: τόσα χρόνια πάλευα μόνος στα τυφλά, και ταξίδεψα κι αρρώστησα και πέρασα πολλά
- στη χώρα των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος, βλ. φρ. στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος·
- στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, αναφορά σε άνθρωπο που αν και είναι άπειρος ή ανίκανος, κατευθύνει άλλους που είναι πιο άπειροι ή πιο ανίκανοι από αυτόν·
- τυφλό δρομάκι, βλ. λ. δρομάκι·
- τυφλό δωμάτιο, βλ. λ. δωμάτιο·
- τυφλό ραντεβού, βλ. φρ. ραντεβού στα τυφλά·
- τυφλός είσαι; α. λέγεται για άτομο που έχει χάσει την ευθυκρισία του, που έχει χάσει την ικανότητα να κρίνει σωστά: «τυφλός είσαι και δε βλέπεις πως αυτός ο απατεώνας θέλει να σου φάει τα λεφτά σου; || τυφλός είσαι και δε βλέπεις πως με τη ζωή που κάνεις οδηγείσαι στην καταστροφή σου;». β. εκνευρισμένη αντίδραση κάποιου προς το άτομο που τον πάτησε ή που τον έσπρωξε δυνατά: «τυφλός είσαι και δε βλέπεις πού πατάς;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·
- τυφλός τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο, όταν δεχόμαστε βοήθεια από ακατάλληλο άνθρωπο τότε είναι βέβαιο πως θα αποτύχουμε και οι δυο.