Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
βάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

βάζω, ρ. [<αρχ. βιβάζω], βάζω. 1. φορώ: «βάζω το κοστούμι μου». (Λαϊκό τραγούδι: ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα, τα παιδάκια τα καημένα, τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια). 2α. καταθέτω, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζω αρκετά λεφτά στην τράπεζα». β. επενδύω: «έβαλε τα λεφτά του σε μια εταιρία που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο». 3. προτρέπω, παρακινώ, αναγκάζω κάποιον ιδίως σε κάτι κακό ή κολάσιμο: «τον βάλανε να πει ψέματα || τον βάλανε να κλέψει». 4. θέτω υποψηφιότητα: «σκέφτεται να βάλει για πρόεδρος του σωματείου μας || στις νέες εκλογές θα βάλει για βουλευτής». 5. θεωρώ: «έχει παιδί που τέλειωσε μόνο το δημοτικό, αλλά το βάζει για πολύ σπουδαγμένο». 6. συγκρίνω: «έχει ένα αυτοκινητάκι και το βάζει με το δικό μου που είναι κοτζάμ Μερσεντές». 7. δίνω όνομα σε αβάφτιστο παιδί, με το μυστήριο της βάφτισης δίνω σε ένα παιδί κάποιο όνομα: «την Κυριακή βαφτίζω το γιο μου. -Τι όνομα θα του βάλεις;». Συνών. δίνω (8). 8. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) πετυχαίνω: «βάζω γκολ || βάζω καλάθι || πόσα γκολ βάλαμε; || πόσα καλάθια βάλαμε;». 9α. βάλε, υπόθεσε, σκέψου: «βάλε τι φασαρία θα γίνει αν, τώρα που είναι με τον γκόμενό της, έρθει ξαφνικά ο αδερφός της!». β. λέγεται προστακτικά ή διευκρινιστικά για παραγγελία, ιδίως σε εστιατόριο, ουζερί, ταβέρνα ή για αγορά από κάποιο κατάστημα ή για λογαριασμό) συμπερίλαβε, πρόσθεσε: «μαζί μ’ αυτά που σου παραγγείλαμε, βάλε και μια πατάτες τηγανητές || μαζί με το κουστούμι βάλε κι αυτό το πουκάμισο || στο λογαριασμό βάλε και τη σοκολάτα που έφαγε ο γιος μου»· βλ. και λ. βάνω. (Ακολουθούν 675 φρ.)· 
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, βλ. λ. ρούχο·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; βλ. λ. αυτός·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζει δάχτυλο (ενν. στον κώλο του), βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζει και την πορδή του δύναμη, βλ. λ. πορδή·
- βάζει κι κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. συνηθέστ. βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες·
- βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. λ. μυλωνάς·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- βάζει μούρη, βλ. λ. μούρη·
- βάζει μουσούδα ή βάζει μουσούδι, βλ. λ. μουσούδα·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- βάζει παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- βάζει παρωπίδες, βλ. λ. παρωπίδα·
- βάζει στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, βλ. λ. βάρκα·
- βάζει τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, βλ. λ. χούφτα·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζεις στοίχημα; βλ. λ. στοίχημα·
- βάζουμε στη μέση (κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. μέση·
- βάζουμε στο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- βάζουμε στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- βάζω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- βάζω αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- βάζω αλατοπίπερο, βλ. λ. αλατοπίπερο·
- βάζω αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- βάζω ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- βάζω απουσία (σε κάποιον), βλ. λ. απουσία·
- βάζω αφτί, βλ. λ. αφτί·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω βαθμό (για καθηγητές ή κριτές), βλ. λ. βαθμός·
- βάζω βάση, βλ. λ. βάση·
- βάζω βέρα ή βάζω βέρες ή βάζω τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- βάζω βούλα, βλ. λ. βούλα·
- βάζω βούλα και παύλα, βλ. λ. βούλα·
- βάζω βύσμα, βλ. λ. βύσμα·
- βάζω για δόλωμα ή βάζω δόλωμα, βλ. λ. δόλωμα·
- βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- βάζω γκέμι ή βάζω γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- βάζω γκόλ, βλ. λ. γκόλ·
- βάζω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- βάζω γνώση, βλ. λ. γνώση·
- βάζω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- βάζω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω διαβάλματα, βλ. λ. διαβάλματα·
- βάζω δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- βάζω δόντι, βλ. λ. δόντι·
- βάζω έγνοια, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω εμπόδια (σε κάποιον), βλ. λ. εμπόδιο·
- βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. λ. θέμα·
- βάζω ένα όριο, βλ. λ. όριο·
- βάζω ένα χέρι(χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- βάζω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω ζιζάνια, βλ. λ. ζιζάνιο·
- βάζω ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- βάζω ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- βάζω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- βάζω θεμέλια ή βάζω τα θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- βάζω θηλιά στο λαιμό μου ή βάζω τη θηλιά στο λαιμό μου, βλ. λ. θηλιά·
- βάζω θλιβερή μουτσούνα, βλ. λ. μουτσούνα·
- βάζω καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- βάζω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- βάζω καημό, βλ. λ. καημός·
- βάζω καλάθι, (για μπάσκετ), βλ. λ. καλάθι·
- βάζω κάλπη, βλ. λ. κάλπη·
- βάζω καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- βάζω καπίστρι, βλ. λ. καπίστρι·
- βάζω κάποια αράδα ή βάζω σε κάποια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά· 
- βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, βλ. λ. λιθάρι·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω σε κάποια τάξη ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη·
- βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη
- βάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- βάζω κάτι απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω κάτι στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω κάτι στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- βάζω κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου, βλ. λ. γκλάβα·
- βάζω κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου, βλ. λ. κεφάλα·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω κιλά, βλ. λ. κιλό·
- βάζω κλειδί, βλ. λ. κλειδί·
- βάζω κολαούζο, βλ. λ. κολαούζος·
- βάζω κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- βάζω κουλούρι (κουλούρα, κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρι·
- βάζω κρέπι, βλ. λ. κρέπι·
- βάζω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- βάζω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- βάζω λέβα, βλ. λ. λέβα·
- βάζω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- βάζω μάρκα, βλ. λ. μάρκα·
- βάζω Μάρτη, βλ. λ. Μάρτης·
- βάζω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- βάζω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βάζω με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι  να ’ναι, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. λ. νους·
- βάζω με το νου μου ό,τι  να ’ναι, βλ. λ. νους·
- βάζω με τρόπο, βλ. λ. τρόπο·
- βάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- βάζω μέσο, βλ. λ. μέσο·
- βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω μια δαχτυλήθρα, βλ. λ. δαχτυλήθρα·
- βάζω μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. λ. πρόταση·
- βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- βάζω μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βάζω μίνες, βλ. λ. μίνες·
- βάζω μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω μπουγάδα, βλ. λ. μπουγάδα·
- βάζω μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- βάζω μπρίκι στη φωτιά (ενν. για να ψήσω καφέ), βλ. λ. φωτιά·
- βάζω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- βάζω μπρος τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπρος τη μηχανή μου ή βάζω μπρος τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- βάζω μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- βάζω μπροστά τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπροστά τη μηχανή μου ή βάζω μπροστά τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω νερό στο κρασί μου, βλ. λ. κρασί·
- βάζω νιονιό, βλ. λ. νιονιό·
- βάζω νου, βλ. λ. νους·
- βάζω νταλκά, βλ. λ. νταλκάς·
- βάζω νυστέρι (σε κάτι), βλ. λ. νυστέρι·
- βάζω όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, βλ. λ. δυνατός·
- βάζω όλες τις δυνάμεις μου ή βάζω όλες μου τις δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- βάζω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- βάζω όρους ή βάζω τους όρους μου, βλ. λ. όρος·
- βάζω οχτάρι, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. οχτάρι·
- βάζω πάλι την κασέτα, βλ. λ. κασέτα·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, βλ. λ. ομάδα·
- βάζω πανί, βλ. λ. πανί·
- βάζω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- βάζω πιλάλα ή βάζω μια πιλάλα, βλ. λ. πιλάλα·
- βάζω πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- βάζω πλερέζες, βλ. λ. πλερέζα·
- βάζω πλύση, βλ. λ. πλύση·
- βάζω πλώρη, βλ. λ. πλώρη·
- βάζω πόδι, βλ. λ. πόδι·
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω πολλά με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω πρόγραμμα ή βάζω σε πρόγραμμα ή βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω ράσο ή βάζω ράσα ή βάζω το ράσο ή βάζω τα ράσα, βλ. λ.ράσο·
- βάζω ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- βάζω ρότα, βλ. λ. ρότα·
- βάζω σ’ ενέργεια, βλ. λ. ενέργεια·
- βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω σάλτσα ή βάζω σάλτσες, βλ. λ. σάλτσα·
- βάζω σανό, βλ. λ. σανός·
- βάζω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), βλ. λ. δουλειά·
- βάζω σε ίδια μοίρα ή βάζω σε ίση μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή άλλο), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. κίνδυνος·
- βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω σε μπελά ή βάζω σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω σε πειρασμό (κάποιον), βλ. λ. πειρασμός·
- βάζω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε ρέγουλα (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. ρέγουλα·
- βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. τάξη·
- βάζω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σημάδι ή βάζω σημάδια, βλ. λ. σημάδι·
- βάζω σημάδι ή βάζω στο σημάδι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. σημάδι·
- βάζω σιγαστήρα, βλ. λ. σιγαστήρας·
- βάζω σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- βάζω σιλανσιέ, βλ. λ. σιλανσιέ·
- βάζω σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- βάζω σουρτίνα, βλ. λ. σουρτίνα·
- βάζω σπιουνιές, βλ. λ. σπιουνιά·
- βάζω στα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- βάζω στα υπόψη ή βάζω στα υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- βάζω στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι), γραμμή·
- βάζω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- βάζω στη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- βάζω στη λοταρία, βλ. λ. λοταρία·
- βάζω στη ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
- βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. σειρά·
- βάζω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- βάζω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- βάζω στη χοντρική πώληση, βλ. λ. πώληση·
- βάζω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- βάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βάζω στην απομέσα, βλ. λ. απομέσα·
- βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. αράδα·
- βάζω στην κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- βάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- βάζω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- βάζω στην ποδιά μου, βλ. λ. ποδιά·
- βάζω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- βάζω στο αρχείο, βλ. λ. αρχείο·
- βάζω στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- βάζω στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- βάζω στο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- βάζω στο λότο, βλ. λ. λότος·
- βάζω στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βάζω στο μυαλό μου (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- βάζω στο νου μου (κάτι), βλ. λ. νους·
- βάζω στο παιχνίδι (κάποιον), βλ. λ. παιχνίδι·
- βάζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- βάζω στο ράφι, βλ. λ. ράφι·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- βάζω στο στόμα μου κάτι, βλ. λ. στόμα·
- βάζω στο στόχαστρο (κάτι), βλ. λ. στόχαστρο·
- βάζω στο συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- βάζω στο χέρι (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω στο χρονοντούλαπο (κάτι) ή βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βάζω στο ψυγείο, βλ. λ. ψυγείο·
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ.κεφάλι·
- βάζω στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- βάζω στον κύκλο μου (κάποιον), βλ. λ. κύκλος·
- βάζω στον πάγο, βλ. λ. πάγος·
- βάζω στον πειρασμό να… (κάποιον), βλ. λ. πειρασμός·
- βάζω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- βάζω στοίχημα, βλ. λ. στοίχημα·
- βάζω στόχο, βλ. λ. στόχος·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- βάζω τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω τα δυνατά μου, βλ. λ. δυνατός·
- βάζω τα καλά μου, βλ. λ. καλός·
- βάζω τα κλάματα ή βάζω το κλάμα, βλ. λ. κλάματα·
- βάζω τα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- βάζω τα μεγάλα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω τα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω τα μούτρα μου (με κάποιον), βλ. λ. μούτρο·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, βλ. λ. πράγμα·
- βάζω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- βάζω τάξη (σε κάποιους ή σε κάτι), βλ. λ. τάξη·
- βάζω ταρίφα, βλ. λ. ταρίφα·
- βάζω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- βάζω τελεία ή βάζω τελεία και παύλα, βλ. τελεία·
- βάζω τέλος, βλ. λ. τέλος·
- βάζω τέρμα, βλ. λ. τέρμα·
- βάζω τετάρτη ή βάζω την τετάρτη, βλ. λ. τετάρτη·
- βάζω τζίφρα ή βάζω την τζίφρα μου, βλ. λ. τζίφρα· 
- βάζω τη βάση (για καθηγητές), βλ. λ. βάση·
- βάζω τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω τη σκούφια μου στραβά ή βάζω στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- βάζω τη στάμπα μου, βλ. λ. στάμπα·
- βάζω τη σφραγίδα μου, βλ. λ. σφραγίδα·
- βάζω την αγκίδα μου, βλ. λ. αγκίδα·
- βάζω την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- βάζω την κουλούρα, βλ. λ. κουλούρα·
- βάζω την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- βάζω την ουρά στα σκέλια, ή βάζω την ουρά στα σκέλια μου ή βάζω την ουρά ανάμεσα στα σκέλια (μου) ή βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (μου) (ενν. και φεύγω), βλ. λ. ουρά·
- βάζω την υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την ψυχή μου (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- βάζω τις βάσεις, βλ. λ. βάση·
- βάζω τιμωρία, (συνήθως για εκπαιδευτικούς) βλ. λ. τιμωρία·
- βάζω (τις) τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- βάζω (τις) φωνές, βλ. λ. φωνή·
- βάζω το δαχτυλάκι μου (το δάχτυλο μου), βλ. λ. δαχτυλάκι·
- βάζω το δάχτυλό μου εις τον τύπον των ήλων, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω το δάχτυλό μου στην πληγή, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο σακί, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το λαγό στο φούρνο, βλ. λ. λαγός·
- βάζω το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- βάζω το μέσο, βλ. λ. μέσο·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, βλ. λ. νερό·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), βλ. λ. πόδι·
- βάζω το πρόγραμμα, (για μηχανήματα παραγωγής), βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- βάζω το φόρτε μου, βλ. λ. φόρτε·
- βάζω το χακί, βλ. λ. χακί·
- βάζω το χαλκά, βλ. λ. χαλκάς·
- βάζω το χέρι μου ή βάζω κι εγώ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βάζω τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- βάζω τον κολιό στο ξίδι, βλ. λ. κολιός·
- βάζω τορπίλα, βλ. λ. τορπίλα·
- βάζω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- βάζω τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- βάζω τρίποντο, βλ. λ. τρίποντο·
- βάζω τρίτη ή βάζω την τρίτη, βλ. λ. τρίτος·
- βάζω τσίκα, βλ. λ. τσίκα·
- βάζω φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- βάζω φάλτσο, βλ. λ. φάλτσο·
- βάζω φερμουάρ (ενν. στο στόμα μου), βλ. λ. φερμουάρ·
- βάζω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- βάζω φίμωτρο, βλ. λ. φίμωτρο·
- βάζω φιτίλια ή βάζω στα φιτίλια, βλ. λ. φιτίλι·
- βάζω φιτιλιές, βλ. λ. φιτιλιά·
- βάζω φόκο, βλ. λ. φόκος·
- βάζω φόλα, βλ. λ. φόλα·
- βάζω φόρα ή βάζω μια φόρα, βλ. λ. φόρα1·
- βάζω φόρτσα, βλ. λ. φόρτσα·
- βάζω φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
- βάζω φρένο, βλ. λ. φρένο·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- βάζω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- βάζω φωτιά στα τόπια, βλ. λ. τόπι·
- βάζω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βάζω χαλκά, βλ. λ. χαλκά·
- βάζω χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
-βάζω χέρι στα έτοιμα, βλ. λ. χέρι·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω χίλια δυο με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω χρυσό δοντάκι, βλ δοντάκι·
- βάζω ψυχή (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- βάλ’ τα να πάνε! α. προτροπή για ενέργεια: «μη το σκέφτεσαι άλλο, βάλ’ τα να πάνε κι ό,τι γίνει». β. (για χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι) προτροπή στους παίχτες για ποντάρισμα: «τι ψυχή έχουν τα λεφτά, βάλ’ τα να πάνε!»·
- βάλ’ τε, (για χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι) προτροπή στους παίχτες για ποντάρισμα. (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες μου βάλ’ τε, μπρος πίσω πάτε, να σας τα πάρω για να ρεφάρω
- βάλ’ τε τώρα που γυρίζει, προτροπή στους παίχτες τυχερού παιχνιδιού για ποντάρισμα. Δεν έχει μόνο την έννοια του γυρίσματος της ρουλέτας ή άλλου μέσου που χρησιμοποιείται σε τυχερό παιχνίδι, αλλά και της τύχης που γυρίζει και που υποτίθεται πως γίνεται καλή, καλύτερη·
- βάλ’ το εκεί που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό· 
- βάλ’ το (καλά) στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βάλ’ το κλύσμα! βλ. λ. κλύσμα·
- βάλ’ το στη σαλαμούρα! βλ. λ. σαλαμούρα·
- βάλ’ το στον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- βάλ’ το στον πάγο! βλ. λ. πάγος·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο μουνί, στον κώλο, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, τον πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο βρακί σου, στο παντελόνι σου, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. όπου·
- βάλτ’ τον πάλι μεσ’ στη γυάλα, βλ. λ. γυάλα·
- βάλ’ του μια ένεση, βλ. λ. ένεση·
- βάλ’ του κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- βάλ’ του κρέπι, βλ. λ. κρέπι·
- βάλ’ του ρίγανη, βλ. λ. ρίγανη·
- βάλε ανάπαυση! βλ ανάπαυση·
- βάλε βάση, βλ. λ. βάση·
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- βάλε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάλε κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- βάλε κόσκινο (ενν. μπροστά στο πρόσωπό σου), βλ. λ. κόσκινο·
- βάλε λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- βάλε μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- βάλε μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βάλε μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βλ. λ. δαχτυλάκι·
- βάλε μου ένα δάχτυλο, (για ποτά) βλ. λ. δάχτυλο·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας, βλ. λ. μυαλό·
- βάλε πάγο! βλ. λ. πάγος·
- βάλε πως…, υπόθεσε, σκέψου πως…: «βάλε πως, αν με βοηθήσεις τούτη τη στιγμή, θα σου είμαι υπόχρεος για μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι και αρχή και φινάλε και στη σκέψη σου βάλε πως, αν κάνεις δεσμό, μες σε λίγο καιρό θα χωρίσεις γιατί θα υπάρχω εγώ
- για πού το ’βαλες; ή για πού το βάλαμε; βλ. λ. πού·
- δε βάζει δράμι απάνω του, βλ. λ. δράμι·
- δε βάζει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βάζει το πόδι του στη φωτιά, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. πόδι·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, βλ. λ. χέρι·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δε βάζει ψαχνό απάνω του, βλ. λ. ψαχνό·
- δε βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, βλ. λ. άλλος·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), βλ. λ. χέρι·
- δε σε βάλαμε δικηγόρο ή δε σε βάλανε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- δε σε βάλαμε καϊμακάμη ή δε σε βάλανε καϊμακάμη, βλ. λ. καϊμακάμης·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε ντερβέναγα ή δε σε βάλανε ντερβέναγα, βλ. λ. ντερβέναγας·
- δε σε βάλαμε χωροφύλακα ή δε σε βάλανε χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, βλ. λ. μπουκιά·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, βλ. λ. τζίφρα·
- δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν το βάζει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- δεν το βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; βλ. λ. δικηγόρος·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλα τα γέλια ή έβαλα το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. τρελός·
- έβαλε ένα τρεχιό! ή έβαλε τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- έβαλε λυτούς και δεμένους, βλ. λ. λυτός·
- έβαλε μια τρεχάλα! ή έβαλε τρεχάλα, βλ. λ. τρεχάλα·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- έβαλε τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. πόδι·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έβαλε το βρακί, σαρίκι, βλ. λ. σαρίκι·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ. πιάτο·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! βλ. λ. γάτα·
- θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει! βλ. λ. σκούπα·
- θα με βάλεις σε μπελά ή θα με βάλεις σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- θα σε βάλω να φας χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σου βάλω ένεση, βλ. λ. ένεση·
- θα σου βάλω πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα το βάλω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- και βάλε, πρέπει να υποθέσεις, να υπολογίσεις ακόμα περισσότερα: «έμαθα πως έχει λεφτά στην τράπεζα και μια βίλα στην εξοχή. -Και βάλε». (Λαϊκό τραγούδι: να ποιο θα ’ναι το φινάλε πόνοι δάκρυα και βάλε,μα θα μείνω κι ό,τι θέλει ας γίνει)· βλ. και φρ. και πάνω, λ. πάνω·
- και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. λ. γουρούνι·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; βλ. λ. καϊμακάμης·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα στον κώλο σου, βλ. λ. μασούρι·
- κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- μ’ έβαλε στα στενά, βλ. λ. στενός·
- μας έβαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- με βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με βάζει σε σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με βάζει στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- με βάζει στο τριπάκι να…, βλ. λ. τριπάκι·
- με βάζουν στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- με βάζουν στο κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- με βάζουν στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, βλ. λ. Θεός·
- μου ’βαλε τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα, βλ. λ. κλάμα·
- μου ’ρχεται να βάλω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- μου ’ρχεται να βάλω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- μου (μας) τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο (ένν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σάλιο·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να βάλει φουστάνια! βλ. λ. φουστάνι·
- να βάλουμε τσίγκινα σωβρακάκια! βλ. λ. σωβρακάκι·
- να σε κάψω Γιάννη, να σε βάλω μύξα να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- να το βάλεις σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί σου), βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. αφτί·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- να το βάλεις στο νου σου, βλ. λ. νους·
- να το βάλεις στον κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- νέφτι σου βάλανε; βλ. λ. νέφτι·
- ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; βλ. λ. ντερβέναγας·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- ό,τι βάλει ο νους σου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- πάρ’ το, βάλ’ το, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση που κάποιος παίχτης δίνει τέτοια πάσα στο συμπαίχτη του, που είναι έτοιμο γκολ: «μόλις ξεμαρκαρίστηκε ο παίχτης έδωσε τέτοια πάσα ακριβείας στο χαφ μας, που ήταν πάρ’ το, βάλ’ το»·  
- πλύνε βάλε, βλ. λ. πλένω·
- πορτιέρη σε βάλαμε; ή πορτιέρη σε βάλανε; βλ. λ. πορτιέρης·
- πού να βάλει μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- πού να βάλει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- τ’ αφεντικό τρελάθηκε και τα ’βαλ’ όλα τζάμπα, βλ. λ. αφεντικό·
- τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκάλια, βλ. λ. μπουκάλι·
- τα βάζει μ’ όλον τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα βάζω (με κάποιον), α. δέχομαι, τολμώ να μαλώσω, να συμπλακώ με κάποιον: «τα βάζεις μαζί του;». β. καβγαδίζω, διαπληκτίζομαι, μαλώνω, συμπλέκομαι με κάποιον: «είναι τόσο στραβόξυλο, που τα βάζει μ’ όλον τον κόσμο || προχτές τα ’βαλε με τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν). γ. εναντιώνομαι, κοντράρομαι με κάποιον: «τα ’βαλε με κοτζάμ διευθυντή της αστυνομίας». (Λαϊκό τραγούδι: με κυνηγάνε μυστικοί, με τις αρχές τα βάζω. Για σένα και τα σίδερα της φυλακής τα σπάζω!). δ. θεωρώ κάποιον αίτιο ή υπόλογο για κάτι κακό που έγινε: «ό,τι στραβό κι αν γίνει εδώ μέσα, τα βάζει μαζί μου»·
- τα βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι ή τα βάζω όλα στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί ή τα βάζω όλα στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι ή τα βάζω όλα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ.τσουβάλι·
- τα βάζω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι·
- τη βάζω ανάσκελα ή τη βάζω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) βλ. λ. ανάσκελα·
- τη βάζω μπρούμυτα ή τη βάζω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες) βλ. λ. μπρούμυτα·
- τη βάζω στο καλούπι, (για γυναίκες) βλ. λ. καλούπι·
- τη βάζω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, (για γυναίκες) βλ. λ. μάτι·
- την έβαλα στο καλαπόδι, βλ. λ. καλαπόδι·
- την υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις πού τα βάζεις, βλ. λ. υπογραφή·
- της βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της τον (τη, το) βάζω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- τι βάζεις με το νου σου; βλ. λ. νους·
- το βάζει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- το βάζω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- το βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το βάζω κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το βάζω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- το βάζω μπλάστρι, βλ. λ. μπλάστρι·
- το βάζω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- το βάζω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- το βάζω πείσμα να…, βλ. λ. πείσμα·
- το βάζω πίκα, βλ. λ. πίκα·
- το βάζω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- το βάζω σε πράξη, βλ. λ. πράξη·
- το βάζω σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- το βάζω στα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- το βάζω στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- το βάζω στραβά (ενν. το καπέλο), βλ. λ. στραβά·
- τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. κουνουπίδι·
- τον βάζει στον αχνό, βλ. λ. αχνός·
- τον βάζω ανάσκελα ή τον βάζω τ’ ανάσκελα, βλ. λ. ανάσκελα·
- τον βάζω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- τον βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- τον βάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τον βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον βάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον βάζω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- τον βάζω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- τον βάζω μπρούμυτα ή τον βάζω τα μπρούμυτα, βλ. λ. μπρούμυτα·
- τον βάζω πείσμα, βλ. πείσμα·
- τον βάζω πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- τον βάζω ράχη, βλ. λ. ράχη·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον βάζω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε έξοδα ή τον βάζω στα έξοδα, βλ. λ. έξοδα·
- τον βάζω σε ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- τον βάζω σε κόπο, βλ. λ. κόπος·
- τον βάζω σε λούκι ή τον βάζω στο λούκι, βλ. λ. λούκι·
- τον βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τον βάζω σε μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον βάζω σε μια θέση, βλ. λ. θέση·
- τον βάζω σε μια ρέγουλα ή τον βάζω σε ρέγουλα ή τον βάζω στη ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- τον βάζω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω σε μια τάξη ή τον βάζω σε τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τον βάζω σε πειρασμό ή τον βάζω στον πειρασμό, βλ. λ. πειρασμός·
- τον βάζω σε περιπέτειες, βλ. λ. περιπέτεια·
- τον βάζω σε πρώτη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- τον βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε φασαρία ή τον βάζω σε φασαρίες, βλ. λ. φασαρία·
- τον βάζω στα κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- τον βάζω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- τον βάζω στα στενά, βλ. λ. στενό·
- τον βάζω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- τον βάζω στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- τον βάζω στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- τον βάζω στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- τον βάζω στη σαλαμούρα, βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον (τη, το) βάζω στη σαλαμούρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον βάζω στη σειρά ή τον βάζω στη σειρά του, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- τον βάζω στη στρουγκού, βλ. λ. στρουγκού·
- τον βάζω στη φυλακή ή τον βάζω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον βάζω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- τον βάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τον βάζω στην ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- τον βάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τον βάζω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- τον βάζω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τον βάζω στην ψειρού, βλ. λ. ψειρού·
- τον βάζω στις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- τον βάζω στο Γεντί, βλ. λ. Γεντί·
- τον βάζω στο γκέμι, βλ. λ. γκέμι·
- τον βάζω στο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- τον βάζω στο κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- τον βάζω στο κυνήγι, βλ. λ. κυνήγι·
- τον βάζω στο μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βάζω στο νόημα, βλ. λ. νόημα·
- τον βάζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- τον βάζω στο ποδάρι μου, βλ. λ. ποδάρι·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- τον βάζω στο σακί, βλ. λ. σακί·
- τον βάζω στο στόχαστρο, βλ. λ. στόχαστρο·
- τον βάζω στο σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- τον βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- τον βάζω στο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τον βάζω στο φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τον βάζω στο φρέσκο, βλ. λ. φρέσκο·
- τον βάζω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον βάζω στον ντορβά, βλ. λ. ντορβάς·
- τον βάλαμε στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τον έβαλαν στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον έβαλε στο βρακί της, βλ. λ. βρακί·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, βλ. λ. κώλος·
- του (της) βάζει (το) κέρατο ή του (της) βάζει (τα) κέρατα, βλ. λ. κέρατο·
- του βάζω αβανιά ή του βάζω την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του βάζω γνώση, βλ. λ. γνώση·
- του βάζω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- του βάζω ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του βάζω ζαπάρτα, βλ. λ. ζαπάρτα·
- του βάζω ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- του βάζω λάδι, βλ. λ. λάδι·
- του βάζω (μια) κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- του βάζω μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- του βάζω νάρκα, βλ. λ. νάρκα·
- του βάζω νέφτι (ενν. στον κώλο), βλ. λ. νέφτι·
- του βάζω πάγο, βλ. λ. πάγος·
- του βάζω πόστα, βλ. λ. πόστα·
- του βάζω τα γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, βλ. λ. πόδι·
- του βάζω τη θηλιά στο λαιμό, βλ. λ. θηλιά·
- του βάζω τη σφραγίδα, βλ. λ. σφραγίδα·
- του βάζω την ετικέτα, βλ. λ. ετικέτα·
- του βάζω την ιδέα να…, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- του βάζω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- του βάζω το βύσμα ή του βάζω ένα βύσμα (ενν. στον κώλο), βλ. λ. βύσμα·
- του βάζω το γκέμι ή του βάζω τα γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. λ. μαχαίρι·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, βλ. λ. πόδι·
- του ’βαλαν την ταμπέλα, βλ. λ. ταμπέλα·
- του (της) τον βάζω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την ψωλή, την πούτσα, το πέος, το καυλί), του (της) επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και κατ’ επέκταση τον (την) ξεγελώ, τον (την) εξαπατώ: «από δω τον είχε από κει τον είχε, στο τέλος του την έβαλε και του πήρε τα λεφτά»·
- του βάζω φίμωτρο, βλ. λ. φίμωτρο·
- του βάζω φιτίλια ή τον βάζω στα φιτίλια, βλ. λ. φιτίλι·
- του βάζω φρένο, βλ. λ. φρένο·
- του βάζω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- του βάζω χαλκά, (για γυναίκες) βλ. λ. χαλκάς·
- του βάζω χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- του βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βαλα καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους βάζω σε κάποια αράδα ή τους βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- τους βάζω σε κάποια γραμμή ή τους βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τους βάζω σε κάποια σειρά ή τους βάζω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- τους βάζω σε κάποια τάξη ή τους βάζω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τους βάζω σε κάποια σειρά και τάξη ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τους βάζω στα αίματα, βλ. λ. αίμα.
- τους βάζω στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- τους βάλαμε στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τσελβόλ, πλύνε βάλε, βλ. λ. τσελβόλ·
- τώρα θα μάθεις πόσ’ απίδια βάζει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- χωροφύλακα σε βάλαμε; ή χωροφύλακα σε βάλανε; βλ. λ. χωροφύλακας.

αβράκωτος

αβράκωτος, -η, -ο, επίθ. [<α- στερητ. + βρακώνω + κατάλ. -τος], που δε φορεί ή που δεν έχει να φορέσει βρακί, ο ξεβράκωτος και κατ’ επέκταση ο πολύ φτωχός: «είχε το μωρό της αβράκωτο μέσα στο καροτσάκι || είναι όλοι τους πλουσιόπαιδα και δε θέλουν κανέναν αβράκωτο στην παρέα τους»·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που επιδεικνύει κάποιο καινούριο απόκτημά του με καμάρι: «πα πα πα μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Αγόρασε ένα κατσαριδάκι κι αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε»· βλ. και φρ. καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω, λ. κοσκινάκι.

αίμα

αίμα κ. γαίμα, το, ουσ. [<αρχ. αἷμα], το αίμα. (Ακολουθούν 117 φρ.)· 
- αθώο αίμα, αίμα ανθρώπων που δε φταίνε σε τίποτα, αίμα αθώων ανθρώπων: «κάθε Σαββατοκύριακο, η άσφαλτος γεμίζει με αθώο αίμα από την ασυνειδησία ορισμένων οδηγών»·
- άναψαν τα αίματα, α. η κατάσταση έγινε εκρηκτική και επικίνδυνη: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος άναψαν τα αίματα κι ήταν έτοιμοι για καβγά». β. η κατάσταση ήρθε σε πλήρη ευθυμία: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, άναψαν τα αίματα κι έγινε το σώσε μέσα στο μαγαζί»·
- άναψαν τα αίματά μου, α. κυριεύτηκα από οργή, εξαγριώθηκα: «ήταν η δεύτερη φορά που ενοχλούσε το κορίτσι μου κι άναψαν τα αίματά μου». β. ήρθα σε κατάσταση πλήρους ευθυμίας: «μόλις άναψαν τα αίματά μου, άρχισα να σκορπώ τα χιλιάρικα στην ορχήστρα»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- αχνίζει ακόμη το αίμα του, η δολοφονία, ο φόνος του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ πρόσφατος: «μη μιλάς μπροστά του για φόνους και δολοφονίες, γιατί αχνίζει ακόμη το αίμα του αδερφού του, που τον ξέκανε ένας μανιακός»·
- βάζω αίμα, δυναμώνω τρώγοντας το κατάλληλο φαγητό, αναλαμβάνω τις σωματικές μου δυνάμεις: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο τον πλάκωσε η γυναίκα στις κοτόσουπες και στις μπριζόλες για να βάλει αίμα, γιατί είχε γίνει σαν ακτινογραφία || μόλις βάλει λίγο αίμα, παίρνει αμέσως τους δρόμους»·
- βάζω στα αίματα, α. παρακινώ συστηματικά κάποιον να αποφασίσει κάτι: «κάθε τόσο μου αναφέρει το μέγεθος της προίκας της και με βάζει στα αίματα να σκέφτομαι το γάμο». β. κάνω κάποιον να θέλει πάρα πολύ να αποκτήσει κάτι: «αφού μου μιλάς συνέχεια για τα πλεονεκτήματά του, μ’ έβαλες στα αίματα ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο».  (Λαϊκό τραγούδι: με βάζεις μέσ’ στα αίματα και με γεμίζεις ψέματα)· βλ. και φρ. τους βάζω στα αίματα·
- βαρύς φόρος αίματος, βλ. λ. φόρος·
- βάφω με αίμα ή βάφω στο αίμα, προκαλώ μεγάλη αιματοχυσία: «οι αμερικανικοί πύραυλοι έβαψαν με αίμα τους δρόμους της Βαγδάτης || οι νατοϊκοί πύραυλοι έβαψαν στο αίμα τη Γιουγκοσλαβία»·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα βλ. λ. χέρι·
- βγάζει αίμα, (για πληγές ή μύτες), βλ. φρ. τρέχει αίμα·
- βγάζω αίμα, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω υπερβολικά μέχρι να πετύχω κάτι: «έβγαλα αίμα μέχρι να σας μεγαλώσω»·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- βράζει το αίμα μου ή βράζουν τα αίματά μου, α. νιώθω δυνατός, είμαι όλος ορμή και δύναμη: «είναι νέο παλικάρι και βράζει το αίμα του». β. είμαι ακούραστος, ακαταπόνητος: «άσ’ τον να εργαστεί τώρα που είναι νέος και βράζει το αίμα του». γ. αν και είμαι κάποιας ηλικίας, εντούτοις νιώθω δυνατός σαν νέος: «μην τον βλέπεις που σε λίγο βγαίνει στη σύνταξη, βράζουν τα αίματά του!»·
- βράζουν τα αίματα, η κατάσταση είναι εκρηκτική και επικίνδυνη: «μόλις είδα πως άρχισαν να βράζουν τα αίματα, πήρα το κορίτσι μου κι έφυγα»·
- για να ξυπνάν τα αίματα! ή για να ξυπνούν τα αίματα! έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια απότομη ή βίαιη κίνηση ή ενέργειά  του, που την κάνει για να βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση, σε φόρμα: «κάπου κάπου παλεύουμε μεταξύ μας για να ξυπνάν τα αίματα!». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μας γουστάρει κι ο καβγάς, δεν πρέπει να μας κυνηγάς, μαλώνουμε στα ψέματα για να ξυπνάν τα αίματα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- δεν έχει αίμα μέσα του, α. δεν έχει καθόλου σωματική δύναμη: «μην τον φορτώνεις υπερβολικά, δε βλέπεις που δεν έχει αίμα μέσα του;». β. δεν έχει ζωντάνια, ενεργητικότητα, είναι νωθρός, οκνός: «άντε ρε, κουνήσου λιγάκι, δεν έχεις αίμα μέσα σου;». γ. είναι δειλός, φοβητσιάρης: «πώς να τα βάλω μαζί του, δε βλέπεις που δεν έχει αίμα μέσα του!». Πρβλ.: όλους τους δήθεν καταλαβαίνω, αυτοί ποτέ τους δεν πετάξανε ψηλά, στα όνειρά τους πατάνε φρένο και μέσ’ στις φλέβες του δεν ξέρουν τι κυλά (Λαϊκό τραγούδι). δ. είναι υπερβολικά ψύχραιμος, υπερβολικά ψυχρός: «κάνω τα πάντα  για να τον προκαλέσω, αλλά με κοιτάζει απαθής λες και δεν έχει αίμα μέσα του». ε. είναι κίτρινος, ωχρός: «τον είδα και κατατρόμαξα, γιατί το πρόσωπό του ήταν κατακίτρινο, λες και δεν έχει αίμα μέσα του»·
- δεν έχει αίμα πάνω του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν έχει αίμα στις φλέβες του, βλ. φρ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν κυλάει αίμα μέσα του ή δεν κυλάει αίμα στις φλέβες του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του ή δεν τρέχει αίμα στις φλέβες του, βλ. φρ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεσμός αίματος, βλ. λ. δεσμός·
- δίνω αίμα, α. κουράζομαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να πετύχω κάτι: «έδωσα αίμα μέχρι να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». β. είμαι τακτικός αιμοδότης: «δυο φορές το χρόνο πηγαίνω στον Ερυθρό Σταυρό και δίνω αίμα»·
- δίνω το αίμα μου, α. κουράζομαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να πετύχω κάτι: «έδωσα το αίμα μου μέχρι να σας μεγαλώσω». β. αγαπώ υπερβολικά κάποιον, του δίνω ό,τι πολυτιμότερο έχω: «δίνω το αίμα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. χύνω το αίμα μου·
- δίνω το αίμα μου για την πατρίδα, βλ. φρ. χύνω το αίμα μου για την πατρίδα·
- δίψα για αίμα, βλ. λ. δίψα·
- διψάει για αίμα, νιώθει ασυγκράτητη επιθυμία για αιματοχυσία, για εκδίκηση με φόνο: «οι συγγενείς του δράστη τρέμουν απ’ το φόβο τους, γιατί ο αδερφός του νεκρού διψάει για αίμα»·
- έγινε αίμα και άμμος, επικράτησε μεγάλη σύγχυση και φασαρία, ξέσπασαν βίαια και αιματηρά επεισόδια: «όταν οι διαδηλωτές ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία, έγινε αίμα και άμμος». Ίσως αναφορά στις ρωμαϊκές αρένες·
- έδειξε αίμα στο σεντόνι, (για γαμπρούς) απέδειξε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν παρθένα: «το πρωί, μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, ο γαμπρός μάζεψε την οικογένειά του κι έδειξε αίμα στο σεντόνι». Η εθιμική αυτή συνήθεια σε πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας κράτησε και μέχρι λίγο πριν από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, εποχή που η τιμή της γυναίκας θεωρούνταν ιερή και γινόταν για να αποδείξει ο γαμπρός ότι η γυναίκα που είχε παντρευτεί ήταν παρθένα και ότι το αίμα στο σεντόνι ήταν από τη διάρρηξη του παρθενικού υμένα της νύφης. Έπειτα, το σεντόνι αυτό το κρεμούσαν στο μπαλκόνι το σπιτιού για να δει όλο το χωριό του λόγου το αληθές, αλλά και για να τιμηθεί και η οικογένεια της νύφης. Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί διάφορα ευτράπελα, όπως ότι το αίμα στο σεντόνι ήταν του κόκορα από το κοτέτσι του γαμπρού ή αίμα δικό του, καθώς είχε αυτοτραυματιστεί για να καλύψει την ντροπή του, που δεν είχε παντρευτεί γυναίκα παρθένα, αλλά και την ντροπή της νύφης και των δυο οικογενειών τους· 
- είμαι πνιγμένος στο αίμα, βλ. φρ. πνίγομαι στο αίμα·
- είναι αθώος του αίματος (κάποιου), δεν έχει σχέση με την εγκληματική πράξη για την οποία γίνεται λόγος: «δεν πρέπει να καταδικάσουμε τον άνθρωπο αυτό, γιατί είναι αθώος του αίματος του δολοφονημένου»·
- είναι αίμα μου, είναι παιδί μου, σπλάχνο μου: «ό,τι στραβό και να κάνει, πρέπει να το υπομένω, γιατί, βλέπεις, είναι αίμα μου»·
- είναι βουτηγμένος στο αίμα, α. είναι δράστης πολλών φόνων, είναι μεγάλος εγκληματίας: «ο ανακριτής δεν ξέρει για ποιον φόνο να τον πρωτοκατηγορήσει, γιατί ο δράστης είναι βουτηγμένος στο αίμα». β. είναι αιμόφυρτος, πλέει στο αίμα: «όταν οι τροχονόμοι έκοψαν τις λαμαρίνες και τον έβγαλαν απ’ τ’ αυτοκίνητό του, ήταν βουτηγμένος στο αίμα»·
- είναι να το ’χεις στο αίμα σου να… ή είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να…, πρέπει να έχεις κάτι έμφυτο για να αναδειχθείς, για να προκόψεις, για να ξεχωρίσεις: «είναι να το ’χεις στο αίμα σου να γίνεις ποιητής || είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να γίνει έμπορος»·
- είναι στο αίμα του, βλ. φρ. το ’χει στο αίμα του·
- είναι το αίμα μου, αποτελεί για μένα ό,τι το πολυτιμότερο: «γνώρισα πολλές γυναίκες, αλλά η γυναίκα αυτή που παντρεύτηκα είναι το αίμα μου». (Λαϊκό τραγούδι: χαστούκια και φιλιά δώσ’ μου τα μαζεμένα. Είσαι το αίμα μου κι εγώ είμαι για σένα
- έχει αριστοκρατικό αίμα, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια: «είναι ευγενικός άνθρωπος, γιατί έχει αριστοκρατικό αίμα». Πολλές  φορές, η φρ. κλείνει με το στις φλέβες του ή μέσα στις φλέβες του·
- έχει βασιλικό αίμα, α. κατάγεται από βασιλική οικογένεια, από βασιλική γενιά: «δεν καταδέχεται τους απλούς ανθρώπους, γιατί έχει βασιλικό αίμα || στην Ελλάδα δεν απόμεινε κάποιος που να ’χει βασιλικό αίμα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν καταδέχεται να μας κάνει παρέα, γιατί έχει βασιλικό αίμα». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το στις φλέβες του ή μέσα στις φλέβες του·    
- έχει κρύο αίμα, δεν επηρεάζεται από τα συναισθήματά του, είναι πολύ ψύχραιμος, πολύ ψυχρός: «δε χάνει ποτέ την ψυχραιμία του, γιατί έχει κρύο αίμα»·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι) ή έχει στο αίμα του (κάτι), βλ. φρ. το ’χει μέσ’ στο αίμα του. (Λαϊκό τραγούδι: εσένα δεν σου άξιζε αγάπη, εσένα δεν σου άξιζε στοργή, έχεις στο αίμα σου την αμαρτία είσ’ ένα ψέμα χωρίς ντροπή). Συνών. έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι) ή έχει στη φλέβα του (κάτι)·
- έχουμε το ίδιο αίμα, α. είμαστε συγγενείς πρώτου βαθμού. (Λαϊκό τραγούδι: έχουμε αίμα το ίδιο κι οι δυο, ήπιες το γάλα που ήπια κι εγώ, μέσ’ απ’ την ίδια αγκαλιά). β. είμαστε συγγενείς, σόι·
- θα γίνει αίμα και άμμος, (απειλητικά) θα επικρατήσει μεγάλη σύγχυση και φασαρία, θα ξεσπάσουν βίαια και αιματηρά επεισόδια: «αν επιχειρήσει η αστυνομία να εμποδίσει τη φοιτητική πορεία προς τ’ αμερικάνικο προξενείο, θα γίνει αίμα και άμμος». Αναφορά ίσως στη ρωμαϊκή αρένα·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, (απειλητικά) θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά: «αν σε ξαναπιάσω να βάζεις χέρι στο ταμείο, θα σε κάνω να χέσεις αίμα»·
- θα σου πιω το αίμα, α. (απειλητικά) θα σε σκοτώσω: «αν δεν παντρευτείς την αδερφή μου, που την έχεις εκθέσει, θα σου πιω το αίμα». Από το ότι, μετά από μια μονομαχία με μαχαίρι, επικρατούσε η συνήθεια μεταξύ των ρεμπέτηδων, ο νικητής να γλείφει από τη λάμα του μαχαιριού του το αίμα του αντιπάλου του, που τραυμάτισε ή σκότωσε. Πρβλ.: βάρα με με το στιλέτο, ρε, κι όσο αίμα βγάλω πιέτο (Λαϊκό τραγούδι).β. θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου πιω το αίμα». γ. θα κάνω τα πάντα για να σε καταστρέψω ψυχικά ή οικονομικά: «αν δεν τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς σου, θα βάλω δικηγόρο και θα σου πιω το αίμα»·
- θα σου ρουφήξω το αίμα, βλ. φρ. θα σου πιω το αίμα·
- κόκκινο αίμα ή κόκκινο σαν αίμα ή κόκκινο σαν το αίμα, το έντονο κόκκινο χρώμα: «το καρπούζι είναι κόκκινο αίμα || φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο σαν αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: είκοσι τριαντάφυλλα κόκκινα σαν το αίμα σου ’δωσε νιάτα η μάνα σου και του αϊτού το βλέμμα
- κολυμπώ στο αίμα, βλ. φρ. πλέω στο αίμα·
- κόπηκε το αίμα μου ή μου κόπηκε το αίμα, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα ν’ αγριεύει, μου κόπηκε το αίμα»·
- κύκλος αίματος, βλ. λ. κύκλος·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. λ. χέρι·
- λούστηκε στο αίμα, είναι αιμόφυρτος είτε από δικό του είτε από αίμα άλλου: «τον παρέσυρε μια νταλίκα και λούστηκε στο αίμα ο κακομοίρης || έβγαλε το μαχαίρι του κι όπως χτυπούσε δεξιά αριστερά τον κόσμο, λούστηκε στο αίμα»·
- λουτρό αίματος, βλ. λ. λουτρό·
- μ’ ανάβουν τα αίματα, με ερεθίζουν, με εξοργίζουν, με εξαγριώνουν: «κάθε φορά που μ’ ανάβουν τα αίματα, γίνομαι άλλος άνθρωπος»·
- μ’ άναψε το αίμα ή μ’ άναψε τα αίματα, το άτομο για το οποίο γένεται λόγος με ερέθισε, με εξόργισε, με εξαγρίωσε: «μ’ άναψε το αίμα, όταν τον άκουσα να βρίζει γέρο άνθρωπο, κι αν δε με συγκρατούσαν, θα τον σάπιζα στο ξύλο»·
- μαύρο αίμα, βλ. συνηθέστ. σκοτωμένο αίμα·
- με αίμα, με σκληρή προσπάθεια, με υπερβολική ταλαιπωρία και πολλά βάσανα: «με αίμα έχτισα κι εγώ ένα σπιτάκι για να βάλω την οικογένειά μου μέσα»· με φόνο: «εκδικήθηκε με αίμα τη δολοφονία του αδερφού του»·
- με αίμα και δάκρυα ή με δάκρυα και αίμα, βλ. φρ. με αίμα και ιδρώτα. (Λαϊκό τραγούδι: άλλος για Σύρο τράβηξε πήγε άλλος για Μυτιλήνη κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα αφήνει)·
- με αίμα και ιδρώτα ή με ιδρώτα και αίμα, με αφάνταστες θυσίες και κόπους: «με αίμα και ιδρώτα κερδίζω το ψωμί μου || με αίμα και ιδρώτα κατάφερα κι εγώ να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη πίκρες και καημοί με αίμα και με ιδρώτα τρώμε το ψωμί // με ιδρώτα και με αίμα σαν το σκλάβο προσπαθώ ώσπου να ’ρθει κάποια μέρα να πεθάνω να σωθώ
- με παίρνουν τα αίματα, ματώνω, αιμορραγώ: «μου ’δωσε μια μπουνιά στη μύτη και με πήραν τα αίματα || έχω μια ευαισθησία στη μύτη και με το παραμικρό χτύπημα με παίρνουν τα αίματα»·
- μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα·
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, με εκνεύρισε πάρα πολύ, με εξόργισε: «με τις βλακείες που έλεγε συνέχεια, μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι και παραλίγο να τον πλάκωνα στο ξύλο»·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, θόλωσα: «μόλις άρχισε να επαναλαμβάνει τις παράλογες απαιτήσεις του, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και απέκλεισα κάθε συνεργασία μαζί του»·
- μου βύζαξε το αίμα, βλ. φρ. μου ήπιε το αίμα·
- μου ’γινε το αίμα κομπόστα, συγχύστηκα υπερβολικά, στενοχωρήθηκα: «μόλις τον άκουσα να λέει τόσο τρομερά ψέματα για μένα, μου ’γινε το αίμα κομπόστα». Αναφορά σε αυτούς που πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη και που, όταν συγχύζονται, ανεβαίνει η ποσότητα του ζάχαρου στο αίμα τους·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. φρ. μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι·
- μου ήπιε το αίμα, α. με εξάντλησε οικονομικά, ψυχικά ή σωματικά: «τα ’μπλεξα με μια πιτσιρίκα και μου ήπιε το αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα από μικρός παιδεύουμαι στα ξένα κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί” Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ).β. με εκμεταλλεύτηκε χωρίς καθόλου οίκτο: «έμπλεξα μ’ έναν τοκογλύφο, που μου ήπιε το αίμα»·
- μου ’κοψε το αίμα, με φόβισε πάρα πολύ, με τρομοκράτησε: «με χτύπησε ξαφνικά στην πλάτη μου από πίσω μέσ’ στ’ άγριο σκοτάδι και μου ’κοψε το αίμα»·
- μου παίρνουν αίμα, είμαι τακτικός αιμοδότης: «δυο φορές το χρόνο πηγαίνω στον Ερυθρό Σταυρό και μου παίρνουν αίμα»·
- μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρουφάει το αίμα σαν βδέλλα ή μου ρουφάει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρούφηξε το αίμα, βλ. φρ. μου ήπιε το αίμα·
- μπαίνω στα αίματα, α. παρακινούμαι από κάποιον ή κάποιους να αναμιχθώ κάπου: «επειδή όλοι υποστήριζαν πως ήταν συμφέρουσα δουλειά, μπήκα στα αίματα  να τη χρηματοδοτήσω». β. παρακινούμαι από κάποιον ή από κάποιους και φτάνω στο σημείο να θέλω να αποκτήσω κάτι: «κάθε φορά που συναντιόμασταν, μου εκθείαζε τα προτερήματα αυτού του αυτοκινήτου, κι έτσι μπήκα στα αίματα να το αγοράσω»·
- να τον μαχαιρώσεις, αίμα δε θα βγάλει ή να τον μαχαιρώσεις, δε θα βγάλει αίμα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πολύ στενοχωρημένο, πολύ απελπισμένο, πολύ δυστυχισμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο γιος του κύλησε στα ναρκωτικά, να τον μαχαιρώσεις, αίμα δε θα βγάλει»·
- νέο αίμα, η είσοδος σε κόμμα, επιχείρηση, οργανισμό ή ομάδα νεότερων προσώπων, που αντικαθιστούν τους παλαιότερους ή γεροντότερους: «με την είσοδο νέου αίματος στο κόμμα,  προσδοκούμε να γίνουμε κυβέρνηση»·
- νερούλιασε το αίμα μου, α. έχασα τη δύναμή μου, το σφρίγος μου, τη ζωντάνια μου: «πέρασαν πια τα χρόνια μου και νερούλιασε το αίμα μου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το πιστόλι του στο χέρι, νερούλιασε το αίμα μου»·
- ξεπλένω την ντροπή μου με αίμα, βλ. λ. ντροπή·
- ξερνώ αίμα, βλ. συνηθέστ. φτύνω αίμα·
- ο νόμος του αίματος, βλ. λ. βεντέτα·
- πάγωσε το αίμα μου ή πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να βγάζει το μαχαίρι του, πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου»·
- παίρνω αίμα, (για γιατρούς) κάνω αφαίμαξη από αιμοδότη ή από ασθενή για θεραπευτικούς λόγους: «πρέπει να σου πάρω αίμα για ανάλυση»·
- παίρνω πίσω το αίμα μου ή παίρνω το αίμα μου πίσω, α. εκδικούμαι: «δε θα ησυχάσω, αν δεν πάρω το αίμα μου πίσω». β. κερδίζω κάποιον που με είχε κερδίσει παλιότερα: «παίξαμε τάβλι και πολύ χάρηκα που πήρα το αίμα μου πίσω»·
- πλέω σε λίμνη αίματος, βρίσκομαι πεσμένος μέσα σε ποσότητα αίματος: «μετά τη σφοδρή σύγκρουση των δυο πούλμαν, νεκροί και τραυματίες έπλεαν σε λίμνες αίματος»·
- πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος: «όταν τον βρήκανε, έπλεε στο αίμα»·
- πληρώνω με αίμα ή πληρώνω με το αίμα μου, υφίσταμαι τις οδυνηρές συνέπειες από τη στάση ή τις πράξεις μου ή από τη στάση ή τις πράξεις κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα για σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- πνίγω στο αίμα, καταστέλλω βίαια και αιματηρά εξέγερση ή επανάσταση: «τα τανκς της χούντας έπνιξαν στο αίμα τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου || οι Τούρκοι έπνιξαν στο αίμα την επανάσταση της Χαλκιδικής»·
- ποταμοί αίματος (ενν. τρέχουν), βλ. λ. ποταμός·
- σιγά τα αίματα! ειρωνική ή κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που καυχιέται για φανταστικούς ηρωισμούς ή ξυλοδαρμούς, ή σε κάποιον που ισχυρίζεται πως θα μας δείρει ή πως μπορεί να μας δείρει. Συνήθως, για εντυπωσιασμό, η φρ. λέγεται πιο ολοκληρωμένη σιγά, μας πήραν τα αίματα! ή σιγά τα αίματα, μας πιτσίλισες(!)·
- σκοτωμένο αίμα, το μελάνιασμα που προκαλείται από τη συσσώρευση αίματος ακριβώς κάτω από το σημείο του δέρματος που δέχτηκε κάποιο δυνατό χτύπημα, ή το αίμα που τρέχει μετά το άνοιγμα αυτού του σημείου και έχει μαυριδερό χρώμα: «αμέσως μετά το χτύπημα που δέχτηκε στο μπράτσο του, το σημείο εκείνο μελάνιασε απ’ το σκοτωμένο αίμα || ο γιατρός άνοιξε το χτυπημένο σημείο για να τρέξει το σκοτωμένο αίμα»·
- στάζει αίμα, α. είναι πολύ κόκκινο: «θα καταλάβεις αμέσως για ποια σου λέω, γιατί φοράει ένα φουστάνι που στάζει αίμα || είναι τόσο ώριμο το καρπούζι, που στάζει αίμα». β. (για πληγές ή μύτες) αιμορραγεί: «το έλκος μου στάζει αίμα || η μύτη μου στάζει αίμα·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, βλ. λ. καρδιά·
- στις φλέβες του τρέχει (ρέει) αίμα…, βλ. λ. φλέβα·
- της ήρθαν τα αίματα, της ήρθε η περίοδος, της ήρθαν τα ρούχα της, της ήρθαν τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει μαζί σας για μπάνιο, γιατί της ήρθαν τα αίματα»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, α. η στενή συγγένεια ή η μεγάλη φιλία όσο και αν δοκιμαστούν, επέρχεται πάλι η ομόνοια και η αγάπη: «τ’ αδέρφια παραμέρισαν όλες τις διαφορές τους και μόνοιασαν γιατί, βλέπεις, το αίμα νερό δε γίνεται». β. όσο και να γεράσει ο άνθρωπος δεν ξεχνά τη ζωή ή τις καταστάσεις που πέρασε, είναι στενά δεμένος με το παρελθόν του: «όσον καιρό έλειπε στα ξένα πάντα θυμόταν και συνεχώς μνημόνευε το χωριό του, γιατί το αίμα νερό δε γίνεται». (Λαϊκό τραγούδι: στη μάνα μου θα πάω κι ας μη μ’ αφήνετε το αίμα το αίμα νερό δε γίνεται). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- το αίμα του Χριστού, η Θεία Κοινωνία·
- το ’χει μέσ’ στο αίμα του ή το ’χει στο αίμα του, έχει έμφυτη μια καλή ή κακή ιδιότητα: «το ’χει στο αίμα του το εμπόριο || το ’χει μέσ’ στο αίμα του να κατηγορεί τους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: Πειραιώτισσα, το ’χεις μέσ’ στο αίμα σου, να τρελαίνονται οι άντρες μ’ ένα βλέμμα σου). Συνών. το ’χει μέσ’ στη φλέβα του ή το ’χει στη φλέβα του· βλ. και φρ. είναι να το ’χεις στο αίμα σου να(…)·
- τον κάνω να φτύσει αίμα, τον υποβάλλω σε μεγάλους κόπους, σε μεγάλες ταλαιπωρίες: «απ’ τη μέρα που τον πήρα στη δουλειά μου, τον έκανα να φτύσει αίμα»·
- του ’δωσα το αίμα μου, τον αγάπησα υπερβολικά, του έδωσα ό,τι πολυτιμότερο είχα: «εγώ του ’δωσα το αίμα μου κι αυτός γι’ αντάλλαγμα με πρόδωσε»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιά μου, βλ. φρ. του ’δωσα το αίμα μου·
- του ’κανα το αίμα κομπόστα, τον σύγχυσα, τον έφερα σε οριακό σημείο, τον εκνεύρισα σε σημείο να εκραγεί: «όταν άρχισα να τον ειρωνεύομαι για τα χάλια της ομάδας του, του ’κανα το αίμα κομπόστα και μου πέταξε ένα ποτήρι»· βλ. και φρ. μου ’γινε το αίμα κομπόστα·
- του κόβω το αίμα, τον κατατρομάζω, τον καταφοβίζω: «του ’κοψα το αίμα μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσα στο σκοτάδι»·
- του παγώνω το αίμα, βλ. φρ. του κόβω το αίμα·
- τους βάζω στα αίματα, τους ερεθίζω, τους εξοργίζω, τους εξαγριώνω, γίνομαι αίτιος αιματηρής συμπλοκής: «σου είπα να σταματήσεις τα υπονοούμενα, αλλά φαίνεται το ’χες σκοπό να τους βάλεις στα αίματα τους ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω ψευτιές εμένα να μου λες· αλήθεια να λες και θα ’χεις ό,τι θες. Είναι κακό να λες τα ψέματα, να βάζεις τους άντρες στα αίματα
- τραβάει το αίμα, λέγεται στην περίπτωση που τα παιδιά κληρονομούν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «είναι νοικοκυρά σαν τη μητέρα της, γιατί τραβάει το αίμα || είναι μεθύστακας σαν τον πατέρα του, γιατί τραβάει το αίμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- τρέχει αίμα, (για πληγές ή μύτες) αιμορραγεί: «έκοψε το δάχτυλό του με το μαχαίρι και τρέχει αίμα || τον χτύπησα κατά λάθος με τον αγκώνα μου στην μύτη του και τρέχει αίμα»·
- τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, τρέχει άφθονο αίμα, έχω μεγάλη αιμορραγία: «όπως έκοβα ξύλα με το τσεκούρι, χτύπησα το χέρι μου κι έτρεξε το αίμα μου ποτάμι»·
- φτύνω αίμα, υποβάλλομαι σε μεγάλους κόπους για να πετύχω κάτι, κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: «έφτυσα αίμα μια ζωή μέχρι να πάρω τη σύνταξη μου || μέχρι να κάνω αυτό το σπιτάκι στην εξοχή, έφτυσα αίμα»·
- φτύνω μαύρο αίμα, υποβάλλομαι σε αφάνταστους κόπους, σε αφάνταστες ταλαιπωρίες για να πετύχω κάτι: «έφτυσα μαύρο αίμα μέχρι να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα, μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα
- φωνάζει το αίμα του σκοτωμένου, ο νεκρός ζητάει επίμονα εκδίκηση, νιώθω έντονα την ανάγκη να εκδικηθώ για το φόνο πολύ αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «δεν μπορώ να κοιμηθώ απ’ τη μέρα που δολοφόνησαν τον αδερφό μου, γιατί φωνάζει το αίμα του σκοτωμένου»·  
- χάνω αίμα, αιμορραγώ: «του έκαναν μετάγγιση, γιατί, μέχρι να τον πάνε στο νοσοκομείο, έχασε πολύ αίμα»·
- χόρτασε αίμα, ικανοποίησε απόλυτα τα αιμοβόρικα ένστικτά του: «ξεκλήρισε ολόκληρη οικογένεια μ’ ένα χασαπομάχαιρο και χόρτασε αίμα ο σχιζοφρενής δολοφόνος»·
- χύθηκε αίμα, έγινε αιματοχυσία: «καθώς οι αστυνομικοί προσπαθούσαν ν’ απομακρύνουν τους διαδηλωτές απ’ την αμερικάνικη πρεσβεία, χύθηκε αίμα»· βλ. και φρ. χύνεται αίμα·
- χύνεται αίμα, παρατηρείται αιματοχυσία, τραυματίζεται ή σκοτώνεται κάποιος ή κάποιοι: «κάθε Σαββατοκύριακο χύνεται αίμα στην άσφαλτο από ένα σωρό τροχαία δυστυχήματα»·
- χύνω αίμα, σκοτώνω ανθρώπους σε πόλεμο ή εγκληματώ: «στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν πολλοί αυτοί που έχυσαν αίμα στα πεδία των μαχών || όταν έμαθε πως τον απάτησε η γυναίκα του, έφυγε στο εξωτερικό για να μη χύσει αίμα»· βλ. και φρ. χύνω το αίμα μου·
- χύνω το αίμα (κάποιου), πραγματοποιώ δολοφονική ενέργεια σε βάρος κάποιου, δολοφονώ κάποιον: «σε μια στιγμή παροξυσμού, πήγε κι έχυσε το αίμα του αντιζήλου του»·  
- χύνω το αίμα μου, α. κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι: «έχυσα το αίμα μου για να φτιάξω αυτή την επιχείρηση». β. αυτοκτονώ: «ο βλάκας, πήγε κι έχυσε το αίμα του, επειδή τον άφησε μια παρδαλή». (Λαϊκό τραγούδι: θα προτιμήσω θάνατο Κωστάκη δε σ’ αφήνω, το αίμα μου το χύνω). γ. σκοτώνομαι, ιδίως σε μάχη: «πολλά παλικάρια έχυσαν το αίμα τους στη μάχη του Λαχανά»·
- χύνω το αίμα μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος του 1940 πολλά παλικάρια έχυσαν το αίμα τους για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα φως μ’ σ’ αφήνω γεια πάω να πολεμήσω για τη γλυκιά πατρίδα μας το αίμα μου να χύσω
- ως την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα.

αλεπού

αλεπού, η, ουσ. [<μσν. ἀλουπού <αρχ. ἀλώπηξ], η αλεπού. 1. άνθρωπος παμπόνηρος, πανούργος: «πρόσεχέ τον καλά, γιατί είναι μεγάλη αλεπού και μπορεί να σε ξεγελάσει». (Λαϊκό τραγούδι: σαν δω πως μου πατάς πολύ τον κάλο κι αν έχω κάποιο ντέρτι θα το βγάλω κι αλλού τον έρωτα θα κυνηγώ και θα σου δείξω αλεπού ποιος είμ’ εγώ). 2. ο κλέφτης: «έλα δω, ρε αλεπού, εσύ πήρες τον αναπτήρα μου;». Από το ότι η αλεπού είναι πολύ επιτήδεια να μπαίνει μέσα στα κοτέτσια και να αρπάζει τις κότες. 3. παλτό, ιδίως γυναικείο, από γούνα αλεπούς: «όταν του αρέσει πολύ μια γκόμενα, της κάνει δώρο αμέσως μια αλεπού». Υποκορ. αλεπουδίτσα, η κ. αλεπουδάκι, το (βλ. λ.) κ. αλεπόπουλο, το. (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, λέγεται στην περίπτωση που αναθέτουν τη φύλαξη κάποιων πραγμάτων σε άτομο που είναι αναξιόπιστο. Συνών. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα·
- έγινε της αλεπούς ο γάμος, βλ. λ. γάμος·
- είναι μια αλεπού! ή σου είναι μια αλεπού! είναι πανέξυπνος, παμπόνηρος: «πρέπει να ’χεις το νου σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μια αλεπού!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το μα τι αλεπού(!)·
- είναι μια γριά αλεπού! ή σου είναι μια γριά αλεπού! λέγεται για ηλικιωμένο άτομο που είναι πανέξυπνο, παμπόνηρο: «είσαι μικρός ακόμα για να κάνεις τον έξυπνο στον τάδε, γιατί σου είναι μια γριά αλεπού!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει·
- είναι πονηρή αλεπού, βλ. φρ. είναι μια αλεπού(!)·
- εκεί που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει πού είναι ο τάδε ή πού πήγε ο τάδε ή που είναι αφημένο το τάδε αντικείμενο·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, ακόμη και οι έξυπνοι άνθρωποι βρίσκουν το μάστορά τους από άλλους, που είναι πιο έξυπνοι από τους ίδιους: «εσύ μας κάνεις τον πονηρό και τον έξυπνο, αλλά έχε και το νου σου, γιατί κι η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει»·  
- η αλεπού εκατό, τ’ αλεπουδάκια εκατόν πέντε, γίνεται; (ενν. χρονών), λέγεται ειρωνικά, όταν κάποιος νέος θέλει να δείξει πως είναι πιο έξυπνος ή πιο έμπειρος από έναν μεγαλύτερό του, ο οποίος όμως λόγω ηλικίας διαθέτει και πιο μεγάλη πείρα και πιο πολλές γνώσεις σε όλους τους τομείς της ζωής από αυτόν. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δε γίνεται. Συνών. έλα παππού μου να σου δείξω πού το ’χ’ η γιαγιά μου·
- η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες, λέγεται για τους ισχυρούς, τους έξυπνους ή τους πλεονέκτες που δε μένουν ικανοποιημένοι με μικρά οφέλη: «με την προμήθεια που μου ζητούσε για να μου δώσει τη δουλειά, ίσα που έβγαζα τα έξοδά μου, γιατί η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει, βλ. φρ. η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, τα παιδιά παίρνουν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «προκομμένοι οι γονείς, προκομμένα και τα παιδιά τους, γιατί η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε»·  
- η αλεπού, όταν πεινάει, προσκυνάει, ο έξυπνος άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κάποια δύσκολη θέση, ξέρει και ελίσσεται: «είναι καπάτσος άνθρωπος, κι όταν έχει ανάγκη ρίχνει τα μούτρα του, γιατί η αλεπού, όταν πεινάει, προσκυνάει»·  
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, α. ο καθένας σκέφτεται, ποθεί να γίνει ή να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ: «από καιρό έχει βάλει στο μάτι τη θέση του διευθυντή, γιατί, βλέπεις, η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που επιθυμούμε πολύ μια γυναίκα που όμως μας είναι αδύνατο να την κατακτήσουμε. Συνών. η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται / όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, ο έξυπνος άνθρωπος, δεν κάνει το ίδιο σφάλμα δυο φορές: «αφού την πάτησε μια φορά δεν την ξαναπατάει, γιατί η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα». Πρβλ. τό δίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός σοφοῦ·
- η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται, όσο έξυπνος και είναι κάποιος και να ξέρει να φυλάγεται, έρχεται η στιγμή που πιάνεται με τον πιο εύκολο τρόπο ή για τον πιο ασήμαντο λόγο, επειδή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και δεν παίρνει τις απαραίτητες προφυλάξεις: «μη μας κάνεις τον πονηρό και τον έξυπνο, γιατί η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται». Συνών. το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται·
- κολοβή αλεπού, άνθρωπος πανέξυπνος, που για το λόγο αυτό είναι επικίνδυνος για μας: «πρόσεχε τι δουλειά θα κάνεις μαζί του, γιατί είναι κολοβή αλεπού». Αναφορά στον αισώπειο μύθο σύμφωνα με τον οποίο, η αλεπού, η οποία έχασε την ουρά της σε κάποιο δόκανο, προσπαθούσε να πείσει τις άλλες αλεπούδες πως γι’ αυτό το λόγο ήταν ομορφότερη από αυτές, με την ελπίδα να κόψουν και οι άλλες τις ουρές τους, ώστε να μη νιώθει μειονεκτικά·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, ό,τι δε μπορεί κάποιος να πετύχει, το θεωρεί ανάξιο λόγου και προσποιείται πως δεν ενδιαφέρεται. (Λαϊκό τραγούδι: τα βρίσκεις όλα μπόσικα, μα όμως, τι χαμπάρια, όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια).Αναφορά στον αισώπειο μύθο·
- όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, ο πονηρός ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, προσποιείται τον φρόνιμο, τον αδιάφορο, μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή για να δράσει προς όφελός του: «πρόσεχέ τον, και μην τον βλέπεις έτσι μουλωχτό. Απλώς έχει κάτι οικονομικές σφίξεις κι όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται»·
- ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω, λέγεται για όσους δεν έχουν δοσοληψίες, πάρε δώσε με τους άλλους και για το λόγο αυτό, δε δίνουν δικαιολογία, αφορμή για προστριβές: «εγώ έχω το κεφάλι μου ήσυχο και δεν έχω να χωρίσω τίποτα με κανέναν, γιατί ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω»·
- σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
- σώγαμπρος, αλεπού γδαρμένη, βλ. λ. σώγαμπρος·
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; βλ. φρ. τι θέλει η αλεπού στο παζάρι(;)·
- τι ζητά η αλεπού στο παζάρι; βλ. φρ. τι θέλει η αλεπού στο παζάρι(;)·
- τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; α. λέγεται για άτομα, που βρίσκονται σε ένα χώρο όπου εκθέτουν οι ίδιοι τον εαυτό τους σε κίνδυνο ή που αναμειγνύονται σε υποθέσεις που δεν είναι της αρμοδιότητάς τους ή που δεν τους αφορούν. β. λέγεται από ένοχο, που αποφεύγει τον τόπο όπου μπορεί να αποκαλυφθεί το έγκλημά του, το παράπτωμά του.

άλλος

άλλος, -η, -ο, αντων. και επίθ. γεν. αρσ. και ουδ. άλλου και αλλουνού· γεν. θηλ. άλλης και αλληνής· γεν. πληθ. άλλων και αλλωνών [<αρχ. ἄλλος], άλλος. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου γιατί και να το θέλει δεν γίνεσαι αλλουνού // να σου δώσω μια να σπάσεις αχ ρε κόσμε γυάλινε να φτιάξω μια καινούρια κοινωνία, άλληνε // κι επειδή των αλλονών κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα ο Νικολός).1α. το αρσ. ως ουσ. ο άλλος, ο άλλος άντρας, ο άλλος γκόμενος, ο άλλος εραστής, ο άλλος ερωμένος: «την είδα με τον άλλον, την ώρα που τον μοστράριζε στις φιλενάδες της». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άλλος που σε πήρε από μένα, αυτό ο άλλος, αυτό ο άλλος, είναι ευεργέτης μου μεγάλος). β. ο επόμενος: «να περάσει ο άλλος». 2. το θηλ. ως ουσ. η άλλη, η άλλη γυναίκα, η άλλη γκόμενα, η άλλη ερωμένη: «τον είδα με την άλλη να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχει άλλη, υπάρχει άλλη, εσύ που μ’ έλεγες αγάπη σου μεγάλη).3. το ουδ. ως ουσ. το άλλο, όχι αυτό, όχι το ίδιο, το διαφορετικό: «δε θέλω αυτό, θέλω το άλλο». 4. συνήθως χωρίς άρθρο άλλος, αντί του επόμενος. 5. σε ερωτηματικό τύπο άλλος; υπάρχει κανένας άλλος που ακολουθεί ή που περιμένει(;): «με τον κύριο τελειώσαμε. Άλλος;». 6. ως επιφών. άλλος! λέγεται συνήθως από άντρα όταν, ενώ χρησιμοποιεί την τουαλέτα, έρχεται κάποιος που χτυπάει ή σπρώχνει την πόρτα για να μπει να τη χρησιμοποιήσει. Πολλές φορές, αντί του επιφωνήμ. ο άντρας που βρίσκεται μέσα στην τουαλέτα βήχει δυνατά για να κάνει αισθητή την παρουσία του. 7. συνήθως στον πλ. χωρίς άρθρο, άλλοι, άλλες, άλλα, σημαίνει κάποιοι, μερικοί, κάποιες, μερικές, κάποια, μερικά : «το καλοκαίρι άλλοι πηγαίνουν διακοπές στη θάλασσα, άλλοι στο βουνό, ενώ άλλοι δεν πάνε πουθενά || άλλες γυναίκες είναι όμορφες και άλλες άσχημες || άλλα αυτοκίνητα είναι ακριβά κι άλλα φτηνά». 8. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. τα άλλα, τα υπόλοιπα: «αυτά που μου λες τα ξέρω, θέλω να μου πεις τα άλλα, που δεν ξέρω». (Ακολουθούν 352 φρ.)·
- άλλ’ αντ’ άλλα ή άλλ’ αντ’ άλλων ή άλλα αντί άλλων ή άλλα των άλλων, λόγια χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό, μπερδεμένα, ασυνάρτητα, οι ασυναρτησίες: «μιλούσε μια ώρα και μας έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- άλλα… (κι, και) άλλα…, δηλώνει αντίφαση: «άλλα  μου λέει ο πατέρας της κι άλλα μου λέει η μάνα της». (Τραγούδι: άλλα μου λεν τα μάτια σου και άλλα η καρδιά σου, άλλα μου λεν τα χείλη σου και άλλα τα φιλιά σου
- άλλα κόλπα! βλ. λ. κόλπο·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, βλ. λ. λόγος·
- άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, βλ. λ. βόδι·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλα στάνταρ, βλ. λ. στάνταρ·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- άλλα τόσα, α. στον ίδιο βαθμό: «ξέρω πως πέρασες πολλά βάσανα , αλλά κι εγώ πέρασα άλλα τόσα». β. στην ίδια ποσότητα: «ξέρω πως έχασες λεφτά, αλλά κι εγώ έχασα άλλα τόσα». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα
- άλλα του λέω κι άλλα ακούει, βλ. λ. ακούω·
- άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. λ. χρόνος·
- άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- άλλες εποχές τότε! βλ. λ. εποχή·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- άλλες τόσες, στο ίδιο πλήθος: «στο ’πα πολλές φορές και θα στο πω άλλες τόσες». (Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή
- άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- άλλες χρονιές τότε! βλ. λ. χρονιά·  
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! βλ. λ. έγνοια·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- άλλη μια φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! βλ. λ. όρεξη·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! βλ. λ. σκοτούρα·
- άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! βλ. λ. στεναχώρια·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! βλ. λ. φαγούρα·
- άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), βλ. λ. χάρη·
- άλλο από…, δηλώνει αποκλειστικότητα: «δε λέει άλλο από βλακείες» ή εξαίρεση: «δεν πίνει άλλο από μπίρα»·
- άλλο δεν κάνει απ’ το να… ή δεν κάνει άλλο απ’ το να…, βλ. λ. κάνω·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλο και τούτο! ή άλλο και τούτο πάλι! ή άλλο πάλι και τούτο! έκφραση  έκπληξης ή απορίας, για αναπάντεχη ή παράξενη τροπή ή κατάληξη ενέργειας, λόγου ή κατάστασης: «το περίμενες να μαλώσουν αυτοί οι δύο; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτοί ήταν τόσο αγαπημένοι! || το περίμενες να παντρευτεί ο τάδε; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτός δεν ήταν κατά του γάμου;». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται και από το να δούμε τι άλλο θ’ ακούσουμε ή από το να δούμε τι άλλο θα δούμε· βλ. και φρ. άλλο πάλι(!)·
- άλλο κάρο με πατάτες, βλ. λ. κάρο·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, λέγεται στην περίπτωση, που δεν μπορούμε να αποδώσουμε την πραγματικότητα κάποιου γεγονότος με λόγια: «είναι πολύ όμορφος άντρας αλλά άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις || έχει τέτοιες σπάνιες ομορφιές η Χαλκιδική, όμως άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, θα καταλάβεις, θα κατανοήσεις πολύ καλύτερα αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, αν σου το αναπτύξω προσωπικά, γιατί δε θα μείνεις μόνο με την εντύπωση των φημών που έφτασαν στ’ αφτιά σου: «άκουσα πως ο τάδε μάλωσε με τη γυναίκα του. -Άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις, βλ. φρ. άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις·   
- άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης ή άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος ή άλλο κουμπαράς κι άλλο κολομπαράς ή άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ή άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης ή άλλο γκούλας κι άλλο Γιαγκούλας ή άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι ή άλλο πότης κι άλλο ιππότης ή άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια ή άλλο Βόλος κι άλλο έρωτας κεραυνοβόλος ή άλλο βούρτσα κι άλλο πούτσα ή άλλο Μαντώ κι άλλο Μαντόνα ή άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει κ. ά. και εκ των τελευταίων άλλο Βερσαλλίες κι άλλο παραλίες ή άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να  υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «μα καλά, μπορείς να συγκρίνεις το κατσαριδάκι σου με τη Μερσεντές μου; Άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης». Πρβλ.: άλλο θα πει Χαλκιδική κι άλλο θα πει Χαλκίδα (Λαϊκό τραγούδι). Οι εκφράσεις αυτές υπήρξαν της μόδας στη δεκαετία του 1970 και 1980·
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! βλ. λ. ντέρτι·
- άλλο πάλι! δηλώνει δυσαρέσκεια για κάτι που προστίθεται σε αυτά που μας είναι ήδη γνωστό πως πρέπει να κάνουμε: «επίσης θα πρέπει να κάνεις και μια δήλωση του νόμου 105, ότι δεν έχεις καμιά απαίτηση από τα τυχόν κέρδη. -Άλλο πάλι!»· βλ. και φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο που δε θέλω, δηλώνει απόλυτη ικανοποίηση για την πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας μας ή για κάποια ενέργεια, που μας ευνοεί απόλυτα:  «άλλο που δε θέλω, αν μου δώσεις αυτό το εισιτήριο για τον κυριακάτικο αγώνα || θα πήγαιναν εκδρομή και μου ανακοίνωσαν πως θα μ’ έπαιρναν μαζί τους. Καταχάρηκα, γιατί άλλο που δεν ήθελα || αν ξανακάνεις φασαρία θα σε απολύσω απ’ τη δουλειά. -Άλλο που δε θέλω, γιατί θα πάρω κάτι εκατομμύρια για αποζημίωση»·
- άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! βλ. λ. σεβντάς·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλο τίποτα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα, βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία: «από λεφτά, άλλο τίποτα»·
- άλλο τίποτα; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας ζητάει πολλά και απίθανα πράγματα: «θέλεις να σου πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., τα κοινόχρηστα και να σου δώσω κι εκατό χιλιάρικα από πάνω. Άλλο τίποτα;»· ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας καταμαρτυρά πολλές αρνητικές ιδιότητες: «είσαι κλέφτης, απατεώνας, χαρτοπαίχτης, ναρκομανής! -Άλλο τίποτα;»·
- άλλο το ’να (κι) άλλο τ’ άλλο, αποτελεί άλλη υπόθεση, άλλη ιστορία, έτερον εκάτερον: «δεν πρέπει να μπερδεύεις τις γκομενοδουλειές σου με το σπίτι σου. Άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- άλλο τόσο, στον ίδιο βαθμό: «όσο καλός είναι ο μικρός του ο γιος, άλλο τόσο είναι κι ο μεγάλος»· στην ίδια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, θα βάλω κι εγώ άλλο τόσο»·
- άλλο τόσο κι εγώ, έκφραση με την οποία  επικροτούμε απόλυτα τα λεγόμενα κάποιου για καλό ή για κακό: «δεν τον εκτιμώ διόλου αυτό τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ – πολύ τον εκτιμώ αυτόν τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ»·
- άλλο φαΐ τώρα, βλ. λ. φαΐ·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. λ. καιρός·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άλλοι κι άλλοι, πολύ και διάφοροι, χωρίς να είναι τίποτα σπουδαίοι: «εγώ πιστεύω πως έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά άλλοι κι άλλοι έχουν διαφορετική γνώμη. Από σένα εξαρτάται ποιους θα πιστέψεις»·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. λ. γένια·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! βλ. λ. γκαϊλές·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! βλ. λ. καημός·
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! βλ. λ. νταλκάς·
- άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, βλ. λ. παπάς·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- άλλος και τούτος! ή άλλος και τούτος πάλι! ή άλλος πάλι τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για τις αναπάντεχες ή απαράδεκτες ενέργειες ή λόγια κάποιου: «ξαφνικά σηκώθηκε κι άρχισε να πετάει τα ρούχα του από πάνω του μπροστά στον κόσμο! -Άλλος και τούτος! || κι  εκεί που έλεγαν να ηρεμήσουν τα πράγματα, σηκώθηκε ο δικός σου και μας αποκάλυψε πως και ο τάδε είχε πάει φυλακή. -Άλλος και τούτος πάλι!»·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. φρ. άλλος και τούτος(!)·
- άλλος λίγο, άλλος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- άλλος πάλι! α. δηλώνει δυσαρέσκεια για κάποιον που προστίθεται σε μια ομάδα ατόμων τους οποίους πρέπει να εξυπηρετήσουμε ή να αντιμετωπίσουμε: «ο προσωπάρχης μου είπε, πως πρέπει να ελέγξεις τα τιμολόγια του μηνός. -Άλλος πάλι! Ακόμα δεν ξεμπέρδεψα με την καταμέτρηση του εμπορεύματος που έχουμε στην αποθήκη!». β. έκφραση δυσαρέσκειας, όταν για πολλοστή φορά ακούμε κάποιο διαφορετικό άτομο να φωνάζει το όνομά μας, για να μας πει ή να μας επιφορτίσει με κάτι: «Αντωνόπουλος; -Άλλος πάλι!»·
- άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, άλλος αγωνίζεται για την επίτευξη κάποιας επιτυχίας και άλλος απολαμβάνει τις ωφέλειες από αυτή την επιτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, βρε κουκλί μου τι θα γίνει
- άλλος πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει, λέγεται στην περίπτωση που, άλλος εργάζεται σκληρά και άλλος απολαμβάνει τους κόπους από την εργασία του αυτή: «ο καθένας θ’ αμείβεται σύμφωνα με τους κόπους του, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση δεν ισχύει το άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει»·
- άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λέγεται για κάποιο αγαθό που ενώ αυτός που το έχει δεν το υπολογίζει καθόλου, την ίδια στιγμή για κάποιον άλλον που δεν το κατέχει είναι εντελώς απαραίτητο· 
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μη τι άλλο, α. τουλάχιστο: «παρά τις οικονομικές δυσκολίες που είχαμε, αν μη τι άλλο, μπορέσαμε να κάνουμε μια αξιοπρεπή αρχή». β. πέρα από οτιδήποτε άλλο, το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος: «αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να σου πει ένα ευχαριστώ που του συμπαραστάθηκες»·
- αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- ανάμεσα στ’ άλλα, βλ. φρ. ανάμεσα·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- απ’ τ’ άλλο μου τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- απ’ τη μια… απ’ την άλλη όμως…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια πλευρά…, από την άλλη πλευρά όμως…, βλ. λ. πλευρά·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βλ. λ. στιγμή·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, βλ. λ. ώρα·
- απ’ την άλλη, επιπλέον: «ενώ απ’ τη μια μου χρωστάς ένα σωρό λεφτά, απ’ την άλλη μου ζητάς πάλι δανεικά!»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ.αφτί·
- απ’ τον έναν στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- από δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
- από δω πάν’ κι άλλοι, α. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα διακόψει τη φιλική, ερωτική ή εργασιακή σχέση που έχει μαζί μας και υποτίθεται πως του δείχνουμε το δρόμο να φύγει, όπως κάναμε και στους προηγούμενους, που δήλωσαν το ίδιο πράγμα ή που έπαψαν να μας ενδιαφέρουν. β. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα επιδιώξει να μας κάνει κακό, κι έχει την έννοια, πως και όσοι προηγούμενοι το επιχείρησαν έφυγαν από  τον υποτιθέμενο δρόμο που του δείχνουμε χωρίς να πετύχουν τίποτα·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
- από λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
- από υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
- από ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, βλ. λ. αυτός·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. λ. αυτός·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, βλ. λ. αυτός·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- για τ’ άλλα, για τα υπόλοιπα: «εγώ σας είπα αυτά που ήξερα, για τ’ άλλα θα σας πληροφορήσει ο ίδιος ο διευθυντής». (Λαϊκό τραγούδι: του ’πα για το φέρσιμό σου και για τ’ άλλα σου, τ’ ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου
- … γιατί θα ’χουμε άλλα, επιθετική έκφραση σε άτομο που δε συμμορφώνεται στις εντολές μας: «φάε το φαγητό σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || πήγαινε στη δουλειά σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || δώσε μου τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί θα ’χουμε άλλα»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·  
- δε βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, είσαι ασύγκριτος, ασύγκριτη: «έχει τόσο καλό φίλο, που δε βάζω άλλο μπροστά του || έχει τόσο καλή γυναίκα, που δε βάζει άλλη μπροστά της». (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα πια δεν λογαριάζω άλλον μπροστά σου εγώ δεν βάζω, αφού έχεις εσύ καρδιά χρυσή και σ’ αγαπώ, αγάπα με και συ)· 
- δε βαστιέμαι άλλο, α. δεν μπορώ να συγκρατηθώ περισσότερο, ώστε να μην πω ή να μην κάνω κάτι: «δε βαστιέμαι άλλο, θα τον δείρω με τις ανοησίες που λέει || μυρίζει τόσο όμορφα αυτό το φαγητό, που δε βαστιέμαι άλλο». β. έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να συγκρατήσω περισσότερο το κάτουρό μου ή τα κόπρανά μου, πρέπει οπωσδήποτε να αφοδεύσω, γιατί θα τα κάνω απάνω μου: «αμάν, μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί δε βαστιέμαι άλλο»·
- δε βαστώ άλλο ή δε βαστώ άλλο πια ή δε βαστώ πια άλλο, α. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και ξεσπώ: «δε βάσταξα άλλο με τις ανοησίες που έλεγε και τον άρχισα στις μπάτσες || έπαθε τέτοια καταστροφή, που δε βάσταξε πια άλλο κι έβαλε τα κλάματα». β. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και υποκύπτω, υποχωρώ, ενδίδω: «μη μου φορτώνεσαι περισσότερο, γιατί δε βαστώ άλλο || έπεσαν όλοι επάνω μου για να δώσουμε τα χέρια, ώσπου δε βάσταξα άλλο πια και συμφιλιώθηκα μαζί του»·
- δε με παίρνει άλλο, παύω να ενεργώ με τον τρόπο που ενεργούσα, γιατί αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω τις δυνάμεις ή τις δυνατότητες που είχα ή γιατί δεν μου το επιτρέπει περισσότερο το περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι: «απ ’τη στιγμή που ήρθε ο τάδε, δε με παίρνει άλλο να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός είναι πιο μάγκας από μένα || ο οικοδεσπότης μου έκανε νόημα πως δε μ’ έπαιρνε άλλο να συνεχίσω να λέω σόκιν ανέκδοτα, γιατί είχε κάνει την παρουσία του ο πατέρας του»·
- δε με σηκώνει άλλο, βλ. φρ. δε με παίρνει άλλο·
- δε σηκώνει άλλο, δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερη υπομονή: «μέχρι τώρα υπέμενα τις ιδιοτροπίες σου, αλλά από δω και πέρα δε σηκώνει άλλο»·
- δεν αντέχω άλλο, βλ. λ. αντέχω·
- δεν έχει άλλο, α. (για αγαθά) τελείωσε, εξαντλήθηκε: «δεν έχει άλλο απ’ αυτό το είδος». β. (για παροχές, συνήθως ειρωνικά) παύω, σταματώ να δίνω: «μέχρι τώρα ό,τι μου ζητούσες σου το ’δινα, από δω και πέρα όμως δεν έχει άλλο»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), βλ. λ. μάτι·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, τίποτα·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν πάει άλλο, α. δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή, δεν μπορεί να συνεχιστεί η ίδια δυσάρεστη κατάσταση: «δεν πάει άλλο μ’ αυτή την φτώχεια που περνώ || δεν πάει άλλο μ’ αυτή την γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: λέω πως δεν πάει άλλο, είσαι βάσανο μεγάλο)· βλ. και φρ. δε με παίρνει άλλο. β.(για πορεία) υπάρχει αδιέξοδο ή έφτασε στο τέρμα της: «ο δρόμος δεν πάει άλλο || το αστικό δεν πάει άλλο»·
- δεν παίρνει άλλο, δεν αντέχω περισσότερο, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει άλλο: «είναι τόσο γκρινιάρα, που δεν παίρνει άλλο, θα τη χωρίσω || είναι ένας αδιόρθωτος χαρτοπαίχτης, γι’ αυτό κι εγώ θα τον χωρίσω, γιατί δεν παίρνει άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν να μου τα ’κανες πολλά φθάνει δεν παίρνει άλλο, κοίταξε να συμμορφωθείς γιατί θα σε ξεκάνω
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. φρ. νερό·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, βλ. λ.λεφτά·
- δεν προχωράει άλλο, βλ. συνηθέστ. δεν πάει άλλο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, βλ. λ. τίποτα·
- δίνει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- δίχως άλλο, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «πρέπει το βράδυ δίχως άλλο να ’ρθεις μαζί μου στη συγκέντρωση»· βλ. και φρ. το δίχως άλλο·
- έγινε άλλος τόσος, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έγινε διπλάσιο σε όγκο από ότι ήταν: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξε στο φαγητό και στον ύπνο κι έγινε άλλος τόσος»·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαι μια η άλλη ή είμαι μια την άλλη, ισοφαρίζω έσοδα και έξοδα, δεν έχω κέρδος: «με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι ευχαριστημένος που είμαι μια η άλλη»·
- είναι άλλου είδους ταραχή, βλ. λ. είδος·
- είναι απ’ άλλο ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- είναι από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. γεννημένος·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. καμωμένος·
- είναι καμωμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι πλασμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. γη·
- είναι το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. μισός·
- είναι το κάτι άλλο, το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος έχουν μια έντονη ιδιαιτερότητα, καλή ή κακή: «η ομορφιά του είναι το κάτι άλλο || η ασχήμια του είναι το κάτι άλλο || αγόρασε έν’ αυτοκίνητο που είναι το κάτι άλλο»·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, βλ. λ. εκείνος·
- εκτός των άλλων, εκτός από όλα όσα έχουμε ήδη προαναφέρει, επιπλέον, επιπροσθέτως: «εκτός των άλλων μου χρωστάς ακόμα εκατό χιλιάδες»·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- έρχονται άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- έρχονται άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- έχει άλλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. φρ. έχει αυτό το κατιτίς, λ. κατιτίς·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω κι άλλα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. λ. εποχή·
- ζει σε άλλον αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει σε άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτη·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- η άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η άλλη ζωή, βλ. λ.ζωή·
- η άλλη όχθη, βλ. λ. όχθη·
- η άλλη όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, βλ. λ. ζωή·
- η μία, η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κι η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. λ. κουβέντα·
- η μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθε από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- κάθε άλλο, βλ. λ. κάθε·
- και εις άλλα με υγεία! ή και σ’ άλλα με υγεία! βλ. λ. υγεία·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω άλλα κι άλλα, κάνω πολλά και διάφορα πράγματα σημαντικά ή ασήμαντα: «εσύ που μπορείς και κάνεις άλλα κι άλλα, σίγουρα θα μπορέσεις να με βοηθήσεις σε αυτή την υπόθεση || εσύ κάνεις άλλα κι άλλα, σ’ αυτή τη λεπτομέρεια θα κωλώσεις;»·
- κατά τ’ άλλα, ως προς τα υπόλοιπα, ως προς εκείνα που συμβαίνουν ή συνέβησαν: «είχα μια μικρή ατυχία, αλλά κατά τ’ άλλα είμαι μια χαρά || μέχρι αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι σ’ αυτή την κατάσταση, κατά τ’ άλλα ο Θεός βοηθός»·
- κατά τ’ άλλα καλά, φράση που ακολουθεί με κάποια ειρωνική διάθεση, μετά την εξιστόρηση κάποιας άτυχης στιγμής ή γεγονότος που πέρασε κάποιος: «τράκαρα κι έσπασα το πόδι μου, κατά τ’ άλλα καλά». (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- κι άλλα τόσα, σε διπλάσια ποσότητα: «όσα λεφτά βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλα τόσα»·
- κι άλλο τόσο, σε διπλάσια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλο τόσο»·
- κοντά στ’ άλλα, βλ. λ. κοντά·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λέω άλλ’ αντ’ άλλων ή λέω άλλ’ αντ’ άλλων Μαριγώ ή λέω άλλα αντί άλλων ή λέω άλλα των άλλων, μιλώ χωρίς νόημα, μιλώ μπερδεμένα, ακατανόητα, ασυνάρτητα: «μιλούσε μια ώρα,  αλλά δε βγάλαμε νόημα, γιατί έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- λέω άλλα (ενν. λόγια), διαφορετικά, ανασκευάζω αυτά που είχα πει: «γιατί τώρα λες άλλα από κείνα που μας έλεγες προηγουμένως;»·
- λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, βλ. λ. λίγος·
- μ’ άλλα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- μας τα ’παν άλλοι, βλ. λ. είπα·
- μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- με πιάνει το άλλο μου, συμπεριφέρομαι εντελώς διαφορετικά από ό,τι συνήθως, παραφέρομαι, τρελαίνομαι: «πρόσεξε μη με πιάσει το άλλο μου, γιατί θα τα κάνω όλα γυαλιά καρφιά»·
- με το ένα, με το άλλο, βλ. λ. ένας·
- με το ’να και με τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- με τούτα και με τ’ άλλα, βλ. λ. τούτος·
- μεταξύ των άλλων, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! βλ. λ. σάλιο·
- μην το ζαλίζεις άλλο, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) πάψε να ασχολείσαι άλλο με αυτή την υπόθεση, γιατί είναι έτσι όπως σου τα λέω, ή γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο: «σε συμβουλεύω να μην το ζαλίζεις άλλο και να πάρεις επιτέλους κάποια απόφαση || οι πιο πολλοί πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη τους, μην το ζαλίζεις άλλο»·
- μια άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- μια ο ένας, μια ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- να ’ταν κι άλλη! α.(για δουλειές) την τελείωσα γρήγορα και με μεγάλη ευχέρεια, είτε γιατί είχε οικονομικό ενδιαφέρον για μένα είτε γιατί ήταν πολύ εύκολη: «την τέλειωσες τη δουλειά που σου ανάθεσαν; -Να ’ταν κι άλλη!». β. (για γυναίκες) την κατέκτησα ή της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «εντάξει με την τάδε που σου σύστησα; -Να ’ταν κι άλλη!»·
- να ’ταν κι άλλο! (για φαγητά) το έφαγα όλο, είτε επειδή πεινούσα πολύ είτε επειδή ήταν πολύ νόστιμο: «έφαγες όλο το φαγητό σου; -Να ’ταν κι άλλο!»·
- να ’ταν κι άλλος! τον νίκησα ή τον ξεγέλασα με ευκολία: «τον νίκησες τον τάδε; -Να ’ταν κι άλλος! || πήρες απ’ τον τάδε τα δανεικά που σου χρειάζονταν; -Να ’ταν κι άλλος!»·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, βλ. λ.παιδί·
- ο άλλος κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- ο ένας κι ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος·
- ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας, ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, βλ. λ. ένας·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, βλ. λ. κοντός·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε, ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- όσο δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όταν έρθει το κακό, καρτέρει να ’ρθει κι άλλο, βλ. λ. κακός·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- πάμε γι’ άλλα; (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ερώτηση που απευθύνει ένας παίχτης προς στους υπόλοιπους, αν δέχονται να ξαναγίνει το μοίρασμα των φύλλων, γιατί αυτά που έχει πάρει στα χέρια του είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Αν οι περισσότεροι παίκτες συμφωνήσουν, επειδή και αυτοί βρίσκονται στην ίδια άσχημη θέση (ανάλογα, βέβαια, και με τους κανόνες του καρέ), τότε τα χαρτιά μαζεύονται, ανακατώνονται και μοιράζονται από την αρχή·
- πάμε γι’ άλλα, έκφραση που δηλώνει πως ξεπεράσαμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν και πως είμαστε έτοιμοι για τις νέες δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν στη ζωή μας: «τι έδειξαν οι ακτινογραφίες του στήθους σου; -Πάμε γι’ άλλα || πώς πήγε το δικαστήριο που είχες με τον τάδε; -Πάμε γι’ άλλα»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος! βλ. λ. πάσα·
- πάω γι’ άλλα, α. ξεκινώ άλλη δουλειά, άλλη ασχολία, είτε γιατί τελείωσα αυτή με την οποία είχα καταπιαστεί είτε γιατί απέτυχα: «ό,τι έχω αναλάβει μέχρι τώρα, το έχω τελειώσει και τώρα πάω γι’ άλλα || απέτυχα στην προηγούμενη δουλειά μου, αλλά ο Θεός να μ’ έχει γερό, γιατί τώρα πάω γι’ άλλα». β. χωρίζω με το έτερο ήμισυ μου και επιδιώκω νέο δεσμό: «με την τάδε χώρισα και τώρα πάω γι’ άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ άλλα, γι’ άλλα πάμε γι’ άλλα, δε μ’ αγάπησες μια στάλα
- πες ο ένας, πες ο άλλος, βλ. λ. είπα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πήγε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. λ. πλάκα·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’ άλλη γη, βλ. λ. γη·
- σαν άλλος…, έκφραση με την οποία παρομοιάζουμε την ενέργειά μας ή την ενέργεια κάποιου με αυτή κάποιου άλλου: «όρμησα σαν άλλος παλαιστής εναντίον του || ήρθε σαν άλλος δικηγόρος κι άρχισε ν’ αγορεύει υπέρ του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: με τα μάτια ορθάνοιχτα το ταβάνι καρφώνω, περασμένα μεσάνυχτα το κρίμα μου μετρώ, το καθάριο σου πρόσωπο με φιλιά το λερώνω και σαν άλλος Ιούδας μετανιώνω και θρηνώ)· 
- σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, βλ. λ. αβγό·
- σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, βλ. λ. όλος·
- σου λέει ο άλλος! έκφραση με την οποία θέλει να προλάβει ο ομιλητής τις τυχόν απορίες ή αντιρρήσεις του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «θέλει να χτίσει κι αυτός ένα σπίτι στην εξοχή, όμως, σου λέει ο άλλος, πώς θα το χτίσεις, ρε κύριε, μ’ ένα ψωρομισθό που παίρνεις;»· 
- στην άλλη άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο άλλο άκρο, βλ. λ. άκρο·
- συν τοις άλλοις, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- τα κάνω γι’ άλλα, επιφέρω από θυμό ή από κέφι τέτοια καταστροφή σε ένα κλειστό χώρο, που πρέπει τα πάντα να αντικατασταθούν με καινούρια (με άλλα): «μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί, τα ’κανε όλα γι’ άλλα κι έτσι, την επόμενη μέρα, έμεινε κλειστό || όταν άρχισαν να παίζουν τα όργανα, τα ’κανε όλα γι’ άλλα πάνω στον ενθουσιασμό του». Συνών. τα κάνω γιάλλα / τα κάνω γυάλα·
- τα φέρνω μια η άλλη ή τα φέρνω μια την άλλη, α. ισοφαρίζω κέρδος και χασούρα, τα πατσίζω, δεν κερδίζω τίποτα: «για ποιο κέρδος μου μιλάς, που ένα χρόνο τώρα τα φέρνω μια η άλλη!». β. ζω υποφερτά, συντηρητικά, περίπου τα βολεύω, τα κουτσοβολεύω: «με την κρίση που έχει σήμερα η αγορά, πρέπει να ’σαι ευχαριστημένος, αν καταφέρνεις να τα φέρνεις μια την άλλη»·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- την άλλη, την προηγούμενη ή την επόμενη φορά: «την άλλη μου είχες πει άλλα πράγματα || την άλλη θα σου δώσω περισσότερα». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια δε σε τιμώρησα, την άλλη σε συγχώρεσα, την τρίτη και φαρμακερή σε χώρισα
- την άλλη φορά ή την άλλη τη φορά, βλ. λ. φορά·
- την άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- τι άλλο; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ασχολείται με αυτό με το οποίο συνήθως ασχολείται ή βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνει (ο τάδε): «τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Ασχολείται με τα γραμματόσημά του || τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Τρέχει από γιατρό σε γιατρό, γιατί είναι κατά φαντασίαν ασθενής || τι κάνει ο τάδε; -Τι άλλο; Πάλι σουρωμένος είναι»·
- τι άλλο, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν ασχολείται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αυτό που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως ασχολείται, ή αν βρίσκεται στην κατάσταση που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται: «πάλι με τα γραμματόσημά του ασχολείται το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι στους γιατρούς τρέχει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι σουρωμένος είναι ο τάδε; -Τι άλλο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·  
- τι άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι άλλο θα δούμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι κάνει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το άτομο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει το άτομο, όταν είναι μεθυσμένο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω τι λέει ο άλλος όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άλλος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τίποτ’ άλλο; βλ. λ. τίποτα·
- τις άλλες, πριν από μερικές μέρες: «τις άλλες συνάντησα τον τάδε και ρωτούσε για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: τις άλλες τα ’μπλεξα κι εγώ με μια ξανθιά μικρούλα που έχει μάτια έμορφα είναι και μοδιστρούλα
- το άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. λ. εγώ·
- το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το δίχως άλλο, α. οπωσδήποτε, εξάπαντος: «θέλω το δίχως άλλο να μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί τα έχω ανάγκη || θα πάρεις επιτέλους το γιο μου στη δουλειά σου; -Το δίχως άλλο». β.  δηλώνει και ειρωνική άρνηση: «θα μου δώσεις επιτέλους εκείνα τα δανεικά που σου ζητάω; -Το δίχως άλλο»· 
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το ένα, το άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ένα φέρνει τ’ άλλο, βλ. λ. ένα·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το ’να και τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), βλ. λ. χέρι·
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. λ. πόρτα·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τόσα κι άλλα τόσα, βλ. λ. τόσος·
- τόσο κι άλλο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- υπάρχει άλλος αέρας, βλ. λ. αέρας·
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς άλλη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- χωρίς άλλο, βλ. φρ. δίχως άλλο·
- ως άλλος… (ακολουθεί ουσιαστικό, ιδίως κύριο όνομα), που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες του προσώπου που αναφέρεται: «ήρθε ως άλλος δικτάτορας να επιβάλει τις ιδέες του || έχει μεγάλη ιδέα για τα ποιήματά του και συμπεριφέρεται ως άλλος Ελύτης»·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
-ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, το τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

ανάπαυση

ανάπαυση, η, ουσ. [<αρχ. ἀνάπαυσις], η ανάπαυση. 1. η διακοπή, η παύση εργασίας, ιδίως για ξεκούραση: «κατά τη διάρκεια της βάρδιας μου έχουμε και μισή ώρα ανάπαυση». 2. η  καλοπέραση: «μια ζωή είσαι γλέντια κι ανάπαυση». 3. ανάπαυση! ως στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα για προσωρινή χαλάρωση του σώματος από την άσκηση και ελαφριά μετακίνηση του αριστερού ποδιού του στρατιώτη ή του γυμναζόμενου μπροστά και αριστερά·
- βάζω στην ανάπαυση, (στη γλώσσα της αργκό) διακόπτω, παύω, σταματώ κάποιον από αυτό που κάνει: «ποιος σ’ έβαλε στην ανάπαυση απ’ τη δουλειά;»·
- βάλε ανάπαυση! (στη γλώσσα της αργκό) σταμάτα, σώπα, μη μιλάς: «βάλε, επιτέλους, και λίγο ανάπαυση, βρε παιδάκι μου, γιατί μας έκανες ένα κεφάλι σαν καζάνι με την πολυλογία σου!»·
- η αιώνια ανάπαυση, ο θάνατος: «για όλους μας έρχεται κάποια στιγμή η αιώνια ανάπαυση». Συνών. ο αιώνιος ύπνος / ο τελευταίος ύπνος·
- καλή ανάπαυση! α. ευχή σε κάποιον που ξαπλώνει για να ξεκουραστεί ή που μας λέει πως θέλει να πάει να ξαπλώσει για να ξεκουραστεί. β. ευχή για εκλιπόντα ή στους συγγενείς του εκλιπόντα·
- τον βάζω στην ανάπαυση, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. τον έχω στην ανάπαυση·
- τον έχω στην ανάπαυση, (στη γλώσσα της αργκό) α. τον έχω να κάθεται φρόνιμα: «απ’ τη μέρα που τον ανέλαβε ο τάδε, τον έχει στην ανάπαυση». β. έχω κάποιον υπό τις προσταγές μου, τον κάνω ό,τι θέλω: «σε σένα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, απ’ τη μέρα όμως που τον ανέλαβα εγώ, τον έχω στην ανάπαυση». γ. του αφαιρώ τις δικαιοδοσίες, την ισχύ που έχει σε κάποιο χώρο, ιδίως  εργασιακό: «επειδή έκανε διάφορες αυθαιρεσίες, τον έχω για λίγο καιρό στην ανάπαυση»·
- τόπος αναπαύσεως, βλ. λ. τόπος.

ανάσκελα

ανάσκελα, επίρρ. [<μσν. ανάσκελα], ανάσκελα. 1. με τη ράχη προς τη γη, προς το κρεβάτι: «ξάπλωσε ανάσκελα στην αμμουδιά για να κάνει ηλιοθεραπεία || όταν κοιμάται ανάσκελα, ροχαλίζει». 2. ο τρόπος που κολυμπάει κανείς όταν έχει την πλάτη του στη θάλασσα και βλέπει τον ουρανό: «όταν κουράζεται στο κολύμπι, αρχίζει να κολυμπάει ανάσκελα»·
- πέφτω ανάσκελα ή πέφτω τ’ ανάσκελα, α. καθώς περπατώ ή τρέχω, γλιστρώ και πέφτω στο έδαφος με τη ράχη προς τα κάτω: «όπως περπατούσε, πάτησε μια μπανανόφλουδα κι έπεσε ανάσκελα». β. πέφτω στο έδαφος νικημένος: «του ’δωσε μια γροθιά ο δικός σου κι έπεσε ο άλλος τ’ ανάσκελα». γ. ειρωνική έκφραση για να δηλώσουμε κάποια υποτιθέμενη χαρά μας, κάποιον υποτιθέμενο ενθουσιασμό μας για κάποια μηδαμινή παροχή που μας δόθηκε ή για την ενέργεια ατόμου, που, υποτίθεται ότι έγινε προς όφελός μας: «εγώ είχα σοβαρή ανάγκη από βοήθεια κι έπεσα τ’ ανάσκελα με τα δέκα χιλιάρικα που μου ’δωσε! || πήγε στον αντίδικό μου για να του πει ν’ αποσύρει τη μήνυσή του κι εγώ έπεσα τ’ ανάσκελα»·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- τ’ ανάσκελα, βλ. ανάσκελα (2)
- τη βάζω ανάσκελα ή τη βάζω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. τη ρίχνω ανάσκελα·
- τη ρίχνω ανάσκελα ή τη ρίχνω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχε, από κει την είχε, στο τέλος την έριξε τ’ ανάσκελα»·
- τον βάζω ανάσκελα ή τον βάζω τ’ ανάσκελα, βλ. φρ. τον ρίχνω ανάσκελα·
- τον ρίχνω ανάσκελα ή τον ρίχνω τ’ ανάσκελα, τον νικώ, τον υποχρεώνω να φάει η πλάτη του χώμα: «του ’κανε μια λαβή και τον έριξε ανάσκελα».

απάνω

απάνω κ. επάνω, επίρρ. [<αρχ. ἐπάνω], επάνω. (Λαϊκό τραγούδι: απάνω στο βουνό θα μείνω κι από τον κόσμο μακριά, θα κλαίω μόνος, θα πονώ, και θα μ’ ακούει το βουνό)·τη στιγμή που διαδραματίζεται, που εξελίσσεται ή που υφίσταται κάποιος κάτι: «απάνω στο χορό || απάνω στο τραγούδι || απάνω στο κέφι || απάνω στο μεθύσι του || απάνω που άρχισαν να τον δέρνουν, κατέφθασαν οι φίλοι του». (Λαϊκό τραγούδι: να ’σουνα Θεέ μου πότης, να σωθεί η ανθρωπότης, στο μεθύσι σου απάνω να μαχαίρωνες το χάρο)·βλ. και λ. αποπάνω, πάνω. (Ακολουθούν 81 φρ.)·
- ακόμη τα κάνει απάνω του ή τα κάνει ακόμη απάνω του, λέγεται ειρωνικά για κείνον που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή, σε ένα επάγγελμα ή σε μια τέχνη, λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτόν: «ακόμη τα κάνει απάνω του και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- απάνω κάτω, α. λίγο πολύ, περίπου: «θα ’ταν απάνω κάτω κατά τις δέκα, όταν ήρθε || θα ’ταν απάνω κάτω καμιά εικοσαριά άτομα». β. λέγεται για συνεχόμενο ανεβοκατέβασμα: «χάλασε σήμερα τ’ ασανσέρ στην οικοδομή που είναι το γραφείο μου και ψόφησα απάνω κάτω απ’ τις σκάλες όλη τη μέρα». Παρατηρείται παράλληλη κίνηση του χεριού που ανεβοκατεβαίνει·
- απάνω μου (σου, του, της κ.λπ.), α. μαζί μου (σου, του, της κ.λπ.): «δεν έχω απάνω μου ούτε δραχμή || δεν κρατώ απάνω μου τα χαρτιά μου». β. εναντίον μου (σου, του, της κ.λπ.): «έπεσαν όλοι απάνω μου και με τραβοκοπούσαν από δω κι από κει». (Λαϊκό τραγούδι: μα ένα βράδυ μ’ ανθιστήκαν κι όλοι απάνω μου ριχτήκαν
- απάνω που έλεγα (που σκεφτόμουνα) να...., τη δεδομένη, τη συγκεκριμένη στιγμή που έλεγα (που σκεφτόμουνα) να…: «απάνω που έλεγα να σου τηλεφωνήσω, μπήκες από την πόρτα»·
- απάνω στην ώρα, ταυτόχρονα με κάτι άλλο που ήδη διαδραματίζεται ή εξελίσσεται: «ήρθε απάνω στην ώρα που κουβεντιάζαμε για τη μετάθεσή του || ήρθε απάνω στην ώρα του καβγά»·
- απάνω τους! (και τους φάγαμε!), προτροπή για επίθεση κατά του εχθρού ή άλλης εχθρικής ομάδας·
- από δω ίσαμ’ εκεί απάνω, λέγεται για άτομο ή για πράγμα που έχει μεγάλο ύψος: «ο γιος του είναι ένας παλίκαρος από δω ίσαμ’ εκεί απάνω || έχτισε ένα σπίτι από δω ίσαμ’ εκεί απάνω». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο ομιλητής είτε με το χέρι του είτε με νεύμα του κεφαλιού του δείχνει πρώτα το σημείο στο οποίο πατάει και ύστερα δείχνει κάπου ψηλά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, βλ. λ. δουλειά·
- άσ’ το απάνω μου, θα το αναλάβω προσωπικά, γι’ αυτό, ας μη σε απασχολεί άλλο: «όσο για το τελωνείο, άσ’ το απάνω μου»·
- άσ’ τον απάνω μου, θα τον αναλάβω προσωπικά, γι’ αυτό ας μη σε απασχολεί άλλο: «όσο για τον διευθυντή, άσ’ τον απάνω μου»·
- βάζω κάτι απάνω μου, βλ. φρ. ρίχνω κάτι απάνω μου·
- βγαίνω απάνω (ενν. σαν το λάδι, σαν τον αφρό), τα βολεύω, τα καταφέρνω, επιπλέω παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής: «ό,τι και να του τυχαίνει αυτού του ανθρώπου, πάντα βρίσκει τον τρόπο να βγαίνει απάνω»·
- βγαίνω απάνω σαν το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- βγαίνω απάνω σαν τον αφρό, βλ. λ. αφρός·
- δε βάζει δράμι απάνω του, βλ. λ. δράμι·
- δε βάζει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δε βάζει ψαχνό απάνω του, βλ. λ. ψαχνό·
- δε βαστώ λεφτά απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δε βαστώ χρήματα απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου χρήματα, βλ. λ. χρήμα·
- δε βρέχει απάνω του, βλ. λ. βρέχω·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, βλ. λ. ρούχο·
- δεν έχει πέτσα απάνω του ή δεν έχει απάνω του πέτσα, βλ. λ. πέτσα·
- δεν έχει τσίπα απάνω του ή δεν έχει απάνω του τσίπα, βλ. λ. τσίπα·
- δεν έχω απάνω μου δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν έχω απάνω μου δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν έχω απάνω μου φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν έχω λεφτά απάνω μου ή δεν έχω απάνω μου λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δεν κρατώ λεφτά απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δεν κρατώ χρήματα απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου χρήματα, βλ. λ. χρήμα·
- δεν παίρνει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δεν πιάνει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δουλεύει απάνω χέρι, κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- δούλεψε απάνω χέρι, κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είμαι απ’ τους απάνω, ανήκω στην άρχουσα τάξη: «απ’ τη στιγμή που η τύχη το ’φερε να ’μαι απ’ τους απάνω, δε συναναστρέφομαι με το λαουτζίκο». Αντίθ. είμαι απ’ τους κάτω·
- είμαι μέχρις εδώ απάνω, βλ. φρ. είμαι ως εδώ απάνω·
- είμαι στ’ απάνω μου, βρίσκομαι σε πολύ καλή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε εκείνο το λαχείο, είμαι στ’ απάνω μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στ’ απάνω μου είν’ όλα τέλεια, ο έρωτας αγάπη μου είναι ψυχεδέλεια).Συνών. είμαι απ / είμαι χάι ή είμαι στα χάι μου ή είμαι στο χάι μου / είμαι στα ωραία μου·
- είμαι ως εδώ απάνω, α. είμαι πολύ εκνευρισμένος, δεν μπορώ να κάνω άλλο υπομονή και είμαι έτοιμος να ξεσπάσω βίαια: «πώς να μην είμαι ως εδώ απάνω, αφού, κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, λέει ένα σωρό βλακείες!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη τεντωμένη να έρχεται και να κάθεται οριζόντια και με την εσωτερική της κόψη να ακουμπάει λίγο πιο πάνω από το ύψος των ματιών (με την έννοια ότι είμαι τόσο πολύ εκνευρισμένος, που δεν μπορώ να δω από τα νεύρα μου). β. είμαι εντελώς χορτάτος, δεν μπορώ να φάω ούτε μπουκιά (δεν μπορώ να πιω ούτε γουλιά): «δε θέλω άλλο, γιατί έφαγα τόσο πολύ, που είμαι ως εδώ απάνω». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία, με την παλάμη τεντωμένη να έρχεται και να κάθεται οριζόντια και με την εσωτερική της κόψη να ακουμπάει ή πολύ κοντά στο ύψος του λαιμού ή του στόματος·
- είναι στην απάνω σκάλα, βλ. λ. σκάλα·
- έχει τίμιο ξύλο απάνω του, βλ. λ. ξύλο·
- έχω τ’ απάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- η απάνω χώρα, βλ. λ. χώρα·
- ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου, βλ. λ. άχτι·
- κρέμονται τα ρούχα απάνω του, βλ. λ ρούχο·
- με φέρνουν μέχρις εδώ απάνω, βλ. φρ. με φέρνουν ως εδώ απάνω·
- με φέρνουν ως εδώ απάνω, με εκνευρίζουν τόσο πολύ, που δεν μπορώ να κάνω άλλο υπομονή και είμαι έτοιμος να ξεσπάσω βίαια: «κάτι τέτοιες ανοησίες κάνετε, που με φέρνουν ως εδώ απάνω κι ύστερα με λέτε νευρικό». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη τεντωμένη να έρχεται και να κάθεται οριζόντια στο ύψος των ματιών (με την έννοια ότι υπάρχει τόσο έντονος εκνευρισμός, που δεν μπορεί κανείς να δει από τα νεύρα του)·
- μέχρις απάνω, βλ. φρ. ως απάνω·
- μέχρις εκεί απάνω, βλ. φρ. ως εκεί απάνω·
- οι απάνω, βλ. συνηθέστ. οι από πάνω, λ. πάνω·
- οι κατάρες του έπεσαν απάνω του, βλ. λ. κατάρα·
- όταν δε δουλεύει τ’ απάνω πάτωμα…, βλ. λ. πάτωμα·
- όταν δε λειτουργεί τ’ απάνω πάτωμα…, βλ. λ. πάτωμα·
- ούτε να φτύσεις απάνω του, δηλώνει την έσχατη περιφρόνηση για κάποιον: «μη μου μιλάς για τον τάδε, γιατί είναι ούτε να φτύσεις απάνω του»·
- παίρνω απάνω μου ή παίρνω τ’ απάνω μου, α. αναλαμβάνω σωματικά ή ψυχικά, αναρρώνω, δυναμώνω: «μετά την εγχείρηση, άρχισε να παίρνει κανονικά τ’ απάνω του». β. αναλαμβάνω οικονομικά: «ευτυχώς, με την τελευταία δουλειά που έκανα, άρχισα να παίρνω τ’ απάνω μου». γ. αναλαμβάνω ηθικά: «τον συμβούλευα όλο το βράδυ και μέχρι το πρωί είχε πάρει τ’ απάνω του»·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω απάνω μου το βάρος ή παίρνω το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω απάνω μου το ρίσκο ή παίρνω το ρίσκο απάνω μου, βλ. λ. ρίσκο·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πήρε τη φάση απάνω του, βλ. λ. φάση·
- ρίχνει το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- ρίχνω κάτι απάνω μου, βλ. λ. κάτι·
- σεκεμέ κι απάνω τούρλα, βλ. λ. σεκεμέ·
- σιχαίνεσαι (και) να φτύσεις απάνω του, βλ. λ. φτύνω·
- στ’ αρχίδια μας (μου) κι απάνω τούρλα, βλ. λ. αρχίδι·
- τ’ αμολάω απάνω μου (ενν. τα κάτουρά μου, τα κατρουλιά μου, τα σκατά μου, τα κόπρανά μου), βλ. λ. αμολάω·
- τα είπαμε απάνω απάνω, κουβεντιάσαμε σε γενικές γραμμές, όχι λεπτομερειακά, όχι σε βάθος: «δεν είχαμε καιρό στη διάθεση μας, γι’ αυτό τα είπαμε απάνω απάνω»·
- τα ’κανε απάνω του, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρόμαξε πάρα πολύ αλλά και χάρηκε πάρα πολύ (τόσο, που χέστηκε επάνω του): «μόλις τους είδε να ’ρχονται με τα μαχαίρια στα χέρια τους, τα ’κανε απάνω του || όταν του ανακοίνωσαν πως του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου, τα ’κανε απάνω του»·
- τα ’κανε απάνω του απ’ τη χαρά του, βλ. λ. χαρά·
- τα ’κανε απάνω του απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- τα (το) παίρνω απάνω μου, α. αναλαμβάνω, επωμίζομαι την ευθύνη για λόγο ή πράξη που ενδέχεται να έχει συνέπειες: «θέλω να μου πεις πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα και, ό,τι προβλήματα υπάρξουν, τα παίρνω απάνω μου». β. αναλαμβάνω, επωμίζομαι τα έξοδα που τυχόν θα δημιουργηθούν: «όσο για το θέμα των χρημάτων, μη νοιάζεσαι, το παίρνω απάνω μου || όσο για τα έξοδα, τα παίρνω απάνω μου»· βλ. και φρ. το παίρνω απάνω μου·
- το παίρνω απάνω απάνω, το αντιμετωπίζω επιπόλαια: «ό,τι και να του πεις, το παίρνει απάνω απάνω κι ύστερα αρχίζει τις γκάφες»·
- το παίρνω απάνω μου, α. περηφανεύομαι, καμαρώνω, επαίρομαι για κάτι καλό που έκανα ή για κάτι καλό που μου καταλογίζουν: «απ’ τη μέρα που βγήκε πρώτος στις εξετάσεις, το πήρε απάνω του». β. λέγεται και με φθονερή διάθεση: «απ’ τη μέρα που βγήκε πρώτος στις εξετάσεις, το πήρε απάνω του, λες κι έκανε σπουδαίο πράγμα!». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί της δίνεις τόση σημασία κι απάνω της το πήρε και γελά;)· βλ. και φρ. τα (το) παίρνω απάνω μου·
- τον φέρνω μέχρι εδώ απάνω, βλ. φρ. τον φέρνω ως εδώ απάνω·
- τον φέρνω ως εδώ απάνω, τον εκνευρίζω, τον αγανακτώ τόσο, που είναι έτοιμος να ξεσπάσει βίαια: «κάθε φορά που τον φέρνω ως εδώ απάνω, με παίρνει στο κυνήγι για να με δείρει»·
- του το λέω απάνω απάνω, βλ. συνηθέστ. του το φέρνω απάνω απάνω·
- του το φέρνω απάνω απάνω, του μιλώ, τον πληροφορώ για κάτι συγκαλυμμένα, με υπαινιγμούς, με νύξεις: «προσπάθησε να του το φέρεις απάνω απάνω του ανθρώπου για το ατύχημα του γιου του, γιατί είναι καρδιακός || όταν πρόκειται να του ζητήσω δανεικά, πρώτα του το φέρνω απάνω απάνω για να δω τις διαθέσεις του»·
- φέρνω τ’ απάνω κάτω, βλ. φρ. φέρνω τα πάνω κάτω, λ. πάνω·
- χέστηκε απάνω του, βλ. φρ. τα ’κανε απάνω του·
- ως απάνω, ως εκεί που δε χωράει άλλο, υπερπλήρες: «το ποτήρι ήταν γεμάτο ως απάνω»·
- ως εκεί απάνω, επιτιμητική ή υποτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που, παρά την ηλικία του ενεργεί άστοχα ή ανόητα: «σαν δεν ντρέπεσαι, άντρας ως εκεί απάνω να τα βάζεις μ’ αυτό το παιδί! || μα είναι δυνατόν, άντρας ως εκεί απάνω να κάνει τέτοια παιδαριώδη λάθη;». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία, με την οποία το χέρι δείχνει κάπου ψηλά ή το κεφάλι με μια ελαφριά κλίση προς τα πίσω, αφήνει το βλέμμα να κοιτάξει κάπου ψηλά.

απίδι

απίδι, το, ουσ. [<μτγν. ἀπίδιον, υποκορ. του αρχ. ἄπιον], ο καρπός της απιδιάς, το απίδι·
- θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, αν όμως επιχειρήσεις ν’ ασχοληθείς κι εσύ μ’ αυτή τη δουλειά, θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «όσο καιρό σε τάιζαν οι γονείς σου, ήταν όλα εύκολα, αφού όμως αποφάσισες να ζήσεις μόνος σου, θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν μου πουν πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρήμα της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξουν πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο η θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο.

απομέσα

απομέσα, η, ουσ. [<από + μέσα], (στη γλώσσα της αργκό) α. η φυλακή: «πέρασαν τώρα τρία χρόνια που είναι στην απομέσα». β. η εσωτερική τσέπη, ιδίως του σακακιού: «πήρε το φάκελο και τον έχωσε στην απομέσα του σακακιού του»·
- βάζω στην απομέσα, α. φυλακίζω: «μετά την απολογία του τον έβαλαν στην απομέσα». β. κερδίζω πολλά χρήματα: «απ’ αυτή τη δουλειά έβαλα καλά λεφτά στην απομέσα». Από το ότι, όταν κουβαλάει κάποιος πολλά χρήματα επάνω του, για περισσότερη ασφάλεια τα βάζει στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του·
- μπαίνω στην απομέσα, φυλακίζομαι: «μια φορά μπήκε στην απομέσα και κατάλαβε τι θα πει ελευθερία»·
- ρίχνω στην απομέσα, βλ. φρ. βάζω στην απομέσα·
- ρίχνω στην απομέσα (κάτι), κρατώ στην κατοχή μου κάτι που δε μου ανήκει, κατακρατώ, οικειοποιούμαι κάτι: «του ’δωσα μερικά λεφτά να τα δώσει στον τάδε που τα είχε ανάγκη, κι αυτός τα ’ριξε στην απομέσα». 

αράδα

αράδα, η, ουσ. [ίσως από το βενετ. arada (= αλετριά)], η αράδα. 1. η αυλακιά που αφήνει το αλέτρι στο χωράφι, καθώς οργώνει: «έχω να σπείρω ακόμα πέντε αράδες». 2α. η σειρά: «τους έβαλε όλους σε μια αράδα και τους άφησε να περιμένουν». β. γραμμή: «μόλις βάλεις σε μια αράδα αυτά τα κιβώτια, θα μπορέσεις να φύγεις». γ. (για γραπτά κείμενα) η τυπωμένη γραμμή: «πόσες αράδες έχει αυτή η σελίδα; || πόσες αράδες έχει η σελίδα του τετραδίου; || πρόσεχε όπως γράφεις, γιατί δεν πρέπει να φεύγουν τα γράμματά σου απ’ την αράδα». 3α. σε θέση επιρρ. στη σειρά: «ήμασταν καθισμένοι αράδα και τον ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα». β. συνέχεια, χωρίς διακοπή ή επιλογή, άκριτα και εξακολουθητικά: «έλεγε αράδα βλακείες || παρ’ όλη τη φτώχεια τους γεννούσαν αράδα παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: αχ σουσουράδα σουσουράδα, ψέματα μου λες αράδα). (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα (να) πας, βλ. λ. παπάς·
- άνθρωπος της αράδας, βλ. λ. άνθρωπος·
- αφήνω την αράδα, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα·
- αφήνω την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- βάζω κάποια αράδα ή βάζω σε κάποια αράδα, βλ. φρ. βάζω μια αράδα·
- βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα, α. νοικοκυρεύω, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «επιτέλους, μπόρεσα να βάλω μια αράδα στα πράγματα του γραφείου μου». β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που είχα, τις βάζω σε μια σειρά, σε μια τάξη: «απ’ τη μέρα που έβαλα τις υποθέσεις μου σε μια αράδα, είμαι πιο ήρεμος». γ. τακτοποιώ τα κακώς κείμενα σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση και την επαναφέρω σε καλή λειτουργία: «είναι διευθυντής με πυγμή κι απ’ την πρώτη μέρα έβαλε σε μια αράδα όλους τους εργαζόμενους μέσα σ’ αυτό το εργοστάσιο». Συνών. βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή / βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη / βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον ή κάποια πράγματα το ένα πίσω από το άλλο: «μόλις ήρθαν οι νεοσύλλεκτοι στο στρατόπεδο, τους έβαλε στην αράδα για να τους μετρήσει || έβαλε στην αράδα τα κιβώτια για να μπορέσει ευκολότερα τα ελέγξει το περιεχόμενό τους». Συνών. βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι) / βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι) ή βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι)·
- βγαίνω απ’ την αράδα, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα: «επειδή μου είχαν τελειώσει τα τσιγάρα, βγήκα απ’ την αράδα και πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο». Συνών. βγαίνω απ’ τη γραμμή / βγαίνω απ’ τη σειρά·
- βγαίνω απ’ την αράδα μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στη μεγάλη ζωή και βγήκα απ’ την αράδα μου». Συνών. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου / βγαίνω απ’ τη σειρά μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· 
- δεν είναι της αράδας μου, δεν ανήκει στο ίδιο κοινωνικό ή οικονομικό, συνήθως ανώτερο, επίπεδο με το δικό μου: «όποιος δεν είναι της αράδας μου, δεν τον κάνω παρέα». Συνών. δεν είναι της σειράς μου / δεν είναι της τάξης μου·
- δεν έχει αράδα, α. δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και γενικά στη ζωή του: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει αράδα στη δουλειά του, θ’ αντιμετωπίζει συνέχεια προβλήματα». Συνών. δεν έχει γραμμή / δεν έχει σειρά / δεν έχει τάξη. β. (για το θάνατο) παίρνει ανθρώπους ανεξαρτήτου ηλικίας: «η γιαγιά είναι ενενήντα χρονών και προχτές πέθανε ο εγγονός της που ήταν μόνο είκοσι. -Δεν έχει αράδα, αγόρι μου, ο θάνατος». Συνών. δεν έχει σειρά·
- έχει την αράδα του, είναι οικονομικά τακτοποιημένος, έχει αξιόλογο κοινωνικό κύκλο, είναι νοικοκυρεμένος: «δε θέλει να κάνει άλλες παρέες, γιατί έχει την αράδα του». Συνών. έχει τη γραμμή του / έχει τη σειρά του·
- με την αράδα, ο ένας πίσω από τον άλλον και με ηρεμία, με τάξη: «αν δεν έρθετε με την αράδα, δε θα πάρει κανείς σας εισιτήριο». Συνών. με τη σειρά / με τάξη·
- μπαίνω σε κάποια αράδα, βλ. φρ. μπαίνω σε μια αράδα·
- μπαίνω σε μια αράδα, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, τη δουλειά μου, την εργασία μου: «μόλις μπω σε μια αράδα, θα πάω ένα ταξιδάκι». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια αράδα». Συνών. μπαίνω σε μια γραμμή / μπαίνω σε μια σειρά / μπαίνω σε μια τάξη / μπαίνω σε μια σειρά και τάξη ·
- μπαίνω στην αράδα, μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στην αράδα πίσω απ’ τους άλλους για να βγάλω κι εγώ εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στη γραμμή / μπαίνω στη σειρά·
- ξεφεύγω απ’ την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- παίρνω αράδα ή παίρνω στην αράδα, πηγαίνω, επισκέπτομαι στη σειρά, διαδοχικά διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «πήρε αράδα γνωστούς και φίλους και τους ζητάει δανεικά || δεν μπορώ κάθε φορά να παίρνω αράδα τα μπαράκια για να σε βρω!». Συνών. παίρνω γραμμή / παίρνω στη σειρά·
- στέκομαι στην αράδα, παίρνω θέση πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στην αράδα μισή ώρα, μέχρι να πάρω το εισιτήριό μου». Συνών. στέκομαι στη γραμμή / στέκομαι στη σειρά·
- στην αράδα, α. ο ένας πίσω από τον άλλον και με ηρεμία, με τάξη: «είδατε τι ωραία που είναι στην αράδα χωρίς φωνές και σπρωξίματα!». β. χωρίς διάκριση: «πήρε στην αράδα φίλους και γνωστούς και τους ζητούσε δανεικά». γ. χωρίς διακοπή: «διάβαζε πέντε μήνες στην αράδα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κι όμως δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: και τριγύρω σου οι γάτοι στην αράδα νιαουρίζαν και σε κάνανε καντάδα). Συνών. στη σειρά·
- της αράδας, α. (για πρόσωπα) που δεν είναι ιδιαίτερος, ξεχωριστός, που είναι κοινός, κατώτερης κοινωνικής τάξης, που είναι ανάξιος λόγου: «δικηγόρος της αράδας». β. (για πράγματα) που είναι χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή αξία, που είναι κοινό, συνηθισμένο: «αυτοκίνητο της αράδας». Συνών. της σειράς / του σωρού·
- της αράδας μου (σου, του κ.λπ.), του ίδιου κοινωνικού ή οικονομικού, συνήθως ανωτέρου, επιπέδου με το δικό μου: «αφού δεν είσαι της αράδας, μου δεν μπορούμε να κάνουμε παρέα || αφού δεν είναι της αράδας σου, πώς τον κάνεις παρέα;». Συνών. της σειράς μου (σου, του κ.λπ.) / της τάξης μου (σου, του κ.λπ.)·
- τον βγάζω απ’ την αράδα του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι είχε προγραμματισμένο, τον αποδιοργανώνω: «είχε το μυαλό του συνέχεια στη δουλειά μέχρι που γνώρισε την τάδε και τον έβγαλε απ’ την αράδα του». Συνών. τον βγάζω απ’ τη γραμμή του / τον βγάζω απ’ τη σειρά του·
- του πήρα την αράδα, τον υποσκέλισα και στάθηκα μπροστά του και πίσω από τους άλλους που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο ν’ αγοράσει τσιγάρα και του πήρα την αράδα». Συνών. του πήρα τη σειρά·
- του ’φαγα την αράδα, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα μπροστά του: «έπιασε κουβέντα μ’ έναν γνωστό του κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και του ’φαγα την αράδα». Συνών. του ’φαγα τη σειρά·
- τους βάζω σε κάποια αράδα, βλ. φρ. τους βάζω σε μια αράδα·
- τους βάζω σε μια αράδα, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να δουλέψουν πιο αποδοτικά, να αποδώσουν περισσότερο έργο: «ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε όλους σε μια αράδα και η δουλειά πάει ρολόι». Συνών. τους βάζω σε μια γραμμή / τους βάζω σε μια σειρά / τους βάζω σε μια τάξη / τους βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- φεύγω απ’ την αράδα, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα·
- φεύγω απ’ την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- χάνω την αράδα μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα, και δεν μπορώ να επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα κι έχασα την αράδα μου». β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, έχασα την αράδα μου». Συνών. χάνω τη γραμμή μου / χάνω τη σειρά μου.

αρχείο

αρχείο, το, ουσ. [<αρχ. αρχεῖον], το αρχείο·
- βάζω στο αρχείο, α. κλείνω μια υπόθεση, ιδίως δικαστική: «ο εισαγγελέας έβαλε στο αρχείο την υπόθεση της ανθρωποκτονίας». β. (ειρωνικά) διακόπτω ερωτικό ή φιλικό δεσμό: «την τάδε την έβαλα στο αρχείο εδώ και δυο μήνες»·
- μπήκε στο αρχείο, (για υποθέσεις) σταμάτησε για κάποιο λόγο κάθε σχετική έρευνα,  επεξεργασία ή διαδικασία: «οι προτάσεις μπήκαν στο αρχείο μέχρι την εκλογή του νέου διοικητικού συμβουλίου || η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, γιατί ο εισαγγελέας δε βρήκε κάποιο στοιχείο, που να ενοχοποιεί τον φερόμενο ως δράστη»·
- στ’ αρχεία μας! (ειρωνικά) αντί του στ’ αρχίδια μας! (βλ. λ.). Έκφραση που πρωτακούστηκε το 1997, από τους πολιτικούς αντιπάλους, μετά την έκδοση των αρχείων του πρώην προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή.

άσος

άσος, ο, ουσ. [<βενετ. asso <λατιν. as], ο άσος. 1. ο αριθμός 1, ιδίως στα τραπουλόχαρτα και στα ζάρια: «το τελευταίο φύλλο που τράβηξα ήταν άσος». 2. ο πρώτος σε κάποιο παιχνίδι, αγώνισμα, τέχνη, επάγγελμα και γενικά ο πρώτος σε κάποια επίδοση ή ιδιότητα: «ο Κούδας, υπήρξε ο μεγάλος άσος του ΠΑΟΚ || είναι άσος στη δουλειά του || είναι άσος στην ψευτιά || είναι άσος στην κλεψιά». (Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα ρίχνουμε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα και έρως και βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). 3. (για βόλεϊ και για μπιτς βόλεϊ) ο πόντος που κερδίζεται με την πρώτη βολή προς το αντίπαλο καρέ, χωρίς να μπορέσει να την ακουμπήσει κανένας από τους αντίπαλους παίχτες: «στο δεύτερο σετ η ομάδα μας είχε τρεις άσους». 4. στον πλ. οι άσοι, η περίπτωση που, μετά το ρίξιμο των ζαριών από τον παίχτη, η ορατή επιφάνειά τους δείχνει ένα στίγμα, το 1, που θεωρείται κακή ζαριά. (Λαϊκό τραγούδι: ρίχνω ζάρια φέρνω άσοι, μας μπουκάρανε οι μπάτσοι). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άσος του βολάν, πολύ ικανός οδηγός αυτοκινήτου, ιδίως των αγωνιστικών: «ο τάδε είναι άσος του βολάν και τρέχει για λογαριασμό της Ρενώ»·
- είμαι άσος, είμαι πρώτος σε κάποια επίδοση ή ιδιότητα: «είμαι άσος στο τρέξιμο || είμαι άσος στο κολύμπι || είμαι άσος στο μάθημα της έκθεσης || είμαι άσος στην κλεψιά»·
- είμαι στον άσο, βλ. φρ. μένω στον άσο·
- είναι άσος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- έχω (έναν, κάποιο) άσο στο μανίκι (μου), βλ. φρ. κρύβω (έναν, κάποιο) άσο στο μανίκι (μου)·
- έχω κρυφό άσο, βλ. φρ. κρύβω (έναν, κάποιο) άσο στο μανίκι (μου)·
- κρύβω (έναν, κάποιο) άσο στο μανίκι (μου), έχω ένα κρυφό, ένα εφεδρικό ισχυρό επιχείρημα, πλεονέκτημα, που το υπολογίζω πάρα πολύ για την επίτευξη του σκοπού μου: «αυτός για να ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, σίγουρα κρύβει κάποιον άσο στο μανίκι του». Από την εικόνα του χαρτοκλέφτη, που κρύβει στο μανίκι του έναν άσο, που είναι ισχυρό φύλλο, για να τον χρησιμοποιήσει, όταν αυτός το κρίνει σκόπιμο·
- μ’ αφήνουν στον άσο, α. με αφήνουν μόνο, με αφήνουν χωρίς συντροφιά, ιδίως χωρίς ερωτικό ταίρι. (Λαϊκό τραγούδι: έριξα λάσο για να τον πιάσω και αν μ’ αφήσει ποτέ στον άσο, θα γίνει νέα μονομαχία μέσ’ στο Ελ Πάσο). β. με αφήνουν χωρίς χρήματα, ιδίως μου τα κερδίζουν όλα σε χαρτοπαίγνιο: «παίζαμε απ’ τα μεσάνυχτα και μέχρι το πρωί μ’ είχαν αφήσει στον άσο»·
- μένω στον άσο, α. μένω μόνος, μένω χωρίς συντροφιά, ιδίως ερωτική: «όλοι βρήκαν μια γυναίκα και βολεύονται και μόνο εγώ έμεινα στον άσο». β. μένω χωρίς χρήματα, ιδίως χάνω όλα μου τα χρήματα σε χαρτοπαίγνιο: «παιδιά, εγώ σταματώ να παίζω άλλο, γιατί έμεινα στον άσο». γ. (γενικά) μένω χωρίς χρήματα: «έχασε όλα του τα λεφτά στις επιχειρήσεις κι έμεινε στον άσο»·
- τα βάζω όλα στον άσο, βλ. φρ. τα παίζω όλα στον άσο·
- τα παίζω όλα στον άσο, ποντάρω τα πάντα, διακινδυνεύω τα πάντα σε μια μου κίνηση, σε μια επιλογή μου: «θα πάω ή του ύψους ή του βάθους, γιατί τα παίζω όλα στον άσο με αυτή τη δουλειά». Από το ότι ο άσος στο χαρτοπαίγνιο είναι ισχυρό φύλλο·
- τα πάω όλα στον άσο, βλ. φρ. τα παίζω όλα στον άσο.

αυτός

αυτός, -ή, -ό, αντων. προς., δεικτ. και οριστ. γεν. αυτουνού, αυτηνής, γεν. πλ. αυτωνών, αιτιατ. αυτουνούς [<αρχ. αὐτός], αυτός. (Λαϊκό τραγούδι: παίζει το χαβά του μ’ ένα ντέφι, όταν αυτουνού του κάνει κέφι).1. λέγεται αντί ονόματος που έχουμε λησμονήσει ή που δε θέλουμε να το πούμε για να μην καταλάβουν οι άλλοι για ποιον πρόκειται: «ήρθε πάλι αυτός και σ’ έψαχνε, κατάλαβες εσύ τώρα για ποιον σου λέω». Πολλές φορές, λέγεται με παράλληλο κλείσιμο του ματιού και για να είμαστε σίγουροι πως ο συνομιλητής μας θα καταλάβει για ποιον ακριβώς του λέμε, κάνουμε και ενδεικτική χειρονομία με κάποιο φυσικό γνώρισμα του ατόμου στο οποίο αναφερόμαστε. Αν π.χ. έχει μεγάλη μύτη, σέρνουμε τα δάχτυλά μας πάνω στη μύτη μας υπονοώντας το μέγεθος, αν έχει μεγάλα αφτιά, σπρώχνουμε προς τα έξω με τις παλάμες μας τα αφτιά μας κ.λπ. 2α. το αρσ. ως ουσ. ο αυτός, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, της κ.λπ. ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «πέρασε η τάδε με τον αυτό της». β. ο κώλος: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας κλοτσιά στον αυτό σου». 3. το θηλ. ως ουσ. η αυτή, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.  η ερωμένη, η γκόμενα: «πέρασε ο τάδε με την αυτή του». Είναι και φορές που ακούγεται: «πέρασε ο αυτός με την αυτή του». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα αυτά (βλ. λ.). 5. σε κλητ. αυτέ, λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά του: «αυτέ, που βρίσκεται η τάδε διεύθυνση;». 6α. ως επιφών. αμηχανίας αυτά! όταν πάψει πια η κουβέντα να έχει ενδιαφέρον ή όταν η κουβέντα δε λέει να εξελιχθεί προς τον επιθυμητό στόχο. (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή περνά) β. εκφράζει δυσαρέσκεια από τη συνεχιζόμενη επίσκεψη κάποιου, με την πρόθεση να του δώσουμε να καταλάβει ότι πέρασε η ώρα. (Ακολουθούν 286 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. λ.άλλος·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός  πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. λ. άλλος·
- αλλού αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- αμάν αυτό το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, βλ. λ. νόμος·
- απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, βλ. λ. περιμένω·
- άρον άρον, σταύρωσον αυτόν, βλ. λ. σταυρώνω·
- άσ’ αυτά του κώλου! βλ. λ. κώλος·
- άσ’ τ’ αυτά, μη μου δικαιολογείσαι, μη προσπαθείς να δικαιολογηθείς: «άργησα να έρθω, γιατί είχε πολύ κίνηση στο δρόμο. -Άσ’ τ’ αυτά»·
- άσ’ τον αυτόν, (υποτιμητικά) αγνόησέ τον, μην τον υπολογίζεις: «στην περίπτωση που θα χρειαστούμε βοήθεια, θα μπορέσουμε ν’ αποταθούμε στον τάδε. -Άσ’ τον αυτόν, γιατί είναι βουτηγμένος στα χρέη»·
- άσε αυτά που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- άσχετα μ’ αυτό, βλ. λ. άσχετος·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμάς·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- αυτά δεν περνάνε σε μας ή αυτά δε περνάνε σε μένα ή αυτά σε μας δεν περνάνε ή αυτά σε μένα δεν περνάνε, λέγεται με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως προσπαθεί να μας εξαπατήσει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις τώρα εκατό χιλιάρικα, θα σου δώσω αύριο εκατόν πενήντα. -Αυτά δεν περνάνε σε μας»· έκφραση με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μα ς επιβληθεί και έχει την έννοια πως δεν το φοβόμαστε: «μη μου βάζεις τις φωνές, γιατί αυτά σε μας δεν περνάνε». Συνήθως της φρ. προτάσσεται ειρωνικά το άσε. (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα δεν περνούν αυτά και κρύψε το σπαθί σου, γιατί μαστούρης θα γινώ και θα ’ρθω στο τσαρδί σου). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτά δεν πιάνουν σε μας ή αυτά δεν πιάνουν σε μένα, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- αυτά είναι λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά είναι παλιά κουλούρια, βλ. λ. κουλούρι·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά έχει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αυτά λοιπόν, καταληκτική φρ. με την οποία ανακεφαλαιώνουμε όλα όσα είπαμε ή διηγηθήκαμε προηγουμένως. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας
- αυτά να σου λείπουν! βλ. φρ. να σου λείπουν αυτά(!)·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- ατά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις τον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που λες! καταληκτική έκφραση ύστερα από διήγηση διάφορων γεγονότων και που έχει και μια διάθεση κρίσης·
- αυτά που ξέρεις (που ήξερες) να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- αυτά τ’ ακούω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- αυτή είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, βλ. λ. στάνη·
- αυτή (αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα! ή αυτή κι αν είναι μπόμπα! βλ. λ. μπόμπα·
- αυτή τη δόση, βλ. λ. δόση·
- αυτό δεν πληρώνεται, είναι ανώτερο κάθε ανταπόδοσης: «αυτό που μου ’κανες, δεν πληρώνεται όσο και να προσπαθήσω», δηλ. δεν ξεπληρώνεται·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, δεν έχει σχέση με αυτό που κουβεντιάζεται αυτή τη στιγμή, είναι διαφορετικό: «πρόσεχε τι λες, γιατί αυτό είν’ άλλο απ’ αυτό που είπα»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ όλο! περίμενα κάτι περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είν’ όλο, μόνο αυτό και τίποτα περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είναι, α. έκφραση επιδοκιμασίας για την πράξη ή τα λόγια κάποιου: «μόλις τον δω θα τον σπάσω στο ξύλο. -Αυτό είναι». β. δηλώνει και έμφαση για την εμπνευσμένη λύση που δίνουμε ή δίνει κάποιος σε κάποια δυσκολία, σε κάποιο πρόβλημα, ιδίως κατασκευαστικό· 
- αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα, είναι πρωτάκουστο: «χωρίς να τον γνωρίζεις του ζήτησες ένα εκατομμύριο! Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα»· βλ. και λ. άγραφος·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- αυτό είναι για το κούφιο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- αυτό είναι δική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι δική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι δικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι δικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι δικό μου καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι δικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι κι άλλο δεν είναι, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι τελειότατο: «τέτοιο αυτοκίνητο μάλιστα. Αυτό είναι κι άλλο δεν είναι». β. έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή τη χρησιμότητα κάποιου πράγματος. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτό είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι προσωπικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι το ευχαριστώ, δηλώνει την αποδοκιμασία μας για την αγνώμονα στάση κάποιου απέναντί μας: «κάθε φορά που είχε ανάγκη τον βοηθούσα κι αυτός πήγε και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον μου. Αυτό είναι το ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για σένα έμεινα γυμνός και πεινασμένος, μα συ με πούλησες κι αυτό ήταν το φχαριστώ).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το φίλε μου ή το δικέ μου· βλ. και φρ. για το ευχαριστώ, λ. ευχαριστώ·
- αυτό είναι το λιγότερο, βλ. λ. λίγος·
- αυτό είναι το φαΐ μου, βλ. λ. φαΐ·
- αυτό θα πει ατυχία, βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη, βλ. λ. τύχη·
- αυτό θα το δούμε, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως τα πράγματα δε θα γίνουν έτσι όπως θέλει ή όπως επιδιώκει: «εγώ θα μεταφέρω το φράχτη ένα μέτρο πιο μέσα. -Αυτό θα το δούμε»·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- αυτό κι αν δεν είναι! ή αυτό κι αν είναι!  είναι κραυγαλέο: «αυτό κι αν δεν είναι λάθος! || αυτό κι αν είναι βλακεία!»·
- αυτό κι αυτό, για υπαινικτική αναφορά σε πράγματα που είναι ήδη γνωστά από την προηγούμενη κουβέντα με το συνομιλητή μας: «θα γίνει αυτό και αυτό, μου λέει, και δε μ’ άφησε περιθώρια να σκεφτώ». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο συνομιλητής με κάθε αυτό που λέει ανεβοκατεβάζει σπασμωδικά το χέρι του·
- αυτό μάλιστα, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι απόλυτα παραδεκτό για καλό ή για κακό: «αυτό μάλιστα, μπορώ να πω πως είναι ένα αυτοκίνητο της προκοπής || αυτό μάλιστα, είναι μεγάλη απατεωνιά»·
- αυτό μας έλειπε! ή αυτό μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν κοντά στη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε προκύπτει και κάποια άλλη. Συνήθως μετά το αυτό ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτό μας χρειαζόταν! ή αυτό μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτό μας έλειπε(!)·
- αυτό μετράει, αυτό έχει ουσία, σημασία, αυτό είναι υπολογίσιμο: «μόνο αυτό που μας είπες τώρα μετράει για την υπόθεση, γιατί όλα τ’ άλλα ήταν μπαρούφες»·
- αυτό να λέγεται, α. είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «θα ’ρθει μαζί με τη γυναίκα του; -Αυτό να λέγεται». β. έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε τα λόγια κάποιου: «να δεις πως, αν τον κοντράρει, θα τον σπάσει ο άλλος στο ξύλο έτσι γίγαντας που είναι. -Αυτό να λέγεται»·
- αυτό να μου πεις! αυτό που μου λες είναι πέρα για πέρα σωστό, έχεις απόλυτο δίκαιο: «σήμερα όλοι ενδιαφέρονται μόνο για το τομάρι τους. -Αυτό να μου πεις!»·
- αυτό ξαναπές το, βλ. λ. ξαναλέω·
- αυτό πάει πολύ! λέγεται για λόγο, ενέργεια ή πράξη, που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο, γιατί ξεπερνάει τα όρια: «να βρίζεις εμένα, πάει στο διάβολο, αλλά να βρίζεις και τη μάνα μου, αυτό πάει πολύ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται απειλητικά το ε ή το α·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; α. έκφραση απορίας, όταν κοντά στα τόσα κακά που ακούμε για κάποιον προστίθεται και ένα καινούργιο, που το επικροτούμε, ή όταν κοντά στις τόσες δυσκολίες, που μας αναφέρει κάποιος για κάτι, προστίθεται και κάποια καινούρια, που την αναγνωρίζουμε, που την υπολογίζουμε: «δεν είναι μόνο αλήτης, μπεκρής και χαρτοπαίχτης, αλλά και μεγάλος απατεώνας. -Αυτό πάλι που το βάζεις; || έξω απ’ όλες τις άλλες δυσκολίες για το σήκωμα της οικοδομής, έχω και την απεργία των εργατών. -Αυτό πάλι που το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. β. δηλώνει και την εξάντληση κάθε ορίου υπομονής, γιατί κοντά στα τόσα κακά ή στις τόσες δυσκολίες που υπάρχουν προστίθεται και ακόμα μία: «δε φτάνει που είχα πυρετό κι έκανα και κάθε τόσο εμετό, όπως πήγαινα στην τουαλέτα στραμπούλισα και το πόδι μου. -Αυτό πάλι πού το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·  
- αυτό πάλι πού το πας; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι τι σου λέει; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό παραπάει! βλ. φρ. αυτό πάει πολύ(!)·
- αυτό που ακούς! βλ. φρ. αυτό που σου λέω(!)·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- αυτό πού κολλάει; (για λόγια ή πράξεις) ποιανού λόγου ή πράξης αποτελεί συνέχεια αυτό που λες ή κάνεις: «αυτό που λες (κάνεις) δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πού κολλάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που λες (είπες) έχει πολύ (μεγάλο) βάθος, βλ. λ. βάθος·
- αυτό που μετράει, αυτό που έχει ουσία, σημασία, αυτό που λαμβάνεται υπόψη, υπολογίζεται, που πρέπει να ληφθεί υπόψη: «αυτό που μετράει στη δίκη είναι η κατάθεση του τάδε»·
- αυτό πού πάει; (για λόγια ή πράξεις), βλ. συνηθέστ. αυτό πού κολλάει(;)·
- αυτό που σου λέω! κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον που αντιλέγει σε αυτό που του λέμε: «μόλις έρθει το φορτηγό, θα πάρεις άλλους δυο εργάτες και θα το ξεφορτώσετε. -Μα εγώ σχόλασα. -Αυτό που σου λέω!·
- αυτό το έργο το ’χω ξαναδεί, βλ. λ. έργο· 
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αυτός είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. φρ. αυτός είναι κι άλλος δεν είναι·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, α. είναι μοναδικός σε κάποια τέχνη ή σε κάποιο επάγγελμα: «θα πας στον τάδε μηχανικό να επισκευάσεις τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». β. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, έχει την εντύπωση πως αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». γ. ειρωνική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή την ικανότητα κάποιου σε κάτι, με την έννοια ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που είναι ίσοι ή και ανώτεροι από αυτόν. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
- αυτός είσαι! α. θαυμαστική έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος. β. λέγεται και ειρωνικά για τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου. Συνήθως και στις δυο περιπτώσεις, ιδίως όμως στη δεύτερη, μετά τη φρ. ακολουθεί το μεγάλε ή το παίδαρε·
- αυτός κι αν δεν είναι! ή αυτός κι αν είναι! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ξεπερνάει τα όρια για κάτι καλό ή κακό: «αυτός κι αν δεν είναι τίμιος! || αυτός κι αν είναι απατεώνας!»·
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, βλ. λ. τύχη·
- αυτός μάλιστα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι απόλυτα παραδεκτό για κάτι καλό ή κακό: «αυτός μάλιστα, είναι καλός μηχανικός || αυτός μάλιστα, είναι μεγάλος αλήτης»·
- αυτός μας έλειπε! ή αυτός μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν σε κάποια δύσκολη ή φορτισμένη στιγμή που περνάμε έρχεται και κάποιος ανεπιθύμητος. Συνήθως μετά το αυτός ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτός μας χρειαζόταν! ή αυτός μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτός μας έλειπε(!)·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, βλ. λ. λύκος·
- αυτός τα ’χτισε αυτά, βλ. λ. χτίζω·
- αυτός το δικό του, βλ. λ. δικός·
- γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- γι’ αυτό, α. εισάγει ή επαναλαμβάνει αιτία ή σκοπό: «κάνεις συνέχεια κοπάνες, γι’ αυτό θ’ απολυθείς || γι’ αυτό ήρθες, για να με συγχύσεις!». β. έκφραση με την οποία αποφεύγουμε να επεξηγήσουμε ή να λύσουμε την απορία κάποιου που μας ρωτάει για κάτι με το γιατί: «γιατί το κάνεις έτσι; -Γι’ αυτό»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
- γούστα είν’ αυτά, βλ. λ. γούστο·
- δε μας τα ’πες αυτά! βλ. λ. είπα·
- δε σταματάς αυτό το τροπάρι; βλ. λ. τροπάρι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδάκια! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) η δουλειά σου, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι ζωή αυτή! ή δεν είναι αυτή ζωή! βλ. λ. ζωή·
- δεν είναι κατάσταση αυτή! ή δεν είναι αυτή κατάσταση! βλ. λ. κατάσταση·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά! ή δεν είναι αυτά σόι πράγματα ή είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. λ. τρόπος·
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; βλ. λ. κοκκινίζω·
- δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά, βλ. λ. μασάω·
- δεν τα σηκώνω αυτά ή δεν τα σηκώνουμε αυτά, βλ. λ. σηκώνω·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, βλ. λ. τρώω·
- δουλειά είν’ αυτή! ή είναι δουλειά αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της, βλ. λ. κόσμος·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του, βλ. λ. κόσμος·
- είναι απ’ αυτές, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πόρνη: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε μέσα στη γειτονιά πως είναι απ’ αυτές, δε θέλει καμιά να της κάνει παρέα»·
- είναι απ’ αυτούς, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγους είναι πούστης: «δεν μπορώ να το πιστέψω πως ένα τόσο ωραίο παλικάρι είναι απ’ αυτούς»·
- είναι ένα και το αυτό, βλ. λ. ένας·
- είναι ένας (κι) αυτός! ή είναι (κι) αυτός ένας! ή σου είναι ένας (κι) αυτός! ή σου είναι (κι) αυτός ένας! βλ. λ. ένας·
- είναι κάτι κι αυτό ή κάτι είναι κι αυτό, αν και δεν είναι μεγάλο και σπουδαίο, εντούτοις είναι υπολογίσιμο: «θα μου πεις πως έχει μόνο μερικά λεφτουδάκια στην άκρη, όμως είναι κάτι κι αυτό για να ξεκινήσει τη δουλειά του || την τελευταία στιγμή κατάλαβε το λάθος του και ζήτησε συγνώμη. -Κάτι είναι κι αυτό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι μία αυτή! βλ. λ. μία·
- είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι τρόπος αυτός! βλ. λ. τρόπος·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκολώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- ένας λόγος είναι αυτός, βλ. λ. λόγος·
- εκτός αυτού, εκτός από αυτό, επιπλέον: «εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε || εκτός αυτού, πρέπει να ελέγχουμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο»·
- εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, α. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος στο συνομιλητή του πως δε βγήκε καθόλου από το σπίτι του: «πού πήγα το Σαββατοκύριακο; Εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, φίλε μου». β. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως δεν υπάρχει καμιά καλυτέρευση της δουλειάς και γενικά της ζωής μας·
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και..., βλ. λ. δεκάρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και..., βλ. λ. δραχμή·
- έπιασε κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. λ. παράς·
- έπιασε κι αυτός πέντε φράγκα και..., βλ. λ. φράγκο·
- εσύ το λες αυτό! είναι δυνατό να λες εσύ τέτοιο πράγμα(!): «λες πως συμπαθείς αυτόν τον άνθρωπο, όμως εσύ το λες αυτό, που τον έκλεισες στη φυλακή για ένα ψωροεκατομμύριο!»·
- εσύ το λες αυτό, είναι προσωπική σου γνώμη, προσωπική σου άποψη: «να δεις που στο τέλος θα ’ρθει και θα μας ζητήσει συγνώμη. -Εσύ το λες αυτό, γιατί εγώ έχω διαφορετική γνώμη»·  
- έχει αυτό το κάτι ή έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- έχει αυτό το κατιτίς, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. λ. ζωή·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! βλ. λ. ζωή·
- ζωή κι αυτή! βλ. λ. ζωή·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; βλ. λ. θέλω·
- καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- … και χαρά σ’ αυτόν που…, βλ. λ. χαρά·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και μ’ αυτά, τονίζει τις ανόητες, τις απαράδεκτες ενέργειες ή πράξεις κάποιων που μας αναγκάζουν να προβούμε σε μια ενέργεια: «κάθε τόσο μαλώματα, φασαρίες, κατηγόριες ο ένας εναντίον του άλλου, και μ’ αυτά, πήρα την απόφαση να ξεκόψω απ’ την παρέα τους»· βλ. και φρ. κι αυτά κι αυτά· 
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- και τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας στα λεγόμενα κάποιου: «με ειδοποίησε ο τάδε πως δε θα ’ρθει το βράδυ στη συγκέντρωση. -Και τι μ’ αυτό;». β. τι σημασία έχει αυτό(;): «και τι μ’ αυτό που είναι ανεψιός του διευθυντή; Εδώ όλοι δουλεύουν κανονικά»· βλ. και φρ. τι μ’ αυτό(;)· 
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλό κι αυτό! βλ. λ. καλός·
- καλός κι αυτός! βλ. λ. καλός·
- κατ’ αυτή την έννοια, βλ. λ. έννοια2·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…, βλ. λ. κέρατο·
- κι αυτά κι αυτά, τονίζει συνήθως τις ανόητες ενέργειες κάποιου, που στο τέλος αποβαίνουν σε βάρος του: «γλέντια, ξενύχτια, ποτά, τσιγάρα, κι αυτά κι αυτά τον έστειλαν μια ώρα αρχύτερα»· βλ. και φρ. και μ’ αυτά·
- κι αυτός με τα δικά του ή κι αυτός τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- κι αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- κι αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- μ’ αυτά και μ’ αυτά, α. με την επανάληψη των ίδιων λόγων ή πράξεων που έχουν ήδη εκτεθεί προηγουμένως στο συνομιλητή μας: «ήμουν συνέχεια κοντά του και τον συμβούλευα και μ’ αυτά και μ’ αυτά νοικοκυρεύτηκε ο άνθρωπος || του πήρες τα μυαλά με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου και μ’ αυτά και μ’ αυτά τον κατάστρεψες τον άνθρωπο». β. με τα ίδια γνωστά και συνηθισμένα, που επαναλαμβάνονται διαρκώς: «βαρέθηκα ν’ ασχολούμαι συνέχεια μ’ αυτά και μ’ αυτά»·
- μ’ αυτά και με κείνα, με την κουβέντα, με τη συζήτηση και χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβουμε: «πιάσαμε την κουβέντα και μ’ αυτά και με κείνα πέρασε η ώρα»·
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, βλ. λ. πλευρό·
- μ’ αυτό τον καημό πήγε, βλ. λ. καημός·
- μη μας το κάνεις αυτό! ή μη μου το κάνεις αυτό! βλ. λ. κάνω·
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. λ. κουβέντα·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, βλ. λ. καλός·
- να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να σου λείπουν αυτά! α. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική ή απειλητική διάθεση να σταματήσει να λέει ή να κάνει πράγματα που έχουμε καταλάβει πως κύριος σκοπός του είναι μας ξεγελάσει ή να μας πείσει για κάτι για το οποίο όμως έχουμε διαφορετική γνώμη ή άποψη. β. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική διάθεση να πάψει να δικαιολογείται για κάτι, γιατί δεν πιστεύουμε στις δικαιολογίες του·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό, βλ. λ. Θεός·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, α. λέγεται για άτομο που από ανάγκη προσκολλάται συνειδητά ή ασυνείδητα σε μια παρέα ή σε ένα σύνολο ανθρώπων ιδίως όταν αυτοί πηγαίνουν για δουλειά: «όταν βλέπει τους άλλους να πηγαίνουν στο γιαπί για δουλειά, τρέχει κι αυτός μαζί τους κι όπου δυο κι αυτός τρεις μήπως και τον προσλάβουν». β. λέγεται για άτομο που μπορούμε να το βρούμε σε όλες τις παρέες ή για άτομο που μπορεί να κάνει με όλες τις παρέες: «είναι γνωστός σ’ όλη την πόλη, κι όπου δυο κι αυτός τρεις || είναι γνωστός σ’ όλους τους κοσμικούς κύκλους, κι όπου δυο κι αυτός τρεις»·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- πάνε αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, άλλαξε η κατάσταση, άλλαξαν οι συνθήκες: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε νέος διευθυντής, σ’ αυτό το εργοστάσιο πέφτει σκληρή δουλειά και πάνε αυτά που ήξερες || τώρα με την αλλαγή της κυβέρνησης, θα είστε κι εσείς όπως όλοι οι άλλοι, και πάνε αυτά που ξέρατε». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- παρ’ όλ’ αυτά, βλ. λ. όλος·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. φρ. ποιος το ’πε αυτό;
- ποιος το ’πε αυτό; λέγεται για γνώμη ή εντολή που την αποκρούομε, γιατί τη θεωρούμε λανθασμένη ή έξω από τη δικαιοδοσία κάποιου: «μετά τη λήξη της απεργίας όλα θ’ αρχίσουν να δουλεύουν ρολόι στο εργοστάσιο. -Ποιος το ’πε αυτό; Εδώ ετοιμάζονται για νέα απεργία || απαγορεύεται ν’ απομακρυνθείς απ’ τη θέση σου. -Ποιος το ’πε αυτό; Εγώ πήρα άδεια απ’ το διευθυντή»·
- πού ακούστηκε αυτό! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για παράλογη, ανήκουστη πράξη ή ενέργεια: «πού ακούστηκε αυτό να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις! || είσαι τρελός, που θέλεις να γίνεις συνέταιρος σε μια τόσο μεγάλη δουλειά, χωρίς να βάλεις ούτε δραχμή; Πού ακούστηκε αυτό!». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; βλ. λ. κατάσταση·
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. λ. βιόλα1·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; βλ. λ. χαβάς·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το γράφει αυτό; έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «πού το γράφει αυτό, να σου δώσω χωρίς λόγο ένα εκατομμύριο;». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- πώς αυτό; βλ. λ. πώς·
- πώς (κι) ήταν αυτό και…; βλ. λ. πώς·
- πώς το λες αυτό! βλ. λ. λέω·
- (ρε) τ’ είν’ αυτά! α. επιφωνηματική έκφραση απορίας, αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη στάση κάποιου ατόμου που δε μας συμφέρει, δε μας εξυπηρετεί ή μας προσβάλλει, και πιο σπάνια επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού: «ρε τ’ είν’ αυτά που μου λες! || ρε τ’ είν’ αυτά που κάνεις, δεν ντρέπεσαι λιγάκι!». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα κοιτάς μηχανικά, χαρά στην πονηριά σου, άλλα μου λένε τα χείλη σου, ρε τ’ είν’ αυτά, και άλλα η καρδιά σου). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το ρε. β. επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δε συμπεριφέρεται σωστά, που συμπεριφέρεται ανάγωγα ή παράλογα: «θα πάψεις, επιτέλους, να μεθοκοπάς οικογενειάρχης άνθρωπος; Τ’ είν’ αυτά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, ρε τ’ είν’ αυτά, μυαλό πια δεν αλλάζεις)· 
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, βλ. λ. μάθημα·
- σε μας δεν περνάνε αυτά ή σε μένα δεν περνάνε αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε μας δεν πιάνουν αυτά ή σε μένα δεν πιάνουν αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε ποιόν τα πουλάς αυτά; βλ. λ. ποιος·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στ’ αυτά μας! ή στ’ αυτά μου! βλ. συνηθέστ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- σταμάτα αυτό το τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι(ο)·
- συμβαίνουν (κι) αυτά, βλ. λ. συμβαίνω·
- τα αυτά του αυτού (της αυτής), οι ίδιες δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται σε βάρος κάποιου: «τι κάνει ο τάδε; -Όπως πάντα, τα αυτά του αυτού»·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, βλ. λ. περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- τι άνθρωπος κι αυτός! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! βλ. λ. βιόλα1·
- τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! βλ. λ. βιολί·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- τι έχει να κάνει αυτό; δεν έχει καμιά σχέση, δεν εξηγείται ή δε συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «τι έχει να κάνει αυτό με το συγκεκριμένο πρόβλημα;»·
- τι έχει να κάνει αυτός; το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά σχέση, είναι άσχετο με κάποια υπόθεση: «τι έχει να κάνει αυτός με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε;»·
- τι καμώματα είν’ αυτά; βλ. λ. καμώματα·
- τι κατάσταση είναι αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! βλ. λ. κατάσταση·
- τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας σε αυτά που μας λέει κάποιος: «θα ’ρθει και ο τάδε μαζί μας. -Τι μ’ αυτό;». (Τραγούδι: έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει τι μ’ αυτό κι ας παίζουν τ’ άστρα με τα σύννεφα κρυφτό). β. δεν έχει καμιά σημασία: «τι μ’ αυτό που είναι ο γιος του τάδε; Εδώ δεν κάνουμε χατίρια». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν χωριστούμε τι μ’ αυτό, γιατί να σε τρομάζει, μία ζωή καλύτερη εσένα σου ταιριάζει). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε· βλ. και φρ. και τι μ’ αυτό(;)·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. λ. μέρα·
- τι ’ν’ αυτά; βλ. φρ. τι ’ν’ αυτά που λες(;)·
- τι ’ν’ αυτά που κάνεις; κάνεις απαράδεκτα πράγματα: «κάθε βράδυ γυρίζεις μεθυσμένος στο σπίτι, τι ’ν’ αυτά που κάνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι στις τρεις επήγες χθες να κοιμηθείς, τρελό κορίτσι, τι είν’ αυτά που κάνεις; Για κάτσε φρόνιμα και να συγκεντρωθείς, γιατί αλλιώς στην ψάθα θα πεθάνεις
- τι ’ν’ αυτά που λες; λες απαράδεκτα πράγματα: «υποστηρίζεις πως έβαλε χέρι στο ταμείο σου, τι ’ν’ αυτά που λες;». (Λαϊκό τραγούδι: πως έχω άλληνε μου λες, για κάτσε τ’ είν’ αυτά που λες; Μη μου ζαλίζεις το μυαλό, εσένα μόνο αγαπώ
- τι να σου κάνει κι αυτός! βλ. λ. κάνω·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! βλ. λ. παιδί·
- τι πράγματα είν’ αυτά; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι πράμα είν’ αυτός! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι ρεζιλίκια είν’ αυτά! βλ. λ. ρεζιλίκι·
- τι σκατά είν’ αυτό; βλ. λ. σκατά·
- τι ’ταν αυτό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. ξαφνικός·
- τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός! βλ. λ. χαβάς·
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι, τους ανθρώπους τους χαρακτηρίζουν τα έργα και όχι τα λόγια: «εσύ μπορείς να λες ό,τι θέλεις πως είσαι, αλλά το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι»· βλ. και φρ. στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, λ. Ελλάδα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό το χέρι ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει, βλ. λ. ψιχαλίζει·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, βλ. λ. χαιρετώ.

αφεντικό

αφεντικό, το, θηλ. αφεντικίνα, η, ουσ. [<μσν. επίθ. ἀφεντικός <μτγν. αὐθεντικός]. 1. ο ιδιοκτήτης καταστήματος ή άλλης επιχείρησης ή αυτός που είναι ιδιοκτήτης σε κάτι: «ποιος είναι τ’ αφεντικό σ’ αυτό το μαγαζί; || ποιος είναι τ’ αφεντικό αυτού του αυτοκινήτου;». (Λαϊκό τραγούδι: ξέρω ζήτησες δουλειά σε χίλια αφεντικά // τ’ άλογο του καβαλάρη έχει ένα αφεντικό, στην καλύβα τη δική μου νοικοκύρης είμ’ εγώ). 2. ο νόμιμος κάτοχος: «ποιο είναι τ’ αφεντικό αυτού του αυτοκινήτου;». (Λαϊκό τραγούδι: κατά κακή του σύμπτωση να και το αφεντικό του, τον τράβαγε και μου ’λεγε πως ήτανε δικό του). 3α. ως επιφών. αφεντικό! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «ω, καλώς ήρθες αφεντικό!». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σου πω τη μοίρα, έλ’ αφεντικό, ξέρω κρύβεις στην καρδιά σου κάποιο μυστικό). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι θα γίνει με σένα, ρε αφεντικό, πάλι χωρίς δουλειά έμεινες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 4α. στον πλ. τα αφεντικά, το ζευγάρι, ο κύριος και η κυρία του σπιτιού σε σχέση με το υπηρετικό ή υπαλληλικό προσωπικό: «όταν λείπουν τ’ αφεντικά μας, κάνουμε ό,τι θέλουμε μέσα στο σπίτι». β. οι κεφαλαιούχοι, οι βιομήχανοι, οι εργοδότες σε σχέση με την εργαζόμενη τάξη: «τ’ αφεντικά πίνουν το αίμα του λαού || κάτω τ’ αφεντικά!»·
- εξαιτίας του αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε, λέγεται στην περίπτωση που, οι υπάλληλοι ή οι οπαδοί, τα μέλη κάποια οργάνωσης, χαίρουν προστασίας εξαιτίας της δύναμης που έχει το αφεντικό ή ο αρχηγός τους: «δουλεύει στην τάδε μεγάλη επιχείρηση και κάνει ό,τι θέλει μέσ’ στην αγορά γιατί, βλέπεις, εξαιτίας του αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε || ανήκει στη συμμορία του τάδε κι επειδή, εξαιτίας του αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε, ούτε κι αστυνομικοί τον ενοχλούνε»·  
- ό,τι πεις εσύ αφεντικό! α. έκφραση δουλικής υποταγής στις επιθυμίες κάποιου ισχυρού. Από τη στερεότυπη έκφραση του μπακαλόγατου (βλ. λ.) σε παλιότερες εποχές. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι και που βέβαια δεν είμαστε διατεθειμένοι να του το δώσουμε: «δάνεισέ μου εκατό χιλιάρικα. -Ό,τι πεις εσύ αφεντικό!».
- τ’ αφεντικό τρελάθηκε και τα ’βαλ’ όλα τζάμπα, στερεότυπη έκφραση πωλητή, ιδίως πλανόδιου ή σε λαϊκή αγορά, που διαλαλεί το εμπόρευμά του, με την έννοια ότι το πουλάει σε πάρα πολύ φτηνή τιμή·
- το μεγάλο αφεντικό, ο απόλυτος κυρίαρχος σε ένα επαγγελματικό, εργασιακό παράνομο ή νόμιμο, πολιτικό ή αθλητικό χώρο: «το μεγάλο αφεντικό στην αγορά είναι ο τάδε έμπορος || το μεγάλο αφεντικό της νύχτας είναι ο τάδε || το μεγάλο αφεντικό στο τάδε κόμμα είναι ο γενικός του γραμματέας || το μεγάλο αφεντικό στο ποδόσφαιρο είναι η δική μας ομάδα γιατί έχει πάρει τα περισσότερα πρωταθλήματα».    

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

αχνός

αχνός, ο, ουσ. [<αρχ. ἀτμός], ο αχνός·
- τον βάζει στον αχνό, μαθαίνει με αθέμιτο τρόπο τα μυστικά της ζωής, το ποιόν κάποιου: «όταν πρόκειται να προσλάβει κάποιον υπάλληλο με σκοπό να τον τοποθετήσει σε νευραλγική θέση μέσα στο εργοστάσιό του, τότε τον βάζει στον ατμό». Από το ότι, όταν κάποιος, χωρίς να το δικαιούται, θέλει να ανοίξει έναν ταχυδρομικό φάκελο για να διαβάσει παράνομα το περιεχόμενο της επιστολής ή του εγγράφου, τον τοποθετεί πάνω από ατμό, γιατί με τον τρόπο αυτό ξεκολλάει και μετά την ανάγνωση τον ξανακολλάει χωρίς να αφήνει το παραμικρό ίχνος.  

βάνω

βάνω, ρ. [<μσν. βάνω <αρχ. βάλλω], σε χρήση μόνο στον ενεστώτα, βάζω: «θα μου βάνεις λίγο κρασάκι; || αν βάνω τόσα λεφτά θα μπορέσω να κάνω τη δουλειά που σου ανέφερα; || δε βάνω τίποτα μπροστά στην ομορφιά της». (Τραγούδι: ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά μπροστά σου δεν τα βάνω)· βλ. και λ. βάζω.

βάρκα

βάρκα, η, ουσ. [<μσν. βάρκα <λατιν. barca], η βάρκα. Υποκορ. βαρκάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, (ιδίως για άντρα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη, είναι ομοφυλόφιλος, πούστης και κατ’ επέκταση πρόκειται για άτομο ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «μόλις έμαθα πως ο τάδε βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, έπεσα απ’ τα σύννεφα || μήπως περίμενες από κάποιον που βάζει τη βάρκα στο λιμάνι να έχει μπέσα;». Από παρομοίωση του πέους με τη βάρκα και του πρωκτού με το λιμάνι. Συνών. βάζει κρέας στον κώλο του·
- για δε(ς) αν κουνιούνται οι βάρκες ή για πά(νε) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες ή δεν πα(ς) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες; ή πά(νε) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες, α. ειρωνική προτροπή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που προσπαθεί να μας ξεγελάσει. β. ειρωνική προτροπή σε κάποιον που κάνει τον έξυπνο ή τον έμπειρο σε κάτι, ενώ εμείς είμαστε πιο έξυπνοι ή πιο έμπειροι από αυτόν. Συνών. για δε(ς) απ’ τη γωνία αν έρχομαι ή για πά(νε) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι ή δεν πα(ς) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι; ή πά(νε) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι ·
- δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες, δεν μπορεί κανείς να ασχολείται με επιτυχία με δυο διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα: «πρέπει να δώσεις μια προτεραιότητα και ν’ αποφασίσεις ποιο απ’ τα δυο θέλεις να κάνεις πρώτα, γιατί δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες». Συνών. από ένα πρόβατο, δυο δέρματα δε βγαίνουν / δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δε χωράνε·
- είναι βάρκα γιαλό, α. έκφραση που δηλώνει πως τα πάντα σε ένα χώρο ή τόπο είναι πλημμυρισμένα, ιδίως ύστερα από καταρρακτώδη βροχή: «μετά τη βροχή, όλα τα έπιπλα στο σπίτι ήταν βάρκα γιαλό || μετά τις βροχοπτώσεις όλα στον κάμπο είναι βάρκα γιαλό || όταν πλημμυρίζει ο Έβρος, όλη η γύρω περιοχή είναι βάρκα γιαλό». β. έκφραση για μεγάλη αστάθεια αυτοκινήτου: «να κοιτάξεις το σύστημα διευθύνσεως, γιατί τ’ αμάξι σου είναι βάρκα γιαλό»·
- είναι βάρκα χωρίς κουπιά, δεν έχει προσωπική γνώμη, άγεται και φέρεται, κινείται απρογραμμάτιστα: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί είναι βάρκα χωρίς κουπιά || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι βάρκα χωρίς κουπιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είμαι βάρκα στη ζωή, χωρίς κουπιά, και την καρδιά μου η απονιά σου την πληγώνει, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά κι από την κρίση του κανένας δε γλιτώνει
- είναι σαν βάρκες, (για υποδήματα) είναι πολύ πιο μεγάλα και φαρδιά στο νούμερο από ό,τι θα έπρεπε να είναι γι’ αυτόν που τα φοράει, ή έχουν ανοίξει, φαρδύνει, από την πολυχρησία: «φορούσε κάτι παπούτσια που ήταν σαν βάρκες κι έμοιαζε, καθώς περπατούσε, με τον Σαρλώ»·
- έκατσε η βάρκα, προσάραξε σε αβαθή νερά, κόλλησε σε ξέρα: «είχε πάει για ψάρεμα, αλλά, επειδή του ήταν άγνωστα τα νερά, έκατσε η βάρκα του και τον έβγαλε έξω το Λιμενικό»· βλ. και φρ. την έκατσα τη βάρκα·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, έχει υπερβολικά μεγάλα πέλματα: «αυτός αποκλείεται να βρει παπούτσια στο νούμερό του, γιατί έχει κάτι πόδια σαν βάρκες»·
- η βάρκα κάνει νερά, η βάρκα έχει ρωγμές από τις οποίες μπαίνουν νερά και, κατ’ επέκταση, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα: «απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, η βάρκα κάνει νερά»·
- ίσα βάρκα ίσα νερά, εξισορρόπηση εσόδων εξόδων: «πόσα κέρδισες τον τελευταίο μήνα; -Μπα τίποτα, ίσα βάρκα ίσα νερά»·
- ίσα βάρκα ίσα πανιά, βλ. φρ. ίσα βάρκα ίσα νερά·
- καθίζω τη βάρκα, τη φέρνω να ακουμπήσει στα ρηχά, σε ξέρα, την προσαράζω: «επειδή σηκώθηκε ξαφνικό κύμα, τράβηξα με δύναμη κουπί και κάθισα τη βάρκα στα ρηχά»·
- κάθισε η βάρκα, βλ. συνηθέστ. έκατσε η βάρκα·
- πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, έκφραση αισιοδοξίας για ενέργεια με άγνωστο αποτέλεσμα, αλλά με την προσδοκία πως θα έχει θετική κατάληξη: «ξεκίνησα μια καινούρια δουλειά, χωρίς να ξέρω τα μυστικά της κι έτσι πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα». (Τραγούδι: προχτές αντίκρισα την πρώτη μου ρυτίδα υπάρχουν τόσα στη ζωή που δεν τα είδα, πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα πάμε να ζήσουμε σε κόσμους μακρινούς). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου, λέγεται για αχάριστους ανθρώπους, που, μόλις ξεπεράσουν τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, ξεχνούν αυτούς που τους βοήθησαν: «τέρμα οι βοήθειες, γιατί οι πιο πολλοί είναι πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου»·
- πηγαίνει σαν σπασμένη βάρκα, περπατάει με πολύ κόπο και ταλαντεύεται δεξιά αριστερά, είτε γιατί είναι μεθυσμένος είτε γιατί είναι βαρυφορτωμένος: «σίγουρα θα ’ταν πάλι πιωμένος, γιατί τον είδα που πήγαινε σαν σπασμένη βάρκα || ήταν τόσα πολλά αυτά που κουβαλούσε, που πήγαινε σαν σπασμένη βάρκα». Από την εικόνα της σπασμένης βάρκας, που πλέει με μεγάλη δυσκολία·
- σαν σπασμένη βάρκα, απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που το ρωτάει πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα·
- σε βάρκα γεννήθηκες; ή σε βάρκα σε γέννησε η μάνα σου; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μπαίνοντας ή βγαίνοντας από κάποιο χώρο άφησε πίσω του την πόρτα ανοιχτή. Από το ότι μπαίνοντας ή βγαίνοντας κανείς από μια βάρκα δεν υπάρχει πόρτα για να την κλείσει. Συνών. κουρελού έχετε στην πόρτα σας; / κουρελού έχετε στο σπίτι σας; / σε σπηλιά γεννήθηκες; ή σε σπηλιά σε γέννησε η μάνα σου; / σε τσαντίρι γεννήθηκες; ή σε τσαντίρι σε γέννησε η μάνα σου(;)·
- τα φέρνω ίσα βάρκα ίσα νερά, δεν κερδίζω αλλά ούτε χάνω τίποτα, εξισορροπώ έσοδα και έξοδα: «τον τελευταίο χρόνο μόλις και μετά βίας τα φέρνω ίσα βάρκα ίσα νερά»·
- την έκατσα τη βάρκα, α. απέτυχα να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη στιγμή που δεν είχα άλλα λεφτά να ρίξω στη δουλειά μου, την έκατσα τη βάρκα». Από το ότι, όταν προσαράξει η βάρκα σε αβαθή νερά, δεν μπορεί να πάει αυτός που είναι μέσα στον προορισμό του. (Λαϊκό τραγούδι: την κάτσαμε, την κάτσαμε, την κάτσαμε τη βάρκα, τέρμα). β. βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση: «μόλις τους είδα να ’ρχονται όλοι αγριεμένοι καταπάνω μου, την έκατσα τη βάρκα». Από την ψυχική κατάσταση του ατόμου που προσάραξε τη βάρκα σε αβαθή νερά· βλ. και φρ. έκατσε η βάρκα·
- χέστηκα (χεστήκαμε) κι η βάρκα έγειρε ή χέστηκα (χεστήκαμε) κι η βάρκα γέρνει, αδιαφορώ τελείως για ό,τι έγινε ή ειπώθηκε: «ο τάδε είπε πως θα σε κάνει έξωση. -Χέστηκα κι η βάρκα έγειρε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.

βάση

βάση, η, ουσ. [<αρχ. βάσις <βαίνω], η βάση. 1. ο καθημερινός τόπος, χώρος συγκέντρωσης των φίλων (καφενείο, λέσχη, ουζερί, παμπ, μπαρ, ζαχαροπλαστείο, πάρκο, πλατεία): «πάω να ρίξω μια ματιά στη βάση μας, μήπως και πετύχω τον τάδε». 2. η θεμελιώδης αρχή πάνω στην οποία στηρίζεται η ύπαρξη ενός συνόλου: «η οικογένεια είναι η βάση της κοινωνίας». 3. το κύριο στοιχείο, συστατικό ενός συνόλου: «η ντομάτα είναι η βάση της σάλτσας || η βάση πολλών γλυκισμάτων είναι η σοκολάτα». 4. το κατώτατο όριο βαθμολογίας που όμως εξασφαλίζει την επιτυχία: «στα χρόνια μας, στο γυμνάσιο η βάση ήταν το 10 και το άριστα το 20, ενώ για το πανεπιστήμιο η βάση είναι το 5 και το άριστα το 10». 5. το σύνολο των μελών ή των ψηφοφόρων ενός κόμματος σε αντιδιαστολή με την ηγεσία του: «η βάση του κόμματος διαφωνεί με την πολιτική που χάραξε η ηγεσία όσον αφορά το συνταξιοδοτικό». 6. στρατιωτική εγκατάσταση: «αεροπορική βάση || η βάση του πυροβολικού». 7. στον πλ. οι βάσεις, α. η κατώτερη βαθμολογία που πρέπει να συγκεντρώσει ο υποψήφιος για να εισαχθεί στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα: «την άλλη βδομάδα το υπουργείο Παιδείας θα ανακοινώσει τις βάσεις της θεωρητικής κατεύθυνσης». β. στρατιωτικές εγκαταστάσεις μεγάλης δύναμης σε άλλη χώρα: «οι Αμερικάνικες βάσεις στη Σούδα της Κρήτης || έξω οι βάσεις του θανάτου (πρώην πασοκικό σύνθημα και μόνιμο αίτημα του Κ.Κ.Ε.)». (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- από μηδενική βάση, (για συνομιλίες) χωρίς να θεωρείται τίποτα δεδομένο, χωρίς να είναι τίποτα αποφασισμένο: «οι δυο πλευρές προσήλθαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αποφασισμένοι να συζητήσουν το θέμα από μηδενική βάση»·
- βάζω βάση, βλ. συνηθέστ. δίνω βάση·
- βάζω τη βάση, (για εκπαιδευτικούς) βαθμολογώ με το κατώτατο όριο επιτυχίας: «έγραψα άσχημα στο διαγώνισμα κι ο καθηγητής μου ’βαλε χαριστικά τη βάση»·
- βάζω τις βάσεις, δημιουργώ τις απαραίτητες πνευματικές ή υλικές προϋποθέσεις για να προχωρήσω με επιτυχία στη ζωή μου: «από τώρα που είσαι μικρός πρέπει να βάλεις τις βάσεις, αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου»·
- βάλε βάση, βλ. συνηθέστ. δώσε βάση. (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ κυρ-πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω)·
- γυρίζω στη βάση μου, βλ. φρ. επιστρέφω στη βάση μου·
- (δεν) έχει βάση, (δεν) έχει σχέση με την πραγματικότητα, (δεν) ευσταθεί: «αυτός που λες δεν έχει βάση, γιατί αλλιώς έγιναν τα πράγματα»·
- (δεν) έχω τις βάσεις, α. (δεν) έχω τις απαραίτητες προϋποθέσεις ή ικανότητες να αναλάβω ή να φέρω σε πέρας κάτι: «δεν ξέρω γι’ αυτόν που μου λες, αλλά γι’ αυτόν που σου λέω εγώ έχει τις βάσεις και ν’ αναλάβει και να τελειώσει τη δουλειά». β. (για γνώσεις) (δεν) έχω τη στοιχειώδη μόρφωση: «δεν μπορώ να πω ότι είναι μορφωμένος άνθρωπος, αλλά έχει τις βάσεις»·
- δίνω βάση, α. προσέχω, ακούω προσεκτικά αυτά που μου λένε: «πάντα δίνω βάση, όταν μου μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος από μένα». β. βασίζομαι, υπολογίζω, εμπιστεύομαι κάποιον: «μόνο σ’ αυτόν τον άνθρωπο δίνω βάση μέσα στην αγορά, γιατί ξέρει και κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: ο κόσμος όλος σε κατακρίνει κανείς δε σου ’χει εμπιστοσύνη, μα εγώ σε σένα έδωσα βάση και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει)·
- δίνω βάση στα λόγια του, τα εμπιστεύομαι, τα υπολογίζω, επαναπαύομαι σε αυτά που μου λέει: «είναι ντόμπρος άνθρωπος, γι’ αυτό δίνω πάντα βάση στα λόγια του»·
- δίνω τη βάση, (για εκπαιδευτικούς) βαθμολογώ, ιδίως χατιρικά με το κατώτατο όριο επιτυχίας: «δεν έγραψε καλά στο διαγώνισμα, αλλά, επειδή ήταν το τελευταίο μάθημα που είχε, του ’δωσα τη βάση»·
- δώσε βάση, α. πρόσεξε, άκουσε προσεκτικά. (Λαϊκό τραγούδι: όταν παίζει το μπουζούκι, δώσε βάση στην πενιά). β. βασίσου, υπολόγισε, εμπιστεύσου το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «μην εμπιστεύεσαι κανέναν, αλλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο δώσε βάση»·
- επί εικοσιτετραώρου βάσεως, βλ. φρ. σε εικοσιτετράωρη βάση·
- επί μονίμου βάσεως, μόνιμα, σταθερά: «δουλεύει στο τάδε εργοστάσιο επί μονίμου βάσεως»·
- επιστρέφω στη βάση μου, α. επιστρέφω, ιδίως στο σπίτι μου: «δε θέλει να ξενοκοιμάται και κάθε βράδυ επιστρέφει στη βάση του». β. επιστρέφω στο μόνιμο τόπο διαμονής μου, στην πόλη μου, στην πατρίδα μου: «ύστερα από μια μεγάλη περιοδεία στην επαρχία, επέστρεψε πάλι στη βάση του || αφού ταλαιπωρήθηκε για χρόνια στην ξενιτιά, επέστρεψε στη βάση του». γ. πεθαίνω, με την έννοια ότι επιστρέφω στο χώμα από το οποίο σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση είμαι πλασμένος: «όλοι μας αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουμε στη βάση μας». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισε ο Χάρος να καλεί τώρα την κλάση μου χτες βράδυ χάσαμε το φίλο μας τον Τάσο. Ήρθ’ ο καιρός να επιστρέψω για τη βάση μου κι απ’ τον αγώνα της ζωής να ξαποστάσω
- έχω γερές βάσεις, κατέχω τα κατάλληλα πνευματικά ή υλικά εφόδια για να προχωρήσω και να πετύχω στη ζωή μου: «μερίμνησε ο πατέρας μου για μένα κι έτσι έχω γερές βάσεις για να συνεχίσω το έργο του»·
- έχω καλές βάσεις, έχω καλή ανατροφή: «μεγάλωσε μέσα σε μια σωστή οικογένεια κι έχει καλές βάσεις»·
- κατά βάση, κυρίως, βασικά, στα κύρια σημεία: «αν είναι τα πράγματα έτσι όπως μου τα λες, δε βλέπω να διαφωνούμε, γιατί κατά βάση συμπίπτουν οι απόψεις μας»· βλ. και φρ. στη βάση·
- παίρνω τη βάση, (για σπουδαστές), βαθμολογούμαι με την κατώτατη βαθμολογία, που όμως μου εξασφαλίζει την επιτυχία: «δεν έγραψα καλά στις εξετάσεις, αλλά ευτυχώς πήρα τη βάση και πέρασα τη χρονιά»·
- πιάνω τη βάση, (για σπουδαστές) βλ. φρ. παίρνω τη βάση·
- σε εικοσιτετράωρη βάση, σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου: «το εργοστάσιο δουλεύει σε εικοσιτετράωρη βάση»·
- σε μόνιμη βάση, βλ. φρ. επί μονίμου βάσεως·
- στη βάση (+ γεν.), έχοντας ως προϋπόθεση: «όλες οι κρατικές υπηρεσίες θα πρέπει να λειτουργούν στη βάση της εξυπηρέτησης των Ελλήνων πολιτών»·
- στη βάση του, στο κύριο, στο βασικό μέρος, βασικά: «θα μπορούσα να πω πως στη βάση του το επιχείρημά σου είναι σωστό»· βλ. και φρ. κατά βάση.

βούτυρο

βούτυρο, το, ουσ. [<μτγν. βούτυρον <αρχ. βούτυρος <βοῦς + τυρός], το βούτυρο·
- απλώνεται σαν βούτυρο στο ψωμί, δε μας χαλάει ποτέ χατίρι, είναι πολύ καλόβολος: «αυτό το παιδί δε λέει όχι σε κανέναν και πάντα απλώνεται σαν βούτυρο στο ψωμί»·
- μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, λέγεται για αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός στην κατάλληλη στιγμή, που μας είναι απόλυτα καλοδεχούμενο: «το λαχείο που κέρδισα, μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, γιατί είχα ξεμείνει εντελώς». Συνών. μου ’ρθε γλύκισμα / μου ’ρθε καϊμάκι / μου ’ρθε κουφέτο / μου ’ρθε λουκουμάς / μου ’ρθε λουκούμι / μου ’ρθε μεζές / μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι υπερβολικά σπάταλο, ή που, γενικά, είναι υπερβολικό στις ενέργειές του: «όταν βγαίνει να διασκεδάσει με την παρέα του πληρώνει πάντα το λογαριασμό όσο μεγάλος κι αν είναι, γιατί όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του». Συνών. όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. συνηθέστ. όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του·
- φάε βούτυρο κι έλα κούτσουρο, το υπονοούμενο της φρ. είναι η ερωτική πράξη, γιατί το βούτυρο και γενικά τα πάχη, είναι εχθροί του σεξ και δυσκολεύουν τη στύση.

βρακί

βρακί, το, ουσ. [<μσν. βρακίν, υποκορ. του ουσ. βράκα <λατιν. braca, κέλτ. αρχής]. 1. το κάτω αντρικό, ιδίως γυναικείο εσώρουχο, η κιλότα, το κιλοτάκι, γιατί του άντρα συνηθίζεται να το λέμε σώβρακο, σλιπ, σλιπάκι. 2. η προσωπικότητα, η τιμή της γυναίκας, η οικογενειακή τιμή, ιδίως του άντρα: «γι’ αυτόν πες ό,τι θες, μη θίξεις όμως το βρακί της αδερφής του, γιατί γίνεται θηρίο». Στις φρ. το βρακί της μάνας σου ή το βρακί της αδερφής σου, ενν. το ρ. φαίνεται, όπου το υπονοούμενο είναι ότι πρόκειται για γυναίκα ανήθικη, για πόρνη αφού έφτασε στο σημείο να μην ενδιαφέρεται που φαίνεται το βρακί της. Βέβαια, οι παλιοί θα θυμούνται το ομοιοκατάληκτο παιδικό λογοπαίγνιο με τη λ. βρακί και το Πάτερ ημών, όπου ενώ κάποιο παιδί εκφωνούσε το Πάτερ ημών, η ομήγυρη απαντούσε εν χορώ: «Πάτερ ημών -Το βρακί του Σολομών - ο εν τοις ουρανοίς - το βρακί της μαμής - αγιασθήτω το όνομά σου - το βρακί της μαμάς σου - ελθέτω η βασιλεία σου - το βρακί της θείας σου. 3. στον πλ. τα βρακιά, το σύνολο των ρούχων που καλύπτουν το κάτω μέρος του σώματος: «όπως περπατούσε βιαστικά, του ’πεφταν κάθε τόσο τα βρακιά του», δηλ. το παντελόνι του και το βρακί του. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- ακόμη τα κάνει στα βρακιά του ή τα κάνει ακόμη στα βρακιά του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη τα κάνει στα βρακιά του και μας υποδεικνύει πώς να ενεργήσουμε!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, λέγεται ειρωνικά για νεαρό άτομο που επιδιώκει κάτι που είναι πάνω από τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό και είναι στα μαχαίρια με τον πατέρα του, γιατί θέλει να τον παραμερίσει και ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της επιχείρησης. -Ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει». Από το ότι η παντρειά έχει ευθύνες, υποχρεώσεις, χρειάζεται υπευθυνότητα, πράγμα που ίσως δε διαθέτει το νεαρό άτομο·
- άμυαλος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει, βλ. λ. άμυαλος·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλ’ η σκούφια μας, βλ. φρ. βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, ενώ μας λείπουν τα στοιχειώδη πράγματα στη ζωή μας, εμείς επιζητούμε ανώφελες πολυτέλειες. Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- γέμισε το βρακί του ή γέμισε τα βρακιά του, βλ. συνηθέστ. τα ’κανε στο βρακί του·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του, είναι πάμφτωχος: «δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του κι ονειρεύεται μεγαλεία»·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί, είναι πολύ φτωχός: «κάνει φοβερές οικονομίες ο άνθρωπος για να τα βγάλει πέρα, γιατί δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί»·
- δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του·
- δεν έχει να φορέσει δεύτερο βρακί, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί·
- δεν ξέρει να δέσει το βρακί του, είναι εντελώς άπειρος σε μια δουλειά ή τέχνη: «μοστράρεται για μηχανικός, αλλ’ αυτός, μωρ’ αδερφάκι μου, δεν ξέρει να δέσει το βρακί του»·
- δίνει και το βρακί του, είναι πολύ γαλαντόμος, είναι μεγάλος χουβαρντάς: «ένα του ζητάς δέκα σου δίνει, κι αν έχεις και μεγάλη ανάγκη, σου δίνει και το βρακί του»· βλ. και φρ. δίνω και το βρακί μου·
- δίνω και το βρακί μου, α. δίνω τα πάντα, προκειμένου να αποκτήσω κάτι που το θέλω πάρα πολύ: «γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο δίνω και το βρακί μου || γι’ αυτή τη γυναίκα δίνω και το βρακί μου». β. δίνω τα πάντα, προκειμένου να βοηθήσω κάποιο φιλικό μου πρόσωπο: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που τόσες φορές με βοήθησε στο παρελθόν, δίνω και το βρακί μου»· βλ. και φρ. δίνει και το βρακί του·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κώλος·
- δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κωλομέρι·
- δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί; ο σπάταλος άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει περιουσία: «θα πεθάνει στην ψάθα αυτός ο άνθρωπος, γιατί δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί;»·
- έβαλε το βρακί, σαρίκι, βλ. λ. σαρίκι·
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. λ. κώλος·  
- είναι κώλος και βρακί, βλ. λ. κώλος·
- έφυγε με γεμάτο βρακί ή έφυγε με γεμάτο το βρακί ή έφυγε με γεμάτα βρακιά ή έφυγε με γεμάτα τα βρακιά, έφυγε από κάπου πολύ φοβισμένος, έφυγε τρομοκρατημένος: «μόλις τους είδε να τρέχουν όλοι καταπάνω του, έφυγε με γεμάτα βρακιά». Από το ότι πολλές φορές, όταν κάποιος αντιμετωπίζει κάποιον σοβαρό κίνδυνο, τα κάνει απάνω του από το φόβο του·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- κατεβάζω το βρακί ή κατεβάζω το βρακί μου ή κατεβάζω τα βρακιά ή κατεβάζω τα βρακιά μου, αποδέχομαι όλες τις απαιτήσεις κάποιου, υποκύπτω ολοκληρωτικά: «του έχει τέτοια αδυναμία που, ό,τι και να του ζητήσει, κατεβάζει τα βρακιά του || τον φοβάται τόσο πολύ που, ό,τι και να του ζητήσει, κατεβάζει το βρακί του || κατέβασα τα βρακιά μου στην τράπεζα για να πάρω ένα δάνειο, που το είχα πολλή ανάγκη»·
- μ’ έπιασε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. φρ. με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα·
- με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα, με βρήκε εντελώς ανέτοιμο, εντελώς απροετοίμαστο, με πέτυχε σε ακατάλληλη στιγμή: «είχα όλη την καλή πρόθεση να τον βοηθήσω, αλλά με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα, γιατί είχα να καλύψω ένα σωρό δικές μου υποχρεώσεις»·
- με πέτυχε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. φρ. με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα·
- μα το βρακί σου! λέγεται με παικτική διάθεση στο ορκίσου που μας λέει ο συνομιλητής μας, όταν εμείς για διάφορους λόγους δε θέλουμε να ορκιστούμε πραγματικά. Συνών. μα τα γένια του σπανού! ή μα του σπανού τα γένια(!)·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, ευχή που δίνουμε σε κάποιον ή κάποια υπό τύπο αστεϊσμού και με σεξουαλικό περιεχόμενο·
- παστρικό βρακί, (για γυναίκες) είναι γυναίκα ανήθικη, πόρνη: «μας κάνει τη χαμηλοβλεπούσα, αλλά όλοι το ξέρουμε πως είναι παστρικό βρακί»·
- πετιέται σαν ψωλή απ’ το βρακί, βλ. λ. βρακί·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. λ. Γιάννης·
- πούλησε και το βρακί του, έχει υποστεί τέλεια οικονομική καταστροφή: «ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά, από μια λανθασμένη κίνηση που έκανε στην τελευταία του δουλειά, πούλησε και το βρακί του»·
- στο βρακί σου, βλ. φρ. μα το βρακί σου·
- στο βρακί της αδερφής σου, ειρωνική απάντηση στο ορκίσου που μας λέει ο συνομιλητής μας, όταν εμείς για διάφορους λόγους δε θέλουμε να ορκιστούμε πραγματικά·
- τα ’κανε στο βρακί του ή τα ’κανε στα βρακιά του, α. φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε τόσο, που κατουρήθηκε ή χέστηκε απάνω του: «μόλις τους είδε να ’ρχονται αγριεμένοι, τα ’κανε στο βρακί του». β. χάρηκε πάρα πολύ: «τα ’κανε στα βρακιά του, μόλις έμαθε πως κέρδισε στο λαχείο». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές και στις δυο περιπτώσεις, από μεγάλο φόβο ή μεγάλη χαρά, να τα κάνει κάποιος απάνω του·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, α. για να ζήσει κανείς πολυτελή ζωή, πρέπει να έχει και τη διάθεση να υποστεί και το ανάλογο κόστος: «θέλει ταξίδια, θέλει κρουαζιέρες, αλλά τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους κι αυτός ο καημένος δεν έχει μία». β. για τη διεκπεραίωση δύσκολων ή ειδικών υποθέσεων απαιτούνται και άτομα με τις κατάλληλες ικανότητες: «έτσι άπειρος που ήταν, έχασε όλα τα λεφτά του στο χρηματιστήριο, γιατί δεν ήξερε ο βλάκας πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους» γ. η συμπεριφορά του ανθρώπου πρέπει να είναι ανάλογη και με την κοινωνική θέση που κατέχει: «τον πέταξαν κλοτσηδόν απ’ τα μεγάλα σαλόνια, γιατί είχε την εντύπωση πως με τα λεφτά που απόκτησε απ’ την κληρονομιά μπορούσε να κάνει και να λέει ό,τι θέλει, αλλά του διέφευγε πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους»·
- την πήρε με το βρακί της, (για γυναίκες) την παντρεύτηκε πάμφτωχη, χωρίς διόλου προίκα: «την αγάπησε και την πήρε με το βρακί της»·
- το βρακί σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
- τον βρήκα με το βρακί ή τον βρήκα με τα βρακιά, βλ. φρ. τον βρήκα με το σώβρακο, λ. σώβρακο·
- τον έβαλε στο βρακί της, βλ. φρ. τον έχει στο βρακί της·
- τον έχει δεμένο στο βρακί της, βλ. φρ. τον έχει στο βρακί της·
- τον έχει στο βρακί της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος κάνει τον άντρα, με τον οποίο σχετίζεται ή το σύζυγό της, ό,τι θέλει, τον κάνει να τρέχει πίσω της, γιατί την αγαπάει πολύ ή γιατί δεν μπορεί να αντισταθεί στα θέλγητρά της: «αλλού κι αλλού κάνει το σκληρό, όμως η γυναίκα του τον έχει στο βρακί της»·
- του ’φυγαν στο βρακί του ή του ’φυγαν στα βρακιά του, βλ. φρ. τα ’κανε στο βρακί του·
- χέστηκε στο βρακί του ή χέστηκε στα βρακιά του, βλ. φρ. τα ’κανε στο βρακί του.

βύσμα

βύσμα, το, ουσ. [<αρχ. βύσμα <βύω], το βύσμα· το μέσο (βλ. λ.): «σήμερα χωρίς βύσμα δε μπορείς να καταφέρεις τίποτα στη ζωή σου»·
- βάζω βύσμα, (στη γλώσσα του στρατού) χρησιμοποιώ πολιτικό, στρατιωτικό ή άλλο μέσο για να τελειώσω μια δουλειά ή υπόθεσή μου: «έβαλε βύσμα για να πάρει μετάθεση». Συνών. βάζω γλείψιμο / βάζω δόντι / βάζω μέσο·
- έχω βύσμα, α. (στη γλώσσα του στρατού) έχω πολιτικό, στρατιωτικό ή άλλο μέσο, που το χρησιμοποιώ για να τελειώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «στο στρατό την πέρασα ζωή και κότα, γιατί είχα βύσμα ένα θείο βουλευτή». β. (γενικά) έχω κάποιο άτομο, που έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει υπέρ εμού: «είχε βύσμα το διευθυντή του Ο.Τ.Ε. και τον προσέλαβαν, λέει, στο γραφείο δημοσίων σχέσεων». Συνών. έχω γλείψιμο / έχω δόντι / έχω μέσο (α)·
- μου μπαίνει το βύσμα ή μου μπαίνει ένα βύσμα, μου δημιουργείται σοβαρό και δύσκολο πρόβλημα: «μου μπήκε ένα βύσμα στη δουλειά και δεν ξέρω τι να κάνω». Από παρομοίωση του καλωδίου που φέρει βύσμα με το πέος, που μας δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα όταν κάποιος το βάλει στον κώλο μας·
- του βάζω το βύσμα ή του βάζω ένα βύσμα, του δημιουργώ σοβαρό και δύσκολο πρόβλημα: «πήγε δήθεν να τον βοηθήσει και του ’βαλε ένα βύσμα, που του ’ρίξε πίσω τη δουλειά».

γάτα

γάτα, η, ουσ. [<ιταλ. gatta], η γάτα· άνθρωπος πανέξυπνος, παμπόνηρος: «δεν έχω γνωρίσει πιο γάτα στη ζωή μου απ’ αυτόν τον άνθρωπο!». Μεγεθ. γατάρα, η. Υποκορ. γατίτσα και γατούλα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. γάτος και γατί. (Ακολουθούν 40 φρ.)·
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, αυτό που μου αναθέτεις να κάνω, είναι πάρα πολύ εύκολο για μένα: «δώσε μου κάτι πιο δύσκολο να κάνω, γιατί αυτό το κάνει κι η γάτα μου»·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, είναι ευρέως γνωστό, το ξέρει όλος ο κόσμος: «το Ν.Α.Τ.Ο. άρχισε να βομβαρδίζει τη Σερβία. -Αυτό το ξέρει κι η γάτα μου || το Ν.Α.Τ.Ο., όσο κι αν το παραβλέπουμε και δε θέλουμε να το πιστέψουμε, είναι ένα συνδικάτο στην υπηρεσία των ισχυρών κρατών της Δύσης. -Αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, αλλά σκάσε και κολύμπα!»·
- βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον, ιδίως παράνομο, να βγει από την κρυψώνα του: «ο αρχηγός της συμμορίας είναι εξαφανισμένος, αλλά όλοι εκτιμούν πως, μόλις η αστυνομία βγάλει τη γάτα απ’ το σακί, η συμμορία θα εξαρθρωθεί». Από την εικόνα του ατόμου που εμφανίζει τη γάτα που μεταφέρει μέσα σε σακί, καθώς την απομακρύνει από το σπίτι του. Ως γνωστό, όταν θέλει κάποιος να απομακρύνει τη γάτα του από το σπίτι του, τη βάζει μέσα σ’ ένα σακί για να μη βλέπει τίποτα, γιατί αλλιώς έχει την ικανότητα να αποτυπώσει τη διαδρομή και να επιστρέψει πάλι πίσω, άλλο τώρα πως η γάτα, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, βρίσκει πάλι το δρόμο της επιστροφής·
- γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, ο τεμπέλης δεν πετυχαίνει τίποτα στη ζωή του: «μου λες γιατί δεν πρόκοψε στη ζωή του, σαν να μην ξέρεις πως γάτα που κοιμάται ποντικούς δεν πιάνει»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. φρ. δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα·
- δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι μεγάλος γυναικοκατακτητής, επιβάλλει τη σεξουαλική πράξη αδιάκριτα σε όλες τις γυναίκες: «πρόσεχε την κόρη σου απ’ αυτόν τον τύπο, γιατί δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα»·
- είναι γάτα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πανέξυπνο, παμπόνηρο, είναι ατσίδα. (Λαϊκό τραγούδι: είναι γάτα, είναι γάτα, ο κοντός με τη γραβάτα). Πρβλ.: για πελάτες που είναι γάτες (Διαφημιστικό σλόγκαν)·
- είναι γάτα με πέταλα, άνθρωπος πολύ επιτήδειος, πανέξυπνος, ικανότατος: «είναι γάτα με πέταλα αυτός ο τύπος και κανείς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει || είναι γάτα με πέταλα αυτός ο μηχανικός!»·
- είναι γάτα χωρίς νύχια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που προσποιείται τον άγριο, τον σκληρό: «μη δίνεις βάση στις απειλές του, γιατί είναι γάτα χωρίς νύχια»·
- είναι εφτάψυχη σαν γάτα, λέγεται ιδίως για γυναίκα που ξεφεύγει το θάνατο μετά από κάθε σοβαρή ασθένεια ή ατύχημά της: «βρε, απ’ τ’ αεροπλάνο να πέσει, δε θα πάθει τίποτα, γιατί είναι εφτάψυχη σαν γάτα»· βλ. και λ. εφτάψυχος·
- είναι ζηλιάρα σαν γάτα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πολύ ζηλιάρα: «δε χαιρετάει ο φουκαράς καμιά γνωστή μέσα στο δρόμο, γιατί η γυναίκα του είναι ζηλιάρα σαν γάτα»·
- είναι χαδιάρα σαν γάτα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ χαδιάρα: «είναι τυχερό το φιλαράκι μου, γιατί η γυναίκα του είναι χαδιάρα σαν γάτα»·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
- έφυγε σαν βρεγμένη γάτα, έφυγε καταντροπιασμένος, ταπεινωμένος, γιατί αποκαλύφτηκε η ενοχή του για κάτι: «μετά το κατσάδιασμα που έφαγε απ’ το διευθυντή του για την κοπάνα που έκανε, έφυγε σαν βρεγμένη γάτα»·
- η γάτα με τις εννιά ουρές, μαστίγιο από εννιά, δερμάτινες συνήθως, λωρίδες, πιασμένες σε λαβή: «όποιος δε δοκίμασε στην πλάτη του τη γάτα με τις εννιά ουρές, δεν έχει ιδέα τι θα πει πόνος!»·
- η θεωρία της γάτας, η άποψη που υποστηρίζει πως πρέπει να σκεπάζονται οι διάφορες παρανομίες, ιδίως από κάποια εξουσία: «για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο απ’ τη διαγωγή της ιδιαιτέρας του, ο υπουργός προτίμησε τη θεωρία της γάτας». Από τη συνήθεια που έχει η γάτα να σκεπάζει τις ακαθαρσίες της·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! (ειρωνικά) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθει ο τάδε μαζί μας, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει!». Συνών. θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει(!)·
- κάθεται σαν βρεγμένη γάτα, κάθεται φοβισμένος και μαζεμένος μακριά από τους άλλους: «απ’ την ώρα που τον μάλωσε ο πατέρας του, κάθεται στη γωνιά σαν βρεγμένη γάτα»·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, μαζί με τη βοήθεια του Θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς: «έχω τόσες δυσκολίες τον τελευταίο καιρό, που σκέφτομαι να κάνω αγιασμό. -Καλός ο αγιασμός, φίλε μου, αλλά κράτα και μια γάτα». Ίσως αναφορά στον αγιασμό των Θεοφανίων που γίνεται για να φύγουν οι καλικάντζαροι. Πολλές φορές, μετά το αλλά της φρ. ακολουθεί το καλού κακού. Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου· 
- κάνει σαν γάτα στο σακί, αντιδρά πολύ έντονα, αντιδρά σε σημείο παραφοράς: «μην τύχει και του θίξεις τη μάνα του, γιατί κάνει σαν γάτα στο σακί». Από την έντονη αντίδραση της γάτας, όταν τη μεταφέρουμε μέσα σε σακί για να την πετάξουμε, για να τη διώξουμε μακριά από το σπίτι μας. Τη βάζουμε σε σακί για να μη βλέπει το δρόμο και ξαναεπιστρέψει (αυτή όμως, αρκετές φορές βρίσκει πάλι το δρόμο και ξαναεπιστρέφει)·
- μαλώνουν σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος·
- μαύρη γάτα, είναι για τους προληπτικούς το σύμβολο της κακοτυχίας και της γρουσουζιάς: «ξεκίνησε το πρωί για τη δουλειά του, αλλά επέστρεψε αμέσως στο σπίτι, γιατί στην πρώτη γωνιά του δρόμου πετάχτηκε μπροστά του μια μαύρη γάτα»· βλ. και φρ. πάρ’ τον παπά, λ. παπάς·
- όπως πλένεται η γάτα, λέγεται για άτομο ακάθαρτο, που δεν πλένεται ποτέ ολόκληρος αλλά τοπικά: «δεν είναι φανατικός με την καθαριότητα και πλένεται, όπως πλένεται η γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που καθαρίζει με τη γλώσσα το σώμα της, γλείφοντάς το σε διάφορα σημεία·
- όσο πατά η γάτα, α. λέγεται όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι κάποια ενέργειά μας έγινε με πολύ ελαφρό, με ανεπαίσθητο τρόπο (όπως δηλ. πατάει και η γάτα): «τον έδειρες πολύ; -Όχι μωρέ, όσο πατά η γάτα». β. πάρα πολύ λίγο: «ήπιατε πολύ; -Όσο πατά η γάτα». γ. (για τάβλι) λέγεται όταν πιάνουμε πούλι του αντιπάλου σε ένα οποιοδήποτε σημείο με την ελπίδα πως θα αναγκάσουμε τον αντίπαλό μας να ξεπλακώσει δικό μας πούλι ή να τον καθυστερήσουμε, αν είναι πολύ προχωρημένος προς το χώρο του μαζέματός του: «θέλω να τον πιάσω όσο πατά η γάτα κι ύστερα βλέποντας και κάνοντας»·
- όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. συνηθέστ. όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, λ. γάτος·
- ούτε γάτα ούτε ζημιά, λέγεται στην περίπτωση που η έγκαιρη τακτοποίηση κάποιας δυσάρεστης κατάστασης, που προξενήσαμε, δείχνει σαν να μην έγινε τίποτα, οπότε δε συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας ή φόβος για τυχόν κυρώσεις: «μόλις κατάλαβα πως θα με ξεσκέπαζαν, ξανάβαλα τα χρήματα στο ταμείο, κι έτσι ούτε γάτα ούτε ζημιά». Από το ότι οι ζημιές μέσα στο σπίτι, τις πιο πολλές φορές, αποδίδονται από τα παιδιά στη γάτα. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα μικρό βαρκάκι γραμμή για το νησάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά
- ούτε θηλυκιά γάτα, δηλώνει παντελή έλλειψη γυναικείας παρουσίας: «σ’ αυτό το μαγαζί μαζεύονται όλοι οι αλήτες, γι’ αυτό δεν έρχεται ούτε θηλυκιά γάτα»·
- πατάει σαν τη γάτα, ενεργεί με πολλή προσοχή, με πολλή περίσκεψη: «απ’ τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, πατάει σαν τη γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που περπατάει πολύ προσεκτικά·
- πατώ τη γάτα, α. παθαίνω οικονομική ή άλλη σοβαρή ζημιά: «μπλέχτηκα με μια μεγάλη δουλειά και πάτησα τη γάτα». Από την εικόνα του ατόμου που πατάει κατά λάθος τη γάτα του και δέχεται την επίθεσή της. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαν τα μαντάτα σου, πάτησες τη γάτα σου). β. ερωτεύομαι: «πάτησε τη γάτα με μια μικρούλα». (Λαϊκό τραγούδι: πάτησα κι εγώ μια γάτα, που ’χει γαλανά τα μάτια
- ποιος θα κρεμάσει το κουδούνι στη γάτα; βλ. λ. κουδούνι·
- σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος·
- σκαρφαλώνει σαν γάτα ή σκαρφαλώνει σαν τη γάτα, αναρριχάται, ιδίως σε δέντρο, με πολύ μεγάλη ευκινησία και ταχύτητα: «τον κυνηγούσε ένα σκυλί και τον είδα να σκαρφαλώνει σαν γάτα σ’ ένα δέντρο». Από το ότι η γάτα μπορεί και σκαρφαλώνει με μεγάλη ευχέρεια. Συνών. σκαρφαλώνει σαν μαϊμού·
- σκίζω τη γάτα, επιδεικνύω από την αρχή την ισχύ μου ή την ανωτερότητά μου και επιβάλλω την εξουσία μου στο σπίτι, στη δουλειά ή στον κύκλο μου: «ο νέος διευθυντής απ’ την πρώτη κιόλας βδομάδα έσκισε τη γάτα και μας έβαλε τα δυο μας πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- σκίσε τη γάτα, προτροπή σε νιόπαντρο να συμπεριφερθεί δυναμικά από τον πρώτο κιόλας καιρό του γάμου του, για να κατανοήσει η γυναίκα του ότι η εξουσία στο σπίτι είναι αυτός. Συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δυο χέρια, κινούνται με τέτοιο τρόπο, όπως όταν σκίζουμε δυναμικά κάτι·
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, παρά τις ερωτήσεις μας επάνω σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα, επιμένει να μένει σιωπηλό, είτε γιατί δε θέλει να μιλήσει είτε γιατί έχει άγνοια είτε γιατί είναι ένοχο: «γιατί δεν απαντάς σ’ αυτό που σε ρωτάω, σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα;». β. ειρωνικό πείραγμα σε μικρό παιδί που δε μας λέει το όνομα του, παρά τις αλλεπάλληλες σχετικές ερωτήσεις μας·
- τα κουκουλώνει σαν τη γάτα, βλ. φρ. τα σκεπάζει σαν τη γάτα·
- τα σκεπάζει σαν τη γάτα, έχει την ικανότητα να καλύπτει αυτό που τον ενοχοποιεί: «ό,τι στραβό και να κάνει, βρίσκει τον τρόπο να ξεφεύγει, γιατί έχει μάθει να τα σκεπάζει σαν τη γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που σκεπάζει τις ακαθαρσίες της·
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, βλ. φρ. παιχνίδι·
- το ’φαγε η γάτα, ειρωνική έκφραση σε μικρό παιδί, που το προτρέπουμε να μας δείξει το πουλάκι του, για να βεβαιωθούμε, δήθεν, πως είναι αγόρι, κι αυτό ντρέπεται να μας το δείξει: «αφού δε μας δείχνεις το πουλάκι σου, σίγουρα το ’φαγε η γάτα»·
- τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι, α. τον κοροϊδεύει απροκάλυπτα: «τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι κι αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα || τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι κι αυτός δε λέει τίποτα». β. τον βασανίζει με μικρά πλήγματα πριν του δώσει το τελειωτικό: «τον έπαιζε μια ώρα όπως η γάτα το ποντίκι, και, όταν τ’ αποφάσισε, του έδωσε μια ξεγυρισμένη και τον ξάπλωσε κάτω»·
- τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα ή φαγώνονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος.

γέλιο

γέλιο, το, ουσ. [<μσν. γέλιο <γελῶ], το γέλιο. (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αρχίζω τα γέλια ή αρχίζω το γέλιο, γελώ: «είναι τόσο αστείος άνθρωπος και, κάθε φορά που τον βλέπω, αρχίζω τα γέλια»·
- βαστώ τα γέλια μου, βλ. φρ. κρατώ τα γέλια μου·
- βαστώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή βαστώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- βγάζει γέλιο, (για ηθοποιούς, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα)προκαλεί το γέλιο: «να πας να δεις το τάδε έργο, γιατί βγάζει γέλιο || μ’ αρέσει ο τάδε κωμικός, γιατί βγάζει γέλιο»·
- γίνεται γέλιο, βλ. συνηθέστ. πέφτει γέλιο·
- δεν είναι για γέλια, (για δουλειές ή υποθέσεις) παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες ή έχει σοβαρό ενδιαφέρον: «πρόσεξε καλά, γιατί η δουλειά δεν είναι για γέλια || η υπόθεση δεν είναι για γέλια, γιατί, αν φτάσει σε αίσιο τέλος, θα ωφεληθούμε όλοι»·
- δουλειά για γέλια, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλα τα γέλια ή έβαλα το γέλιο, βλ. φρ. μ’ έπιασαν τα γέλια·
- έγινε γέλιο, βλ. συνηθέστ. έπεσε γέλιο·
- είμαι για γέλια, κατάντησα αστείος, γελοίος: «ύστερα από τέτοια γκάφα που έκανα μπροστά σε τόσο κόσμο, είμαι για γέλια»· βλ. και φρ. είναι για γέλια·
- είναι για γέλια, α. (για πρόσωπα) είναι αστείος, γελοίος: «κάθε φορά που ντύνεται μοντέρνα αυτός ο γέρος, είναι για γέλια». β.(για δουλειές) είναι πανεύκολη: «ανάθεσέ μου κάτι πιο δύσκολο, γιατί, αυτό που μου ’δωσες να κάνω, είναι για γέλια». γ. (για κατασκευές), είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη: «παιδευόσουν δυο μέρες να στήσεις ένα φράχτη κι αυτό που έκανες είναι για γέλια»· βλ. και φρ. είμαι για γέλια·
- είναι για γέλια και για κλάματα, λέγεται για κωμικοτραγικές καταστάσεις, στις οποίες δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, γυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους κι είναι για γέλια και για κλάματα ο φουκαράς»·
- είναι με το γέλιο στο στόμα, είναι χαμογελαστός, έχει καλή διάθεση: «απ’ το πρωί που σηκώνεται μέχρι το βράδυ που πλαγιάζει, είναι με το γέλιο στο στόμα». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το πάντα·
- είχαμε γέλιο ή είχαμε πολύ γέλιο, α. μας συνέβησαν τόσο αστείες, τόσο φαιδρές καταστάσεις, που προκαλούσαμε με το πάθημά μας έντονο γέλιο στους άλλους: «όταν βγήκαμε απ’ τη λακκούβα με τις λάσπες, είχαμε πολύ γέλιο και στο τέλος αρχίσαμε να γελάμε κι εμείς με τα χάλια μας». β. περάσαμε πάρα πολύ χαρούμενα, πάρα πολύ ευχάριστα, βρισκόμασταν σε μεγάλη ευθυμία: «είχαμε πολύ γέλιο, όταν άρχισε να μας λέει ο τάδε τα πετυχημένα του ανέκδοτα»·
- έκλαψα απ’ τα γέλια ή έκλαψα απ’ το γέλιο, γέλασα πάρα πολύ: «ήταν τόσο αστεία η κατάσταση, που έκλαψα απ’ το γέλια». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές το έντονο γέλιο να φέρνει δάκρυα στα μάτια·
- έπεσε γέλιο ή έπεσε πολύ γέλιο, α. δημιουργήθηκε αστεία, γελοία κατάσταση σε βάρος κάποιου, που διασκέδασε την ομήγυρη: «την ώρα που τα ’ριχνε στην γκόμενα, του πέταξε ο τάδε από μακριά ένα κεσεδάκι γιαούρτι κι έπεσε πολύ γέλιο». β. γελάσαμε, περάσαμε καλά, διασκεδάσαμε, ευχαριστηθήκαμε πολύ: «στο πάρτι του τάδε έπεσε γέλιο»·
-έπεσε κάτω απ’ τα γέλια, συνταράχτηκε από τα γέλια, δεν μπόρεσε να κρατηθεί όρθιος από τα δυνατά γέλια: «του είπα τόσο πετυχημένο ανέκδοτο, που έπεσε κάτω απ’ τα γέλια»·  
-έπεσε το γέλιο της αρκούδας, δημιουργήθηκε τόσο αστεία, τόσο φαιδρή κατάσταση που όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλασαν έντονα: «έλεγε τόσο πετυχημένα ανέκδοτα, που έπεσε το γέλιο της αρκούδας || μόλις τον είδαμε να γλιστράει και να κυλιέται με τα καλά του μέσα στις λάσπες, έπεσε το γέλιο της αρκούδας». Από το γέλιο που προκαλούν στην ομήγυρη τα καμώματα της αρκούδας. Αξέχαστο θα μας μείνει το πώς κοιμάται η Βουγιουκλάκη(;)·
- έπεσε χοντρό γέλιο, βλ. φρ. έπεσε το γέλιο της αρκούδας·
- έσκασα απ’ τα γέλια ή έσκασα στα γέλια ή έσκασα στο γέλιο, γέλασα υπερβολικά, ασταμάτητα, ξεκαρδίστηκα μέχρι του σημείου να νιώσω δυσφορία: «μόλις τον είδα να γλιστρά και να πέφτει με το καινούριο του κουστούμι μέσα στις λάσπες, έσκασα στα γέλια». (Λαϊκό τραγούδι: βρε του γελάω δε μου ξηγιέται, σκάει απ’ τα γέλια κι όλο κουνιέται
- έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. συνηθέστ. είναι με το γέλιο στο στόμα·
- κάναμε γέλιο, βλ. φρ. έπεσε γέλιο·
- κάνω γέλια ή κάνω γέλιο, γελώ κάπως έντονα: «κάθε φορά που μου λέει ανέκδοτα αυτός ο άνθρωπος, κάνω γέλια»·
- κατάπια τα γέλια μου ή κατάπια το γέλιο μου, πίεσα τον εαυτό μου για να μη γελάσω: «μόλις τον είδα κάποια στιγμή ν’ αγριεύει, κατάπια τα γέλια μου»·
- κατουρήθηκα απ’ τα γέλια ή κατουρήθηκα στα γέλια ή κατουρήθηκα στο γέλιο, γέλασα υπερβολικά, ξεκαρδίστηκα: «έγινε τέτοια πλάκα, που κατουρήθηκα στα γέλια». Από το ότι συμβαίνει μερικές φορές το έντονο γέλιο να προκαλεί ακράτεια·
- κρατώ τα γέλια μου, τα συγκρατώ, συγκρατιέμαι να μη γελάσω: «έλεγε τέτοιες κοτσάνες, αλλά κρατούσα τα γέλια μου, γιατί δίπλα μου καθόταν η γυναίκα του»·
- κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή κρατώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- λιγώθηκα απ’ τα γέλια ή λιγώθηκα στα γέλια ή λιγώθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που μου ήρθε ζάλη: «ήταν τόσο αστεία η φάση, που λιγώθηκα απ’ τα γέλια»·  
- λύθηκα απ’ τα γέλια ή λύθηκα στα γέλια ή λύθηκα στο γέλιο, βλ. φρ. κατουρήθηκα απ’ τα γέλια·
- λύθηκε ο αφαλός μου απ’ τα γέλια ή  μου λύθηκε ο αφαλός απ’ τα γέλια, βλ. λ. αφαλός·
- μ’ έπιασαν τα γέλια ή μ’ έπιασε το γέλιο, άρχισα να γελώ: «μόλις τον είδα ντυμένο σαν παλιάτσο, μ’ έπιασαν τα γέλια»·
- με πνίγουν τα γέλια ή με πνίγει το γέλιο, ξεκαρδίζομαι, μου κόβεται η ανάσα από το έντονο γέλιο: «κάθε φορά που λέει ανέκδοτο αυτός ο άνθρωπος, με πνίγουν τα γέλια»·
- μη γελάσω! εκφράζει έντονη δυσφορία σε αυτά που λέει κάποιος, γιατί είμαστε πέρα για πέρα αντίθετοι με αυτά, γιατί πιστεύουμε ότι είναι ψέματα, ότι υπερβάλει ή, γιατί, ό,τι είπε το είπε από φθόνο: «με κατηγόρησε πως ήμουν ένα με τους χουντικούς κατά την περίοδο της δικτατορίας, όμως μη γελάω! Εγώ βρισκόμουν τότε στη Μακρόνησο μαζί με τον τάδε και τον τάδε!»· 
- μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια, νιώθω έντονη τη διάθεση να γελάσω: «είναι τόσο αστείος άνθρωπος και, κάθε φορά που τον βλέπω, μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια»·
- μπήγω τα γέλια, γελώ έντονα, δυνατά, ξεκαρδίζομαι: «μόλις του πεις κανένα πετυχημένο ανέκδοτο, μπήγει τα γέλια και δεν μπορεί να σταματήσει»·
- ξελιγώθηκα απ’ τα γέλια ή ξελιγώθηκα στα γέλια ή ξελιγώθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, εξαντλήθηκα από το πολύ γέλιο: «επακολούθησε τέτοια σκηνή, μόλις τον έπιασε η γυναίκα του να σαλιαρίζει με την γκόμενά του, που ξελιγώθηκα στα γέλια»·  
- ξεράθηκα απ’ τα γέλια ή ξεράθηκα στα γέλια ή ξεράθηκα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να κουνηθώ: «όταν είδα τις δυο γυναίκες να πιάνονται απ’ τα μαλλιά στη μέση του δρόμου, ξεράθηκα απ’ τα γέλια»·
- ξέσπασα στα γέλια ή ξέσπασα στο γέλιο, δεν μπόρεσε να κρατηθώ άλλο και άρχισα να γελώ απότομα και έντονα: «μόλις τον είδα να πέφτει μέσα στο δρόμο και να σκορπίζουν τα πράγματα που κουβαλούσε, ξέσπασα στα γέλια»·
- πατώ τα γέλια ή πατώ το γέλιο, γελώ έντονα: «κάθε φορά που ακούω κάποιο πετυχημένο ανέκδοτο, πατώ τα γέλια»·
- πέθανα απ’ τα γέλια ή πέθανα στα γέλια ή πέθανα στο γέλιο, βλ. φρ. έσκασα απ’ τα γέλια·
- πέφτει γέλιο ή πέφτει πολύ γέλιο, έχει δημιουργηθεί αστεία, γελοία κατάσταση σε βάρος κάποιου, που διασκεδάζει την ομήγυρη: «πάμε γρήγορα στο καφενείο, γιατί μου είπαν πως άρχισε πάλι ο τάδε τα δικά του και πέφτει πολύ γέλιο»·
- πιάνω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή πιάνω την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. κοιλιά·
- πνίγηκα απ’ τα γέλια ή πνίγηκα στα γέλια ή πνίγηκα στο γέλιο, βλ. φρ. έσκασα απ’ τα γέλια·
- πνιχτά γέλια ή πνιχτό γέλιο, που εκδηλώνεται με τρόπο, ώστε να μην ακουστεί, που πιέζει τον εαυτό του, ώστε να μην ακουστεί: «απ’ το βάθος της σάλας, μόλις που ακούστηκαν τα πνιχτά γέλια του τάδε»·
- ρίχνω γέλια ή ρίχνω γέλιο, γελώ έντονα: «έριξα τέτοια γέλια, μόλις τον είδα να πέφτει μέσα στις λάσπες, που μου ’ρθαν δάκρυα στα μάτια!»·
-ρίχνω το γέλιο, γελώ πάρα πολύ έντονα, ξεκαρδίζομαι: «έριξα το γέλιο, μόλις είδα τις δυο νύφες να πιάνονται απ’ τα μαλλιά». Η έκφραση λέγεται με το το τονισμένο·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, λέγεται στην περίπτωση που γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως έπειτα από αυτό θα μας προκύψει μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ. θα μας βγει ξινό το γέλιο. Η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι για να αποφύγουμε τη δυσάρεστη έκβαση μιας τέτοιας κατάστασης. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου, και είναι φορές, που μετά το ρ. της φρ. ακούγεται και το τα τόσα ή το τόσο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σπαρτάρισα απ’ τα γέλια ή σπαρτάρισα στα γέλια ή σπαρτάρισα στο γέλιο, γέλασα τόσο πολύ, που το κορμί μου παλλόταν από την ένταση: «μόλις έφαγε τη χυλόπιτα απ’ την γκόμενα, πήρε τέτοια έκφραση ο καημένος, που σπαρτάρισα απ’ τα γέλια»·
- σπαρταριστό γέλιο, που είναι τόσο έντονο ώστε κάνει το κορμί να πάλλεται: «το σπαρταριστό του γέλιο, ακουγόταν σ’ όλο το σπίτι»·
- τα γέλια θα σου βγουν σε κακό ή το γέλιο θα σε βγει σε κακό, βλ. φρ. τα γέλια θα σου βγουν ξινά·
- τα γέλια θα σου βγουν ξινά ή το γέλιο θα σου βγει ξινό, προειδοποίηση σε άτομο που γελάει σε βάρος μας πως θα υποστεί μελλοντικά τις συνέπειες της πράξης του και θα στενοχωρηθεί πολύ: «τώρα γέλα, που μ’ έριξες στη συναλλαγή, αλλά να θυμάσαι πως τα γέλια θα σου βγουν ξινά»·
- το ’ριξα στα γέλια ή το ’ριξα στο γέλιο, άρχισα να γελώ έντονα: «ήταν πολύ γελοία η κατάσταση να βλέπεις δυο οδηγούς να μαλώνουν και να βρίζονται στη μέση του δρόμου, επειδή τράκαραν λίγο τ’ αυτοκίνητά τους και, καθώς τους έβλεπα, το ’ριξα στο γέλιο»· 
- τρελάθηκα απ’ τα γέλια ή τρελάθηκα στα γέλια ή τρελάθηκα στο γέλιο, γέλασα έξαλλα, με μικρά πηδήματα και χειρονομίες: «τρελάθηκα στα γέλια, μόλις τον είδα να γίνεται παπί απ’ τα νερά που του πέταξε κάποια ηλίθια νοικοκυρά απ’ το μπαλκόνι της»·
- χάνεται απ’ τα γέλια ή χάνεται στα γέλια ή χάνεται στο γέλιο, γελάει τόσο πολύ, που παθαίνει σκοτοδίνη από το γέλιο: «όταν αρχίζει να γελάει, χάνεται απ’ τα γέλια».

γινάτι

γινάτι κ. ινάτι, το, ουσ. [<τουρκ. inat]. 1. η ανένδοτη ή παράλογη εμμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια, η ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα: «το γινάτι δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν». 2. στον πλ. τα γινάτια, τα καμώματα, τα νάζια. (Λαϊκό τραγούδι: δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ τα ολόγλυκά σου μάτια). Συνών. πείσμα. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αμάν το γινάτι σου! ή αμάν αυτό το γινάτι σου! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για το πείσμα κάποιου, που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια: «αμάν αυτό το γινάτι σου! Ξέχνα, επιτέλους, αυτό που είπα, αφού σου ζήτησα χίλιες φορές συγνώμη!»·
-από γινάτι, βλ. φρ. για (το) γινάτι·
- ας είν’ καλά το γινάτι του! έκφραση που δηλώνει πως θα ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που αρνείται πεισματικά να μας βοηθήσει το άτομο από το οποίο ζητάμε βοήθεια, ή και, αν δεν την ξεπεράσουμε, το μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση της μνησικακίας του·
- βάζω γινάτι, βλ. φρ. το βάζω γινάτι·
- βαστώ γινάτι, βλ. φρ. κρατώ γινάτι·
- γαϊδουρινό γινάτι, βλ. συνηθέστ. γαϊδουρινό πείσμα, λ. πείσμα·
- για (το) γινάτι, μόνο και μόνο επειδή πεισμώσαμε, μόνο και μόνο από εγωιστική επιμονή, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή δε δεχτήκατε να πάμε εκεί που πρότεινα, για γινάτι κι εγώ δε θα ’ρθω μαζί σας». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- έχει γινάτι, είναι πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα, γιατί έχει γινάτι αυτός ο άνθρωπος»·
- κάνω γινάτια, κάνω πείσματα, καμώματα, νάζια: «αφού ξέρω πως μ’ αγαπάς, γιατί κάνεις γινάτια;». (Λαϊκό τραγούδι: γινάτια μη μου κάνεις μη θες να με πεθάνεις, βρε χήρα δε λυπάσαι κακιά πανάθεμά σε;
- κρατώ γινάτι, διατηρώ, τρέφω μνησικακία για κάποιον: «μην του πας πολύ κόντρα και τον εκνευρίσεις, γιατί κρατάει γινάτι και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί του»·
- με γινάτι, με ανένδοτη ή παράλογη επιμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια: «άρχισε να δουλεύει με γινάτι τη δουλειά για να την παραδώσει μέσα στις προθεσμίες που είχε  υποσχεθεί». (Λαϊκό τραγούδι: τηνε διώχνω με γινάτι και την άλλη μέρα νάτη, έρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια
- με πιάνει το γινάτι, γίνομαι ισχυρογνώμων, επιμένω σε κάτι από αντίδραση, πεισμώνω: «όταν με πιάνει το γινάτι, μην προσπαθείς να μ’ αλλάξεις γνώμη, γιατί δε θα καταφέρεις τίποτα»·
- το βάζω γινάτι, πεισμώνω: «όταν το βάλει γινάτι, δε λέει να βάλει μπουκιά στο στόμα του». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου μου φτάνει για κρεβάτι, αφού την πόρτα σου την άφησες κλειστή. Θα μείνω έξω, μια που το ’βαλες γινάτι κι από το κρύο η καρδιά μου θα σβηστεί)·
- το βάζω γινάτι να…, αποφασίζω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι οπωσδήποτε: «το ’βαλε γινάτι να πάρει φέτος το πτυχίο του»·
- το γινάτι βγάζει μάτι, η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει αυτόν που την έχει: «πάψε να πηγαίνεις κόντρα σε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί το γινάτι βγάζει μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε σου μάθαν όμως κάτι, το γινάτι βγάζει μάτι
- τον βάζω γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- τον έχω γινάτι, θέλω, επιδιώκω να του κάνω κακό, τον εχθρεύομαι: «τον έχω τέτοιο γινάτι απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, που, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον λιώσω»·
- του βαστώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- του κρατώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι.

γκέμι

γκέμι, το, ουσ. [<τουρκ. gem (= χαλινός)], το γκέμι·
- βάζω γκέμι ή βάζω γκέμια, παντρεύομαι: «δεν πήρε ακόμα την απόφαση να βάλει γκέμια». Παρομοίωση των δεσμών του γάμου με το χαλινό·
- βαστώ το γκέμι ή βαστώ τα γκέμια, βλ. φρ. κρατώ το γκέμι·
- είμαι στο γκέμι ή είμαι στα γκέμια, είμαι παντρεμένος: «εμένα που με βλέπεις, είμαι δέκα χρόνια στο γκέμι»· βλ. και φρ. κρατώ το γκέμι·
- κρατώ το γκέμι ή κρατώ τα γκέμια, α. οδηγώ, καθοδηγώ, κυβερνώ μια ομάδα ανθρώπων ή μια οργάνωση: «αν δεν κρατούσε τα γκέμια της κυβέρνησης ο τάδε, σήμερα θα είχε διαλυθεί». Από την εικόνα του καβαλάρη που με τα γκέμια στο χέρι καθοδηγεί το άλογό του σε σωστή και σίγουρη πορεία. β. διευθύνω, ρυθμίζω και ελέγχω την ομαλή λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ την μέρα που κράτησε τα γκέμια της επιχείρησης ο τάδε, αυτή παρουσίασε κέρδη»·
- μπαίνω στο γκέμι, υποχρεώνομαι να αφήσω την ασύδοτη ζωή που έκανα και να μπω σε μια σειρά και τάξη: «αν δεν έμπαινε στο γκέμι, δεν υπήρχε περίπτωση να προκόψει»· βλ. και φρ. βάζω γκέμι·
- τον βάζω στο γκέμι, τον υποχρεώνω, τον εξαναγκάζω να αφήσει την ασύδοτη ζωή που έκανε και να μπει σε μια σειρά και τάξη: «είσαι ο μόνος που μπορείς να τον βάλεις στο γκέμι». Από την εικόνα του αλόγου που, μόλις του βάλει κάποιος τα γκέμια, παύει να κινείται ελεύθερα·
- του βάζω το γκέμι ή του βάζω τα γκέμια, τον συγκρατώ, τον δαμάζω, τον υποτάσσω: «επιτέλους, πρέπει να βρεθεί κάποιος να του βάλει τα γκέμια». Από την εικόνα του καβαλάρη που, μόλις βάλει τα γκέμια στο άλογό του, το ελέγχει απόλυτα·
- του κρατώ τα γκέμια, τον συγκρατώ, τον χαλιναγωγώ: «αν δεν του κρατούσε τα γκέμια ο φίλος του, θα έκανε μεγάλη φασαρία». Από την εικόνα του καβαλάρη που με τα γκέμια στο χέρι ελέγχει απόλυτα το άλογό του·
- του σφίγγω τα γκέμια, του περιορίζω την ελευθερία του, την ελευθερία κινήσεών του: «ο γιος σου κάνει παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό πρέπει να του σφίξεις τα γκέμια»·
- του τραβώ το γκέμι ή του τραβώ τα γκέμια, του αφαιρώ το θάρρος, την οικειότητα, τον βάζω στη θέση του: «μόλις του τράβηξε τα γκέμια, έκατσε σαν φραγκοπαναγιά». Από την εικόνα του καβαλάρη που, μόλις τραβήξει τα γκέμια του αλόγου του, το επαναφέρει στον κανονικό βηματισμό του.

γκλάβα

γκλάβα, η, ουσ. [<σλαβ. glava], το κεφάλι: «απ’ το πρωί που ξύπνησα με πονάει η γκλάβα μου». (Λαϊκό τραγούδι: δυο τάλιρα τον δίνεις τρία θα σε δώσουμε, αν η γκλάβα θα γεμίσει θα σε προτιμήσουμε). Πολλές φορές, λέγεται με ειρωνική διάθεση και θέλει να χαρακτηρίσει το χοντρό κεφάλι, τον χοντροκέφαλο: «με τέτοια γκλάβα πού να καταλάβεις τι σου λέω!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- βάζω κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου, προσηλώνομαι στη δουλειά που κάνω, δουλεύω αδιάκοπα, δουλεύω ανεπηρέαστος, απερίσπαστος: «άμα βάλει κάτω την γκλάβα του, τελειώνει τη δουλειά μέχρι να πεις κύμινο». Συνών. βάζω κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου / βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου· βλ. και φρ. κατεβάζω την γκλάβα·
- δεν κατεβάζει η γκλάβα του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «μπορεί να κολλήσει με το παραμικρό πρόβλημα, γιατί δεν κατεβάζει η γκλάβα του». Συνών. δεν κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το μυαλό του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του·
- δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του πεις πολλές φορές κάτι για να το καταλάβει, γιατί δεν κόβει η γκλάβα του». Συνών. δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
- δεν τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν να τον προγυμνάσουν, ε, δεν τα παίρνει η γκλάβα του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα παίρνει το ξερό του·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του / κάνει του κεφαλιού του·
- κατεβάζει η γκλάβα του, είναι εύστροφος, επινοητικός: «δεν πιστεύω πως μπορεί να κολλήσει κάπου, γιατί ξέρω καλά πως κατεβάζει η γκλάβα του». Συνών. κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω την γκλάβα μου μπροστά του, πάει να πει πως τον θεωρώ καλύτερό μου». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνουν πως τον μαλώνουν, κατεβάζει την γκλάβα του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, παραδίνω τα όπλα μου: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις την γκλάβα σου». Συνών. κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου / κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου·
- κόβει η γκλάβα του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «ευτυχώς που κόβει η γκλάβα του και ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή πιο είναι το συμφέρον του: «καταλαβαίνει αμέσως αν θα κερδίσει από κάποια δουλειά, γιατί κόβει η γκλάβα του». Συνών. κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το μυαλό του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- ξύνει την γκλάβα μου, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που τον βλέπεις να ξύνει την γκλάβα του, να ξέρεις πως είναι μπερδεμένος». Συνών. ξύνει την κεφάλα του / ξύνει το κεφάλι του·
- τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού τα παίρνει η γκλάβα του, είμαι αποφασισμένος να τον στείλω στα καλύτερα σχολεία». Συνών. τα παίρνει η κεφάλα του / τα παίρνει η κόκα του / τα παίρνει η κούτρα του / τα παίρνει το κεφάλι του / τα παίρνει το νιονιό του / τα παίρνει το ξερό του·
- τι λέει η γκλάβα σου! είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι.

γκολ

γκολ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. goal], (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το τέρμα. Υποκορ. γκολάκι, το. Μεγεθ. γκολάρα, η. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- βάζω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα: «είναι πολύ καλός παίχτης και σε κάθε παιχνίδι θα βάλει τουλάχιστο ένα γκολ». β. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού κατάφερε να την πάει στο δωμάτιο, σίγουρα θα βάλει γκολ». γ. (γενικά) πετυχαίνω σε κάποια προσπάθεια ή επιδίωξή μου, τη φέρνω σε αίσιο τέλος: «μπορεί να παιδευτεί λίγο, αλλά στο τέλος πάντα βάζει γκολ, γιατί είναι ικανός άνθρωπος»·
- βγάζω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα: «στο σημερινό παιχνίδι ο τάδε έβγαλε δυο γκολ». β. (γενικά) πετυχαίνω σε κάποια προσπάθεια ή επιδίωξή μου: «κουράστηκα πολύ μ’ αυτή τη δουλειά, αλλά στο τέλος έβγαλα γκολ»·
- βγαίνω γκολ, α. εξουθενώνομαι ψυχικά ή σωματικά ύστερα από δύσκολη κατάσταση ή μεγάλη προσπάθεια: «βγήκα γκολ, μέχρι να τον πείσω να μην καταθέσει τη μήνυση || βγήκα γκολ, μέχρι να βάλω τάξη στο υπόγειο». β. μεθώ υπερβολικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πίναμε απ’ το μεσημέρι, και μέχρι το βράδυ είχα βγει γκολ»·
- γίνομαι γκολ, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «δε σηκώνει το ποτό και, μόλις πιει κάνα δυο ποτηράκια, γίνεται γκολ». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- γκολ φωτοβολίδα, βλ. λ. φωτοβολίδα·
- (δε) μετράει το γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) (δεν) κατακυρώνεται υπέρ της ομάδας που το πέτυχε, (δεν) είναι άκυρο: «επειδή ο παίχτης ήταν οφσάιντ, δε μετράει το γκολ που έβγαλε || το γκολ μετράει, γιατί ο παίχτης δεν ήταν οφσάιντ»·
- (δεν) πιάνεται το γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. (δε) μετράει το γκολ·
- είμαι γκολ, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «μετά από τέτοια κρασοκατάνυξη, όταν γύρισα στο σπίτι, ήμουν γκολ». (Τραγούδι: ξημερώνει πάλι μ’ αδειανό κεφάλι. Από το αλκοόλ είμαι πάλι γκολ είμαι μαύρο χάλι). Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- κάνω γκολ, βλ. φρ. βγάζω γκολ·
- μας έβαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- μας έβγαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- μπαίνω γκολ, αποτυχαίνω εντελώς να φέρω σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «καταπιάστηκα με δουλειά που δεν την ήξερα, και μπήκα γκολ»· βλ. και φρ. βγαίνω γκολ·
- μπήκε γκολ, (για αρρώστους) πέθανε: «οι γιατροί έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους, αλλά ο άρρωστος στο τέλος μπήκε γκολ». Από το ότι το γκολ αποτελεί ένα οδυνηρό τετελεσμένο γεγονός·
- το γκολ της τιμής, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το μοναδικό τέρμα που πετυχαίνει η ομάδα εκείνη η οποία ηττάται με πολλά τέρματα: «προς το τέλος του αγώνα η ομάδα μας πέτυχε το γκολ της τιμής κι έτσι το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε 5-1»·
- το χρυσό γκολ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το γκολ που όποια ομάδα το πετυχαίνει, αναδεικνύεται νικήτρια: «στο τελευταίο λεπτό του αγώνα ο τάδε παίχτης πέτυχε το χρυσό γκολ κι έστειλε την ομάδα του στην επόμενη φάση της διοργάνωσης». Αντίθ. ο ξαφνικός θάνατος·
- τον βγάζω γκολ, βλ. φρ. τον κάνω γκολ·
- τον κάνω γκολ, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά όταν αρχίσαμε να πίνουμε, τον έκανα γκολ». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
- του ’δωσε γκολ στο πιάτο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος συντελεστής για την επίτευξη του τέρματος που σημειώθηκε από συμπαίχτη του, γιατί του έδωσε πολύ πετυχημένη μπαλιά, γιατί του έδωσε μπαλιά λουκούμι: «αφού άδειασε ο τάδε παίχτης όλη την αντίπαλη άμυνα, πάσαρε στον τάδε συμπαίχτη του και του ’δωσε γκολ στο πιάτο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έτοιμο· βλ. και φρ. μπαλιά λουκούμι και μπαλιά τρύπα·
- τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βάλαμε γκολ στην αντίπαλη ομάδα, αμέσως μόλις άρχισε ο αγώνας: «η ομάδα πετούσε μέσα στο γήπεδο, γιατί τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια»·
- τους βγάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. φρ. τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια·
- τρώω γκολ, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δέχομαι τέρμα: «στο τελευταίο λεπτό η ομάδα μας έφαγε γκολ και χάσαμε το παιχνίδι». β. παθαίνω ζημιά, καταστροφή, ιδίως στη δουλειά μου: «όλοι φάγαμε γκολ με την τελευταία υποτίμηση της δραχμής»·
- φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η αντίπαλη ομάδα έβαλε γκολ στην ομάδα μας, αμέσως μόλις άρχισε το παιχνίδι: «κόπηκαν τα πόδια μας, γιατί φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια»·

γλυκό

γλυκό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. γλυκός], το γλυκό. Υποκορ. γλυκάκι, το·
- βάζω χέρι στο γλυκό, τρώω από το γλυκό, συνήθως κρυφά: «η μητέρα με κατσάδιασε, μόλις αντιλήφθηκε πως έβαλα χέρι στο γλυκό»·
- γλυκό του κουταλιού, γλύκισμα που γίνεται συνήθως από φρούτα και προσφέρεται με κουταλάκι: «μετά τον καφέ μας πρόσφερε ένα γλυκό του κουταλιού». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί, την άκρη του χειλιού, έχεις γλυκό του κουταλιού), δηλ. έχεις πολύ γλυκά χείλη, πολύ γλυκό φιλί·
- γλυκό του ταψιού, αυτό που ψήνεται σε ταψί, όπως είναι ο μπακλαβάς, το κανταΐφι και άλλα: «κάθε τόσο η γιαγιά μας φτιάχνει και κάποιο γλυκό του ταψιού»·
- έδεσε το γλυκό, α. έκφραση ικανοποίησης, όταν έρχεται ξαφνικά κάποιος στην παρέα και σχηματίζεται απαρτία για κάποιο παιχνίδι ή δίνεται η δυνατότητα για κάποια ενέργεια ή όταν μια προσπάθειά μας φτάνει σε αίσιο τέλος. (Τραγούδι: γιατί το sex είναι μια άλλη ιστορία, δε θέλει φασαρία μπλα μπλα και θεωρία θέλει ίντριγκα, ρυθμό και αβαρία, να φτάσει η συνουσία για να δέσει το γλυκό). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ωραία, τώρα. β. ειρωνική έκφραση, όταν έρχεται κάποιος ανεπιθύμητος στην παρέα ή όταν μας έρχεται απανωτά κάποιο νέο κακό ή δυσκολία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μουουου, τώρα μάλιστα· βλ. και φρ. ήρθε κι έδεσε, λ. ήρθα·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, έπειτα από πολλές προσπάθειες για να φτάσει  κανείς στην καίρια στιγμή να πραγματοποιήσει κάτι, με πιο πιθανό το σεξ: «ήμασταν μια ώρα στο κρεβάτι και χαμουρευόμασταν κι εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό και να την καβαλήσω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μου τα χάλασε όλα»· βλ. και φρ. εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, λ. πρά(γ)μα·
- θα το βρω το γλυκό, θα φτάσω στην επιτυχία: «όσες δυσκολίες και να ’χει η δουλειά το σίγουρο είναι πως θα το βρω το γλυκό». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ. Από την εικόνα του παιδιού που, όταν λείπουν οι γονείς του από το σπίτι, βρίσκει επιτέλους το βάζο με το γλυκό· 
- κάνω τα πικρά γλυκά, βλ. λ. πικρός·
- μου ’ρθε γλύκισμα, βλ. φρ. μου ’ρθε καϊμάκι, λ. καϊμάκι·
- με πιάνει το γλυκό μου, συμπεριφέρομαι με ευγενικό τρόπο, με γλυκύτητα: «όταν με πιάνει το γλυκό μου, δε χαλώ χατίρι σε κανέναν»·
- χαμογελώ στο γλυκό, (στη νεοαργκό) τρώω γλυκά, μου αρέσουν τα γλυκά: «μετά το φαγητό πάντα χαμογελώ στο γλυκό».

γλώσσα

γλώσσα, η, ουσ. [<αρχ. γλῶσσα], η γλώσσα. 1. η αυθάδεια, η αθυροστομία, η φλυαρία: «για δες γλώσσα ο πιτσιρικάς, χωρίς καμιά ντροπή!». 2. η γνώση μιας ξένης γλώσσας: «θέλεις να πας στη Γαλλία αλλά δε μου είπες· σκαμπάζεις τίποτα από γλώσσα;». (Εβραίικο τραγούδι: τέσσερις γλώσσες μιλώ, τους πουλάω παραμύθια χίλια δυο και τους γίνομαι τσιμπούρι να τους πάρω το μασούρι). 3. οποιοδήποτε μέσο βοηθάει στη συνεννόηση: «η γλώσσα του κορμιού || η γλώσσα των κωφαλάλων αποτελείται από διάφορες εκφραστικές χειρονομίες, που γίνονται με τα δάχτυλα, με τα χέρια». 4. ειδικό κομμάτι δέρματος που ξεκινάει από το εσωτερικό του παπουτσιού και καλύπτει το κουντεπιέ του ποδιού. 5. είδος ψαριού: «για να νιώσεις τη μεγάλη νοστιμιά της γλώσσας πρέπει να τη φας τηγανητή». Υποκορ. γλωσσίτσα κ. γλωσσούλα, η (βλ. λ.) και γλωσσάκι, το. (Ακολουθούν 150 φρ.)·
- αγοραία γλώσσα, η χυδαία, η πρόστυχη γλώσσα, που χρησιμοποιείται με ευκολία από τους λαϊκούς ανθρώπους, από τους ανθρώπους της πιάτσας: «από μικρός μεγάλωσε στους δρόμους και χρησιμοποιεί τόσο αγοραία γλώσσα, που σε κάνει να κοκκινίζεις όταν τον ακούς να μιλάει»·
- ακονίζω τη γλώσσα μου, προετοιμάζομαι να μιλήσω για πολλή ώρα, ιδίως σε έντονο, σε οξύτατο τόνο: «μέχρι να ’ρθει η σειρά ν’ ανεβώ στο βήμα, ακόνιζα τη γλώσσα μου, γιατί έπρεπε να τους τα πω μια και καλή»·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. φρ. αμάν αυτό το στόμα σου! λ. στόμα·
- αμολάω τη γλώσσα μου, α. λέω απροκάλυπτα αυτά που ξέρω, ιδίως όχι αρεστά για κάποιον: «κοίτα μην αμολήσω τη γλώσσα μου, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας!». β. ομολογώ, προδίδω: «τη στιγμή που είχαμε πιστέψει πως τη γλιτώσαμε, αμόλησε τη γλώσσα του ο τάδε και μας έκαψε»·
- από γλώσσα, παπούτσι, χαρακτηρίζει άτομο που μιλάει σκληρά, επιθετικά, υβριστικά: «είναι καλό παιδί, αλλά από γλώσσα, παπούτσι». Από παρομοίωση της γλώσσας με τη σόλα του παπουτσιού·
- από γλώσσα τι κάνεις; ή από γλώσσα πώς πας; ή από γλώσσα πώς τα πας; μιλάς κάποια ξένη γλώσσα ή τη γλώσσα για την οποία γίνεται λόγος(;): «λέω να σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία, αλλά δε μου είπες, από γλώσσα πώς πας;»·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βαστώ τη γλώσσα μου, δε μιλώ, δεν προδίδω κάποιο μυστικό ή κάτι που ξέρω και που ενοχοποιεί κάποιον: «παρ’ όλα τα λεφτά που του ’δωσε ο τάδε, για να του πει τι είχαμε κουβεντιάσει, βάσταξε τη γλώσσα του και δεν του είπε τίποτα || παρόλο το ξύλο που του ’δωσαν στην Ασφάλεια, βάσταξε τη γλώσσα του και δε μας αποκάλυψε»·
- βγάζω γλώσσα, αυθαδιάζω, αντιμιλώ: «μη βγάζεις γλώσσα σε μένα, γιατί έχεις τα μισά μου χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να κάνεις πια σε μένα την καμπόσα, κάθισε φρόνιμα και μη μου βγάζεις γλώσσα
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. βγάζω γλώσσα μια πιθαμή·
- βγάζω γλώσσα μια πιθαμή, αντιμιλώ, αυθαδιάζω πάρα πολύ: «πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί με το παραμικρό βγάζει γλώσσα μια πιθαμή»·
- βρήκαμε κοινή γλώσσα, υπήρξε αλληλοκατανόηση μεταξύ μας, συμπέσανε οι γνώμες μας, οι απόψεις μας, συνεννοηθήκαμε: «η συζήτηση με τον τάδε υπήρξε ευχάριστη κι εποικοδομητική, γιατί βρήκαμε κοινή γλώσσα»·
- γάνιασε η γλώσσα μου, κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα μιλώντας ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «γάνιασε η γλώσσα μου να σε συμβουλεύω, όμως μυαλό δεν μπόρεσα να σου βάλω». Από το ότι, όταν κάποιος μιλάει πολύ, η γλώσσα του πιάνει ένα λευκό επίχρισμα, που παρομοιάζεται με τη γανάδα·
- για μάζεψε τη γλώσσα σου! απειλητική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προκλητικά ή υβριστικά εναντίον μας ή εναντίον προσώπου που μας ενδιαφέρει, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τη γλώσσα σου, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές!». Το για τονισμένο·
- για συμμάζεψε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. για μάζεψε τη γλώσσα σου! Το για τονισμένο·  
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «η μικρή του η κόρη σε παίρνει το κεφάλι με την πολυλογία της, ενώ η μεγάλη γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στον ισχυρισμό κάποιου πως ο τάδε είναι ολιγόλογος: «ποιος δε μιλάει ο τάδε; Τι να σου πω, γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει!»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, οι αυθάδεις και οι πολυλογάδες, που έχουν την εντύπωση πως λένε σπουδαία πράγματα, είναι συνήθως άμυαλοι: «τι να πεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που στιγμή δεν κλείνει το στόμα του! Γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι»·  
- γλώσσα που την έχει! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- γλώσσα του πεζοδρομίου, βλ. φρ. αγοραία γλώσσα· 
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. φρ. γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι·
- δαγκάνω τη γλώσσα μου, προσπαθώ να συγκρατηθώ για να μη μιλήσω, γιατί θα πω πράγματα κακά ή δυσάρεστα για κάποιον: «όση ώρα αυτός παίνευε τον εαυτό του, ο φίλος του, που τον ξέρει σαν κάλπικη δεκάρα, δάγκανε τη γλώσσα του για να μην τον ξεμπροστιάσει»·
- δάγκασε τη γλώσσα σου! αποτρεπτική έκφραση για να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε κάποιος να συμβεί σε βάρος μας: «έτσι όπως τρέχεις με τ’ αυτοκίνητο, θα σκοτωθούμε. -Δάγκασε τη γλώσσα σου!»·
- δάγκασε τη γλώσσα του, ένιωσε πολύ άσχημα, γιατί, χωρίς να το θέλει, είπε κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, ή αποκάλυψε κάτι που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί: «μόλις κατάλαβε πως αυτόν που κατηγορούσε ήταν δίπλα του, δάγκασε τη γλώσσα του || μόλις του ξέφυγε πάνω στην κουβέντα το μυστικό που του είχε εμπιστευθεί ο τάδε, δάγκασε τη γλώσσα του». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον, όταν δαγκάνει τη γλώσσα του·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. φρ. δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, μιλάει ακατάσχετα, χωρίς να αφήνει κάποιον άλλον να μιλήσει: «όταν αρχίζει και μιλάει, δε λέει να βάλει τη γλώσσα στο στόμα του»·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·  
- δε βαστώ τη γλώσσα μου, α. μιλώ άπρεπα, απερίσκεπτα: «όταν νευριάζω, δε βαστώ τη γλώσσα μου». β. μιλώ άκαιρα: «να ’σαι δίπλα μου να με προσέχεις, όταν μιλώ, γιατί ξεχνιέμαι κάθε τόσο και δε βαστώ τη γλώσσα μου». γ. δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό: «μη μου εμπιστευτείς τίποτα, γιατί δε βαστώ τη γλώσσα μου και μπορεί να το ξεφουρνίσω»·
- δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα! έκφραση μεταμέλειας για κάτι που είπαμε: «πέταξες τη βλακεία σου κι έβαλες τους ανθρώπους να μαλώσουν. -Δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα!»·
- δε σταματά η γλώσσα του, μιλάει ακατάσχετα: «όταν αρχίζει να μιλάει, δεν προλαβαίνει να πει τίποτα κανένας άλλος, γιατί δε σταματά η γλώσσα του»·
- δέθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. μου δέθηκε η γλώσσα·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. φρ. δεν κατάπινα τη γλώσσα μου(!)·
- δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! α. έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πόσο πολύ μετανιώσαμε, που μελετούσαμε κάτι κακό για κάποιον, γιατί τελικά το έπαθε: «εγώ του το ’λεγα πως θα σκοτωθεί, έτσι όπως τρέχει με τ’ αυτοκίνητό του, αλλά δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! Πάει ο άνθρωπος!». β. μετάνιωσα που μίλησα, που πήρα μέρος σε κάποια συζήτηση: «δεν κατάπινα τη γλώσσα μου, που μίλησα και στενοχώρησα τον άνθρωπο!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλύτερα·
- δεν κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. δε βαστώ τη γλώσσα μου·
- δεν πάει η γλώσσα μου να…, δυσκολεύομαι, διστάζω να πω, να εκφράσω κάτι, ιδίως κάτι που είναι κακό συνήθως εναντίον κάποιου ή κάποιων: «δεν πάει η γλώσσα μου να κατηγορήσω τον τάδε, γιατί είναι φίλος μου || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω εναντίον του κόμματός μου, γιατί μέσα σ’ αυτό ανδρώθηκα || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω κατά των πολιτικών μου συντρόφων»·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- έβγαλε μια γλώσσα να! αντιμίλησε προκλητικά, αυθαδίασε πάρα πολύ: «εγώ του ’πα να προσέχει για το καλό του, κι αυτός έβγαλε μια γλώσσα να!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πιο πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού, ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- είναι άσχημη γλώσσα, βλ. φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- είναι κακιά γλώσσα, βλ. φρ. έχει κακιά γλώσσα·
- είναι καλή γλώσσα, βλ. φρ. έχει καλή γλώσσα·
- είναι κοφτερή γλώσσα, βλ. φρ. έχει κοφτερή γλώσσα·
- είναι μια γλώσσα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- έχει άσχημη γλώσσα, α. αντιμιλά προκλητικά, είναι αυθάδης: «μην του πας κόντρα, γιατί έχει άσχημη γλώσσα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «όταν αρχίζει να βρίζει, σε κάνει να κοκκινίζεις, γιατί έχει άσχημη γλώσσα»·
- έχει γανωμένη γλώσσα, μπορεί να πιει κάποιο ρόφημα, όσο ζεστό και αν είναι αυτό: «μόλις του σερβίρουν τον καφέ, τον πίνει μονορούφι, λες κι έχει γανωμένη γλώσσα»·
- έχει γλυκιά γλώσσα, είναι γλυκομίλητος: «είναι πολύ ευγενικό παιδί κι έχει γλυκιά γλώσσα». (Λαϊκό τραγούδι: ααα αχ, αφράτη μου κοκόνα, μέσα πω πω, απ’ τη Δραπετσώνα. Με πέθανε αυτή η γλυκιά σου γλώσσα, τα σκέρτσα σου τα τόσα 
- έχει κακιά γλώσσα, α. είναι κακεντρεχής, φθονερός: «αν θέλεις να μάθεις κάτι για κάποιον, μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί έχει κακιά γλώσσα και θα σου πει τα χειρότερα πράγματα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόστομος: «μην του εναντιώνεσαι, γιατί έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, αν αρχίσει, θα κοκκινίσεις ολόκληρος». γ. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ό,τι κακομελετάει, συμβαίνει, ιδίως στους άλλους: «έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, όταν αρχίσει να σε κακομελετάει, είναι αδύνατο να μη σου τύχει κάποιο κακό»· βλ. και φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- έχει καλή γλώσσα, α. είναι ευγενικός και γλυκομίλητος: «μ’ αρέσει ν’ ακούω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει καλή γλώσσα». β. είναι καλός αγορητής: «ο Ανδρέας Παπανδρέου, είχε πολύ καλή γλώσσα»· βλ. και φρ. έχει στρωτή γλώσσα·
- έχει κοφτερή γλώσσα, λέει πάντα θαρρετά τη γνώμη του, την άποψή του, όσο και αν δε συμφέρει ή όσο και αν στενοχωρεί ή πληγώνει κάποιον: «όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, πηγαίνουμε στον τάδε να μας λύσει τη διαφορά, γιατί έχει κοφτερή γλώσσα και λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη»·
- έχει μακριά γλώσσα, αντιμιλάει προκλητικά, αυθαδιάζει πολύ: «είναι όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά έχει μακριά γλώσσα και χάνει απ’ την ομορφιά της»·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. φρ. έχει μακριά γλώσσα·  
- έχει μια γλώσσα! α. αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης: «μην του κάνεις καμιά παρατήρηση, γιατί έχει μια γλώσσα, Θεός να σε φυλάει!». β. είναι πολύ αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «προς Θεού, μην ανοίξει το στόμα του, γιατί έχει μια γλώσσα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το μα τι γλώσσα! ή με το Θεός να σε φυλάει(!)·
- έχει μια γλώσσα να! αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης. Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έχει μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει στρωτή γλώσσα, α. (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι καλογραμμένο: «είναι ενδιαφέρον βιβλίο κι έχει στρωτή γλώσσα». β. (για συγγραφείς) γράφει καλά, κατανοητά: «διαβάζω ευχάριστα τον τάδε συγγραφέα, γιατί έχει στρωτή γλώσσα»·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσα·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, με την ευγένεια μπορούμε να κατορθώσουμε και τα πιο δύσκολα πράγματα, με την ευγένεια ανοίγουν όλες οι πόρτες: «δεν πρέπει να ’σαι αυταρχικός κι απότομος με τους συνανθρώπους σου, αλλά απλός και γλυκομίλητος αν θέλεις να πετύχεις γιατί, αν θες να ξέρεις, η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα». Συνών. ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα·
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, τα λόγια που λέει κάποιος μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα, να προξενήσουν πολύ μεγάλο κακό, πολύ μεγάλη πίκρα σε κάποιον: «να ’σαι προσεκτικός, όταν μιλάς στους συνανθρώπους σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». (Λαϊκό τραγούδι: στους κάμπους ο Αντύπας τρέχει βάζει φωτιές, καρδιές φλογίζει. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, η γλώσσα κόκαλα τσακίζει)· βλ. και φρ. ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται·
- η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια, μερικές φορές καθώς μιλάει κάποιος, στη ροή του λόγου του ξεχνιέται και λέει την αλήθεια που δεν έπρεπε να ειπωθεί: «έπιασαν τον ψευδομάρτυρα στην κουβέντα κι έτσι όπως τον ρωτούσαν συνεχώς του ξέφυγε κι είπε την αλήθεια, γιατί μερικές φορές η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια»·  
- η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, κουράστηκα υπερβολικά, είτε για να φέρω σε πέρας κάποια χειρονακτική εργασία είτε από έντονο τρέξιμο: «η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, μέχρι να τελειώσω το φράχτη της αυλής || η γλώσσα μου έγινε γραβάτα τρέχοντας τόση ώρα κάτω απ’ τον ήλιο». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κουραστεί υπερβολικά, ιδίως τρέχοντας, η γλώσσα του κρέμεται έξω από το στόμα του, πράγμα που παρομοιάζεται με γραβάτα, που πέφτει πάνω στο στήθος του άντρα·
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι·
- η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, έγινε σκληρή, τραχιά στην αφή της, ιδίως από υπερβολικό κάπνισμα ή υπερβολική οινοποσία: «όλο το βράδυ πίναμε και καπνίζαμε κι η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι». Από παρομοίωση με την τραχιά σόλα του παπουτσιού, ιδίως του τσαρουχιού·
- η γλώσσα μου έγινε φιόγκος, βλ. φρ. η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος·
- η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή φόβο: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μόλις μου μίλησε, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος || μου είχαν πει ψέματα πως είχε πεθάνει ο τάδε και, μόλις τον είδα ξαφνικά μπροστά μου, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος»·
- η γλώσσα της κόβει και ράβει, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ φλύαρη, ζαλίζει τους πάντες με τη φλυαρία της: «αν αρχίσει να μιλάει, σου ’ρχεται ζαλάδα, γιατί η γλώσσα της κόβει και ράβει». Η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες, είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο,, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της μαγκιάς, βλ. λ. μαγκιά·
- η γλώσσα της πάει ροδάνι, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, όχι μόνο είναι φλύαρη αλλά μιλάει και πολύ γρήγορα: «δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί η γλώσσα της πάει ροδάνι». Από τον τροχό της κλωστικής μηχανής, που περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα και η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της πιάτσας, βλ. λ. πιάτσα·
- η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, ο άνθρωπος πολλές φορές εξυψώνεται στα μάτια των άλλων με τον τρόπο που μιλάει: «να μιλάς πάντα γλυκά κι ευγενικά στους άλλους, γιατί η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο»·
- η γλώσσα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του θέλει κόντεμα, πρέπει κάποιος να τον χαλιναγωγήσει, γιατί μιλάει άπρεπα, προκλητικά ή επιθετικά: «ο φίλος σου είναι πολύ αθυρόστομος, γι’ αυτό η γλώσσα του θέλει κόντεμα»·
- η γλώσσα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος ή, όταν αναφέρεται σε κάποιον, μιλάει με τα καλύτερα λόγια: «χαίρεσαι ν’ ακούς αυτόν τον άνθρωπο να μιλάει, γιατί η γλώσσα του στάζει μέλι || κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, η γλώσσα του στάζει μέλι»·
- η γλώσσα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, μιλάει με πολλή κακία, με πολλή κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «είναι τόσο κακός άνθρωπος, που για όλους η γλώσσα του στάζει φαρμάκι»·
- η γλώσσα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του σπάει κόκαλα, είναι αμείλικτος, όσον αφορά τη γνώμη του, τα λεγόμενά του: «δε χαρίζεται σε κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που η γλώσσα του σπάει κόκαλα»·
- η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. φρ. η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, λέγεται σε κείνον που, όταν μιλάει από παραδρομή ή από απροσεξία, του ξεφεύγει αυτό που θέλει να αποκρύψει και που για μας είναι αυτό ακριβώς που αντιπροσωπεύει την αλήθεια·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου κόψω τη γλώσσα, απειλητική παρατήρηση σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά για μένα ή για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «αν ξαναπείς για μένα τέτοιες αηδίες, θα σου κόψω τη γλώσσα»·
- θα σου ψαλιδίσω τη γλώσσα, ηπιότερη έκφραση από την αμέσως παραπάνω·
- θέλει στρώσιμο η γλώσσα ή θέλει στρώσιμο η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. θέλει χτένισμα η γλώσσα·
- θέλει χτένισμα η γλώσσα ή θέλει χτένισμα η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία, προκειμένου να του δοθεί, από γλωσσική άποψη, τελειότερη ή η τελειωτική μορφή του: «τελείωσα ένα διήγημα, αλλά δεν το ’στειλα ακόμη σε κανένα περιοδικό, γιατί θέλει χτένισμα η γλώσσα του»·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κατάπια τη γλώσσα μου, α. δεν μπόρεσα, δεν τόλμησα να εκφράσω τη γνώμη μου ή την αντίθεσή μου: «μόλις μου ’βαλε ο διευθυντής μου τις φωνές, κατάπια τη γλώσσα μου και δεν είπα τίποτα». β. αποστομώθηκα: «όταν ο άλλος απέδειξε με ντοκουμέντα πως έλεγα ψέματα, κατάπια τη γλώσσα μου». γ. δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, ιδίως από έκπληξη ή φόβο: «είχε μια γκομενάρα δίπλα του, που, όταν μου τη σύστησε, κατάπια τη γλώσσα μου || μόλις αγρίεψε ο άλλος και τράβηξε μαχαίρι, κατάπια τη γλώσσα μου»·
- κόλλησε η γλώσσα μου, στέγνωσε το στόμα μου από υπερβολική δίψα ή συνεχή ομιλία και έχω φτάσει σε σημείο να μην μπορώ να μιλήσω άλλο ή μιλώ με μεγάλη δυσκολία: «κόλλησε η γλώσσα μου απ’ τη δίψα || μιλούσα μια ώρα συνεχώς και στο τέλος κόλλησε η γλώσσα μου και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη»·
- κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. βαστώ τη γλώσσα μου·
- κρέμασε η γλώσσα μου, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «οι άλλοι ήταν πολύ μπροστά και κρέμασε η γλώσσα μου μέχρι να τους φτάσω». Από την εικόνα του σκύλου που, ύστερα από εξαντλητικό τρέξιμο, αφήνει τη γλώσσα του να κρέμεται έξω από το στόμα του·
- λέει η γλώσσα της πολλά ή λέει πολλά η γλώσσα της, μιλάει πολύ και, κατ’ επέκταση, είναι κουτσομπόλα: «δεν αφήνει άνθρωπο να σταυρώσει λέξη, γιατί λέει η γλώσσα της πολλά || μην αντιληφθεί η τάδε καμιά αταξία σου, γιατί λέει πολλά η γλώσσα της και θα το μάθουν κι οι πέτρες». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα η γλώσσα σου λέει πολλά,σαν τη γαλιάντρα που κελαηδά. Θα σου φύγω βρε γαλιάντρα και θα μείνεις δίχως άντρα
- λύθηκε η γλώσσα μου ή μου λύθηκε η γλώσσα, α. ύστερα από ένα διάστημα δισταγμού, άρχισα να μιλώ με ευκολία: «μόλις πέρασε λίγη ώρα και μπήκα στο πνεύμα της κουβέντας, λύθηκε η γλώσσα μου». β. ύστερα από ένα διάστημα φόβου, άρχισα να μιλώ με θάρρος: «μόλις είδα τους φίλους μου να ’ρχονται, μου λύθηκε η γλώσσα και του τα ’πα χύμα και τσουβαλάτα». γ. ύστερα από ένα διάστημα σιωπής, άρχισα να μιλώ ασταμάτητα: «μόλις λύθηκε η γλώσσα μου, δεν προλάβαινε κανείς να πάρει σειρά για να μιλήσει»·
- μάζεψε τη γλώσσα σου, απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά σε μας ή και σε πρόσωπο που μας ενδιαφέρει: «αρκετά έκανα υπομονή ν’ ακούω τις βλακείες σου, γι’ αυτό μάζεψε τη γλώσσα σου να μην πλακωθούμε στις μπουνιές». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για τονισμένο·
- μάλλιασε η γλώσσα μου, μιλούσα ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον, αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα: «μάλλιασε η γλώσσα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός το δικό του»·
- με τρώει η γλώσσα μου, είμαι έτοιμος να πω κάτι που δεν πρέπει να ειπωθεί, είμαι έτοιμος να αποκαλύψω κάποιο μυστικό: «από ώρα με τρώει η γλώσσα μου να πω αυτό που κανένας δεν τολμάει να πει || ώρα τώρα με τρώει η γλώσσα μου ν’ αποκαλύψω τι απατεώνας είναι»·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «φέρ’ τε μου κάποιον άλλον να διαπραγματευτώ μαζί του, γιατί μ’ αυτόν μιλάμε άλλη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλες φορές ακολουθεί το μου φαίνεται·
- μιλάμε την ίδια γλώσσα, συμφωνούμε, συνεννοούμαστε: «με τον τάδε δεν έχω ποτέ πρόβλημα, γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα»·
- μιλώ με απλή γλώσσα ή μιλώ σε απλή γλώσσα, μιλώ απλά, κατανοητά: «θέλω να καταλαβαίνεις αμέσως τι σου λέω, γιατί μιλώ με απλή γλώσσα»·
- μιλώ με τη γλώσσα της λογικής, μιλώ λογικά: «όταν μιλά κανείς με τη γλώσσα της λογικής, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας, μιλώ με ειλικρίνεια: «δε θέλω να πάρω το μέρος κανενός, γι’ αυτό θα μιλήσω τη γλώσσα της αλήθειας»·
- μου βγήκε η γλώσσα, κουράστηκα, λαχάνιασα, ιδίως από τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα, μέχρι να σε φτάσω»·
- μου βγήκε η γλώσσα απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα ανάποδα, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή· βλ. και φρ. κρέμασε η γλώσσα μου·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, μέχρι να προφτάσω το λεωφορείο στη στάση». Από την εικόνα του σκύλου, που όταν τρέχει πολύ, βγαίνει από την κούραση η γλώσσα του έξω από το στόμα του·
- μου δέθηκε η γλώσσα, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή από φόβο: «μόλις μου σύστησε τη γυναικάρα που συνόδευε, μου δέθηκε η γλώσσα και δεν μπορούσα να πω τίποτα || την ώρα που πήγα να μιλήσω, με κοίταξε ο άλλος τόσο άγρια, που μου δέθηκε η γλώσσα»·
- μου δένουν τη γλώσσα, με υποχρεώνουν, με εξαναγκάζουν να μη μιλήσω: «μ’ εκβίαζαν πως θα ’βγαζαν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, κι έτσι μου ’δεσαν τη γλώσσα και δεν μπορούσα να πω πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα»·
- μπερδεύεται η γλώσσα μου, δυσκολεύομαι να αρθρώσω τις λέξεις: «δεν μπορώ να πω γρήγορα κανέναν γλωσσοδέτη, γιατί μπερδεύεται η γλώσσα μου»· βλ. και φρ. μπερδεύω τη γλώσσα μου·
- μπερδεύω τη γλώσσα μου, συγχέω τα λόγια μου από ταραχή ή από πρόθεση να αποκρύψω κάτι: «όταν άρχισε να μπερδεύει τη γλώσσα του, κατάλαβα πως κάποιον λάκκο έχει η φάβα». Χάριν αστεϊσμού, η φρ. αυτή εκφέρεται και γλωσσεύω την μπέρδα μου·
- να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας, (συμβουλευτικά) να σκέφτεσαι πολύ, πριν μιλήσεις: «πρέπει να λες μετρημένες κουβέντες εκεί που θα πας και να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας σου»· βλ. και φρ. πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό·
- να μου κοπεί η γλώσσα, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα αποκαλύψει αυτό που θέλει να του εμπιστευτεί ή αυτό που του εμπιστεύτηκε κάποιος: «θέλω να σου πω κάτι, αλλά δε θέλω να το πεις σε κανέναν -Να μου κοπεί η γλώσσα || δε θέλω να πεις σε κανέναν αυτό που σου εμπιστεύτηκα. -Να μου κοπεί η γλώσσα»·
- να μου κόψεις τη γλώσσα, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε τη βεβαιότητα σε κάποιον πως τα πράγματα θα γίνουν ακριβώς έτσι όπως του τα λέμε: «αν δεν έρθει σε λίγο να σου ζητήσει συγγνώμη, να μου κόψεις τη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα.. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα, να σου ’λεγα καμπόσα κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβες τη γλώσσα
- να φας τη γλώσσα σου! βλ. φρ. που να φας τη γλώσσα σου(!)·
- νεκρές γλώσσες, αυτές που δε μιλιούνται από κανέναν: «οι γλώσσες των αρχαίων λαών της Μεσοποταμίας είναι νεκρές γλώσσες»·
- ξεράθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. ξεράθηκε το στόμα μου, λ. στόμα·
- ξύλινη γλώσσα, ομιλία, συνήθως κομματικού περιεχομένου, με μονότονα επαναλαμβανόμενες και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο κομματικές θέσεις, η ανούσια πολιτική συνθηματολογία: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε πάλι σε ξύλινη γλώσσα»·
- οι κακές γλώσσες, (γενικά) οι κουτσομπόλες, οι κουτσομπόληδες, το κουτσομπολιό, που γίνεται με κακεντρέχεια: «οι κακές γλώσσες λένε πως άρχισες πάλι να χαρτοπαίζεις»·
- όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, αυτός που μπορεί και ελέγχει τα νεύρα του, γιατί πάνω στα νεύρα του λέει κανείς σκληρές κουβέντες, γλιτώνει από οδυνηρές περιπέτειες: «όταν τον νευριάσουν, κάνει υπομονή και δε λέει κουβέντα, γιατί όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του»·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ότι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, πολλές φορές τα λόγια που λέμε για κάποιον μπορούν να προκαλέσουν ανυπολόγιστη ψυχική ή ψυχολογική ζημιά: «να προσέχεις πώς μιλάς για τους άλλους, γιατί ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται»· βλ. και φρ. η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει·
- πέφτω στη γλώσσα (κάποιου), με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει κάποιος: «αν πέσεις στη γλώσσα του, θα σε κάνει άνω κάτω»·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, άρχισε να μιλάει ασταμάτητα και χωρίς δισταγμό: «όταν πήρε η γλώσσα του δρόμο, μίλησε για όλους και για όλα, χωρίς φόβο και πάθος»·
- που να φας τη γλώσσα σου! α. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που, τη στιγμή που κάποιος μελετάει κάτι κακό σε βάρος μας, αυτό μας συμβαίνει: «πρόσεχε μη χτυπήσεις το δάχτυλό σου, έτσι όπως καρφώνεις το καρφί στον τοίχο. -Ωχ, που να φας τη γλώσσα σου!». β. αποτρεπτική έκφραση να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε να συμβεί σε βάρος μας: «πρόσεχε μην πέσεις, έτσι όπως ανεβαίνεις στη σκάλα. -Που να φας τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, (συμβουλευτικά) να μη μιλάς, να μην εκφέρεις κάποια γνώμη, αν πρώτα δε σκεφτείς καλά τι πρέπει να πεις: «όταν πρέπει να δώσεις σε κάποιον το λόγο σου, πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, γιατί μπορεί μετέπειτα να βγεις εκτεθειμένος»· βλ. και φρ. να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας·
- πρόσεχε τη γλώσσα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε άτομο να είναι κόσμιο στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε θα είναι μόνο οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». β. απειλητική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας, ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «δε θ’ ανεχτώ άλλες κατηγορίες ούτε για μένα ούτε για το φίλο μου, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- πρόσεχε τη γλώσσα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «αν αποφασίσεις να συνεργαστείς μαζί του, ένα σου λέω, πρόσεχε τη γλώσσα του». Συνών. πρόσεχε το στόμα του·  
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; βλ. λ. γάτα·
- στην άκρη της γλώσσας μου το ’χω, λέγεται στην περίπτωση που πλησιάζουμε να θυμηθούμε κάτι, που στριφογυρίζει στο μυαλό μας αόριστα, αλλά που δεν μπορούμε να θυμηθούμε επακριβώς τι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ μωρέ, ενώ συνήθως παρατηρείται χειρονομία κατά την οποία το χέρι κινείται ανεπαίσθητα προς το στόμα, προς την άκρη της γλώσσας·
- στρώνω τη γλώσσα ή στρώνω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. χτενίζω τη γλώσσα·
- το λέει και κολλάει η γλώσσα του, μιλάει με λαχτάρα, θαυμαστικά για κάποιον ή για κάτι: «αγαπάει πάρα πολύ το γαμπρό του και κάθε φορά που αναφέρεται στ’ όνομά του, το λέει και κολλάει η γλώσσα του || του αρέσει μόνο το τάδε αυτοκίνητο, αφού, το λέει και κολλάει η γλώσσα του»·
- τον παίρνω στη γλώσσα μου, βλ. φρ. τον πιάνω στη γλώσσα μου·
- τον πιάνω στη γλώσσα μου, τον κατηγορώ, τον κακολογώ, τον διαβάλλω: «αυτός μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αλλά, αν τον πιάσω στη γλώσσα μου, δε θα ξέρει πού να κρυφτεί». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ·
- του βγάζω γλώσσα, του αντιμιλώ: «αφού είδες πως ήταν γέρος άνθρωπος, δεν έπρεπε να του βγάλεις γλώσσα»·
- του βγάζω τη γλώσσα, τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ: «όποιον παίρνω στη δουλειά μου, του βγάζω τη γλώσσα || του ’βγαλα τη γλώσσα, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»· β και φρ. του βγάζω τη γλώσσα μου·
- του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, τον εξουθενώνω, τον πεθαίνω στην κούραση: «τον πήρα μαζί μου σε μια μετακόμιση και του ’βγαλα τη γλώσσα ανάποδα»·
- του βγάζω τη γλώσσα απ’ έξω ή του βγάζω τη γλώσσα απ’ όξω ή του βγάζω τη γλώσσα έξω ή του βγάζω τη γλώσσα όξω, τον κατακουράζω, τον καταταλαιπωρώ: «θέλησε να ’ρθει να με βοηθήσει στη δουλειά μου και του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ όξω του φουκαρά! || του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ έξω, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»·
- του βγάζω τη γλώσσα μου, τον κοροϊδεύω, τον περιπαίζω, τον περιγελώ: «κάθισε απέναντί του και του ’βγαζε συνέχεια τη γλώσσα του». (Λαϊκό τραγούδι: τρέχω να το πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά, τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια
- τρέχει η γλώσσα, (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι πολύ καλογραμμένο και διαβάζεται με άνεση, με ευχαρίστηση: «ευχαριστιέσαι να διαβάζεις βιβλίο, όταν τρέχει η γλώσσα» ·
- τρέχει η γλώσσα του, α. είναι πολύ φλύαρος: «έτσι όπως τρέχει η γλώσσα του, δεν αφήνει σε κανέναν να πάρει το λόγο». β. είναι προπέτης: «πάντα έχω τη διάθεση να του προσφέρω, αλλά μου τη δίνει, γιατί τρέχει η γλώσσα του». γ. (για συγγραφείς) είναι καλός συγγραφέας, διαβάζεται ευχάριστα: «έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του τάδε συγγραφέα, γιατί τρέχει η γλώσσα του». Συνών. έχει καλή πένα·
- τροχίζω τη γλώσσα μου, βλ. φρ. ακονίζω τη γλώσσα μου·
- φάε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. δάγκασε τη γλώσσα σου!
- φοβάμαι τη γλώσσα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, φοβάμαι μήπως αρχίσει να αναφέρεται στο όνομά μου, γιατί μπορεί να με κακολογήσει ή να αποκαλύψει κάτι που ξέρει για μένα, πράγμα που δε μου είναι επιθυμητό: «δε θέλω ν’ αρχίσει ν’ αναφέρεται στο πρόσωπό μου, γιατί κάποτε του εμπιστεύθηκα κάτι και φοβάμαι τη γλώσσα του»·
- χτενίζω τη γλώσσα ή χτενίζω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το επεξεργάζομαι από την αρχή, για να διορθώσω τυχόν συντακτικά λάθη ή να του δώσω τελειότερη ή τελειωτική μορφή: «έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα, αλλά δε θα το παραδώσω ακόμη στον εκδότη μου, γιατί θέλω να χτενίσω τη γλώσσα».

γουρούνι

γουρούνι, το, θηλ. γουρούνα, η, ουσ. [<μσν. γουρούνιν, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἡ γρῶνα], το γουρούνι. 1. (υβριστικά) άντρας χοντρός και υπερβολικά βρομερός: «κάθισε δίπλα μου ένα γουρούνι, που βρομοκοπούσε απ’ την απλυσιά». 2. άνθρωπος ανάγωγος, άξεστος, αναίσθητος, αισχρός: «δεν τον θέλει κανείς στην παρέα του, γιατί, όπου και να πάει, φέρεται σαν γουρούνι». 3α. άντρας άσχημος και κακός: «πώς κάνεις παρέα μ’ αυτό το γουρούνι!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα: «έλα δω, ρε γουρούνι, τι κάθισες κι είπες για μένα;». γ. υβριστικός χαρακτηρισμός του άντρα από γυναίκα: «πανάθεμά σε γουρούνι, πάλι μεθυσμένος μου κουβαλήθηκες;». Τέλος, είναι γνωστό σε όλους το σύνθημα που πρωτακούστηκε στις φοιτητικές διαδηλώσεις αμέσως μετά τη μεταπολίτευση το 1974: μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, και, τελικά, η λ. επικράτησε να χαρακτηρίζει υβριστικά τον αστυνομικό: «είδες εσύ ποτέ σου κανένα γουρούνι να ’χει καλή συμπεριφορά απέναντι στον πολίτη;». 4. (στη γλώσσα της φυλακής) αυτός που είναι χοντρός και βρόμικος: «αν κάτσει απάνω σου αυτό το γουρούνι ή θα σε λιώσει ή θα σκάσεις απ’ τη βρόμα». Υποκορ. γουρουνάκι, το (βλ. λ.)· βλ. και λ. γουρούνα. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- αγοράζω γουρούνι στο σακί ή παίρνω γουρούνι στο σακί, αγοράζω κάτι χωρίς να εξετάσω την ποιότητα ή την καταλληλότητά του: «τον ξεγέλασαν, γιατί αγόρασε γουρούνι στο σακί»· βλ. και φρ. παίρνω γουρούνι στο σακί·
- από γουρούνι δε γίνεται γούνα, δεν μπορεί να προσδοκά, να προσβλέπει κανείς σε κάποιο καλό από κακό άνθρωπο: «μην απορείς που σου φέρθηκε σκάρτα, γιατί από γουρούνι δε γίνεται γούνα»·
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι, όταν δεν έχεις τα κατάλληλα μέσα: «για να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου πρέπει να ’χω και τ’ απαραίτητα εργαλεία, γιατί δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού»·
- Εβραίοι, γουρούνια, θα γίνεται σαπούνια, βλ. λ. Εβραίος· 
- ζουν σαν γουρούνια ή ζουν σαν τα γουρούνια, λέγεται για ομάδα ατόμων, ιδίως για οικογένεια, που ζουν μέσαστη βρομιά: «δεν ξαναπάω στο σπίτι τους, γιατί ζουν σαν τα γουρούνια»·
- και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. φρ. σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι·
- κυλιέται σαν γουρούνι ή κυλιέται σαν το γουρούνι, α. είναι πάντοτε βρόμικος: «δεν είναι να του δώσεις καινούρια ρούχα, γιατί κυλιέται σαν γουρούνι». β. ζει μέσα στη διαφθορά και την ακολασία: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κυλιέται σαν γουρούνι με τις παλιοπαρέες του και δεν ακούει κανέναν»·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στο βούρκο ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στο βούρκο, βλ. φρ. κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη ή κυλίστηκε σα το γουρούνι στη λάσπη, ξέπεσε στην έσχατη διαφθορά: «ήταν τόσο καλό παιδί, όμως με τις παρέες που έμπλεξε κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη». Αναφορά στο φυσικό περιβάλλον του γουρουνιού·
-όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη,α. λέγεται γι’ αυτούς που ανήκουν στον ίδιο περιβάλλον ή στον ίδιο συντεχνιακό χώρο και έχουν κοινό τρόπο συμπεριφοράς, ιδίως άπρεπο, κακό, αφερέγγυο: «έκανα νεύμα σε τέσσερις πέντε ταξιτζήδες να σταματήσουν να με πάρουν, αλλά όλοι με αγνόησαν επιδεικτικά, λες κι ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη, γιατί, βλέπεις, όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». β. λέγεται και υβριστικά από τις γυναίκες, όταν αναφέρονται στους άντρες: «γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι του κι έσπαζε στο ξύλο τη γυναίκα του. -Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». Στην τελευταία περίπτωση, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το εμ·
- όλα τα γουρούνια μια μύτη έχουνε, βλ. φρ. όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, ενεργώ χωρίς προηγούμενη σκέψη, ενεργώ άστοχα, επιπόλαια, απερίσκεπτα: «πρέπει να γνωρίσω πρώτα πολύ καλά τη γυναίκα που θ’ αποφασίσω να παντρευτώ, γιατί δεν παίρνω γουρούνι στο σακί»· βλ. και φρ. αγοράζω γουρούνι στο σακί·
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, ματαιοπονούμε, όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάποιον που έχει έμφυτα ελαττώματα: «αποφάσισα να πάψω να τον συμβουλεύω και να μην ασχοληθώ ξανά μαζί του, γιατί σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι». Συνών. τον αράπη (σαν) κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς·
- σεξιστικό γουρούνι, υποτιμητικός ή και υβριστικός χαρακτηρισμός άντρα από φεμινίστρια: «μόλις κατάλαβε πόσο σεξιστικό γουρούνι ήταν, τον διαβολόστειλε». Συνών. φαλλοκρατικό γουρούνι·
- στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βγάζει πολύ δυνατές και διαπεραστικές κραυγές: «όταν νευριάσει, στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι || λίγο να χτυπήσει κάπου, στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι»·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, λέγεται όταν κάτι καλό, κάτι εξαίσιο πέφτει σε ανάξια χέρια: «ήταν άσχετος με τα οικονομικά αλλά βρήκε την καλύτερη θέση μέσα στην τράπεζα, γιατί τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια || ήταν άξεστος κι αγράμματος κι όμως παντρεύτηκε το καλύτερο κορίτσι γιατί, όπως φαίνεται, τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια»·   
- τραγουδάει σαν να σφάζουν γουρούνι, (ειρωνικά) λέγεται για τραγουδιστή, που έχει διαπεραστική και φάλτσα φωνή: «έφεραν στο κέντρο έναν καινούριο τραγουδιστή, που τραγουδάει σαν να σφάζουν γουρούνι»·
- τρώει σαν γουρούνι ή τρώει σαν το γουρούνι, τρώει πάρα πολύ και χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, ενώ, συνήθως, μουγκρίζει υπόκωφα από την ευχαρίστηση: «μ’ έκανε ρεζίλι που τον πήρα στο γεύμα που παρέθεσε ο τάδε, γιατί έτρωγε σαν γουρούνι». Συνών. τρώει σαν ζώο·
- τσιρίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. φρ. στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι·
- φαλλοκρατικό γουρούνι, υποτιμητικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός άντρα, ιδίως από φεμινίστρια: «όλα τα φαλλοκρατικά γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». Συνών. σεξιστικό γουρούνι·
- φωνάζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. συνηθέστ. στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι.

γραμμή

γραμμή, η, ουσ. [<αρχ. γραμμή <γράφω], η γραμμή. 1. το όριο: «η ιδιοκτησία σου φτάνει μέχρι αυτή τη γραμμή». 2. η εξωτερική εμφάνιση, το παρουσιαστικό, η μορφή, το περίγραμμα ανθρώπινου σώματος ή πράγματος: «αυτή η γυναίκα έχει ωραία γραμμή || αυτό τ’ αυτοκίνητο έχει ωραία γραμμή». (Τραγούδι: είσαι παιδί μου πειρασμός, σεισμός, α για, για, για, για, στόμα, χαμόγελο, κορμί, γραμμή, α για, για, για για). Συνών. κοψιά (2) / σουλούπι. 3. σειρά ανθρώπων που βρίσκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό: «πήγα να βγάλω εισιτήρια για τον αγώνα, αλλά έφυγα, γιατί υπήρχε μια γραμμή εκατό μέτρα». 4. (για μεταφορικά μέσα) συγκεκριμένο δρομολόγιο που γίνεται πάνε έλα: «αυτή η γραμμή του αστικού μέχρι πού πάει;»· βλ. και φρ. της γραμμής. 5α. ως επιρρ., ίσια, κατευθείαν, χωρίς παρεκκλίσεις: «απ’ τη δουλειά πήγε γραμμή στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα μικρό βαρκάκι γραμμή για το νησάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά).β. διαδοχικά, στη σειρά: «στην προκυμαία, υπάρχουν γραμμή τα ουζερί του νησιού». 6α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) μονάδα βάρους των ναρκωτικών, που χαρακτηρίζει και μια δόση, το γραμμάριο: «με το κυνήγι της αστυνομίας που γίνεται τον τελευταίο καιρό, δεν μπορείς να βρεις ούτε γραμμή στην πιάτσα». β. ναρκωτικό απλωμένο σε λεπτή γραμμή, για να το ρουφήξει ο χρήστης από τη μύτη: «άπλωσε τη γραμμή πάνω στο καθρεφτάκι του κι μ’ ένα γιουφ την πήρε με μια ρουφηξιά απ’ τη μύτη του». 7. ως επιφών. γραμμή! (στη ναυτική ορολογία) εντολή για σταθερή πορεία. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- άγονη γραμμή, ακτοπλοϊκή γραμμή που δεν αποφέρει κέρδος, γιατί δεν έχει μεγάλη επιβατική κίνηση επειδή συνδέει κάποιο κέντρο με μικρά και απομακρυσμένα νησιά και επιχορηγείται από το κράτος: «τα νησιά της άγονης γραμμής δεν έχουν αναπτυγμένο τουρισμό». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη χάθηκες νωρίς, σαν πλοίο άγονης γραμμής)·     
- ακολουθώ τη γραμμή μου, βλ. φρ. έχω τη γραμμή μου·
- άναψαν οι γραμμές, βλ. φρ. άναψαν τα τηλέφωνα, λ. τηλέφωνο·
- ανοίγω γραμμή, βλ. φρ. πιάνω γραμμή·
- ανοιχτή γραμμή (ενν. τηλεφωνική), ελεύθερη και άμεση τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ δυο ανθρώπων: «οι πρωθυπουργοί των δυο κρατών έχουν ανοιχτή γραμμή μεταξύ τους»·
- αφήνω τη γραμμή, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- αφήνω τη γραμμή μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου·
- βάζω γραμμή, α. κατευθύνομαι: «μόλις τέλειωσα τη δουλειά μου, έβαλα γραμμή για το γνωστό μας στέκι». β. επιδιώκω συστηματικά να πετύχω κάτι: «έβαλε γραμμή για βουλευτής κι άρχισε τις περιοδείες του σ’ όλο το νομό || έβαλε γραμμή να πάρει το πτυχίο του και ξημεροβραδιάζεται στο διάβασμα»·
- βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. βάζω μια γραμμή·
- βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή, α. νοικοκυρεύω, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «επιτέλους, μπόρεσα κι έβαλα σε μια γραμμή το υπόγειο». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μια γραμμή στην άστατη καρδιά σου). β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες, τις βάζω σε μια σειρά, σε μια τάξη: «απ’ τη μέρα που έβαλα τις υποθέσεις μου σε μια γραμμή, είμαι πιο ήρεμος». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα / βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη / βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον: «ο αξιωματικός έβαλε στη γραμμή τους στρατιώτες και τους οδήγησε στο πεδίο βολής || έβαλε στη γραμμή τα κιβώτια για να μπορέσει να τα μετρήσει ευκολότερα». Συνών. βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι) / βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι ή βάζω τάξη (σε κάποιους ή κάτι)·
- βγάζω γραμμή, βλ. λ. πιάνω γραμμή·
- βγαίνω απ’ τη γραμμή, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα : «κάποια στιγμή βγήκα απ’ τη γραμμή για ν’ αγοράσω τσιγάρα απ’ το περίπτερο κι όταν επέστρεψα, δε μ’ άφηναν να ξαναπάρω τη θέση μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα / βγαίνω απ’ τη σειρά·  
- βγαίνω απ’ τη γραμμή μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στα γλέντια, γι’ αυτό βγήκα λίγο απ’ τη γραμμή μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα μου / βγαίνω απ’ τη σειρά μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· βλ. και φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, πρωτοστατώ δυναμικά σε διάφορους κοινωνικούς, πνευματικούς ή πολιτικούς αγώνες: «απ’ τα νεανικά μου χρόνια βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, αγωνιζόμενος για μια καλύτερη κοινωνία»· βλ. και φρ. πολεμώ στην πρώτη γραμμή·
- γραμμή πλεύσεως, προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει κάποιος: «σύμφωνα με τα δεδομένα, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τη γραμμή πλεύσεως που ήδη σας έχω προτείνει». Από τη ναυτική ορολογία·
- γραμμή πυρός, πολεμικό μέτωπο, όπου διεξάγονται εχθροπραξίες: «στη γραμμή πυρός μάχονται επίλεκτες μονάδες»·
- δεν έχει γραμμή, δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και γενικά στη ζωή του: «πώς να πάει μπροστά ο άνθρωπος, αφού δεν έχει γραμμή στη δουλειά του!». Συνών. δεν έχει αράδα / δεν έχει σειρά / δεν έχει τάξη·
- δεν προσέχει τη γραμμή της (του), δεν ενδιαφέρεται αν είναι λεπτή (λεπτός) ή παχιά (παχύς): «όσες φορές επιχείρησε να κάνει δίαιτα, δεν τα κατάφερε, κι έτσι, το πήρε απόφαση και δεν προσέχει πια τη γραμμή της»·  
- διακεκομμένη γραμμή, οδική σήμανση στη μέση του καταστρώματος του δρόμου που, εκτός του ότι οριοθετεί τα δυο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας των τροχοφόρων, επιτρέπει και την προσπέραση: «όπου υπάρχει απόλυτη ορατότητα στην εθνική οδό, υπάρχει και διακεκομμένη γραμμή»·   
- δίνω γραμμή, α. υποδεικνύω τον τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους: «η κεντρική επιτροπή του κόμματος έδωσε γραμμή στους συνδικαλιστές για νέες απεργιακές κινητοποιήσεις». β. (για τηλεφωνήτριες ή τηλεφωνητές τηλεφωνικών κέντρων) συνδέω τηλεφωνικά κάποιον με άλλον: «επειδή δεν μπορούσα να πιάσω γραμμή απ’ το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ζήτησα να μου δώσουν γραμμή απ’ το τηλεφωνικό κέντρο»·
- διπλή γραμμή ή διπλές γραμμές, οδική σήμανση στη μέση του καταστρώματος του δρόμου που, εκτός του ότι οριοθετεί τα δυο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας των τροχοφόρων, απαγορεύει και την προσπέραση ή οδική σήμανση σε στροφή δρόμου μέσα σε κατοικημένη περιοχή που απαγορεύει τη στάση: «επειδή η εθνική οδός στα Τέμπη είναι πολύ στενή, έχει σ’ όλο το μήκος της διπλή γραμμή». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω στάση σε μια διπλή γραμμή του δρόμου, πόσο κοστίζει μια παράβαση του νόμου
- είναι πιασμένη η γραμμή, βλ. φρ. μιλάει η γραμμή·
- είναι φορτωμένες οι γραμμές, υπάρχει έντονη τηλεφωνική επικοινωνία πολλών ταυτοχρόνως ανθρώπων μεταξύ τους, πράγμα που δυσκολεύει κάποιον να επικοινωνήσει με αυτόν που θέλει: «προσπαθώ ώρες να τον πιάσω, αλλά δεν μπορώ, γιατί είναι φορτωμένες οι γραμμές»·
- είναι φορτωμένη η γραμμή, βλ. συνηθέστ. μιλάει η γραμμή·
- έκλεισε η γραμμή, βλ. φρ. έπεσε η γραμμή·
- έπεσε γραμμή, έχει υποδειχθεί ο τρόπος ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους, ιδίως από πολιτικό κόμμα: «έπεσε γραμμή απ’ το κόμμα στους συνδικαλιστές για νέες απεργιακές κινητοποιήσεις»·
- έπεσε η γραμμή, διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία με κάποιον λόγω στιγμιαίου προβλήματος του τηλεπικοινωνιακού δικτύου: «εκεί που μιλούσαμε, ξαφνικά έπεσε η γραμμή»·
- έπιασα γραμμή, πέτυχα να συνδεθώ τηλεφωνικά με κάποιον: «μόλις έπιασα γραμμή, του ανακοίνωσα την απόφασή μου ν’ αποσύρω την υποψηφιότητά μου για την προεδρία του συλλόγου μας»·
- έρχομαι γραμμή, πηγαίνω εκεί που με καλούν ή επιστρέφω στον προορισμό μου κατευθείαν, χωρίς παρεκκλίσεις: «μόλις με καλέσατε, ήρθα γραμμή ||  μόλις τέλειωσα τη δουλειά μου, ήρθα γραμμή στο σπίτι»·
- έχασα τη γραμμή μου, πάχυνα: «τον τελευταίο καιρό τρώω πολύ κι έχασα τη γραμμή μου»·
- έχει τη γραμμή του, είναι οικονομικά τακτοποιημένος, έχει αξιόλογο κοινωνικό κύκλο, είναι νοικοκυρεμένος: «δεν ζήτησε ποτέ του δανεικά λεφτά από κανέναν, γιατί έχει τη γραμμή του ο άνθρωπος!». Συνών. έχει την αράδα του / έχει τη σειρά του·
- έχω τη γραμμή μου, ενεργώ πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο, ακολουθώ το πρόγραμμά μου: «δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι, εγώ έχω τη γραμμή μου»·
- η γραμμή μετώπου, το στρατιωτικό μέτωπο: «όλοι οι μάχιμοι άντρες βρίσκονται στη γραμμή μετώπου»·
- η γραμμή της ζωής, (στη χειρομαντεία) σημάδι στο δέρμα της παλάμης σε μορφή γραμμής, που ανάλογα με το μήκος ή το πάχος της υποδηλώνει τη διάρκεια της ζωής του ατόμου: «η γραμμή της ζωής σου δείχνει πως θα ζήσεις πάνω από εκατό χρόνια!»·
- η γραμμή της καρδιάς, (στη χειρομαντεία) σημάδι στο δέρμα της παλάμης σε μορφή γραμμής, που ανάλογα με την κατεύθυνση και το σχήμα που δίνει, χαρακτηρίζει τη συναισθηματική ζωή του ατόμου: «η γραμμή της καρδιάς σου, δείχνει άστατη ερωτική ζωή»·  
- η πρώτη γραμμή, α. τα σύνορα κράτους και οι μάχιμοι άντρες που υπηρετούν εκεί: «πήρε μετάθεση για την πρώτη γραμμή || η πρώτη γραμμή έχει υψηλό φρόνημα». (Λαϊκό τραγούδι: η δοξασμένη Ελλάδα μας με κάλεσε κοντά της, εκεί στην πρώτη τη γραμμή με όλα τα παιδιά της)· βλ. και φρ. γραμμή πυρός. β. η περιοχή σπουδαίων, πολύ σημαντικών ιδίως γεγονότων: «οι δημοσιογράφοι ήταν στην πρώτη γραμμή για την ενημέρωση του κόσμου σχετικά με το φονικό τσουνάμι τα Χριστούγεννα του 2004 || από μικρό παιδί ήταν στην πρώτη γραμμή των δημοκρατικών αγώνων»·
- θερμή γραμμή, βλ. φρ. κόκκινη γραμμή·
- κίτρινη γραμμή, οδική σήμανση εντός των κατοικημένων περιοχών, δίπλα στα ρείθρα των πεζοδρομίων, που απαγορεύει εντελώς τη στάθμευση κάθε τροχοφόρου: «ακριβώς πάνω στη στροφή υπήρχε κίτρινη γραμμή, για να μπορούν να στρίβουν με άνεση τα λεωφορεία»·
- κόκκινη γραμμή, βλ. συνηθέστ. κόκκινο τηλέφωνο, λ. τηλέφωνο·
- κόπηκε η γραμμή, βλ. φρ. έπεσε η γραμμή·
- κρατώ σκληρή γραμμή, βλ. φρ. κρατώ σκληρή στάση, λ. στάση·
- κρατώ τη γραμμή μου, ενεργώ σύμφωνα με το σχέδιο που είχα προδιαγράψει: «εσείς δεν ξέρω τι θα κάνετε, πάντως εγώ, για να τελειώσω τη δουλειά, θα κρατήσω τη γραμμή μου»· βλ. και φρ. προσέχω τη γραμμή μου·
- μεθοριακή γραμμή, η μεθόριος, τα σύνορα ενός κράτους: «κάθε στρατεύσιμος, αν δεν είναι γιος βουλευτή ή υπουργού, είναι υποχρεωμένος να υπηρετήσει εννιά μήνες απ’ τη θητεία του στη μεθοριακή γραμμή»·
- μιλάει η γραμμή, είναι κατειλημμένο το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο: «προσπαθώ απ’ το πρωί να επικοινωνήσω τηλεφωνικά μαζί του, αλλά συνέχεια μιλάει η γραμμή»·
- μπαίνω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. μπαίνω σε μια γραμμή·
- μπαίνω σε μια γραμμή, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, την εργασία μου: «μόλις μπω σε μια αράδα, θα πάω ένα ταξιδάκι». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «ήταν άνθρωπος γλεντζές και ξενύχτης, αλλά απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια γραμμή». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα / μπαίνω σε μια σειρά / μπαίνω σε μια τάξη / μπαίνω σε μια σειρά και τάξη ·
- μπαίνω στη γραμμή, μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στη γραμμή για να βγάλω εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στην αράδα / μπαίνω στη σειρά·
- μπήκε στη γραμμή (κάποιος), ενώ συνομιλούσα με κάποιον στο τηλέφωνο, συνδέθηκε και κάποιος άλλος στην ίδια τηλεφωνική γραμμή: «κι εκεί που μιλούσαμε για τα χθεσινά γεγονότα, ξαφνικά μπήκε στη γραμμή κάποιος, που ακούστηκε να βρίζει τη γυναίκα του»·
- ξεφεύγω απ’ τη γραμμή μου, βλ. φρ. βγαίνω απ΄ τη γραμμή μου·
- παίρνω γραμμή, α. πηγαίνω, επισκέπτομαι στη σειρά, διαδοχικά διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «κάθε φορά που έχω οικονομικό πρόβλημα, παίρνω γραμμή τους φίλους μου για να με βοηθήσουν || κάθε βράδυ παίρνω γραμμή τα μπαράκια και τα κοπανάω». Συνών. παίρνω αράδα / παίρνω στη σειρά. β. ενεργώ σύμφωνα με τον τρόπο που μου υποδεικνύει κάποιος ή κάποιοι, ιδίως πολιτικό κόμμα: «αυτός δεν κάνει τίποτα, αν δεν πάρει πρώτα γραμμή απ’ το κόμμα του». γ. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση: «ευτυχώς που πήρα γραμμή πως ήθελαν να με μπλέξουν σε μια ύποπτη δουλειά, και την κοπάνησα»·
- πάω γραμμή, κατευθύνομαι χωρίς παρεκκλίσεις προς ένα μέρος, προς ένα σημείο: «κάθε βράδυ που χωρίζουμε με την παρέα, πάω γραμμή στο σπίτι μου». (Λαϊκό τραγούδι: και γραμμή στο Μπόστον πάω γιατί πολύ τ’ αγαπάω, βρίσκω όλο  μερακλήδες ομορφάντρες ζεϊμπεκλήδες
- περνώ γραμμή, επιβάλλω συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους, ιδίως ως πολιτικό κόμμα: «η αντιπολίτευση δεν μπορεί να περάσει γραμμή στην κυβέρνηση σχετικά με το συνταξιοδοτικό»·
- περνώ τη γραμμή μου, επιβάλλω το δικό μου συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή σε κάποιους, ιδίως ως πολιτικό κόμμα: «η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να περάσει τη γραμμή της στην κυβέρνηση για το συνταξιοδοτικό»·
- πιάνω γραμμή, συνδέομαι τηλεφωνικώς με κάποιον: «μόλις κατάφερα να πιάσω γραμμή, του διαβίβασα όλα τα καθέκαστα»·
- πολεμώ στην πρώτη γραμμή, πολεμώ εκεί όπου διεξάγονται γενικευμένες εχθροπραξίες, πολεμώ στο μέτωπο: «στο αλβανικό μέτωπο ο πατέρας μου πολέμησε στην πρώτη γραμμή»· βλ. και φρ. βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή·
- προσέχω τη γραμμή μου, κάνω δίαιτα για να διατηρώ τη σιλουέτα μου: «απ’ τη μέρα που άρχισα να προσέχω τη γραμμή μου, νιώθω γενικά άλλος άνθρωπος»·
- πρώτης γραμμής, βλ. φρ. πρώτης τάξεως, λ. τάξη. (Λαϊκό τραγούδι: κιθάρες και μπουζούκια βιολιά πρώτης γραμμής κι ο Παπαϊωάννου στην πόρτα για νταής
- σε γενικές γραμμές, συνοπτικά, περιληπτικά: «πες μας σε γενικές γραμμές πώς έγινε το περιστατικό»·
- σε χοντρές γραμμές, χοντρικά, σε γενικές γραμμές: «σε χοντρές γραμμές κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- στέκομαι στη γραμμή, παίρνω θέση πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στη γραμμή μισή ώρα, μέχρι να φτάσω κι εγώ στα εκδοτήρια των εισιτηρίων». Συνών. στέκομαι στην αράδα / στέκομαι στη σειρά·
- της γραμμής, (για μεταφορικά μέσα) που εκτελεί πήγαινε έλα ένα συγκεκριμένο και προκαθορισμένο δρομολόγιο: «πήρε το πλοίο της γραμμής και πήγε στο νησί του». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’ταν δώδεκα του Μάρτη, μεσημέρι Κυριακής, τότε που ’φυγες στρατιώτης μ’ ένα τραίνο της γραμμής
- τον βγάζω απ’ τη γραμμή του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι είχε προγραμματίσει, τον αποδιοργανώνω: «η δουλειά του πήγαινε μια χαρά, μέχρι που ήρθε ο άλλος και τον έβγαλε απ’ τη γραμμή του». Συνών. τον βγάζω απ’ την αράδα του / τον βγάζω απ’ τη σειρά του·
- του δίνω τη γραμμή, βλ. φρ. του περνώ τη γραμμή·
- του περνώ τη γραμμή, τον συνδέω τηλεφωνικά στο χώρο που μου υποδεικνύει: «επειδή δεν ήθελε ν’ ακούσει κανείς τη συνομιλία του με τη γυναίκα του, ζήτησε απ’ την τηλεφωνήτριά του να του περάσει τη γραμμή στο ιδιαίτερό του γραφείο»·
- του πήρα τη γραμμή, τον υποσκέλισα και στάθηκα πριν από αυτόν στη σειρά: «πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο να πάρει τσιγάρα κι έτσι του πήρα τη γραμμή». Συνών. του πήρα την αράδα / του πήρα τη σειρά·
- του ’φαγα τη γραμμή, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα πριν από αυτόν στη σειρά: «έπιασε κουβέντα μ’ έναν γνωστό του κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και του ’φαγα τη γραμμή». Συνών. του ’φαγα την αράδα / του ’φαγα τη σειρά·
- τους βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. τους βάζω σε μια γραμμή·
- τους βάζω σε μια γραμμή, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να δουλεύουν πιο αποδοτικά, να παράγουν περισσότερο έργο: «στο εργοστάσιο επικρατούσε χάος, αλλά ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε όλους σε μια γραμμή». Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους βάζω σε μια σειρά / τους βάζω σε μια τάξη / τους βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- τραβώ γραμμή, α. κατευθύνομαι χωρίς παρεκκλίσεις προς ένα μέρος: «απ’ το καφενείο τράβηξε γραμμή για το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα βγάζω μου τα παίρνεις, βρε τσαχπίνα, και τραβάς γραμμή να παίξεις στα καζίνα). β. διαχωρίζω τη θέση μου από μια κοινή ενέργεια ή από την ενέργεια κάποιου: «επειδή δε συμφωνώ μαζί σας, εγώ τραβώ γραμμή κι εσείς κάν’ τε ό,τι θέλετε». γ. διαγράφω τις ενέργειες κάποιου, ιδίως τις κακές ή τις παράνομες: «επειδή καταλαβαίνω πως θέλεις να επανορθώσεις, τραβώ γραμμή σ’ όλες τις βλακείες σου και σου δίνω από δω και πέρα νέα ευκαιρία». δ. (για ηλεκτρολόγους) επεκτείνω το ηλεκτρικό δίκτυο σε ένα χώρο: «ζήτησα απ’ τον ηλεκτρολόγο, να τραβήξει μια γραμμή απ’ το σαλόνι στο μπαλκόνι»·
- φεύγω απ’ τη γραμμή, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- φεύγω απ’ τη γραμμή μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου·
- χάνω τη γραμμή μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα και δεν μπορώ να επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα κι έχασα τη γραμμή μου». β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «έμπλεξα με κάτι παλιόφιλους στα γλέντια και τα ξενύχτια κι έχασα τη γραμμή μου». Συνών. χάνω την αράδα μου / χάνω τη σειρά μου. γ. παχαίνω: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στο φαγητό κι έχασα τη γραμμή μου».

γυαλί

γυαλί, το, ουσ. [<μσν. γυαλίν <αρχ. ὕαλος], το γυαλί. 1. το τζάμι: «πρόσεχε μην πέσεις πάνω στο γυαλί». 2. το ποτήρι. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε στο γυαλί φαρμάκι μονορούφι να το πιω, είν’ ο πόνος μου μεγάλος τη φουρτούνα που περνώ). 3. ο καθρέφτης: «καθόταν μια ώρα μπροστά στο γυαλί και χτενιζότανε». 4. τα ματογυάλια: «πολύ σου πάει αυτό το γυαλί». 5. η τηλεόραση: «μόλις γυρίσει στο σπίτι, θρονιάζεται μπροστά στο γυαλί, μέχρι να νυστάξει». 6. η ναυτική διόπτρα, το κανοκυάλι: «ο πλοίαρχος πήρε το γυαλί και προσπάθησε να ξεχωρίσει τη σημαία του πλοίου που ερχόταν απ’ τον ορίζοντα». 7α. στον πλ. τα γυαλιά, τα ματογυάλια: «έσπασαν τα γυαλιά μου και πρέπει ν’ αγοράσω άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: το παιδί με τα γυαλιά έδωσε παραγγελιά κι έφυγε χωρίς μιλιά το παιδί με τα γυαλιά). β. τα κιάλια: «πήρε τα γυαλιά και προσπάθησε να ξεχωρίσει ποιος ήταν αυτός που ερχόταν αργά απ’ το μονοπάτι». 8. θραύσματα από σπασμένα υαλικά: «μην περπατάς ξυπόλυτος στην κουζίνα, γιατί μου ’πεσε ένα ποτήρι κι έχει γυαλιά». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με αγκαλιά να μη με κόψουν τα γυαλιά). Υποκορ. γυαλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αν ραγίσει το γυαλί, αν κλονιστούν οι φιλικές ή ερωτικές σχέσεις με κάποιο άτομο, πολύ δύσκολα αποκαθίστανται: «αν ραγίσει το γυαλί, καλύτερα να το διαλύσεις παρά να προσπαθήσεις να τα ξαναφτιάξεις»·
- αν σπάσει το γυαλί, αν κλονιστούν σοβαρά οι φιλικές ή ερωτικές σχέσεις με κάποιο άτομο τότε είναι απίθανη η αποκατάστασή τους: «αν σπάσει το γυαλί σ’ ένα ζευγάρι, τότε χαιρέτα μας τον πλάτανο». (Λαϊκό τραγούδι: κι άσε να λένε αυτοί αν σπάσει το γυαλί, ότι ποτέ πια δεν ξανακολλά, ν’ ακούς τι λέω εγώ που σ’ αγαπώ πολύ
- βάζω γυαλιά, φορώ γυαλιά είτε ηλίου είτε για θεραπευτικούς λόγους ύστερα από υπόδειξη του οφθαλμίατρου: «επειδή μ’ ενοχλεί ο δυνατός ήλιος, κάθε καλοκαίρι βάζω γυαλιά || επειδή άρχισα να βλέπω θολά, ο γιατρός μου μου συνέστησε να βάλω γυαλιά»· βλ. και φρ. του βάζω τα γυαλιά· 
- βγάζω στο γυαλί, προβάλλω στην τηλεόραση: «προχτές έβγαλαν στο γυαλί το τάδε έργο»·
- βγαίνω στο γυαλί, παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ως ηθοποιός ή ως τηλεπαρουσιαστής: «κάθε μέρα βγαίνω στο γυαλί, γιατί παίρνω μέρος στο τάδε σίριαλ || βγαίνω στο γυαλί για το δελτίο των έξι»·
- βλέπω στο γυαλί, βλέπω στην τηλεόραση: «χτες βράδυ είδα στο γυαλί το τάδε έργο»·
- δε γράφει στο γυαλί (κάποιος), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως ηθοποιός, αδικείται από άποψη φωτογένειας, όταν παρουσιάζεται στην τηλεόραση: «είναι όμορφη γυναίκα, αλλά δε γράφει στο γυαλί»·
- είναι γυαλί η θάλασσα ή η θάλασσα είναι γυαλί, βλ. συνηθέστ. είναι λάδι η θάλασσα, λ. λάδι. (Λαϊκό τραγούδι: γύρω γύρω  η θάλασσα γυαλί, μα η σκέψη μου έμεινε θολή
- είναι γυαλί ο δρόμος ή ο δρόμος είναι γυαλί, βλ. φρ. είναι τζάμι ο δρόμος, λ. τζάμι·
- έσπασε το γυαλί, οι φιλικές ή οι ερωτικές μας σχέσεις με κάποιο άτομο έχουν διακοπεί τελεσίδικα: «δεν μπορώ να ξαναπάω μαζί της, γιατί είναι καιρός που έσπασε το γυαλί». Από το ότι, όταν σπάσει κάτι από γυαλί το πετάμε·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- ράγισε το γυαλί, οι φιλικές ή οι ερωτικές μας σχέσεις με κάποιο άτομο έχουν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα: «απ’ τη στιγμή που ράγισε το γυαλί, νομίζω πως κάθε προσπάθεια για επανασύνδεση των σχέσεών μας είναι μάταιη». (Λαϊκό τραγούδι: όταν ραγίσει το γυαλί μη θέλεις να κολλήσει, έτσι και η αγάπη μας έχει πια διαλύσει
- τα κάνω γυαλιά καρφιά, σπάζω, καταστρέφω τα πάντα, ιδίως σε ένα κλειστό χώρο, από θυμό ή από κέφι. (Τραγούδι: γυαλιά καρφιά τα κάνω, πίσω δεν κάνω, παίζω και χάνω, γυαλιά και καρφιά
- τον βγάζω στο γυαλί, τον παρουσιάζω στην τηλεόραση, τον κάνω ηθοποιό της τηλεόρασης: «απ’ τη μέρα που τον έβγαλαν στο γυαλί, πήρε ψηλά τον αμανέ || ο πρώτος που τον έβγαλε στο γυαλί ήταν ο τάδε σκηνοθέτης»·
- του βάζω τα γυαλιά, α. αποδεικνύομαι ανώτερος από αυτόν στον τομέα των γνώσεων, τον ξεπερνώ σε κάποια πρακτική ή διανοητική επίδοση ή σε κάτι άλλο: «πήγε να μου κάνει τον έξυπνο στη γεωγραφία, αλλά του ’βαλα τα γυαλιά». (Λαϊκό τραγούδι: μπουζούκια, μπουζούκια, με τη γλυκιά λαλιά, στου κόσμου τις ορχήστρες βάλατε τα γυαλιά).β. τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «πήγε να τον κοροϊδέψει, αλλά αυτός στο τέλος του ’βαλε τα γυαλιά»· βλ. και φρ. βάζω γυαλιά·
- του περνώ τα γυαλιά, βλ. συνηθέστ. του βάζω τα γυαλιά·
- του φορώ τα γυαλιά, βλ. φρ. του βάζω τα γυαλιά·
- φορώ γυαλιά, βλ. φρ. βάζω γυαλιά·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί, βλ. λ. δρόμος.

δαχτυλάκι

δαχτυλάκι κ. δακτυλάκι το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. δάχτυλο], το μικρό δάχτυλο των χεριών ή των ποδιών: «κάποιος με πάτησε στο λεωφορείο και μου πονάει το δαχτυλάκι μου». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βάζω το δαχτυλάκι μου ή βάζω κι εγώ το δαχτυλάκι μου, α. επεμβαίνω κρυφά, βοηθώ, ιδίως μεροληπτικά, κάποιον: «δε θα ’παιρνε τη δουλειά, αν δεν έβαζες το δαχτυλάκι σου». β. είμαι συνυπεύθυνος, ιδίως για κάτι κακό: «εδώ που τα λέμε, αν δεν έβαζες κι εσύ το δαχτυλάκι σου, δε θα χρεοκοπούσε ο άνθρωπος»·
- βάλε μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βάλε μου τόσο όσο είναι και το πάχος ενός δάχτυλου και, κατ’ επέκταση, βάλε μου μια ελάχιστη ποσότητα: «βάλε μου κι εμένα ένα δαχτυλάκι απ’ αυτό το ουίσκι || θέλεις να σου βάλω απ’ αυτό το ουίσκι; -Ένα δαχτυλάκι». Εδώ συνήθως, χάριν αστεϊσμού, παίζεται το εξής θέατρο από εκείνον που του ζητούν να σερβίρει: θέλεις ένα δαχτυλάκι, πώς; Έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του σε οριζόντια θέση ή έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του κάθετα·
- δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου ή δεν κουνάω ούτε το μικρό μου το δαχτυλάκι, δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια για να πετύχω κάτι ή την παραμικρή ενέργεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να αποτρέψω κάτι: «πώς θέλεις να προκόψεις, απ’ τη στιγμή που δεν κουνάς ούτε το δαχτυλάκι σου! || εδώ εγώ πνίγομαι απ’ τη δουλειά κι αυτός δεν κουνάει ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι να με βοηθήσει || ενώ μπορούσε ν’ αποτρέψει το μάλωμα, δεν κούνησε ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί του, γιατί, γενικά, είναι κατά πολύ ανώτερός σου: «όσο και να καυχιέσαι, δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του». Συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου. Συνών. δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι·
- ένα δαχτυλάκι, ελάχιστη ποσότητα, ιδίως ποτού: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το ποτό, αλλά ένα δαχτυλάκι μου το επιτρέπει»·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, α. με την παραμικρή μου προσπάθεια: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, μπορώ να τον βάλω αμέσως σε μια θέση στο δημόσιο». β. με την παραμικρή μου θέληση: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, θα ’ρθει και θα πέσει στα πόδια μου || έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, έχω ό,τι θελήσω». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου· βλ. και φρ. έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- κρύβομαι πίσω απ’ το δαχτυλάκι μου, βλ. συνηθέστ. κρύβομαι πίσω απ’ το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, με μεγάλη ευχέρεια: «εσύ μπορείς να νικήσεις τον τάδε; -Με το μικρό μου δαχτυλάκι»·
- το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, φέρω σε πέρας με μεγάλη ευχέρεια αυτό που μου αναθέτουν: «αυτό που μου λες, το κάνω με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- το καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- το μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, τον καταβάλλω, τον νικώ με μεγάλη ευχέρεια: «αυτόν που μου δείχνεις τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- τον καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον παλεύω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του ή φτάνει να κουνήσει το μικρό του το δαχτυλάκι, είναι τόσο ισχυρός ή τόσο αγαπητός, που, και η παραμικρή επιθυμία που εκδηλώνει, γίνεται αμέσως από τους άλλους πράξη: «τον αγαπούν τόσο πολύ, που, ό,τι και να θελήσει, γίνεται αμέσως, φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του».  

δαχτυλήθρα

δαχτυλήθρα κ. δακτυλήθρα, η, ουσ. [<αρχ. δακτυλήθρα], η δαχτυλήθρα. 1. (στη γλώσσα της αργκό) η κωλοτρυπίδα: «έχωσα το μισό μου δάχτυλο μέσ’ στη δαχτυλήθρα του και δεν πήρε χαμπάρι ο παλιόπουστος». Από παρομοίωση του δακτυλίου του πρωκτού με την οπή της δαχτυλήθρας. 2. στον πλ. οι δαχτυλήθρες, (στη γλώσσα της αργκό) λωποδυτικό παιχνίδι παρόμοιο με τον παπά (βλ. λ.), μόνο που αντί για τρία παιγνιόχαρτα χρησιμοποιούσαν τρεις δαχτυλήθρες κι ένα κόκκο φακή. Σκέπαζαν τη φακή με τη μια δαχτυλήθρα, ύστερα μπέρδευαν ταχυδακτυλουργικά τις δαχτυλήθρες και, όποιος έβρισκε σε ποια δαχτυλήθρα από κάτω είναι η φακή κέρδιζε. (Λαϊκό τραγούδι: έπαιζα και δαχτυλήθρες κι εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες κι έτρωγες τα τάληρά μου μ’ άλλονε νοικοκυρά μου
- βάζω μια δαχτυλήθρα, (για ποτά) πολύ μικρή ποσότητα, ελάχιστο (όσο χωράει δηλ. μια δαχτυλήθρα): «του ζήτησα να μου δώσει να πιω λίγο και μου ’βαλε μια δαχτυλήθρα».

δάχτυλο

δάχτυλο κ. δάκτυλο, το, ουσ. [< δάκτυλα, πλ. του αρχ. δάκτυλος], το δάχτυλο. Υποκορ. δαχτυλάκι κ. δακτυλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- ακόμη βυζαίνει το δάχτυλό του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή, μια τέχνη, λόγω ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «είναι άμυαλο παιδί, γιατί, ενώ ακόμη βυζαίνει το δάχτυλό του, έρχεται να μου υποδείξει πώς θα επιδιορθώσω αυτό το μηχάνημα». Το ότι ακόμη βυζαίνει το δάχτυλό του παραπέμπει αμέσως στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν είχε η τσουτσού μου νύχι, θα ’ταν δάχτυλο, βλ. λ. τσουτσού·
- ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας! α. έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση σε κάτι που θεωρούμε αναμφισβήτητο: «όλοι μας μια μέρα θα πεθάνουμε, ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας! || ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, όλο το χρήμα της Ελλάδας σήμερα είναι συγκεντρωμένο στην Αθήνα!». β. έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση στην προσπάθειά μας να επανορθώσουμε κάποια ανακρίβεια που είπαμε ή κάποια πλάνη στην οποία υποπέσαμε: «ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, ο τάδε αποδείχτηκε καλύτερος απ’ όλους μας!»·
- βάζει δάχτυλο (ενν. στον κώλο του), είναι αισχρός, τιποτένιος: «πώς να έχει εμπιστοσύνη κανείς σ’ έναν άνθρωπο που βάζει δάχτυλο;». Από την εικόνα του ατόμου που έχει χάσει κάθε υπόληψη, γιατί βάζει το δάχτυλό του στον κώλο του υποκαθιστώντας το πέος·
- βάζω δάχτυλο, επεμβαίνω, βοηθώ: «δε θέλω να βάλει κανείς δάχτυλο, γιατί θέλω να τελειώσει μονάχος του τη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που προσπαθεί να πετύχει ένα κόμπο και βοηθιέται από κάποιον που με το δάχτυλό του πατάει το σημείο εκείνο στο οποίο μπλέκονται τα δυο σχοινιά ή οι κλωστές για να μη χαλαρώσουν·
- βάζω δάχτυλο (ενν. στο λαιμό μου, στο φάρυγγά μου), βάζω το δάχτυλό μου βαθιά στο λαιμό μου και πιέζοντας δυνατά από πάνω τη βάση της γλώσσας μου επιδιώκω να προκαλέσω εμετό: «κάθε φορά που νιώθω ανακάτωμα στο στομάχι μου και δεν έχω τα χάπια μου, βάζω δάχτυλο για να ηρεμήσω || είχε πιει πάρα πολύ κι έβαλε δάχτυλο για να τα βγάλει»·
- βάζω το δάχτυλό μου εις τον τύπο των ήλων, βλ. φρ. θέτω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπο των ήλων, λ. δάκτυλος·
- βάζω το δάχτυλό μου στην πληγή, ανακινώ δυσάρεστη υπόθεση: «πέρασαν οι παλιές μας έχθρες, γι’ αυτό δε θέλω πάλι να βάλω το δάχτυλό μου στην πληγή»·
- βάλε μου ένα δάχτυλο, (για ποτά) βλ. φρ. βάλε μου ένα δαχτυλάκι, λ. δαχτυλάκι·
- γλείφω τα δάχτυλά μου, βλ. φρ. να γλείφεις (και) τα δάχτυλά σου(!)·
- δε μύρισα τα δάχτυλά μου, δεν είχα τα δεδομένα για να μαντέψω, να προβλέψω κάτι: «πώς ήθελες να ξέρω πως θα ’ρθει κι ο τάδε στο χορό; Δε μύρισα τα δάχτυλά μου!». Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει τα δάχτυλά του για να καταλάβει από τι έχουν λερωθεί·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, ένιωσε κατάπληξη, μεγάλη αμηχανία: «μόλις με είδε να περνώ από μπροστά του αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα». Από το ότι η στάση αυτή είναι συνηθισμένη σε ανθρώπους που μένουν έκπληκτοι ή αμήχανοι·
- εμένα μη μου κουνάς το δάχτυλο, δεν ανέχομαι να μου μιλάς απειλητικά ή επιθετικά, γιατί δε σε φοβάμαι: «να πας σε άλλους να κάνεις τις αγριάδες σου κι εμένα μη μου κουνάς το δάχτυλο». Το εμένα, λέγεται με έμφαση. Από την εικόνα κάποιου που λόγω θέσης ή ισχύος, όταν μιλάει σε κάποιον ασθενέστερο, του κουνάει συγχρόνως απειλητικά το δείκτη του μπροστά στο πρόσωπό του·
- εμένα μη μου υψώνεις το δάχτυλό! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μιλάει απειλητικά ή απόθεση ισχύος , ενώ δεν έχει αυτή τη δυνατότητα ή αρμοδιότητα: «θα κάνω αυτό που νομίζω σωστό κι εμένα μη μου υψώνεις το δάχτυλο, γιατί δεν είμαι υπάλληλό σου!». Το εμένα, λέγεται με έμφαση. Από την εικόνα του ατόμου που, όταν απειλεί ή μιλάει σε κάποιον από θέση ισχύος, του μιλάει κουνώντας ταυτόχρονα και το δείκτη του μπροστά στο πρόσωπό του. Συνών. εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή(!)·     
- έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, με την παραμικρή προσπάθεια ή θέλησή μου: «έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, έρχεται αμέσως μπροστά μου || έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, μου φέρνει ό,τι του ζητήσω». Λέγεται ως ένδειξη κυριαρχίας μας πάνω σε κάποιο άτομο και συνοδεύεται με νεύμα του δείκτη όπως όταν καλούμε κάποιον κοντά μας·
- κρύβεται πίσω απ’ το δάχτυλό του, προσπαθεί να κρύψει κάτι που ξέρουν οι άλλοι γι’ αυτόν, προβάλλει διάτρητο άλλοθι ή φτηνή δικαιολογία για να αντιμετωπίσει μια ολοφάνερη αλήθεια ή πραγματικότητα που είναι σε βάρος του: «όλοι ξέρουμε πως είσαι χαρτοπαίχτης, μην κρύβεσαι λοιπόν πίσω απ’ το δάχτυλό σου και υποστηρίζεις πως δεν ξέρεις να παίζεις χαρτιά || μ’ αυτά που λες είναι σαν να προσπαθείς να κρυφτείς πίσω απ’ το δάχτυλό σου». Συνήθως η έκφραση συνοδεύεται με την τοποθέτηση του δείκτη κάθετα μπροστά στη μύτη και ανάμεσα στα μάτια·
- με το δάχτυλο στη σκαντάλη, βλ. λ. σκαντάλη·
- μετράει με τα δάχτυλα, είναι εντελώς αγράμματος: «μπορεί να μετράει με τα δάχτυλα ο άνθρωπος, αλλά δεν τον φτάνει κανείς στο εμπόριο»·
- μετράω στα δάχτυλα (του ενός χεριού), πρόκειται για κάτι πάρα πολύ λίγο, ελάχιστο: «μετράω στα δάχτυλα τις προμήθειες που έχουν απομείνει». (Λαϊκό τραγούδι: στερνό μου γλυκοχάραμα κι εσύ αυγή θλιμμένη, για ξημερώστε γρήγορα τον ήλιο ν’ αντικρίσω, γιατί μετράω στα δάχτυλα τις ώρες που θα ζήσω!
- μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού), πάρα πολύ λίγοι, ελάχιστοι: «αυτοί που είχαν μαζευτεί στη συγκέντρωση του τάδε κόμματος, ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού». Πολλές φορές, λέγεται με παράλληλη κίνηση με την οποία σηκώνουμε ασυναίσθητα ελαφρά την παλάμη μας και τη δείχνουμε προς το συνομιλητή μας·
- μετριούνται στα δάχτυλα (του ενός χεριού), βλ. φρ. μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού)·
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, να μην είσαι αχάριστος στους ευεργέτες σου: «πρέπει να είσαι υποχρεωμένος σ’ αυτούς που σε βοηθούν και να μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο»·
- να γλείφεις (και) τα δάχτυλα σου! α. (για φαγητά) που είναι νοστιμότατος: «φάγαμε έναν μουσακά, να γλείφεις και τα δάχτυλά σου!». Από την εικόνα του ατόμου, που, όταν κατά τη διάρκεια του φαγητού λερωθούν τα δάχτυλά του, επειδή είναι πολύ νόστιμο τα γλείφει αντί να τα σκουπίσει στην πετσέτα. β. (για πρόσωπα) που είναι πολύ όμορφος, πολύ ελκυστικός, πολύ ποθητός: «είχε μια γκόμενα μαζί του, να γλείφεις τα δάχτυλά σου!». Από την εικόνα του ατόμου, που υποτίθεται πως γλείφει τα δάχτυλα που ήρθαν σε επαφή με το σώμα του ατόμου το οποίο ποθεί.  Συνών. να γλείφεις (και) τα χείλη σου(!)·
- ξένος δάχτυλος, βλ. φρ. ξένος δάκτυλος·
- όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, βλ. φρ. όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα·
- όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα, α. έκφραση που θέλει να τονίσει πως όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν τον ίδιο χαρακτήρα: «αυτός που βλέπεις, έχει δυο παιδιά. Το ένα είναι τύπος και υπογραμμός, ενώ τ’ άλλο, απ’ όπου και να το πιάσεις, λερώνεσαι. -Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα». β. ειρωνική παρατήρηση για την ανισότητα που επικρατεί μεταξύ των ανθρώπων: «στον έναν ο Θεός τα δίνει με τη σέσουλα και στον άλλον με το σταγονόμετρο. -Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία, με την οποία επιδεικνύουμε τα δάχτυλα στο συνομιλητή μας. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις πονάει, δηλώνει πως οι γονείς αγαπούν το ίδιο όλα τους τα παιδιά: «δεν μπορώ να σου πω ποιο απ’ όλα τα παιδιά μου αγαπώ περισσότερο, γιατί, όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις, πονάει»·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, βλ. λ. μέλι·
- πατώ στα δάχτυλα (των ποδιών μου), βλ. φρ. περπατώ στα δάχτυλα (των ποδιών μου)·
- περπατώ στα δάχτυλα (των ποδιών μου), βλ. φρ. περπατώ στις μύτες (των ποδιών μου), λ. μύτη·
- πιάστηκε με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, βλ. λ. μαρμελάδα·
- τα δάχτυλά μου μύρισα; βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου·
- τα χρυσά δάχτυλα, λέγεται για άτομο, ιδίως μουσικό, που είναι πολύ επιδέξιο στο όργανο που παίζει: «μόλις τα χρυσά δάχτυλα του κιθαρίστα ακούμπησαν τις χορδές της κιθάρας του, μέσα στην αίθουσα απλώθηκε μια θεία μελωδία || τα χρυσά δάχτυλα του πιανίστα πετούσαν πάνω στα πλήκτρα του πιάνου»·
- το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), (για γνώσεις, επάγγελμα ή τέχνη) γνωρίζω, κατέχω απόλυτα, χειρίζομαι με μεγάλη άνεση: «τη φυσική (τη γεωμετρία, την αριθμητική κ.λπ.) την παίζω στα δάχτυλά μου || τα οικονομικά (τα μαθηματικά κ.λπ.) τα παίζω στα δάχτυλά μου || το επάγγελμα του γιατρού (του δικηγόρου, του αρχιτέκτονα κ.λπ.) το παίζω στα δάχτυλά μου || την τέχνη του χτίστη (του μηχανικού αυτοκινήτων, του μαραγκού κ.λπ.) την παίζω στα δάχτυλά μου»·
- τον δείχνουν με το δάχτυλο, είναι δακτυλοδεικτούμενος για καλό ή για κακό: «είναι τόσο καλός άνθρωπος, που όλοι τον δείχνουν με το δάχτυλο || είναι τόσο απατεώνας, που όλοι τον δείχνουν με το δάχτυλο». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πιστεύεις ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο για την παλικαριά μου
- τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, βλ. λ. μαρμελάδα·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στο μέλι, βλ. λ. μέλι·
- τον παίζω στα δάχτυλά (μου), α. (γενικά) είμαι κατά πολύ ανώτερος από κάποιον: «δεν τολμάει να παραβγεί μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον παίζω στα δάχτυλά μου». β. τον κάνω ό,τι θέλω, τον έχω υποχείριό μου: «όποιος και να μπλέξει μαζί του, σε λίγο τον παίζει στα δάχτυλά του». Συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να βρίσκεται με τη ράχη της προς τη γη και όλα τα δάχτυλα του χεριού να κινούνται ταχυδακτυλουργικά·
- τον τσάκωσα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, βλ. λ. μαρμελάδα·
- του βάζω δάχτυλο, α. τον ταλαιπωρώ, τον βασανίζω: «του ’βαλε δάχτυλο, μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει οδυνηρό πόνο, όταν κάποιος του βάλει το δάχτυλο στον πρωκτό του. β. τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «του ’βαλε δάχτυλο και του ’φαγε τα λεφτά». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την προβολή του μεγάλου δάχτυλου λυγισμένου στη μέση να κινείται σαν να μπαίνει κάπου· βλ. και φρ. βάζω δάχτυλο·
- τρώω δάχτυλο, α. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «τρώω δάχτυλο κάθε μέρα, για να τα φέρω βόλτα || έφαγα δάχτυλο, μέχρι να πάρω πίσω τα λεφτά που του δάνεισα». Από την εικόνα του ατόμου που υφίσταται το κωλοδάχτυλο, κάτι που είναι πολύ οδυνηρό. β. πέφτω θύμα απάτης, ξεγελιέμαι: «έφαγα δάχτυλο κι έχασα τα λεφτά μου». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την προβολή του μεγάλου δάχτυλου λυγισμένου στη μέση να κινείται σαν να μπαίνει κάπου.

διάβολος

διάβολος κ. διάολος, ο, πλ. διάβολοι κ. διάολοι κ. διαβόλοι κ. διαόλοι, οι κ. διαβόλια κ. διαόλια, τα, ουσ. [<διάβολος (=συκοφάντης) <διαβάλλω], ο διάβολος. 1. άνθρωπος με σκοτεινές και κακές προθέσεις, ο δόλιος, ο ύπουλος, ο κακεντρεχής, ο  μοχθηρός, ο σατανικός, που μηχανορραφεί σε βάρος άλλων, που επιδιώκει το κακό τους, την καταστροφή τους: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν το διάβολο, κατάστρεψε τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω, όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι). 2. άνθρωπος με οξυμμένη διάνοια, δραστηριότητα, πειθώ, ο πανέξυπνος, ο τετραπέρατος, ο καπάτσος, που πάντα βρίσκει τρόπο να ξεμπλέξει από κάποια δυσκολία: «είναι διάολος στη δουλειά του || είναι τόσο διάβολος, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να πετύχει αυτό που επιδιώκει || αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ανάθεσέ την στον τάδε, που είναι διάβολος». 3. πρόσωπο ή πράγμα που μας προκαλεί αναστάτωση, εκνευρισμό ή φθορά: «ήρθε πρωί πρωί στο σπίτι αυτός ο διάβολος ο κουνιάδος μου, κι ήθελε να κάνουμε κουβέντα για τα κληρονομικά || τι διάβολος είναι αυτός, που με ξεκουφαίνει τόση ώρα;». (Τραγούδι: όχι λέμε στην πρέζα, όχι σ’ αυτόν το διάολο, όχι λέμε στην πρέζα, όχι και στα σκληρά). 4α. ως επιφών. διάβολε! τέλος πάντων, επιτέλους: «διάβολε, κάνε μου τη χάρη να σταματήσεις αυτή τη γκρίνια!». β. έκφραση που δηλώνει μεγάλο θυμό ή εκνευρισμό: «διάβολε, πού ήσουν όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν! || θα σταματήσεις, επιτέλους, διάβολε αυτή την γκρίνια;». Υποκορ. διαβολάκι, το κ. διαβολάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 111 φρ.)·
- α στο διάβολο! ή άι στο διάβολο! α.  έκφραση αγανάκτησης ατόμου που συναντάει συνέχεια δυσκολίες στη δουλειά του ή γενικά που συναντάει δυσκολίες στη ζωή του: «άι στο διάβολο, όλα τα δύσκολα σε μένα θα τύχουν!». β. έκφραση ανακούφισης ατόμου που, επιτέλους, έφερε σε πέρας κάποια δύσκολη δουλειά ή που απαλλάχτηκε από κάποια δύσκολη δουλειά ή γενικά που πέρασαν οι δύσκολες μέρες και άρχισαν τα πράγματα στη ζωή του να του έρχονται ευνοϊκά: «άι στο διάβολο, τέλειωσα επιτέλους και μ’ αυτή τη γάγγραινα!». γ. ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής του ατόμου, εκφράζει έκπληξη ή αμφισβήτηση για καλό ή για κακό: «ο τάδε αγόρασε Μερσεντές. -Άι στο διάολο, αυτός μέχρι τα χτες δεν είχε να φάει! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Άι στο διάβολο, μέχρι πριν λίγο ήμασταν μαζί!». δ. έκφραση ειρωνείας σε κάποιον που μας λέει απίθανα ή απίστευτα πράγματα: «με παρακαλούσε η Μιμή Ντενίση να τα φτιάξει μαζί μου. -Άι στο διάβολο!». Πολλές φορές, στις δυο παραπάνω περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το ε. ε.έκφραση δυσφορίας σε κάποιο ενοχλητικό άτομο με την έννοια να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «άι στο διάβολο, απάλλαξέ μας επιτέλους απ’ την παρουσία σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου ή το ρε φίλε. στ. έκφραση εκνευρισμού και θυμού, ιδίως συχνή σε καβγάδες: «άι στο διάολο, που θα κάτσω ν’ ασχοληθώ κι άλλο μαζί σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε το βρε ή το μωρέ, και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το λέω ’γω. Συνών. α στην ευχή! ή άι στην ευχή!  / α στην οργή! ή άι στην οργή! / α στο δαίμονα! ή άι στο δαίμονα! / α στο καλό! ή άι στο καλό! / α στον κόρακα! ή άι στον κόρακα(!). Τέλος, κατάρα με την οποία στέλνουμε κάποιον στο διάβολο·
- αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια... ή αλλά βλέπεις ο διάβολος κι η σκούφια του Μιχάλη…, έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε κάποιο ατόπημά μας ή κάποια αποτυχία μας λόγω απροσδόκητων συμπτώσεων: «εγώ δεν είχα σκοπό ν’ απατήσω τη γυναίκα μου, αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια...», εννοείται με ξεγέλασαν και την απάτησα. Πρβλ.: ο διάβολος την έβαλε κι η σκούφια του Μιχάλη, προτού να κλείσει μια πληγή, να μου ανοίξει άλλη (Λαϊκό τραγούδι)·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), αν παρ’ ελπίδα γίνουν όλα έτσι όπως τα θέλω, αν τελικά επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες μου, χωρίς να έχω προηγουμένως βάσιμες υποψίες ή ενδείξεις για κάτι τέτοιο: «αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του και μου πέσει το λαχείο, θα τρελαθώ στα ταξίδια». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε ·
- άνθρωπος του διαβόλου, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, από έναν δύστροπο, από έναν κακότροπο, κακόπιστο άνθρωπο ό,τι μπορέσει να πάρει κανείς κέρδος είναι: «ό,τι και να σου δώσει αυτό το στραβόξυλο, πάρ’ το, γιατί απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, κέρδος είναι»·
- απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί, απόφευγε τους κακούς, τους κακόπιστους ανθρώπους, και όταν ακόμα είσαι σίγουρος πως δεν μπορούν να σε βλάψουν: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους παλιοαλήτες, γιατί απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί»·
- άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·
- άσ’ το να πάει στο διάβολο! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «αφού βλέπεις πως το μηχάνημα δε λειτουργεί, άσ’ το να πάει στο διάβολο!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’ τον να πάει στο διάβολο! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον, άφησέ τον: «αφού βλέπεις πως είναι παλιάνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο διάβολο!». Συνών. άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στην οργή! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στον κόρακα(!)·
- βλέπω το διάβολό μου, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «από μικρό παιδί βλέπω το διάβολό μου κάθε μέρα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα το διάβολό μου·
- βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα, αυτή την ώρα που επικοινωνούμε (τηλέφωνο, αλληλογραφία), σου μιλώ (σου γράφω), από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, από πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν προλαβαίνω να ’ρθω τόσο γρήγορα, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- βρίσκω το διάβολό μου, α. έχω να κάνω με άνθρωπο καταχθόνιο ή πανέξυπνο ή ασχολούμαι με πολύ δύσκολη δουλειά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, βρήκα το διάβολό μου, γιατί έχω συνέχεια προβλήματα μαζί του || μπλέχτηκα με μια δουλειά, που δεν την κάτεχα, και βρήκα το διάβολό μου. (Λαϊκό τραγούδι: μες την Αθήνα ξενυχτώ για σένα βρε μικρό μου και κάθε μέρα εγώ για σε, βρ’ αμάν, αμάν βρίσκω το διάβολό μου). β. καταταλαιπωρούμαι από κάποια κατάσταση ή σχέση, μπλέκομαι σε απρόσμενες δυσκολίες: «αποφάσισα να χτίσω κι εγώ ένα εξοχικό και βρήκα το διάβολό μου || έμπλεξα μ’ αυτή την τρελοπαντιέρα και βρήκα τον διάβολό μου»·
- δεν πάει στο διάβολο! δε νοιάζομαι, δεν ενδιαφέρομαι διόλου για κάποιον ή για κάτι: «αφού δεν ακούει τις συμβουλές σου, δεν πάει στο διάβολο! || αφού δεν ήταν δικό σου ο αναπτήρας, δεν πάει στο διάβολο!»·
- δεν πα(ς) στο διάβολο! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις ή τι θα απογίνεις ή πού θα πας: «όσον καιρό σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες πήγαιναν στου γάιδαρου τον κώλο, γι’ αυτό δεν πας στο διάβολο!». Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας απειλεί πως θα φύγει από το μέρος που βρισκόμαστε ή γενικά πως θα αποχωρήσει από κάπου: «αν επιμένεις περισσότερο στις θέσεις σου, εγώ θα φύγω. -Δεν πας στο διάβολο! || αν δε μου δώσεις τα λεφτά που θέλω, θα φύγω απ’ το συνεταιρισμό. -Δεν πας στο διάβολο!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λέω ’γω, και είναι αρκετές φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. γ. άφησέ με ήσυχο, μη με σκοτίζεις, μη με ενοχλείς περισσότερο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε, βρε ή το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω, και είναι αρκετές φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Τις πιο πολλές φορές, το τελικό σίγμα του ρ. δεν ακούγεται·
- δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ κάποιος άνθρωπος δείχνει όλη τη διάθεση να βάλει πρόγραμμα στη ζωή του και να συνετιστεί, εντούτοις, είναι πολλοί αυτοί που τον δελεάζουν και τον παρασύρουν στην άστατη ζωή: «το παιδί κάνει κάθε τόσο προσπάθειες να νοικοκυρευτεί, αλλά δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, γιατί όλο και κάποιος απ’ την παλιοπαρέα του το παρασέρνει». Συνών. η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει / κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει·
- διαβόλοι και τριβόλοι, χαρακτηρίζει τους επικίνδυνους ανθρώπους, τα κακοποιά στοιχεία: «έμπλεξε στη ζωή του με διαβόλους και τριβόλους κι απορώ πώς γλίτωσε τη φυλακή!». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα το Γεράσιμο από το Αργοστόλι, που μου ’δωσαν παράσημο διαβόλοι και τριβόλοι πώς μ’ έμπλεξες κυρά μου, πώς μ’ έκανες κυρά να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά
- διαβόλοι, τριβόλοι, περιληπτική έννοια, που χρησιμοποιούμε για να συμπεριλάβουμε στο λόγο μας ανθρώπους διαφόρων τάξεων, ειδικοτήτων, εθνικοτήτων που συνοδεύουν, χωρίς να κατονομάζονται ακριβώς, αυτούς που έχουμε ήδη αναφέρει με το όνομα τους . Η περιληπτική έννοια εξηγείται, είτε γιατί η αναλυτική θα αποτελούσε πλεονασμό είτε γιατί δεν αξίζει τον κόπο είτε γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός της φράσης μας: «βέβαια, ήταν κι άλλοι μαζεμένοι στη δεξίωση, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, διαβόλοι, τριβόλοι || εκτός απ’ αυτούς που σας είπα, συναντήσαμε Γάλλους, Άγγλους, Πορτογάλους, διαβόλους, τριβόλους, δεν μπορέσαμε όμως να συνεννοηθούμε με κανέναν»· βλ. και φρ. διαβόλια τριβόλια, λ. διαβόλια·
- δικηγόρος του διαβόλου, α. λέγεται για κάποιον που αγωνίζεται να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους ή σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις, ή που προσπαθεί να τους τα συμβιβάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται: «να δεις που στο τέλος όλοι θα τα βρουν μεταξύ τους κι όπως συμβαίνει πάντα, ο μόνος που θα βγει εκτεθειμένος θα είναι ο δικηγόρος του διαβόλου». β. αυτός που δεν υπηρετεί στην πραγματικότητα τη δικαιοσύνη και την αλήθεια αλλά το συμφέρον του, αυτός που διαστρεβλώνει τα γεγονότα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα σοφιστικά και πειστικά για να υπερασπιστεί κάτι ή κάποιον: «αφού το βλέπεις ξεκάθαρα πως έχεις άδικο, γιατί συνεχίζεις να το παίζεις δικηγόρος του διαβόλου;» βλ. φρ. κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, α. λέγεται σε περίπτωση ανεξήγητης αναστάτωσης ή ανεξήγητης διχόνοιας που προκαλείται, ιδίως σε μια παρέα ή οικογένεια, και που αποδίδεται στην παρέμβαση διαβολικών δυνάμεων, στο χτύπημα της ουράς του διαβόλου: «μα τι έγινε ξαφνικά και μπερδευτήκαμε όλοι έτσι στα καλά καθούμενα! Έβαλε ο διάβολος την ουρά του;». Από τη θρησκευτική εικονογραφία, όπου, συνήθως, η ουρά του διαβόλου παρουσιάζεται να καταλήγει σε αιχμή βέλους και υπονοείται ότι με το χτύπημά της, δημιούργησε αναστάτωση σε μια ομήγυρη ή στο άτομο που δέχτηκε το χτύπημά της. β. λέγεται για άτομο που αρχίζει ξαφνικά να ενεργεί παράλογα ή ερειστικά: «ξαφνικά, άλλαξε εντελώς στάση και συμπεριφορά απέναντί μας, λες κι έβαλε ο διάβολος την ουρά του». (Λαϊκό τραγούδι: έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι και σου πήρε τα μυαλά σου μέσα απ’ το κεφάλι). γ. η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ περιμέναμε να εξελιχθεί ομαλά, ξαφνικά μας δημιουργεί προβλήματα (λες και παρενέβη ο διάβολος): «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά, στράβωσε η δουλειά, λες κι έβαλε ο διάβολος την ουρά του»·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. φρ. έβαλε ο διάβολος την ουρά του. Εδώ γίνεται αναφορά στο κακό ποδαρικό (βλ. λ.)·
- είδα το διάβολό μου, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από του χάρου τα δόντια: «έπεσα με τ’ αυτοκίνητο πάνω στην κολόνα κι είδα το διάβολό μου». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω το διάβολό μου ·
- είμαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. φρ. βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα·
- είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, μένει ή κατάγεται από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «αυτός είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, πώς να ’ρθει εδώ; || ήρθε στην πόλη μας από μια χώρα που είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- είναι για το διάβολο πεσκέσι, το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ κακής ποιότητας: «αγόρασε μια τηλεόραση, που είναι για το διάβολο πεσκέσι». Πρόκειται δηλαδή για πράγμα που το προορίζουμε ως δώρο στο διάβολο, οπότε αποκλείεται να είναι καλής ποιότητας· βλ. και φρ. είναι του διαβόλου πεσκέσι·
- είναι διάβολος με κέρατα, είναι πολύ κακός, πολύ πανούργος και μοχθηρός: «σε συμβουλεύω να τον προσέχεις πολύ, γιατί είναι διάβολος με κέρατα και μπορεί να σου κάνει μεγάλη ζημιά»·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι διάβολος σωστός ή είναι σωστός διάβολος, λέγεται για πολύ δραστήριο, για πολύ έξυπνο άτομο: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, την τελειώνει στο πι και φι, γιατί είναι διάβολος σωστός»· βλ. και φρ. είναι διάβολος με κέρατα·
- είναι διαβόλου γέννα, α. είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός, είναι άτομο που επιδιώκει πάντα το κακό του άλλου: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι διαβόλου γέννα και θα ’χεις μπλεξίματα». β. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αλλά χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για να εξαπατά τους άλλους: «μην κάνεις συνεταιρισμό μαζί του, γιατί είναι διαβόλου γέννα και θα σε ρίξει»·
- είναι διαβόλου θηλυκό, βλ. λ. διαβολοθήλυκο·
- είναι διαβόλου κάλτσα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα. Εδώ ίσως υπολανθάνει η εικόνα του παράνομου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δράσης του φοράει στο κεφάλι του μια νάιλον κάλτσα, που αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, για να μην μπορεί να αναγνωριστεί, προσδίνοντας παράλληλα σ’ αυτά και μια διαβολική όψη·
- είναι διαβόλου σπέρμα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι διαβόλου σπορά, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι διαβόλου φύτρα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός και μας παρουσιάζεται με ανθρώπινο παρουσιαστικό, για να πετύχει κάποιο σκοπό του σε βάρος μας: «μην πιστεύεις τα περί φιλίας και τα παρόμοια που σου λέει, γιατί είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος και θα σου τη φέρει χωρίς να το καταλάβεις». Πολλές φορές το ο τονισμένο·
- είναι σκέτος διάβολος, έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση στις θετικές ή αρνητικές ικανότητες κάποιου: «είναι σκέτος διάβολος στις εμπορικές επιχειρήσεις || είναι σκέτος διάβολος στις απατεωνιές»·
- είναι του διαβόλου πεσκέσι, είναι πολύ ανήθικος, δόλιος και επικίνδυνος: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι του διαβόλου πεσκέσι και δε θα καταλάβεις πότε θα σου κάνει το κακό». Πρόκειται δηλαδή για άτομο που μας έκανε δώρο ο διάβολος, οπότε αποκλείεται να είναι καλός· βλ. και φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι·
- έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα, έρχομαι από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, από πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «να κάτσω λίγο να ξεκουραστώ, γιατί έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), α. μετά από καιρό αναμονής ή μετά από αλλεπάλληλες ατυχίες ή δυσκολίες, ήρθαν όλα έτσι όπως τα ήθελα ή όπως τα περίμενα, πέρασαν πια οι δυσκολίες: «μετά από τόσα κεσάτια, έσπασε ο διάβολος το πόδι του και πήρα εκείνη τη δουλειά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται του ρ. και άλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους. β. δε δημιουργήθηκε η νέα δυσκολία ή το νέο εμπόδιο που αναμενόταν, ή ξεπεράστηκε η δυσκολία ή το εμπόδιο που είχε προκύψει: «έσπασε ο διάβολος το πόδι του και δεν έπεσε κι η γέφυρα απ’ τις πλημμύρες || έσπασε ο διάβολος το πόδι του και του ’πεσε ο πυρετός». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται του ρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρ. της φρ. το ευτυχώς·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. φρ. αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του)·
- έχει το διάβολο μέσα του, α. είναι ικανότατος, πανέξυπνος, τετραπέρατος, δαιμόνιος: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, την φέρνει σε πέρας, γιατί έχει το διάβολο μέσα του». β. είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να παραμείνει άπραγος, θέλει πάντα να ασχολείται με κάτι, έχει ακατάβλητη ενεργητικότητα: «απ’ την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι αργά το βράδυ, όλο και με κάτι θέλει ν’ ασχολείται, γιατί έχει το διάβολο μέσα του». Συνών. έχει το δαίμονα μέσα του / έχει το σατανά μέσα του·
- η βδομάδα του διαβόλου, βλ. λ. διαβολοβδομάδα·
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, βλ. λ. γυναίκα·
- η σκούφια του είναι γεμάτη διαβόλους, βλ. λ. σκούφια·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά: «αν ξαναπιάσεις την οικογένειά μου στο στόμα σου, θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει!»·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα! θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά, όπως σου αξίζει: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που σε γένναγαν ή που σε γέννησαν ή που σε πέταγαν·
- θέλει ν’ αγιάσει, αλλά δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι, βλ. φρ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ θέλουμε να κάνουμε ενάρετη ζωή, μας εμποδίζουν οι ισχυρές σεξουαλικές μας επιθυμίες·
- κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα, το σπίτι μου βρίσκεται σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν μπορούμε να τον επισκεφτούμε εύκολα, γιατί κάθεται στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, α. προσπαθώ να κρατήσω τις ισορροπίες ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους ή ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις ή προσπαθώ να τους τα συμβιβάσω όσο πιο ανώδυνα γίνεται: «επιτέλους, βρείτε τα, ρε παιδιά, γιατί κουράστηκα τόσον καιρό να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου». β. υπερασπίζομαι τα δικά μου συμφέροντα ή κάποιου άλλου, χωρίς να σημαίνει πως έχω πάντα δίκιο: «μια και πληρώνομαι απ’ την τάδε εταιρία, είμαι υποχρεωμένος να κάνω το δικηγόρου του διαβόλου κι ό,τι αποφασίσει το δικαστήριο». γ. παρεμβαίνω σε μια συζήτηση και υποστηρίζω μια άποψη που ανατρέπει τις ισορροπίες της κουβέντας, χωρίς να σημαίνει πως είναι απαραίτητα αυτή που υιοθετώ στη ζωή μου και γενικά, παίρνω θέση αντίθετη από αυτή που πιστεύω: «με συγχωρείτε, που θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, αλλά γιατί δε σκέφτεστε μα τον βάλετε φυλακή;»·
- κάνω το συνήγορο του διαβόλου, βλ. φρ. κάνω το δικηγόρο του διαβόλου·
- μένω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. φρ. κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, άρχισε ξαφνικά να συμπεριφέρεται εχθρικά ή παράλογα προς τους άλλους, αλλά και προς τον εαυτό του: «ήταν τόσο συνετό παιδί και ξαφνικά άρχισε να κάνει ένα σωρό τρελά πράγματα, λες και μπήκε ο διάβολος μέσα του»·
- να με παρ’ ο διάβολος! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με τον εαυτό του: «να με παρ’ ο διάβολος, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ η οργή! / να με πάρ’ ο δαίμονας! / να με πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πάρ’ ο διάβολος! (γενικά) έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «να παρ’ ο διάβολος, τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: να πάρει ο διάβολος, κι απόψε πάλι τα ίδια, οι νοσταλγίες μου οι άρρωστες με ζώσανε σαν φίδια). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου και πιο σπάνια το που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, που και κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ η οργή! / να πάρ’ ο δαίμονας! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να σε παρ’ ο διάβολος! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με κάποιον: «να σε παρ’ ο διάβολος, σταμάτα, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ η οργή! / να σε πάρ’ ο δαίμονας! / να σε πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πας στο διάβολο! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις, τι θα απογίνεις ή πού θα πας. Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω . Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε, και είναι φορές που, μετά το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε, ακούγεται για περισσότερη έμφαση και το κι ακόμα παραπέρα. β. λέγεται και ως κατάρα. (Λαϊκό τραγούδι: άιντα δε σε θέλω πια στο διάβολο να πας κι εσύ κι η μαμάκα σου κι ο πούστης π’ αγαπάς). Συνών. να πας στ’ ανάθεμα! / να πας στα κομμάτια! / να πας στα τσακίδια! / να πας στα τσακίδια! / να πας στον αγύριστο! / να πας στον εξαποδώ(!)·
- να πας στου διαβόλου τη μάνα! έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε, και είναι αρκετές φορές που, μετά το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε, ακούγεται για περισσότερη έμφαση και το κι ακόμα παραπέρα·
- ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πουλούσε, λέγεται για τους παμπόνηρους, τους καπάτσους, που μπορούν να καταφέρνουν τα πάντα με την εξυπνάδα τους: «μα πώς χωρίς τίποτα τα καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να βγάζει λεφτά; -Ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πουλούσε, αγόρι μου!»·
- ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του, ο κακοποιός, ο παράνομος, ο εκτός νόμου άνθρωπος, δε βλάπτει αυτόν που τον βοηθάει, που τον υποθάλπει: «όλοι οι απατεώνες αλληλοϋποστηρίζονται, γιατί ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του»·
- ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να κάνει, τότε ασχολείται με οτιδήποτε για να περάσει η ώρα του ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, κάνει ανοησίες, απερισκεψίες·
- ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε, λέγεται για εκείνους, που, όταν ήταν νέοι έκαναν έκλυτη ζωή και, μόλις γέρασαν, απαρνήθηκαν λόγω αδυναμίας τα εγκόσμια ή έγιναν υποχρεωτικά ευσεβείς: «όταν ήταν νέος οργίαζε, και τώρα που μεγάλωσε, τη βγάζει στο μπαλκόνι του. -Ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε || στα νιάτα του ήταν μέσα σ’ όλες τις ανωμαλίες, και τώρα που μεγάλωσε, δε φεύγει απ’ την εκκλησία. -Ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε»· βλ. και φρ. όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, δηλώνει πως η γυναίκα είναι πολυμήχανη και σε συνδυασμό με την ομορφιά της γίνεται, πολλές φορές, επικίνδυνη: «εγώ δεν κάνω το μάγκα στη γυναίκα, κι όταν δημιουργείται κάποια διαφορά μεταξύ μας προσπαθώ με ήρεμο τρόπο να τα συμβιβάσω, γιατί ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε»·  
- ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, πρέπει να ενεργεί κανείς με μεγάλη υπευθυνότητα και σωφροσύνη, να επαγρυπνεί συνέχεια, γιατί δεν ξέρει πώς και πότε θα ξεσπάσει το κακό: «πρόσεχε να μελετήσεις καλά τα συμβόλαια, πριν τα υπογράψεις, γιατί ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια»·
- ο διάβολος να σκάσει! (ενν. εγώ θα το κάνω), οπωσδήποτε, το δίχως άλλο: «ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα την παντρευτώ!»·
- ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο, λέγεται γι’ αυτούς που οργανώνουν παρασκηνιακά διάφορες σκευωρίες, διάφορες συνωμοσίες: «τον βλέπεις έτσι κύριο και ήρεμο άνθρωπο, αλλά κινείται μυστικά κι αθόρυβα κι είναι ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει, ο έξυπνος άνθρωπος ζει φρόνιμα όταν αντιληφθεί πως εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του: «άσε τα κοριτσόπουλα μπάρμπα Γιώργο, γιατί, όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει». Συνών. σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά· βλ. και φρ. ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. φρ. απ’ του διαβόλου την αυλή μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί·
- πάει κατά διαβόλου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πάει στο διάβολο, είναι κάπως ανεκτό: «το να ’ρχεται κάθε τόσο και να τον βοηθάω, πάει στο διάβολο, αλλά να ’ναι κι αχάριστος από πάνω, ε, αυτό πάει πολύ!»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- πάω κατά διαβόλου, α. βαδίζω προς την καταστροφή, χάνομαι, καταστρέφομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτή την παρέα, πάει κατά διαβόλου αυτό το παιδί». β. καταστρέφομαι οικονομικά, χρεοκοπώ: «όταν καταπιάστηκε με δουλειά που δεν τη γνώριζε, πήγε κατά διαβόλου». γ. τσακώνομαι διαρκώς με κάποιον, δεν ταιριάζουν τα χνότα μας, ερχόμαστε σε σύγκρουση: «από τότε που γύρισα απ’ τη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζα, πάμε κατά διαβόλου με τους γονείς μου»·
- πάω στου διαβόλου τη μάνα, έχω να κάνω πολύ μακρινή πορεία, μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου: «ξεκίνησα πολύ πρωί, γιατί έπρεπε να πάω στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της πορείας, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- πεταλώνει και το διάβολο, είναι ικανότατος, πανέξυπνος, πολύ καπάτσος: «δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πεταλώνει και το διάβολο»·
- πήγε στο διάβολο, α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε. β. έκφραση ανακούφισης για την αναχώρηση ύστερα από πολλή ώρα κάποιου ανεπιθύμητου προσώπου από το χώρο μας. Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Συνών. πήγε στ’ ανάθεμα! / πήγε στα κομμάτια! / πήγε στα τσακίδια / πήγε στα τσακίδια! / πήγε στον αγύριστο! / πήγε στον εξαποδώ(!)·
- πήγαινε στο διάβολο! βλ. φρ. άι στο διάβολο(!)·
- πούλησε (και) την ψυχή του στο διάβολο, βλ. λ. ψυχή·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει βάλει με τον εαυτό του: «που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! έκφραση εκνευρισμένου ή  αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει βάλει με κάποιον: «που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει, όλο μέσ’ στα πόδια μου μπλέκεσαι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο διάβολο είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο διάβολο είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω από το μεσημέρι! || πού στο διάβολο είναι το στιλό μου και δεν έχω να γράψω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο διάβολο ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο διάβολο ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / που στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο διάβολο πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο διάβολο πήγε το στιλό μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο διάβολο πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο διάβολο πήγες και σ’ έψαχνα όλο το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς στο διάβολο! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο διάβολο ζουν μέσα σε τόση φτώχεια, είναι άξιο απορίας!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο διάβολο τα κατάφερες κι ήρθες με τέτοιο παλιόκαιρο!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- σκάει διάβολο ή σκάει και διάβολο, α. είναι ή γίνεται πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός με την επιμονή του για να πετύχει κάτι από κάποιον: «αν δεν του δώσεις αυτό που του ’ταξες, σκάει διάβολο μέχρι να το πετύχει». β. δυσκολεύεται πολύ να κατανοήσει κάτι που του λέμε, είναι πολύ αργόστροφος: «μέχρι να καταλάβει τι του λες, σκάει διάβολο»·
- σκάσε διάβολε! α. επιτέλους, πάψε να μιλάς: «σκάσε διάβολε, γιατί δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια σου!». β. έκφραση αγανάκτησης από συνεχιζόμενο φτέρνισμα δικό μας ή διπλανού μας, που έχει γίνει πια ενοχλητικό, αλλά λέγεται και με εξορκιστική διάθεση·
- στο διάβολο! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί. Συνών. στ’ ανάθεμα! / στα κομμάτια! / στα τσακίδια(!)·
- στου διαβόλου τη μάνα, α. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού μένεις ή πού πας και εννοεί μια πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο. β. απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου πού να πάω.Αν ο ερωτώμενος θέλει να επιτείνει το μέγεθος της αδιαφορίας του, τότε η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα ·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα. (Λαϊκό τραγούδι: στου διαβόλου τα ’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο). Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «τζάμπα μιλάς, γιατί όσα λες τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, βλ. λ. κερί·
- τι στο διάβολο! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στο διάβολο κάνει τόση ώρα και δεν έρχεται». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο διάβολο έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο διάβολο έγινε ο αναπτήρας μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο καλό έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο διάβολο έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο διάβολο έγινες όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι στο διάβολο θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο διάβολο θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο διάβολο κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- το τρίγωνο του διαβόλου, βλ. λ. τρίγωνο·
- το ’φερε ο διάβολος, βλ. συνηθέστ. το ’φερε η κακιά ώρα, λ. ώρα·
- τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, λέγεται σε περίπτωση που ένα άτομο επιδιώκει με κάθε τρόπο να μην συναντήσει κάποιον ή που αποφεύγει συστηματικά μια κατάσταση λόγω υπερβολικής απέχθειας: «αν θα ’ναι κι ο τάδε, δε θα ’ρθει, γιατί τον αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι || έχει τόσο πολύ υποφέρει μέσα στα νοσοκομεία από διάφορες αρρώστιες που, όταν χρειαστεί να πάει επίσκεψη σε νοσοκομείο, το αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι». Από το ότι ο διάβολος, σύμφωνα με τη σχετική φιλολογία, αποφεύγει συστηματικά το λιβάνι, γιατί, καθώς αυτό έχει ένα χαρακτηριστικό άρωμα, χρησιμοποιείται σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις·
- τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα σ’ εκτιμώ βαθύτατα, αλλά τον φίλο σου τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν σου είπε πως θέλει νε με δείρει, πες του πως τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον έχω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. φρ. τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο·
- τον καβαλίκεψαν οι διαβόλοι, άρχισε να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, τρελά, δαιμονισμένα: «εκεί που καθόμασταν ήσυχα και μιλούσαμε, ξαφνικά τον καβαλίκεψαν οι διαβόλοι και δεν άφησε τίποτα όρθιο μέσ’ στο μαγαζί»·
- τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε, α. τιμωρήθηκε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις τον έπιασαν να βάζει χέρι στο ταμείο, τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε». β. έπαθε μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά, καταστράφηκε οικονομικά: «έμπλεξε με κάτι απατεώνες για να κάνουν δήθεν κάτι δουλειές, και τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τον πατέρα ή με το τον πατέρα και τη μάνα. (Τραγούδι: ποιος ξέρει τώρα να μου πει ποιαν αποφράδα μέρα μας πήρε και μας σήκωσε ο διάολος τον πατέρα; Και οι δεσποτάδες νταχτιρντί και γύρω γύρω όλοι μπουκάραν οι Οθωμανοί και πήρανε την Πόλη
- τον πιάνει ο διάβολος, ενεργεί σαν τρελός, σαν δαιμονισμένος: «όταν τον πιάνει ο διάβολος, είναι να μην κάθεσαι κοντά του, γιατί δεν ξέρεις τι θα σου προκύψει»·
- τον έστειλα κατά διαβόλου, βλ. φρ. τον έστειλα στο διάβολο·
- τον έστειλα στο διάβολο, α. τον έδιωξα ύστερα από ακατάσχετο υβρεολόγιο, τον διαβολόστειλα: «μ’ είχε φέρει μέχρι δω πάνω με τις ανοησίες του, και τον έστειλα στο διάβολο». β. έπαψα να ενδιαφέρομαι για κάποιον, αδιαφορώ τελείως: «αφού δεν εννοούσε να βάλει μυαλό, τον έστειλα κι εγώ στο διάβολο». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της αδιαφορίας μας, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Συνών. τον έστειλα στ’ ανάθεμα / τον έστειλα στα τσακίδια·
- τον στέλνω στου διαβόλου τη μάνα, α. τον στέλνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο. β. (συνήθως για στρατιωτικούς ή δημόσιους υπαλλήλους) τον μεταθέτω σε κάποια πολύ μακρινή πόλη ή χωριό, του κάνω δυσμενή μετάθεση: «η υπηρεσία του τον έστειλε στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- τον (το) φοβάται, όπως ο διάβολος το λιβάνι, βλ. φρ. τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, πρέπει να καλοπιάνει κανείς περισσότερο κάποιο επικίνδυνο άτομο, από το οποίο ενδέχεται να πάθει κάποιο κακό παρά ένα καλό και αγαθό άτομο: «αν είναι μούτρο, όπως λες, αυτός που νοίκιασε το διπλανό διαμέρισμα, για καλό και για κακό του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα»·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, τιμωρήθηκε πολύ σκληρά, όπως του άξιζε, παραδειγματικά: «μόλις τον έπιασε τ’ αφεντικό του να κάνει πάλι κοπάνα, του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το που τον γένναγαν ή το που τον γέννησαν ή το που τον πέταγαν·
- τραβώ το διάβολό μου, παιδεύομαι πάρα πολύ, καταταλαιπωρούμαι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα, τραβώ το διάβολό μου, γιατί η γυναίκα μου μου βγήκε πολύ γκρινιάρα || τράβηξα το διάβολό μου, μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μες την ταβέρνα ξενυχτώ για σένα, βρε μικρό μου, και κάθε μέρα εγώ για σε τραβώ το διάβολό μου
- τρέχω στου διαβόλου τη μάνα, πηγαίνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «τρέχω στου διαβόλου τη μάνα για να πλασάρω το εμπόρευμα». Πολλές φορές, για να επιτείνει το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Η φρ. συνήθως λέγεται από εμπόρους ή πλασιέ·
- φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, φτάνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «ξεκίνησε για ένα ταξιδάκι κι έφτασε στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Η φρ. συνήθως λέγεται από εμπόρους, πλασιέ ή ταξιδευτές.

δίαιτα

δίαιτα, η, ουσ. [<αρχ. δίαιτα], η δίαιτα. 1. τρόπος ζωής: «ο γιατρός μου σύστησε ν’ αλλάξω δίαιτα, ξέρεις τώρα, τα γνωστά, να κόψω το κάπνισμα, το ποτό, το ξενύχτι και ν’ αρχίσω να αθλούμαι». 2. η στέρηση των αναγκαίων αγαθών ή απολαύσεων λόγω έλλειψης χρημάτων: «τον τελευταίο καιρό με τις αναπαραδιές που με δέρνουν, έχω τρελαθεί στη δίαιτα». Από την εικόνα του αρρώστου, που υποχρεωτικά διατρέφεται συντηρητικά·
- είμαι στη δίαιτα, περνώ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και για το λόγο αυτό δεν απολαμβάνω τη ζωή: «απ’ τον καιρό που έπεσα έξω στη δουλειά, είμαι συνεχώς στη δίαιτα»·
- μ’ έχει στη δίαιτα, (και για τα δυο φύλα) το ερωτικό μου ταίρι μου στερεί τη σεξουαλική επαφή, ιδίως για λόγους συνετισμού ή τιμωρίας: «κάθε φορά που μαλώνουμε, μ’ έχει στη δίαιτα η άτιμη». Συνών. μ’ έχει στην πείνα·
- μ’ έχουν στη δίαιτα, με απομονώνουν από την παρέα, δε με συναναστρέφονται: «επειδή νομίζουν πως τους κάρφωσα, μ’ έχουν στη δίαιτα». Συνών. δε με παίζουν·
- με βάζει στη δίαιτα, βλ. φρ. μ’ έχει στη δίαιτα·
- με βάζουν στη δίαιτα, βλ. φρ. μ’ έχουν στη δίαιτα·
- το ρίχνω στη δίαιτα, τρώω συντηρητικά ή επιλεγμένα είτε για λόγους υγείας είτε για λόγους αδυνατίσματος: «κάθε φορά που πονάει το στομάχι μου, το ρίχνω στη δίαιτα || θα το ρίξω στη δίαιτα, γιατί παραπάχυνα»·
- τον βάζω στη δίαιτα, βλ. φρ. τον έχω στη δίαιτα·
- τον έχω στη δίαιτα, παύω να τον κάνω παρέα ή παύω να τον βοηθώ οικονομικά για διάφορους λόγους: «επειδή ποτέ δε μου ’κανε ούτε ένα χατίρι, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω στη δίαιτα».

διαπασών

διαπασών, η, ουσ. [<αρχ. διαπασῶν (= ἡ διὰ πασῶν τῶν χορδῶν μουσική συμφωνία)], η διαπασών· πολύ δυνατός τόνος φωνής ή οργάνου: «κάθε φορά που κάνει μπάνιο, τραγουδάει στη διαπασών κι ακούγεται σ’ όλη την πολυκατοικία»·
- ανοίγει στη διαπασών, βλ. φρ. βάζει στη διαπασών·
- βάζει στη διαπασών, ανοίγει τον ήχο του ραδιοκασετόφωνου, του ραδιόφωνου ή της τηλεόρασής του σε πολύ δυνατό τόνο: «επειδή δεν ακούει καλά, βάζει στη διαπασών την τηλεόρασή του και δε μας αφήνει να κοιμηθούμε»·
- έχει στη διαπασών, βλ. φρ. βάζει στη διαπασών.

δικηγόρος

δικηγόρος κ. δικεόρος, ο, θηλ. δικηγορίνα, η (βλ. λ.), ουσ. [<μτγν. δικηγόρος <δίκη + αγορεύω], ο δικηγόρος. 1. αυτός που έχει το χάρισμα του λέγειν, ο εύγλωττος, ο ρήτορας: «όταν ανοίγει το στόμα του, σκέτος δικηγόρος ο αφιλότιμος!». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η κοκαΐνη «όταν έχει δικηγόρο μαζί του, κάνει μπαμ από χίλια μέτρα μακριά». Υποκορ. δικηγοράκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- βάζω δικηγόρο, αναθέτω σε δικηγόρο κάποια υπόθεσή μου: «έβαλα δικηγόρο να διαπραγματευτεί την αγορά ενός οικοπέδου»·
- βάλε δικηγόρο, α. (στη γλώσσα της αργκό) άλλαξε τακτική, γιατί, αν συνεχίσεις με τον ίδιο τρόπο, δεν έχεις καμιά ελπίδα να γίνει η δουλειά σου: «όπως τα ’κανες τώρα τα πράγματα, βάλε δικηγόρο». β. η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και επιβάλλεται η παρουσία κάποιου ειδικού για να βρεθεί λύση: «αφού βλέπεις πως δεν τα καταφέρνεις μόνος σου σ’ αυτά τα λεπτά ζητήματα, βάλε δικηγόρο να δεις την υγειά σου!». Από το ότι τις δύσκολες υποθέσεις του κάποιος τις αναθέτει στο δικηγόρο του·
- δε θέλω δικηγόρο ή δε θέλουμε δικηγόρο, βλ. φρ. δικηγόρο σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε δικηγόρο ή δε σε βάλανε δικηγόρο, βλ. φρ. δικηγόρο σε βάλαμε(;)·
- δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; λέγεται επιθετικά σε άτομο που, σε μια διαφορά ή σε έναν διαπληκτισμό μας με κάποιον, παίρνει απρόσκλητος το μέρος του ενός ή του άλλου ή εκφέρει τη γνώμη του για το ποιος έχει δίκαιο ή άδικο. Πολλές φορές, η επιθετική αυτή έκφραση εκφέρεται και από τους δυο διαπληκτιζόμενους. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ γιατί χώνεσαι ή το εσύ τι χώνεσαι. Συνών. καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; / κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; / κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; / ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; / χωροφύλακα σε βάλαμε; ή χωροφύλακα σε βάλανε(;)·
- δικηγόρος του διαβόλου, βλ. λ. διάβολος·
- κάνει για δικηγόρος, έχει μεγάλη ευχέρεια στο λέγειν, είναι πολύ εύγλωττος: «έχει τόσο ωραίο λέγειν, που κάνει για δικηγόρος»·  
- κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, βλ. λ. διάβολος·
- ο δικηγόρος δικηγόρεψη δε θέλει, αυτός που ξέρει καλά τη δουλειά του ή που είναι καλά ενημερωμένος σε κάποιο επίμαχο θέμα, δεν έχει ανάγκη από τη βοήθεια κανενός: «όταν ασχολείται με κάτι το κατέχει απόλυτα κι έτσι ο δικηγόρος δικηγόρεψη δε θέλει»·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
-στους δικηγόρους να τα δώσεις! κατάρα υπό τύπο αστεϊσμού σε κάποιον που μας κέρδισε σημαντικό χρηματικό ποσό, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιγνίδι, και που κυριολεκτούμε, όταν αντιληφθούμε πως μας το κέρδισε με δόλο. Είναι και φορές που ακούγεται απλώς στους δικηγόρους! Συνών. στους γιατρούς να τα δώσεις!

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

δράμι

δράμι, το, ουσ. [<αραβ. dirhem <ελλ. σπάνιο δράχμιον, υποκορ. του ουσ. δραχμή], παλιά μονάδα βάρους (=1/400 της οκάς). (Λαϊκό τραγούδι: πιάσε δυο δράμια προυσαλιό και πέντε μυρωδάτο και δώσε να φουμάρουνε τ’ αδέρφια εκεί κάτω). Παρόλο που το δράμι έχει βγει από τη ζωή μας ως μονάδα βάρους από τα πρώτα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εντούτοις παραμένει ως έννοια και χρησιμοποιείται στις φρ. που ακολουθούν·
- δε βάζει δράμι απάνω του (ενν. κρέας), δεν μπορεί να παχύνει: «κάθε μέρα τρώει τον περίδρομο, όμως δε βάζει δράμι απάνω του»·
- δεν έχει δράμι…, δηλώνει ελάχιστη ύπαρξη μιας αφηρημένης έννοιας κακής ή καλής: «δεν έχει δράμι κακίας || δεν έχει δράμι καλοσύνης || δεν έχει δράμι ευγένειας». Συνών. δεν έχει ίχνος… / δεν έχει στάλα… / δεν έχει σταλιά(…)·
- δεν έχει δράμι μυαλό, είναι εντελώς άμυαλος, κουτός, βλάκας: «πώς να προκόψει αυτό το παιδί, αφού δεν έχει δράμι μυαλό!»· βλ. και λ. μυαλό·
- δεν του ’μεινε δράμι μυαλό, από ένα σημείο ή από ένα γεγονός και πέρα, η συμπεριφορά του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε ή έγινε ακόμα χειρότερη, θεωρείται πια εντελώς ανεύθυνο, ασύνετο, δε λογαριάζει τίποτε: «ήταν συγκροτημένο παιδί, αλλά απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη σουρλουλού, δεν του ’μεινε δράμι μυαλό»· βλ. και λ. μυαλό·
- δράμι μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- ένα δράμι, ελάχιστη ποσότητα: «τον καφέ μου τον πίνω μ’ ένα δράμι ζάχαρη μέσα»·
- κρατάει τα δράμια και χάνει τα καντάρια, βλ. λ. καντάρι·
- ούτε δράμι, ούτε την ελάχιστη ποσότητα, τίποτε, καθόλου: «δεν πρόκειται να του δώσω ούτε δράμι παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε».

δυνατός

δυνατός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. δυνατός], ο δυνατός. 1. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι δυνατοί, αυτοί που είναι ισχυροί πολιτικοί, στρατιωτικοί ή οικονομικοί παράγοντες και εξουσιάζουν σε αντιδιαστολή με όλους αυτούς που είναι ανίσχυροι πολιτικά, στρατιωτικά ή οικονομικά: «οι δυνατοί εξουσιάζουν τους λαούς της γης». 2. ουδ. ως ουσ. το δυνατό, οτιδήποτε μπορεί να πραγματοποιηθεί: «ό,τι είναι δυνατό θα το κάνω». (Λαϊκό τραγούδι: δυνατά δυνατά, γίναν όλα δυνατά τ’ αδύνατα). 3. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα δυνατά, με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των, το ανώτερο που μπορεί να αποδώσει, η μέγιστη δράση που μπορεί να αναπτύξει κάποιος. Επίρρ. δυνατά, με δύναμη, με ένταση, με αντοχή: «έδεσε το σκοινί δυνατά στον πάσαλο || φώναξε δυνατά στην αντίπερα όχθη || αντιστάθηκε δυνατά στις ταλαιπωρίες, ώσπου στο τέλος δεν άντεξε και τσάκισε». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αν είναι δυνατό(ν)! βλ. φρ. δεν είναι δυνατόν(ν)(!)·
- δεν είναι δυνατό(ν)!  έκφραση έκπληξης ή αγανάκτησης, όταν λέγεται ή γίνεται απρόσμενα κάτι που δεν περιμέναμε να ειπωθεί ή να γίνει: «μα είναι δυνατόν! Δε φανταζόμουν ποτέ ν’ ακούσω από εσένα αυτά τα πράγματα! || τους πέταξε χειμωνιάτικα στο δρόμο! -Αν είναι δυνατόν!». (Ήταν η προσφιλής έκφραση του πολιτικού Γεωρ. Μαύρου). (Λαϊκό τραγούδι: το προσκλητήριο που σου ’πεσε απ’ τα χέρια, όχι, δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν,εσύ που μου ’ταζες τον ουρανό με τ’ αστέρια δε θέλεις στο γάμο σου τώρα να είμαι παρόν
- βάζω τα δυνατά μου ή βάζω όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, α. εντείνω τη δύναμη, την ορμή, την ένταση, ιδίως στο τρέξιμο: «επειδή οι άλλοι βρίσκονταν ήδη πολύ μπροστά μου, έβαλα όλα μου τα δυνατά για να τους φτάσω». β. επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις, όλες μου τις προσπάθειες για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «αν δεν έβαζα όλα μου τα δυνατά, δε θα περνούσα στο πανεπιστήμιο». Συνών. βάζω φόρτσα·
- δυνατός χαρακτήρας, βλ. λ. χαρακτήρας·
- είναι γερός και δυνατός, βλ. λ. γερός·
- είναι δυνατό(ν)! βλ. φρ. δεν είναι δυνατό(ν)(!)·
- είναι δυνατό(ν) να..., ενδέχεται να..., μπορεί να...: «είναι δυνατόν να φέρω και τον τάδε μαζί μας || μη στενοχωριέσαι που εσύ δεν μπορείς, γιατί είναι δυνατό να εξυπηρετηθώ απ’ τον τάδε»·
- έκανα το καλύτερο δυνατό, έκανα ό,τι το καλύτερο, ό,τι το συμφερότερο μπορούσε να γίνει για κάποιον ή για κάτι: «νομίζω πως έκανα το καλύτερο δυνατό, που τον έστειλα να σπουδάσει στο εξωτερικό, γιατί το παιδί από μικρό είχε μεγάλη κλίση στη μουσική || νομίζω πως έκανα το καλύτερο δυνατό, που έβαλα τα λεφτά στην τράπεζα και δεν τα ξόδεψα σε ανόητα ξενύχτια και διασκεδάσεις»·
- έχει δυνατή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κάνω τ’ αδύνατα δυνατά, βλ. λ. αδύνατος·
- κατά το δυνατό(ν), όσο μπορεί να γίνει: «θα σε βοηθήσω κατά το δυνατόν»·
- μα είναι δυνατό(ν)! βλ. φρ. δεν είναι δυνατό(ν)(!)·
- μπήκε δυνατά, ξεκίνησε κάτι εντυπωσιακά: «απ’ την αρχή μπήκε δυνατά στο χώρο των ηλεκτρονικών και τώρα έχει μια αλυσίδα από καταστήματα σε όλη τη χώρα || η ομάδα μπήκε δυνατά στο παιχνίδι»·
- περάσαμε δυνατά, περάσαμε πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα: «χτες βράδυ περάσαμε δυνατά στα μπουζούκια»·
- πώς είναι δυνατό(ν)! βλ. φρ. είναι δυνατό(ν)(!)·
- στα όρια του δυνατού, βλ. φρ. στο μέτρο του δυνατού·
- στο βαθμό του δυνατού, βλ. φρ. στο μέτρο του δυνατού·
- στο μέτρο του δυνατού, μέχρι εκεί που μπορεί να πραγματοποιηθεί, μέχρι το σημείο που είναι λογικό, αναμενόμενο, προσεγγίσιμο κάτι: «θα προσπαθήσω να τον βοηθήσω να ξελασπώσει, αλλά στο μέτρο του δυνατού, γιατί έχω κι εγώ υποχρεώσεις»·
- τα πάντα είναι δυνατά, είναι πιθανό να συμβούν τα πάντα: «έχει γίνει τόσο απρόβλεπτη η εποχή μας, που τα πάντα είναι δυνατά».

έγνοια

έγνοια κ. έννοια, η, ουσ. [<αρχ. ἔννοια] η έγνοια· ο μπελάς, η σκοτούρα: «σήμερα οι ζωή μας είναι όλο έγνοιες»· βλ. και λ. έννοια·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα πας στην αποθήκη να καταμετρήσεις το εμπόρευμα που έχει απομείνει. -Άλλη έγνοια δεν είχαμε! Εδώ δεν προλαβαίνω να στείλω τις παραγγελίες || το βράδυ πρέπει να πάμε στον τάδε που γιορτάζει. -Άλλη έγνοια δεν είχαμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «αν χρειαστώ τίποτα λεφτά, θα ’ρθω να μου τα δώσεις, έτσι; -Άλλη έγνοια δεν είχα! || μην ξεχάσεις, καθώς θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη έγνοια δεν έχω!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! βλ. λ. σκασίλα·
- βάζω έγνοια, βασανίζω τη σκέψη μου, στενοχωριέμαι: «είναι τόσο καλός άνθρωπος, που βάζει έγνοια για τον καθένα»·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, φορτώνομαι με σκοτούρες, με στενοχώριες: «δε θα βάζω εγώ συνέχεια έγνοιες στο κεφάλι μου για δικές σας ανοησίες»·
- έχω την έγνοια του, είμαι επιφορτισμένος με τη φροντίδα του: «είναι μόνο του το παιδί στο σπίτι κι έχω την έγνοια του»·
- κι είχα μια έγνοια! ή κι έχω μια έγνοια! ή κι είχαμε μια έγνοια! ή κι έχουμε μια έγνοια! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «ο τάδε είναι πολύ απελπισμένος. -Κι είχα μια έγνοια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- με γονάτισαν οι έγνοιες, με εξάντλησαν, με κατέβαλαν: «έχω μεγάλη οικογένεια και με γονάτισαν οι έγνοιες, γιατί ο καθένας μας έχει και το δικό του πρόβλημα»·
- με τρώνε οι έγνοιες, έχω πολλές σκοτούρες, πολλές στενοχώριες: «έχω πολλά προβλήματα στη δουλειά μου, γι’ αυτό με τρώνε οι έγνοιες»·
- με τσάκισαν οι έγνοιες, βλ. φρ. με γονάτισαν οι έγνοιες·
- την έγνοια σου είχα! ή την έγνοια σου έχω! ή την έγνοια σου είχαμε! βλ. φρ. άλλη έγνοια δεν είχα(!)·
- το ’χω έγνοια, ανησυχώ για κάτι, για την έκβαση που θα έχει μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πάρκαρα τ’ αυτοκίνητό μου σ’ ένα απόμερο στενό και το ’χω έγνοια || αύριο βγαίνει η απόφαση του δικαστηρίου και το ’χω έγνοια»· 
- τον έχω έγνοια, ανησυχώ για το τι θα κάνει στη ζωή του, ανησυχώ για την τύχη του: «ένα γιο έχω γι’ αυτό τον έχω μεγάλη έγνοια».

εμπόδιο

εμπόδιο, το, ουσ. [<αρχ. ἐμπόδιον], το εμπόδιο·
- βάζω εμπόδια (σε κάποιον), παρεμβάλλομαι, δημιουργώ συστηματικά προβλήματα σε κάποιον για να μην πετύχει το στόχο του, το σκοπό του, τον σαμποτάρω: «επειδή δε με χωνεύει, βάζει συνεχώς εμπόδια στη δουλειά μου»·
- δρόμος μετ’ εμποδίων, βλ. λ. δρόμος·
- είμαι εμπόδιο (σε κάποιον), βλ. φρ. στέκομαι εμπόδιο (σε κάποιον)·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, η αισιόδοξη άποψη μιας δυσκολίας, ενός εμποδίου στη δουλειά ή σε κάποια διαδικασία πως, εν τέλει, θα εξελιχθεί επ’ ωφελεία μας: «μπορεί να μην υπέγραψε ο διευθυντής την αίτησή μας για το δάνειο, αλλά δεν πειράζει, κάθε εμπόδιο σε καλό»·
- μετ’ εμποδίων, λέγεται για κάθε προσπάθεια ή επιδίωξη κατά την οποία παρουσιάζονται πολλά προβλήματα, πολλά εμπόδια: «κατάφερα κι εγώ να χτίσω, μετ’ εμποδίων, ένα σπιτάκι». (Λαϊκό τραγούδι: βίος ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων
- στέκομαι εμπόδιο (σε κάποιον), εμποδίζω κάποιον, παρεμβάλλομαι, ώστε να μην μπορεί να πετύχει το στόχο του, το σκοπό του, τον σαμποτάρω: «θα γινόταν από καιρό υποδιευθυντής της εταιρίας, αλλά στέκεται εμπόδιο ο διευθυντής του, που αντιδρά συνεχώς».

ενέργεια

ενέργεια, η, ουσ. [<αρχ. ἐνέργεια], η ενέργεια·
- βάζω σ’ ενέργεια, α. θέτω σε εφαρμογή προδιαγεγραμμένο σχέδιο: «μόλις συμφωνήσουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, θα βάλουμε σ’ ενέργεια την ίδρυση του σωματείου μας». β. (για μηχανήματα) θέτω σε λειτουργία: «βάζω σ’ ενέργεια τη γεννήτρια»·
- βάζω σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα, α. μετά από νόμιμη αλλά άκαρπη διαδικασία που ακολουθώ χρησιμοποιώ παράτυπες ή πλάγιες ενέργειες: «απ’ τη στιγμή που ο ένας μ’ έστελνε στον άλλον, έβαλα σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα και μ’ ένα ωραίο λάδωμα τέλειωσε η δουλειά μου». β. ενεργώ αυταρχικά, με σκληρότητα, χρησιμοποιώ βία για να πετύχω κάτι, ιδίως για να πείσω ή να συνετίσω κάποιον: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, έβαλα σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα και μ’ ένα βρομόξυλο που του ’ριξα ξαναπήγε στο φροντιστήριο»·
- εν ενεργεία, (για στρατιωτικούς ή δημοσίους υπαλλήλους) που βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία: «είναι αξιωματικός του ναυτικού εν ενεργεία || είναι τμηματάρχης του υπουργείου οικονομικών εν ενεργεία».  

ετικέτα

ετικέτα, η, ουσ. [<γαλλ. etiquette], η ετικέτα·
- του βάζω την ετικέτα, βλ. φρ. του κολλώ την ετικέτα·
- του κολλώ την ετικέτα, χρησιμοποιώ στερεότυπα κάποιον χαρακτηρισμό, ιδίως κακό, σε βάρος κάποιου: «απ’ τη μέρα που του κόλλησαν την ετικέτα του χαρτοπαίχτη, χαρτοπαίχτη τον ανεβάζουν, χαρτοπαίχτη τον κατεβάζουν όλοι». 

ζήτημα

ζήτημα, το, ουσ. [<αρχ. ζήτημα], το ζήτημα· η υπόθεση, το πρόβλημα που ερευνώ, εξετάζω ή συζητώ: «έχουμε να κουβεντιάσουμε πολλά ζητήματα». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αλλάζει το ζήτημα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει για κάποιον ή για κάτι, ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «απ’ τη στιγμή που δεν είσαι εσύ ο σπιούνος αλλάζει το ζήτημα, και με συγχωρείς που δε σου φερόμουν καλά». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το θέμα / αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα·
- (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «να μη σε νοιάζει τι θα κάνω και τι θα πω, όταν με φωνάξει ο διευθυντής στο γραφείο του, γιατί αυτό είναι δικό μου ζήτημα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για μεγαλύτερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου ζήτημα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα·
- βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, οργανώνω διεξοδική συζήτηση για κάτι που με ή μας απασχολεί σοβαρά: «απ’ τη στιγμή που ο τάδε έβαλε ένα ζήτημα στο τραπέζι, πρέπει ο καθένας να πει υπεύθυνα τη γνώμη του». Συνών. βάζω ένα θέμα στο τραπέζι·
- βάζω ζήτημα, βάζω κάποιο θέμα να συζητηθεί ή να εξεταστεί με περισσότερη προσοχή: «ενώ είχαμε συμφωνήσει σε όλα, ο τάδε έβαλε ζήτημα αν ήταν σωστός ο πέμπτος όρος του συμβολαίου». Συνών. βάζω θέμα·
- δε γίνεται ζήτημα, βλ. φρ. δεν υπάρχει ζήτημα·
- δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «τι υλικά πρέπει να παραγγείλουμε για να μη σταματήσει η δουλειά; -Δεν είναι δικό μου ζήτημα». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «όπως πάει ο τάδε θα χρεοκοπήσει». -Δεν είναι δικό μου ζήτημα». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου ·
- δεν είναι ζήτημα, βλ. φρ. δεν υπάρχει ζήτημα·
- δεν υπάρχει ζήτημα, δεν υπάρχει λόγος να συζητήσει κανείς κάτι, δεν υπάρχει διαφορά που να αξίζει τον κόπο να συζητηθεί: «δεν υπάρχει ζήτημα να καθόμαστε να κουβεντιάζουμε για τέτοια μικροπράγματα». Συνών. δεν υπάρχει θέμα / δεν υπάρχει πρόβλημα·
- δημιουργώ ζήτημα, ζητώ να συζητηθεί ή να εξεταστεί κάποιο θέμα με περισσότερη προσοχή: «ο τάδε δημιούργησε ζήτημα αν έπρεπε να παρευρίσκεται στη συνεδρίαση και ο πρώην πρόεδρος». Συνών. δημιουργώ θέμα / δημιουργώ πρόβλημα·
- δημιουργώ ζητήματα, δημιουργώ διενέξεις, έριδες, έκρυθμες καταστάσεις: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί δημιουργεί συνέχεια ζητήματα». Συνών. δημιουργώ θέματα / δημιουργώ προβλήματα·
- διαφέρει το ζήτημα, βλ. φρ. αλλάζει το ζήτημα·
- δικό σου ζήτημα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, αποτελεί προσωπική σου υπόθεση: «πώς θα μπορέσω να τελειώσω τόση πολλή δουλειά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; -Δικό σου ζήτημα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έγινε ανατολικό ζήτημα, α. δημιουργήθηκε έντονη και ατελείωτη συζήτηση χωρίς αποτέλεσμα: «ενώ ήταν όλα έτοιμα ν’ αρχίσει η ψηφοφορία, ξαφνικά, έγινε ανατολικό ζήτημα αν έπρεπε να ψηφίσουν κι αυτοί που είχαν εγγραφεί πρόσφατα στο σωματείο». β. κατ’ επέκταση, δηλώνει κάθε χρονίζον και δυσεπίλυτο πρόβλημα: «η καταπολέμηση των ναρκωτικών έγινε ανατολικό ζήτημα». Αναφορά στο διπλωματικό πρόβλημα για την τύχη των Βαλκανικών εδαφών των Στενών και της Μ. Ασίας μπροστά στη διαφαινόμενη πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου αιώνα· βλ. και φρ. το κάνω ανατολικό ζήτημα·
- έγινε ζήτημα, α. αναφέρθηκε, συζητήθηκε: «κατά τη διάρκεια της συζήτησης, έγινε ζήτημα και το θέμα των ναρκωτικών». β. σχολιάστηκε, έγινε θέμα κουτσομπολιού: «έγινε ζήτημα η χθεσινή σου απουσία απ’ τη δουλειά || έγινε ζήτημα η επίσκεψη του τάδε υπουργού στο εργοστάσιο»·
- έγινε κυπριακό ζήτημα, βλ. φρ. έγινε ανατολικό ζήτημα. Αναφορά στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου που εντάθηκε μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου·
- έγινε μεσανατολικό ζήτημα, βλ. φρ. έγινε ανατολικό ζήτημα. Αναφορά στο πολιτικό πρόβλημα της Παλαιστίνης που υφίσταται από το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ·
- έγινε ομηρικό ζήτημα, δημιουργήθηκε έντονη και ατελείωτη συζήτηση χωρίς αποτέλεσμα: «έγινε ομηρικό ζήτημα ποιος απ’ τους δυο έπρεπε να διευθύνει τη συνεδρίαση». Αναφορά στο φιλολογικό πρόβλημα που αφορά την πατρότητα και τον τρόπο σύνθεσης των ομηρικών επών· βλ. και φρ. το κάνω ομηρικό ζήτημα·
- είναι ζήτημα αν…, λέγεται για κάτι που θεωρείται αβέβαιο, αμφίβολο, απίθανο: «είναι ζήτημα αν υπήρχαν πενήντα άτομα στη συγκέντρωση || είναι ζήτημα αν του ’μεινε καμιά δραχμή απ’ όλη την περιουσία του»·
- είναι ζήτημα αρχής, βλ. λ. αρχή·
- είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, πρόκειται για κάτι πολύ ζωτικό, πολύ σημαντικό θέμα, από το οποίο εξαρτάται σημαντικά το μέλλον: «πες του να ’ρθει οπωσδήποτε, γιατί είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου»·
- είναι ζήτημα χρόνου, δηλώνει πως κάτι θα γίνει σίγουρα  και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «η πτώση της κυβέρνησης είναι ζήτημα χρόνου»·
- έτσι έχει το ζήτημα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να ξεχάσετε κάθε άλλη εκδοχή, γιατί έτσι έχει το ζήτημα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το θέμα / έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα·
- κάνω ζήτημα ή το κάνω ζήτημα, δημιουργώ πρόβλημα, ζητώ να συζητηθεί ή να εξεταστεί κάποιο θέμα με περισσότερη προσοχή: «αν την ξανακάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά, θα το κάνω ζήτημα στη διεύθυνση το αν πρέπει να μείνεις άλλο στο εργοστάσιο»·
- μη γίνει ζήτημα, βλ. φρ. μη δημιουργείς ζήτημα·
- μη δημιουργείς ζήτημα, μην προκαλείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς ζήτημα, επειδή άργησα πέντε λεφτά να έρθω στη δουλειά!». Συνών. μη δημιουργείς θέμα / μη δημιουργείς πρόβλημα·
- μην κάνεις ζήτημα, βλ. φρ. μη δημιουργείς ζήτημα·
- μπαίνει ζήτημα ή μπαίνει το ζήτημα, δημιουργείται πρόβλημα, είναι ανάγκη να συζητηθεί ή να εξετασθεί κάτι με περισσότερη προσοχή για να βρεθεί λύση: «όταν γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί, μπήκε ζήτημα και ήρθε η πεθερά μου να μείνει μαζί μας για να το φυλάει || εδώ μπαίνει το ζήτημα, κι αν καταφέρεις να δώσεις απάντηση θα σε παραδεχτώ»·
- προσωπικό σου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω ανατολικό ζήτημα, α. προκαλώ έντονη και ατελείωτη συζήτηση, χωρίς να καταλήξει αυτή σε κάποιο αποτέλεσμα: «το αν έπρεπε ή όχι να παραβρίσκεται στη συνεδρίαση και ο πρώην πρόεδρος το έκανε ανατολικό ζήτημα και στο τέλος αναβλήθηκε η συνεδρίαση επ’ αόριστο. β. (ειρωνικά) περιπλέκω ένα ασήμαντο γεγονός ή θέμα χωρίς λόγο και αιτία: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί το παραμικρό το κάνει ανατολικό ζήτημα»·
- το κάνω κυπριακό ζήτημα, βλ. φρ. το κάνω ανατολικό ζήτημα·
- το κάνω μεσανατολικό ζήτημα, βλ. φρ. το κάνω ανατολικό ζήτημα·
- το κάνω ομηρικό ζήτημα, βλ. φρ. το κάνω ανατολικό ζήτημα·
- φλέγον ζήτημα, σπουδαίο, επίκαιρο ζήτημα που απασχολεί έντονα κάποιον ή κάποιους: «το φλέγον ζήτημα των τελευταίων ημερών είναι η παραίτηση του υπουργού Οικονομικών».

ζωή

ζωή, η, ουσ. [<αρχ. ζωή], η ζωή. 1. το σύνολο των γεγονότων που συμβαίνουν από τη γέννηση ως το θάνατο, ο τρόπος με τον οποίο περνάμε το βίο μας: «περνάει η ζωή και δεν το παίρνεις χαμπάρι || ήταν δύσκολη η ζωή στα χρόνια των παππούδων μας || με τη ζωή που έκανε, πάλι καλά που άντεξε και τόσο πολύ». 2. το περιβάλλον, οι εξωτερικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος ή ένας ζωντανός οργανισμός: «η ζωή στην Αθήνα έχει γίνει αφόρητη || προτιμώ τη ζωή στο χωριό || η ζωή του λυκόσκυλου σε διαμέρισμα είναι πολύ δύσκολη». 3. η ζωντάνια, η ζωτικότητα: «αυτός ο άνθρωπος είναι όλος ζωή και δύναμη». 4. η διάρκεια ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης, η οντότητα μιας αφηρημένης έννοιας: «η λογοτεχνική ζωή του τόπου || η ζωή της επιχείρησης εξαρτάται από τη σωστή διαχείριση του κεφαλαίου». Υποκορ. ζωίτσα κ. ζωούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 229 φρ.)·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, βλ. λ. αγάπη·
- άδεια ζωή, ζωή χωρίς σκοπό, χωρίς ενδιαφέροντα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, είναι άδεια η ζωή του»·
- ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- ακούω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- αλλάζω ζωή, μεταβάλλω τη ζωή μου προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «ήταν πολύ αλήτης, αλλά, απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη γυναίκα, άλλαξε ζωή και συμμαζεύτηκε || ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά, αλλά, απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, άλλαξε ζωή και καταστράφηκε». (Τραγούδι: με τι χαρά με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας. λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή // αυτός που μου ’χε υποσχεθεί πως θα μ’ αλλάξει τη ζωή κι αυτός δεν είχε μες στα στήθια του ψυχή (Λαϊκό τραγούδι))·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, από το ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις βγαίνουν τόσα απρόβλεπτα έξοδα, που πολλές φορές, φέρνουν σε μεγάλη απόγνωση αυτόν που τις έχει αναλάβει·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, αντιμετωπίζω δυναμικά, αποφασιστικά τη ζωή μου, ιδίως όταν αντιμετωπίζω δυσκολίες: «αν δεν άρπαζε τη ζωή απ’ τα μαλλιά μετά τη χρεοκοπία του, τώρα θα ήταν στα θυμαράκια»·
- άστατη ζωή, ζωή με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «η άστατη ζωή έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ατόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ζωή μου άστατη,μ’ αρέσει η ελευθερία, σαν τους τσιγγάνους που δε ζουν στην ίδια πολιτεία
- αυτά έχει η ζωή, δηλώνει την άσχημη πλευρά της ζωής, τις αδικίες που γίνονται στη ζωή, χωρίς να μπορεί κανείς να επέμβει: «τόσο όμορφο παλικάρι και να είναι κουτσό! -Αυτά έχει η ζωή || ο ένας χέζεται στο τάλιρο κι ο άλλος δίπλα του δεν έχει να φάει! -Αυτά έχει η ζωή!». (Λαϊκό τραγούδι: στην ερημιά μου, φτωχή καρδιά μου, κράτα γερά κι εσύ με αναμνήσεις τώρα θα ζήσεις, αυτά έχει η ζωή)· βλ. και φρ. έτσι είναι η ζωή·
- αφαιρώ τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω: «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή του άλλου || η αφαίρεση της ζωής κάποιου είναι κακουργηματική πράξη»·
- αφήνω τη ζωή, πεθαίνω: «άφησε τη ζωή σε βαθιά γεράματα». (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η κακιά στιγμή, για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή,μπουζούκι θα σε σπάσω
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. φρ. στοιχηματίζω τη ζωή μου·
- βάζω τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι τόσο σίγουρος για κάτι, που στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή: «βάζω τη ζωή μου πως αυτός μας κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- βαρέθηκα τη ζωή μου! έκφραση απηυδισμένου ατόμου από την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «απ’ το ένα στραβό στ’ άλλο, απ’ τη μια ατυχία στην άλλη, βαρέθηκα τη ζωή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το μα το Θεό·
- βγαίνω στη ζωή, μπαίνω στη βιοπάλη: «έμεινε ορφανός στην παιδική ηλικία, γι’ αυτό βγήκε νωρίς στη ζωή»·
- βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι ετοιμοθάνατος ή είναι στα πρόθυρα μεγάλης οικονομικής καταστροφής:  «είναι μια βδομάδα τώρα που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο οι γιατροί || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου»·
- βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ή βρίσκεται στα τέλη της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκεται στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- γαϊδουρινό πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. πρόσωπο·
- γαμώ τη ζωή μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ τη ζωή μου, τίποτα δεν πάει καλά στη δουλειά μου!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ, π.χ. γαμώ τη ζωή μου γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- για ζωή και για θάνατο, βλ. συνηθέστ. για μια ζωή·
- για μια ζωή, λέγεται για αντικείμενο ή για κατάσταση που προβλέπεται να έχει μεγάλη διάρκεια, που δε θα χρειαστεί να το αλλάξουμε ή να το αναθεωρήσουμε ή που δε θα διαφοροποιηθεί όσο ζούμε: «το αγοράζεις τώρα ακριβό, αλλά θα το έχεις για μια ζωή || έχει τόσα λεφτά, που μπορεί να κάθεται χωρίς να δουλεύει για μια ζωή || η αγάπη μου για σένα θα είναι για μια ζωή»·
- για ολόκληρη ζωή, βλ. φρ. για μια ζωή·
- γλεντώ τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις: «ό,τι βγάζει, τα τρώει, γιατί έχει μάθει να γλεντάει τη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε σαν πεθάνω τι θα πούνε, πέθανε κάποιο παιδί, πέθανε ένας λεβέντης που γλεντούσε τη ζωή
- γλυκιά ζωή, η περίφημη ντόλτσε βίτα  (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: σε πλάνεψε η ντόλτσε βίτα, αυτή που λεν’ ζωή γλυκιά και κάθε μέρα κατεβαίνεις της κοινωνίας τα σκαλιά
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- δε δείχνει σημεία ζωής ή δε δείχνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε δίνει σημεία ζωής ή δε δίνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε φτάνει μια ζωή, χρειάζεται αφάνταστα μεγάλο χρονικό διάστημα: «για να μπορέσει να ορθοποδήσει αυτή η επιχείρηση δε φτάνει μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα σ’ αγαπώ, που έχουν ειπωθεί, θέλω να σου τα πω, όμως δε φτάνει μια ζωή
- δεν είναι αυτή ζωή! ή δεν είναι ζωή αυτή! έκφραση απογοήτευσης κάποιου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα το Θεό·
- δεν έχει ζωή, α. (για πρόσωπα) πρόκειται να πεθάνει, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάσισαν πως δεν έχει ζωή». β. (για μηχανήματα) είναι εντελώς φθαρμένο, οπότε θεωρείται χωρίς μέλλον: «σκέφτομαι ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω δεν έχει ζωή». γ. (για καταστάσεις) δεν έχει μεγάλη διάρκεια, βαδίζει προς το τέλος της: «έτσι όπως πάνε, δεν έχει ζωή η σχέση τους και σύντομα θα το διαλύσουν»·
- δεν έχει ζωή μέσα του, είναι πολύ μαλθακός, πολύ αδύναμος ή πολύ δειλός: «αφού δεν έχει ζωή μέσα του, πώς να μαλώσω μαζί του! || τρέξε, πήδησε κι εσύ μαζί με τ’ άλλα παιδιά, δεν έχεις ζωή μέσα σου;»·
- δίνω ζωή, α. δημιουργώ ζωντάνια, κέφι σε μια ομάδα ανθρώπων: «σε λίγο θα μας έπαιρνε ο ύπνος, αν δεν ερχόταν ο τάδε να δώσει ζωή στο πάρτι μας». β. (για γιατρούς) κάνω διάγνωση για παράταση ζωής σε ασθενή: «μετά την εξέταση που του ’κανε, του ’δωσε ένα χρόνο ζωή ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: με μια ματιά δίνεις ζωή, με μια ματιά σκοτώνεις, αν θες με ρίχνεις στη φωτιά, αν θέλεις με γλιτώνεις!
- δίνω και τη ζωή μου ή δίνω τη ζωή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: «δίνω τη ζωή μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για να αποκτήσω κάτι: «έδωσα τη ζωή μου για να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». γ. λαχταρώ υπερβολικά να αποκτήσω κάτι: «δίνω και τη ζωή μου για να πάρω αυτό τ’ αυτοκίνητο». δ. δίνω τα πάντα, θυσιάζω, θυσιάζομαι: «δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’δινα και τη ζωή μου ακόμα, για να σε φίλαγα, νεράιδα μου, στο στόμα
- δίνω μάχη για τη ζωή ή δίνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. λ. μάχη·
- δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος της Αλβανίας πολλοί Έλληνες έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- διπλή ζωή, η εκτός από τη συνηθισμένη, από την καθημερινή και κοινωνικά αποδεκτή, που έχει κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «η διπλή ζωή του ανθρώπου αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται». (Λαϊκό τραγούδι: μες στη ζωή μου τη διπλή ζητώ μια λύση, γιατί ’ναι άβυσσος ο δρόμος που τραβώ, είναι μαρτύριο να σ’ αγκαλιάζει άλλος και γω για άλλονε, για άλλον, λαχταρώ)· 
- δυο πόρτες έχει η ζωή, βλ. λ. πόρτα·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, αυτοκτόνησε: επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την ντροπή, έβαλε τέλος στη ζωή του»·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: σε παρακαλώ απόψε την ψυχή μου βρες και κόψε, πάρε την αναπνοή μου βάλε τέρμα στη ζωή μου
- έγινε η ζωή μου κόλαση, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαρτύριο, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαύρη, υποφέρω τα πάνδεινα: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές μου, έγινε η ζωή μου μαύρη»·
- έδωσε τέλος στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- έδωσε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, διέτρεξα στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο σφοδρή η τράκα, που είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου». Από το ότι έχει αναφερθεί πως, όταν κάποιος αντιμετωπίζει στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο, βλέπει να ξετυλίγεται με κινηματογραφική ταχύτητα μπροστά στα μάτια του όλη του η ζωή·
- είδα το φως της ζωής, βλ. λ. φως·
- είναι γεμάτος ζωή, έχει ζωντάνια, δύναμη, ενεργητικότητα: «παρόλη την ηλικία του είναι γεμάτος ζωή»·
- είναι για δέκα ζωές (κάτι), α. είναι άφθονο, υπάρχει άφθονο: «το χρήμα που έχει αυτός ο άνθρωπος, είναι για δέκα ζωές». β. (για πράγματα ή μηχανήματα) είναι πάρα πολύ ανθεκτικό, είναι κατάγερο: «έκανα μια βιβλιοθήκη από μαόνι για δέκα ζωές || αγόρασα ένα μοτέρ για να τραβάει νερό, που είναι για δέκα ζωές»·
- είναι έργο ζωής, βλ. λ. έργο·
- είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι η ζωή μου (κάποιος ή κάτι), αποτελεί ό,τι το πολυτιμότερο έχω: «αυτή η γυναίκα είναι η ζωή μου || αυτή η επιχείρηση είναι η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι η ζωή μου,η αναπνοή μου, μ’ άναψες φωτιά μέσα στην καρδιά, δεν αντέχω πια
- είναι μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. φρ. βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου·
- είναι όλος ζωή, βλ. φρ. είναι γεμάτος ζωή·
- είναι στο τέλος της ζωής του ή είναι στα τέλη της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι στο τέλος της ζωής του»·
- είναι στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, τα πράγματα στη ζωή μας δεν έρχονται πάντα όπως τα σχεδιάζουμε, όπως τα υπολογίζουμε: «όταν μπλέχτηκα με το εμπόριο είχα μεγάλα όνειρα, αλλά εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, γιατί δεν κατάφερα να προκόψω»·
- έπιασε το νόημα της ζωής, βλ. λ. νόημα·
- έρχομαι στη ζωή, γεννιέμαι: «κάθε λεπτό που περνάει, έρχεται στη ζωή κι ένα παιδί»·
- έτσι είναι η ζωή, αυτή είναι συνήθως η κατάσταση, αυτή είναι συνήθως η πραγματικότητα και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε: «απ’ τη στιγμή που έτσι είναι η ζωή, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είν’ η ζωή και πως να την αλλάξεις, άλλος κλαίει κι άλλος γελάει δηλαδή)· βλ. και φρ. αυτά έχει η ζωή·
- εφ’ όρου ζωής, βλ. φρ. για μια ζωή· βλ. και λ. όρος·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, α. είναι πολύπειρος λόγω των πολλών δοκιμασιών που πέρασε στη ζωή του: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν, γιατί είναι άνθρωπος που έφαγε τη ζωή με το κουτάλι». β. γνώρισε όλες τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως τις υλικές: «είναι μπουχτισμένος από γλέντια και διασκεδάσεις, γιατί έφαγε τη ζωή με το κουτάλι»·
- έφαγε τη ζωή του, α. την ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τη ζωή του για να σπουδάσει αυτά τα παιδιά». β. την έζησε τζάμπα, ανώφελα, την κατάστρεψε: «έφαγε τη ζωή της κοντά του, γιατί αποδείχτηκε μεγάλο κάθαρμα»· 
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, βλ. λ. ξύλο·
- έφεραν στη ζωή, (για ζευγάρια) δημιούργησαν ζωή, γέννησαν: «λίγο καιρό μετά το γάμο τους έφεραν στη ζωή ένα όμορφο κοριτσάκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κανέναν δε μισώ για ό,τι κι αν μου κάνουν, άλλοι με φέραν στη ζωή κι άλλοι θα με πεθάνουν)· βλ. και φρ. φέρνω στη ζωή·  
- έχασε τη ζωή του, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε: «έχασε τη ζωή του σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα || έχασε τη ζωή του στον πόλεμο»·
- έχει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- έχει η ζωή γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια της ζωής: «τώρα που είσαι πλούσιος να ρίχνεις κι από καμιά ματιά στους φτωχούς, γιατί έχει η ζωή γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει η ζωή γυρίσματα, έχει και μονοπάτια, γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα και χτίζονται παλάτια!). Συνών. έχει ο καιρός γυρίσματα·
- έχω πείρα της ζωής, βλ. λ. πείρα·
- ζει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- ζει σκυλίσια ζωή, βλ. φρ. κάνει σκυλίσια ζωή·
- ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. κάνω ζωή ανθρωπινή·
- ζω ζωή παραμυθένια, ζω μέσα σε πλούτο που ξεπερνά την πραγματικότητα: «είναι από πολύ πλούσιο σόι κι από μικρός ζει ζωή παραμυθένια»·
- ζω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- ζω ζωή χρυσή, ζω πάρα πολύ ευχάριστα και πλούσια, ζω μέσα στην ευτυχία: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει ζωή χρυσή». (Τραγούδι: καθ’ ένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή
- ζω τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις χωρίς να υπολογίζω τα έξοδα: «κάποτε δούλευε σαν το σκυλί, αλλά απ’ τη μέρα που τα κονόμησε, ζει τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε τη ζωή σου ζήσε και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι
- ζωή ανθρωπινή, αυτή που ζει κανείς καλά και χωρίς οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «χωρίς παράδες, δεν μπορεί να ζήσει κανείς ζωή ανθρωπινή»·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. φρ. ζωή κι αυτή! (α)·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεγάλη απελπισία για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η ζωή, όπου παράλληλα γίνεται και λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λ. ζωή και Ζωίτσα (υποκορ. του κυρίου ονόματος Ζωή) και στις λ. θάνατος και Θανάσης (κύριο όνομα)·
- ζωή κι αυτή! α. επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει την απογοήτευσή μας για τη ζωή, γιατί μας παρουσιάζεται συνεχώς με δυσκολίες: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά. -Ζωή κι αυτή!». β. λέγεται και με θαυμαστική διάθεση και με κάποια διάθεση ζήλιας για τη ζωή κάποιου που είναι γεμάτη από ανέσεις και πλούτη: «γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πούπουλα. -Ζωή κι αυτή!»·
- ζωή μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «τι έχεις, ζωή μου, κι είσαι στενοχωρημένο! || πού θέλεις να σε πάω, ζωή μου, διακοπές το καλοκαίρι!»·
- ζωή να ’χεις! α. δίνεται ως ευχή σε άτομο που μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που περιμένει να του δοθεί κάτι ή να εξυπηρετηθεί από κάποιον, ιδίως κρατικό οργανισμό, και έχει την έννοια πως θα περιμένει πάρα πολύ: «περιμένω τη νομιμοποίηση του αυθαίρετου που έχω στη Χαλκιδική. -Ζωή να ’χεις!»·
- ζωή παραμυθένια, που η ευτυχία και ο πλούτος της ξεπερνούν την πραγματικότητα: «από μικρός λαχταρούσε μια ζωή παραμυθένια, αλλά πέθανε φτωχός και δυστυχισμένος»·
- ζωή σε λόγου μας! ευχή για μακροημέρευση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους όσοι παρευρίσκονται σε μια κηδεία. (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, ζωή σε λόγου μας, πάει κι ο Θοδωρής, είναι γιατί το έκοψε κι απ’ την ταβέρνα ξέκοψε, τον χάσαμε νωρίς
- ζωή σε λόγου σας! ευχή για μακροημέρευση σε στενούς συγγενείς εκλιπόντος·
- ζωή σε μας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου μας(!)·
- ζωή σε σας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου σας(!)·
- ζωή στα κατσικομούλαρά μας! λέγεται ειρωνικά για κάτι που συνέβη και δε μας προκαλεί την παραμικρή έκπληξη ή για κάτι που συνέβη και πιστεύουμε πως καλώς συνέβη. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή στα κατσικομούλαρά μας,πέθανε ο Θύμιος, συμφορά μας. Μας άφησε γεια το δειλινό εκατόν δώδεκα χρονώ).
- ζωή της ζωής μου! προσφώνηση με την οποία δείχνουμε την απέραντη αγάπη, την απέραντη λατρεία στον ερωτικό μας σύντροφο. (Λαϊκό τραγούδι: φιλί μου, κορμί μου, ψυχή μου, φωτιά μου κι αγρύπνια μου, ζωή της ζωής μου, καρδιά μου, τρελά καρδιοχτύπια μου
- ζωή χαρισάμενη, ζωή ευχάριστη, χαρούμενη, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες: «από μικρός λαχταρούσα μια ζωή χαρισάμενη, αλλά αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». Από την καταληκτική φρ. του Αναστάσιμου Ύμνου ζωή χαρισάμενος, που ο απλός λαός, συσχέτισε με τη χαρά·
- ζωή χρυσή, ζωή πλούσια, ευτυχισμένη: «όλοι λαχταρούν μια χρυσή ζωή, πόσοι όμως μπορούν και τη ζουν!». (Λαϊκό τραγούδι: με ζουρνάδες και νταούλια και καλό κρασί κι όμορφα κορίτσια θέλω, να ζωή χρυσή)· 
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, είναι απαραίτητο να βλέπουμε και την ευχάριστη πλευρά της ζωής: «ελάτε να το ρίξουμε έξω, ελάτε να γελάσουμε, γιατί ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι». Πρβλ.: βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος
- η αιώνια ζωή, η μεταθανάτιος ζωή, ιδίως στον Παράδεισο, ως απολαβή των ενάρετων ανθρώπων: «όσο ζούσε, όλη του η προσπάθεια ήταν να κερδίσει την αιώνια ζωή»·
- η άλλη ζωή, α. η μετά θάνατον ζωή, ο θάνατος. (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω να σ’ αγαπήσω πάλι). β. σύμφωνα με τις θεωρίες περί μετεμψύχωσης, το προηγούμενο στάδιο ζωής, όπου η ψυχή μας κατοικούσε σε άλλο σώμα ή και βρισκόταν σε άλλη έμβρυα κατάσταση: «εγώ στην άλλη ζωή θα πρέπει να ήμουν πρόβατο, γι’ αυτό είμαι τόσο θύμα»·
- η άνοιξη της ζωής, βλ. λ. άνοιξη·
- η αρένα της ζωής, βλ. λ. αρένα·
- η γραμμή της ζωής, βλ. λ. γραμμή·
- η εδώ ζωή, η ζωή που τώρα ζούμε, η επίγεια ζωή: «όλες οι αδικίες πληρώνονται στην εδώ ζωή»·
- η ζωή δεν είναι όνειρο, η ζωή είναι σκληρή, δύσκολη: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να προκόψεις, γιατί η ζωή δεν είναι όνειρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι όνειρο η ζωή, δεν είναι πανηγύρι. Απόψε που χωρίζουμε, είναι πικρό ποτήρι
- η ζωή είναι αλλού, α. άλλο είναι το νόημα της ζωής, αλλού βρίσκεται η ομορφιά της ζωής: «σκοτώνεσαι βλάκα μέρα νύχτα στη δουλειά, ενώ η ζωή είναι αλλού: γλέντια, ξενύχτια, γυναίκες, έι, ξύπνα!». β. το νόημα της ζωής βρίσκεται σε κάτι άλλο σοβαρότερο, ουσιαστικότερο: «άσε τα γλέντια και τα ξενύχτια, γιατί η ζωή είναι αλλού: η δημιουργία, η προσφορά στην κοινωνία, η οικογένεια!»·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, η ζωή για άλλους είναι δύσκολη και για άλλους εύκολη, άλλος υποφέρει και άλλος βρίσκει τον τρόπο να περνάει ευχάριστα. Η λέξη αγγούρι με την οποία παραλληλίζεται η ζωή επιδέχεται δυο ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, το αγγούρι εκλαμβάνεται με την πρώτη του έννοια, ως κηπευτικό, που άλλοι, όταν το τρώνε, νιώθουν δυσφορία στο στομάχι και άλλοι νιώθουν ευχαρίστηση από τη δροσιά του· με τη δεύτερη ερμηνεία, αγγούρι θεωρείται το πέος, και σημαίνει πως άλλοι, όταν υφίστανται τη σεξουαλική πράξη, υποφέρουν από τον πόνο και άλλοι την ευχαριστιούνται. Βέβαια, κάποιος άλλος μπορεί να δώσει άλλες ερμηνείες· βλ. και φρ. ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, λ. κόσμος·
- η ζωή κυλάει σαν νεράκι ή η ζωή κυλάει σαν το νεράκι, η ζωή φεύγει πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε: «προσπάθησε να δημιουργήσεις κάτι τώρα που είσαι νέος, γιατί η ζωή κυλάει σαν νεράκι και κάποια μέρα θα ξυπνήσεις γέρος χωρίς να το καταλάβεις». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή κυλάει σαν το νεράκι όπου μπαίνει μες τ’ αυλάκι. Και κυλάει, και κυλάει πίσω δεν ξαναγυρνάει)· 
- η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή ή η ζωή μου κρέμεται σε μια κλωστή, κινδυνεύει άμεσα: «αν δεν κάνω την εγχείρηση που μου υπέδειξαν οι γιατροί, η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή»·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. φρ. η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή·
- η ζωή μου χαμογελάει ή μου χαμογελάει η ζωή, οι δουλειές μου, οι υποθέσεις στη ζωή μου, μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ ικανοποιημένος, γιατί η ζωή μου χαμογελάει»·
- η ζωή να περνά, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα ή αδιαφορία για τον τρόπο με την οποίο ζει κανείς τη ζωή του, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα για την καθημερινότητά κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- η ζωή σου ο θάνατός μου ή ο θάνατός σου η ζωή μου, έκφραση που δηλώνει τη σκληρή ανταγωνιστική στάση ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, δεν υπάρχει μεσαία λύση, ο ένας πρέπει να κερδίσει και ο άλλος να χάσει, η δική μου επιτυχία προϋποθέτει ή συνεπάγεται τη δική σου αποτυχία: «στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο δεν αντιγράφει κανείς, γιατί εκεί είναι ο θάνατος σου η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή σου ο θάνατός μου, μέσα στην ψευτιά του κόσμου // ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα, γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- η μεγάλη ζωή, η πλούσια σε υλικές απολαύσεις: «πολλοί λαχταρούν τη μεγάλη ζωή, λίγοι όμως μπορούν να τη ζήσουν»·
- η μέλλουσα ζωή, βλ. φρ. η άλλη ζωή·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- θερίζω ζωές, α. μακελεύω, εξολοθρεύω: «ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος θέρισε πολλές ζωές». β. (για επιδημικές νόσους) εξοντώνω μαζικά: «ο λοιμός θέρισε πολλές ζωές»·
- θυσιάζω τη ζωή μου, προσφέρω τη ζωή μου, σκοτώνομαι, ιδίως για κάποιο σκοπό, για κάποια ιδέα: «πολλά παλικάρια θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, λέγεται σαν υπενθύμιση σε αυτούς που ξοδεύουν τα λεφτά τους σε γλέντια και διασκεδάσεις, χωρίς να νοιάζονται για τα γεράματά τους, ή για το αν θα αφήσουν κάποια περιουσία στους απογόνους τους·
- κάνει διπλή ζωή, εκτός από τη συνηθισμένη, την καθημερινή ζωή που είναι κοινωνικά αποδεκτή, έχει και κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «ήταν ένας άνθρωπος αξιοσέβαστος και πέσαμε όλοι απ’ τα σύννεφα, όταν μάθαμε πως κάνει διπλή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αφού σου άρεσε διπλή ζωή να κάνεις, να καείς, να γίνεις στάχτη, να πεθάνεις!
- κάνει κλειστή ζωή, ζει αποτραβηγμένος από την κοινωνία, από την επικαιρότητα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, κάνει κλειστή ζωή»·
- κάνει τρελή ζωή, ζει πολύ άστατα: «απ’ τη μέρα που χώρισε, κάνει τρελή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αν πεθάνω, από σένα θα πεθάνω κι αν θα σβήσω απ’ τον καημό μου θα χαθώ! Γιατί άρχισα τρελή ζωή να κάνω και στο δρόμο μου στραβά να περπατώ!
- κάνω άστατη ζωή, ζω με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «δεν τον θέλει κανένας για γαμπρό του, γιατί κάνει άστατη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός
- κάνω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά·
- κάνω ζωή παραμυθένια, βλ. φρ. περνώ ζωή παραμυθένια·
- κάνω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. φρ. περνώ ζωή χρυσή·
- κάνω μαύρη ζωή, ζω με μεγάλα βάσανα, δυσκολίες, πίκρες, ταλαιπωρίες, φτώχεια και δυστυχία: «με πιάνει το παράπονο, γιατί όλοι χαίρονται τη ζωή τους και μόνο εγώ κάνω μαύρη ζωή». (Δημοτικό τραγούδι: μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι
- κάνω σκυλίσια ζωή, ζω σε απάνθρωπες συνθήκες, ζω με στερήσεις και βάσανα, υποφέρω αφάνταστα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, κάνει σκυλίσια ζωή». Από την εικόνα του σκύλου, που δεν έχει αφεντικό και ως εκ τούτου δεν έχει μόνιμη κατοικία και εξασφαλισμένη τροφή και περιφέρεται χειμώνα καλοκαίρι στους δρόμους·
- κάνω τη ζωή μου, βλ. φρ. ζω τη ζωή μου·
- κάνω τη μεγάλη ζωή, ζω μέσα σε πλούτο και σε υλικές απολαύσεις: «κάποτε έκανε τη μεγάλη ζωή, ώσπου ξεκοκάλισε την περιουσία που βρήκε απ’ τον πατέρα του, και τώρα κάνει τράκες απ’ τον έναν και τον άλλον»·
- κερδίζω τη ζωή μου, πορίζομαι τα μέσα για τη συντήρησή μου: «έχω μάθει να κερδίζω τη ζωή μου κάνοντας ένα σωρό δουλειές»·
- κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή! στερεότυπη έκφραση, όταν βλέπουμε ή ακούμε ότι κάποιος φροντίζει υπέρμετρα το σκυλί του: «έχει το σκυλί του με τα μπιφτέκια του, με τις μπριζόλες του, με τα φρίσκις του, με τους γιατρούς του, κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή!». Το υπονοούμενο της φρ. είναι πως εμείς ως άνθρωποι ζούμε πολύ χειρότερα από το συγκεκριμένο σκυλί·  
- κόπηκε το νήμα της ζωής του, βλ. λ. νήμα·
- κόστος ζωής, βλ. λ. κόστος·
- λέει την ιστορία της ζωής του, βλ. λ. ιστορία·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, βλ. λ. πρόβλημα·
- μαύρη ζωή, ζωή γεμάτη δυσκολίες, πίκρες, κακουχίες, φτώχεια, δυστυχία: «κοντά σου πέρασα μαύρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω Μανταλένα, Μανταλένα δε σε ξεχνώ
- μαύρη σελίδα της ζωής, βλ. λ. σελίδα·
- μαύρισε η ζωή μου, βλ. φρ. κάνω μαύρη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: σε πήραν απ’ τα χέρια μου, κοντεύει κι άλλος χρόνος και τη ζωή μου μαύρισε της μοναξιάς ο πόνος)·
- μια ζωή, διαρκώς, συστηματικά, από πάντα: «μια ζωή χάνει τα λεφτά του στα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλεις, μου το είπες, μια ζωή το ίδιο λες και γυρνώ σαν τους αλήτες, που δεν ξέρουνε γιορτές)· βλ. και φρ. για μια ζωή·
- μια ζωή την έχουμε, τυπικό δείγμα της λαϊκής νεοελληνικής ιδεολογίας, μέσω της οποίας δικαιολογεί κάποιος την τάση που έχει να γευτεί τις χαρές της ζωής, να ζήσει ανέμελα. (Λαϊκό τραγούδι: μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση ή μου ’κανε κόλαση τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη ή μου ’κανε μαύρη τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα κοντά σου πως θα βρω στοργή, πως θα μου γιατρέψεις κάθε μου πληγή, μα εσύ μου κάνεις μαύρη τη ζωή και αντί για μάννα με κερνάς χολή)·
- μου μαύρισε τη ζωή, με τη στάση του ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου μου προξένησε πολλά βάσανα, πολλές ταλαιπωρίες, πολλές πίκρες και δυστυχίες: «μου μαύρισε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το σπουδάσω»·
- μου σμπαράλιασε τη ζωή, κατάστρεψε ανεπανόρθωτα τη ζωή μου: «εγώ τον είχα για τον καλύτερο φίλο μου κι αυτός μου σμπαράλιασε τη ζωή, γιατί πήγε και τα ’φτιαξε με τη γυναίκα μου»·
- μου ’τυχε στο ζάρι της ζωής, βλ. λ. ζάρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, μου κατέστρεψε, έφθειρε, εξάντλησε τη ζωή μου με τη στάση ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου: «μου ’φαγε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το φέρω στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό
- μπαίνω στη ζωή, αρχίζω να δουλεύω για να εξασφαλίσω τα αναγκαία για τη συντήρησή μου, μπαίνω στη βιοπάλη: «τώρα τα βρίσκεις όλα έτοιμα απ’ τους γονείς σου, όταν μπεις όμως κι εσύ στη ζωή, τότε θα καταλάβεις τι εστί βερίκοκο!»·
- μπαίνω στη ζωή (κάποιου, κάποιας), α. συνδέομαι, ιδίως ερωτικά, με κάποιον (κάποια): «απ’ τη μέρα που μπήκε η τάδε στη ζωή του,έγινε το πιο φρόνιμο παιδί της παρέας μας || μπήκε στη ζωή του η τάδε και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα». β. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις κάποιου ατόμου: «απ’ τη μέρα που μπήκε στη ζωή μου, μου δημιουργεί συνέχεια προβλήματα»·
- να μη χαρώ τη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τη ζωή μου!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- να χαρείς τη ζωή σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τη ζωή σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέρω τη ζωή, έχω μεγάλη πείρα ιδίως των δυσκολιών που έχει η ζωή: «πριν κάνεις οτιδήποτε θέλω να με συμβουλεύεσαι, γιατί ξέρω τη ζωή καλύτερα απ’ τον καθένα»·
- ο δρόμος της ζωής, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. λ. δρόμος·
- ο (η) σύντροφος της ζωής, βλ. λ. σύντροφος·
- ο χειμώνας της ζωής, βλ. λ. χειμώνας·
- οι γκίνιες της ζωής, βλ. λ. γκίνια·
- οι κόποι μιας ζωής, βλ. λ. κόπος·
- οι ξέμπαρκοι της ζωής, βλ. λ. ξέμπαρκος·
- οι χαρές της ζωής, βλ. λ. χαρά·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, γι’ αυτό δε χρειάζονται τα μίση και τα πάθη». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, βλ. λ. σπίτι·
- όπως τα φέρει η ζωή, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη: «αποφάσισε κι αυτός να παντρευτεί κι όπως τα φέρει η ζωή»·
- παθαίνω την πλάκα της ζωής μου, βλ. λ. πλάκα·
- παίζεται η ζωή μου, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου·
- παίζω τη ζωή μου, την εκθέτω σε μεγάλο κίνδυνο, την διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «ένας εργάτης οικοδομών παίζει κάθε μέρα τη ζωή του εκεί ψηλά στις σκαλωσιές». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα με σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου. Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι κορόνα γράμματα· βλ. και λ. κορόνα·
- παίρνω τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω, τον δολοφονώ: «έβγαλε το μαχαίρι του και μ’ ένα χτύπημα στην καρδιά του πήρε τη ζωή»·
- παίρνω τη ζωή μου (έτσι) όπως (μου) έρχεται, αντιμετωπίζω τις δύσκολες καταστάσεις που προκύπτουν με στωικότητα: «ο γιατρός με συμβούλεψε να μην έχω άγχος, γι’ αυτό παίρνω τη ζωή μου έτσι όπως έρχεται»·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, κάνω λανθασμένη, εσφαλμένη επιλογή, ακολουθώ λανθασμένο, εσφαλμένο δρόμο για να πετύχω στη ζωή μου: «όποιος παίρνει τη ζωή του λάθος, έρχεται δυστυχώς κάποια στιγμή που το πληρώνει ακριβά». (Τραγούδι: με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή
- πεζή ζωή, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που καθημερινά επαναλαμβάνεται μονότονα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, ζει μια ήσυχη πεζή ζωή και είναι ευτυχισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι, που μας τα κάνετ’ όλα ρόιδο στην πεζή μας τη ζωή, δε θα με γράψεις για κορόιδο την αυγή
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- περνώ απ’ τη ζωή (κάποιου), γνωρίζω κάποιον και διαδραματίζω σοβαρό ρόλο στη ζωή του: «αν δεν περνούσε απ’ τη ζωή μου αυτή η γυναίκα, δε θα είχα γνωρίσει τον πραγματικό έρωτα». (Λαϊκό τραγούδι: να σ’ αγαπώ κουράστηκα, βαριά σε καταράστηκα· απ’ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες με γέρασες
- περνώ ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, ζω ξέγνοιαστα, πλουσιοπάροχα, χωρίς έγνοιες και φροντίδες: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, περνάει ζωή και κότα». Από το ότι παλιά το να τρώει κανείς συχνά κότα ήταν δείγμα πλούτου και καλοπέρασης. (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι δε θα ’χουμε ανάγκη από φώτα, θα την περνούμε μια χαρά ζωή και κότα, βρε θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά να μη μας πιάνει ξεροβόρι παγωνιά
- περνώ ζωή παραμυθένια, ζω τόσο ευτυχισμένα και πλούσια, που η ζωή μου κυλά σαν να ζω σε παραμύθι: «οι δουλειές μου πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, παντρεύτηκα και μια καλή γυναίκα, με την οποία έκανα και δυο παιδιά κι έτσι περνώ ζωή παραμυθένια»·
- περνώ ζωή πασαλίδικη, βλ. συνηθέστ. περνώ ζωή χρυσή·
- περνώ ζωή χαρισάμενη, ζω ζωή ευχάριστη, ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη: «τον αγαπάει τόσο πολύ η γυναίκα του, που περνάει ζωή χαρισάμενη κοντά της»· βλ. και φρ. ζωή χαρισάμενη·
- περνώ ζωή χρυσή, ζω πλούσια και ευτυχισμένα. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή χρυσή περνούσαμε τις νύχτες με φεγγάρι στης Σαλονίκης τις δροσιές μέσα στο Μπεξινάρι
- πικρή ζωή, ζωή με θλίψεις και στενοχώριες: «δε μπορώ ν’ αντέξω άλλο τέτοια πικρή ζωή»·
- πληρώνω με τη ζωή μου ή πληρώνω με την ίδια μου τη ζωή, θυσιάζομαι κυριολεκτικά ή μεταφορικά: «πλήρωσε με τη ζωή του για να σώσει τα παιδιά του μέσα απ’ το φλεγόμενο σπίτι || πλήρωσε με τη ζωή του για να σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω τα βράδια στη θύμησή σου κι είναι το δάκρυ κατακλυσμός που ’χεις πληρώσει με τη ζωή σου να μην περάσει ο φασισμός
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, ανάλογα με τις πράξεις σου, τις ενέργειές σου είναι και οι απολαβές σου: «μην παραπονιέσαι που ζεις φτωχικά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, ποτέ δε θέλησες να δουλέψεις σκληρά στη ζωή σου και σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις»·
- σημαδεύω τη ζωή μου, πέφτω σε μεγάλο παράπτωμα που επενεργεί αρνητικά στην υπόλοιπη ζωή μου, συνδέω την ύπαρξη μου με κάτι συνήθως πολύ αρνητικό: «σημάδεψε τη ζωή του με την κατάχρηση που έκανε και τώρα δεν μπορεί να βρει πουθενά δουλειά»·
- σκόρπισε η ζωή μου, διαλύθηκε, καταστράφηκε: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου έχω την εντύπωση πως σκόρπισε η ζωή μου». (Τραγούδι: σκόρπισε η ζωή μου χάμου σαν το βότσαλο της άμμου
- σκυλίσια ζωή, πολύ σκληρή ζωή, μέσα σε κακουχίες, στερήσεις και απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε γνώρισε τη σκυλίσια ζωή, δεν έμαθε τι εστί μεγάλος πόνος»·
- σμπαράλιασε η ζωή μου, καταστράφηκε ανεπανόρθωτα: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, σμπαράλιασε η ζωή μου»·
- στη ζωή και στο θάνατο, αιώνια, για πάντα, σε οποιαδήποτε περίσταση: «θα ’μαστε μαζί στη ζωή και στο θάνατο». Συνήθως δίνεται ως όρκος μεταξύ ερωτευμένων ή νεόνυμφων. (Λαϊκό τραγούδι: πες το ότι θα ’μαστε μαζί και στο θάνατο και στη ζωή
- στη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «στη ζωή μου, ακριβώς έτσι όπως στα λέω έγιναν τα πράγματα»·
- στη ζωή της πεθεράς μου! όρκος που δίνεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και για να παραδεχτεί ο συνομιλητής μας ότι λέει ψέματα. Από το ότι πολλοί άντρες δε διατηρούν καλές σχέσεις με τις πεθερές τους·
- στη ζωή των παιδιών μου! ισχυρότερος όρκος από τον παραπάνω·
- στο τέλος της ζωής του ή στα τέλη της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί στο τέλος της ζωής του, είδε όλα του τα παιδιά να είναι μονοιασμένα»·
- στοιχηματίζω τη ζωή μου ή στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «στοιχηματίζω τη ζωή μου πως θα ’ρθει να σου ζητήσει συγνώμη»·   
- τ’ αστροπελέκια της ζωής, βλ. λ. αστροπελέκι·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, βλ. λ. λεφτά·
- τα ναυάγια της ζωής, βλ. λ. ναυάγιο·
- τα χαστούκια της ζωής ή της ζωής τα χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- τερμάτισε τη ζωή του, α. αυτοκτόνησε: «επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την κατακραυγή του κόσμου, τερμάτισε τη ζωή του πέφτοντας απ’ τη ταράτσα του σπιτιού του». β. (πιο σπάνια) πέθανε: «τερμάτισε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του»·
- το τέλος της ζωής, βλ. λ. τέλος·
- το τέρμα της ζωής, βλ. λ. τέρμα·
- το σχολείο της ζωής, βλ. λ. σχολείο·
- το φθινόπωρο της ζωής, βλ. λ. φθινόπωρο·
- το φιλί της ζωής, βλ. λ. φιλί·
- τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου, έπαψα να τον σκέφτομαι, έπαψα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που υπήρξε αχάριστος σε μένα, που τον βοήθησα αμέτρητες φορές, τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου»·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, τον κατάστρεψε οικονομικά η τάση που είχε να ζει σε πλούσιες υλικές απολαύσεις: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά τον έφαγε η μεγάλη ζωή και τώρα ζει με δανεικά»·
- του αφαίρεσε τη ζωή, βλ. φρ. του πήρε τη ζωή·
- του θέρισε τη ζωή, τον σκότωσε, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «καθώς περνούσε κανονικά από τις διαβάσεις, έπεσε απάνω του ένας μεθυσμένος οδηγός και του θέρισε τη ζωή»·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: μονά ζυγά τα θες όλα δικά σου και με πληγώνεις με τα πείσματά σου, άλλα λες το βράδυ κι άλλα το πρωί, μαρτύριο μου έχεις κάνει τη ζωή
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ, του δυσκόλεψα τόσο πολύ τη ζωή, ώστε του έγινε αφόρητη: «επειδή ήταν τεμπέλης, τον πήρα στη δουλειά μου και του ’κανα τη ζωή μαύρη, μέχρι να μάθει να δουλεύει || είναι τόσο ζηλιάρα η γυναίκα του, που του ’κανε τη ζωή μαύρη με τις ζήλιες της». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σε βλέπω βροχερή στιγμή δεν ησυχάζω· μαύρη μου κάνεις τη ζωή και βαριαναστενάζω
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. συνηθέστ. του ’κανα τη ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή πατίνι, βλ. φρ. του ’κανα ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ: «του ’κανε τη ζωή ποδήλατο η γυναίκα του με την γκρίνια της». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει υπερβολική κούραση μετά από πολύωρη βόλτα με το ποδήλατό του·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, του δημιούργησα απανωτά προβλήματα, ιδίως για λόγους εκδίκησης: «πολύ το ευχαριστήθηκα που του ’κανα τη ζωή δύσκολη, γιατί είναι καρφί της Ασφάλειας»·
- του κόβω το νήμα της ζωής, βλ. λ. νήμα·
- του κόστισε τη ζωή, είχε ως συνέπεια το θάνατό του: «το πάθος του για τα ναρκωτικά του κόστισε τη ζωή»·
- του πήρε τη ζωή, τον δολοφόνησε, τον σκότωσε, τον θανάτωσε: «τον βρήκε μέσα στο μπαράκι κι εκεί μπροστά στον κόσμο έβγαλε το πιστόλι του και με τρεις πιστολιές του πήρε τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: φαίνεται μαραζώσανε το άμοιρο κορμί μου κι ο χάρος είν’ στα πρόθυρα να πάρει τη ζωή μου
- του ρίχνω τα μπινελίκια της ζωής του, βλ. λ. μπινελίκι·
- του ρίχνω τα πουστριλίκια της ζωής του, βλ. λ. πουστριλίκια·
- του στοίχισε τη ζωή, βλ. φρ. του κόστισε τη ζωή·
- του χάρισαν τη ζωή, (για θανατοποινίτες) δεν τον εκτέλεσαν, του έδωσαν χάρη: «λίγο καιρό πριν τον οδηγήσουν στο απόσπασμα, του χάρισαν τη ζωή». Ο πλ., επειδή η χάρη που δίνεται σε ένα θανατοποινίτη δεν εξαρτάται από ένα άτομο. Στη χώρα μας έχει καταργηθεί η ποινή του θανάτου·
- του χάρισε τη ζωή, δεν τον σκότωσε, ενώ θα μπορούσε: «την τελευταία στιγμή πέταξε μακριά το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του και του χάρισε τη ζωή»·
- του χρωστώ τη ζωή μου, τον αναγνωρίζω ως σωτήρα μου, γιατί με έσωσε από βέβαιο θάνατο: «αυτόν το γιατρό που βλέπεις του χρωστώ τη ζωή μου»·
- τρίφτηκε στη ζωή, απόκτησε πείρα από τη συνεχή βιοπάλη: «από μικρός στην πιάτσα τρίφτηκε στη ζωή και τώρα δε τον ξεγελάει κανείς»·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω τη ζωή μου, φθείρομαι: «δεν το καταλαβαίνεις πως τρως τη ζωή σου μ’ αυτές τις ανοησίες που ασχολείσαι; || είναι πανέξυπνο παιδί κι απορώ πώς τρώει τη ζωή του μ’ αυτές τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει!»·
- φέρνω στη ζωή, (για γυναίκες) γεννώ: «αυτή η κοντούλα και μικροκαμωμένη που βλέπεις, έφερε στη ζωή εφτά παιδιά!»· βλ. και φρ. έφεραν στη ζωή·
- φεύγω απ’ τη ζωή, πεθαίνω: «έφυγε ευτυχισμένος απ’ τη ζωή του, γιατί είδε τα παιδιά του να προκόβουν». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω
- χαίρομαι τη ζωή (μου), την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις ή με αυτά που με ευχαριστούν ιδιαίτερα: «δε βάζω ούτε δραχμή στην τράπεζα, γιατί με τα λεφτά που βγάζω χαίρομαι τη ζωή μου || όταν έχω λεύτερο καιρό χαίρομαι τη ζωή μου στο ύπαιθρο». (Τραγούδι: στη ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει, καπετάνιε τη ζωή για να χαρείς, ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούρια αγάπη κοίταξε να βρεις
- χαλώ τη ζωή μου, ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που οδηγούμαι σε δύσκολες καταστάσεις, που οδηγούμαι στην καταστροφή μου: «δεν κατηγορώ κανένα, γιατί με τα ξενύχτια και τα μεθύσια μου χάλασα μονάχος τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα
- χάνω τη ζωή μου, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «από την τάδε επιδημία έχασαν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι || στον τελευταίο σεισμό έχασαν τη ζωή τους πολλά άτομα». (Λαϊκό τραγούδι: μη με πληγώνεις και πονώ, άσε με για να γειάνω, καθημερινώς αισθάνομαι πως τη ζωή μου χάνω
- χάνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. φρ. μάχη·
- χαραμίζω τη ζωή μου, ζω χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι εποικοδομητικό, ζω ανώφελα και, κατ’ επέκταση, καταστρέφομαι: «οι φίλοι μου σπούδαζαν ή έστηναν δουλειές κι εγώ χαράμιζα τη ζωή μου σε γλέντια και ξενύχτια». (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά με τη βλάμισσα που χαράμισα τη ζωή μου, με ρεστάρισε, στραπατσάρισε το τσαρδί μου).  

θέμα

θέμα, το, ουσ. [<αρχ. θέμα], το θέμα. 1. το ζήτημα, το αντικείμενο μιας συζήτησης, μιας έρευνας ή μιας εργασίας ή το ζήτημα που δίνεται προς ανάπτυξη στις εξετάσεις: «τι θέμα κουβεντιάζετε, ρε παιδιά; || ευτυχώς, είχα διαβάσει το θέμα που έπεσε στις εξετάσεις, κι έτσι έγραψα μια χαρά». 2. η ουσία ενός ζητήματος ή μιας υπόθεσης, ο επιδιωκόμενος σκοπός: «δε μ’ ενδιαφέρει που υπολογίζατε σε μένα, το θέμα είναι πως εγώ δεν μπορώ να  ’ρθω || πρέπει να βρούμε τρόπο να πείσουμε τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά, γιατί στο εξής αυτό είναι το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: το θέμα είναι να τη βρω κι από τα δύσκολα να βγω). (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αβανταδόρικο θέμα, θέμα, ζήτημα, υπόθεση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που προξενεί το ενδιαφέρον του πολύ κόσμου. Χρησιμοποιείται ιδίως στη δημοσιογραφία και στην τηλεόραση: «ο τάδε δημοσιογράφος ασχολείται μόνο με αβανταδόρικα θέματα || τον τελευταίο καιρό όλες οι τηλεοράσεις ασχολούνται με τους σεισμούς, γιατί είναι πολύ αβανταδόρικο θέμα»· 
- αλλάζει θέμα, οδηγεί τη συζήτηση αλλού, ιδίως όταν δεν τον συμφέρουν αυτά που λέγονται, αυτά που συζητούνται: «κάθε φορά που γίνεται λόγος για καταχρήσεις αλλάζει θέμα, γιατί κάποτε κι αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης στην οποία δούλευε»·
- αλλάζει το θέμα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει για κάποιον ή για κάτι ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «τώρα που έμαθα ποιος ήταν αυτός που με κατηγόρησε αλλάζει το θέμα και σε θεωρώ πάλι φίλο μου». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα·
- (αυτό) είναι δικό μου θέμα, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δικό μου θέμα». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση αμέσως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου θέμα·
- βάζω θέμα, βλ. φρ. βάζω ζήτημα, λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. φρ. βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, λ. ζήτημα·
- δε γεννάται θέμα, είναι ανάξιο λόγου, ανάξιο συζήτησης, δεν πρέπει διόλου να μας απασχολεί: «δε γεννάται θέμα για πέντε πενταροδεκάρες που έδωσα παραπάνω»·
- δε γίνεται θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δεν είναι θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «μήπως ξέρεις αν φορτώθηκαν οι παραγγελίες των πελατών; -Δεν είναι δικό μου θέμα». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «μπορείς να μου πεις πού θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δεν είναι δικό μου θέμα». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά / δεν είναι δική μου υπόθεση / δεν είναι δικό μου ζήτημα / δεν είναι δικό μου καπέλο / δεν είναι δικό μου πρόβλημα / δεν είναι δικός μου λογαριασμός·   
- δεν μπαίνει θέμα, βλ. συνηθέστ. δε γεννάται θέμα·
- δεν υπάρχει θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δημιουργώ θέμα, βλ. φρ. δημιουργώ ζήτημα, λ. ζήτημα·
- δημιουργώ θέματα, βλ. φρ. δημιουργώ ζητήματα, λ. ζήτημα·
- διαφέρει το θέμα, βλ. φρ. αλλάζει το θέμα·
- δικό σου θέμα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «τι να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου θέμα || σκοπεύω ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, εσύ τι λες; -Δικό σου θέμα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός· βλ. και φρ. προσωπικό σου θέμα·
- έγινε θέμα, βλ. φρ. έγινε ζήτημα, λ. ζήτημα·
- έγινε το θέμα της ημέρας, συζητείται ευρέως κάποιο γεγονός, αποτελεί προσωρινά το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης: «η αποκάλυψη από τον Τύπο για τις μίζες του τάδε υπουργού έγινε το θέμα της ημέρας»·
- είναι εκτός θέματος, α. δεν έχει αντιληφθεί το αντικείμενο, το θέμα της συζήτησης και λέει άλλα αντί άλλων: «σταμάτα να μιλάς, γιατί είσαι εκτός θέματος». β. (γενικά) δεν συντονίζεται στο κλίμα της παρέας: «μια ζωή εκτός θέματος θα είναι αυτό το παιδί και δεν μπορεί να στεριώσει σε μια παρέα». Αναφορά στο μάθημα της έκθεσης που δεν ανταποκρίνεται στο θέμα που δόθηκε, και συνεπώς βαθμολογείται με χαμηλό βαθμό·
- είναι θέμα χρόνου, βλ. φρ. είναι ζήτημα χρόνου, λ. ζήτημα·
- έκλεισε το θέμα, α. έκφραση με επιθετική διάθεση στην περίπτωση που δε θέλουμε να επανέλθουμε σε κάποιο θέμα ή γεγονός, επειδή έχουμε συνήθως αρνητική θέση ή άποψη: «τι θα γίνει, κύριε διευθυντά, με κείνη την αυξησούλα; -Έκλεισε το θέμα». Ταυτόχρονα παρατηρείται μια βιαστική αρνητική χειρονομία. Συνών. έκλεισε η συζήτηση. β. έκφραση που δηλώνει την επιτυχή ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, μιας επιδίωξης: «την ανέλαβες τη δουλειά που μου ’λεγες; -Έκλεισε το θέμα»·
- έτσι έχει το θέμα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος της παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να μην πιστέψετε ό,τι κι αν σας πουν, γιατί έτσι έχει το θέμα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέμα Σ.Ο.Σ., (για μαθητές, σπουδαστές) αναμενόμενο ζήτημα προς ανάπτυξη στις εξετάσεις, και για το λόγο αυτό, πολύ καλά διαβασμένο από τους μαθητές: «ευτυχώς έπεσαν θέματα Σ.Ο.Σ. και οι περισσότεροι μαθητές έγραψαν καλά»·
- καλύπτω το θέμα, το αναλύω διεξοδικά, το εκθέτω αναλυτικά: «ποιος κάλυψε το θέμα των ναρκωτικών;»·
- κάνω θέμα, θέτω σε συζήτηση κάποιο ζήτημα ή κάποια υπόθεση: «δεν πιστεύω να κάνεις θέμα στο διευθυντή που άργησα το πρωί μισή ωρίτσα!»· βλ. και φρ. το κάνω θέμα·
- κλείνω το θέμα, μιλώ τελευταίος για κάποιο θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση και το τελειώνω, το ολοκληρώνω: «ποιος θα κλείσει το θέμα της σημερινής μας συζήτησης;». Συνών. κλείνω τη συζήτηση·
- μη γίνει θέμα, βλ. φρ. μη δημιουργείς θέμα·
- μη δημιουργείς θέμα, μην προκαλείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς θέμα χωρίς σπουδαίο λόγο». Συνών. μη δημιουργείς ζήτημα / μη δημιουργείς πρόβλημα·
- μην κάνεις θέμα, βλ. φρ. μη δημιουργείς θέμα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. φρ. πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο·
- πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, συνεχώς αλλάζω αντικείμενο λόγου, δεν υπάρχει συνοχή σε αυτά που λέω: «στο τέλος μας μπέρδεψε όλους, γιατί συνέχεια πηδούσε απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο»·
- πιάνω ένα θέμα, θίγω ένα ζήτημα, επιλέγω να ασχοληθώ με ένα ζήτημα: «κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας έπιασε ο τάδε ένα θέμα για τα ναρκωτικά || πιάσε ένα θέμα να κουβεντιάσουμε»·
- πιάνω θέμα, (για μαθητές, σπουδαστές) μαντεύω τι ζήτημα θα δοθεί προς ανάπτυξη στις εξετάσεις και το διαβάζω πάρα πολύ καλά: «δίναμε το μάθημα της Ιστορίας κι έπιασα θέμα»·  
- προσωπικό σου θέμα, βλ. φρ. δικό σου θέμα·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- στήνει θέματα, δημιουργεί, κατασκευάζει διάφορες εκρηκτικές καταστάσεις για να γίνεται λόγος γύρω από το όνομά του, για να διαφημιστεί: «η τάδε τραγουδίστρια, κάθε τόσο στήνει θέματα στα παράθυρα της τηλεόρασης για διαφημιστικούς λόγους»·
- το κάνω ολόκληρο θέμα, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα επουσιώδες γεγονός, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μια φορά του αρνήθηκα κάτι και το ’κανε ολόκληρο θέμα || του κέρασα τα ούζα που ήπιαμε και το ’κανε ολόκληρο θέμα». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα / το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι· βλ. και φρ. κάνω θέμα·
- φλέγον θέμα, σπουδαίο, επίκαιρο γεγονός που απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη: «το φλέγον θέμα των τελευταίων ημερών είναι η αναγγελία των πρόωρων εκλογών».

θεμέλιο

θεμέλιο, το, ουσ. [<αρχ. θεμέλιον, ουδ. του επιθ. θεμέλιος], το θεμέλιο και συνήθως στον πλ. τα θεμέλια, τα θεμέλια·
- ανοίγω θεμέλια ή ανοίγω τα θεμέλια, σκάβω εκείνο το χώρο του εδάφους μέσα στον οποίο θα κατασκευάσω τα θεμέλια της υπό ανέγερση οικοδομής: «αύριο πρωί πρωί, θα ’ρθει η φαγάνα ν’ ανοίξει τα θεμέλια»· βλ. και φρ. ρίχνω θεμέλια·
- βάζω θεμέλια ή βάζω τα θεμέλια, δημιουργώ την κατάλληλη υποδομή, πάνω στην οποία θα στηρίξω κάτι με προοπτική: «πρέπει από νέος κανείς να βάλει τα θεμέλια για το μέλλον της ζωής του || απ’ τη στιγμή που πέρασε στο πανεπιστήμιο, έβαλε τα θεμέλια για την προκοπή του»· βλ. και φρ. ρίχνω θεμέλια·
- έχει γερά θεμέλια, (για πρόσωπα ή οικοδομήματα) έχει γερή, στέρεη υποδομή, πράγμα που του δίνει τη δυνατότητα να υπομένει σθεναρά τις δυσκολίες ή να αντέχει σε διάφορες δοκιμασίες: «δεν μπορεί κανείς να παρασύρει αυτό το παιδί στα ναρκωτικά, γιατί έχει γερά θεμέλια απ’ την οικογένειά του || αυτό το σπίτι αντέχει σε πολλά ρίχτερ, γιατί έχει γερά θεμέλια»·
- ρίχνω θεμέλια ή ρίχνω τα θεμέλια, βάζω τις βάσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα, πάνω στις οποίες θα οικοδομήσω ένα οικοδόμημα: «χτίζω μια οικοδομή στην τάδε περιοχή κι αύριο ρίχνω θεμέλια»·
- σείεται εκ θεμελίων (κάτι), από τη βάση του: «μετά το νέο οικονομικό σκάνδαλο, η κυβέρνηση σείεται εκ θεμελίων || με τον τελευταίο σεισμό το σπίτι μας σείστηκε εκ θεμελίων»·
- τρίζουν τα θεμέλια…, είναι έτοιμο να διαλύσει, να διαλυθεί, να καταρρεύσει κάτι, κλονίζεται σοβαρά: «τρίζουν τα θεμέλια του κράτους με την αλόγιστη πολιτική της κυβέρνησης || με τις αχαρακτήριστες ενέργειές του τρίζουν τα θεμέλια της επιχείρησής του || οι διάφοροι ψευτομοντερνισμοί είναι η αιτία που τρίζουν τα θεμέλια της οικογένειας».

Θεός

Θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο Θεός. 1. κάθε πρόσωπο που λατρεύουμε ή που σεβόμαστε υπερβολικά: «έχει τον πατέρα του σαν Θεό». (Τραγούδι: ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, αγαπούλα μου, φως μου, δε σκεφτόσουν πως ήσουνα μόνο εσύ ο Θεός μου). 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο παντογνώστης: «ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, Θεός είσαι που ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα έτσι;». 3. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του Κ. Καραμανλή από τους πολιτικούς φίλους του και ειρωνικός από τους πολιτικούς αντιπάλους του: «όλοι περιμένουν με αγωνία τι θα δηλώσει ο Θεός για την πολιτική κατάσταση». 4. αυτός που είναι πολύ ικανός σε αυτό με το οποίο ασχολείται: «ο Ν. Γκάλης υπήρξε ο Θεός του μπάσκετ», εξ ου και οι θαυμαστικές ιαχές των οπαδών της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζε παλιότερα ο Γκάλης: είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός. Υποκορ. Θεούλης, ο και Θεουλάκης, ο· βλ. και λ. θεός. (Ακολουθούν 257 φρ.)·
- αδικία απ’ το Θεό, βλ. λ. αδικία·
- άι στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- άκρη Θεού, βλ. λ. άκρη·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, άλλα θέλουν, επιθυμούν οι άνθρωποι και άλλα ο Θεός αποφασίζει: «είχα αποφασίσει να πάω με την οικογένειά μου διακοπές, όμως αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί, βλέπεις, άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει». Πρβλ. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει·  
- αν θέλει ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, ο άνθρωπος θεωρεί φυσικό να απορρίπτει ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει·
- Ανάσταση Θεέ μου! (Θεούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- ανθρωπάκι του Θεού, βλ. λ. ανθρωπάκι·
- άνθρωπος του Θεού, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άντε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, από τα άγρια μεσάνυχτα: «σηκώθηκε απ’ τη νύχτα του Θεού να πάει στη δουλειά του»·
- απ’ το Θεό να το ’βρεις! α. ευχή σε κάποιον να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό που μας έκανε. «απ’ το Θεό να το ’βρεις, παιδάκι μου, για το καλό που μου ’κανες!» β. πιο συχνά ως κατάρα σε κάποιον να τιμωρηθεί από το Θεό για το κακό που μας έκανε. (Δημοτικό τραγούδι: ο πόλεμος αρχίνησε στο τέλος του Οχτώβρη κι ο κερατάς ο Μουσουλή (= Μουσολίνης) απ’ το Θεό να το ’βρει
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «ε ρε και να σου τύχαινε, λέει, το λαχείο! -Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί!». Είναι και φορές που λέγεται και με παικτική διάθεση στον τύπο απ’ το στόμα σου και στου Θεού το ους(!)·
- από Θεού, βλ. συνηθέστ. εκ Θεού·
- αρνάκι του Θεού, βλ. λ. αρνάκι·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, έκφραση με την οποία απευχόμαστε να συμβεί το κακό για το οποίο γίνεται λόγος: «ας μην το δώσει ο Θεός να πάθεις κι εσύ το κακό που έπαθα εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου
- ας τον κρίνει ο Θεός, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον στην κρίση του Θεού επειδή αδυνατούμε να τον κρίνουμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αμαρτίας του: «αφού χτυπάει τους γέρους γονείς του, ας τον κρίνει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: με ντρόπιασε στους φίλους μου, πήγε να με πεθάνει· ας τηνε κρίνει ο Θεός, γι’ αυτά που μου ’χει κάνει
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκομαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- γαμώ το Θεό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «όλα τα λάθη, γαμώ το Θεό μου, εγώ θα τα κάνω!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ το Θεό σου, αυτή την γκρίνια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως παραπάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, βλ. λ. αύριο·
- για (τ’) όνομα του Θεού! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «για όνομα του Θεού, κάνε κάτι να βοηθήσουμε το παιδί!». β. παρακλητική έκφραση για την αποτροπή κάποιου κακού ή δυσκολίας: «για όνομα του Θεού, μη μας συμβεί κανένα ατύχημα, γιατί στην ερημιά που βρισκόμαστε, χαθήκαμε». γ. έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για κάτι κακό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον: «για τ’ όνομα του Θεού, κόψε επιτέλους αυτό το πιοτό, γιατί θα σε καταστρέψει! || για όνομα του Θεού, μην έχεις κάθε μεσημέρι το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών, γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε!». δ. έκφραση έκπληξης ή αμφισβήτησης για κάτι που βλέπουμε ή που μας λένε: «για όνομα του Θεού, είναι σόι πράγματα να μαλώνουν τ’ αδέρφια! || για όνομα του Θεού, γίνονται σήμερα αυτά που λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το και της Παναγίας·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, λ. πουλί·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- για το Θεό! βλ. φρ. προς Θεού(!)·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, α. αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα, δεν έχω προκοπή: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, δε βλέπει Θεού πρόσωπο». β. είμαι πολύ άτυχος: «σε μένα θα τύχει το λαχείο που δε βλέπω Θεού πρόσωπο!». γ. ζω σε σκοτεινό, σε υπόγειο χώρο, όπου δε φτάνει ο ήλιος: «μένει σ’ ένα υπόγειο διαμερισματάκι και δε βλέπει Θεού πρόσωπο»· βλ. και φρ. δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο·
- δε με σώζει ούτε (ο) Θεός ή δε με σώνει κι ο Θεός, δεν υπάρχει από πουθενά σωτηρία, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξα με τα ναρκωτικά, δε με σώζει ούτε Θεός || έχω τόσα πολλά χρέη, που δε με σώζει ούτε ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός·έχω γίνει μέσ’ στον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, δε σέβεται το Θεό και, κατ’ επέκταση, είναι εντελώς αδίστακτος: «μπορεί για εκατό ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί δε φοβάται ούτε Θεό αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω δε με λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, έκφραση αισιοδοξίας και συμπαράστασης σε δυστυχισμένο άτομο, που του υπενθυμίζουμε τη μεγαλοσύνη και το αμέριστο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο: «βέβαια, σου ’τυχαν πολλές ατυχίες μαζί, αλλά κάνε κουράγιο, γιατί δε χάνει κανέναν ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: ας λένε πως δε χάνει κανέναν ο Θεός,μ’ αδίκησε ο κόσμος, με ξέχασε κι αυτός
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, έκφραση παράπονου από κάποιον, που έχει περιπέσει σε μεγάλη δυσκολία, σε αδιέξοδο·
- δεν έχει Θεό ή δεν έχει το Θεό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αχαρακτήριστο, αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο: «μπροστά σ’ όλους τους επισήμους σκάλιζε με το δάχτυλο τη μύτη του. -Δεν έχει το Θεό του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδίστακτο: «μην ξανοίγεσαι πολύ σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν έχει το Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις·σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, στερεότυπη μοιρολατρική έκφραση, όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες φυσικές καταστροφές ή μεγάλες ατυχίες στη ζωή μας·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, δεν ξέρω πώς ακριβώς συμπεριφέρεται, δε γνωρίζω το χαρακτήρα του: «φαίνεται για καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει»·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε Θεού πρόσωπο»·
- δόξα να ’χει ο Θεός ή δόξα τω Θεώ ή δόξα σοι ο Θεός, δοξαστική επίκληση στο Θεό, όταν είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των πραγμάτων στη ζωή μας ή ως απάντηση ικανοποίησης στην ερώτηση κάποιου τι γίνεσαι ή τι γίνεται ή τι κάνεις ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα. (Λαϊκό τραγούδι: πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δε σε φτάνω, ήλιε μου πόσο είσαι πάνω και δόξα τω Θεώ).Συνών. δόξα ο γιαραμπής ή δόξα τω γιαραμπή·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, μόνο αυτά που μας δίνει ο Θεός έχουν αξία, όπως υγεία, τύχη, μακροζωία κ.ά., ενώ των ανθρώπων που είναι υλικές προσφορές δεν αξίζουν τίποτα: «δε με νοιάζει για τα πλούτη σου, γιατί, δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου, τίποτα δεν είναι»·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο Θεού, βλ. λ. δώρο·
- ε μα το Θεό! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το Θεό, σταμάτα αυτές τις αγριοφωνάρες σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- ε ρε τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
 - έδωσε ο Θεός και…, ευδόκησε: «έδωσε ο Θεός κι έγινε καλά ο άνθρωπος || έδωσε ο Θεός και κατάλαβε το λάθος του»· βλ. και φρ. έκανε ο Θεός και(…)·
- είμαι Θεός, είμαι ο πρώτος και καλύτερος, ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους ή έχω αυτή την εντύπωση: «όταν ήμουν νέος, μέσα στην παρέα μας ήμουν Θεός κι όλοι έκαναν αυτό που τους έλεγα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι βαρεμένος απ’ το Θεό, είναι ανόητος, βλάκας ή τρελός εκ γενετής: «τι να τον βαρέσεις, δε βλέπεις που είναι βαρεμένος απ’ το Θεό!»·
- είναι ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι, Θεέ μου, φύλαγε, α. είναι πολύ επικίνδυνος: «είναι ένας απατεώνας, ο Θεός να σε φυλάει». β. έχει ένα ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό: «είναι ένας μπεκρής, ο Θεός να σε φυλάει». γ. η ασθένεια για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ επικίνδυνη: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για το έιτζ, είναι Θεέ μου φύλαγε»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, λέγεται για κείνους που δρουν ή συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα, απάνθρωπα, και έχει την έννοια πως θα τιμωρηθούν από το Θεό (ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ): «με βρήκες αδύναμο και μ’ εκμεταλλεύεσαι, όμως θέλω να ξέρεις πως είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό, είναι εγκαταλελειμμένος από όλους και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. φρ. είναι, Θεέ μου, φύλαγε·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι σταλμένος απ’ το Θεό, είναι ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, δραστικότατος για καλό ή για κακό: «στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου με βοήθησε ένας παλιόφιλος, λες κι ήταν σταλμένος απ’ το Θεό || τούτη η βροχή είναι σταλμένη απ’ το Θεό || τέτοιο κακό, να ξέρεις, είναι σταλμένο απ’ το Θεό, μήπως και βάλουμε λίγο μυαλό»·
- είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είχε Θεό, υπήρξε πολύ τυχερός, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ατυχήματος: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε Θεό ο άνθρωπος, και τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές»·
- εκ Θεού, που προέρχεται από το Θεό: «αυτή η βροχή ήταν δώρο εκ Θεού || αυτός ο σεισμός ήταν τιμωρία εκ Θεού»·
- εκ Θεού άρξασθαι, σε κάθε ενέργεια ή σε κάθε καινούρια αρχή να επιδιώκεις την ευλογία του Θεού: «αύριο κάνει αγιασμό στο καινούριο του μαγαζί, γιατί εκ Θεού άρξασθαι». Κατάλοιπο του αρχ. ἐκ Διὸς ἄρξασθε· βλ. και φρ. όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει·
- έκανε ο Θεός και…, έκφραση ανακούφισης, επιτέλους: «έκανε ο Θεός κι επέστρεψε κάποια ώρα στο σπίτι ο γιος του, κι έτσι ησύχασε ο άνθρωπος || προς τ’ απόγευμα, έκανε ο Θεός και σταμάτησε ο Βαρδάρης»· βλ. και φρ. έδωσε ο Θεός και(…)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, λίγο πριν απαλλαγούμε από κάποια δυσκολία, από κάποια στενοχώρια και θα ανακουφιζόμασταν, εμφανίστηκε άλλη·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς κάτι (εκτός από το Θεό): «ένας Θεός ξέρει τι στενοχώριες περνάει αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο, σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας Θεός το ξέρει). Συνών. Κύριος οίδε(!)·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., δηλώνει αδυναμία για υπεύθυνη και σαφή πληροφόρηση: «ένας Θεός ξέρει αν αποφασίσει να ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πότε θα ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα || ένας Θεός ξέρει πώς θα ’ρθει με τέτοιον παλιόκαιρο»·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έκφραση που δηλώνει ηθική δέσμευση: «υπόσχομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων πως ποτέ δε θα σ’ αφήσω αβοήθητο»·
- ερημιά Θεού, βλ. λ. ερημιά·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξεκίνησαν όλοι για τη δουλειά»·
- έφτασαν στο Θεό, (για τιμές καταναλωτικών αγαπών) έχουν πολύ μεγάλη, εξωφρενική άνοδο: «αν βγεις στη λαϊκή με τριάντα ευρώ, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις σχεδόν τίποτα, γιατί οι τιμές έφτασαν στο Θεό»·
- έχει ο Θεός! α. έκφραση αισιοδοξίας ή έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρηγορήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ιδίως οικονομική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν θα τον αφήσει έτσι. (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιώτα μου, νταγιάντα κι έχει ο Θεός). β. μοιρολατρική έκφραση για κάποια δυσκολία που μας προέκυψε και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο Θεό, προσδοκώντας τη βοήθειά του: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά θα χρεοκοπήσουμε. -Έχει ο Θεός!»·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου, λ. κόσμος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, είναι εξαφανισμένος από την πιάτσα, ζει σε πλήρη αφάνεια: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε πως ήταν καταχραστής, ζει κρυφά απ’ το Θεό || έχει σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, που ζει κρυφά απ’ το Θεό»·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η βασιλεία του Θεού, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- ήμαρτον Θεέ μου! επιφώνημα έκπληξης ή αγανάκτησης: «ήμαρτον Θεέ μου, γίνονται αυτά τα πράγματα! || ήμαρτον Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει την πρόταση με την οποία αναφερθήκαμε άσχημα σε κάποιον ή τον κατηγορήσαμε, σαν να ζητάμε τη συγγνώμη του Θεού για αυτή μας την ενέργεια: «είναι τόσο κακός, που κάθε βράδυ γυρίζει σουρωμένος και δέρνει τη γυναίκα του, ήμαρτον Θεέ μου!» και συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα·
- θα μας δει ο Θεός, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δε συμπεριφέρεται σωστά στους συνανθρώπους του ή που ζει επιδεικτικά, σπάταλα σε μια γενικά δύσκολη εποχή και έχει την έννοια πως θα τον τιμωρήσει ο Θεός: «δεν είναι σωστό, με τόση φτώχεια που υπάρχει γύρω σου να κάνεις εσύ τόσο προκλητική ζωή, θα μας δει ο Θεός». Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο·
- θα μας κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση που ακούγεται ιδίως από ηλικιωμένους για νεαρούς που προκαλούν δημόσια με τη συμπεριφορά τους·
- θα σε κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που αδικεί απροκάλυπτα κάποιον, επιτιμητική έκφραση σε κάποιον με την οποία του υπενθυμίζουμε τη θεία δίκη: «δεν είναι σωστό να φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στους γονείς σου, γιατί θα σε κάψει ο Θεός»·
- θα σε τιμωρήσει ο Θεός, τελικά δε θα γλιτώσεις την τιμωρία: «μπορεί να τη γλίτωσες στο δικαστήριο με τους ψευδομάρτυρες που κουβάλησες, όμως στο τέλος δε θα τη γλιτώσεις, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις καταστρέψει το ζωή μου, μ’ έκανες κουρέλι εντελώς, κι αν θα τη γλιτώσεις από μένα, θα σε τιμωρήσει ο Θεός)· 
- Θεέ και Κύριε! έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης, για κάτι που βλέπουμε ή ακούμε·
- Θεέ βόηθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή Θεέ βοήθα! ή βοήθα Θεέ μου! επίκληση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ βόηθα να γίνει το παιδί μου καλά! || βόηθα Θεέ μου, να πετύχω στη δουλειά μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! / Χριστέ βόηθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή Χριστέ βοήθα! ή βοήθα Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου! κ. Θε μου! ή Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! ή Θε μου Μεγαλοδύναμε! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Θεέ μου, πώς δεν κατάλαβα ότι ήταν παλιάνθρωπος! || Θεέ μου, πάλι κέρδισε το λαχείο! || Θεέ μου, τι γυναικάρα είναι αυτή! || Θεέ μου, θα σκοτωθούμε! || Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω στ’ αλήθεια, Θεέ μου, δεν μπορώ να σε χάσω ποτέ μου // κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου,κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα // Θεέ μου Μεγαλοδύναμε που είσαι ψηλά εκεί πάνω, ρίξε μου λίγο τουμπεκί στον αργιλέ μου απάνω).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά μου! ή Παναγία μου! / Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), παράκληση στο Θεό να επέμβει υπέρ ημών σε κάποια δύσκολη στιγμή που περνάμε ή να επέμβει γενικά για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση που επικρατεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, (Θεούλη μου) κάνε να…, παρακλητική έκφραση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ μου, κάνε να βρει ο άντρας μου δουλειά || Θεούλη μου, κάνε να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! λέγεται με αγανάκτηση ή έκπληξη στο άκουσμα παράδοξων πληροφοριών, μεγάλης ανοησίας ή ασύστολης ψευδολογίας που μας λέει κάποιος, ή για παράξενα ή παράδοξα πράγματα που βλέπουμε·
- Θεέ μου σχώρα με, έκφραση με την οποία ζητάμε τη συγχώρεση του Θεού, όταν ανακοινώνουμε σε κάποιον τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες κάποιου, ή ακόμα, όταν αναφερόμαστε στις δικές μας: «είναι μπεκρής, χαρτοπαίχτης, παιδεραστής, Θεέ μου σχώρα με». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου σχώρα με,κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).Παρατηρείται σταυροκόπημα, ενώ, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου φύλαγε! επίκληση στο Θεός για προστασία: «Θεέ μου φύλαγε το παιδί από κάθε κακό!». Συνών. παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)· βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, οι ενέργειες του Θεού ή κάποιου ισχυρού ατόμου είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε ή να τις σχολιάζουμε: «άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει || με τόσο χρήμα που διαθέτει, άνθρωπέ μου, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει»·
- Θεός να φυλάει βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον, να συγχωρεθούν όλοι όσοι έχουν πεθάνει στην οικογένειά του, αλλά να συγχωρεθεί και αυτός ο ίδιος, όταν πεθάνει. Λέγεται ιδίως από τους ζητιάνους στο δρόμο ή έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία μετά την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή και πριν από αυτή, όταν μας τη ζητούν με τη στερεότυπη φρ. μια βοήθεια χριστιανοί, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σας·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, να συγχωρεθεί για ό,τι κακό μπορεί να έχει κάνει στη ζωή του: «καλά που ήταν και ο τάδε, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, που με βοήθησε και γλίτωσα τη φυλακή»·
- Θεός σχωρέσ’ το, (ειρωνικά για πράγματα) χάθηκε ή καταστράφηκε ή σίγουρα θα καταστραφεί: «ακόμα για κείνο τ’ αυτοκίνητο που είχα μιλάς, πάει, Θεός σχωρέσ’ το || αφού έδωσες τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν τον ατζαμή, Θεός σχωρέσ’ το»·
- Θεός σχωρέσ’ τον, α. ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εκλιπόντος. β. δηλώνει πως κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, πως σίγουρα θα πεθάνει: «αφού έχει καθολικό καρκίνο ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον»·
- Θεός φυλάξοι! ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Θεός φυλάξοι! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, Θεός φυλάξοι!». Συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα. Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / μακριά από δω! / μακριά από μας(!)· βλ. και φρ. Θεέ μου φύλαγε(!)·
- Θεού θέλοντος, αν θέλει ο Θεός, θα γίνει κάτι που επιθυμώ: «Θεού θέλοντος, όλα θα πάνε καλά»·βλ. και φρ. με το θέλημα του Θεού, λ. θέλημα·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και αν ευνοεί η γενική κατάσταση που επικρατεί για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος όλα θα πάνε καλά»·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, με τη βοήθεια του Θεού, τη γενική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και την καλή πορεία της υγείας μου για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, θα πάω φέτος να κάνω κι εγώ διακοπές στην πολυδιαφημισμένη Χαλκιδική»·   
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ενήργησε όπως σε καθοδηγήσει ο Θεός ή, εντέλει, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα: «εγώ σου είπα πώς έχει η κατάσταση, από δω και πέρα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός»·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, για όλους μεριμνεί ο Θεός: «μη στενοχωριέσαι και όλα θα περάσουν, γιατί κανέναν δε χάνει ο Θεός»·
- … κι άγιος ο Θεός, έκφραση που δηλώνει πως κάτι καλό ή κακόεπαναλαμβάνεται κι έχει διάρκεια: «δουλειά κι άγιος ο Θεός || τεμπελιά κι άγιος ο Θεός»·
- κι ο Θεός βοηθός, ευχετική επίκληση για θεϊκή βοήθεια, ιδίως με την έναρξη κάποιας εργασίας ή προσπάθειας που είναι αμφιβόλου αποτελέσματος: «εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά κι ο Θεός βοηθός»· βλ. και φρ. ο Θεός βοηθός(!)·
- μα το Θεό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε σε κάποιον: «μα το Θεό, δε σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και σκέφτομαι, μα το Θεό,στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, ο όρκος δίνεται μετά την απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός(!)·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, λέγεται για τόπο πολύ απομονωμένο, απομακρυσμένο, ή για άνθρωπο που ζει απομονωμένος: «εδώ που ήρθα, ζω μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα, και να πεθάνω, κανείς δε θα το μάθει»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μάρτυς μου ο Θεός, έκφραση για να βεβαιώσουμε κάποιον πως του λέμε αλήθεια: «μάρτυς μου ο Θεός, όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως στα λέω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, λέγεται στην περίπτωση που γενικά συμβαίνουν πολλά δεινά μαζεμένα:  «απ’ τη μια οι σεισμοί, απ’ την άλλη οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες από δω, τα δυστυχήματα από κει, μας ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, ξαφνικά συμπεριφέρθηκα ανόητα, άστοχα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, τρελά, όπως ποτέ δε συμπεριφερόμουν: «κάποια στιγμή με πήρε ο Θεός τα μυαλά και τους έκανα άνω κάτω με τις αγριοφωνάρες μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λες και·
- με στράβωσε ο Θεός, βλ. φρ. με πήρε ο Θεός τα μυαλά·
- με το ευλογητός ο Θεός ημών, με την αρχή, με το ξεκίνημα μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κάποιας διαδικασίας: «τον πήρα για μια δουλειά που είχα κλείσει και με το ευλογητός ο Θεός ημών ήθελε να τον πληρώσω! || με το ευλογητός ο Θεός ημών της ακροαματικής διαδικασίας, φάνηκε αμέσως ποιος ήταν ο αθώος και ποιος ο ένοχος». Αναφορά στην εκκλησιαστική φρ. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ  εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, με την οποία αρχίζει η κάθε ακολουθία·    
- με το θέλημα του Θεού, βλ. λ. θέλημα·
- με του Θεού τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία του Θεού: «με του Θεού τη χάρη πέρασα όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι
- μένω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- μετά φόβου Θεού, βλ. λ. φόβος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, δε βρήκα από κανέναν και από πουθενά βοήθεια, κυνηγήθηκα από τους πάντες: «ένα διάστημα δεν είχα πού την κεφαλήν κλίνη· μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς πάνω στο κορμί μου, άλλαξ’ ο καιρός μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου). Συνήθως λέγεται με παράπονο ή με ένα αίσθημα εγκατάλειψης·
- μη για όνομα του Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως παράτολμο ή κακό: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού!». Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούμε και το λόγο για τον οποίο αποτρέπουμε το συνομιλητή μας να προβεί στην πράξη που δηλώνει: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί θα σκοτωθούμε! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί έχει μικρά παιδιά να θρέψει!»·
- μη για το Θεό! βλ. φρ. μη για όνομα του Θεού(!)·
- μια χαρά Θεού ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει ο Θεός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός κάθε μέρα στη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’ρχεται, μα το Θεό να… ή μα το Θεό, μου ’ρχεται να…, λέγεται στην περίπτωση που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα νιώθουμε έντονη και ισχυρή την τάση να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον παλιάνθρωπο, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να τον σπάσω στο ξύλο || κάθε φορά που βλέπω αυτόν το φουκαρά, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να βάλω τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- να έχεις την ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! είδος όρκου για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον, αναφορά στη θεϊκή τιμωρία για να τονίσουμε τις καλές μας προθέσεις: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, να με κάψει ο Θεός! || αν κάνω εγώ αυτό το πράγμα, να με κάψει ο Θεός!»·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, λέγεται ως ευχή σε κάποιον, γιατί ο άνθρωπος σε μια δύσκολη στιγμή έχει απεριόριστη αντοχή, οπότε το υπονοούμενο είναι πως, αν του δώσει ο Θεός όσα μπορεί να αντέξει, τότε θα του δώσει πάρα πολλές δυσκολίες· 
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, είδος κατάρας με την έννοια, να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο»·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. φρ. ας μην (το) δώσει ο Θεός·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! είδος κατάρας που απευθύνουμε εναντίον κάποιου·
- νεράκι του Θεού, βλ. λ. νεράκι·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, μετά από περίοδο δυσκολιών, άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση μου, άρχισα πάλι να ευημερώ: «μετά τη βοήθεια που δέχθηκα απ’ το φίλο μου, ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο»·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, ο Θεός δεν τιμωρεί τυχαία τους ανθρώπους: «ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, και νομίζει πως ο Θεός ρίχνει την τιμωρία και σ’ όποιον πάει, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει»·
- ο δούλος (η δούλη) του Θεού, βλ. λ. δούλος·
- ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει κανείς κάποιον και να μην το πληρώσει αργά ή γρήγορα·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, ηπιότερη έκφραση του ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε (βλ. φρ.)·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. συνηθέστ. ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, χαρακτηριστική έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, καθώς βλέπει άλλους να πορεύονται με επιτυχία και προκοπή·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, ο Θεός μπορεί να αργεί πολλές φορές να επέμβει για βοήθεια ή για τιμωρία, αλλά σίγουρα κάποτε επεμβαίνει: «κάποια μέρα θα τιμωρηθείς από τη θεία δικαιοσύνη για το κακό που μου έχεις κάνει, γιατί ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί»·
- ο Θεός ας με συχωρέσει ή ο Θεός να με συχωρέσει, βλ. φρ. Θεέ μου σχώρα με·
- ο Θεός βοηθός! παράκληση ατόμου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να το βοηθήσει· βλ. και φρ. κι ο Θεός βοηθός·
- ο Θεός είναι μεγάλος! α. παρηγορητική υπενθύμιση της μακροθυμίας του Θεού σε περίπτωση απογοήτευσης ή υπενθύμιση της σωτήριας βοήθειας του Θεού σε περίπτωση μεγάλης δυστυχίας: «κάνε λίγο υπομονή και να δεις που όλα θα περάσουν, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε πήρε κάποιος άλλος, ο Θεός είναι μεγάλος). β. δηλώνει πίστη πως τα πράγματα θα διορθωθούν: «μπορεί να περνάω δύσκολες μέρες, αλά ο Θεός είναι μεγάλος κι όλα θα φτιάξουν!»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! μόνο ο Θεός κι εγώ γνωρίζουμε τι βάσανα και τι δυσκολίες πέρασα για να πετύχω κάτι: «ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι πέρασα για ν’ αγοράσω αυτό το σπιτάκι! || ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι τράβηξα για να σπουδάσω τα παιδιά μου!»·
- ο Θεός κι η ψυχή του, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει για θέμα που μας αφορά ή και που αφορά τον ίδιο και που έχει μια διάθεση δυσπιστίας για το αν ενεργήσει σωστά, όπως πρέπει: «εγώ πάντως του ζήτησα συγνώμη. Από εκεί και πέρα ο Θεός κι η ψυχή του || εγώ, ό,τι συμβουλή ήταν να του δώσω, του την έδωσα, τώρα το τι θα κάνει, ο Θεός κι η ψυχή του»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «δεν ξέρεις πόσο θέλω να γίνει καλά ο πατέρας σου! -Ο Θεός κι ο λόγος σου! || ε ρε και να σου τύχει το λαχείο που αγόρασες! -Ο Θεός κι ο λόγος σου!»·
- ο Θεός μαζί σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας ενέργειάς του·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει. (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει αν… (Λαϊκό τραγούδι: κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό, τη βαλίτσα μας στο χέρι κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε σταθμό
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του, ευχή σε κάποιον που πέθανε·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), παράκληση κάποιου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να τον βοηθήσει·
- ο Θεός να δώσει! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «πολύ θα χαρώ, αν περάσει ο γιος σου στο πανεπιστήμιο! -Ο Θεός να δώσει»·
- ο Θεός να ευδοκήσει! βλ. φρ. ο Θεός να δώσει(!)·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. φρ. ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!)·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ευχή να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφέρομαι ή να μην είναι έτσι το κακό που λέω για κάποιον, μακάρι να διαψευστώ: «άκουσα πως ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη || ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά έμαθα πως η τάδε του τα φοράει του φίλου μας»·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, λέγεται στην περίπτωση που απευχόμαστε να συμβεί και σε μας το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε: «έμεινε ολομόναχος στη ζωή, γιατί έχασε όλη του την οικογένεια σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. -Ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό»·
- ο Θεός να μη το δώσει, ευχή για να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφερόμαστε·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, έκφραση με την οποία δείχνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας σε πολυαγαπημένο μας πρόσωπο·
- ο Θεός να σ’ ευλογεί, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να έχει την ευλογία του Θεού: «ο Θεός να σ’ ευλογεί, φίλε μου, που με βοήθησες»·
- ο Θεός να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, ευχή ατόμου, που βοηθήσαμε, να αποζημιωθούμε από το Θεό ή κατάρα ατόμου, που του κάναμε κάποιο κακό, να τιμωρηθούμε από το Θεό·
- ο Θεός να σε φυλάει, ευχή σε κάποιον να έχει την προστασία του Θεού: «ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους κακούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: Σακραμέντο και Νοτάη ο Θεός να σε φυλάει. Πέρασα κι από το Φρίσκο όλο μπελαλήδες βρίσκω
- ο Θεός να σε φωτίσει ή να σε φωτίσει ο Θεός ευχή σε κάποιον να τον καθοδηγήσει ο Θεός, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει με τον ορθό, το σωστό, τον ενδεδειγμένο τρόπο, να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση: «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό εύχομαι να σε φωτίσει ο Θεός να κάνεις το σωστό»·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να τον καθοδηγεί ο Θεός, ώστε να ενεργεί ορθά, σωστά, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλή·
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρει δεξιά, ευχή σε κάποιον, που βασανίζεται από κάποιο πρόβλημα, να βρεθεί ευνοϊκή λύση, να έχει αίσια κατάληξη·
- ο Θεός να στα φέρνει (πάντα) δεξιά, ευχή σε κάποιον, που μας πληροφορεί πως γενικά όλα τα πράγματα στη ζωή του πηγαίνουν ευνοϊκά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν ευνοϊκά, ή ευχή σε κάποιον, που μας βοήθησε, να είναι ευτυχισμένος, χωρίς προβλήματα·
- ο Θεός να το κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά χρηστικότητα είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω ακαταλληλότητας ή, και αν την έχει, είναι μηδαμινή ή και επικίνδυνη:  «αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο, γιατί φοβάσαι και να μπεις μέσα || αγόρασε ένα διαμέρισμα, αλλά ο Θεός να το κάνει διαμέρισμα, γιατί είναι στο υπόγειο μιας παλιάς οικοδομής»·
- ο Θεός να τον κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που το αποδίδουν ή, και αν τις έχει, είναι μηδαμινές: «θα πάω στο γιατρό μου για μια εξέταση. -Ο Θεός να τον κάνει γιατρό αυτόν τον κομπογιαννίτη || έδωσα την υπόθεσή μου σ’ έναν δικηγόρο, αλλά ο Θεός να τον κάνει δικηγόρο, γιατί είναι απ’ τους μεγαλύτερους χασοδίκες»·
- ο Θεός να φυλάει! βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, δηλώνει εμμονή σε κάποια απόφασή μας: «ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, εγώ δεν αποσύρω τη μήνυση που του ’κανα || ο Θεός ο ίδιος να με παρακαλέσει να μην πάω, εγώ θα πάω για να του μπω στο μάτι»·
- ο Θεός πάντα το καλό, ευχετική προσφώνηση ανάμεσα σε πότες, την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους να πιουν. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και (κι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, έκφραση που δηλώνει πως η τύχη είναι ευμετάβλητη και συνήθως απευθύνεται προειδοποιητικά σε κείνους που παινεύονται για την καλή τους τύχη: «μην κοκορεύεσαι για την καλή σου τύχη, γιατί ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει»· βλ. και φρ. ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, ο Θεός στέλνει τις μεγάλες στενοχώριες, τις μεγάλες συμφορές, τα μεγάλα βάρη, σε κείνους που μπορούν να τα αντέξουν: «ό,τι κακό και να σου τύχει εσένα, δε σε φοβάμαι, γιατί ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι»·
- ο Θεός της Ελλάδας, βλ. λ. Ελλάδα·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, παράλληλα με τη φροντίδα του Θεού, πρέπει και εμείς να φροντίζουμε για τα προς το ζην: «εσύ την άραξες στο σπίτι σου και τα περιμένεις όλα απ’ το Θεό. Βέβαια, ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά». Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «γι’ αυτόν δεν πρέπει ν’ ανησυχείς, γιατί ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει». Συνών. αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο Λόγος του Θεού, βλ. λ. λόγος·
- ο Νόμος του Θεού, βλ. λ. νόμος·
- οίκος (του) Θεού, βλ. λ. οίκος·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, όποιον αγαπά ο Θεός τον υποβάλλει σε δοκιμασίες: «η στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες που σου τυχαίνουν, γιατί όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει». Πρβλ.:
ν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. (Παύλου Προς Εβραίους, ιβ΄ 6]·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, όποιος ελεεί φτωχό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. Η φρ. υπάρχει γραμμένη σε πολλές εκκλησίες·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεού: «δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή, γιατί όλα γίνονται όπως ορίσει ο Θεός»·
- οργή Θεού, βλ. λ. οργή·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, παρ’ όλη την εργατικότητα του ανθρώπου αν δεν υπάρχει και η θεϊκή βούληση, τότε δε θα μπορέσει να προκόψει·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, είναι και φορές που η ατυχία μας εμποδίζει να απολαύσουμε τα οφέλη από τις προσπάθειές μας, τα αγαθά τον κόπων μας: «καμιά φορά έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή, που, όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί»·   
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών, όταν έχουμε την προστασία του Θεού, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα κακό από οποιονδήποτε·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι γι’ αυτά που λέει και κάνει, γιατί, όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, από το ότι, τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου είναι ρευστά, απρόβλεπτα και εξαρτιόνται από τη βούληση του Θεού: «πάνε ν’ ανάψεις κανένα κεράκι τώρα που ξεκινάς καινούρια δουλειά, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει»·    
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα πραγματοποιήσουμε ή δε θα αφήσουμε να πραγματοποιηθεί κάτι που τον συμφέρει ή που τον ωφελεί: «δε θα τον πάρω στη δουλειά μου, ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει || δε θα του δώσω την άδεια που θέλει, ούτε το Θεό μπάρμπα  να ’χει»·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παιδιά του Θεού, βλ. λ. παιδί·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγε στο Θεό, πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο σχωρεμένος και σίγουρα η ψυχή του πήγε στο Θεό». Συνηθισμένη δικαιολογία σε μικρό παιδί για το θάνατο ατόμου της οικογενείας του·
- πλάσμα του Θεού, βλ. λ. πλάσμα·
- πλούσια, Θεέ μου, τα ελέη σου! ή πλούσια τα ελέη του Θεού! αναφώνηση ευχαριστίας προς το Θεό για την αφθονία αγαθών, ιδίως τροφών που υπάρχουν σε ένα τραπέζι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! ξέσπασε με τέτοια οργή και μανία, που προξενούσε φόβο: «μόλις μας είδε να τεμπελιάζουμε, άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!»·
- προβατάκι του Θεού, βλ. λ. προβατάκι·
- προς Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό, ή έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας για κάτι κακό που μας προσάπτει κάποιος: «προς Θεού, πρέπει να προσέχουμε καλά μη μας συμβεί κανένα κακό! || μα τι λες, προς Θεού, ούτε που το σκέφτηκα να σε κατηγορήσω!»·
- πρώτα ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, έκφραση με την οποία θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία του καλού γείτονα: «ο καλός γείτονας είναι μεγάλη τύχη για κάποιον, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου»·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! α. έχω εξαντληθεί σωματικά ή οικονομικά: «ήταν τόσο κουραστική σήμερα η δουλειά, που πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! || έπεσε τέτοια αναδουλειά στο μαγαζί και το πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει!». β. μετά βίας συγκρατώ τα νεύρα μου, μετά βίας συγκρατιέμαι να μην ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου: «λέει τέτοιες ανοησίες και πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μόνο ή το μονάχα, ενώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άρθρο το·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. φρ. πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει(!)·
- σε τι Θεό πιστεύεις; λέγεται σε άτομο που συμπεριφέρεται με μεγάλη σκληρότητα και δηλώνει συνήθως παράκληση να συμπεριφερθεί πιο ήπια ή με επιείκεια: «μην τον κλείσεις φυλακή για μια κωλοεπιταγή, που δεν είχε να σου πληρώσει, σε τι Θεό πιστεύεις;»·
- σημαδεμένος απ’ το Θεό, αυτός που είναι ανάπηρος, σακάτης εκ γενετής: «τον τρώει ένα σαράκι, γιατί έχει ένα παιδί σημαδεμένο απ’ το Θεό»·
- στην ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- στο Θεό σου! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού! (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;)·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κάποιον, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ενεργεί, για την απόκτηση ζωτικών αναγκών στη ζωή του·
- συν Θεώ, με τη βοήθεια του Θεού: «συν Θεώ όλα θα πάνε καλά»·
- τ’ αγαθά του Θεού, βλ. λ. αγαθό·
- τα ελέη του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τα καλά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών: «τα καλά του Θεού έχουμε, δε μας λείπει τίποτα»·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- τέρμα Θεού, βλ. λ. τέρμα·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέρμα·
- τι Θεό λατρεύει, βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύει·
- τι Θεό λατρεύεις; βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύεις(;)·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πολλές φορές, τη φρ. προτάσσεται το πω πω ή το ε ρε·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. φρ. τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό·
- τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό, υποτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το χτυπήσουμε, γιατί η μεγάλη βλακεία του, η μεγάλη ανοησία του θεωρούμε πως είναι χτύπημα από το Θεό· 
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το Θεό, ειρωνική έκφραση ή έκφραση φιλοφροσύνης στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση ή άλλη διευκόλυνση που του κάναμε·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. φρ. το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, λ. παπάς·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), το λατρεύω, το αγαπώ πάρα πολύ, ιδίως το χρήμα: «όλοι στην οικογένειά μου ήταν τσιγκούνηδες άνθρωποι κι έτσι έμαθα κι εγώ να ’χω σαν Θεό το χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: την έσπασες στα γρήγορα, γι’ άλλο κορόιδο τρέχεις, γιατί το χρήμα αγαπάς και για Θεό το έχεις!
- τον αγαπάει σαν Θεό, τον υπεραγαπά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν τον αγαπάει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος το ’πε πως εγώ σε ξεχνώ, εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα στο κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ
- τον βλέπει σαν Θεό, τον υπεραγαπά, τον λατρεύει: «ο άντρας της δε της χαλάει χατίρι κι αυτή τον βλέπει σαν Θεό»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκανα Θεό ή τον έχω κάνει Θεό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Θεό να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα || τον έκανα Θεό ν’ αποσύρει τη μήνυση κι ευτυχώς που τον έπεισα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχω κάνει Θεό μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ γύρνα πίσω
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, πρόκειται για πολύ τυχερό, για πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο: «με ό,τι καταπιαστεί, βγάζει ένα σωρό λεφτά, λες και τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια»·  
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό μου ή τον έχω σαν Θεό (μου), τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ: «μην πεις κουβέντα για τον πατέρα του, γιατί τον έχει Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για μάννα μου έδωσες χολή
- τον κοιτάζω σαν Θεό, τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ και παράλληλα τον σέβομαι υπερβολικά: «τους γονείς του τους κοιτάζει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, σαν Θεό μου σε κοιτώ, αχ, σε λατρεύω σ’ αγαπώ· μα εσύ αδιαφορείς, δε γυρίζεις να με δεις
- τον ξέχασε ο Θεός, είναι υπέργηρος: «μη ρωτάς πόσο χρονών είναι, τον ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. μας ξέχασε ο Θεός·
- τον πήρε ο Θεός, πέθανε: «είναι μήνες τώρα που τον πήρε ο Θεός». Πρβλ. Άγιε μου Γιώργη γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τιμώρησε ο Θεός, τελικά δε γλίτωσε την τιμωρία: «μπορεί να ξέφυγε απ’ τους ανθρώπους, αλλά στο τέλος τον τιμώρησε ο Θεός»·
- του βγάζω το Θεό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε το Θεό μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μπορεί να του βγάζω το Θεό ανάποδα κάθε μέρα, επειδή του ανέθεσα δύσκολη δουλειά, αλλά τον πληρώνω διπλάσια». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του γαμώ το Θεό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον είδε που ενοχλούσε έγκυο γυναίκα κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε το Θεό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας του πως ήταν πάλι πιωμένος του γάμησε το Θεό || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε το Θεό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά.Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του Θεού το χρόνια δε σώνονται, α. λέγεται για τους βιαστικούς και ανυπόμονους ανθρώπους: «σιγά, ρε άνθρωπέ μου, μη βιάζεσαι, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται». β. λέγεται από αυτούς που δε βιάζονται, που αφήνουν για το μέλλον αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα, που αναβάλλουν συνεχώς: «έλα μωρέ, γιατί να βιαστώ, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται»· 
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. φρ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, λέγεται για την αφθονία υλικών αγαθών που έχει κάποιος, και που συνεχώς προστίθενται και άλλα: «πώς να μην είναι ευτυχισμένος, απ’ τη στιγμή που του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι;»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του χρωστάει ο Θεός, λέγεται για άτομο που, με ό,τι καταπιάνεται, κερδίζει με ευκολία πάρα πολλά λεφτά: «μην απορείς για το χρήμα που βγάζει αυτός ο άνθρωπος, γιατί του χρωστάει ο Θεός»·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! βλ. λ. ύψιστος·
- υψώνω τα χέρια μου στο Θεό, βλ. λ. χέρι·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, προκλήθηκε μεγάλη, ανυπολόγιστη καταστροφή από φυσικά κυρίως αίτια ή στοιχεία: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο || έγιναν τέτοιες πλημμύρες, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο»·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, βλ. λ. ψωλή.

θέση

θέση, η, ουσ. [<αρχ. θέσις], η θέση. 1. η καρέκλα, το κάθισμα: «πόσες θέσεις χρειάζεσαι να σου φέρω; || θα πάω οικογενειακώς στο θέατρο και κράτησα πέντε θέσεις». 2. κατάσταση στην οποία βρίσκεται κανείς: «ήταν σε άσχημη θέση και τον βοήθησα να ξελασπώσει». 3. η τοποθεσία, ο συγκεκριμένος τόπος: «είχαν πιάσει τις θέσεις γύρω από την εξέδρα και περίμεναν την παρέλαση. 4. η θήκη: «το πορτοφόλι μου έχει πέντε θέσεις για διάφορες χρήσεις». 5. πρόταση, εισήγηση ή άποψη την οποία τεκμηριώνει κάποιος: «η παράταξη κατέβηκε στην τελευταία συνέλευση με θέσεις και τους τσάκισε». 6. υπαλληλική απασχόληση, υπαλληλική υπηρεσία: «μετά από πολλά βρήκε κι αυτός μια θέση στο δημόσιο». 7. στον πλ. οι θέσεις, αριθμός υπαλλήλων που μπορεί να δεχτεί μια δημόσια υπηρεσία για να εργαστούν ή αριθμός σπουδαστών που μπορεί να δεχτεί ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για να τους εκπαιδεύσει: «προκηρύχθηκε διαγωνισμός για πέντε χιλιάδες θέσεις στο δημόσιο || ο υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε ότι αυξήθηκαν κατά δέκα χιλιάδες οι θέσεις των εισαγομένων στα πανεπιστήμια». (Ακολουθούν 84 φρ.)·
- αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει, όποιος δεν ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις ή δεν επιχειρεί πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του, ούτε τον ενοχλεί κανένας αλλά και ούτε ζημιώνει: «να περπατάς στη ζωή σου φρόνιμα και με περίσκεψη, γιατί, αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει»·
- από θέση ισχύος, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, από την οποία αντλεί δύναμη, και για το λόγο αυτό, οτιδήποτε λέει ή κάνει, έχει κύρος: «ο διευθυντής μιλούσε από θέση ισχύος κι εγώ δεν μπορούσα ν’ αντικρούσω τα επιχειρήματά του»·
- από θέση περιωπής, α. από εξέχουσα, ισχυρή κοινωνική ή πολιτική θέση: «μιλάει από θέση περιωπής, γι’ αυτό λέει με τόση άνεση αυτά που λέει». β. από ανώτατη πνευματική θέση, χωρίς προκαταλήψεις: «εξετάζει όλα τα θέματα από θέση περιωπής»·
- αφήνω στη θέση μου, λόγω απουσίας μου, αφήνω κάποιον να ενεργεί για λογαριασμό μου, αφήνω αντικαταστάτη μου, πληρεξούσιό μου: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοστάσιο, αφήνω στη θέση μου τον τάδε»·
- βάζω στη θέση μου, βλ. φρ. αφήνω στη θέση μου·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βαστώ τη θέση μου, βλ. λ. κρατώ τη θέση μου·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη θέση, α. αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες, ιδίως οικονομικές, περνώ πολύ δύσκολα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, βρίσκομαι σ’ άσχημη θέση». β. (για αναμετρήσεις ή ανταγωνισμούς) υπολείπομαι κατά πολύ του αντιπάλου μου ή του ανταγωνιστή μου: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, ο τάδε υποψήφιος βρίσκεται σε άσχημη θέση έναντι του αντιπάλου του»·   
- βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, αντιμετωπίζω δυσκολίες, περνώ δύσκολα: «απ’ τη μέρα που με απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση || όταν έρχονται δυο φίλοι μου για να λύσω τις διαφορές τους, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ξέρω ποιον απ’ τους δυο να βοηθήσω»· 
- βρίσκω θέση, βρίσκω χώρο, τόπο, καρέκλα για να καθίσω: «βρήκα θέση μπροστά στην πίστα και απόλαυσα το πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: ντράγκα ντρουμ, να βρούμε θέση λίγο απάνω σου να γείρω, γιατί έχω γίνει φέσι
- βρίσκω μια θέση στον ήλιο, βολεύομαι σε μια κατάσταση που είναι ευνοϊκή για τη ζωή και για τα σχέδιά μου, ιδίως εξασφαλίζομαι οικονομικά, αναγνωρίζομαι κοινωνικά: «όλοι στη ζωή τους αγωνίζονται να βρουν μια θέση στον ήλιο»·
- για μια θέση στον ήλιο, για το στοιχειώδες δικαίωμα της επιβίωσης ή της επιτυχίας που έχει ο κάθε άνθρωπος για την οικονομική του εξασφάλιση ή για την κοινωνική του αναγνώριση: «απ’ τη μέρα που γεννιέται ο άνθρωπος, αγωνίζεται για μια θέση στον ήλιο»·
- δε μένει ήσυχος στη θέση του, βλ. φρ. δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του·
- δε μένει στη θέση του, βλ. φρ. δεν κάθεται στη θέση του·
- δεν είμαι σε θέση να…, δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι, ιδίως λόγω σωματικής ή οικονομικής αδυναμίας: «δεν είμαι σε θέση να τρέξω, γιατί πάσχω απ’ τα πνευμόνια μου || δεν είμαι σε θέση να ’ρθω σ’ αυτό το ταξίδι, γιατί δεν μου το επιτρέπουν τα οικονομικά μου»· βλ. και φρ. δεν είμαι σε κατάσταση να…, λ. κατάσταση·
- δεν έχεις θέση εδώ, δεν ανήκεις σε αυτόν τον κοινωνικό ή οικονομικό κύκλο: «αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους, γι’ αυτό δεν έχεις θέση εδώ»·
- δεν έχω θέση (κάπου), είμαι άσχετος ή ανεπιθύμητος σε κάποιο περιβάλλον: «δεν έχω θέση εγώ, ένας απλός επαγγελματίας, στο χορό των βιομηχάνων»·
- δεν έχω θέση, δεν έχω στη διάθεσή μου κάποιο χώρο ή κάθισμα για να καθίσω: «εγώ θα μείνω όρθιος γιατί δεν έχω θέση»·
- δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του, είναι ανήσυχος, ενεργητικός, αεικίνητος: «όλο θέλει ν’ ασχολείται με κάτι, γι’ αυτό δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του»· βλ. και φρ. δεν κάθεται στη θέση του·
- δεν κάθεται στη θέση του, αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις: «αν δει καβγά, δεν κάθεται στη θέση του και χώνεται να τους χωρίσει»·
- δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του, κανένας δεν έχει τη δυνατότητα να τον απομακρύνει από τη θέση εργασίας που κατέχει: «είναι ανεψιός του διευθυντή και δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του»· βλ. και φρ. δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, λ. καρέκλα·
- δεν το επιτρέπει η θέση μου να… ή η θέση μου δεν το επιτρέπει να…, α. δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα ή τη θέληση να συμμετέχω κάπου, ιδίως λόγω κοινωνικής διαφοράς: «δεν το επιτρέπει η θέση μου να κάνω παρέα μ’ αυτούς τους παρακατιανούς || εγώ θέλω να κάνω παρέα μαζί τους, αλλά βλέπεις, δεν το επιτρέπει η θέση μου, γιατί αυτοί είναι της υψηλής κοινωνίας». β. λόγω ηλικίας, μόρφωσης ή αξιώματος, δε μου επιτρέπεται να συμπεριφερθώ όπως κάποιος που στερείται αυτών των ιδιοτήτων: «εσύ είσαι ένας απλός υπάλληλος και μπορείς να συναναστρέφεσαι όποιον θέλεις, εγώ όμως που είμαι διευθυντής, δεν το επιτρέπει η θέση μου να συναναστρέφομαι τον καθένα»· βλ. και φρ. δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να…, λ. κατάσταση· 
- δεύτερη θέση, (για μέσα συγκοινωνίας) όπου προσφέρονται λιγότερες ανέσεις από την πρώτη θέση (βλ. φρ.)·
- διαχωρίζω τη θέση μου, διαφοροποιώ τις απόψεις μου σε σχέση με άλλον ή άλλους: «απ’ τη στιγμή που εσείς θέλετε να κάνετε του κεφαλιού σας, εγώ διαχωρίζω τη θέση μου και θα ενεργήσω με το δικό μου τρόπο»·
- δίνω τη θέση μου (σε κάποιον), α. με διαδέχεται, με αντικαθιστά κάποιος άλλος σε ένα αξίωμα που κατέχω: «επειδή βγαίνω στη σύνταξη, θα δώσω τη θέση του διευθυντή στον τάδε». β. λόγω σεβασμού παραχωρώ τη θέση μου σε κάποιον να καθίσει: «μόλις δω κάποιον ηλικιωμένο στο λεωφορείο, σηκώνομαι και του δίνω τη θέση μου»·
- δυσκολεύω τη θέση μου, επιδεινώνω την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «με τα ψέματα που μας αραδιάζεις, δυσκολεύεις τη θέση σου»·
- εγώ στη θέση σου θα…, αν αυτό που συνέβη σε σένα συνέβαινε σε μένα, τότε θα…: «δε χειρίστηκες καλά το θέμα, γιατί εγώ στη θέση σου θα τον συγχωρούσα, αν ερχόταν και μου ζητούσε συγνώμη»·
- είμαι σε δύσκολη θέση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση·
- είμαι σε θέση να..., έχω τη δυνατότητα, διαθέτω τις κατάλληλες προϋποθέσεις, μπορώ: «είμαι σε θέση ν’ ανταποκριθώ στο αίτημά σου || είμαι σε θέση ν’ αναλάβω αυτή τη δουλειά, όσο δύσκολη κι αν είναι»·
- είναι δύσκολη η θέση μου, αντιμετωπίζω δυσκολίες, προβλήματα: «είναι δύσκολη η θέση μου, γιατί έπεσε αναδουλειά κι έχω ένα σωρό υποχρεώσεις || είναι δύσκολη η θέση μου, γιατί πρέπει ν’ απολύσω τον έναν απ’ τους δυο, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, έχουν κι οι δυο τους μεγάλη ανάγκη από δουλειά»· βλ. και φρ. είναι λεπτή η θέση μου·
- είναι λεπτή η θέση μου, είναι δύσκολη, αντιμετωπίζω δυσκολία στο χειρισμό ενός ζητήματος: «είναι λεπτή η θέση μου και δεν μπορώ να σε προσλάβω υπάλληλο στον τομέα μου, γιατί, αν μάθουν στη διοίκηση πως είμαστε συγγενείς, θα ’χω προβλήματα»·
- είναι πιασμένη η θέση, είναι κατηλειμμένη: «δεν μπορείτε να καθίσετε εδώ, γιατί είναι πιασμένη η θέση»·
- είσαι σε θέση να…; έχεις τη δυνατότητα; διαθέτεις τις κατάλληλες προϋποθέσεις; μπορείς να…(;): «είσαι σε θέση ν’ αναλάβεις μια τόσο δύσκολη δουλειά; || εγώ θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, εσύ όμως είσαι σε θέση να την τελειώσεις;»·
- έλα στη θέση μου, (προτρεπτικά) προσπάθησε νοερά να βιώσεις αυτό που περνώ, αυτό που μου συμβαίνει, συνήθως όχι ευχάριστο, και τότε θα καταλάβεις το λόγο για τον οποίο αντιδρώ και συμπεριφέρομαι με το συγκεκριμένο τρόπο: «έλα στη θέση μου και πες μου, δεν έχω δίκιο που θέλω το κακό του, απ’ τη στιγμή που αυτός ο άνθρωπος έγινε αιτία να χάσω τη δουλειά μου;»· βλ. και φρ. είναι λεπτή η θέση μου·
- έλα μουνί στη θέση σου! βλ. λ. μουνί·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό (του) στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω σίγουρη θέση, έχω εξασφαλισμένη την επαγγελματική μου απασχόληση, έχω βολευτεί σε μόνιμη υπαλληλική εργασία: «αυτόν μην το κλαις, γιατί, μόλις απολυθεί από στρατιώτης, έχει σίγουρη θέση στην τράπεζα»·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- θέση κλειδί, επίκαιρη, νευραλγική θέση σε επιχείρηση ή οργανισμό: «έχει μια θέση κλειδί στο υπουργείο και είναι ο πρώτος που μαθαίνει τις μελλοντικές ενέργειες του υπουργού»·
- θέση περιωπής, ψηλή κοινωνική ή πολιτική θέση: «στο υπουργείο κατέχει μια θέση περιωπής»·
- καθαρίζω τη θέση μου, α. δίνω διευκρινίσεις, εξηγούμαι για κάποια υπόθεση, ιδίως παράνομη, στην οποία φαίνομαι ότι έχω αναμιχθεί: «υποστηρίζει πως άδικα τον κατηγορούν, γι’ αυτό πήγε στο διευθυντή να καθαρίσει τη θέση του». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγάρο με βαρύ χαρμάνι πες μου ποιος το φουμάρισε, στα γρήγορα και μάνι μάνι τη θέση σου καθάρισε). β. χάνω όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε τυχερό παιχνίδι: «παίζαμε όλο το βράδυ και μέχρι το πρωί καθάρισα τη θέση μου». γ. πεθαίνω, σκοτώνομαι: «αυτός που ζητάς όντως έμενε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά πάει καιρός που καθάρισε τη θέση του || έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του από ένα γκρεμό και καθάρισε τη θέση του»·
- καθάρισα τη θέση μου, απαλλάχτηκα από κάθε υποψία ή κατηγορία ύστερα από τις διευκρινήσεις, από τις εξηγήσεις που έδωσα για κάποια υπόθεση, ιδίως παράνομη, στην οποία φαινόμουν αναμεμειγμένος: «επειδή δεν ήθελα να υπάρχουν διάφορες υπόνοιες για μένα, πήγα στο διευθυντή και καθάρισα τη θέση μου». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε τη θέση σου μ’ αυτή σου την κατάσταση, πριν κάνω επανάσταση
- κανόνισε τη θέση σου! βλ. φρ. κανόνισε την πορεία σου! λ. πορεία·
- κάνω θέση, μαζεύομαι, ώστε να υπάρξει χώρος για να καθίσει και κάποιος άλλος: «σε παρακαλώ, κάνε θέση να καθίσω κι εγώ». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το λίγο ή το λίγο μια· βλ. και φρ. του κάνω θέση·   
- κάτσε στη θέση σου! συμβουλευτική ή απειλητική προτροπή σε κάποιον να μην ασχολείται με τα προσωπικά μας ζητήματα, να μην επεμβαίνει, γιατί δεν έχει αυτό το δικαίωμα ή γιατί είμαστε ανώτεροι από αυτόν και πρέπει να υπακούσει στις διαταγές μας. Πολλές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται το και μη μιλάς: «στην επόμενη κουβέντα που θα πεις, θα σου ’ρθει ανάποδη, γι’ αυτό κάτσε στη θέση σου και μη μιλάς, που θα μου κάνεις εμένα κριτική!»·
- κλείνω θέση, εξασφαλίζω εκ των προτέρων κάθισμα σε ένα χώρο ή σε κάποιο μεταφορικό μέσο: «έκλεισα πέντε θέσεις για το βράδυ στο τάδε νυχτερινό κέντρο || έκλεισα μια θέση στο αεροπλάνο»·
- κουνήσου απ’ τη θέση σου! (λέγεται αποτρεπτικά) να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε κάποιος: «έτσι όπως τρέχεις, θα σκοτωθούμε! - Κουνήσου απ’ τη θέση σου! || με τον τρόπο που χειρίζεσαι τις δουλειές σου, θα χρεοκοπήσεις. -Κουνήσου απ’ τη θέση σου!»·
- κρατώ θέση, βλ. φρ. κλείνω θέση·
- κρατώ τη θέση μου, συμπεριφέρομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μειωθεί η υπόληψή μου, συμπεριφέρομαι με αξιοπρέπεια σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής λογικής ή της κοινωνικής μου προέλευσης: «μπορεί εκείνος να φώναζε σαν τρελός, όμως εγώ κράτησα τη θέση μου και συμπεριφέρθηκα με πολιτισμένο τρόπο»·
- λάβετε θέσεις! παράγγελμα, ιδίως σε δρομείς, να πάρουν τις θέσεις τους στο σημείο εκκίνησης·
- με φέρνει σε δύσκολη θέση, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα με την επιμονή του να κάνω ή να μην κάνω κάτι, ή συνήθως, από την επιμονή του να του δώσω κάτι ή γενικά με κάνει να αισθάνομαι άσχημα, να στενοχωριέμαι, επειδή δεν έχω τη δυνατότητα να τον εξυπηρετήσω: «λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, και ειλικρινά αυτό με φέρνει σε δύσκολη θέση»·
- μπες στη θέση μου, βλ. συνηθέστ. έλα στη θέση μου·
- ξεκαθαρίζω τη θέση μου, αποσαφηνίζω τη στάση που θα κρατήσω σε κάποιο ζήτημα ή τον τρόπο που θα ενεργήσω: «απ’ την αρχή ξεκαθάρισα τη θέση μου, για να μη λένε εκ των υστέρων πως τους κορόιδεψα»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- παίζεται η θέση μου ή παίζω τη θέση μου, βλ. φρ. παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα·
- παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «δε θα μπορέσω να παρατυπήσω ούτε στο ελάχιστο, γιατί, αν το κάνω, παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνω θέση ή παίρνω μια θέση (σε κάτι), εκφράζω τη γνώμη μου, έχω άποψη για ένα συγκεκριμένο ζήτημα ή διένεξη, και τη φανερώνω: «πρέπει να πάρεις επιτέλους μια θέση στο πρόβλημά μας, γιατί δεν μπορούμε να συνεχίσουμε χωρίς να ξέρω τι σκέφτεσαι!»·
- παίρνω θέση, α. βρίσκω μια θέση και κάθομαι περιμένοντας να συμβεί κάτι, τοποθετούμαι κάπου: «μόλις τον είδε να ’ρχεται προς το μέρος του, πήρε θέση και τον περίμενε || πάρε θέση κι άκου προσεκτικά τι έχω να σου πω». β. καταλαμβάνω επίκαιρο σημείο: «οι στρατιώτες πήραν θέσεις στους γύρω λόφους». γ. δίνω στο σώμα μου την κατάλληλη στάση για να κάνει κάτι κάποιος σε αυτό: «μόλις πήρα θέση, η νοσοκόμα μου κάρφωσε την ένεση στον κώλο || μόλις πήρα θέση, με φωτογράφισε ο φωτογράφος». Συνήθως, στην τελευταία περίπτωση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το την κατάλληλη ή το την πρέπουσα και είναι φορές που χρησιμοποιείται για σεξουαλικό λόγο: «μόλις πήρε την κατάλληλη θέση, την πήδηξα κανονικά»·
- παίρνω τη θέση (κάποιου), τον αντικαθιστώ, τον διαδέχομαι στο αξίωμα που κατείχε: «ξέρω καλά πως, μόλις βγει ο διευθυντής στη σύνταξη, θα πάρω τη θέση του»· βλ. και φρ. πήρε τη θέση του·
- παίρνω τη θέση μου, πάω στο σημείο εκείνο που μου έχουν υποδείξει εκ των προτέρων: «οι δρομείς πήραν τις θέσεις τους και περίμεναν το σήμα της εκκίνησης»·
- παραιτούμαι απ’ τη θέση μου, παραιτούμαι από τη θέση εργασίας ή από το αξίωμα που κατέχω: «επειδή ήθελαν να με μεταθέσουν στην επαρχία, παραιτήθηκα απ’ τη θέση μου || ο υπουργός παραιτήθηκε απ’ τη θέση του, γιατί διαφώνησε με τον πρωθυπουργό»·
- πάω στη θέση μου, επιστρέφω στο σημείο στο βρισκόμουν, που κατείχα προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα και τώρα πάω στη θέση μου, γιατί όπου να ’ναι αρχίζει πάλι το έργο»·
- πετιέμαι απ’ τη θέση μου, δοκιμάζω μεγάλη έκπληξη από κάτι καλό ή κακό: «πιστεύαμε πως ήταν φυλακή και, μόλις τον είδαμε να μπαίνει στο μπαράκι, πεταχτήκαμε όλοι απ’ τη θέση μας! || μόλις ακούστηκε ο κρότος της τράκας, πεταχτήκαμε απ’ τη θέση μας και βγήκαμε να δούμε τι συμβαίνει»·
- πήγε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία (κάποιος), η πορεία και οι πράξεις του στη ζωή του αξιολογήθηκαν από τους ιστορικούς πολύ θετικά: «ο Κολοκοτρώνης πήρε τη θέση του στην ιστορία || ο Εμμανουήλ Παπάς πήρε μια θέση στην ιστορία»·
- πήρε τη θέση του, τον υποστήριξε σε κάποια διένεξη που είχε με κάποιον άλλον: «επειδή είναι φίλοι, αμέσως πήρε τη θέση του στη διένεξη που είχε με τον άλλον»· βλ. και φρ. παίρνω τη θέση (κάποιου)·
- πιάνω θέση ή πιάνω τη θέση, βρίσκω άδειο μέρος, χώρο ή κάθισμα και κάθομαι: «έβαλε το παλτό του στο κάθισμα για να πιάσει τη θέση, κι ύστερα πήγε στο καπνιστήριο || έπιασε θέση κοντά στην πίστα και χάζευε αυτούς που χόρευαν»· καταλαμβάνω επίκαιρο σημείο: «οι στρατιώτες έπιασαν θέσεις στους γύρω λόφους»·
- πριονίζω τη θέση (κάποιου), προσπαθώ αργά και μεθοδικά με συγκεκριμένες ενέργειες να υποσκάψω το έργο που κάνει κάποιος, να τον φθείρω ή να τον αποδυναμώσω για να χάσει κάποιο αξίωμα που κατέχει ή για να χαλάσω μια ευνοϊκή γι’ αυτόν κατάσταση: «μπροστά σου μπορεί να είναι αγκαλιές και φιλιά, πρόσεξε όμως, γιατί από πίσω πριονίζει τη θέση σου και θα βρεθείς χωρίς να το καταλάβεις εκτεθειμένος»·
- πρώτη θέση, α. (για μέσα συγκοινωνίας) χώρος όπου προσφέρονται ιδιαίτερες ανέσεις και για το λόγο αυτό είναι και πιο ακριβός: «όταν ταξιδεύω με τρένο ή με πλοίο, ταξιδεύω πάντα πρώτη θέση». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τρένο με το Χάρο οδηγό, επιβάτες ένας πλούσιος κι εγώ, πρώτη θέση εταξίδευε αυτός και στην τρίτη εγώ που ήμουνα φτωχός).Αναφέρεται και δεύτερη ή τρίτη θέση, που είναι πιο φτηνές και που οι ανέσεις είναι λιγότερες. β.(για κινηματογράφους και ιδίως για θέατρα) που βρίσκεται κοντά στη σκηνή: «πλήρωσα κάτι παραπάνω στην ταμεία του θεάτρου για να μας δώσει πρώτη θέση»·
- ροκανίζω τη θέση (κάποιου), βλ. φρ. πριονίζω τη θέση (κάποιου)·
- στη θέση (του τάδε), αντί του τάδε: «θα κάνω βάρδια στη θέση του τάδε»·
- στη θέση σου, (του), στην περίπτωσή σου (του), αν μου συνέβαινε αυτό που σου (του) συμβαίνει: «στη θέση σου, αν σου μιλούσε μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, πες μου, δε θα τον έσπαζες στο ξύλο;»·
- τον βάζω σε μια θέση, τον διορίζω σε μια θέση εργασίας: «δε μπορείς να τον βάλεις σε μια θέση για να μην τεμπελιάζει;»·
- τον βάζω στη θέση του, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα ή το θάρρος που έδειχνε, του δίνω να καταλάβει την απόσταση που μας χωρίζει, του υποδεικνύω πώς να συμπεριφέρεται: «πρέπει να βρεθεί κάποιος να τον βάλει στη θέση του, γιατί νομίζει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». β. του αφαιρώ τα επιχειρήματά του, τον αποστομώνω χρησιμοποιώντας τις ίδιες του τις πράξεις ή τα λόγια: «μόλις αποκάλυψα πως κι αυτός είχε υπογράψει για την απόλυση των συγκεκριμένων εργατών, τον έβαλα στη θέση του»·
- του κάνω θέση, παραμερίζω για να καθίσει, ιδίως λόγω σεβασμού: «μόλις δω ηλικιωμένο άνθρωπο στο λεωφορείο, του κάνω αμέσως θέση»·
- του ’φαγα τη θέση, κατέλαβα το μέρος, το χώρο, το κάθισμα στο οποίο καθόταν ή την υπαλληλική απασχόληση ή υπηρεσία του, ιδίως με πονηριά, με δόλο: «τον έστειλα δήθεν να μου πάρει τσιγάρα και του ’φαγα τη θέση || τον καιρό που ήταν άρρωστος, έκανα όλα τα χατίρια του διευθυντή του και του ’φαγα τη θέση»·
- τρίτη θέση, (για μέσα συγκοινωνίας) οικονομική θέση στην οποία ταξιδεύουν συνήθως οι φτωχοί και οι στρατιώτες: «επειδή δεν είχε λεφτά, ταξίδευε τρίτη θέση». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στο τρένο της Γερμανίας-Αθηνών, στην τρίτη θέση, σε μιαν άκρη καθισμένος, αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν και φεύγω στο άγνωστο, φτωχός κι αδικημένος 
- υψηλή θέση, ανώτατη υπαλληλική υπηρεσία: «κατέχει υψηλή θέση στο δημόσιο || εργάζεται σε μια μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση όπου κατέχει υψηλή θέση»·
- φέρνω σε δύσκολη θέση (κάποιον), με τα λόγια ή τις πράξεις μου κάνω κάποιον να αισθανθεί άσχημα, αμήχανα: «με τις εξυπνάδες του φέρνει πολλές φορές σε δύσκολη θέση τους άλλους»·
- χάνω τη θέση μου, χάνω τη θέση εργασίας που έχω σε κάποια επιχείρηση ή οργανισμό, απολύομαι: «δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω ρουσφέτια, γιατί, αν γίνει αντιληπτό, θα χάσω τη θέση μου».

ιδέα

ιδέα, η, ουσ. [<αρχ. ἰδέα], η ιδέα. 1. η υπόνοια, η υποψία που δημιουργείται σε κάποιον, χωρίς να είναι σίγουρος για την εγκυρότητά της: «έχω την ιδέα πως κάποιος μας παρακολουθεί». 2. η γνώμη, η άποψη, η κρίση για κάποιον ή για κάτι: «ποια είναι η ιδέα σου γι’ αυτόν τον άνθρωπο; || ποια είναι η ιδέα σου γι’ αυτό το βιβλίο;». 3. η λύση που προτείνεται, το σχέδιο: «από ιδέες έχω μπόλικες, τα χρήματα μου λείπουν για να τις πραγματοποιήσω!». 4. ως επιφών. ιδέα! λέγεται με την έννοια πως ξαφνικά σκέφτηκα κάποια φωτεινή, κάποια λαμπρή ιδέα: «ξέρει κανείς να μας πει πώς θα βγούμε απ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση; -Ιδέα!». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αλλάζω ιδέες, αλλάζω πολιτικές πεποιθήσεις: «παρ’ όλα τα βασανιστήρια, δεν μπόρεσαν να του κάνουν ν’ αλλάξει ιδέες»·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, έχει πλήρη άγνοια για τον τρόπο και τη δυσκολία με την οποία εξελίχθηκε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «τώρα βλέπει τη δουλειά τελειωμένη και χαίρεται, αλλά δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι»·
- δεν έχει ιδέα για το φόνο, βλ. φρ. δεν ξέρει τίποτα για το φόνο, λ. φόνος·
- δεν έχει ιδέα πού πάν’ τα τέσσερα, είναι εντελώς ανίδεος, εντελώς άσχετος με μια υπόθεση, με μια δουλειά ή τέχνη: «μη ρωτήσεις τον τάδε να σου πει πώς έγιναν τα πράγματα, γιατί δεν έχει ιδέα πού παν’ τα τέσσερα || δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί δεν έχει ιδέα πού πάν’ τα τέσσερα»·
- δεν έχω ιδέα ή ιδέα δεν έχω, δε γνωρίζω, δεν ξέρω τίποτα, αγνοώ εντελώς, είμαι απληροφόρητος: «δεν έχω ιδέα πώς έγιναν τα πράγματα». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το την παραμικρή·
- δίνω μια ιδέα, περιγράφω άτομο, κατάσταση ή αντικείμενο σε γενικές γραμμές για να σχηματίσει κάποιος μια γνώμη, μια άποψη, προτείνω ένα τρόπο σκέψης ή δράσης: «μ’ αυτά που σου είπα πιστεύω να σου ’δωσα μια ιδέα γι’ αυτόν τον άνθρωπο || μου ’δωσε μια ιδέα πώς συμπεριφέρονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, και τα ’βγαλα πέρα, αλλιώς ακόμα θα πάλευα»· βλ. κ. φρ. ρίχνω μια ιδέα·
- είμαι της ιδέας, έχω τη γνώμη, προτείνω: «απ’ τη στιγμή που αγρίεψαν τα πράγματα, είμαι της ιδέας να φύγουμε»·
- είναι όλο(ς) ιδέα, δεν έχει καμιά σοβαρότητα, πρόκειται για άνθρωπο κενό: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί είναι όλος ιδέα»·
- είναι όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. φρ. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του·
- είναι όλο(ς) ιδέα και κακό, βλ. φρ. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του·
- είναι όλο(ς) φιγούρα και ιδέα ή είναι μόνο φιγούρα και ιδέα, βλ. λ. φιγούρα·
- έμμονη ιδέα, σκέψη ή παράσταση, που είναι συνεχώς μέσα στο μυαλό μας, που μας απασχολεί μονίμως: «έχει έμμονη ιδέα πως τον απατάει η γυναίκα του και πάει να τρελαθεί ο άνθρωπος || του κόλλησε έμμονη ιδέα πως θα κερδίσει στο Τζόκερ και παίζει εκεί όλα του τα λεφτά»·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, υπερεκτιμάει τον εαυτό του, έχει την εντύπωση πως είναι μεγάλος και τρανός, πως είναι μοναδικός: «απ’ τη μέρα που κέρδισε κι αυτός πέντε παράδες, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του»·
- έχω μια (φαεινή) ιδέα, έχω μια γνώμη που ίσως αποδειχτεί σωτήρια: «έχω μια ιδέα που ίσως μας βγάλει απ’ το πρόβλημα που μας βασανίζει || έχω μια φαεινή ιδέα, που σίγουρα θα μας γλιτώσει»·
- έχω την ιδέα, έχω την εντύπωση, νομίζω, υποθέτω, χωρίς όμως να είμαι σίγουρος: «έχω την ιδέα πως είναι καλός άνθρωπος || έχω την ιδέα πως κάποιος μας παρακολουθεί»·
- η Μεγάλη Ιδέα, η ιδεολογία και το σύνολο των ενεργειών που κυριάρχησε στον ελληνικό κόσμο κατά τον 19ο και 20ο αιώνα για την απελευθέρωση όλων των ελληνικών εδαφών και τη δημιουργία μεγάλου ελληνικού κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, ο μεγαλοϊδεατισμός: «η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε και ο τάφος της Μεγάλης Ιδέας»·
- ιδέα σου! α. γνώμη σου, που όμως είναι ή θα αποδειχθεί στην πορεία λανθασμένη: «αν είχα κι εγώ μερικά λεφτουδάκια, θα μπορούσα να στήσω μια δουλειά. -Ιδέα σου!». β. καθησυχαστική απάντηση σε κάποιον που υποστηρίζει ότι είδε, ή άκουσε κάτι ή σε κάποιον που εκφράζει ένα φόβο του ότι τίποτε δε συμβαίνει: «μου φαίνεται ότι ακούω βήματα στο διάδρομο. -Ιδέα σου!»·
- κατεβάζω ιδέες, είμαι επινοητικός: «όποια δυσκολία κι αν του τύχει, την ξεπερνάει αμέσως, γιατί κατεβάζει ιδέες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αρέσει να γλεντώ, γιατί περνώ στιγμές ωραίες και κατεβάζω στη στιγμή όνειρα και ιδέες
- μαζεύω ιδέες, συγκεντρώνω διάφορες γνώμες για κάτι που θέλω να κάνω ή για κάτι που με ενδιαφέρει: «θέλει να κάνει μια νέα επιχείρηση και μαζεύει ιδέες απ’ τους φίλους του». (Λαϊκό τραγούδι: ο Πρετεντέρης γύριζε μες τις παλιοπαρέες για το καινούριο σήριαλ εμάζευε ιδέες
- μεγάλη ιδέα, α. φιλόδοξο σχέδιο: «συνέλαβα μια μεγάλη ιδέα και τώρα προσπαθώ να βρω χρηματοδότη για να την προχωρήσω». β. ουτοπία, φιλοδοξία καταδικασμένη να μην πραγματοποιηθεί: «προσπάθησε να κάνει το μαγαζάκι του εργοστάσιο, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ήταν μεγάλη ιδέα κι άραξε στα κυβικά του»·
- μια ιδέα, α. ασήμαντη ποσότητα: «βάλε μου μια ιδέα γάλα στο νες καφέ μου». β. ελάχιστα: «θέλει μια ιδέα ακόμα για ν’ ακουμπήσει με τ’ άλλο»·
- μια ιδέα είναι όλα ή όλα είναι μια ιδέα, έκφραση με την οποία προσπαθούμε να μειώσουμε την πραγματικότητα, επειδή συνήθως δεν μπορούμε να τη ζήσουμε ή να την πραγματοποιήσουμε: «αν είχα λεφτά, θα σου ’λεγα πώς θα ζούσα! -Μια ιδέα είναι όλα || θα ’βαζα το καπέλο μου στραβά, αν είχα κι εγώ αυτή την εργοστασιάρα. -Όλα είναι μια ιδέα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- μου έδωσε την ιδέα (κάποιος), μου έδωσε την εντύπωση, μου φάνηκε: «με την πρώτη ματιά που του έριξα, μου έδωσε την ιδέα πως ήταν σοβαρός άνθρωπος || με τα λεγόμενά του μου έδωσε την ιδέα ενός μορφωμένου ανθρώπου»·
- μου καρφώθηκε η ιδέα, μου έγινε έμμονη σκέψη κάτι: «μου καρφώθηκε η ιδέα πως η γυναίκα μου με απατά || μου καρφώθηκε η ιδέα να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι στη Νότιο Αμερική»·
- μου κατέβηκε μια ιδέα, βλ. φρ. μου ’ρθε μια ιδέα·
- μου μπήκε η ιδέα, βλ. φρ. μου καρφώθηκε η ιδέα·
- μου πέρασε η ιδέα, α. σκέφτηκα, φαντάστηκα κάτι: «δε σε ειδοποίησα, γιατί μου πέρασε η ιδέα πως ήσουν ενήμερος». β. υποπτεύτηκα: «κάποια στιγμή μου πέρασε η ιδέα πως ο τάδε κρυβόταν πίσω απ’ τον εκβιασμό»·
- μου ’ρθε η ιδέα να..., σκέφτηκα να...: «μια κι ήμουν μονάχος, μου ’ρθε η ιδέα να σου τηλεφωνήσω»·
- μου ’ρθε μια ιδέα, σκέφτηκα κάτι: «κι εκεί που δεν ήξερα πώς να περάσω την ώρα μου, μου ’ρθε μια ιδέα και την καταβρήκα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’ρθε μια ιδέα,κάπου να τη στήσει, όποιος κι αν περάσει τσιγάρο να ζητήσει
- παίρνω μια ιδέα, α. σχηματίζω γνώμη, άποψη για κάποιο άτομο, κατάσταση ή αντικείμενο, ύστερα από βιαστική αυτοψία ή προσωπική βιαστική ενασχόληση: «ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες και πήρα μια ιδέα τι σόι άνθρωπος είναι || πετάχτηκα για λίγο στον τόπο του επεισοδίου για να πάρω μια ιδέα της κατάστασης». β. γεύομαι ελάχιστη ποσότητα από φαγητό, ιδίως για να καταλάβω την ποιότητά του ή τη γεύση του: «κάθε τόσο έπαιρνε και μια ιδέα απ’ την κατσαρόλα για να καταλάβει αν ήθελε κι άλλο αλάτι»·
- παλιές ιδέες, βλ. φρ. σκουριασμένες ιδέες·
- προχωρημένες ιδέες, οι πρωτοποριακές, οι προοδευτικές: «όλοι οι νέοι θέλουν να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί τους κάνουν εντύπωση οι προχωρημένες ιδέες του»·
- ρίχνω μια ιδέα, θέτω μια σκέψη μου υπό συζήτηση, λέω την προσωπική μου άποψη, προτείνω κάτι: «για ρίξε κι εσύ μια ιδέα, γιατί το δικό μου μυαλό έχει σταματήσει»·
- σκουριασμένες ιδέες, οι παλιομοδίτικες, οι απαρχαιωμένες αντιλήψεις: «δεν μπορεί να συνεννοηθεί πια με τους γονείς του, γιατί έχουν σκουριασμένες ιδέες και διαρκώς τσακώνονται»·
- τι ιδέα έχεις για…, ποια είναι η γνώμη σου, η άποψή σου για…: «τι ιδέα έχεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο; || για πες μου, τι ιδέα έχεις γι’ αυτό το βιβλίο;»·
- τον βάζω σε ιδέες, τον κάνω να υποψιαστεί κάτι, ιδίως κακό: «τον έβαλε σε ιδέες πως τον απατάει η γυναίκα του και πάει να τρελαθεί ο άνθρωπος»· βλ. και φρ. του βάζω την ιδέα·
- του βάζω ιδέες, βλ. φρ. τον βάζω σε ιδέες·
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. φρ. τον βάζω σε ιδέες·
- του βάζω την ιδέα να…, τον κάνω να σκεφτεί, να επιδιώξει κάτι με οποιονδήποτε τρόπο, θεμιτό ή αθέμιτο: «του ’βαλα την ιδέα ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και δεν τον πιάνει ο ύπνος || από το πες πες του ’βαλα την ιδέα να του κάνει μήνυση»· βλ. και φρ. τον βάζω σε ιδέες·
- φρέσκες ιδέες, που έχουν πρωτοτυπία, που είναι νεωτεριστικές: «για να πάει μπροστά η επιχείρηση, χρειάζονται φρέσκες ιδέες»·
- χάνω πάσα ιδέα (για κάποιον ή για κάτι), παύω να εκτιμώ κάποιον ή κάτι, απογοητεύομαι: «έχασα πάσα ιδέα για σένα, γιατί δεν περίμενα να κάνεις τέτοια ανοησία || μου φαινόταν καλό αυτοκίνητο, αλλά, όταν το οδήγησα, έχασα πάσα, ιδέα γιατί αντιλήφθηκα πως κοσκινίζει». Πολλές φορές, χάριν αστεϊσμού λέγεται χάνω πάσα βιόλα.

καζάνι

καζάνι, το, ουσ. [<τουρκ. kazan], το καζάνι· στον πλ. τα καζάνια, (παλιότερα, στη γλώσσα του στρατού) ένα από τα καψόνια που υφίσταντο οι στρατιώτες με το να πλένουν τα καζάνια, όπου οι μάγειροι μαγείρευαν τα φαγητά: «τον έστειλαν αγγαρεία στα καζάνια». (Ακολουθούν 14 φρ.)·  
- βράζει το καζάνι, λέγεται για ανώμαλες ή επικίνδυνες καταστάσεις, ιδίως λόγω συνεχών και έντονων εσωτερικών κοινωνικών αντιπαραθέσεων ή συγκρούσεων, που απειλούν να ξεσπάσουν καταστροφικά: «σ’ όλη τη χώρα βράζει το καζάνι και κανείς δεν ξέρει πού θα βγάλει αυτή η κατάσταση || βράζει το καζάνι πάλι στη Μ. Ανατολή || στα Βαλκάνια βράζει το καζάνι και πολλοί φοβούνται πως θα ξεσπάσει πόλεμος»·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. συνηθέστ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- είναι καζάνι που βράζει, βλ. φρ. βράζει το καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, όλος ο κόσμος αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες στη ζωή, όλοι βρισκόμαστε στην ίδια δύσκολη κατάσταση: «μη νομίζεις πως κι εγώ είμαι καλύτερα από σένα, γιατί πρέπει να ξέρεις πως όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε»·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουνε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουνε, είναι όλοι τους του ίδιου φυράματος, ιδίως κακού: «κλέφτες, λωποδύτες, χαρτοκλέφτες, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουνε»·
- σιγοβράζει το καζάνι, αναπτύσσεται κάποιο κακό χωρίς να πολυφαίνεται: «είναι καιρός τώρα που σιγοβράζει το καζάνι και δεν ξέρουμε τι φασούλι θα μας βγάλει»·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι ή τα βάζω όλα στο ίδιο καζάνι, αντιμετωπίζω όλα τα πράγματα, όλα τα θέματα, όλες τις καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «δεν είναι σωστό να τα βάζεις όλα σ’ ένα καζάνι, γιατί το κάθε θέμα έχει τη δική του ιδιαιτερότητα»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, αντιμετωπίζω όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «σε θέματα δικαιοσύνης, τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι και δεν κάνω χατίρια σε κανέναν». Συνών. τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί / τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι / τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα·
- τους βάζω σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω στο ίδιο καζάνι, εξισώνω αρνητικά και άδικα δυο άτομα: «δεν είναι δίκιο να τους βάλω στο ίδιο καζάνι, γιατί ο ένας είναι επιστήμονας κι ο άλλος ένας αγράμματος άνθρωπος». Συνών. τους βάζω σ’ ένα σακί ή τους βάζω στο ίδιο σακί / τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω στο ίδιο τσουβάλι / τους χτενίζω με την ίδια χτένα.

καημός

καημός, ο, ουσ. [<μσν. καημός, από τον αόρ. κάηκα του ρ. καίγομαι + κατάλ. -μος], ο καημός. 1. μεγάλος ερωτικός πόθος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, έχει καημό για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτά μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε). 2. στενοχώρια, λύπη, παράπονο που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία: «έχει μεγάλο καημό, γιατί ο γιος του δεν πέρασε πάλι στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν θα γυρνάμε στο σπίτι την αυγή, να μ’ αγκαλιάζεις με αγάπη, με στοργή, μες τα φιλιά σου ο καημός μου να πνιγεί και όπου βγει). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, έλα να σε στείλω κάπου. -Άλλον καημό δεν είχα! Το ξέρεις πω μόλις τελειώσω τη δουλειά που κάνω, πρέπει να μεταφέρω στο υπόγειο το εμπόρευμα που ξεφόρτωσε το φορτηγό πάνω στο πεζοδρόμιο; || πρέπει να πάμε κι εμείς στη γιορτή του τάδε. -Άλλον καημό δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να βάλεις ένα χεράκι να τακτοποιήσω το υπόγειο; -Άλλο καημό δεν είχαμε! Έχω τόσες δουλειές, που δεν αδειάζω || μην ξεχάσεις να μου φέρεις την αθλητική φόρμα που σου ζήτησα. -Άλλο καημό δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στη φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα· 
- βάζω καημό, στενοχωριέμαι, λυπούμαι, παραπονιέμαι, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε κάποια επιθυμία μου: «έβαλε καημό, επειδή δεν πήγε διακοπές το καλοκαίρι || μόλις του πάει κάτι λίγο στραβά, βάζει καημό ο βλάκας». (Λαϊκό τραγούδι: αγόρι μου γλυκό σε πονώ, μην αμφιβάλεις και καημό μη βάλεις στον κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ 
- έξω ντέρτια και καημοί! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω φτώχεια και καημοί! βλ. λ. φτώχεια·
- καημό το ’χω, α. έχω έντονη επιθυμία να πραγματοποιήσω κάτι: «καημό το ’χω αυτό το ταξίδι». β. νιώθω έντονη λύπη, έντονο παράπονο, που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία μου: «καημό το ’χω να μου ’ρθουν κι εμένα μια φορά τα πράγματα ευνοϊκά»·
- καθένας με τον καημό του, καθένας σκέφτεται, μιλάει, ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν, που τον ταλαιπωρούν: «είναι ανθρώπινο ν’ ασχολείται ο καθένας με τον καημό του». (Λαϊκό τραγούδι: καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του έτσ’ είμαστε όλοι εμείς οι ναυτικοί). Συνών. καθένας με τον πόνο του· βλ. και φρ. καθένας με το πρόβλημά του, λ. πρόβλημα·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθεις ακριβώς στην ώρα του ραντεβού μας, θα σηκωθώ και θα φύγω. -Κι είχα έναν καημό!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- λέω τον καημό μου, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που με απασχολεί έντονα και μου δημιουργεί ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που λέω τον καημό μου στο φίλο μου, νιώθω καλύτερα»·
- μ’ αυτόν τον καημό πήγε, βλ. φρ. πήγε με τον καημό·
- με δέρνει ο καημός ή με δέρνουν οι καημοί, υποφέρω από κάποιον ψυχικό ή ερωτικό πόνο: «με δέρνει ο καημός, επειδή για τρίτη χρονιά δεν πέρασε ο γιος μου στο πανεπιστήμιο || με δέρνει ο καημός γι’ αυτή τη γυναίκα κι ούτε που τη νοιάζει». (Λαϊκό τραγούδι: μικρή νησιωτοπούλα, σαν κύμα του γιαλού με δέρνει ο καημός σου και έχασα το νου). Στον τύπο με δέρνει ένας καημός! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι καημός(!)·
- με τρώει ο καημός, με φθείρει ψυχικά: «με τρώει ο καημός απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν τρέχει τίποτα κι ούτε καημός με τρώει· αν είν’ καλά, βρε μάγκες μου, το μαύρο κομπολόι
- πήγε με τον καημό, πέθανε χωρίς να προλάβει να ζήσει κάτι που επιθυμούσε πολύ ή χωρίς να διευθετήσει μια στενόχωρη κατάσταση, χωρίς να απαλλαγεί από μια πηγή δυστυχίας: «πήγε με τον καημό να δει κάποτε το γιο του στον ίσιο δρόμο! || πήγε με τον καημό να δει την κόρη του αποκαταστημένη»· βλ. και φρ. τον έφαγε ο καημός·
- πνίγω τον καημό μου, δεν αφήνω να εκδηλωθεί κάποιος ψυχικός ή ερωτικός μου πόνος: «παρόλο το θάνατο του πατέρα μου πνίγω τον καημό μου, για να μη στενοχωρώ την οικογένειά μου || κάθε φορά που τη βλέπω πνίγω τον καημό μου, για να μην της δίνω χαρά που μ’ απέρριψε»· 
- το ’χω καημό, βλ. φρ. καημό το ’χω·
- τον έφαγε ο καημός, πέθανε από έντονη λύπη, γιατί δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει κάτι που επιθυμούσε: «δεν μπόρεσε να γλιτώσει την επιχείρησή του απ’ τη χρεοκοπία και τον έφαγε ο καημός»· βλ. και φρ. πήγε με τον καημό·
- του ’φυγε ο καημός, πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του: «επιτέλους, αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και του ’φυγε ο καημός».
 καθαρίζομαι, ρ. [<καθαρίζω], καθαρίζομαι. 1. σκοτώνομαι: «μέχρι τώρα καθαρίστηκαν κι απ’ τις δυο συμμορίες πέντε άτομα». 2. πεθαίνω: «στην Κατοχή καθαρίστηκε ένα σωρό κόσμος από την πείνα». 3. απαλλάσσομαι από κάτι που είναι βλαβερό, επιζήμιο ή άχρηστο, επανέρχομαι στη φυσιολογική κατάσταση, ξεκαθαρίζομαι: «πρέπει να καθαριστεί απ’ τους ημέτερους η διοίκηση για να μπορέσουν να μπουν οι σωστές βάσεις για την ανάπτυξη || τώρα που καθαρίστηκε η θέση σου, μπορείς να ξανακυκλοφορήσεις χωρίς να φοβάσαι τίποτα». 4. χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε τυχερό παιχνίδι: «κάθισα να παίξω μ’ ένα σωρό λεφτά και καθαρίστηκα εντελώς». (Λαϊκό τραγούδι: και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, ωσότου να καθαριστούν, τον αργιλέ να θυμηθούν).

καϊμακάμης

καϊμακάμης, ο, ουσ. [<τουρκ. kaymakam], έπαρχος, τοποτηρητής στην πολιτική και στρατιωτική ιεραρχία της Οθωμανικής Τουρκίας·
- δε θέλω καϊμακάμη ή δε θέλουμε καϊμακάμη, βλ. φρ. καϊμακάμη σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε καϊμακάμη ή δε σε βάλανε καϊμακάμη, βλ. φρ. καϊμακάμη σε βάλαμε(;)
- καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; βλ. συνηθέστ. δικηγόρο σε βάλαμε; λ. δικηγόρος. 

καλαπόδι

καλαπόδι, το, ουσ. [<μσν. καλαπόδιν <μτγν. καλαπόδιον, υποκορ. του αρχ. καλάπους και καλόπους (= ξύλινο ποδάρι)], ξύλινο ομοίωμα του κάτω ποδιού, που χρησιμεύει για την κατασκευή παπουτσιών ή για να δίνει τη σωστή φόρμα στα παπούτσια·
- βρέχει καλαπόδια, βλ. συνηθέστ. ρίχνει καλαπόδια·
- είναι (για) να ξερνάς καλαπόδια! ή είναι (για) να ξερνάει κανείς καλαπόδια! α. είναι πάρα πολύ άσχημος, είναι αποκρουστικός: «ούτε να κάνεις τον κόπο να τη δεις, γιατί είναι για να ξερνάς καλαπόδια». β. αηδιάζω, σιχαίνομαι υπερβολικά με αυτό που βλέπω ή που ακούω: «άρχισε ο απατεώνας πάλι τις θεωρίες του περί τιμιότητας και ήταν για να ξερνάς καλαπόδια! || τον χτυπούσαν δέκα νοματαίοι, ηλικιωμένο άνθρωπο, κι ήταν η κατάσταση για να ξερνάει κανείς καλαπόδια!»·
- ρίχνει καλαπόδια, βρέχει ραγδαία: «όλο τ’ απόγευμα έριχνε καλαπόδια»·
- την έβαλα στο καλαπόδι, (στη γλώσσα της αργκό για γυναίκα) της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «την πήρα στο δωμάτιο και την έβαλα στο καλαπόδι». Στην περίπτωση αυτή παρομοιάζεται το πέος με το καλαπόδι και το γυναικείο αιδοίο με το παπούτσι.

καλός

καλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. καλός], καλός. 1. που είναι αγαθός, φιλικός, σπλαχνικός, αγαπητός, δίκαιος, καλοκάγαθος, τίμιος: «καλός άνθρωπος || καλή γυναίκα». 2α. επιτείνει το θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου: «καλός πατέρας || καλό παιδί || καλή παρέα || καλός πούστης || καλή πουτάνα || καλό κουμάσι || τι να σου πω, καλό φίλο διάλεξες!». (Λαϊκό τραγούδι: σαν καλή, καλή κυρία το ’σκασε στην ευκαιρία κι όλο πόζα και στολίδια βγήκε σ’ άλλα κεραμίδια). β. επιτείνει τα θετικά ενός ανθρώπου ή ενός αντικειμένου: «καλός μάστορας || καλός μηχανικός || καλός ποδοσφαιριστής || καλός καλλιτέχνης || δε μου βγήκε καλό το καινούργιο πλυντήριο». 3. (για καταστάσεις ή αντιδράσεις) επιτείνει το σημείο το οποίο συμφωνεί με τις προσδοκίες μας ή τις εκπληρώνει: «του ’δωσα ένα καλό χαστούκι, που είδε τον ουρανό σφοντύλι || πήρε μια καλή αύξηση και μπόρεσε να βουλώσει κάτι τρύπες». 4. (σε ευχές) αίσιος, ευνοϊκός: «να ’χεις καλό δρόμο || να ’χεις καλά γεράματα || να ’χει καλό τέλος η προσπάθειά σου». 5. το αρσ. ως ουσ. ο καλός, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρώων: «ο ηθοποιός Νίκος Περγιάλης, υπήρξε ο καλός του ελληνικού κινηματογράφου». 6. το αρσ. ως ουσ. ο καλός (μαζί με τις αντωνυμίες μου, σου, του, της) ο σύζυγος, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «ήρθε η τάδε με τον καλό της». (Δημοτικό τραγούδι: τάκου τάκου ο αργαλειός μου να σου κι έρχεται ο καλός μου). 7. το θηλ. ως ουσ. η καλή, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρωίδων: «η καλή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου υπήρξε η Ελένη Ζαφειρίου». 8. το θηλ. ως ουσ. η καλή (μαζί με τις αντων. μου, σου, του) η σύζυγος, η ερωμένη, η φιλενάδα: «πήρε την καλή του κι έφυγαν για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: και στ’ ορκίζομαι, καλή μου, να το θυμηθείς πως απόψε όλη νύχτα δε θα κοιμηθείς). 9α. το θηλ. ως ουσ. η καλή, η εμφανίσιμη, η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος: «πάνω στη βιασύνη του δε φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την καλή». β. η τελευταία αναμέτρηση σε ένα παιχνίδι, που το αποτέλεσμα ακυρώνει κάθε προηγούμενο και δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους αντιπάλους: «υπάρχει μεγάλη αγωνία σ’ όλους και τα στοιχήματα πέφτουν βροχή, γιατί θα παίξουν στο τάβλι την καλή». 10α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, η καλή πράξη: «δεν περνάει μέρα, που να μην κάνει το καλό». β. ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: «με τα λόγια όλοι θέλουν το καλό του τόπου μας!». γ. το καθαρογραμμένο αντίγραφο προχειρογραμμένου πρωτοτύπου: «αν καθαρόγραψες το συμβόλαιο, φέρε μου το καλό να το υπογράψω». δ. το επίσημο τετράδιο εργασιών μαθητή: «έλυσα πρώτα τις ασκήσεις στο πρόχειρο και τώρα θα τις περάσω στο καλό». Συνών. καθαρό (7α, β). 11. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καλά, τα υλικά αγαθά. (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, αφού έχω την αγάπη μου κοντά μου). 12α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, ρούχο που το χρησιμοποιούμε ως επίσημο και που, λόγω φτώχειας, δεν έχουμε δεύτερο για αλλαγή: «έχει ένα καλό πουκάμισοκαι το προσέχει σαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα, που ’χουν ένα φουστάνι καλό,που ’ν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα κι έχουν βλέμμα πικρό και δειλό).β. (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) το ρούχο που θεωρούμε ξεχωριστό, που το έχουμε αδυναμία: «ξεχώρισε και φόρεσε το καλό του πουκάμισο, αυτό που έχει την εντύπωση πως τον ομορφαίνει». 13.στον πλ. ως ουσ. τα καλά (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) τα επίσημα ρούχα: «φόρεσε τα καλά του και πήγε στο χορό || το βράδυ θα ’ρθετε όλοι με τα καλά σας». 14α. η κλητ. καλέ! ως επιφών. δηλώνει παράκληση, απορία, θαυμασμό ή ειρωνεία: «καλέ, βοήθησέ με λίγο! || καλέ, τι ’ν’ αυτά που λες! || πώς μεγάλωσες, καλέ!». (Λαϊκό τραγούδι: σιγά, καλέ, σιγά αμαξά την άμαξα, γιατί είναι μέσα η βλάμισσα).β. η κλητ. καλέ, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «καλέ, ποιον δρόμο πρέπει να πάρω για να βγω στο Βαρδάρι;». γ. πολλές φορές, προηγείται του ονόματος, δηλώνοντας παράκληση ή δυσφορία: «καλέ Γιώργο, φέρε μου  ένα ποτήρι νερό || καλέ Νίκο, πάψε να κάνεις φασαρία». δ. λέγεται και αντί ονόματος που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το αναφέρουμε: «να πάρω, καλέ, για λίγο τ’ αυτοκίνητό σου για να πεταχτώ μέχρι το σπίτι;». (Λαϊκό τραγούδι: και να της πω τα μυστικά που έχω στην καρδιά μου ότι η κόρη σου, καλέ,θα γίνει πια δικιά μου). 15. με άρθρο καλέ, ο, η (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της) (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωμένος, η ερωμένη, ο γκόμενος, η γκόμενα: «την είδα να σουλατσάρει με τον καλέ της στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’σαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θα ’μαι καλέ σου και θα σ’ ανάβω, μάγκα μου, εγώ το ναργιλέ σου). 16α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλά! έκφραση αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε: «όλο το βράδυ ήμουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. -Καλά!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία, που επιβάλλει στο συνομιλητή μας να πάψει να μιλάει άλλο. β. με παρατεταμένο το άλφα καλάαα! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, που όταν συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού επιτείνει την απειλή: «δεν έχω να σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω, τι θα μου κάνεις δηλαδή -Καλάαα!». 18. διατυπώνει δυσμενή ή μειωτική κρίση για κάποιον ή για κάτι: «καλό φίλο έχεις! || καλή γυναίκα διάλεξες! || καλό αυτοκίνητο αγόρασες!». Συνήθως άλλες φορές προτάσσεται και άλλες ακολουθεί το τι να σου πω ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ. Συνών. ωραίος (4). 19α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλό!θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή για κάτι που μας δείχνουν: «κάποια στιγμή σηκώθηκε ο τάδε και τον μαύρισε στο ξύλο. -Καλό! || σ’ αρέσει το καινούριο αυτοκίνητο που αγόρασα; -Καλό!»· βλ. και φρ. καλό ε! β. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο με παρατεταμένο το όμικρον καλόοοο! θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή μας δείχνουν ή όταν εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι που μας εντυπωσίασε πολύ: «σ’ αρέσει το καινούριο μου αυτοκίνητο; -Καλόοο! || ήταν καλό το έργο που είδες; -Καλόοο!». Επίρρ. καλά, α. ευχάριστα, ωραία, συμπαθητικά: «όλοι περάσαμε καλά στην εκδρομή». β. καλώς (βλ. λ.). Υποκορ. καλούλης, -α, -ι κ. καλούλικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 657 φρ.)·
- α εσύ είσαι καλός! έκφραση έκπληξης , απορίας ή δυσφορίας για άτομο που λέει ή υποστηρίζει άλλα από αυτά που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως, ή που αναιρεί ξαφνικά τα συμφωνηθέντα·
- α καλάααα!…, α. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει κάτι με την εντύπωση πως μας μεταφέρει κάποιο νέο, ενώ στην πραγματικότητα μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, που, ενώ φοβόμαστε πως θα μας πει κάτι που δε μας συμφέρει μας λέει κάτι που είναι εντελώς άσχετο με τους φόβους μας·
- α στο καλό σου! ή άι στο καλό! α. ευχετική έκφραση, ιδίως σε άτομο, που μας έκανε να γελάσουμε με κάτι που μας είπε ή με κάτι που έκανε μόνο και μόνο για να γελάσουμε. Συνήθως συνοδεύεται από χαριεντισμό χτυπώντας τον ελαφρά στο στήθος του με το ένα ή και με τα δυο μας χέρια. β. έκφραση απορίας ή αγανάκτησης: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άι στο καλό, αυτός δεν έχει να φάει! || άι στο καλό, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!»· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άι στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- ακούγεται καλά (κάποιος), α. είναι καλά στην υγεία του: «όχι μόνο ακούγεται καλά, αλλά λυγίζει και σίδερα». β. είναι ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος: «έχεις δει εσύ κάποιον που ακούγεται καλά, να μην είναι ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα;»·
- ακούω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «ακούω καλά, θέλεις να χωρίσουμε;»·
- ακούω καλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στο καλό, ρε παιδάκι μου, να κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω! || άμε στο καλό σου, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!». Συνών. άμε στη δουλειά σου(!)· βλ. και φρ. στο καλό(!)·  
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, έκφραση με την οποία θέτουμε προϋποθέσεις για μια καλή σχέση με κάποιον: «αν θες να τα ’χουμε καλά, θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου». Είναι και φορές που η φρ., ακολουθεί τις προϋποθέσεις που τίθενται, ενώ άλλες φορές αυτές οι προϋποθέσεις προτάσσονται: «θέλω να ’ρχεσαι στην ώρα σου, να μην κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά και να ’σαι ευγενικός με τους πελάτες, αν θες να τα ’χουμε καλά || αν θες να τα ’χουμε καλά, πρέπει να τηρείς τους κανόνες της επιχείρησης». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα με όπως σε κοιτώ και την καρδιά μου πάρ’ τη κι αν θες να τα ’χουμε καλά,να μη με λες μπερμπάντη
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. λ. κουβέντα·
- άναψε η συζήτηση για τα καλά, βλ. λ. συζήτηση·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άντε καλά! ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος με την έννοια μην κουράζεσαι να με πείσεις, μην κουράζεσαι να μας πείσεις, σε πιστεύω, σε πιστεύουμε: «όλο το βράδυ όλες οι γυναίκες με γυρόφερναν σαν τρελές, κι έτσι να έκανα το δαχτυλάκι μου, θα ’πεφταν όλες στα πόδια μου. -Άντε καλά!». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με αλλεπάλληλα ελαφρά χτυπηματάκια με την παλάμη στη ράχη του συνομιλητή·
- άντε καλέ! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «άντε καλέ, που θέλεις να πιστέψω τέτοιες μπαρούφες! || άντε καλέ, που η τάδε είναι η ομορφότερη της παρέας! || άντε καλέ, που τον πίστεψες πως θα σε πάρει μαζί του!». β. ειρωνική επιφωνηματική έκφραση σε θηλυπρεπή που τον βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·  
- άντε στο καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που ξεκινάει για κάπου: «άντε στο καλό και να μου φιλήσεις τους δικούς σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το παιδί μου ή το παιδάκι μου όταν η ευχή δίνεται από ηλικιωμένο άτομο. β. απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στο καλό, πριν με πιάσουν τα νεύρα και σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, κόψε, στρίβε και άντε στο καλό!).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, βλ. λ. Παναγιώταινα·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το καλό, (για προϊόντα) από αυτό που είναι καλής ποιότητας: «θέλω να μου βάλεις ένα κιλό τυρί, αλλά απ’ το καλό || βάλε μου να πιω ένα ουισκάκι, αλλά απ’ το καλό». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, Μεμέτη μου, με σε περνώ το ντέρτι μου, φουμάρω μαύρο απ’ το καλό εγώ μαζί με τη Μαριώ
- άρχισε τα καλά (του τάδε), λέγεται ειρωνικά ή και με δυσαρέσκεια ή δυσφορία για κάποιον που μιμείται την κακή συμπεριφορά ή ακολουθεί τις κακές συνήθειες κάποιου: «άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο || άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μπεκροπίνει || άρχισε κι αυτός τα καλά του φίλου του και χαρτοπαίζει»·
- ας είν’ καλά…, έκφραση με την οποία αδιαφορούμε για το κακό ή το δυσάρεστο που πάθαμε και δείχνουμε όλη την προτίμησή μας σε αυτό που αναφέρουμε: «δε με νοιάζει που έχασα τα λεφτά, ας είν’ καλά η υγεία μου»·  
- ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, ευχετική έκφραση, ιδίως για οικείο άτομο, να είναι καλά στην υγεία του και ας κάνει απρέπειες: «πάλι η γιαγιά σου τα ’βαλε χωρίς λόγο με τη γειτόνισσα. -Ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει»·
- ας είν’ καλά το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- ας είν’ καλά το πείσμα σου! βλ. λ. πείσμα·
- ας είσαι καλά, έκφραση ευχαριστίας σε άτομο που μας βοήθησε: «ας είσαι καλά, φιλαράκι μου, γιατί χωρίς τη βοήθειά σου δε θα κατάφερνα να ξεπεράσω τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν»·
- ας είσαι καλά που…, ειρωνική έκφραση ή έκφραση παράπονου σε άτομο που δε φέρθηκε καλά απέναντί μας, ιδίως που δε μας βοήθησε, ενώ θα μπορούσε να μας βοηθήσει: «τι έμαθα, ήσουν στο νοσοκομείο; -Ας είσαι καλά που ήρθες να με δεις || είναι αλήθεια πως έχασες εκείνη τη δουλειά; -Ας είσαι καλά που με βοήθησες να την πάρω»·
- ας κάνει καλά μόνος του, ας βρει τρόπο μόνος του να συνεχίσει μια δουλειά, μια υπόθεση ή να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται: «όσο μπορούσα να τον βοηθήσω, τον βοήθησα, από δω και πέρα όμως ας κάνει καλά μόνος του»·
- ας τα λέμε καλά, περίπου καλά, σχετικά καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα·
- άσ’ τα να πάνε στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ τα να πάνε στην ευχή(!)·
- άσ’ το να πάει στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ το να πάει στην ευχή(!)·
- άσ’ τον να πάει στο καλό! α. μην τον απασχολείς άλλο, άφησέ τον στην ησυχία του: «αφού ξέρεις πως δε συμμετείχε στον καβγά ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». β. (συμβουλευτικά ή απαξιωτικά για ενοχλητικό ή εριστικό άτομο) μην κάνεις φασαρία και ασ’ τον να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «αφού βλέπεις πως είναι ξεροκέφαλος ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του Θεού ή του Θεού και της Παναγίας. Συνών. άσ’ τον να πάει στην ευχή(!)·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτός (εσύ) και τα καλά του (σου), αρνητική έκφραση σε κάποιον ή για κάτι, που παρά τα υποτιθέμενα καλά που μπορεί να έχει ή να κρύβει, εντούτοις μας είναι ανεπιθύμητος. (Δημοτικό τραγούδι: αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσύ και τα καλά σου, σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη)· 
- αχ καλέ! α. θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει ταχταρίσματος σε λατρευτό μας πρόσωπο. Συνήθως το καλέ επαναλαμβανόμενο: «αχ, καλέ καλέ τι όμορφο παιδάκι που έχω εγώ!». Συνοδεύεται από χάδια στα μαλλιά ή από ελαφρά τσιμπηματάκια στα μάγουλα. β. ειρωνικό επιφώνημα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας· βλ. και φρ. καλέ άντες(!)·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βασίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω τα καλά μου, ντύνομαι με τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή, βάζω τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία»·
- βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- βάλ’ το καλά στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγήκε σε καλό, (γενικά) ενέργεια ή προσπάθεια εξελίχθηκε θετικά: «αποθήκευε ο κόσμος συνεχώς τρόφιμα κι εντέλει βγήκε σε καλό, γιατί σε λίγο καιρό υπήρξαν θεαματικές ανατιμήσεις»· 
- βλέπω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «ρε παιδιά, βλέπω καλά; Κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βρε άντε στο καλό! ή ρε άντε στο καλό! απειλητική έκφραση με την οποία υποδεικνύουμε σε κάποιον να φύγει από κοντά μας, γιατί μας έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός, ή για να μην του κάνουμε κάποιο κακό: «βρε άντε στο καλό, που επιμένεις να πεις κι εσύ τη γνώμη σου! || ρε άντε στο καλό μη σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, άντε στρίβε, ρε άντε στο καλό, γιατί αν σε γραπώσω σου παίρνω το λαιμό). Συνήθως παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να τινάζεται με διεύθυνση προς τα μπρος και πλάγια. Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το παιδάκι μου ή το άνθρωπέ μου·  
- βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έμεινε αμετάπειστο παρά τις συνεχείς μας προσπάθειες να το κάνουμε να αλλάξει γνώμη για κάτι: «βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τον είχα με τις ώρες για ν’ αποσύρει τη μήνυση, αυτός όμως εκεί, τίποτα!»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ.μέρα·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βρίσκεται σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- βρίσκομαι στις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός· 
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, βλ. λ. ψάρι·
- γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος ή γελάει καλά, που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- για καλά, βλ. φρ. για τα καλά·
- για καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- για καλό, α. λόγος ή ενέργεια που γίνεται με καλή πρόθεση: «εγώ το ’πα για καλό || εγώ το ’κανα για καλό». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «πήρα για καλό μαζί μου και την ομπρέλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: τις φιλινάδες να προσέχεις για καλό, είναι ζηλιάρες θέλουν πάντα το κακό)· βλ. και φρ. για καλό και για κακό·
- για καλό ήρθες; έκφραση που επιβεβαιώνει τις υποψίες μας πως η επίσκεψη κάποιου ατόμου θα μας στενοχωρήσει: «ήρθα να μου δώσεις κάτι δανεικά. -Για καλό ήρθες; || ήρθα να μου δώσεις τα δανεικά που μου χρωστάς. -Για καλό ήρθες; ». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ, είπα κι εγώ·
- για καλό και για κακό, α. για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρε για καλό και για κακό μαζί του και την ομπρέλα». Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν Ασφαλιστικής Εταιρείας: «για καλό και για κακό Ασπίς - Πρόνοια». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «επειδή υπάρχουν πολλά κλεφτρόνια στη γειτονιά, έβαλε για καλό και για κακό έναν συναγερμό στο σπίτι του»·
- για καλό μου (σου, του, της κ.λπ.) ή για δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για καλό δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.). (Λαϊκό τραγούδι: άλλαξε αν θέλεις, για καλό σου, τακτική, θα είσ’ αιτία που θα πάω φυλακή // μη με πάρεις στο λαιμό σου, άκου για καλό δικό σου, θέλω, φως μου, να σε παντρευτώ, θέλω να νοικοκυρευτώ )·
- για να ’χουμε και καλό ρώτημα ή για να ’χουμε καλό ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- για τα καλά, α. πολύ ικανοποιητικά: «ματσώθηκα για τα καλά». β. υπερβολικά: «έφαγα για τα καλά || εξαντλήθηκα για τα καλά». γ. απόλυτα, εντελώς, τελείως: «βολεύτηκα για τα καλά στο δημόσιο». δ. ολοκληρωτικά: «μαλώσαμε για τα καλά και δε θα του ξαναμιλήσω». (Λαϊκό τραγούδι: ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικράκι, ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικρό για τα καλά
- για το καλό, λέγεται για τη δικαιολόγηση χειρονομίας ή πράξης που γίνεται εθιμοτυπικά: «μια κι ήρθε στο σπίτι μου, του τράταρα ένα ουζάκι έτσι για το καλό || αφού μου ’φερε καλά νέα το παιδί, του ’δωσα κι εγώ ένα χαρτζιλικάκι για το καλό»·
- για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.) ή για το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για το καλό το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), για προσωπικό μου (σου, του, της κ.λπ) όφελος, για την προκοπή μου (σου, του, της κ.λπ): «ξέρω πως, ό,τι κάνεις, το κάνεις για το καλό μου και σ’ ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: πολλές φορές σου μίλησα εγώ, για το καλό σου, κι ας ήμουνα το θύμα σου το πρώτο το δικό σου // βάλε μυαλό για το δικό σου το καλό. Άλλαξε γνώμη, άλλαξε και στο τσαρδί σου άραξε
- για το καλό του χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- γίνομαι καλά, γιατρεύομαι, θεραπεύομαι: «είχα ένα πρόβλημα με την υγεία μου, αλλά, έπειτα απ’ τη θεραπεία που έκανα, έγινα καλά»·
- γίνομαι καλός, συμπεριφέρομαι ήπια, με καλοσύνη: «όσο σκληρός κι αν λένε πως είμαι στη δουλειά μου, όταν βλέπω πως όλοι δουλεύουν κανονικά, γίνομαι καλός»·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γράφω στο καλό, βλ. φρ. γράφω στο καθαρό, λ. καθαρός·
- δε βγαίνει σε καλό (κάτι), δεν έχει καλή κατάληξη: «η γκρίνια δε βγαίνει σε καλό». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι· το γρι-γρι-γρι να πάψεις και σε καλό δε βγαίνει
- δε βλέπω καλό, δε βοηθιέμαι, δεν ευεργετούμαι: «τώρα που έπεσα οικονομικά, δε βλέπω καλό από κανέναν
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, α. (για πρόσωπα) έχει πολλά αρνητικά, δε διορθώνεται με τίποτα  ή έχει μεγάλο πάθος σε κάτι, ιδίως όχι καλό, και δεν υπάρχει προοπτική καλυτέρευσής του: «είναι τόσο τρελός, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μεγάλος γυναικάς, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μανιώδης χαρτοπαίχτης, που δε γίνεται καλά με τίποτα». β. (για μηχανήματα) έχει ανεπανόρθωτη βλάβη, είναι πια άχρηστο: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητο, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
- δε θα (σου) βγει σε καλό, η ενέργεια, η πράξη, όπως γίνεται ή όπως έγινε, θα έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος σου: «αυτή η κατάληψη του εργοστασίου που ετοιμάζετε, δε θα σας βγει σε καλό || δε θα σου βγει σε καλό που αντιμιλάς το διευθυντή σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα σου βγούνε σε καλό όλ’ αυτά που κάνεις, αλανιάρικο, κοίταξε να μαζευτείς και μυαλό να βάνεις, παιχνιδιάρικο  
- δε θα τα πάμε καλά, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του, επειδή συνεχίζει να ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας ή επειδή, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις μας, συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός: «αν συνεχίσεις να βάζεις εμπόδια στη δουλειά μου, δε θα τα πάμε καλά || αν, παρά τις συστάσεις μου, συνεχίσεις να ενοχλείς την αδερφή μου, δε θα τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε μας τα λες καλά, έκφραση αμφισβήτησης, δυσφορίας στα λεγόμενα κάποιου, που δεν είναι αυτά που θέλαμε ή που περιμέναμε να ακούσουμε: «δε μας τα λες καλά, γιατί εγώ ξέρω πως αλλιώς έγιναν τα πράγματα || μια και σε βρήκα, δώσε μου εκείνα τα δανεικά που μου χρωστάς. -Δε μας τα λες καλά, γιατί γι’ άλλο πράγμα συναντηθήκαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δε με βλέπω καλά, α.  έκφραση επίγνωσης για την τιμωρία που με περιμένει: «αν μάθει ο διευθυντής πως έκανα πάλι κοπάνα, δε με βλέπω καλά». β. έκφραση επίγνωσης για την κακή πορεία της υγείας μου: «τον τελευταίο καιρό δε με βλέπω καλά, γι’ αυτό πρέπει να πάω να με δει ο γιατρός μου»· βλ. και φρ. δε σε βλέπω καλά·
- δε μου ’ρχεται καλά να…, έχω δυσκολίες, έχω αναστολές να συμπεριφερθώ ή να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεσή μου, με τη φιλοσοφία μου ή την κατάστασή μου: «δε μου ’ρχεται καλά να πάω μαζί τους στο γλέντι, γιατί πριν δυο μήνες πέθανε ο πατέρας μου || δε μου ’ρχεται καλά να τα βάλω με γέρο άνθρωπο || δε μου ’ρχεται καλά να μην του κάνω παρέα, επειδή είναι φτωχός»·
- δε μου στέκει καλά ή δε μου στέκεται καλά, (για είδη ένδυσης) δεν εφαρμόζει καλά επάνω μου είτε γιατί είναι κακοραμμένο είτε γιατί δεν είναι στα μέτρα μου: «το σακάκι δε μου στέκεται καλά στους ώμους»·
- δε μου φέρθηκε καλά, μου συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα ή δε με βοήθησε: «πήγα να του ζητήσω κάτι πληροφορίες για τη δουλειά και δε μου φέρθηκε καλά, γιατί μ’ έβαλε τις φωνές || είμαι πικραμένος μαζί του, γιατί, όταν ζήτησα τη βοήθειά του, δε μου φέρθηκε καλά»·
- δε σε βλέπω καλά, α. η εργασιακή σου θέση είναι επισφαλής ή πρόκειται να σου συμβεί κάποιο κακό για κάποια πράξη ή ενέργειά σου: «αν μάθει ο διευθυντής για το έλλειμμα που υπάρχει στο ταμείο, δε σε βλέπω καλά || αν μάθει ο αδερφός της ότι τα ’χεις μαζί της, δε σε βλέπω καλά». β. από την κακή όψη του προσώπου σου, αντιλαμβάνομαι πως έχεις πρόβλημα υγείας: «να πας να σε κοιτάξει κανένας γιατρός, γιατί τον τελευταίο καιρό δε σε βλέπω καλά»· βλ. και φρ. δε με βλέπω καλά·
- δε στέκει καλά ή δε στέκεται καλά, α. δεν είναι καλά στην υγεία του ή δεν έχει σώας τας φρένας του: «απ’ την όψη του προσώπου του κατάλαβα πως δε στέκει καλά ο τάδε || μη τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν στέκει καλά». β. δε βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «μη του ζητήσεις ούτε ευρώ, γιατί απ’ ότι ξέρω δε στέκεται καλά»· βλ. και φρ. στέκει καλά·
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δε χρωστάει καλό σε κανέναν ή καλό δε χρωστάει σε κανέναν ή σε κανέναν δε χρωστάει καλό, δεν έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, είναι ανάλγητος, σκληρόκαρδος: «όσο και να ’χεις ανάγκη, δε σε βοηθάει, γιατί δε χρωστάει καλό σε κανέναν». (Τραγούδι: και γράφ’ τον κόσμο στα παλιά σου τα παπούτσια κι έλα κράτα με σφιχτά καλό κανένας δε χρωστά
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δεν ακούγομαι καλά, α. έχω κάποια κρυφή στενοχώρια, που όμως γίνεται αντιληπτή στους άλλους από τον τρόπο της ομιλίας μου: «όσο και να θέλει να προσποιηθεί τον χαρούμενο, εγώ που τον ξέρω χρόνια καταλαβαίνω πως δεν ακούγεται καλά». β. δε βρίσκομαι καλά στην υγεία μου: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν ακούγομαι καλά»·
- δεν είδα καλό από κανέναν, όλοι μου συμπεριφέρθηκαν εχθρικά ή αδιάφορα, δεν είχα τη βοήθεια κανενός: «όταν μου ’τυχαν κάτι αναποδιές, δεν είδα καλό από κανέναν»·
- δεν είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστος: «έκανα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήμουν καλά»·
- δεν είμαστε καλά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε ή για κάτι που βλέπουμε: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν είμαστε καλά, πριν μια ώρα ήμασταν μαζί! || δεν είμαστε καλά, πάλι σουρωμένος είσαι!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι για καλό, λέγεται για κάτι που μπορεί να αποβεί σε βάρος μας, που προμηνύει κάτι κακό: «να ξέρεις πως αυτό το υπονοούμενο που πέταξε δεν είναι για καλό». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χαμε τι να ’χαμε δυο αμπάρια να ’χαμε για να ρίχνουμε τ’ αγόρια τ’ άτιμα τα μεσοφόρια που δεν είναι για καλό. Τζουμ τριαλαρό
- δεν είναι δήθεν και καλά, βλ. λ. δήθεν·
- δεν είναι καλά πράγματα αυτά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. λ. λογικός·
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν είναι στα καλά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράλογα και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος!». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν είσαι καλά! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητάει ή μας λέει παράλογα, παράδοξα πράγματα: «δεν είσαι καλά που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || δεν είσαι καλά που θα πας κολυμπώντας στο άλλο νησί!»·
- δεν είσαι με τα καλά σου! βλ. φρ. δεν είσαι καλά(!)· 
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν ήρθε για καλό, λέγεται για κάποιον που η παρουσία του σε ένα χώρο προμηνύει καβγά, φασαρία: «απ’ τη στιγμή που έμαθε πως τον κατηγόρησες κι ήρθε στο μπαράκι που συχνάζεις, να ξέρεις πως δεν ήρθε για καλό»·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν πάει καλά, α. (για πρόσωπα) πάσχει πνευματικά, έχει διανοητικό πρόβλημα: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν πάει καλά». β. έχει οικονομικές δυσκολίες: «μη ζητάς απ’ αυτόν δανεικά, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά». γ. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν αποδίδει: «έχει μια βιοτεχνία εσωρούχων, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά και προβληματίζεται αν θα την κρατήσει». δ. (για μηχανήματα) παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη λειτουργία του: «προχτές έβγαλα τ’ αυτοκίνητο απ’ το συνεργείο, αλλά πάλι δεν πάει καλά»·
- δεν παίρνει με το καλό, αντιμετωπίζεται μόνο δυναμικά με λόγια ή με έργα: «πρέπει να του ρίξεις κανένα βρισίδι, γιατί δεν παίρνει με το καλό || πρέπει να τον τραβήξεις ένα χέρι ξύλο, γιατί δεν παίρνει με το καλό»·
- δεν πάμε καλά, (γενικά) η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική ζωή παρουσιάζει προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, είναι δυσοίωνη ή εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει στα εργατικά συνδικάτα, δεν πάμε καλά || απ’ τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, δεν πάμε καλά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν πας καλά! έκφραση απορίας προς κάποιον που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «δεν πας καλά που θα σου δανείσω δέκα εκατομμύρια, επειδή είσαι γνωστός του φίλου μου!». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- δεν πας καλά, α. δεν είναι η σωστή πορεία, η σωστή κατεύθυνση, δεν είναι ο σωστός δρόμος αυτός που ακολουθείς για να φτάσεις στον προορισμό σου: «δεν πας καλά απ’ αυτόν το δρόμο για το Βαρδάρι». β. δεν είναι ο σωστός, ο ενδεδειγμένος τρόπος αυτός με τον οποίο ενεργείς για να φέρεις σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεσή σου: «δεν πας καλά, αν θέλεις να πάρεις το δάνειο που σου χρειάζεται»·  
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. φρ. δεν πατάς γερά·
- δεν περπατάς καλά, δεν ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά, έντιμα: «απ’ τη μέρα που έμπλεξες μ’ αυτή την παλιοπαρέα, δεν περπατάς καλά». Συνών. περπατάς στραβά·
- δεν τα πάμε καλά, α. δεν υπάρχει αρμονική σχέση μεταξύ μας: «όπου να ’ναι θα χωρίσω με τη γυναίκα μου, γιατί δεν τα πάμε καλά». β. έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί δεν τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν τα πάω καλά με..., α. δεν έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «δεν τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι κουτσομπόλης || δεν τα πάω καλά με το κάπνισμα || δεν τα πάω καλά με το ποτό». β. δε συνηθίζω κάτι: «δεν τα πάω καλά με τις εκδρομές»·
- δεν τα ’χουμε καλά, έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «δεν τα ’χουμε καλά, γι’ αυτό και δε μιλιόμαστε»·
- δεν το βλέπω καλά, (για αντικείμενα) δε βρίσκεται τοποθετημένο σε σίγουρη θέση και υπάρχει φόβος να πάθει κάποια βλάβη: «δεν το βλέπω καλά το κάδρο, όπως το κρέμασες στον τοίχο σε τόσο μικρό καρφάκι || πάρε από δω το βάζο, γιατί δεν το βλέπω καλά»·
- δεν το ’πιασα καλά! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για να κάνω ένα ταξίδι στο εξωτερικό; -Δεν το ’πιασα καλά!»· βλ. και φρ. α. δεν το ’πιασα καλά. β. δεν το ’πιασα! λ. πιάνω·
- δεν το ’πιασα καλά, δεν κατάλαβα καλά τι ακριβώς μου είπες, επανάλαβε αυτό που είπες, γιατί δεν το άκουσα ή δεν το κατάλαβα καλά: «πέρασε απ’ το μπαράκι ο αδερφός σου και ρωτούσε για σένα. -Δεν το ’πιασα καλά»· βλ. και φρ. δεν το ’πιασα καλά(!)·  
- δεν το ’χω σε καλό, το θεωρώ κακό οιωνό: «δεν το ’χω σε καλό, όταν βλέπω το πρωί μαύρη γάτα»·
- δεν τον βλέπω καλά, έχω την εντύπωση πως δεν είναι καλά στην υγεία του ή πως δεν είναι σε καλή οικονομική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό δεν τον βλέπω καλά, γιατί όλο βήχει || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί μετά τη ζημιά που έπαθε στο χρηματιστήριο δεν τον βλέπω καλά»·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δίνω το καλό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δουλεύω καλά, έχω ικανοποιητική πελατεία, είμαι ευχαριστημένος από την εμπορική κίνηση που κάνω στο μαγαζί μου: «δεν ξέρω οι άλλοι πώς δουλεύουν, πάντως εγώ δουλεύω καλά»·
- ε καλάααα! έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει, αν κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας κάτι που επιδιώκαμε, και μάλιστα δηλώνει πως το κατορθώσαμε με μεγάλη ευκολία: «τι έγινε ρε με την τάδε, την έριξες; -Ε καλάααα! || τι έγινε με τη δουλειά που είχες αναλάβει, την τέλειωσες; -Ε καλάααα!». Συνήθως παρατηρείται χαμόγελο επιτυχίας, που πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε και κάτσε καλά μέσα στο κέντρο» β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε το κάτσε καλά». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, έγινε το κάτσε καλά απ’ τον κόσμο για ένα εισιτήριο, γιατί σε λίγο άρχιζε το ματς». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά  που… ή να ’μαι καλά εγώ που..., δηλώνει την άμεση συμμετοχή ή ενέργειά μας για την επίτευξη κάποιου σκοπού ή για την αποφυγή κάποιας ανεπιθύμητης κατάστασης σε βάρος του συνομιλητή μας ή σε βάρος κάποιου, σε μένα οφείλεται που…: «εγώ να ’μαι καλά που μίλησα στο διευθυντή, γιατί αλλιώς δε θα την έπαιρνε τη δουλειά || να ’μαι εγώ καλά που τον παρακάλεσα και απέσυρε τη μήνυση που είχε σε βάρος σου || να ’μαι καλά εγώ που σε βοήθησα, γιατί αλλιώς δε τη γλίτωνες τη φυλακή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·   
- έδεσε για καλά ή έδεσε για τα καλά, α. (για πρόσωπα) σταθεροποιήθηκε, τακτοποιήθηκε απόλυτα, ιδίως σε κάποια θέση εργασίας: «βολεύτηκε στην τράπεζα κι έδεσε για τα καλά». β. επισκέφτηκε κάποιον σε ένα χώρο και παρέμεινε πολύ περισσότερο από το επιτρεπτό όριο: «ήρθε στο γραφείο μου να πιει έναν καφέ κι έδεσε για καλά». γ. εγκαταστάθηκε μόνιμα σε ένα τόπο: «ήρθε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, και επειδή του άρεσε η πόλη, έδεσε για καλά». δ. (για δουλειές ή υποθέσεις) ύστερα από τις κατάλληλες ενέργειες σταθεροποιήθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα: «μετά το δάνειο που πήρα η δουλειά έδεσε για τα καλά»·
- εδώ οι καλές οι πίπες! βλ. λ. πίπα·
- εδώ το καλό κουλούρι! βλ. λ. κουλούρι·
- εδώ το καλό το γάλα! βλ. λ. γάλα·
- εδώ το καλό το πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είδα καλό (από κάποιον), μου συμπεριφέρθηκε κάποιος με ενδιαφέρον, με αγάπη, με βοήθησε: «στις αναποδιές που μου ’τυχαν, μόνο απ’ τον τάδε είδα καλό»·
- είδες καλά; έλεγξες προσεκτικά(;): «είδες καλά αν τα κλειδιά είναι στο γραφείο μου; || είδες καλά αν κλείδωσα την πόρτα;»·
- είμαι απ’ τους καλούς ή είμαι με τους καλούς, είμαι άνθρωπος του νόμου, είμαι αστυνομικός: «πάψε να φοβάσαι, γιατί είμαι απ’ τους καλούς». Πέρασε σε κοινή χρήση από τα αστυνομικά έργα·
- είμαι καλά, έχω καλή υγεία, είμαι υγιής: «πριν από καιρό είχα κάτι προβλήματα με την καρδιά μου, αλλά τώρα είμαι καλά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καλά, καρδιά μου. Μη μου ανησυχείς. Εγώ, δεν πέφτω χάμου για να με λυπηθείς
- είμαι με τα καλά μου, είμαι ντυμένος με την επίσημη ενδυμασία μου, με τα επίσημα ρούχα μου: «δεν μπορώ να φορτωθώ αυτό το βρομοτσούβαλο, γιατί βλέπεις πως είμαι με τα καλά μου»· βλ. και φρ. είμαι στα καλά μου·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είμαι στα καλά μου, βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση, σκέφτομαι λογικά: «μα και βέβαια είμαι στα καλά μου που θέλω πίσω τα λεφτά που σου δάνεισα»· βλ. και φρ. είμαι στις καλές μου·
- είμαι στις καλές μου, είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, είμαι ευδιάθετος, έχω κέφια: «έχουν καταλάβει πως, όταν είμαι στις καλές μου, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ τίποτα, κι έρχονται και μου ζητούν τα πιο απίθανα πράγματα»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι από καλή οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι καλή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι καλό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- είναι καλός μέχρι βλακείας, βλ. λ. βλακεία·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- είσαι με τα καλά σου! ή είσαι στα καλά σου! έκφραση αμφισβήτησης για την καλή ψυχολογική ή για την ορθή διανοητική κατάσταση του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «είσαι στα καλά σου, που θέλεις να κάνεις το γύρο του κόσμου με τα πόδια!»· βλ. και φρ. τι λες άνθρωπέ μου; λ. άνθρωπος·
- είχε καλή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε καλό τέλος, βλ. λ. τέλος
- έκανε την καλή του, πλούτισε νόμιμα ή παράνομα: «δούλεψε σκληρά στην ξενιτιά, ώσπου έκανε την καλή του και γύρισε στο χωριό του || μπλέχτηκε στην εισαγωγή κάποιον λαθραίων τσιγάρων, έκανε την καλή του κι αποσύρθηκε»· βλ. και φρ. έπιασε την καλή·
- έλα στα καλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «έλα στα καλά σου, που θέλεις χωρίς δραχμή να μου αρχίσεις επιχειρήσεις». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπιασε τα καλά (του τάδε), βλ. συνηθέστ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- έπιασε την καλή, πλούτισε από παράνομη ιδίως δραστηριότητα: «έμπλεξε με διάφορες σκοτεινές δουλειές της νύχτας κι έπιασε την καλή»· βλ. και φρ. έκανε την καλή του·
- έφυγε μια και καλή, έφυγε για πάντα από έναν τόπο: «παντρεύτηκε στο εξωτερικό κι έφυγε μια και καλή απ’ την Ελλάδα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει και τα καλά του, δεν έχει μόνο ελαττώματα αλλά έχει και προτερήματα: «δεν μπορούμε να τον απορρίψουμε εντελώς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει και τα καλά του»·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, βλ. λ.πλευρά·
- έχει καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει καλή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχει καλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει καλή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει καλό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει καλό κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει καλό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- έχει καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει καλό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει καλούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει όλα τα καλά του, έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό παιδί έχει όλα τα καλά του, γιατί κατάγεται από πλούσια οικογένεια». (Τραγούδι: ο κυρ Μέντιος με την γκρίζα την ουρά δε συνήθιζε καπίστρι να φορά, είχε όλα τα καλά του και τα γαϊδουράγκαθά του, τα ξινά και πονηρά
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει και τις θετικές και τις αρνητικές του πλευρές: «αυτός ο άνθρωπος έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί, όταν είναι στα κέφια του δε χαλάει σε κανέναν χατίρι, όταν όμως έχει στα νεύρα του, δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό || αυτή η λιτότητα έχει τα καλά της, έχει και τα κακά της, γιατί, ενώ περνάμε τώρα δύσκολα, θα ’ρθει καιρός που θα τρώμε με χρυσά κουτάλια || είναι σπουδαίο αυτοκίνητο, δε λέω, αλλά έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί μπορείς να ταξιδεύεις άνετα και με ασφάλεια, αλλά από βενζίνη καίει όσο τρία αυτοκίνητα μαζί»·
- έχει τα καλά (του τάδε), βρίσκεται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση με τον τάδε ή πάσχει από την ίδια αρρώστια που πάσχει και ο τάδε: «τι έχει ο Θανάσης κι είναι στενοχωρημένος; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, θα χωρίσει κι αυτός με τη γυναίκα του || τι έχει ο Θανάσης και τρέχει όλο στους γιατρούς; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί και σ’ αυτόν παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά»·       
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, βλ. λ. μαρτυρία·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχει το καλό ότι…, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το προτέρημα, το πλεονέκτημα ότι…, που απαλύνει κάποιο ελάττωμα που αναφέραμε: «μπορεί να πίνει, αλλά έχει το καλό ότι, όταν πίνει, δεν οδηγεί || μπορεί να περνάμε περίοδο λιτότητας, αλλά αυτή η λιτότητα έχει το καλό ότι θα φέρει την ευημερία || μπορεί να είναι μεγάλο αυτοκίνητο, αλλά έχει το καλό ότι δεν καίει πολύ»·
- εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
- έχω καλές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω καλό σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω τις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- ζω καλά, ζω χωρίς στερήσεις, καλοζώ: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, ζω καλά»·
- η καλή γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
- η καλή κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
- η καλή μεριά, (για υφάσματα), βλ. λ. μεριά·
- η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, βλ. λ. νοικοκύρης·
- η καλή σου! αναφέρεται μειωτικά για κάποια που ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της: «ήρθε η καλή σου απρόσκλητη και μας έκανε άνω κάτω!»·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. λ. εποχή·
- η ώρα η καλή! βλ. λ. ώρα·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μια και καλή, εγκαταστάθηκε μόνιμα σε έναν τόπο: «του άρεσε τόσο πολύ η Θεσσαλονίκη, που ήρθε μια και καλή»·
- θα γίνει και κάτσε καλά ή θα γίνει το κάτσε καλά, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν εξακολουθήσεις να κάνεις φασαρία, θα γίνει το κάτσε καλά». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο του τάδε, γιατί απ’ ό,τι λένε θα γίνει και κάτσε καλά». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, μη στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα σε κάνω καλά, απειλητική έκφραση σε κάποιον με την έννοια του ξυλοδαρμού: «μόλις γυρίσουμε στο σπίτι, παλιόπαιδο, θα σε κάνω καλά»·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα να καταφέρεις τον δείνα· τον τάδε θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν φοβάσαι να τα βάλεις μαζί του, άσ’ τον, γιατί θα τον κάνω καλά εγώ»·
- θα φας καλά! α. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, πως μπορεί να κερδίσει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με κάποια γυναίκα: «πήγαινε να της κάνεις πρόταση να τα φτιάξεις μαζί της και θα φας καλά!». β. (απειλητικά) θα σε διορθώσω, θα σε τιμωρήσω σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «γύρνα το βράδυ στο σπίτι και θα φας καλά!»·
- θέλω το καλό του, ενδιαφέρομαι για την πρόοδό του, για την προκοπή του: «είναι πολύ καλό παιδί, γι’ αυτό θέλω το καλό του»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, βλ. λ. εμπόδιο·
- κάθεσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον, στον οποίο πρόκειται να ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κάθεσαι καλά στην καρέκλα σου; βλ. λ. καρέκλα·
- κάθισε καλά, βλ. φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά, δεν κάνω αταξίες, είμαι φρόνιμος: «όποιος δεν κάθεται καλά, θα τρώει ξύλο»· βλ. και φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και καλά, α. δήθεν, τάχα: «τα πάντα βρίσκονταν σε διάλυση και προσπαθούσε να με πείσει ότι και καλά δεν υπήρχε πρόβλημα». β. δηλώνει απαξίωση, άρνηση ή δυσφορία για κάτι το οποίο θεωρούν πως είναι η μόνη επιδίωξή μας: «ναι μωρέ, νομίζεις και καλά πως δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πλούτη και καλά μ’ αρέσει η φτώχεια κι η εργατιά κι αν παντρευτώ με τον καιρό θέλω εργάτη για να βρω
- και καλά μουνιά στους πούτσους μας! ή και καλό μουνί στον πούτσο μας! βλ. λ. μουνί·
- και κάτσε καλά! α. έκφραση υπερβολής για κάτι καλό που συνέβη: «στην εκδρομή περάσαμε και κάτσε καλά!», δηλ. περάσαμε πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ευχάριστα. β. έκφραση υπερβολής για κάτι κακό που συνέβη: «περάσαμε μια ταλαιπωρία και κάτσε καλά!», δηλ. καταταλαιπωρηθήκαμε. Συνών. και γαμώ!·
- και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, βλ. λ. δεχούμενα·
- καλά… (ακολουθεί χρονικός προσδιορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε έτσι, καλά Χριστούγεννα θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλές… και καλό(…)·
- καλά αποτελέσματα! βλ. λ. αποτέλεσμα·
- καλά γεράματα! βλ. λ. γεράματα·
- καλά δεξίματα! βλ. λ. δέξιμο·
- καλά θα κάνεις να…, α. πρέπει, επιβάλλεται να…: «καλά θα κάνεις να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος || καλά θα κάνεις να πας να χαιρετήσεις το νέο διευθυντή, γιατί έτσι είναι το πρέπον». β. λέγεται και υπό τύπον απειλής: «καλά θα κάνεις να πάψεις να ενοχλείς την κόρη μου»·
- καλά και…, βλ. φρ. καλά που(…)·
- καλά και άγια, βλ. λ. άγιος·
- καλά και περίκαλα, βλ. φρ. καλά κι ολόκαλα·
- καλά και όσια, βλ. λ. όσιος·
- καλά και σώνει, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: τι θες τα σούρτα φέρτα μπρος στο σπίτι της, καλά και σώνει πας να μπεις στη μύτη της
- καλά! καλά! έκφραση αμφισβήτησης ή ειρωνείας στα λεγόμενα κάποιου: «το πρωί έπινα καφέ με τον τάδε υπουργό. -Καλά! καλά!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία που με αλλεπάλληλο κούνημα της παλάμης μας προς το μέρος του συνομιλητή μας του επιβάλλουμε να πάψει να μιλάει άλλο ·
- καλά καλά, εντελώς, α. τελείως: «θέλω να τελειώσεις πρώτα καλά καλά τη δουλειά σου, κι ύστερα έλα να κουβεντιάσουμε || έφαγε καλά καλά στο σπίτι κι ύστερα ξεκίνησε για τη νυχτερινή διασκέδασή του». β. πριν ακόμη: «ακόμη δεν έμαθε καλά καλά τι πάει να πει ζωή και θέλει παντρειά». γ. πάρα πολύ καλά: «πέρασες καλά στο πάρτι; -Καλά καλά»·
- καλά καλά δεν…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως, μόλις κάναμε ή έγινε κάτι, επακολούθησε και κάτι άλλο: «καλά καλά δεν μπήκα το πρωί στο γραφείο μου κι ήρθε ο τάδε να μου ζητήσει δανεικά || καλά καλά δεν ήρθε απ’ το εξωτερικό κι αναγκάστηκε να φύγει αμέσως»· 
- καλά κάνω, α. έκφραση βεβαιότητας για την ορθότητα των ενεργειών μου στην ερώτηση απορίας κάποιου τι κάνεις; (με την έννοια, γιατί ενεργείς με αυτόν τον τρόπο;) ή έκφραση αδιαφορίας στην ίδια ερώτηση, με την έννοια να μη σε ενδιαφέρει πώς ενεργώ: «μα τι κάνεις, δε γίνεται έτσι η δουλειά. -Καλά κάνω || έτσι όπως χειρίζεσαι το θέμα θ’ αποτύχεις. -Καλά κάνω». β. έκφραση αδιαφορίας  για τον κακό χαρακτηρισμό που μας απευθύνει κάποιος: «είσαι μεγάλος τζαναμπέτης. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλος απατεώνας. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλο κορόιδο. -Καλά κάνω»·
- καλά κέρδη! βλ. λ. κέρδος·
- καλά κι ολόκαλα, πάρα πολύ καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν είμαστε καλά στην υγεία μας ή αν πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας·
- καλά κρασιά! βλ. λ. κρασί·
- καλά λέει! βλ. λ. λέω·
- καλά λέει ή καλά τα λέει, βλ. λ. λέω·
- καλά μας τα λες! με τα λόγια φαίνεται εύκολο να πραγματοποιηθεί αυτό που κουβεντιάζουμε, αλλά σίγουρα στην πράξη είναι διαφορετικά: «καλά μας τα λες! Αλλά χωρίς λεφτά σε πληροφορώ πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!»·
- καλά μυαλά! βλ. λ. μυαλό·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- καλά να πάθει! ή καλά να τα πάθει! έκφραση ικανοποίησης με χαιρέκακη ή εκδικητική διάθεση για άτομο που απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του ή που έπαθε κάτι κακό: «το ’μαθες που ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του; -Καλά να πάθει, γιατί δε μου το ’δωσε τότε που του το ζήτησα! || το ’μαθες πως ο τάδε βάρεσε κανόνι; -Καλά να πάθει, γιατί, όταν του ζήτησα κάποτε να με βοηθήσει, μου ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ωχ που δηλώνει την ικανοποίηση και συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία η παλάμη σέρνεται ελαφρά στο στήθος από το λαιμό προς την κοιλιά ή συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία ο αντίχειρας, ο δείκτης και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες τους κινούνται μπροστά στο στήθος από πάνω προς τα κάτω. Αρκετές φορές, παράλληλα με την κίνηση ακούγεται και ο ήχος ελαφριού φιλιού·
- καλά να πάθω ή καλά να τα πάθω, από τη στιγμή που δεν άκουσα κάποιον ή κάποιους που με συμβούλευαν να μην ασχοληθώ με κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ή εργασία, τώραπου απέτυχα, ας υποστώ τις συνέπειες. (Λαϊκό τραγούδι: καλά να πάθω, για να δω τώρα ποιος μ’ αγαπάει και ποιος στα μπατιρήματα την πόρτα μου χτυπάει
- καλά να ’σαι! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος τα λόγια του συνομιλητή του, που έχουν αρνητική σημασία για κάποιον ή για κάτι, σίγουρα: «αυτός, με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, σίγουρα μια μέρα θα καταλήξει στη φυλακή. -Καλά να ’σαι! || είναι τόσο σαπιοκάραβο που όπου να ’ναι θα βουλιάξει. -Καλά να ’σαι!». β. χωρίς καμιά αμφιβολία, με πλήρη βεβαιότητα: «είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει στην ώρα του; -Καλά να ’σαι, γιατί του είπα πως θα ’ναι κι η τάδε που τη γουστάρει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω παρατεταμένο. Συνών. όπως σε βλέπω και με βλέπεις·
- καλά νιάτα, κακά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·  
- καλά ντε! έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που απαιτεί πιεστικά να κάνουμε κάτι: «στο ’πα χίλιες φορές πως μέχρι το βράδυ θέλω να τελειώσεις τη δουλειά. -Καλά ντε!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μη βαράς ή τι βαράς ή με το μη σπρώχνεις ή τι σπρώχνεις·
- καλά ξεμπερδέματα! βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- καλά ξετελέματα βλ. λ. ξετέλεμα·
- καλά ξυπνητούρια! βλ. λ. ξυπνητούρια·
- καλά πάμε! απογοητευτική διαπίστωση για την πορεία κάποιας εργασίας, διαδικασίας ή υπόθεσης, που δεν εξελίσσεται καθόλου ικανοποιητικά: «μας ακύρωσαν όλες τις παραγγελίες. -Καλά πάμε! || η τράπεζα απέρριψε το δάνειο που ζητήσαμε. -Καλά πάμε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μάλιστα ή το ωραία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- καλά που…, ευτυχώς που…: «είχα μείνει χωρίς λεφτά και καλά που ’ρθε ο τάδε και γλίτωσα το ρεζίλεμα»·
- καλά που το μυρίστηκα, ευτυχώς που το προαισθάνθηκα, που το πρόβλεψα, που το υποπτεύθηκα, ιδίως κάτι κακό: «καλά που το μυρίστηκα πως θα γινόταν φασαρία και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: καλά που την ανθίστηκα τη μόρτικια τη φτιάξη και το μπεγλέρι στο τσαρδί το είχα μπουζουριάσει
- καλά σαράντα! βλ. λ. σαράντα·
- καλά σημάδια ή καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- καλά στερνά! βλ. λ. στερνό·
- καλά στέφανα! βλ. λ. στέφανο·
- καλά στεφανώματα! βλ. λ. στεφανώματα·
- καλά τέλη! βλ. λ. τέλος·
- καλά του ’κανες! έκφραση ικανοποίησης για τη δίκαιη τιμωρία ατόμου από κάποιον: «αφού ενοχλούσε όλον τον κόσμο, καλά του ’κανες και τον πλάκωσες στο ξύλο!». Συνήθως μετά τη φρ. ακούγονται διάφοροι χαρακτηρισμοί όπως του αλήτη, του παλιάνθρωπου (κ.ά.)·
- καλά τώρα! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «η κόρη του τάδε παντρεύεται τον τάδε εργοστασιάρχη. -Καλά τώρα, αυτή είναι κακάσχημη! || ο τάδε μου είπε πως θα χτίσει μια βίλα στη Χαλκιδική. -Καλά τώρα, αυτός με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»·  
- καλά Χριστούγεννα!  ειρωνική έκφραση σε κάποιον που, επιτέλους, μετά από καιρό αποφάσισε να ενδιαφερθεί για κάτι, που ή έχει ήδη τελειώσει ή έχει προχωρήσει αρκετά από κάποιον άλλον: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά, θα μου τη δώσετε; -Καλά Χριστούγεννα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ή το τώρα που ξύπνησες·
- καλέ άντε(ς)! α. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «αν μου δώσεις εκατό χιλιάδες σήμερα, σε μια βδομάδα θα σου επιστρέψω διακόσιες. -Καλέ άντες!». β. ειρωνικό πείραγμα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Συνήθως συνοδεύεται από τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω και πλάγια, με την παλάμη του ενός χεριού να κάνει μια περιστροφική κίνηση μπροστά στο πρόσωπο και την παλάμη του άλλου χεριού να ακουμπάει διπλωμένη πλάγια στη μέση, τρόπος με τον οποίο μιμούνται οι πούστηδες τις γυναίκες, ή συνοδεύεται από ένα ξεφώνημα που και αυτό μιμείται τη γυναίκα·
- καλέ, αφού δε φυσάει, γιατί κουνιέσαι; βλ. λ. κουνιέμαι·
- καλέ μου άνθρωπε! βλ. λ. άνθρωπος·
- καλέ σώπα! βλ. λ. σώπα·
- καλέ τι μας λες! ή καλέ τι μας λέτε! βλ. λ. λέω·
- καλές… (ακολουθεί χρονική ένδειξη, ώρα), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτό που συμβαίνει θα διαρκέσει, θα παραταθεί αρκετή ακόμη ώρα: «έτσι όπως δουλεύουμε, καλές εφτά θα τελειώσουμε || με την καθυστέρηση που είχαμε, καλές δέκα θα φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. καλά… και καλό(…)·
- καλές γιορτές! βλ. λ. γιορτή·
- καλές διακοπές! βλ. λ. διακοπή·
- καλές τέχνες, βλ. λ. τέχνη·
- καλή… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε με τόσο αργό ρυθμό, καλή Πρωτοχρονιά θα παραδώσουμε τη δουλειά»· 
- καλή ανάπαυση! βλ. λ. ανάπαυση·
- καλή Ανάσταση! βλ. λ. Ανάσταση·
- καλή ανάρρωση! βλ. λ. ανάρρωση·
- καλή αντάμωση! ή καλές αντάμωσες! βλ. λ. αντάμωση·
- καλή αρχή! βλ. λ. αρχή·
- καλή αρχή και καλό τέλος! βλ. λ. αρχή·
- καλή αυριανή! (ενν. ημέρα), βλ. λ. αυριανός·
- καλή βδομάδα! βλ. λ. βδομάδα·
- καλή διαμονή! βλ. λ. διαμονή·
- καλή διασκέδαση! βλ. λ. διασκέδαση·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών), βλ. λ. εξήγηση·
- καλή επιτυχία! βλ. λ. επιτυχία·
- καλή ευκολία! βλ. λ. ευκολία·
- καλή ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- καλή ησυχία! βλ. λ. ησυχία·
- καλή καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, βλ. λ. καρδιά·
- καλή κοινωνία! βλ. λ. κοινωνία·
- καλή κυρία! βλ. λ. κυρία·
- καλή λευτεριά! βλ. λ. λευτεριά·
- καλή μοίρα! βλ. λ. μοίρα·
- καλή όρεξη! βλ. λ. όρεξη·
- καλή παρηγοριά! βλ. λ. παρηγοριά·
- καλή πάστα, βλ. λ. πάστα·
- καλή πατρίδα! βλ. λ. πατρίδα·
- καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- καλή πράξη, βλ. λ. πράξη·
- καλή ’σαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλή Σαρακοστή! βλ. λ. σαρακοστή·
- καλή σου μέρα! βλ. λ. μέρα·
- καλή σου νύχτα! βλ. λ. νύχτα·
- καλή τη πίστει, βλ. λ. πίστη·
- καλή του ώρα! βλ. λ. ώρα·
- καλή τύχη! βλ. λ. τύχη·
- καλή φάση, βλ. λ. φάση·
- καλή φώτιση! βλ. λ. φώτιση·
- καλή χρονιά! βλ. λ. χρονιά·
- καλή χωσιά! βλ. λ. χωσιά·
- καλή ψαριά! βλ. λ. ψαριά·
- καλή ψυχή! βλ. λ. ψυχή·
- καλή ώρα σαν..., βλ. λ. ώρα·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), βλ. λ. ώρα·
- καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- καλό… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει , αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε μ’ αυτό το ρυθμό, καλό καλοκαίρι θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλά… και καλές… και καλή(…)·
- καλό ακούγεται, έκφραση με την οποία επικροτούμε αρχικά την πρόταση του συνομιλητή μας, χωρίς όμως να θεωρούμε δεδομένη την αποδοχή μας ή τη συμμετοχή μας: «με τα λεφτά που θα ρίξεις, αν θελήσεις να συνεταιριστείς μαζί μου, θα μπορέσουμε να κατακλείσουμε την αγορά με αυτό το είδος που έχει μεγάλη ζήτηση. -Καλό ακούγεται»· βλ. και φρ. ακούγεται καλά (κάποιος)·
- καλό, ε! έκφραση αυτοθαυμασμού, όταν θεωρούμε πως αυτό που είπαμε ήταν πολύ πετυχημένο, ή έκφραση με την οποία επιζητούμε την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας σε αυτό που είπαμε και που το θεωρούμε πολύ πετυχημένο·
- καλό αλλά λίγο, λέγεται για προσφορά που είναι ανεπαρκής ή μέτρια, ιδίως για φαγητό: «ότι φάγαμε ήταν καλό αλλά λίγο || σ’ άρεσε το φαγητό; -Καλό αλλά λίγο»·
- καλό βόλι! βλ. λ. βόλι·
- καλό βράδυ! βλ. λ. βράδυ·
- καλό δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλό είναι να υπάρχει, λέγεται για αγορά πράγματος, που μπορεί, όταν το αγοράζουμε, να μη μας είναι απαραίτητο, ενδέχεται όμως κάποτε να μας χρειαστεί: «πάρ’ το τώρα που το βρήκες σε καλή τιμή, γιατί καλό είναι να υπάρχει σ’ ένα σπίτι»·
- καλό ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- καλό και τούτο! βλ. φρ. καλό κι αυτό(!)·
- καλό καλοκαίρι! βλ. λ. καλοκαίρι·
- καλό κατευόδιο! βλ. λ. κατευόδιο·
- καλό κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- καλό κι αυτό! έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράλογο που μας ζητάει ή που μας λέει κάποιος: «θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη, καλό κι αυτό!»·
- καλό κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- καλό κουμάσι και του λόγου σου! βλ. λ. κουμάσι·
- καλό λέει! (γενικά) πάρα πολύ καλό: «ήταν καλό το φαγητό; -Καλό λέει! || ήταν καλό το έργο; -Καλό λέει!»·
- καλό μεσημέρι! βλ. λ. μεσημέρι·
- καλό μεσημέριασμα! βλ. λ. μεσημέριασμα·
- καλό μήνα! βλ. λ. μήνας·
- καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- καλό ξημέρωμα! βλ. λ. ξημέρωμα·
- καλό παιδί, βλ. λ. παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλό παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- καλό Πάσχα! βλ. λ. Πάσχα·
- καλό ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- καλό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- καλό στέριωμα! βλ. λ. στέριωμα·
- καλό ταξίδι! ή καλό σου ταξίδι! βλ. λ. ταξίδι·
- καλό τέλος! βλ. λ. τέλος·
- καλό τυχερό! βλ. λ. τυχερό·
- καλό υπόλοιπο! βλ. λ. υπόλοιπο·
- καλό φάρμακο, βλ. λ. φάρμακο·
- καλό χειμώνα! βλ. λ. χειμώνας·
- καλό χερικό, βλ. λ. χερικό·
- καλό(ν) ύπνο! βλ. λ. ύπνος·
- καλός αλλά λίγος, λέγεται για κάποιον που γενικά είναι ανεπαρκής, είναι μέτριος: «καλός είναι ο φίλος σου, αλλά λίγος || καλός μηχανικός αλλά λίγος || καλός συγγραφέας αλλά λίγος»·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός είναι και τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητά παράλογα, παράδοξα πράγματα: «θέλει τόσα λεφτά χωρίς να μου υπογράψει μια απόδειξη; Καλός είναι και τούτος!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά, σαν να ψάχνει ο ομιλών να δει κάποιον για να του δείξει, υποτίθεται, το άτομο στο οποίο αναφέρεται· βλ. και φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός είναι κι αυτός! λέγεται με δυσαρέσκεια για άτομο που δεν αποδείχτηκε καλό, που δεν αποδείχτηκε εντάξει: «καλά, όταν είχες ανάγκη δε σε βοήθησε ούτε ο φίλος σου; -Καλός είναι κι αυτός!»· βλ. και φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός είσαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλός κι άγιος, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι άγιος… (ακολουθεί κύριο όνομα) αλλά…, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι όσιος, βλ. λ. όσιος·
- καλός και τούτος! βλ. φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- καλός κι αυτός! βλ. φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός κύριος! βλ. λ. κύριος·
- καλός μαλάκας και του λόγου σου! βλ. λ. μαλάκας·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, βλ. λ. γάτα·
- καλός πολίτης! βλ. λ. πολίτης·
- καλού κακού, για κάθε πιθανή περίπτωση ή περίσταση, για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρα καλού κακού και το παλτό μαζί μου»·
- καλούς απογόνους! βλ. λ. απόγονος·
- καλούς κληρονόμους! βλ. λ. κληρονόμος·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε καλά, ενδιαφέρσου, ενεργοποιήσου, βρες τη λύση: «όσο μπορούσα να σε βοηθήσω σε βοήθησα, από δω και πέρα κάνε καλά». Πολλές φορές, άλλοτε μετά το ρ. της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακούγεται το εσύ·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλό, ενεργώ ευεργετικά στην υγεία, ωφελώ: «τα θαλάσσια μπάνια κάνουν καλό»· (γενικά) επενεργώ ευεργετικά: «αυτός ο άνθρωπος κάνει καλό σε όλους»·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: ρουλέτα είναι η ζωή και τσόχα η κοινωνία, άλλος την κάνει την καλή κι άλλος δεν έχει μία
- κάνω το καλό, ενεργώ ευεργετικά, επ’ ωφελεία: «όταν μπορώ, κάνω το καλό σ’ όποιον έχει ανάγκη». (Λαϊκό τραγούδι: χάρε μου, σε παρακαλώ, αν θέλεις, κάμε το καλό· ένα κορμί που λιώνει θ’ αναπάψεις – πια δε βαστώ, πια δε βαστώ
- κάνω τον καλό, προσποιούμαι τον καλό: «εμένα μη μου κάνεις τον καλό, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι»·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- κατά τ’ άλλα καλά, βλ. λ. άλλος·
- κάτσε καλά! α. (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) μη συμπεριφέρεσαι ανάρμοστα, άστοχα, μην κάνεις φασαρία, μην ατακτείς: «κάτσε καλά, γιατί θα φας ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουν ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά). Ακούστηκε πολύ ως σύνθημα κατά του υπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη στη διάρκεια των μαθητικών διαδηλώσεων κατά της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του στην Παιδεία: κάτσε καλά, κάτσε καλά, Γεράσιμε, Γεράσιμε, κάτσε καλά(!). β.(για πολλούς) κάτσετε καλά! (Λαϊκό τραγούδι: όμορφα τους μιλήσανε στο καπηλειό του Ντάλα – α! ρε μάγκες, κάτσετε καλά αχ, σαν τα παιδιά τα άλλα)·  
- κι εσύ και το καλό σου, απαξιωτική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι και με ό,τι άλλο καλό συνεπάγεται η επαφή μας μαζί του: «επειδή είσαι πλούσιος, έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να μας κάνεις ό,τι θέλεις, ε άντε λοιπόν κι εσύ και το καλό σου». (Δημοτικό τραγούδι: αχ παναθεμά σε, ξενιτιά, τζιβαέρι μου, κι εσύ και το καλό σου,σιγανά, σιγανά, σιγανά πατάω στη γη
- κι ο χορός καλά κρατεί, βλ. λ. χορός·
- κόβω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κοιμάται του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- κοίτα καλά, α. πρόσεχε, πρόσεξε: «κοίτα καλά, γιατί με τις παλιοπαρέες που έμπλεξες θα το φας το κεφάλι σου». β. έλεγξε προσεκτικά: «κοίτα καλά αν ξέχασα τα κλειδιά στο γραφείο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Νικολή, κοίτα καλά μη μας κάναν ζούλα το λουλά, μη μας πήραν το καλάμι κι απομείνουμε χαρμάνι
- κοίταξε καλά! απειλητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται με τρόπο που μας ενοχλεί ή μας θίγει: «κοίταξε καλά, γιατί αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε πετάξω έξω απ’ την τάξη! || κοίταξε καλά, γιατί αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!»·
- κρατήσου καλά! βλ. φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κρατιέμαι καλά, α. έχω πολλά χρήματα: «όσο κρατιέμαι καλά, δεν έχω την ανάγκη κανενός». β. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου: «παρ’ όλη την ηλικία μου κρατιέμαι καλά»·
- κρατιέσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον στον οποίο πρόκειται να του ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κάθεσαι καλά(;)·
- λέγε τα καλά να ’ρχονται καλά, ευχετική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα· βλ. και λ. καλομελετώ·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λίγα και καλά, βλ. λ. λίγος·
- λίγα λόγια και καλά, βλ. λ. λόγος·
- λίγα χρόνια και καλά, βλ. λ. χρόνος·
- μα καλά..., εισάγει έκφραση απορίας: «μα καλά, έχεις σκοπό να τα βάλεις μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο! || μα καλά, θα διαλύσεις την οικογένειά σου γι’ αυτή την παρδαλή;»·
- μα τι στο καλό! έκφραση έκπληξης ή απορίας για κάτι αρνητικό που διαρκεί: «μα τι στο καλό, πάλι όχι είπε! || μα τι στο καλό, ακόμη δεν ήρθε! || μα τι στο καλό, πάλι βρέχει! || μα το στο καλό, πάλι μεθυσμένος είσαι!»·
- με καλή παρέα και στην Κόλαση, βλ. λ. παρέα·
- με καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- με το καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με κάτι ή που έχει την πρόθεση να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάτι, ή σε κάποιον που μας αναφέρει πως σε λίγο καιρό περιμένει να εξελιχθεί κάτι επ’ ωφελεία του: «αύριο κάνω τα εγκαίνια του μαγαζιού μου. -Με το καλό! || σκέφτομαι να επεκτείνω τη δουλειά μου. -Με το καλό! || σ’ ένα μήνα απολύεται ο γιος μου απ’ το στρατό. -Με το καλό!». β. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας ανακοινώνει πως φεύγει για ταξίδι ή πως πρόκειται να ταξιδέψει: «φεύγω για Ρόδο και τρέχω να προλάβω τ’ αεροπλάνο. -Με το καλό! || την άλλη βδομάδα θα πάω στην Αθήνα για μια δουλειά. -Με το καλό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό, με ήπιο τρόπο, ήρεμα: «προσπάθησα να τον συμβουλέψω με το καλό, γιατί είναι πολύ νευρικό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: με το καλό δεν πιάνεσαι, με το κακό σε πήρα, με τα μυαλά που κυβερνάς, πάλι θα μείνεις χήρα
- με το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), λέγεται στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι ή πόδι, αν είμαστε δεξιόχειρες, ή το αριστερό χέρι ή πόδι, αν είμαστε αριστερόχειρες: «σημάδεψα προσεκτικά κι έριξα την πέτρα με το καλό μου || έστησα την μπάλα και την κλότσησα με το καλό μου»·
- με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι ή για μακροχρόνια απουσία: «πήγαινε τώρα στο στρατό να υπηρετήσεις τη θητεία σου και με το καλό να γυρίσεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να μας μπει και με το καλό να μας βγει, ευχή με διάθεση αστεϊσμού που ανταλλάσσουν δυο άτομα μεταξύ του την πρωτοχρονιά ή την πρώτη του μηνός, με την έννοια ο χρόνος ή ο μήνας που μπαίνει να περάσει χωρίς προβλήματα·
- με το καλό να πας! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που έχει την πρόθεση να αναχωρήσει για κάπου: «όταν τελειώσω το στρατιωτικό μου, θα πάω στη Γερμανία να συνεχίσω τις σπουδές μου. -Με το καλό να πας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι. Πρβλ.: σαν πας στην Καλαμάτα και ’ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντίλι να δέσω στο λαιμό (Δημοτικό τραγούδι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- μήπως δε βλέπω καλά; βλ. φρ. βλέπω καλά(;)·
- μια και καλή, α. οριστικά, τελειωτικά: «θέλω να ξεμπερδεύω μια και καλή μαζί σου». (Τραγούδι: κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη μια και καλή θα σε ξεγράψω). β. (για ενέργεια) με μια προσπάθεια, σε μια προσπάθεια: «έριξε στο στόχο του και πέτυχε μια και καλή». γ. συνεχόμενα, όχι τμηματικά: «σήκωσε το ποτήρι του κι ήπιε μια και καλή το ουίσκι»· βλ. και φρ. μια κι έξω, λ. έξω·
- μιλώ καλά; βλ. φρ. τα λέω καλά (;)·
- μόνο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- μου βγήκε σε καλό, η επιλογή που έκανα εξελίχθηκε υπέρ εμού, επ’ ωφελεία μου: «πήρα μέρος στο συνεταιρισμό τους με μισή καρδιά, αλλά στο τέλος μου βγήκε σε καλό, γιατί η δουλειά πήγε περίφημα»·
- μπα σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.) έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι αρνητικό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον ή από κάτι, και που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο: «μπα σε καλό μου, πώς κάνω τέτοια λάθη! || μπα σε καλό σου, πάλι μεθυσμένος είσαι! || μπα σε καλό του, πάλι έμεινε χωρίς λεφτά! || μπα σε καλό σου, πάλι εσύ θα πληρώσεις! || μπα σε καλό του, πάλι έχει δυνατά την τηλεόρασή του!»· βλ. και φρ. σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ)·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την αρνητική μας στάση ή τοποθέτηση για κάποιον ή για κάτι: «αν δε φέρνεις αντιρρήσεις σ’ αυτό που σου λέει, δε θα σ’ αφήσει ποτέ αβοήθητο. -Να λείπει κι αυτός και το καλό του, που θα χάσω την ανεξαρτησία μου || αν δεν έχεις λεφτά, θα σ’ αγοράσω εγώ τ’ αυτοκίνητο. -Να λείπει κι αυτό το καλό του, γιατί δε θέλω να σκοτωθώ»·
- ναι καλά! βλ. φρ. καλά τώρα(!)·
- να μη δεις καλό, είδος κατάρας, με την έννοια να μην προκόψεις στη ζωή σου·
- … νάν’ καλά, ευχετική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι που μας βοηθάει, μας συμπαραστέκεται ή μας κάνει χαρούμενους ή ευτυχισμένους για κάτι: «αγόρασε ό,τι θέλεις, κούκλα μου, τα λεφτά νάν’ καλά || η υγεία νάν’ καλά κι από λεφτά δουλεύεις και τ΄ αποκτάς || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, νάν’ καλά ο φίλος του που τον περιμάζεψε». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε βλάμισσα καλά, το πορτοφόλι νάν’ καλά, στα μπουζούκια σ’ έχω φέρει για να σπάσουμε νταλγκά
- να πας στο καλό! α. ευχετική έκφραση κατά την αναχώρηση κάποιου: «αφού ήρθε η ώρα να φύγεις, να πας στο καλό!». (Λαϊκό τραγούδι: μες στα μάτια κοίταξέ με τελευταία πια φορά. Στο καλό να πας, καλή μου, πάντα να περνάς καλά). β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας λέει πως θα φύγει, και μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του·
- να ’σαι καλά! α. φιλοφρονητική απάντηση στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος ύστερα από την εξυπηρέτηση που του κάναμε. β. ευχή σε κάποιον για υγεία. (Λαϊκό τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά
- να ’σαι καλά που…, α. έκφραση με την οποία επιβραβεύουμε την κίνηση ή την ενέργεια κάποιου, με την έννοια ευτυχώς που…: «να ’σαι καλά που με βοήθησες, γιατί αλλιώς δε θα τη γλίτωνα τη φυλακή». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «έμαθα πως ήσουν άρρωστος. -Να ’σαι καλά που ήρθες και με είδες!»·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, βλ. λ. βελέντζα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- ναι και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά·
- ντε και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλεις ντε καλά σώνει να πεθάνει δηλαδή
- ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του, βλ. λ. ξεμπερδεύω·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξεσήκωσε τα καλά (του τάδε), βλ. φρ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- ο αχ καλέ, βλ. λ. αχ·
- ο δρόμος του καλού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός πάντα το καλό, βλ. λ. Θεός·
- ο καλός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ο καλός καλό δεν έχει, τον έντιμο άνθρωπο δεν τον αφήνουν να προκόψει στη ζωή του: «κοίτα να συμπεριφερθείς ανάλογα σ’ αυτούς που σ’ εχθρεύονται, γιατί ο καλός καλό δεν έχει». (Λαϊκό τραγούδι: ο καλός, ο καλός καλό δεν έχει, μόνος στο σκοτάδι τρέχει. Της καρδιάς, της καρδιάς του το χρυσάφι, το πουλάνε στο σαράφη
- ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται, βλ. λ. καραβοκύρης·
- ο καλός κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο καλός ο γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό σου πιο καλός, βλ. λ. γείτονας·
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, βλ. λ. καπετάνιος·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο καλός σου, αναφέρεται μειωτικά για κάποιον του οποίου το όνομα ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε: «ήρθε πρωί πρωί ο καλός σου και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, βλ. λ. ποντικός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- οι παλιές καλές μέρες! βλ. λ. μέρα·
- όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. λ. όλος·
- όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ. λ. όλος·
- όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα τα καλά εκείνα που σου τάζει
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- όλο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. ψωριάρης·
- όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όταν με το καλό…, δηλώνει τον ερχομό κάποιας περιόδου που θα έρθει φυσιολογικά: «όταν με το καλό τελειώσεις το Λύκειο, θα σε στείλω για σπουδές στο εξωτερικό». Ακούγεται και σε περίπτωση θανάτου: «όταν με το καλό πεθάνω, όλη η περιουσία μου θα γίνει δική σου», δηλ. όταν πεθάνω φυσιολογικά, πλήρης ημερών·
- όψη, θρέψη καλή, βλ. λ. όψη·
- πάει καλά! α. δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή των λόγων κάποιου: «αφού λες πως σε μια βδομάδα θα μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, πάει καλά!». β. έκφραση που δηλώνει δυσφορία και αφήνει υπονοούμενο για περαιτέρω δυσμενή εξέλιξη: «δε θέλεις να μου πληρώσεις αυτά που μου χρωστάς; Πάει καλά!»·
- πάει καλά, (για ασθενείς) η υγεία του εξελίσσεται ομαλά, βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης: «πήγα στο νοσοκομείο να δω το φίλο μου και διαπίστωσα πως πάει καλά»· βλ. και φρ. πάμε καλά·
- πάει καλά; α. έχει σώας τας φρένας του; είναι καλά στα μυαλά του (;): «πάει καλά, ο άνθρωπος, που θέλει να πάει με τα πόδια στην Αθήνα;». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φίλε, τι ώρα έχεις; -Δώδεκα. -Πάει καλά;»· βλ. και φρ. πας καλά(;)·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- πάλι καλά που…, α. έκφραση ανακούφισης ή ικανοποίησης, που δηλώνει πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει χειρότερα από ό,τι έγιναν: «τρακάραμε μ’ ένα αυτοκίνητο που ερχόταν απ’ την αντίθεση κατεύθυνση, αλλά πάλι καλά που δε σκοτωθήκαμε». β. δηλώνει και ειρωνεία: «δηλαδή, αν δε συμφωνήσεις μ’ αυτά που γράφονται στο συμβόλαιο, δε θα το υπογράψεις; -Πάλι καλά που το κατάλαβες»·
- πάμε καλά, ικανοποιητική διαπίστωση για την πορεία εργασίας, διαδικασίας, υπόθεσης ή γενικά των πραγμάτων που μπορούν να απασχολούν έναν άνθρωπο. Γνωστή και η φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή έξω πάμε καλά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. πάει καλά·
- πάντα καλά, ευχή σε άτομο, που στην ερώτηση πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, απαντάει καλά·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πας καλά; α. έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά που πιστεύεις πως αν πέσεις απ’ τον έβδομο όροφο δε θα πάθεις τίποτα; || πας καλά που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου, θέλεις να σου πληρώσω ένα εκατομμύριο;». Μερικές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φιλαράκι, τι ώρα έχεις; -Δέκα. -Πας καλά;». Συνών. πας σωστά(;)· βλ. και φρ. πάει καλά (;)· 
- πας καλά με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πατώ καλά, βλ. φρ. πατώ γερά, λ. γερός·
- πάω καλά, η υγεία μου, τα οικονομικά μου και γενικά η ζωή μου εξελίσσεται καλά, ομαλά: «κάποτε είχα προβλήματα, αλλά τώρα πάω καλά»·
- πάω καλά; α. είναι σωστή η πορεία, η κατεύθυνσή μου, είναι σωστός ο δρόμος που ακολουθώ για να φτάσω στον προορισμό μου(;): «πάω καλά για το Λευκό Πύργο;». β. είναι σωστός, είναι ενδεδειγμένος ο τρόπος με τον οποίο ενεργώ για να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που ξέρεις, πάω καλά για να πάρω το δάνειο ή μήπως χρειάζεται να κάνω κάτι διαφορετικό;»·
- περνώ καλά ή την περνώ καλά, ζω καλά, ευχάριστα: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου, γιατί περνώ καλά». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοιον άντρα έχω βρει, μάνα μ’, να με παντρευτεί και θα την περνώ καλά μες τα χάδια τα πολλά
- περνώ στο καλό, βλ. φρ. περνώ στο καθαρό, λ. καθαρός·
- περπατώ καλά, συμπεριφέρομαι σωστά, έντιμα: «μάθε να περπατάς καλά, αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου το αποδείξει πως περπάτησε καλά, όσο και να είμαι ιππότης θα τιμωρηθεί σκληρά
- περπατώ καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγαινε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή, πλουτίζω, ιδίως ανέλπιστα ή ραγδαία, εκμεταλλευόμενος διάφορες ευνοϊκές καταστάσεις: «μόλις βγήκε το κόμμα του, με δυο τρεις καλές δουλειές που πήρε, έπιασε την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου· πήγα να πιάσω την καλή κι έμεινα ρέστος και ταπί κι έχασα τα λεφτά μου
- πιαστήκαμε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκαν για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- ποιο καλό; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι μας προέκυψε κάτι καλό: «αφού τον βοήθησες όλο και κάτι καλό θα έκανε για σένα. -Ποιο καλό; Ούτε τα ναύλα δε μου ’δωσε για να γυρίσω πίσω»·
- ποιο το καλό; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν είχαμε την ανάλογη ευνοϊκή αντιμετώπιση την οποία περιμέναμε ή απαιτούσαμε από κάποιον: «εγώ έγινα θυσία να τον εξυπηρετήσω και ποιο το καλό; Όταν ζήτησα κάποτε τη βοήθειά του έκανε πως δε μας ήξερε»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- πότε με το καλό; έκφραση ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο χρόνο, όταν μας αναγγέλλει κάποιος αόριστα πως θα επιχειρήσει κάτι ή πως περιμένει να του συμβεί κάποιο ευχάριστο γεγονός: «σκοπεύω να παντρευτώ. -Πότε με το καλό; || σκοπεύω ν’ ανοίξω ένα μπαράκι. -Πότε με το καλό; || σήμερα μου τηλεφώνησε ο γιος μου πως θα ’ρθει απ’ το εξωτερικό. -Πότε με το καλό;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο καλό είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, αλλά δε γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο καλό είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω απ’ το μεσημέρι! || πού στο καλό είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο καλό ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε στη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο καλό ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο καλό πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο καλό πήγε ο χαρτοφύλακάς μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο καλό πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο καλό πήγες και σε ψάχνω απ’ το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- πώς στο καλό! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο καλό ζουν μέσα σε τόση φτώχεια!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο καλό έδειρε αυτόν τον άντρακλα!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς την ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στον κόρακα(!)·
- ρε, κανένας (κάνας) καλόοοος! επιφωνηματική έκφραση ή έκφραση απελπισίας στην περίπτωση που αντιμετωπίζει κάποιος συνεχώς άτομα που συμπεριφέρονται παράλογα ή που δε συμπεριφέρονται με τιμιότητα·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- σαν δε μας τα λες καλά! ή σαν να μη μας τα λες καλά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου. Λέγεται και με κάποια ειρωνική διάθεση: «μου φαίνεται σαν να μη μας τα λες καλά, γιατί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τάδε, τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά»·
- σαν καλά (να) μ’ ακούγεται! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχικά μας  ικανοποιεί, μας ενδιαφέρει αυτό που μας λέει, που μας προτείνει κάποιος, γιατί έχουμε την εντύπωση πως θα εξελιχθεί προς όφελός μας: «για πες μου περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί σαν καλά μ’ ακούγεται!»·
- σαν καλά (να) μας τα λες! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχίζουμε να αποδεχόμαστε, να συμφωνούμε με τα λεγόμενα κάποιου, που αρχικά είχαμε αμφιβολίες ή δισταγμούς: «τώρα που το καλοσκέφτομαι, έχω την εντύπωση πως σαν καλά μας τα λες!»·
- σαν τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- σε καλή μεριά! βλ. λ. μεριά·
- σε καλή τιμή, βλ. λ. τιμή·
- σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.), α. έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που κάναμε, ενώ δεν έπρεπε ή δε θέλαμε να το κάνουμε: «σε καλό μου, πώς μπόρεσα κι αντιμίλησα στον πατέρα μου! || σε καλό σου, ήταν διαγωγή αυτή! || πώς σε καλό του, είπε τέτοιο λόγο για σένα!». (Λαϊκό τραγούδι: σε καλό μου, Παναγιά μου, πούλησα τον μπαγλαμά μου). β. έκφραση που δηλώνει ευχάριστη έκπληξη για κάτι που λέμε ή μας λένε και που το θεωρούμε ευχάριστο, διασκεδαστικό ή ευρηματικό. γ. ευχετική έκφραση από εμάς τους ίδιους για τον εαυτό μας, επειδή φταρνιστήκαμε, ή σε άτομο που φταρνίστηκε, με την έννοια να έχουμε καλή υγεία, γιατί το φτάρνισμα θεωρείται πρόδρομος κρυολογήματος. Παλαιότερα όμως η ευχετική αυτή έκφραση δινόταν και για το λόγο ότι επικρατούσε η αντίληψη πως κατά τη διάρκεια του φταρνίσματος έβγαιναν ή έμπαιναν διάφορα κακοποιά πνεύματα στον άνθρωπο που είτε με τον ένα τρόπο (βγαίνοντας) είτε με τον άλλο (μπαίνοντας) θα του έκαναν κακό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα. Συνών. γεια μου! (σου! του! της!) / γείτσες(!)·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- σε καλό να μου βγει!  α. ευχή που δίνει κάποιος στον εαυτό του, όταν αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις, που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται διφορούμενα σημάδια. Τέτοιες καταστάσεις που επιδέχονται ευχετική παρέμβαση εκ μέρους μας είναι: όταν μας τρώει (= φαγουρίζει) η δεξιά μας παλάμη, γιατί υπάρχει η αντίληψη, πως θα δώσουμε λεφτά ή πως θα φάμε ξύλο· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη. β.  όταν παίζει το ματοτσίνορό μας, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα δούμε κάποιο άτομο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να δούμε άτομο που είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). γ. όταν φταρνιζόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας θυμάται (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι το άτομο που μας θυμάται να είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). δ. όταν βουίζει το αριστερό μας αφτί, γιατί η αντίληψη είναι πως θα ακούσουμε κάτι κακό· βλ. και φρ. ποιο αφτί μου βουίζει; λ αφτί. ε. όταν μας φαγουρίζει η μύτη ή όταν χασμουριόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας κακομελετάει. στ. όταν γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα μας προκύψει μια μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ., θα μας βγει ξινό το γέλιο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου·
- σε καλό σου! ή στο καλό σου! α. έκφραση συμπάθειας σε άτομο που μας διασκεδάζει με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, πάλι μ’ έκανες και γέλασα!». β. έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που μας ενοχλεί συστηματικά με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το μπα·
- σκέψου καλά! ή σκέψου το καλά! (προειδοποιητικά ή συμβουλευτικά) πρόσεξε πολύ, πριν αποφασίσεις: «σκέψου καλά, πριν κάνεις αυτόν το συνεταιρισμό μαζί του! || σκέψου το καλά, πριν πάρεις την απόφαση να διακόψεις τις σπουδές σου»· βλ. και φρ. μπα σε καλό σου(!)·
- στα καλά, απόλυτα, εντελώς, τελείως: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος μάλωσαν στα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: στη Δραπετσώνα θα ’ρθω ένα βραδάκι και θα μεθύσω με ούζα στα καλά, θα τραγουδήσω ν’ ακούσεις τι μεράκι τι πόνο έχω για σένα στην καρδιά)· βλ. και φρ. για τα καλά·
- στα καλά καθούμενα ή στα καλά του καθούμενου ή στα καλά του καθουμένου ή στα καλά των καθουμένων, α. εντελώς αναπάντεχα, εντελώς απρόβλεπτα: «κι εκεί που ήμασταν ξαπλαρωμένοι στην αμμουδιά και κάναμε ηλιοθεραπεία, στα καλά καθούμενα μαύρισε ο ουρανός κι άρχισε να βρέχει!». β. χωρίς σοβαρή αφορμή, χωρίς σοβαρό λόγο: «ήρθε στα καλά καθούμενα κι άρχισε να φωνάζει και να μας απειλεί πως θα μας δείρει». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ’φταιξα αχ, Γιάννη μου, τη στάμνα να μου σπάσεις και στα καλά καθούμενα φωτιά να μου ανάψεις)· βλ. και λ. καθούμενος·
- στέκει καλά ή στέκεται καλά, είναι καλά στην υγεία του ή βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «παρ’ όλα τα χρόνια του στέκεται καλά || είχε κάτι δυσκολίες στη δουλειά του, αλλά τώρα στέκεται πάλι καλά»·
- στην αναβροχιά καλό (είν’) και το χαλάζι, βλ. λ. αναβροχιά·
- στο καλό! α. ευχή ως απάντηση στο αντίο που μας λέει κάποιο άτομο τη στιγμή που φεύγει, και συνοδεύεται από διάφορες χειρονομίες. Ιδιαίτερα, όταν αυτός που φεύγει, ιδίως για ταξίδι, και έχει ήδη απομακρυνθεί, τότε ακολουθούν χειρονομίες, όπως ανέμισμα μαντιλιού στον αέρα, σήκωμα της παλάμης που κινείται ρυθμικά δεξιά αριστερά σκίζοντας με τις κόψεις της τον αέρα ή σήκωμα της παλάμης με τα δάχτυλα να κινούνται αλλεπάλληλα όλα μαζί ή με τα δάχτυλα (δείκτη και μεσαίο) να σχηματίζουν V, που είναι το σήμα της νίκης. (Λαϊκό τραγούδι: στο καλό καημέ μου πικρέ κι αγαπημένε, και μην κλάψεις για μένα ποτέ, οι άντρες δεν κλαίνε, δεν κλαίνε). β. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας είναι ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. (Λαϊκό τραγούδι: αν θες να φύγεις, στο καλό,εγώ δε σε κρατάω, για μένα κάποιος θα βρεθεί, χαμένος δε θα πάω // μη χτυπιέσαι και κάνεις σαν τρελή· έφυγε και πάει το πουλί· δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, φύγε, στρίψε, και άντε στο καλό
- στο καλό και με τη νίκη! βλ. λ. νίκη·
- στο καλό και να μας γράφεις! α. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας ήταν ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. β. αποχαιρετισμός με διάθεση αστεϊσμού, από τη στιγμή που, το άτομο που φεύγει, δεν πάει μακριά ή που θα το ξαναδούμε σε σύντομο χρονικό διάστημα·
- στο καλό κι απ’ το πεζοδρόμιο! βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- στο λέω για καλό σου, σε προειδοποιώ για το συμφέρον σου: «πάψε να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, στο λέω για καλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορίτσι ανήλικο, στο λέω για καλό σου και βάλτο στο μυαλό σου· φωτιά μου βάζεις στην καρδιά κι είμαι πατέρας με παιδιά
- στον παλιό καλό καιρό! βλ. λ. καιρός·
- σύρε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- σώνει και καλά, με το ζόρι, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «ήρθε πρωί πρωί και σώνει και καλά ήθελε να του δώσω δανεικά». Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά του ενός χεριού να χτυπάει ρυθμικά μέσα στην ανοιχτή παλάμη του άλλου χεριού. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πονηροί μου κάναν μπλόκο στης γκόμενας το μαχαλά και μου πουλάγαν νταηλίκι να φύγω σώνει και καλά
- τα καλά και συμφέροντα, βλ. λ. συμφέρον·
- τα καλά κόποις κτώνται, βλ. λ. κόπος·
- τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, βλ. λ. Γιάννης·
- τα καλά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- τα λέω καλά; έκφραση με την οποία κλείνει ο ομιλητής την κουβέντα του, σαν να ζητάει από το συνομιλητή του να επιβεβαιώσει την ορθότητα των λόγων του: «κάνε τα πάντα να χωρίσεις την κόρη σου απ’ αυτόν τον αλήτη, γιατί, έτσι πωρωμένος που είναι, θα τη βγάλει στο καλντερίμι. Τα λέω καλά;»·
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- τα πάμε καλά, οι σχέσεις μας είναι αρμονικές: «δεν έχω κανένα παράπονο απ’ το συνέταιρό μου, γιατί απ’ την αρχή του συνεταιρισμού μας τα πάμε καλά»·
- τα πάω καλά με…, έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι καλό παιδί || τα πάω καλά με το ποτό κι αν δεν πιω το βράδυ τα ουισκάκια μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ»·
- τα πήγε καλά, αντεπεξήλθε με επιτυχία σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή ενέργειά του ή σε κάτι που του αναθέσαμε να διεκπεραιώσει: «τα πήγε καλά με την καινούρια του δουλειά || τα πήγε καλά στις εξετάσεις που έδωσε || τα πήγε καλά με την υπόθεση που του ανέθεσα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα ’χουμε καλά, βλ. φρ. τα πάμε καλά·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
- την έπαθα για καλά ή την έπαθα για τα καλά, βλ. φρ. την πάτησα για καλά. (Λαϊκό τραγούδι: φοβάμαι μήπως τηνε πάθω για καλά, κι απ’ την αγάπη μη μου στρίψουν τα μυαλά 
- την πάτησα για καλά ή την πάτησα για τα καλά, α. έπαθα ολοκληρωτική καταστροφή, βρίσκομαι σε αδιέξοδο: «μπλέχτηκα με δουλειά που δεν την ήξερα και την πάτησα για τα καλά». β. ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την πάτησα για τα καλά μαζί της»·
- την ποτίζω καλά, βλ. λ. ποτίζω·
- την ταΐζω καλά, βλ. λ. ταΐζω·
- τι καλά! έκφραση ικανοποίησης για κάτι που μας είναι πολύ αρεστό: «θα είναι και ο τάδε το βράδυ στην παρέα μας. -Τι καλά! || μου είπε ο τάδε να σου δώσω αυτό το ποσό. -Τι καλά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το αχ·
- τι καλά, καλάθια! βλ. λ. καλάθι·
- τι καλά, καλάμια! βλ. λ. καλάμι·
- τι λες καλέ! βλ. λ. λέω·
- τι στο καλό! α. έκφραση που δηλώνει εκνευρισμό ή δυσφορία: «τι στο καλό θέλει τέτοια ώρα μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να κάνει κάτι που θεωρούμε πως του είναι εύκολο ή όταν θέλουμε να του δώσουμε θάρρος να κάνει κάτι που θέλει αλλά διστάζει: «τι στο καλό, δεν μπορείς να πηδήξεις αυτό το μικρό χαντάκι! || εσύ έχεις κάνει τόσα και τόσα και τώρα, τι στο καλό, κωλώνεις σ’ αυτό το τιποτένιο!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο καλό έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο καλό έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο καλό έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο καλό έγινες τώρα που σε χρειάζομαι!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!) ·
- τι στο καλό έπαθε; α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη συμπεριφορά κάποιου ατόμου, που, πολλές φορές, μας είναι ακατανόητη: «τι στο καλό έπαθε ο τάδε και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο;». β. (για μηχανήματα) έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κακή λειτουργία ή για βλάβη, που, πολλές φορές, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «τι στο καλό έπαθε και σβήνει κάθε τόσο η μηχανή;»·
- τι στο καλό ήθελα και… ή τι στο καλό ήθελα να…, έκφραση με την οποία δείχνουμε  πως μετανιώσαμε γι’ αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «τι στο καλό ήθελα να μιλήσω και παρεξηγήθηκα! || τι στο καλό ήθελα να τον φωνάξω στην παρέα μας, αφού ήξερα πως είναι καβγατζής! || τι στο καλό ήθελα και πήγα, αφού ήμουν σίγουρος πως δε θα περνούσα καλά!»·
- τι στο καλό θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο καλό θέλει πρωί πρωί». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο καλό κάνεις! επιφωνηματική έκφραση απορίας σε κάποιον που ασχολείται με πράγματα που είναι έξω από τις οδηγίες μας ή από την ορθή διαδικασία. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης·
- το δέκα το καλό, βλ. λ. δέκα·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το δύο το καλό, βλ. λ. δύο·
- το καλό είναι που… ή το καλό είναι πως… ή το καλό είναι ότι, α. το ευχάριστο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση είναι που…, είναι πως…, είναι ότι: «το καλό είναι που, ενώ ο καιρός ήταν χάλια, ξαφνικά άρχισε ν’ ανοίγει || το καλό είναι πως μια τυχαία συνάντηση εξελίχθηκε σε μεγάλη φιλία || το καλό είναι ότι, κάθε φορά που συναντάω τον τάδε, διασκεδάζω αφάνταστα». β. λέγεται και με αρνητική ή ειρωνική διάθεση: «το καλό είναι ότι, αντί να μου επιστρέψει τα λεφτά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), το δεξί χέρι ή πόδι του δεξιόχειρα ή το αριστερό χέρι ή πόδι του αριστερόχειρα: «σήκωσα το καλό μου και του άστραψα μια μπάτσα || σήκωσα το καλό μου και του κοπάνησα μια κλοτσιά»·
- το καλό να λέγεται, α. πρέπει να παραδεχόμαστε κάτι που είναι καλό, που έχει αξία: «τ’ αυτοκίνητό σου είναι πολύ πιο καλό απ’ το δικό μου, το καλό να λέγεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που τρώμε κάποιο πολύ νόστιμο φαγητό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. το σωστό να λέγεται, λ. σωστός κ. το ωραίο να λέγεται, λ. ωραίος·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το καλό που σου θέλω, α. έκφραση με την οποία προειδοποιούμε κάποιον από ενδιαφέρον να προσέχει τις ενέργειές του: «το καλό που σου θέλω, μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». β. απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να αλλάξει τακτική απέναντί μας, γιατί θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του: «το καλό που σου θέλω, πάψε να ενοχλείς την κόρη μου, γιατί θα σε σαπίσω στο ξύλο»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δεν το χωρίζουν, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, βλ. λ. όνομα·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, βλ. λ. πόδι·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πράγμα·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- το ’μαθε καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ’μαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), βλ. λ. μοναστήρι·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το ’χω για καλό ή το ’χω σε καλό, θεωρώ πως είναι καλόςοιωνός κάτι: «το ’χω για καλό όταν δω στον ουρανό να πετάει άσπρο περιστέρι»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έκανα καλά, τον θεράπευσα: «γύρισε σ’ ένα σωρό γιατρούς και μόνο εγώ μπόρεσα και τον έκανα καλά»· βλ. και φρ. τον κάνω καλά·
- τον έμαθα απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον έμαθα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έπιασα με το καλό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό·
- τον κάνω καλά, τον τιθασεύω, τον υποτάσσω, τον νικώ, του επιβάλλομαι: «είναι τόσο άτακτος, που μόνο εσύ μπορείς να τον κάνεις καλά || τον κάνω καλά και μ’ ένα χέρι»· βλ. και φρ. τον έκανα καλά·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, γνωρίζω καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική πλευρά: «έλα σε μένα να σου πω τι καπνό φουμάρει αυτός ο τύπος, γιατί τον ξέρω απ’ την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο μου κάνανε πολλές για μάνα και πατέρα, μα ’γω σας ξέρω απ’ την καλή και μην κουράζεσαι, κι εσύ που μας ορκίζεσαι, θα φύγεις κάποια μέρα). Αναφορά  στην εξωτερική πλευρά του υφάσματος·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, γνωρίζω πάρα πολύ καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική του πλευρά: «πάμε να ρωτήσουμε τον τάδε γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον ξέρει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη». Αναφορά στην εξωτερική και τη μέσα πλευρά του υφάσματος·
- τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα με το καλό, του συμπεριφέρθηκα με ήπιο, με ευγενικό τρόπο: «τον πήρα με το καλό κι άρχισα να τον συμβουλεύω»·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, δοκίμασα όλες τις τακτικές, όλους τους τρόπους: «τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, αλλά αυτός δεν έλεγε ν’ αλλάξει γνώμη»·
- τον στόλισε για τα καλά, τον καθύβρισε: «τον τσάκωσε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά του και τον στόλισε για τα καλά»·
- τόσο καλά! α. θαυμαστική έκφραση σε κάποιον που μας διηγείται αναλυτικά κάποια επιτυχία του ή ευτυχισμένη στιγμή του: «έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι και στο τέλος ένας ένας ήρθαν και μου σφίξανε το χέρι. -Τόσο καλά! || δε θα ξαναπεράσω τόσο όμορφο καλοκαίρι, όπως πέρασα φέτος μ’ αυτή τη γυναίκα. -Τόσο καλά!». β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει αναλυτικά κάποια αποτυχία ή δυστυχία του: «πλημμύρισε το υπόγειο, έγινε βραχυκύκλωμα απ’ τα νερά κι όσες παραγγελίες έστειλα μου τις επέστρεψαν ως απαράδεκτες. -Τόσο καλά!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, βλ. λ. Αβραάμ·
- του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- του ’στριψε για καλά ή του ’στριψε για τα καλά, συμπεριφέρεται εντελώς παράλογα, τρελάθηκε οριστικά: «απ’ τη μέρα που του ’στριψε για καλά, δεν ξέρουμε πώς να του συμπεριφερθούμε || του ’στριψε για τα καλά και τον έκλεισαν στο τρελάδικο»·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές, του μίλησα ντόμπρα και σταράτα ή με συμβουλευτική ή ελεγκτική διάθεση: «τον κάλεσα στο γραφείο μου και του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, για να μην έχει ψευδαισθήσεις». Αναφορά στην εξωτερική και μέσα πλευρά του υφάσματος·
- του τα ’πα μια και καλή, του μίλησα αυστηρά και εφ’ όλης της ύλης: «του τα ’πα μια και καλή για να μην επανέρχομαι στο ίδιο θέμα»·
- του τα ’ψαλα απ’ την καλή, τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «του τα ’ψαλα απ’ την καλή μήπως και βάλει μυαλό, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τράβα στο καλό! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια, δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο, και τράβα στο καλό
- τρώω καλά, α. έχω συνέχεια ερωτικές κατακτήσεις και απολαμβάνω το σεξ: «έχω μπει σε μια παρέα από γυναίκες και τρώω καλά». β. αποκομίζω αρκετά κέρδη από μια δουλειά, από μια επιχείρηση: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και τρώει καλά»·
- τσακώνω την καλή ή την τσακώνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: θα ρίξω πάλι μια ζαριά, ίσως τα οικονομήσω, ή θα τσακώσω την καλή ή όλα θα τ’ αφήσω
- των αγίων τα καλά, βλ. λ. άγιος·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει, με καλοσύνη: «όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, μόνο ο τάδε μου φέρθηκε καλά». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά,πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια
- φέρομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- φορώ τα καλά μου, φορώ τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή φορώ τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία». (Τραγούδι: του παραδείσου τα παιδιά πίνουν τα βράδια τσικουδιά φοράνε τα καλά τους. Ρίχνουν ευχές, ρίχνουν φωνές σε συνειδήσεις ταπεινές του μήκους και του πλάτους
- χαίρω καλής φήμης, βλ. λ. φήμη·
- χειρονομία καλής θελήσεως, βλ. λ. χειρονομία·
- χίλιοι καλοί χωράνε, βλ. λ. χίλιοι·
- χρόνια καλά! βλ. λ. χρόνος·
- ώρα καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος.

καλούπι

καλούπι, το, ουσ. [<τουρκ. kalip <αραβ. qālip <ελλην. καλάπους], το καλούπι. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι, (για πρόσωπα ή πράγματα) μοιάζουν απόλυτα μεταξύ τους: «δεν είναι αδέρφια, κι όμως δείχνουν σαν να βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι || δυο διαφορετικές μάρκες αυτοκινήτων, κι όμως, όταν τα βλέπεις από μακριά, νομίζεις πως βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι»·
- βρίσκεται στα καλούπια (κάτι), βλ. φρ. είναι στα καλούπια (κάτι)·
- δεν μπαίνω σε καλούπι ή δεν μπαίνω σε καλούπια, είμαι άτομο που δεν μπορεί κανείς να περιορίσει τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή έκφρασής μου: «είναι τόσο ατίθασο πλάσμα, που και στη δικτατορία δεν μπήκε σε καλούπια»·
- είναι απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. φρ. βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι·
- είναι κομμένοι απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. φρ. βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι·
- είναι στα καλούπια (κάτι), μόλις ξεκινάει, μόλις αρχίζει να πραγματοποιείται, να κατασκευάζεται κάτι: «δεν ξέρω αν θα πάει καλά η δουλειά, γιατί είναι ακόμη στα καλούπια || το σπίτι είναι ακόμη στα καλούπια». Συνών. είναι στα σκαριά (κάτι)·
- έχω στα καλούπια (κάτι), σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω κάτι, έχω στα σκαριά: «έχω στα καλούπια μια δουλειά, αλλά δεν ξέρω πώς να την ξεκινήσω, γιατί δεν υπάρχει το χρήμα». Συνών. έχω στα σκαριά (κάτι)·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι μοναδικός σε ομορφιά ή σε ικανότητα να κάνει κάτι ή είναι μοναδικό στο είδος του: «έχει μια κόρη αυτός που βλέπεις που, μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι || είναι τόσο καλός μηχανικός, που μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι || είναι σπουδαίο αυτοκίνητο και μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι». Συνών. έναν (μια) έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε·
- μου ’ρθε καλούπι, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με συμφέρει απόλυτα: «ο χωρισμός του μου ’ρθε καλούπι, γιατί από καιρό λιγουρευόμουν τη γυναίκα του». Συνών. μου ’ρθε αλφάδι / μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε κουστούμι / μου ’ρθε κουτί / μου ’ρθε λαχείο· βλ. και φρ. μου ’ρχεται καλούπι·
- μου ’ρχεται καλούπι, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) εφαρμόζει ακριβώς στο σώμα μου, μου ταιριάζει απόλυτα: «το παντελόνι μου ’ρχεται καλούπι || τα παπούτσια μου ’ρχονται καλούπι». Συνών. μου ’ρχεται αλφάδι / μου ’ρχεται γάντι / μου ’ρχεται κουστούμι / μου ’ρχεται κουτί· βλ. και φρ. μου ’ρθε καλούπι·
- μπαίνω στο καλούπι, α. περιορίζουν τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή έκφρασής μου: «τον καιρό της δικτατορίας οι πιο πολλοί μπήκαν στο καλούπι». β. υποχρεώνομαι, εξαναγκάζομαι να δουλέψω, να αφήσω τις παλιές κακές συνήθειές μου και να ζήσω με συνέπεια και τάξη: «μόνο σαν παντρεύτηκε, τ’ αποφάσισε να μπει στο καλούπι»·
- τη βάζω στο καλούπι, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως την ξεπαρθενεύω: «αυτή που βλέπεις, την έβαλα στο καλούπι από τότε που ήταν ακόμη μαθήτρια». Από την εικόνα του τσαγκάρη που βάζει το στενό παπούτσι σε ειδικό καλούπι για να ανοίξει·
- τον βάζω στο καλούπι, α. του περιορίζω τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή έκφρασής του: «ήρθε η δικτατορία και μας έβαλε όλους στο καλούπι». β. τον υποχρεώνω, τον εξαναγκάζω να δουλέψει, να αφήσει τις παλιές κακές του συνήθειες και να ζήσει με συνέπεια και τάξη: «μόνο αυτή η γυναίκα μπόρεσε να τον βάλει στο καλούπι».

καπελάκι

καπελάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. καπέλο], μικρό καπέλο·
- βάζω το καπελάκι μου και φεύγω βλ. συνηθέστ. παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω·
- θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, απειλητική προειδοποίηση κάποιου ότι θα φύγει από κάπου, αδιαφορώντας για οτιδήποτε ήθελε συμβεί: «αν δεν κάνετε αυτό που σας λέω εγώ, θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω || κάθε τόσο εκβιάζει την οικογένειά του πως θα πάρει το καπελάκι του και θα φύγει»·
- κρεμώ το καπελάκι μου, βλ. συνηθέστ. κρεμώ το καπέλο μου, λ. καπέλο·
- παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, αποχωρώ από κάπου αδιαφορώντας για το τι θα αφήσω πίσω μου, εγκαταλείπω κάτι ή κάποιον χωρίς να λογαριάζω τις συνέπειες ή τα προβλήματα που θα δημιουργήσει η ξαφνική αποχώρησή μου: «κάθε φορά που δεν κάνουν αυτό που τους λέω, παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω». Πρβλ.: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο, εγώ πήρα το δικό μου και καθάρισα (Λαϊκό τραγούδι).

καπέλο

καπέλο, το, ουσ. [<ιταλ. capello], το καπέλο. 1. η παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος από τον έμπορο και το ποσό αυτής της αύξησης: «το καπέλο απαγορεύεται δια ροπάλου από την αγορανομία || πόσο καπέλο πλήρωσες γι’ αυτό το κρέας;». 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα καπέλου: «κιτρίνισε το καπέλο του πορτατίφ, γι’ αυτό αγόρασα ένα καινούριο». 3. όρος του κουμ καν: «σταμάτησα να παίζω, γιατί είχα βάλει δυο καπέλα». 4. (στη νεοαργκό) το όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός: «μόλις έκαναν οι φοιτητές γιούργια, τα καπέλα υποχώρησαν πίσω απ’ τις κλούβες τους». Υποκορ. καπελάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αγοράζω με καπέλο, αγοράζω με παράνομη αύξηση της τιμής του εμπορεύματος από τον έμπορο, καθώς και αυτό το ποσό που πληρώνω: «αγόρασα κρέας με καπέλο || αγόρασα κρέας με πενήντα λεπτά καπέλο στο κιλό»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, είναι ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «το τι θα κάνεις εσύ στη δουλειά σου, αυτό είν’ άλλο καπέλο, εδώ όμως θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, αφορά άλλον, είναι υπόθεση άλλου προσώπου: «εγώ είμαι υπεύθυνος σ’ αυτόν τον τομέα· για όλα τ’ άλλα που λέτε είν’ αλλουνού καπέλο». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο,εγώ πήρα το δικό μου και καθάρισα
- (αυτό) είναι δικό μου καπέλο, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω εγώ, αυτό είναι δικό μου καπέλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- βάζω καπέλο, α. αυξάνω παράνομα την τιμή εμπορεύματος: «όσοι ξέρουν, δεν ψωνίζουν απ’ τον τάδε, γιατί βάζει καπέλο σ’ όλα τα εμπορεύματά του». β. (για κουμ καν) περνώ το επιτρεπτό όριο συγκέντρωσης βαθμών (καίγομαι) και συνεχίζω το παιχνίδι μου με χρηματικό πρόστιμο·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έβαλε το καπέλο του στραβά»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, α. αναγνωρίζω, παραδέχομαι απόλυτα την ανωτερότητα κάποιου: «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, βγάζω το καπέλο μου και το πατώ». β. είμαι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού: «όταν με βλέπετε να βγάζω το καπέλο μου και να το πατώ, να μη μου λέτε κουβέντα, αν θέλετε το καλό σας». Από την εικόνα του πολύ εκνευρισμένου ατόμου, που πάνω στο θυμό του, στον εκνευρισμό του, επειδή θέλει κάπου να ξεσπάσει, βγάζει και ποδοπατά το καπέλο του·  
- γίναμε μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- γούστο μου και καπέλο μου! βλ. λ. γούστο·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα! α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας: «τι θα κάνουμε με την ακρίβεια που υπάρχει στην αγορά; -Δε γαμείς ψηλά καπέλα, όπως όλοι κι εμείς!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πάψει να ασχολείται με κάτι το οποίο θεωρούμε ότι είναι ανάξιο, ανόητο: «προσπαθώ να επιδιορθώσω αυτό το ηλεκτρικό σίδερο. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα! Δε βλέπεις ότι είναι παλιά τεχνολογίας;». γ.  έκφραση τέλειας αδιαφορίας για την αριστοκρατία ή για την άρχουσα τάξη: «θα ’ναι μαζεμένοι όλοι οι επίσημοι. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα!»·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ότι και το παραπάνω, με το και παπούτσια ελβιέλα χάριν ομοιοκαταληξίας·
- δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικό μου καπέλο να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε τα τσανάκια μας, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, γιατί δεν είναι δικό μου καπέλο». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δικό σου καπέλο, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου καπέλο». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έγινα (σαν) μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, βλ. λ. δουλειά·
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- ένα για να κρεμώ το καπέλο μου, (για τάβλι) ειρωνική έκφραση του νικητή του πρώτου παιχνιδιού, για να πειράξει τον αντίπαλό του, με την έννοια ότι, αφού κέρδισε το πρώτο παιχνίδι, δεν υπάρχει ο φόβος να χάσει την παρτίδα με 5-0 ή με 7-0, κάτι που θεωρείται πολύ ταπεινωτικό για έναν καλό ταβλαδόρο·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. φρ. βάζω το καπέλο μου στραβά·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. φρ. θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, λ. καπελάκι·
- θα σου πέσει το καπέλο; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αρνείται να μας βοηθήσει σε μια χειρωνακτική εργασία: «γιατί δε βάζεις κι εσύ ένα χεράκι να τελειώσω, φοβάσαι πως θα σου πέσει το καπέλο;». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς σκύβει να σηκώσει κάτι, υπάρχει κίνδυνος να του πέσει το καπέλο του·
- θα φάω το καπέλο μου, είμαι απολύτως βέβαιος πως τα πράγματα έγιναν ή θα γίνουν έτσι ακριβώς όπως τα λέω: «αν δε γίνουν τα πράγματα όπως τα λέω, θα φάω το καπέλο μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρεμώ το καπέλο μου, βολεύομαι, περνώ καλά, βρίσκω έτοιμη μια κατάσταση και επωφελούμαι: «αυτόν μην τον κλαις, γιατί, όπως του’ χει στρωμένη δουλειά ο πατέρας του, θα μπει και θα κρεμάσει το καπέλο του». Από την εικόνα του άντρα, που, όταν επιστρέφει στο σπίτι του, κρεμάει το καπέλο του στην κρεμάστρα και δέχεται τις περιποιήσεις της γυναίκας του χωρίς να συμμετέχει στις δουλειές του σπιτιού»·
- μαγκιά μου και καπέλο μου! βλ. λ. μαγκιά·
- παίρνω το καπέλο μου και φεύγω, βλ. φρ. παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, λ. καπελάκι·
- πουλώ με καπέλο, πουλώ με παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος: «όσοι αγοράζουν με καπέλο, είναι κορόιδα || τον έπιασε η αγορανομία, γιατί πουλούσε κρέας με καπέλο»·
- τα κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα ψηλά καπέλα, α. οι επίσημοι κρατικοί παράγοντες, οι κρατικοί αξιωματούχοι: «μετά το σεισμό ήρθαν τα ψηλά καπέλα για να εκτιμήσουν από κοντά τις ζημιές». β. οι πλουτοκράτες, η πλουτοκρατία, η αριστοκρατία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ψηλά καπέλα, κάνει πως δε μας γνωρίζει»·
- το ’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- του ’βαλα καπέλο, δεν πλήρωσα το λογαριασμό που του όφειλα ή δεν του επέστρεψα τα δανεικά: «δεν πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί θα με θυμηθεί τ’ αφεντικό που του ’βαλα καπέλο την προηγούμενη φορά || αν είναι κι ο τάδε στην παρέα τους, εγώ δεν έρχομαι, γιατί του ’βαλα καπέλο κάτι λεφτά που του είχα δανειστεί». Συνών. του ’βαλα φέσι·
- του βγάζω το καπέλο (μου), αναγνωρίζω, παραδέχομαι την ανωτερότητά του, αποκαλύπτομαι μπροστά του (και για το λόγο αυτό, βγάζω το καπέλο μου μόλις τον συναντήσω, ως ένδειξη θαυμασμού, εκτίμησης, σεβασμού ή παραδοχής της ανωτερότητάς του): «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, του βγάζω το καπέλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω, και οι ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο). Το βγάλσιμο του καπέλου ή το ελαφρό ανασήκωμά του αποτελεί για τους άντρες και τρόπο χαιρετισμού που είναι ανάλογος με το καπέλο και την κοινωνική τάξη του ατόμου στο οποίο απευθύνεται. Απλούστερος χαιρετισμός, που μπορεί να θεωρηθεί βιαστικός ή και αδιάφορος, αποτελεί το ελαφρό άγγιγμα του γύρου του καπέλου με την άκρη του δείκτη που πετάγεται μπροστά και ξεχωρίζει από τα άλλα δάχτυλα ή το ελαφρό πιάσιμο με τον αντίχειρα και το δείκτη. Τέλος, μπαίνοντας σε ορισμένους χώρους, όπως είναι η εκκλησία ή το δικαστήριο, αυτός που φορά καπέλο το βγάζει λόγω σεβασμού·
- φορώ το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως, γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «αυτός φορά το καπέλο του στραβά, γιατί έχει θείο Αμερικάνο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με δεις να φορώ στραβά το καπέλο να ξέρεις πως επέτυχε το κόλπο που εθέλω).

καπίστρι

καπίστρι, το, ουσ. [<μσν. καπίστριον <λατιν. capistrum], το καπίστρι, το χαλινάρι· (ειρωνικά) ο ζυγός του γάμου: «είναι αποφασισμένος να μείνει γεροντοπαλίκαρο, γιατί δεν ανέχεται καπίστρι από καμιά»· βλ. και λ. χαλινάρι·
- βάζω καπίστρι, (για άντρες) παντρεύομαι: «έχει μάθει στη λεύτερη ζωή, γι’ αυτό δεν αποφασίζει να βάλει καπίστρι»·
- φορώ καπίστρι,(για άντρες) παντρεύομαι και γενικά περιορίζομαι: «όλοι μέσα στην παρέα μας παρακαλούμε να βρεθεί η γυναίκα που θα του φορέσει καπίστρι». (Τραγούδι: ο κυρ Μέντιος με την γκρίζα την ουρά δε συνήθιζε καπίστρι να φορά, είχε όλα τα καλά του και τα γαϊδουράγκαθά του, τα ξινά και πονηρά).

κάρο

κάρο, το, ουσ. [<ιταλ. carro <λατιν. carrum], το κάρο. 1. (υποτιμητικά) άσχημο, κακοφτιαγμένο άτομο, ιδίως γυναίκα: «μπορεί να πήρε μεγάλη προίκα, αλλά παντρεύτηκε ένα κάρο που δε βλέπεται». 2. (ειρωνικά) πράγμα που πάλιωσε από την πολυκαιρία ή την πολλή και συχνή χρήση του και πρέπει να αχρηστευτεί, ιδίως μηχάνημα ή παλιό αυτοκίνητο: «άντε επιτέλους, πέτα το αυτό το κάρο μη σκοτωθείς, και πήγαινε ν’ αγοράσεις κανένα αυτοκίνητο της προκοπής!». (Ακολουθούν 11 φρ.)·   
- ακούω όσα σέρνει το κάρο, δέχομαι αυστηρές επιπλήξεις, με κατσαδιάζουν: «κάθε φορά που επιστρέφω αργά το βράδυ στο σπίτι, ακούω όσα σέρνει το κάρο απ’ τον πατέρα μου». Συνών. ακούω τα εξ αμάξης / ακούω τον αναβαλλόμενο / ακούω τον Απόστολο / ακούω τον εξάψαλμο·
- άλλο κάρο με πατάτες! ειρωνική έκφραση για ανάξιο, για τιποτένιο άτομο, που απουσιάζει από την ομήγυρη και αναφέρει κάποιος το όνομά του: «χτες βράδυ ήταν και ο τάδε στη συγκέντρωση. -Άλλο κάρο με πατάτες!»·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι στο παραμικρό, γιατί αυτός ο άνθρωπος βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο»·
- ένα κάρο λεφτά, πάρα πολλά χρήματα: «πήγε κι έδωσε ένα κάρο λεφτά για να της αγοράσει μια γούνα»·
- ένα κάρο φορές, πάρα πολλές φορές: «σου το ’χω πει ένα κάρο φορές να μην κάνεις φασαρία αλλά εσύ το δικό σου!»·
- έχει ένα κάρο λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «αυτόν τον ψηλό που βλέπεις, έχει ένα κάρο λεφτά και κάθε βράδυ γυρνάει στα μπουζουκτσίδικα»·
- κάρο με πατάτες, έκφραση που αναφέρεται σε ανάξιο, σε τιποτένιο άτομο: «μη γελάς, γιατί κι εσύ ’σαι κάρο με πατάτες»·
- κάρο σκουπιδιάρικο, βλ. συνηθέστ. κάρο της Δημαρχίας. (Λαϊκό τραγούδι: σαν αποθάνω, φίλε μου, έρχετ’ η αστυνομία· με κάρο σκουπιδιάρικο μου κάνουν την κηδεία
- κάρο της Δημαρχίας, α. η σκουπιδιάρα, το σκουπιδιάρικο: «κάθε πρωί περνούσε το κάρο της Δημαρχίας και μάζευε τα σκουπίδια». Από το ότι προπολεμικά οι δήμοι χρησιμοποιούσαν ως απορριμματοφόρα κάρα που τα έσερναν άλογα. Πρβλ.: κι ένα πρωί στην πόρτα σου θα μ’ έβρει ο σκουπιδιάρης· δε θα σου ζητιανεύω πια, στο κάρο θα με βάλεις (Λαϊκό τραγούδι). β. άτομο εντελώς ανάξιο, ασήμαντο, τιποτένιο: «άντε, ρε κάρο της Δημαρχίας, πάρε δρόμο απ’ την παρέα μας!». Κατά τη δεκαετία του 1950 και μέχρι τις αρχές του 1960, αλλά και αργότερα, υπήρχε η μόδα ανάμεσα στα παιδιά και στους μαθητές να κρατούν Λεύκωμα, που ήταν ένα κομψό σημειωματάριο με τυπωμένες στερεότυπες ερωτήσεις, στις οποίες έπρεπε να απαντήσει γραπτά και να υπογράψει τις απαντήσεις του αυτός στον οποίο δινόταν το Λεύκωμα από τον κάτοχό του. Μια από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις, ιδίως στο τέλος του Λευκώματος, ήταν: τι εστί Λεύκωμα; Η πιο συνηθισμένη απάντηση από ότι θυμάμαι ήταν: Λεύκωμα εστί κάρο της Δημαρχίας, όπου εκεί μαζεύονται τα χάλια της φιλίας·
- μηχανικός στα κάρα, βλ. λ. μηχανικός·
- του ’συρε όσα σέρνει το κάρο, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «τον έπιασε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα και του ’συρε όσα σέρνει το κάρο». Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.

κασέτα

κασέτα, η, ουσ. [<ιταλ. cassetta], η κασέτα·
- βάζω πάλι την κασέτα, αρχίζω να λέω ξανά από την αρχή τα ίδια πράγματα, επαναλαμβάνω στερεότυπα τα ίδια πράγματα: «αμάν, ρε παιδάκι μου, γιατί του απηύθυνες το λόγο; Έβαλε πάλι την κασέτα και μας λέει πράγματα που μας τα έχει πει χίλιες φορές!». Από το ότι η κασέτα του μαγνητοφώνου επαναλαμβάνει συνεχώς αυτά που έχει γραμμένα.

κατσαρόλα

κατσαρόλα, η, ουσ. [<βενετ. cazzarola], η κατσαρόλα· στον πλ. οι κατσαρόλες, το σύνολο των μαγειρικών σκευών ενός νοικοκυριού: «άλλαξα όλες τις κατσαρόλες μας, γιατί, αυτές που είχαμε, ήταν ακόμα από την εποχή που παντρευτήκαμε». Υποκορ. κατσαρολίτσα, η και κατσαρολάκι, το·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, αν δεν ενεργήσεις όπως πρέπει, κατάλληλα, δεν μπορείς να φέρεις μια δουλειά ή μια υπόθεσή σε αίσιο τέλος: «πρέπει να βρεθούν τα λεφτά, αγόρι μου, για ν’ αρχίσεις αυτή τη δουλειά, γιατί, αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει»·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βιαζόμαστε να ενεργήσουμε, να συμπεράνουμε ή να καταλήξουμε σε κάτι, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα όλα τα απαραίτητα δεδομένα, ή προτρέχουμε, χωρίς να έχουμε κάποιο συγκεκριμένο στόχο: «τα πρώτα λεφτά που θα κερδίσουμε, θα τα ρίξουμε πάλι στη δουλειά. -Κάτσε, ρε παιδάκι μου, μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε. Εδώ δε βρήκαμε ακόμα με τι δουλειά θέλουμε ν’ ασχοληθούμε κι εσύ ονειρεύεσαι κέρδη!»· 
- της κατσαρόλας, τρόπος μαγειρέματος διαφόρων φαγητών, συνήθως λαδερών: «σ’ άλλους αρέσουν τα τηγανητά, σ’ άλλους τα ψητά και σ’ άλλους τα φαγητά της κατσαρόλας»·
- τινάχτηκε το καπάκι της κατσαρόλας, βλ. λ. καπάκι.

κάτω

κάτω κ. κάτου, επίρρ. [<αρχ. κάτω], κάτω. (Λαϊκό τραγούδι: το διαλάγανε νωρίς με τα μάτια κάτου. Με τα βάσανά του μίλαγε ο καθείς). 1. προσδιορισμός σημείου ή επιπέδου, που βρίσκεται χαμηλότερα από το σημείο που βρίσκεται αυτός που μιλάει, προσδιορισμός κίνησης προς το βάθος από το σημείο που στεκόμαστε: «κάτω από το κρεβάτι || θα πάρεις το δρόμο προς τα κάτω και μετά από εκατό περίπου μέτρα θα συναντήσεις δεξιά σου το μπαράκι που ψάχνεις». 2. προσδιορισμός ποσότητας που είναι λιγότερη από κάποια άλλη, γενικά σε σχέση σύγκρισης, το λιγότερο: «είναι κάτω από κιλό, να τ’ αφήσω; || ο γιος μου είναι είκοσι χρονών, αλλά η κόρη μου  είναι κάτω από δεκαοχτώ χρονών». 3. χάμω: «μου έπεσε κάτω, μπορείς να το μαζέψεις;». (Ακολουθούν 144 φρ.)·
- άντε παρά κάτω! βλ. φρ. άντε παρακάτω! λ. παρακάτω·
- άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- απάνω κάτω, βλ. λ. απάνω·
- από πάνω μέχρι κάτω ή από πάνω ως κάτω, βλ. λ. πάνω·
- άσε μας κάτω! ή άσε με κάτω! α. άφησέ με στην ησυχία μου, μην ασχολείσαι μαζί μου, μη με ενοχλείς άλλο: «άσε μας κάτω, ρε παιδάκι μου, αφού στο ’πα πως δε θέλω να ’ρθω, μπα σε καλό σου!». β. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άσε μας κάτω!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- βάζει τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, βλ. λ. χούφτα·
- βάζω κάτω, α. νικώ: «ο μόνος που μπορεί να τον βάλει κάτω είναι ο τάδε». β. ξεπερνώ: «τρέξανε δέκα αθλητές και τους έβαλε όλους κάτω». γ. εξετάζω με λεπτομέρεια και συνολικά ένα ζήτημα: «βάλ’ τα κάτω και θα δεις πως έχω δίκιο»·
- βάζω κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου, βλ. λ. γκλάβα·
- βάζω κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου, βλ. λ. κεφάλα·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (μου) (ενν. και φεύγω), βλ. λ. ουρά·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, βλ. λ. κεφάλι·
- γελώ κάτω απ’ τα μουστάκια μου ή γελώ κάτω απ’ το μουστάκι μου, βλ. λ.μουστάκι·
- γίνομαι άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πάει τίποτα κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πατάει κάτω, είναι υπερόπτης, αλαζόνας: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, δεν πατάει κάτω»·
- δεν το βάζω κάτω, α. δεν υποκύπτω, δεν υποτάσσομαι, δεν παραδέχομαι την ήττα μου: «όσο και να τον στριμώξεις, δεν το βάζει κάτω». β. δεν εγκαταλείπω τις προσπάθειές μου για να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, παρόλες τις δυσκολίες που προκύπτουν δεν παραιτούμαι: «απ’ τη στιγμή που σου ’δωσε το λόγο του πως θα σου τελειώσει τη δουλειά, ό,τι και να του τύχει, δεν πρόκειται να το βάλει κάτω»·
- δουλεύει πάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είμαι άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- είμαι απ’ τους κάτω, ανήκω στην πλατιά λαϊκή μάζα: «μια και το ’φερε η μοίρα να είμαι απ’ τους κάτω, θα υπομένω σαν όλους τους άλλους». Αντίθ. είμαι απ’ τους απάνω·
- είμαι από κάτω, α. δεν έχω τον έλεγχο της κατάστασης, τον έλεγχο του παιχνιδιού: «όσο θα είμαι από κάτω, δεν υπάρχει περίπτωση να σε βοηθήσω να μπεις σ’ αυτή τη δουλειά» β. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση ή πιέζομαι από κάποιον ή από κάποιους που έχουν περισσότερη δύναμη, περισσότερη ισχύ από μένα. (Λαϊκό τραγούδι: θα διώξω και τις βάσεις τους, θα φύγω κι απ’ το Ν.Α.Τ.Ο., για να ’μαστε από πάνω εμείς κι αυτοί να ’ν’ από κάτω
- είμαι από κάτω του, βρίσκομαι σε χαμηλότερη βαθμίδα ιεραρχίας σε σχέση με κάποιον άλλον: «είμαι από κάτω του, γιατί αυτός είναι διευθυντής κι εγώ υποδιευθυντής»· βλ. και φρ. μένω από κάτω του·
- είμαι στα κάτω μου, α. περνώ περίοδο κακής ψυχολογικής κατάστασης, έχω ακεφιές: «δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, γιατί τον τελευταίο καιρό είμαι στα κάτω μου». β. περνώ περίοδο κακής οικονομικής κατάστασης, έχω οικονομικές δυσκολίες: «έχω περιορίσει τα έξοδά μου στο μηδέν, γιατί με την αναδουλειά που υπάρχει είμαι στα κάτω μου». Αντίθ. είμαι στα πάνω μου·
- είναι κάτω απ’ τα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- είναι κάτω από την ομπρέλα (του τάδε), βλ. λ. ομπρέλα·
- έπεσε κάτω απ’ τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- έφερε τα πάνω κάτω, ανέτρεψε εξ ολοκλήρου τα μέχρι τώρα δεδομένα: «η κατάθεση του τελευταίου μάρτυρα, έφερε τα πάνω κάτω στη δίκη»·
- έφυγαν όλοι κάτω απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
- έφυγε με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- ζει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε), βλ. λ. σκιά·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
- ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σε κολλήσω κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- θα σε πατήσω κάτω, α. θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε λιώσω: «αν ξαναπείς κακιά κουβέντα για μένα, θα σε πατήσω κάτω». β. (για παιχνίδια) θα σε κατανικήσω: «αν παίξουμε οι δυο μας τάβλι, θα σε πατήσω κάτω»·
- θα σε πατήσω κάτω σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω κάτω σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- θα σε πατήσω κάτω σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω κάτω σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- θα σε σκάσω κάτω σαν καρπούζι ή θα σε σκάσω κάτω σαν το καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- θα σε σκάσω κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- θα σε χτυπήσω κάτω σαν χταπόδι ή θα σε χτυπήσω κάτω σαν το χταπόδι, βλ. λ. χταπόδι·
- κάθισε κάτω, βλ. φρ. κάτσε κάτω·
- … και πάρ’ τον κάτω, α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε τη μεγάλη έκπληξη που προκαλέσαμε στο συνομιλητή μας με αυτό που του είπαμε ή με αυτό που κάναμε: «του είπα πως ήμουν ο μοναδικός τυχερός του τζόκερ και πάρ’ τον κάτω || του έδωσα αμέσως τις εκατό χιλιάδες ευρώ που μου ζήτησε και πάρ’ τον κάτω». β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ξαφνική πτώση κάποιου στο έδαφος: «έτρεξε για να προλάβει το αστικό στη στάση και πάρ’ τον κάτω». γ. έκφραση με την οποία δηλώνουμε  πως κάποιος έπεσε στο κρεβάτι του άρρωστος, πως αρρώστησε: «τριγυρνούσε ο ανόητος σαν παλικαράκι Μάρτη μήνα με το φανελάκι, και πάρ’ τον κάτω»·
- κάνω άνω κάτω (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. άνω·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, βλ. λ. καρφίτσα·
- κάτσε κάτω, α. έλα να συζητήσουμε σοβαρά, διεξοδικά αυτό που μου λες, αυτό που μου προτείνεις: «εγώ λέω, πως αν ενεργήσουμε με τον τρόπο που σου υποδεικνύω, θα γίνει καλύτερα η δουλειά μας. -Κάτσε κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε κάτω μια στιγμή να λογαριαστούμε· φεύγεις δίχως αφορμή κι ούτε με ρωτάς· πήρες τις βαλίτσες σου, δηλαδή, να πούμε, και για τη μανούλα σου λες ότι θα πας).β. (απειλητικά ή επιτακτικά) λέγεται στην περίπτωση που απαγορεύουμε κάποιον να μιλήσει, όταν σηκώνεται από τη θέση του για να πάρει το λόγο ή τη στιγμή που μιλάει: «κάτσε κάτω, γιατί δεν ήρθε ακόμα η σειρά σου να μιλήσεις». γ. (απειλητικά ή υποτιμητικά) λέγεται στην περίπτωση που απαγορεύουμε να μιλήσει κάποιος που σηκώνεται από τη θέση του για να πάρει το λόγο, επειδή τον θεωρούμε ακατάλληλο: «κάτσε κάτω, που θες να μας πεις και τη γνώμη σου!». Στις δυο τελευταίες περιπτώσεις, συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτσε κάτω απ’ την μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- κάτω απ’ τ’ αυλάκι, βλ. λ. αυλάκι·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κάτω απ’ τα στέφανα, βλ. λ. στέφανο·
- κάτω απ’ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- κάτω απ την επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- κάτω απ’ το βλέμμα μου, βλ. λ. βλέμμα·
- κάτω απ’ το νερό, βλ. λ. νερό·
- κάτω απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- κάτω κάτω, εντελώς κάτω, όσο πιο χαμηλά γίνεται: «κατέβασέ το κάτω κάτω, μέχρι ν’ ακουμπήσει στο πάτωμα || φέρ’ το κάτω κάτω για να το βλέπω καλύτερα»·
- κάτω οι κλέφτες! βλ. λ. κλέφτης·
- κάτω οι τσάτσοι του Βαρδινογιάννη! βλ. λ. τσάτσος·
- κάτω οι ψεύτες! βλ. λ. ψεύτης·
- κάτω τα κουλά (σου) ή κάτω το κουλό (σου), βλ. λ. κουλό·
- κάτω τα χέρια! βλ. λ. χέρι·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- με κάνουν άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- με πήρε από κάτω, α. μου δημιούργησε κάτι σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, απογοητεύτηκα εντελώς, έχασα το κουράγιο μου: «ο θάνατος του πατέρα μου με πήρε από κάτω και δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω». β. (για δουλειές) βλ. φρ. με πήρε από κάτω η δουλειά, λ. δουλειά·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- με φέρνουν άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- μένει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε), βλ. λ. σκιά·
- μένω από κάτω του, μένω στο αμέσως χαμηλότερο διαμέρισμα σε σχέση με το διαμέρισμα κάποιου άλλου: «τον τάδε τον ξέρω, γιατί μένω από κάτω του στην πολυκατοικία που καθόμαστε»·
- μια και κάτω, μονορούφι: «ήπιε ολόκληρο ποτήρι με ουίσκι μια και κάτω»·
- μου τα φέρνεις άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- μουρμουρίζω κάτω απ’ τα μουστάκια μου, βλ. λ. μουστάκι·
- μπαίνω κάτω απ’ την μπότα (κάποιου), βλ. λ. μπότα·
- μπαμ και κάτω! βλ. λ. μπαμ·
- να πάνε κάτω τα φαρμάκια ή να πάνε τα φαρμάκια κάτω, βλ. λ. φαρμάκι·
- ο κάτω κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- οι από κάτω, (γενικά) ο λαός, ο λαουτζίκος: «οι από κάτω είναι συνήθως αυτοί που σηκώνουν όλα τα βάρη για την προκοπή αυτού του τόπου»·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, βλ. λ. πέτρα·
- πάει μια και κάτω, (για κατάποση) το κατάπιε με την πρώτη προσπάθεια, αμέσως: «έβαλε το χαπάκι στο στόμα του και με λίγο νερό, πάει μια και κάτω»·
- παίρνω την κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- πάνω κάτω, βλ. λ. πάνω·
- πάρ’ τον κάτω, βλ. φρ. … και πάρ’ τον κάτω·
- πέντε πάνω πέντε κάτω, βλ. λ. πέντε·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πιο κάτω, (για ομιλίες ή γραπτά κείμενα) λέγεται στην περίπτωση που κάτι θα συζητηθεί ή θα αναφερθεί εν συνεχεία, μετά από λίγο: «όπως θα σας αναφέρω και πιο κάτω, ο άνθρωπος αυτός αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση || όπως σημειώνω και πιο κάτω, η νεολαία μας επιλέγει λάθος πρότυπα»·
- που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! βλ. λ. κώλος·
- που να χτυπιέσαι κάτω! βλ. λ. χτυπιέμαι·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, βλ. λ. μάτι·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- στο κάτω κάτω, επιτέλους, πέρα από όλα τα άλλα, στην έσχατη περίπτωση: «εσύ δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς γιατί, στο κάτω κάτω εγώ αναλαμβάνω όλη την ευθύνη»·
- στο κάτω κάτω της γραφής, βλ. λ. γραφή·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τα βάζω κάτω, α. συζητώ καλοπροαίρετα με κάποιον μια υπόθεση ή ένα πρόβλημα από την αρχή με όλα τα δεδομένα: «είναι άνθρωπος που, σε κάθε πρόβλημα που προκύπτει, τα βάζει κάτω για να βρεθεί μια δίκαιη λύση». β. μελετώ, υπολογίζω κάτι πολύ καλά: «για να πάρει μια δουλειά, τα βάζει πρώτα όλα κάτω κι έπειτα αποφασίζει τι θα κάνει»·
- τα βαράω κάτω, βλ. φρ. τα βροντώ κάτω·  
- τα βροντώ κάτω, παρατώ στη μέση ή οριστικά μια δουλειά ή μια υπόθεση έντονα εκνευρισμένος: «αφού ο καθένας ήθελε να κάνει του κεφαλιού του, τα βρόντηξα κι εγώ κάτω κι έφυγα»·
- τα κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τα χτυπώ κάτω, βλ. φρ. τα βροντώ κάτω·
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει, βλ. λ. μήλο·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν, βλ. λ. ακάλεστος·
- τον βάζω κάτω, τον καταβάλλω, τον νικώ: «τον τάδε τον βάζω κάτω όποια ώρα θέλω»·
- τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον έριξε κάτω, α. τον κατέβαλλε, τον νίκησε: «μάλωσε με τον τάδε κι επειδή αυτός ήταν πιο δυνατός τον έριξε κάτω με το πρώτο». β. (για ασθένειες) τον κατέβαλλε και τον ανάγκασε να μείνει κλινήρης: «τον έριξε κάτω μια γρίπη και θα λείψει απ’ τη δουλειά». γ. (για ψυχολογικές καταστάσεις) τον εξουθένωσε ψυχικά: «του στοίχισε τόσο πολύ ο θάνατος του πατέρα του που τον έριξε κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: άγιε Νικόλα γείτονα απ’ του ς καημούς να γλίτωνα που θα με ρίξουν κάτω εβίβα κι άσπρο πάτο
- τον έσκασε κάτω σαν καρπούζι ή τον έσκασε κάτω σαν το καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- τον έσκασε κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- τον έστειλε στον κάτω κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω από κάτω (μου) τον έχω υπό την εξουσία μου, τον ελέγχω απόλυτα: «δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς να με ρωτήσει, γιατί τον έχω από κάτω μου»·
- τον έχω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον έχω σήκω πάνω, κάτσε κάτω, βλ. λ. σηκώνω·
- τον κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τον κόλλησε κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. λ. κώλος·
- τον παίρνω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον πάτησα κάτω, α. τον έδειρα πολύ άγρια, τον ξυλοφόρτωσα: «μόλις έβρισε την μάνα μου, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον πάτησα κάτω». β. (για παιχνίδια) τον κατανίκησα: «παίξαμε τάβλι και τον πάτησα κάτω». Από την εικόνα του παλαιστή που πατάει με το πόδι του το στήθος του ηττημένου αντιπάλου του·
- τον πάτησε κάτω σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε κάτω σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- τον πάτησε κάτω σαν σκουλήκι ή τον πάτησε κάτω σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τον πέταξε κάτω σαν σακί, βλ. λ. σακί·
- τον πήρε από κάτω, του δημιούργησε κάτι σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, απογοητεύτηκε εντελώς, έχασε το κουράγιο του: «ο πρόσφατος χωρισμός με τη γυναίκα του, τον πήρε από κάτω και το ’ριξε στο πιοτό»·
- τον πήρε η κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω, βλ. λ. στολίζω·
- τον χτύπησε κάτω σαν χταπόδι ή τον χτύπησε κάτω σαν το χταπόδι, βλ. λ.χταπόδι·
- τους κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τους πατήσαμε κάτω, (για ομαδικά αθλήματα) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους πατήσαμε κάτω»·
- τους φέρνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φέρνω τα πάνω κάτω ή φέρνω το πάνω κάτω, βλ. λ. πάνω·
- φέρνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη, βλ. λ. χτύπημα·
- χτύπημα κάτω απ’ τη μέση, βλ. λ. χτύπημα.

κέρατο

κέρατο, το, ουσ. [<μσν. κέρατον, από τα κέρατα, πλ. του αρχ. ουσ. κέρας], το κέρατο. 1. η συζυγική απιστία, το κεράτωμα: «λένε πως στην υψηλή κοινωνία το κέρατο το ’χουν για σπορ! || στη λεγόμενη αριστοκρατία το κέρατο πάει σύννεφο». 2. άνθρωπος ανάποδος, ενοχλητικός, δύστροπος, πεισματάρης, στρυφνός, τυραννικός: «είναι τέτοιο κέρατο αυτός ο άνθρωπος, που σε βγάζει την πίστη ανάποδα, αν μπλέξεις μαζί του!». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το μαχαίρι, η κάμα, αλλά και το περίστροφο, το πιστόλι: «έπεσε με το κέρατο πάνω του και του τρύπησε την καρδιά || κάποια στιγμή έβγαλε το κέρατο απ’ την τσέπη του και του την άναψε». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «θα το κόψω το κέρατο, γιατί δεν το αντέχω άλλο». Υποκορ. κερατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- βγάζει τα κέρατά του, κερδίζει πάρα πολλά χρήματα από τη δουλειά του: «έχει ένα φασφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και βγάζει τα κέρατά του». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- γαμώ το κέρατό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. (Τραγούδι: και το τρίτο είναι δικό μας, γαμώ το κέρατό μας, αγάπη μου γλυκιά). Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το κέρατό σου! ή σου γαμώ το κέρατο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω, γαμώ το κέρατό σου, που σε ψάχνω και δε σε βρίσκω, όταν σε χρειάζομαι! || σου γαμώ το κέρατο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς την άδειά μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο! ή δε βλέπεις τα κέρατά σου τα δίφορα! α. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που, ενώ οι εργασίες του πηγαίνουν πολύ άσχημα, προσφέρεται να συμβουλέψει άλλους πώς να πάνε καλά οι εργασίες τους. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που, ενώ η γυναίκα του τον απατά, αυτός προσφέρεται να συμβουλέψει άλλους πώς να φερθούν στις γυναίκες τους, για να φανούνε σκληροί και κυρίαρχοι στο γάμο τους ή στον ερωτικό τους δεσμό·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το τράγειο! βλ. φρ. δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο(!)·
- είναι διάβολος με κέρατα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι ένα κέρατο αυτός! θαυμαστική έκφραση που επιτείνει τα προτερήματα ή τα ελαττώματα κάποιου: «τι λες, θα μπορέσει να μου τελειώσει τη δουλειά; -Είναι ένα κέρατο αυτός! || είναι ένα κέρατο αυτός, που, αν σου πάρει δανεικά, θα σου βγάλει την ψυχή μέχρι να σου τα επιστρέψει»·
- ήλιος με κέρατα, βλ. λ. ήλιος·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…; τι περισσότερο διαθέτει (διέθετε) αυτός από εμένα και…: «και βέβαια μπορώ κι εγώ να το κάνω, τι δηλαδή, κέρατα είχε αυτός και το ’κανε;»·
- κέρατο βερνικωμένο, άνθρωπος ανυποχώρητος, ισχυρογνώμονας, σκληρός, τυραννικός: «εγώ σου λέω πως αυτός ο άνθρωπος είναι κέρατο βερνικωμένο, κι αφού έμπλεξες μαζί του, δε θα ξεμπλέξεις εύκολα»·
- όσο κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, βλ. λ. κερατάς·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, η μακροχρόνια απουσία του συζύγου από το σπίτι οδηγεί τη σύζυγο στη συζυγική απιστία: «άσε τα μεγάλα ταξίδια χωρίς τη γυναίκα σου, και να ’χεις πάντα κατά νου αυτό που έλεγαν οι πιο παλιοί, ότι δηλαδή, όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει»· 
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- … τα κέρατά μου (σου, του κ.λπ.), πάρα πολύ, σε υπερβολική ποσότητα: «πήγα στο μπαράκι κι ήπια πάλι τα κέρατά μου || τέλος του μηνός έχω πληρωμές και πρέπει να πληρώσω τα κέρατά μου || μπλέξαμε όλη η παρέα κι ήπιαμε τα κέρατά μας || είναι πολύ προβληματισμένος, γιατί χρωστάει τα κέρατά του»·
- το κέρατό μου (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ το κέρατό μου·
- το κέρατό σου (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ το κέρατό σου·
- το κέρατό σου το δίφορο! ή τα κέρατά σου τα δίφορα! (ενν. γαμώ) α. λέγεται από αγανακτισμένο ή εκνευρισμένο άτομο σε κάποιον, που δεν μπορεί ή που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέει: «τα κέρατά σου τα δίφορα, που σου ζήτησα να μου φέρεις αυτό το πράγμα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά: «τα κέρατά σου τα δίφορα που σου είπα εγώ τέτοιο πράγμα!» Από την εικόνα εκείνου του άντρα που δεν εννοεί να πιστέψει κάποιον, που του λέει συνέχεια πως η γυναίκα του τον απατά συστηματικά, πράγμα που θα έπρεπε να το είχε καταλάβει προ πολλού, γιατί, κοντά στο κέρατο που του φύτεψε η γυναίκα του, καρποφόρησε και άλλο·
- το κέρατό σου το τράγειο! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου σε κάποιον, που δεν μπορεί ή που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέει: «το κέρατό σου το τράγειο, που σου ’πα να κάνεις αυτό το πράγμα!». Από την εικόνα του κέρατου του τραγιού, που είναι πολύ ενδεικτικό. Εκστομίζεται και ως βρισιά σε κερατά·
- του (της) βάζει (το) κέρατο ή του (της) βάζει (τα) κέρατα, βλ. φρ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του γαμώ το κέρατο, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, σηκώθηκε απ’ την παρέα του κι εκεί μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του γάμησε το κέρατο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το κέρατο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του (της) περνάει (το) κέρατο ή του (της) περνάει (τα) κέρατα, βλ. φρ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του (της) φοράει (το) κέρατο ή του (της) φοράει (τα) κέρατα, τον (την) απατά: «χρόνια του φοράει το κέρατο κι αυτός δεν έχει πάρει ακόμα μυρουδιά || αν μάθει πως της φοράει κέρατα, θα του βγάλει τα μάτια»·
- του (της) φυτεύει (το) κέρατο ή του (της) φυτεύει (τα) κέρατα, βλ. συνηθέστ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, οι πράξεις του φτωχού ανθρώπου, ιδίως οι παράνομες παίρνουν δημοσιότητα και σχολιάζονται ενώ του πλούσιου και ισχυρού αποσιωπούνται: «αν ήταν κανένας πλούσιος δε θα μαθαίναμε τίποτα γι’ αυτή τη λοβιτούρα αλλά, βλέπεις, του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο»· βλ. και φρ. τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους είναι σύκα και δεν ακούγονται, λ. καρύδι·
- τρώει κέρατο, κερατώνεται από το ερωτικό ή συζυγικό του ταίρι: «μόλις αντιλήφθηκε πως τρώει κέρατο, τη χώρισε χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κέρδος κέρατα! βλ. λ. κέρδος·
- χωρίς κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια! βλ. λ. κέρδος.

κεφάλα

κεφάλα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κεφάλι]. α. το μεγάλο κεφάλι: «είχε μια κεφάλα σαν καζάνι». β. (με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση) το κεφάλι: «όπως έσκυβε για να μπει, δεν πρόσεξε και χτύπησε την κεφάλα του στο μαδέρι». (Λαϊκό τραγούδι: άλατης άλατης άλατης και ξηγιέται όπως της έρθει στην κεφάλα της). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- βάζω κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου, προσηλώνομαι τελείως στη δουλειά που κάνω, δουλεύω αδιάκοπα, εντατικά, δουλεύω ανεπηρέαστος, απερίσπαστος: «όταν βάζει κάτω την κεφάλα του, δουλειά που χρειάζεται δυο βδομάδες για να τελειώσει, την τελειώνει σε πέντε μέρες». Συνών. βάζω κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου / βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου·
- δεν κατεβάζει η κεφάλα του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «τα χάνει στην παραμικρή δυσκολία, γιατί δεν κατεβάζει η κεφάλα του». Συνών. δεν κατεβάζει η γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το μυαλό του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του·
- δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του πεις πολλές φορές, γιατί δεν κόβει η κεφάλα του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
- δεν τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν του ’φεραν για προγύμναση, ε, δεν τα παίρνει η κεφάλα του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα παίρνει το ξερό του·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «πώς να πάει μπροστά, αφού κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του / κάνει του κεφαλιού του·
- κάνω κεφάλα, έρχομαι στο κέφι με τη βοήθεια ποτού ή με το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι: «κέρνα ο ένας κέρνα ο άλλος, στο τέλος κάναμε κεφάλα και το ξενυχτήσαμε». Συνών. κάνω κεφάλι·
- κατεβάζει η κεφάλα του, είναι εύστροφος, επινοητικός: «όποια δυσκολία και να του τύχει, την ξεπερνάει, γιατί κατεβάζει η κεφάλα του». Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «μόνο αν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να σκεφτείς πως μπορεί και να έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνουν πως τον μαλώνουν λίγο, κατεβάζει την κεφάλα του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, παραδίδω τα όπλα μου: «ό,τι και να σου τύχει, μην κατεβάσεις την κεφάλα σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου /κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου·
- κόβει η κεφάλα του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «ό,τι δυσκολία και να του τύχει, την ξεπερνάει αμέσως, γιατί κόβει η κεφάλα του». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή πιο είναι το συμφέρον του: «ασχολείται πάντοτε με δουλειές που αποδίδουν, γιατί κόβει η κεφάλα του». Συνών. κόβει η γκλάβα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το μυαλό του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- ξύνει την κεφάλα του, βρίσκεται σε αμηχανία: «όταν τον βλέπεις να ξύνει την κεφάλα του, πάει να πει πως δεν ξέρει τι ν’ αποφασίσει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει το κεφάλι του·
- στρώνω κεφάλα, βλ. φρ. κάνω κεφάλα. (Λαϊκό τραγούδι: άλα έχω στρώσει μια κεφάλα και τα βλέπω όλα σαν μπέης και τα νιώθω σαν πασάς
- τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού τα παίρνει η κεφάλα του, θα τον στείλω στα καλύτερα σχολεία». Συνών. τα παίρνει η γκλάβα του / τα παίρνει η κόκα του / τα παίρνει η κούτρα του / τα παίρνει το κεφάλι του / τα παίρνει το νιονιό του / τα παίρνει το ξερό του·
- τι λέει η κεφάλα σου! είσαι γελασμένος αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·

κεφάλι

κεφάλι, το, ουσ. [<μσν. κεφάλιν <μτγν. κεφάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κεφαλή], το κεφάλι. 1. η ικανότητα για συνδυαστική σκέψη, η ευφυΐα: «αν είχα κι εγώ το κεφάλι του τάδε, θα ήμουν πλούσιος, αλλά, βλέπεις, εμένα δε με κόβει τόσο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «πω πω, αδερφάκι μου, έχει ένα κεφάλι σαν μπουνιά μικρού παιδιού!». Συνών. καρύδι (3) / κόμπος (6). 3α. (για ζώα) μονάδα ενός συνόλου: «έχει ένα κοπάδι από εκατό κεφάλια». (Τραγούδι: ωωω! ολόγυρα βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια στη μέση εσύ. Καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή).β. με το ουσιαστικό που ακολουθεί προσδιορίζει το είδος του κοπαδιού: «πενήντα κεφάλια πρόβατα || εκατό κεφάλια γίδια». 4. οτιδήποτε έχει σχήμα κεφαλιού: «ένα κεφάλι κασέρι || ένα κεφάλι σκόρδο». 5. το επάνω στρογγυλό και πλατύ μέρος κάποιου αντικειμένου: «το κεφάλι της καρφίτσας || το κεφάλι της πινέζας || το κεφάλι του καρφιού». 6. στον πλ. τα κεφάλια, αυτοί που κατέχουν την εξουσία: «τα κεφάλια του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισαν περικοπή των συντάξεων». Υποκορ. κεφαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κεφάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 293 φρ.)·
- αγύριστο κεφάλι, άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει γνώμη, που δεν αλλάζει γνώμη, ακόμη και όταν έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι,της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). Συνών. αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό·
- άδειο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, μικρόνους: «μην επιμένεις να βρεις άκρη, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον που έχει άδειο κεφάλι»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- άνοιξαν κεφάλια, σημειώθηκαν βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις: «στις πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις, άνοιξαν κεφάλια, όταν οι εργάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα εργοστάσιο που το φρουρούσαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις»·
- άνοιξε το κεφάλι του, α. τραυματίστηκε, πληγώθηκε στο κεφάλι του που συνήθως αιμορραγεί: «χτύπησε στην άκρη της πόρτας κι άνοιξε το κεφάλι του». β. ανακουφίστηκε: «λούστηκα κι άνοιξε το κεφάλι μου»·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο, τραυματίστηκε στο κεφάλι του και προκλήθηκε μεγάλο τραύμα που συνήθως αιμορραγεί: «τον χτύπησε ένα μαδέρι, που έπεσε από ψηλά, κι άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο». Από την εικόνα του ανοιγμένου γαρίφαλου, που το κόκκινο χρώμα του παρομοιάζεται με το αίμα·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- αρβανίτικο κεφάλι, άνθρωπος του οποίου δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει με τίποτα γνώμη, γιατί είναι αρβανίτικο κεφάλι»·
- αρναούτικο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο κεφάλι·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρισε το κεφάλι μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. φρ. βάζω κάτω την κεφάλα, λ. κεφάλα·
- βάζω κεφάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. φρ. στοιχηματίζω το κεφάλι μου·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή: «δεν μπορώ κάθε τόσο να βάζω το κεφάλι μου για να σας γλιτώνω!». β. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω το κεφάλι μου, αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σου τα λέω»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, αποκτώ δικό μου σπίτι, αγοράζω σπίτι: «μετά από θυσίες και κόπους έβαλα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι»·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, α. λέγεται σε περίπτωση που στοιχηματίζω για κάτι την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, που στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω και βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, αν δεν είναι έτσι τα πράγματα». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «δεν μπορώ να βάζω το κεφάλι μου κάθε τόσο στο ντορβά για δικές σας βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα, να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις). Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε έναν ντορβά και πάνω από αυτόν περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά του χασάπη, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του χασάπη που βάζει το κεφάλι του ζώου που αποκεφάλισε μέσα σε έναν ντορβά·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «αν είναι σίγουρος για κάτι, δε διστάζει να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου»·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε ένα τσουβάλι και πάνω από αυτό περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. φρ. χτυπάει στο κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο·
- βάρυνε το κεφάλι μου, νιώθω άσχημα, νιώθω δυσφορία, είμαι κακοδιάθετος: «φαίνεται πως το ουίσκι ήταν μπόμπα, γιατί με δυο ποτηράκια βάρυνε το κεφάλι μου»·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το κεφάλι του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το κεφάλι του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη δουλέψει». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το κεφάλι μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσω πάλι δανεικά, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- βουίζει το κεφάλι μου, βλ. φρ. γυρίζει το κεφάλι μου·
- βουρ στο κεφάλι! βλ. λ. βουρ(!)·
- βουργάρικο κεφάλι, βλ. φρ. αρβανίτικο κεφάλι·
- βρίσκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- γεμίζω το κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι)· βλ. και φρ. του γεμίζω το κεφάλι·
- γέρνω το κεφάλι, με παίρνει ο ύπνος: «εκεί που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, έγειρε το κεφάλι»· βλ. και φρ. σκύβω το κεφάλι·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! ειρωνική άρνηση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «θέλω κάθε μήνα να μου πληρώνεις τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα. -Για κάνε έτσι το κεφάλι σου!». Συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά·
- για κούνα το κεφάλι σου! βλ. φρ. για κάνε έτσι το κεφάλι σου(!)·
- γίνομαι κεφάλι, εξελίσσομαι πνευματικά, γίνομαι διάνοια: «κανένας μας δεν το πίστευε πως θα γινόταν κεφάλι αυτός ο άνθρωπος»·
- γλίτωσε το κεφάλι του, α. διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και παρά τρίχα γλίτωσε το κεφάλι του». β. διατήρησε την ανώτερη δημόσια ή ιδιωτική θέση που κατείχε: «ο μόνος που γλίτωσε το κεφάλι του απ’ τις απολύσεις ήταν ο τάδε»·
- γυρίζει το κεφάλι μου, είμαι πολύ ζαλισμένος είτε από τα πολλά προβλήματα που με απασχολούν είτε επειδή έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το κεφάλι μου || ήπιαμε τόσο πολύ, που ακόμη γυρίζει το κεφάλι μου»·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. φρ. δεν αλλάζει κεφάλι·
- δε γυρίζει κεφάλι να…, δεν καταδέχεται να…, σνομπάρει κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, δε γυρίζει κεφάλι να σε χαιρετήσει || παντρεύτηκε την κόρη ενός βιομηχάνου κι από τότε δε γυρίζει κεφάλι να μας δει || απ’ τη μέρα που αγόρασε Μερσεντές, δε γυρίζει κεφάλι να δει άλλο αυτοκίνητο»·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σηκώνω κεφάλι, είμαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που κάνω και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο: «όταν καταπιάνομαι με κάτι, δε σηκώνω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο ή δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «επειδή στο τέλος του μήνα έχω εξετάσεις, εδώ και λίγο καιρό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο»·
- δεν αλλάζει κεφάλι, εμμένει στην ίδια νοοτροπία ή στις ίδιες συνήθειες που είχε: «χίλιες φορές τον συμβούλεψα να κόψει τα ξενύχτια, αλλά δεν αλλάζει κεφάλι»·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, είναι φτωχός και απροστάτευτος, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: «έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και τώρα δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του»·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, δεν έχει κάποιον που να του συμπαρασταθεί στον πόνο του, δεν έχει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τον πόνο του: «είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του»· βλ. και φρ. δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, α. δεν μπορώ να καλυτερεύσω τα άσχημα οικονομικά μου, δεν μπορώ να ορθοποδήσω: «απ’ τη μέρα που έχασα ένα σοβαρό ποσό σε κάποια αποτυχημένη δουλειά, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι». β. έχω συνεχώς ατυχίες, δυσκολίες, μου τυχαίνουν διάφορα προβλήματα, διάφορες αναποδιές: «με τις ατυχίες που με δέρνουν, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι»·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «έχω άγνοια για τις προθέσεις του, γιατί δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του». Πολλές φορές, μετά το έχει ακολουθεί το μέσα·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! δεν είμαστε δα και τόσο αυστηροί ή τόσο σκληροί, όσο λέγεται ή νομίζεται από πολλούς: «έλεγαν πως είμαι σκληρός κι εκδικητικός, όμως παρόλο το βαρύ σου παράπτωμα, βλέπεις ότι, δεν παίρνουμε και κεφάλια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. παίρνουν κεφάλια·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. φρ. δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, δεν αλλάζει την αρχική του γνώμη, είναι πολύ ισχυρογνώμονας, πολύ πεισματάρης: «ακόμη και λάθος να έχει, δεν του γυρίζεις εύκολα το κεφάλι για να το παραδεχθεί»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, α. δεν μπορεί να υπάρχουν δυο αρχηγοί σε μια ομάδα ανθρώπων: «θα κάνουμε ψηφοφορία ανάμεσα στους δυο σας για να βγάλουμε αρχηγό, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». β. δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ερωτευμένος με δυο άτομα: «θα πρέπει να διαλέξεις με ποια θα πας και ποια θ’ αφήσεις, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε στις μεγάλες τις καρδιές που αγαπάνε). Συνών. δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε / δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε / ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, ζαλίστηκα πολύ από κάποιο επίμονο θόρυβο ή από την πολυλογία, τη φλυαρία κάποιου: «χτίζουν μια οικοδομή δίπλα μας κι απ’ το θόρυβο έγινε το κεφάλι μου καζάνι || μιλούσε συνέχεια ώσπου έγινε το κεφάλι μου καζάνι»·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, α. τον εποπτεύω, τον προσέχω δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «επειδή τον συμπαθώ πάρα πολύ, απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη δουλειά, είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του για να μην κάνει καμιά ανοησία». β. τον καταπιέζω, τον κάνω να νιώθει άσχημα με την παρουσία μου: «κάθε φορά που είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, παθαίνει τρακ ο φουκαράς». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το συνεχώς·
- είναι γερό κεφάλι, είναι ευφυέστατος, πανέξυπνος: «απ’ όλη σας την παρέα μόνο ο τάδε είναι γερό κεφάλι, ενώ όλοι οι άλλοι είστε μπουμπούνες»· βλ. και φρ. είναι μεγάλο κεφάλι·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. φρ. είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο·
- είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, λέγεται για πρόσωπο, υπόθεση ή κατάσταση που δεν μπορεί κανείς να ανεχτεί, να υποστεί περισσότερο: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο || στα παιδικά μου χρόνια πέρασα τέτοια φτώχεια, που ήταν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο»·
- είναι δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι· 
- είναι κεφάλι, είναι έξυπνος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις εύκολα, γιατί είναι κεφάλι ο τύπος»·
- είναι κεφάλι (κάπου), έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τρόπο σκέψης σε κάποιο θέμα: «είναι κεφάλι στην έκθεση || είναι κεφάλι στα μαθηματικά»·
- είναι κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος
- είναι μεγάλο κεφάλι, α. είναι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος σε μια ειδικότητα ή τέχνη και γενικά στον τομέα του: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι μεγάλο κεφάλι || ο τάδε είναι μεγάλο κεφάλι στο εμπόριο». β. είναι πολύ γνωστός σε κάποιο χώρο και γενικά στην κοινωνία: «αυτή κατάγεται από άσημη οικογένεια, αλλά παντρεύτηκε κάποιον που είναι μεγάλο κεφάλι»·
- είναι ξερό κεφάλι, είναι αμετάπειστος, πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «όσο και να τον πιέσεις, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί είναι ξερό κεφάλι», εξ ου και το παιδικό άλφα βήτα το ρορό, το κεφάλι σ’ το ξερό·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. στραβοκέφαλος·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου κουδούνι·
- έπεσαν κεφάλια, α. καταδικάστηκαν άνθρωποι, χάθηκαν ζωές: «στη δίκη για το σκάνδαλο των προμηθειών έπεσαν κεφάλια || έπεσαν πολλά κεφάλια κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου». β. καθαιρέθηκαν άνθρωποι από ηγετικές ή διευθυντικές θέσεις: «με την άνοδο της νέας κυβέρνησης στην εξουσία, έπεσαν κεφάλια σ’ όλους τους οργανισμούς»·
- έπεσε με το κεφάλι, α. αρρώστησε βαριά: «στην αρχή λέγαμε πως ήταν μια αθώα γριπούλα αλλά, μέσα σε λίγες μέρες, έπεσε με το κεφάλι και πήραμε σβάρνα τους γιατρούς». β.  είχε ραγδαία οικονομική πτώση: «ξανοίχτηκε τόσο πολύ στη δουλειά του που, με την πρώτη δυσκολία, έπεσε με το κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που ρίχνεται στο κενό και η πτώση του είναι ραγδαία·
- έσπασα το κεφάλι (για) να…, βασανίστηκα πολύ για να βρω μια λύση σε κάποιο πρόβλημα: «έσπασα το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να τα φέρω βόλτα»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- έσπασαν κεφάλια, βλ. φρ. άνοιξαν κεφάλια·
- έσπασε το κεφάλι του, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του·
- έφαγε το κεφάλι του, α. ζημιώθηκε από δική του υπαιτιότητα, από δική του ευθύνη: «έκανε δουλειά μ’ έναν παλιάνθρωπο κι έφαγε το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει· σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δε ζει· το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι). β. έχασε τη ζωή του, σκοτώθηκε από δικό του λάθος ή απροσεξία, από δική του ευθύνη: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του κι έφαγε το κεφάλι του»·
- έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, αποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος, ηθικά μειωμένος: «όταν τον αντικατέστησαν στη διεύθυνση του εργοστασίου, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί είχαν γίνει γνωστές οι διάφορες λοβιτούρες του || μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·   
- έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με πεσμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με ριγμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά, α. αποχώρησε από κάπου αγέρωχος, περήφανος, ιδίως γιατί εκτέλεσε σωστά το καθήκον του: «τους κοίταξε όλους κατάματα κι έφυγε απ’ την υπηρεσία του με το κεφάλι ψηλά». β. αποχώρησε από κάπου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για να ντρέπεται  για κάτι: «όλοι ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες λοβιτούρες, αλλά ο τάδε έφυγε με το κεφάλι ψηλά, γιατί τ’ όνομά του δεν ακούστηκε πουθενά». Σε αντίθεση με αυτόν που έχει κάνει κάτι επιλήψιμο και περπατάει με χαμηλωμένο κεφάλι για να περνάει απαρατήρητος·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, (ειρωνικά) έχει πολύ μεγάλο και κάπως πεπλατυσμένο κεφάλι: «μόλις τον δεις θα βάλεις τα γέλια, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο»·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. φρ. έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, (ειρωνικά) έχει μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι: «ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα απ’ όλους, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι»·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. είναι κεφάλι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι ξερό κεφάλι·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, έχει πολλές έγνοιες: «τον βλέπεις πάντα σκεφτικό, γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του»· βλ. και φρ. έχει πολλά στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), μοιάζει απόλυτα με κάποιον: «αυτός ο νεαρός θα πρέπει να ’ναι ο γιος του τάδε, γιατί έχει το ίδιο κεφάλι με εκείνον»·
- έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «χτες το βράδυ ήπια πάρα πολύ, γι’ αυτό απ’ το πρωί σήμερα έχω βαρύ κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν έχω κάνει κάτι μεμπτό που να μου δημιουργεί προβλήματα ή κινδύνους: «δεν μπερδεύομαι σε ύποπτες δουλειές κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου || απ’ τη στιγμή που δεν πήρα μέρος στην κομπίνα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- έχω κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «μη μου μιλάς, γιατί μόλις ξύπνησα έπειτα από μεγάλο μεθύσι κι έχω κεφάλι»·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. σκοτούρα·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. φρ. κρατώ το κεφάλι χαμηλά·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω το κεφάλι ψηλά»·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- ηρέμησε το κεφάλι μου, α. απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το κεφάλι μου». β. απαλλάχτηκα από κάποιον έντονο θόρυβο που με ενοχλούσε: «τέλειωσαν τη δουλειά τους οι εργάτες με τα κομπρεσέρ που δούλευαν έξω απ’ το σπίτι μου και ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο, ήρθε σε κάποιο χώρο ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τ’ αφεντικό του τον συγχώρησε για την κατάχρηση που είχε κάνει κι ήρθε πάλι στη δουλειά με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·  
- ήρθε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με πεσμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με ριγμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. μυαλό·
- ησύχασε το κεφάλι μου, βλ. φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου·
- θα κόψω το κεφάλι μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το κεφάλι μου για να το βοηθήσω». Συνών. θα κόψω το λαιμό μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. θα μου στρίψει το κεφάλι·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, κοντεύω να τρελαθώ: «θα μου στρίψει το κεφάλι με τόσα προβλήματα και μ’ όλες αυτές τις αναποδιές που μου συμβαίνουν!»· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, λέγεται για κάτι που, αν γίνει, υπάρχει η βεβαιότητα πως θα υποστώ τις συνέπειες: «δε σ’ αφήνω να μπεις μέσα χωρίς άδεια γιατί, αν το μάθει ο υπεύθυνος, η πρωτοβουλία μου αυτή θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. ξέσπασε στο κεφάλι μου·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. φρ. θα σου πάρω το κεφάλι·
- θα σου πάρω το κεφάλι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν φύγεις χωρίς να το ξέρω, θα σου πάρω το κεφάλι || αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου πάρω το κεφάλι». Συνών. θα σου πάρω το λαιμό / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σ’ ακούσω άλλη φορά να βρίζεις τα θεία, θα σου σπάσω το κεφάλι»·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. θα σου φύγει το καφάσι, λ. καφάσι·
- θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (στο κεφαλάκι σου), ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς θα αποβεί σε βάρος σου: «ξέκοψε, όσο είναι καιρός, απ’ αυτές τις παλιοπαρέες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου || πάψε νε τρέχεις σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί που πας μην ξαναπάς· το κεφαλάκι σου θα φας
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- κακό κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, βλάκας. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: κακό κεφάλι + καλή τύχη = καλό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη). Πρβλ.: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- κακό του κεφαλιού σου! με τον τρόπο που ενεργείς εσύ θα βγεις χαμένος, εσύ θα βγεις ζημιωμένος: «εγώ δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στο πάρτι. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί θα περάσουμε υπέροχα! || παρ’ όλες τις αντιρρήσεις σας, εγώ θα συνεταιριστώ με τον τάδε. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί όπως σου είπα, είναι απατεώνας!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- καλό κεφάλι, άνθρωπος έξυπνος. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: καλό κεφάλι + κακή τύχη = κακό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου), παρά στο κεφάλι μου, είναι προτιμότερο να χάσω τα λεφτά μου παρά την υγεία μου: «σαν την υγεία δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, γι’ αυτό καλύτερα στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου»·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «εντέλει αυτό το παιδί δεν το βλέπω να προκόβει, γιατί πάντα κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του· 
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. φρ. κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια μέθης, έρχομαι στο κέφι μετά την κατανάλωση ποτού ή το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο άλλο ένα όμορφα και ταπεινά, κι όταν κάνουμε κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά). Μερικές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τετράγωνο·
- κάνω του κεφαλιού μου, ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, κάνω ό,τι μου κατέβει: «πρώτα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά τρέχεις να τα μπαλώσεις». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- κατά το κεφάλι και το κούρεμα, βλ. λ. κούρεμα·
- κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να καταλάβεις πως έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνεις πως τον μαλώνεις λίγο, κατεβάζει το κεφάλι του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, υποκύπτω: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις το κεφάλι σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου / κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, όποιος κάνει κακές ή λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές, υφίσταται και τις οδυνηρές συνέπειές τους: «δε σου φταίει κανείς γι’ αυτά που τραβάς τώρα, γιατί κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα»·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; λ. κεχαγιάς·  
- κλούβιο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «μήπως περίμενες καλύτερα αποτελέσματα από έναν με κλούβιο κεφάλι;». Αναφορά στο κλούβιο αβγό που είναι άχρηστο, για τα σκουπίδια·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβω το κεφάλι μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το κεφάλι μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το κεφάλι μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το λαιμό μου / κόβω το σβέρκο μου·
- κουδούνισε το κεφάλι μου, ζαλίστηκα, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «χτύπησα καθώς άνοιγε ο άλλος την πόρτα και κουδούνισε το κεφάλι μου»·
- κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκεφαλάκης. (Λαϊκό τραγούδι: τι με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο μου κεφάλι
- κόψε το κεφάλι σου! α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα επιτύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με νοιάζει εμένα πώς θα τα καταφέρεις, κόψε το κεφάλι σου!». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να καλύψω την επιταγή; -Κόψε το κεφάλι σου!». Συνών. κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, κρατώ σεμνή στάση, ιδίως έπειτα από κάποια πρόσφατη επιτυχία μου: «ο προπονητής του Π.Α.Ο.Κ., Αγ. Αναστασιάδης, προέτρεψε τους παίχτες του έπειτα από τη νίκη τους επί του Άρη, να κρατούν χαμηλά το κεφάλι και να ’χουν το μυαλό τους στο επόμενο παιχνίδι»·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, α. διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να ’φαγε κατραπακιές στη ζωή του, αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες να κρατήσω ψηλά το κεφάλι, μου λες να γελάσω σαν πρώτα και πάλι). β. δε χάνω το θάρρος μου: «παρ’ όλες τις ατυχίες που του ’τυχαν, κρατάει ψηλά το κεφάλι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, ψηλά κρατάω το κεφάλι
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- μ’ έπιασε το κεφάλι (μου), έχω πονοκέφαλο: «μου μιλούσε επί δυο ώρες συνέχεια και μ’ έπιασε το κεφάλι || έκαναν τέτοιο θόρυβο στο διπλανό διαμέρισμα, που μ’ έπιασε το κεφάλι μου»· βλ. και φρ. μου πήρε το κεφάλι·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μας ζάλισε το κεφάλι ή μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ή μου ζάλισε το κεφάλι ή μου ’χει ζαλίσει το κεφάλι, μου έγινε πολύ ενοχλητικός από την επιμονή του πάνω σε ένα θέμα ή από την πολυλογία του. (Λαϊκό τραγούδι: η πεντάμορφη ξανθούλα μου ’χει κάψει την καρδούλα κι η μελαχρινή, η άλλη, μου ζαλίζει το κεφάλι //  μου ’χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε την γκρίνια τη μεγάλη). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μας έχει πάρει (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι ή μου ’χει πάρει (το) κεφάλι, με πονοκεφάλιασε με την ακατάσχετη φλυαρία του ή με το θόρυβο που προκαλούσε: «ήρθε πρωί πρωί στο γραφείο μου και με πήρε κεφάλι με τις ερωτικές του περιπέτειες κατά τη διάρκεια των διακοπών || προσπαθεί να μπήξει ένα πάσαλο στην αυλή του  και μας πήρε το κεφάλι με τα ντάκα ντούκα απ’ το πρωί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. με χτύπησε στο κεφάλι·
- με ξύνει το κεφάλι μου, βλ. φρ. με τρώει το κεφάλι μου·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- με τρώει το κεφάλι, προσπαθεί επίμονα να με πείσει για κάτι: «απ’ το πρωί με τρώει το κεφάλι να πάρω κι εγώ μέρος στην εκδρομή που διοργανώνει»·
- με τρώει το κεφάλι μου, έχει φαγούρα: «κάθε φορά που λούζομαι μ’ αυτό το σαμπουάν, έπειτα με τρώει το κεφάλι μου»·
- με χτύπησε στο κεφάλι, α. επέδρασε αρνητικά επάνω μου, μου δημιούργησε πρόβλημα: «το πιοτό με χτύπησε στο κεφάλι». β. με νευρίασε υπερβολικά: «οι ψευτιές του με χτύπησαν στο κεφάλι»·
- μετράω κεφάλια, (για πρόσωπα ή ζώα) κάνω καταμέτρηση: «όπως έμπαιναν οι επιβάτες στο λεωφορείο, ο εισπράκτορας μετρούσε κεφάλια, για να εξακριβώσει αν όλοι οι επιβάτες ήταν παρόντες || καθώς έμπαιναν τα πρόβατα στο μαντρί, ο τσομπάνος μετρούσε κεφάλια, για να διαπιστώσει αν έλειπε κανένα αρνί»·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, εκφέρει διαφορετική γνώμη που μας φαίνεται παράξενη ή παράλογη: «έζησε χρόνια στο εξωτερικό ο άνθρωπος και μιλάει με άλλο κεφάλι»· βλ. και φρ. τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι·   
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, με πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μ’ είχε μια ώρα στη γωνία και μπλα μπλα μπλα μου ’κανε το κεφάλι καζάνι»·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. μου ’κανε το κεφάλι καζάνι·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «δεν είχα τι να κάνω και, κάποια στιγμή, μου κατέβηκε στο κεφάλι να βάλω μια τάξη στο υπόγειο του σπιτιού μου || έλεγα χτες βράδυ να πάω νωρίς στο σπίτι, αλλά, ξαφνικά, μου κατέβηκε στο κεφάλι να πάω στα μπουζούκια και το ξενύχτησα»·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε το κεφάλι». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε το κεφάλι ο φίλος μου να μην μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε τ’ αφτιά·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, μου συνέβη αναπάντεχα κάτι πολύ βαρύ, ιδίως κακό: «πρωί πρωί μου ’ρθε στο κεφάλι ο έλεγχος της εφορίας». (Λαϊκό τραγούδι: κρυφός είναι ο πόνος μου κι η λύπη μου μεγάλη, βάσανα που δεν ήλπιζα μου ’ρθανε στο κεφάλι
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου στρίβει το κεφάλι, τρελαίνομαι, παραφρονώ: «είχε τόσα πολλά προβλήματα, που στο τέλος του ’στριψε το κεφάλι»·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το καφάσι, λ. καφάσι·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «πού θα βρω μέσα σε τόσο λίγο καιρό τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να φας το κεφάλι σου! είδος κατάρας, με την έννοια να καταστραφείς, αλλά και να πεθάνεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το που·
- ξέσπασε στο κεφάλι μου, δέχτηκα την οργή κάποιου, χωρίς να είμαι υπεύθυνος για κάτι, ιδίως κακό: «επειδή δεν μπόρεσε να βρει ποιος ήταν αυτός που έστειλε τη λανθασμένη παραγγελία, ξέσπασε στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου·  
- ξύνει το κεφάλι του, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του, δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει την κεφάλα του·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. λ. φτέρνα·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, όταν κάποιος δε μελετάει καλά κάποιες ενέργειές του ή όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «όλο το καλοκαίρι έτρωγα σαν το ζώο και τώρα πρέπει να κάνω σκληρή δίαιτα για ν’ αδυνατίσω, γιατί βλέπεις ό,τι τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: μου έδωσες το μάθημα για να μου λεν και άλλοι: ό,τι τραβάει το κορμί το φταίει το κεφάλι
- πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. πάει να σπάσει το κεφάλι μου·
- πάει να σπάσει το κεφάλι μου, έχω δυνατό πονοκέφαλο: «δώσε μου κάποιο παυσίπονο, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου»·
- παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. φρ. παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα)·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), εκθέτω τη ζωή μου ή τη θέση εργασίας που κατέχω σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «πρέπει να κάνω οπωσδήποτε διάφορες εξετάσεις, γιατί, όπως μου είπε ο γιατρός, παίζω το κεφάλι μου αν το αμελήσω || δεν μπορώ να κάνω αυτή την παρατυπία για να πάρεις το δάνειο, γιατί παίζω το κεφάλι μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνει κεφάλια, είναι πολύ αυστηρός, πολύ σκληρός: «έχετε το νου σας, γιατί ο νέος διευθυντής της επιχείρησης παίρνει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνω κεφάλια·
- παίρνουν κεφάλια, (για κέντρα διασκέδασης) είναι πάρα πολύ ακριβό: «έχουν καλό πρόγραμμα, δε λέω, αλλά παίρνουν κεφάλια»·
- παίρνω κεφάλι, αρχίζω να προπορεύομαι σε κάποια αναμέτρηση: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψήφων, στην περιφέρειά μας πήρε κεφάλι ο τάδε βουλευτής || μετά τα πρώτα δυο χιλιάδες μέτρα, στην κούρσα πήρε κεφάλι ο τάδε δρομέας». Από την εικόνα των αλόγων στον ιππόδρομο που να φαίνεται σιγά σιγά το κεφάλι του αλόγου το οποίο αρχίζει να προπορεύεται· βλ. και φρ. μας πήρε (το) κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, τιμωρώ, καθαιρώ ανώτερους ή ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους από τις θέσεις που κατέχουν: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πάρει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνει κεφάλια·
- πάρ’ του το κεφάλι! προτροπή σε κάποιον να φερθεί σκληρά, παραδειγματικά στο άτομο εκείνο που εξακολουθητικά του συμπεριφέρεται προκλητικά ή προσβλητικά: «μην τον αφήνεις άλλο να ξεφτιλίζει· πάρ’ του το κεφάλι!». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι! από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων μπάσκετ του Άρη στον παίχτη της ομάδας τους, να κατανικήσει την αντίπαλη ομάδα·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά, είμαι περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «έκανα χίλιες δυο δουλειές στη ζωή μου και τώρα που βγήκα στη σύνταξη περπατώ με το κεφάλι ψηλά»·
- πέφτουν κεφάλια, γίνονται εκκαθαρίσεις, καθαιρέσεις, απομακρύνονται από τις διοικητικές τους θέσεις ανώτεροι ή ανώτατοι υπάλληλοι: «στο τάδε υπουργείο πέφτουν κεφάλια»·
- πέφτω με το κεφάλι, η οικονομική μου πτώση επέρχεται ραγδαία: «με τα ανοίγματα που έκανε στη δουλειά του, όλοι το περιμέναμε πως κάποια στιγμή θα ’πεφτε με το κεφάλι»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, πονοκεφάλιασα: «πιάστηκε το κεφάλι μου μ’ όλες αυτές τις φωνές»·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, το εξαλείφει με ανορθόδοξο και επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο: «πρέπει να εντοπίσουμε πού χωλαίνει η επιχείρηση για να το διορθώσουμε κι όχι πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, να την κλείσουμε, δηλαδή, για να μη χάσουμε άλλα λεφτά!»·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, ντροπιάζομαι ταπεινώνομαι: «με την παραμικρή παρατήρηση που του κάνεις, ρίχνει το κεφάλι του κάτω κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω κεφάλι, α. αντιδρώ βίαια, επαναστατώ: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί άλλο τις αδικίες που γίνονταν μέσα στην επιχείρηση και σήκωσε κεφάλι». β. τα οικονομικά μου, μετά από κάποια περίοδο κάμψης, αρχίζουν να καλυτερεύουν, ξεπερνώ τις οικονομικές δυσκολίες μου: «είχα την εντύπωση πως θα χρεοκοπούσε, αλλά, μπράβο του, σήκωσε πάλι κεφάλι»·
- σκληρό κεφάλι, βλ. φρ. χοντρό κεφάλι·
- σκύβω το κεφάλι (επάνω σε κάποιον ή σε κάτι), δείχνω αμέριστο ενδιαφέρον, αμέριστη φροντίδα, ιδίως στα προβλήματα που απασχολούν κάποιον ή κάποια υπόθεση: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την αγροτιά || η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να βρει τρόπο να εξαλείψει τη μάστιγα των ναρκωτικών»·
- σκύβω το κεφάλι, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν τον δεις να σκύβει το κεφάλι, πάει να πει πως έχει λάθος». β. υποτάσσομαι: «είναι πολύ ατίθασος άνθρωπος και δε σκύβει κεφάλι με τίποτα». (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη). γ. ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις τον κατσάδιασε ο άλλος, έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου)· βλ. και λ. σπάσιμο·
- σπάω το κεφάλι μου, α. βασανίζομαι να καταλάβω, να κατανοήσω κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι ήθελε να μου πει με το υπονοούμενο που μου πέταξε». β. βασανίζω τη σκέψη μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού ξανάδα αυτόν τον άνθρωπο». γ. βασανίζω τη σκέψη μου για να βρω μια λύση σε κάτι που με απασχολεί πολύ: «σπάω το κεφάλι μου να δω πώς θα βολέψω την άσχημη κατάσταση που διαμορφώθηκε». δ. τραυματίζω, ματώνω το κεφάλι μου: «χτύπησα στην άκρη του τραπεζιού κι έσπασα το κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μια πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου)· βλ. και φρ. έσπασα το κεφάλι (για) να(…)·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω οικτρά για κάτι που έκανα ή που είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή που δεν είπα: «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που βοήθησα έναν τέτοιο παλιάνθρωπο || σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που δεν αγόρασα το λαχείο που μου πρότεινε ο λαχειοπώλης, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- στοιχηματίζω το κεφάλι μου ή στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. στοιχηματίζω την ίδια τη ζωή μου και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «στοιχηματίζω το κεφάλι μου πως, όταν έρθει, θα κάνει πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια τη ζωή μου: «μα είναι δυνατό να στοιχηματίζω κάθε τόσο το ίδιο μου το κεφάλι για να σε γλιτώνω απ’ τα μπλεξίματά σου;»·
- στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- στραβό κεφάλι, άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος, ισχυρογνώμονας: «είναι τόσο στραβό κεφάλι, που, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, μπορεί να σου βγάλει την πίστη»·
- στρώνω κεφάλι, βλ. φρ. κάνω κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του γιατί τα βγάζει απ’ το κεφάλι του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του /  τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, λέει τρομερά ψέματα ή μεγαλοποιεί υπερβολικά ένα γεγονός: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί όλα τα κάνει με ουρές και με κεφάλια». Ίσως αναφορά στους μυθικούς δράκοντες που είχαν πολλά κεφάλια ή πολλές ουρές·
- τα μεγάλα κεφάλια, α. η οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ή πνευματική εξουσία ενός τόπου: «μετά το σεισμό ήρθαν τα μεγάλα κεφάλια για να διαμορφώσουν προσωπική γνώμη για τις ζημιές που προκλήθηκαν». β. (ειρωνικά) οι αναγνωρισμένοι, οι φτασμένοι απατεώνες: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται όλα τα μεγάλα κεφάλια της περιοχής μας»·
- τα κεφάλια μέσα! προτροπή για δουλειά έπειτα από ένα διάστημα αργίας ή διακοπών: «απ’ τη στιγμή που πέρασαν οι γιορτές, τα κεφάλια μέσα!». (Τραγούδι: τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα
- τα παθαίνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. φρ. τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα πήρα στο κεφάλι, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι σε γέρο άνθρωπο, τα πήρα στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο». (Τραγούδι: με την πρώτη ζάλη τη θυμάμαι πάλι, τα παίρνω στο κεφάλι, φωνάξτε έναν γιατρό). Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. φρ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, λ. φτέρνα·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των κακών ή άστοχων ενεργειών μου: «δε ρίχνω το βάρος σε κανέναν, γιατί, ό,τι τραβώ, τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου»·
- τι έχεις στο κεφάλι σου; επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε: «τι έχεις στο κεφάλι σου, βρε παιδάκι μου, και δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω μια ώρα;». Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται, αναφέροντας και το είδος που έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε και που είναι το άχυρο ή τα πίτουρα ή τα πριονίδια ή τα σκατά· βλ. και φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; έκφραση που δηλώνει επιείκεια για το λάθος ή τη ζημιά που προξένησε κάποιος: «εντάξει, ρε παιδιά, ο άνθρωπος παραδέχεται το λάθος του. Τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; || έγινε η ζημιά που έγινε, τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι;»·                                                                                                                 
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, του οποίου η έντονη ενασχόληση με τα ερωτικά του, τα σεξουαλικά του, του δημιουργεί διάφορα προσωπικά προβλήματα, ακόμη και καταστροφή: «τρέχει σαν τρελός πίσω από τις γυναίκες, σαν να μην ξέρει πως πολλές φορές το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι»·  
- το κεφάλι στη γούρνα! βλ. συνηθέστ. το κεφάλι στο φούρνο(!)·
- το κεφάλι στο φούρνο! προτροπή σε κάποιον να σκύψει το κεφάλι του, για να μη χτυπήσει σε κάποιο εμπόδιο ή για να μην τον χτυπήσουν από κάπου, που τον σημαδεύουν· βλ. και φρ. τα κεφάλια μέσα(!)·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. φρ. το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι ή το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι την πίεσή του ή τον καταπιεστικό έλεγχό του: «επειδή είναι διευθυντής μου, τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου και δεν μπορώ να πάω ούτε για κατούρημα, αν δεν πάρω την άδειά του || είναι πατέρας μου και τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου στη δουλειά»·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, είμαι υψηλότερός του: «είναι ψηλό παιδί, δε λέω, αλλά εγώ τον περνώ ένα κεφάλι || είσαι ψηλό παιδί, αλλά ο τάδε σε περνάει δυο κεφάλια». Δεν ακούγεται ή ακούγεται πολύ σπάνια τρία κεφάλια·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον τρώει το κεφάλι του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά τα καμώματά του μου φαίνεται πως τον τρώει το κεφάλι του»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- του άνοιξα το κεφάλι, τον τραυμάτισα, τον πλήγωσα στο κεφάλι: «του πέταξα από μακριά μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο, του προξένησα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι: «τον χτύπησα με την καρέκλα και του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·    
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του γεμίζω το κεφάλι, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το κεφάλι και πήρε τη δουλειά || εσύ φταις, που του γέμισες το κεφάλι με τις βλακείες σου και τον έκανες να μην έχει όρεξη για δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: του γεμίζουν το κεφάλι φίλοι καρδιακοί όσα βγάζει να τα τρώνε σε μια Κυριακή μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής)· βλ. και φρ. γεμίζω το κεφάλι·
- του γυρίζω το κεφάλι, μετά από επίμονη προσπάθεια του αλλάζω γνώμη, τον μεταπείθω: «με το πες πες, του γύρισα το κεφάλι ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, τον ζάλισα με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «μέχρι να τον πείσω να μου δώσει τα δανεικά που μου χρειάζονταν του ’κανα το κεφάλι καζάνι»·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. του ’κανα το κεφάλι καζάνι·
- του παίρνω το κεφάλι, α. τον ζαλίζω με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «είχε δίκιο που σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί του πήρα το κεφάλι με τη φλυαρία μου». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «ήταν το δέκατο απανωτό λάθος που έκανε, γι’ αυτό κι εγώ του πήρα το κεφάλι». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη, πάρ’ τους το κεφάλι, από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων της ομάδας μπάσκετ του Άρη προς το αστέρι της ομάδας τους για να κατανικήσει τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. γ. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω. (Λαϊκό τραγούδι: και σένα, άπιστη, κακιά, σου πήρα το κεφάλι και δε θα ξαναγύρεις πια σε αλλουνού αγκάλη). Συνών. του παίρνω το λαιμό / του παίρνω το σβέρκο·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. φρ. τον περνώ ένα κεφάλι·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, είναι ο κύριος υπαίτιος για τα προβλήματα που του έχουν προκύψει, λόγω του πείσματος ή της ξεροκεφαλιάς του: «όλοι μας του λέγαμε να μην την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί στο τέλος την έκανε χωρίς ν’ ακούσει κανένα μας». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος του φταίει του Μιχάλη, το ξερό του το κεφάλι
- τους βλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα· 
- τους μαλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, ο κουτός, ο ανόητος, ο βλάκας είναι πάντοτε χαρούμενος, δεν τον βασανίζουν τα προβλήματα, οι σκοτούρες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και δεν καταπονείται από τη ζωή και τα χρόνια: «αυτός ζει στον κόσμο του και θα μας θάψει όλους, γιατί τρελού κεφάλι δε γερνάει»·
- τσάκισα το κεφάλι μου, το έσπασα, το πλήγωσα, το τραυμάτισα: «δεν είδα το κοντάρι και, καθώς έπεσα πάνω του, τσάκισα το κεφάλι μου»·
- τσαούσικο κεφάλι, άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, αυταρχικός, ισχυρογνώμονας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τσαούσικο κεφάλι»·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, α. μετά από μια περίοδο παραλογισμού, άλλαξε στάση και μιλάει συνετά, μετρημένα: «αφού του εξήγησα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι ο άνθρωπος». β. λέγεται και με εντελώς αντίθετη ερμηνεία: «ήταν συνετό παιδί, αλλά τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, γιατί έμπλεξε με τους αλήτες»·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι ή φταίει το κεφάλι του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος αίτιος για τις δυσκολίες που του προέκυψαν: «δε φταίει κανένας, φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί δεν άκουγε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: λέω ότι φταίει το κεφάλι το ξερό,μα στο φινάλε η κουτή σε συγχωρώ
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κάνω κεφάλι·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, μη με ενοχλείς, μη με πιέζεις, άφησέ με ήσυχο: «φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί έχω μια δουλειά που πρέπει να την παραδώσω αύριο»·
- χάνω το κεφάλι μου, στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «αν δεν είναι αυτός που μας πρόδωσε, χάνω το κεφάλι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- χοντρό κεφάλι, άνθρωπος που καταλαβαίνει δύσκολα αυτό που του λέμε, ο χοντροκέφαλος: «είναι τόσο χοντρό κεφάλι, που δεν καταλαβαίνει με τίποτα αυτά που του λες»·
- χτυπάει στο κεφάλι, (για ποτά) είναι πολύ δυνατό: «πίνε λίγο λίγο απ’ αυτό το ποτό, γιατί χτυπάει στο κεφάλι»·
- χτυπώ το κεφάλι μου, μετανιώνω για κάτι που έκανα ή είπα, ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα ή είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα: «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, που τον βοήθησα τον παλιοαλήτη! || χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο που δεν μαρτύρησα τότε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις,κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- ψηλά το κεφάλι! προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, που απέτυχε σε κάτι, να μη χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθησή του: «μη στενοχωριέσαι που απέτυχες στις εξετάσεις, γιατί θα ξαναδώσεις του χρόνου. Ψηλά το κεφάλι!».

κεχαγιάς

κεχαγιάς, ο, ουσ. [<τουρκ. kahya (= διαχειριστής, οικονόμος)], ο κεχαγιάς· αυτός που χωρίς κάποιο λόγο ή δικαίωμα επιμένει να ελέγχει τη δουλειά ή τη συμπεριφορά μας: «εμένα μη μου κάνεις τον κεχαγιά, γιατί δεν ανέχομαι τέτοια πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν κάνω για ζευγάς για σέμπρος για τσιράκι να με προστάζει ο κεχαγιάς απ’ τ’ αψηλό κονάκι)·    
- δε θέλω κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε θέλουμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας, βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε(;)·  
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας σε βάλαμε(;)·
- δε θέλω κεχαγιά στον πούτσο μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στον πούτσο μας, βλ. φρ. κεχαγιά στον πούτσο μας (μου σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; λέγεται επιθετικά σε άτομο που σε μια διαμάχη ή σε έναν διαπληκτισμό μας με κάποιον παίρνει απρόσκλητος το μέρος του ενός ή του άλλου ή εκφέρει τη γνώμη του για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο. Πολλές φορές, η επιθετική αυτή έκφραση εκφέρεται και από τους δυο διαπληκτιζομένους. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ γιατί χώνεσαι ή το εσύ τι χώνεσαι. Συνών. δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; / καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; / κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; / ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; / χωροφύλακα σε βάλαμε ή χωροφύλακα σε βάλανε(;)·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε(;)·
- κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε;

κλάμα

κλάμα, το, ουσ. [<μσν. κλάμα <αρχ. κλαῦμα], το κλάμα. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αμολάω τα κλάματα, βλ. φρ. βάζω τα κλάματα·
- αρχίζω τα κλάματα ή αρχίζω το κλάμα, βλ. φρ. βάζω τα κλάματα·
- βάζω τα κλάματα ή βάζω το κλάμα, κλαίω: «είναι πολύ ευαίσθητο παιδί και με το παραμικρό βάζει τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα πράματα, κοίτα πράματα, άντρας δυο μέτρα έβαλες τα κλάματα)·
- βαλάντωσε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε σωματικά και ψυχικά: «μόλις έμαθε πως δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο, βαλάντωσε στο κλάμα»·
- για κλάματα, λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα, που είτε έχει μεγάλη άγνοια για το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται είτε βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση και προκαλεί έντονα ειρωνικά σχόλια: «δικηγόρος για κλάματα || αυτοκίνητο για κλάματα»· βλ. και φρ. είναι για κλάματα·
- δουλειά για κλάματα, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κλάμα, α. έγινε μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναταραχή, μεγάλο μάλωμα: «όταν σηκώθηκαν οι δυο παρέες και πιάστηκαν στα χέρια, έγινε κλάμα». β. έγινε μεγάλο γλέντι, δημιουργήθηκε μεγάλο κέφι: «όταν άρχισαν να παίζουν και τα όργανα, έγινε κλάμα μέσα στο μαγαζί»·
- είναι για γέλια και για κλάματα, βλ. λ. γέλιο·
- είναι για κλάματα, βρίσκεται σε δεινή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση, είναι αξιολύπητος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι για κλάματα || απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, είναι για κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τις παρανομίες μου και τα μεγάλα σφάλματα, έπεφτα θύμα συμφοράς και ήμουνα για κλάματα)· βλ. και φρ. για κλάματα·
- έλιωσε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε σωματικά και ψυχικά: «μόλις τη ζήτησα να χωρίσουμε, έλιωσε στο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: ξέχασες που με ζήλευες κι έλιωνες απ’ τα κλάματα κι έτρεχες και με γύρευες μεσάνυχτα, χαράματα
- έπεσε κλάμα, α. έκλαψαν πολύ όλοι οι παρευρισκόμενοι: «στην κηδεία του τάδε έπεσε κλάμα». β. στενοχωρήθηκαν όλοι πολύ: «μόλις η ομάδα μας δέχτηκε γκολ στο τελευταίο λεπτό του αγώνα κι έχασε το κύπελλο, έπεσε κλάμα στην κερκίδα». γ. λέγεται και με την έννοια ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλασαν μέχρι δακρύων από κάποια αστεία κατάσταση που δημιουργήθηκε: «μόλις τον έκανε τσακωτό η γυναίκα του μέσα στην γκαρσονιέρα με την γκόμενά του, έπεσε κλάμα»· 
- έπεσε χοντρό κλάμα, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- έσκασε στο κλάμα, έκλαψε γοερά: «έσκασε στο κλάμα μέχρι να τον αφήσει ο πατέρας του να πάει εκδρομή με την παρέα του»·
- και κλάμα η κυρία! έκφραση που επιτείνει την έννοια μιας δυσάρεστης ή μιας ευχάριστης κατάστασης: «έγινε τέτοιο μάλωμα, τι να σου πω, και κλάμα η κυρία! || δεν ξανάγινε τέτοιο γλέντι, και κλάμα η κυρία!». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. ακούγεται και το ρε παιδάκι μου·
- κλαίω με μαύρο κλάμα, κλαίω απαρηγόρητα, κλαίω με μαύρο δάκρυ: «στην κηδεία του πατέρα του έκλαψε με μαύρο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα, τότε θα κλάψεις με μαύρο κλάμα
- κλάμα και κακό! δυνατό, έντονο κλάμα: «βρε, κλάμα και κακό, αυτό το μωρό!»·
- λύθηκε στο κλάμα, έκλαψε απαρηγόρητα: «μόλις της έκανε γνωστή την πρόθεσή του να χωρίσουν, λύθηκε στο κλάμα»·
- με παίρνουν τα κλάματα ή με παίρνει το κλάμα, αρχίζω να κλαίω: «όταν παρακολουθώ κάποιο συγκινητικό έργο, με παίρνουν τα κλάματα»·
- με πιάνουν τα κλάματα ή με πιάνει το κλάμα, βλ. φρ. με παίρνουν τα κλάματα. (Λαϊκό τραγούδι: κι ύστερα με πιάσαν Θε μου κάτι κλάματα και με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα)·
- μελάνιασε απ’ το κλάμα ή μελάνιασε στο κλάμα, έκλαψε τόσο έντονα, που το πρόσωπό του μαύρισε από την πίεση: «πάνω απ’ το φέρετρο του πατέρα του μελάνιασε στο κλάμα»·
- μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, είμαι πολύ απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «όσο σκέφτομαι πως δεν περιμένω βοήθεια από πουθενά, μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα»·
- μπήγω τα κλάματα, βλ. φρ. πατώ τα κλάματα·
- ξέσπασε σε κλάματα ή ξέσπασε σε κλάμα ή ξέσπασε στο κλάμα, άρχισε απότομα να κλαίει δυνατά: «κάποια στιγμή, δεν μπόρεσε να κάνει άλλο υπομονή και ξέσπασε σε κλάματα»·
- πατώ τα κλάματα ή πατώ το κλάμα, ξεσπώ, βάζω τα κλάματα: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, πατάει τα κλάματα»·
- πλάνταξε στο κλάμα, έκλαψε γοερά, του κόπηκε η αναπνοή από το γοερό κλάμα: «την ώρα του αποχωρισμού τους η γυναίκα του πλάνταξε στο κλάμα»·
- πνίγομαι στο κλάμα, κλαίω έντονα: «όταν βλέπει καμιά παλιά ελληνική λυπητερή ταινία, πνίγεται στο κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίσαμε απόβραδο, κι ήτανε Σαββατόβραδο. Κι ως τα βαθιά χαράματα με πνίξανε τα κλάματα
- ρίχνω κλάμα, κλαίω ασταμάτητα: «να δεις κλάμα που ρίχνω, όταν βλέπω κάποιο συγκινητικό έργο!»·
- σκοτώθηκε στο κλάμα, έκλαψε τόσο πολύ, που εξαντλήθηκε: «μόλις έμαθε πως ο γιος του έπεσε θύμα τροχαίου, σκοτώθηκε στο κλάμα»·
- σπάραξε στο κλάμα, βλ. φρ. πλάνταξε στο κλάμα·
- σπαρτάρισε στο κλάμα, έκλαψε πολύ έντονα και σπασμωδικά: «σπαρτάρισε στο κλάμα την ώρα της κατάσχεσης του σπιτιού του»·
- σπαρταριστό κλάμα, που είναι πολύ έντονο και κάνει το κορμί να πάλλεται από τα αναφιλητά: «μόλις του ανήγγειλαν το θάνατο του πατέρα του, ξέσπασε σε σπαρταριστό κλάμα»·
- το ’ριξε στα κλάματα ή το ’ριξε στο κλάμα, άρχισε να κλαίει: «επειδή η σκηνή ήταν πολύ συγκινητική, το ’ριξε στο κλάμα»·
- τον έπιασαν τα κλάματα ή τον έπιασε το κλάμα, βλ. φρ. τον πήραν τα κλάματα·
- τον έφαγε το κλάμα, έκλαψε εξαντλητικά: «πάνω στον τάφο του πατέρα του τον έφαγε το κλάμα». (Λαϊκό τραγούδι: με άλλον καλέ, με άλλον με παντρεύουνε, σε σένα ο νους μου πάει κι αντί σαν άλλες να χαρώ, το κλάμα θα με φάει
- τον πήραν τα κλάματα ή τον πήρε το κλάμα, άρχισε να κλαίει: «τη στιγμή του αποχωρισμού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει και τον πήραν τα κλάματα || τον πήρε το κλάμα απ’ το παράπονο».

κλήρος

κλήρος, ο, ουσ. [<αρχ. κλῆρος], ο κλήρος· ο λαχνός που κληρώνεται και αυτή η ίδια η διαδικασία της κλήρωσης: «τι αριθμό είχε ο κλήρος που τράβηξες; || ποιος κέρδισε στον κλήρο που έγινε;»·
- βάζουμε στον κλήρο, βλ. φρ. ρίχνουμε τον κλήρο·
- βάζω στον κλήρο, κληρώνω κάτι για να δω ποιος θα το κερδίσει, κάνω κλήρωση: «έβαλε στον κλήρο ένα αυτοκίνητο και το κέρδισε ο τάδε»·
- μου ’λαχε ο κλήρος, βλ. φρ. μου ’πεσε ο κλήρος·
- μου ’πεσε ο κλήρος, μου ανατέθηκε από κάποιον ή κάποιους να προβώ σε μια ενέργεια, ή ύστερα από κλήρωση ή ψηφοφορία υποχρεώθηκα να κάνω κάτι που μου ήταν ανεπιθύμητο: «μου ’πεσε ο κλήρος να πληροφορήσω τον τάδε πως σκοτώθηκε ο γιος του || μου ’πεσε ο κλήρος να βάλω το δικό μου αυτοκίνητο για τη μεταφορά»· (Παιδικό τραγούδι: κι ο κλήρος πέφτει στο γενναίο που ήταν αταξίδευτος)· βλ. και φρ. μου ’πεσε στον κλήρο·
- μου ’πεσε στον κλήρο, κέρδισα κάτι ύστερα από κλήρωση: «αυτό τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις, μου ’πεσε στον κλήρο»·
- ρίχνουμε τον κλήρο, αποφασίζουμε κάτι με κλήρο, με κλήρωση: «ρίξαμε τον κλήρο για να δούμε ποιος θα πληρώσει τα έξοδα». (Παιδικό τραγούδι: και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί
- ρίχνω στον κλήρο, βλ. συνηθέστ. βάζω στον κλήρο·
- τραβώ τον κλήρο, παίρνω μέσα από την κληρωτίδα έναν λαχνό για να αναδείξω τον τυχερό σε κάποια κλήρωση: «ένας πιτσιρικάς τράβηξε τον κλήρο και τ’ αυτοκίνητο που κληρωνόταν το κέρδισε ο τάδε».

κόλπο

κόλπο, το, ουσ. [<μσν. κόλπον <ιταλ. colpo]. 1. παράνομη δουλειά ή δραστηριότητα μικρής διάρκειας, που συνδυάζει την πονηριά με την τόλμη και αποσκοπεί στο κέρδος ή στην εκπλήρωση ενός στόχου, η απάτη, η κομπίνα: «ετοιμάζει ένα κόλπο, που, αν πιάσει, θα χεστεί στο τάλιρο». (Λαϊκό τραγούδι: όλο κόλπα και κομπίνες ο Αγαθοκλής, πότε λέει είμ’ επιστήμων, πότε ερευνητής). 2. τέχνασμα, νάζι, πονηριά, ελιγμός, στρατηγική: «αυτή τη γυναίκα μόνο με κόλπο μπορείς να τη ρίξεις». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει το κορόιδο, ζούλα τον κοιτάει  και με κόλπο έξυπνο τονε χαιρετάει). 3. ο αντικειμενικός σκοπός, η αντικειμενική επιδίωξη: «αυτά που λέτε, εγώ τ’ ακούω βερεσέ, γιατί όλο το κόλπο είναι να τον πείσουμε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά». 4. η συμπαιγνία: «τι κόλπα είναι αυτά, δεν ντρέπεστε λίγο να μου φέρεστε μ’ αυτόν τον τρόπο!». 5. οργανωμένο σχέδιο που αποσκοπεί σε εξαπάτηση: «έμειναν έκπληκτοι με το κόλπο που χρησιμοποίησε για να τους φάει τα λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το κόλπο συχνά που παίζεις δε θα κρατήσει πολύ καιρό, γιατί το θύμα σαν θα ξυπνήσει, θα σου ζητάει λογαριασμό). 6. έξυπνο ταχυδακτυλουργικό τέχνασμα ή επιδέξια ενέργεια, που γίνεται από κάποιον για να διασκεδάσει ή να εντυπωσιάσει την ομήγυρη: «ξέρει ένα κόλπο με την τράπουλα, που, κάθε φορά που θα πετάς εσύ φύλλο, αυτός θα κάνει ξερή || ξέρει ένα σωρό κόλπα, που μένεις με το στόμα ανοιχτό!». 7. (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωτικός δεσμός: «πάμε στην παραπάνω γειτονιά να δω ένα κόλπο που έχω κι ύστερα είμαι στη διάθεσή σου». (Λαϊκό τραγούδι: από το παρελθόν σου τίποτα δεν ξεχνάς και στα παλιά σου κόλπα σ’ αρέσει να γυρνάς). 8. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) η καθεμιά χαρτοπαικτική παρτίδα: «βρισκόμαστε στο τρίτο κόλπο». 9α. στον πλ. τα κόλπα, εκδηλώσεις χαράς: «μόλις με είδε τα σκυλάκι μου, άρχισε τα κόλπα». β. οι ερωτοτροπίες, τα καμώματα, τα νάζια: «τώρα είναι όλο κόλπα, αλλά πού θα μου πάει, θα πέσει!». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έκαψε η φούστα σου, τα κόλπα και τα γούστα σου).γ. το σύνολο των πραγμάτων που είναι απαραίτητα για μια δουλειά: «πήρες όλα τα κόλπα για το ψάρεμα;». Υποκορ. κολπάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·  
- άλλα κόλπα! δηλώνει με κάποια διάθεση ενθουσιασμού ευχάριστες καταστάσεις: «περάσατε καλά στο γλέντι; -Άλλα κόλπα! || θα περάσουμε καλά εκεί που θα πάμε; -Άλλα κόλπα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. φρ. καινούριο κόλπο αυτό(!)·
- άσ’ τα κόλπα, α. άφησε τις πονηριές και συμπεριφέρσου γνήσια, με ειλικρίνεια: «άσ’ τα κόλπα και πες μου ακριβώς τι θέλεις». β. μην κάνεις νάζια, καμώματα: «ας τα κόλπα, αφού ξέρω πως θέλεις να ’ρθεις». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το πίτσι πίτσι πίτσι, το ’χεις πρήξει το κορίτσι, άσ’ τα κόλπα, βρε Βαγγέλα, κόφ’ το κάν’ την καραμέλα)· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα κόλπα(!)·
- βρίσκω το κόλπο, βλ. συνηθέστ. βρίσκω το κολάι, λ. κολάι·
- δεν αφήνεις τα κόλπα! προτρεπτική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον, που αντιληφθήκαμε πως θέλει να μας ξεγελάσει, να πάψει να ενεργεί με τον ίδιο τρόπο, γιατί έγινε αντιληπτός: «δεν αφήνεις τα κόλπα, που νοιάζεσαι μόνο για το καλό μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε· 
- (δεν) έπιασε το κόλπο, (δεν) πέτυχε η κομπίνα, το τέχνασμα, ο ελιγμός: «τα σχεδίασε όλα τόσο καλά, αλλά δεν έπιασε το κόλπο || θέλησε να τον ξεγελάσει, αλλά δεν έπιασε το κόλπο || ευτυχώς έπιασε το κόλπο αι τη σκαπουλάραμε»·
- δεν πιάνουν τα κόλπα σου, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που με διάφορα καμώματα, πονηριές και νάζια, επιδιώκει να απαλύνει την άσχημη διάθεση που έχουμε γι’ αυτό ή να μας εξαπατήσει: «άσε τις μαλαγανιές, γιατί δεν πιάνουν τα κόλπα σου». (Λαϊκό τραγούδι: τα δάκρυα κι οι στεναγμοί εσένα θα μαράνουν, τίποτα δε με συγκινεί τα κόλπα σου δεν πιάνουν)· 
- είμαι στο κόλπο, συμμετέχω σε κάποια νόμιμη ή συνήθως παράνομη δουλειά ή δραστηριότητα: «απ’ τη στιγμή που υπάρχει τόσο πολύ χρήμα, είμαι στο κόλπο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εγώ·
- καινούριο κόλπο αυτό! λέγεται ειρωνικά ή επιθετικά σε άτομο που ενεργεί με τρόπο που μας είναι άγνωστος και που ενδέχεται να αποβεί σε βάρος μας. Πολλές φορές, μετά το κόλπο ακολουθεί το πάλι. Συνών. καινούριο σχέδιο αυτό(!)·
- κάνω κόλπα, α. συμπεριφέρομαι σκληρά, ταλαιπωρώ κάποιον με τη συμπεριφορά μου: «όσα κόλπα και να μου κάνεις δε θα την κάνω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μη με βαράς κυρ δάσκαλε και μη μου κάνεις κόλπα, γω δε μαθαίνω γράμματα πόσες φορές σου το ’πα). β. προσποιούμαι κατάλληλα για να μπερδέψω τους γύρω μου προς όφελός μου: «όταν είμαι κι εγώ μπροστά, δε θέλω να κάνεις κόλπα, γιατί σε ξέρω». γ. δε φέρομαι εντάξει: «πρόσεχε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί συνέχεια κάνει κόλπα». δ. δεν είμαι πιστός στον ερωτικό μου σύντροφο: «άσε τα κόλπα, γυναίκα, γιατί δε σε βλέπω καλά». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου, εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια). ε. ερωτοτροπώ, κάνω νάζια, καμώματα: «πάψε να μου κάνεις κόλπα και πες μου, επιτέλους, το ναι». (Λαϊκό τραγούδι: το ’χεις πέντε ώρες στη γωνίτσα κι του κάνεις κόλπα και καπρίτσα). στ. εκδηλώνω με διάφορες ενέργειες τη χαρά μου: «μόλις τα παιδιά μου δουν τον παππού τους, αρχίζουν να κάνουν κόλπα, γιατί ξέρουν πως όλο και κάποια δωράκια θα τα ’χει φέρει»·
- κάνω κόλπο, α. επιχειρώ παράνομη δουλειά, κάποια κομπίνα: «θα κάνω ένα τελευταίο κόλπο κι ύστερα θ’ αποσυρθώ απ’ την πιάτσα». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) αρχίζω νέα χαρτοπαιχτική παρτίδα: «θα κάνω το τελευταίο κόλπο, γιατί ξημέρωσε»· βλ. και φρ. το κάνω (για) κόλπο·
- κάνω χοντρό κόλπο, επιχειρώ μια μεγάλη, ιδίως παράνομη, δουλειά, επιχειρώ μια μεγάλη απάτη, μια μεγάλη κομπίνα: «αυτός είναι ή του ύψους ή του βάθους και κάνει πάντα χοντρά κόλπα»·
- κόλπο γκρόσο [<ιταλ. colpo grosso], αριστοτεχνική ενέργεια για το ξεγέλασμα κάποιου, μεγάλο κόλπο, μεγάλη δουλειά, νόμιμη ή παράνομη: «ετοιμάζει ένα κόλπο γκρόσο, κι όλοι θέλουν να συμμετέχουν σ’ αυτό»·
- κόλπο ντε φάβα, [<ιταλ. colpo de fava], (στη γλώσσα της αργκό) ελιγμός για να μη δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση σε ερώτηση που μας έγινε: «άσε το κόλπο ντε φάβα, γιατί θέλω να μου δώσεις μια σταράτη απάντηση»·
- με βάζουν στο κόλπο, δέχονται να συμμετάσχω κι εγώ στην παράνομη ιδίως δουλειά που ετοιμάζουν ή γενικότερα με μυούν σε κάτι, που μου είναι άγνωστο: «αν με βάλουν στο κόλπο, θα κονομήσω κι εγώ κανένα φράγκο || από μικρός είχε μια εικοσάρα γειτόνισσα, που, όταν είχε κάψες, τον ξεμονάχιαζε στο υπόγειο κι έτσι τον έβαλε στο κόλπο», δηλ. του έμαθε τα σχετικά με τον έρωτα·
- μπαίνω στο κόλπο, α. συμμετέχω σε κάποια παράνομη ιδίως δουλειά ή γενικότερα αρχίζω να μαθαίνω, μυούμαι σε μια άγνωστη δραστηριότητα ή διαδικασία: «αν μπω στο κόλπο, τι ποσοστό θα ’χω; || μην τον φοβάσαι, γιατί μπαίνει γρήγορα στο κόλπο και τα βγάζει πέρα άνετα». β. παίρνω μέρος σε χαρτοπαίγνιο: «βρες άλλους τρεις να μπω κι εγώ στο κόλπο να περάσει η ώρα»· βλ. και φρ. πιάνω το κόλπο·
- ξαναμπαίνω στο κόλπο του… (της…), επανέρχομαι και συμμετέχω πάλι με σοβαρές απαιτήσεις σε κάποια διαδικασία: «μετά τη νίκη της Κυριακής η ομάδα μας ξαναμπήκε στο κόλπο του πρωταθλήματος || μια και αποχώρησε ο ανταγωνιστής μου, ξαναμπαίνω στο κόλπο της μειοδοτικής προσφοράς»·
- παίρνω το κόλπο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) κερδίζω την παρτίδα: «ποιος πήρε το τελευταίο κόλπο;»·
- πιάνω το κόλπο, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω: «ευτυχώς έπιασα νωρίς το κόλπο πως ήθελε να με βάλει στο χέρι, και τον διαβολόστειλα || όταν μου ’κανε λιανά όλη την υπόθεση, έπιασα το κόλπο»·
- παλιό κόλπο, α. τέχνασμα, στρατηγική, που είναι γνωστή, γιατί έχει επαναληφθεί πολλές φορές, και, ως εκ τούτου, είναι γνωστή και δε θα αποδώσει: «κοίτα να σκεφτείς κάτι άλλο να τον ξεγελάσεις, γιατί αυτό που σκέφτεσαι είναι παλιό κόλπο και θα το ξέρει». β. τέχνασμα, στρατηγική με σίγουρο το θετικό αποτέλεσμα, γιατί είναι δοκιμασμένη από παλαιότερη χρησιμοποίησή της: «αν θες να τον ρίξεις για να σε βοηθήσει, θα κάνεις αυτό που σου λέω. Παλιό κόλπο και σίγουρο»·
- παλιό το κόλπο! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που αντιληφθήκαμε πως θέλει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «δώσε μου τώρα χίλια ευρώ και μέσα σε μια ώρα θα σου φέρω δυο. -Παλιό το κόλπο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άσε και πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι μας τεντωμένο προς το μέρος του για να τον κρατήσουμε σε κάποια απόσταση από εμάς·  
- στήνω κόλπο, α. προετοιμάζω δουλειά, επιχείρηση, ιδίως παράνομη και μικρής συνήθως διάρκειας: «στήνει ένα κόλπο, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο χρήμα». β. επινοώ κάποιο τέχνασμα ή πλεκτάνη για να τη χρησιμοποιήσω σε βάρος κάποιου και να ωφεληθώ: «έστησε ένα κόλπο για να του φάει τα λεφτά». γ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) προετοιμάζω καρέ για χαρτοπαίγνιο: «στήσε κανένα κόλπο να περάσει η ώρα μας!»·
- το κάνω (για) κόλπο, προσποιούμαι, υποκρίνομαι: «μην πιστεύεις πως πονάει τόσο πολύ, γιατί το κάνει κόλπο»· βλ. και φρ. του κάνω (ένα) κόλπο·
- του κάνω (ένα) κόλπο, κάνω κάποιον ελιγμό και τον ξεγελώ: «μόλις είδα πως πήγε να με στριμώξει, του ’κανα ένα κόλπο και την κοπάνησα»·
- το ’φαγα το κόλπο, ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «από δω μ’ είχε με τα λόγια, από κει μ’ είχε με τις γαλιφιές, στο τέλος το ’φαγα το κόλπο και μου πήρε τα λεφτά»·
- χοντρό κόλπο, μεγάλη δουλειά, ιδίως παράνομη και μικρής διάρκειας, μεγάλη απάτη, μεγάλη κομπίνα: «δεν ξέρω τι ακριβώς ετοιμάζει, αλλά θα πρέπει να ’ναι χοντρό κόλπο».

κόντρα

κόντρα, επίρρ. [<ιταλ. contra], κόντρα. 1. αντίθετα, ενάντια: «το καράβι πήγαινε κόντρα στα κύματα || ο άνεμος ήταν κόντρα». 2. αντίδραση ως απάντηση σε μια συμπεριφορά που μας ενοχλεί, το αντίμετρο: «παραμύθι αυτός, κόντρα παραμύθι εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: πες εσύ και πες εγώ, μια εσύ και μια εγώ, κόντρα εσύ και κόντρα εγώ και δώσ’ του χαβαδάκι). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω κόντρα, βλ. φρ. κρατώ κόντρα·
- είναι κόντρα ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- κάνω κόντρα ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- κόντρα γέφυρα, βλ. λ. γέφυρα·
- κρατώ κόντρα , α. βάζω αντίσταση σε μια δύναμη που ενεργεί: «όσο θα σφίγγω εγώ, εσύ θα κρατάς κόντρα». β. υπομένω σθεναρά τις αντιξοότητες της ζωής: «κράτα κόντρα, γιατί μπόρα είναι και θα περάσει»·
- μου πάει κόντρα, μου εναντιώνεται: «ό,τι και να πω, μου πάει κόντρα αυτός ο άνθρωπος»·
- μου πάνε όλα κόντρα ή όλα μου πάνε κόντρα ή όλα κόντρα μου πάνε, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αντίθετα προς τις επιθυμίες μου: «πάω να σκάσω απ’ τη στενοχώρια μου, γιατί τον τελευταίο καιρό όλα μου πάνε κόντρα»·
- μου ’ρχονται όλα κόντρα ή όλα μου ’ρχονται κόντρα ή όλα κόντρα μου ’ρχονται, βλ. φρ. μου πάνε όλα κόντρα·
- πάω κόντρα, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, πάω κόντρα σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί νομίζει πως τα ξέρει όλα και μου τη δίνει». (Λαϊκό τραγούδι: Είσαι το κλάμα της Καισαριανής. Είμαι μιας μάνας δάκρυ απ’ το Χαϊδάρη. Χρόνια που δε μας χάιδεψε κανείς. Χρόνια που πάμε κόντρα στον Βαρδάρη
- πάω κόντρα με τον καιρό ή πάω κόντρα στον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- πάω κόντρα ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- τα παίρνω κόντρα (ενν. τα γένια μου), ξυρίζομαι από κάτω προς τα πάνω: «όταν ξυρίζομαι, δεν τα παίρνω ποτέ κόντρα, γιατί ερεθίζεται το δέρμα μου»· βλ. και φρ. παίρνω την κόντρα μου.

κόπος

κόπος, ο, πλ. κόποι, οι κ. κόπια, τα, ουσ. [<αρχ. κόπος <κόπτω]. 1. η μεγάλη σωματική ή πνευματική προσπάθεια που καταβάλλεται για την επίτευξη κάποιου σκοπού, καθώς και η κούραση που προέρχεται από την προσπάθεια αυτή: «είχε πολύ κόπο αυτή η δουλειά || αγόρασα με μεγάλο κόπο αυτό το σπιτάκι για να βάλω μέσα την οικογένειά μου || χωρίς κόπο δεν προκόβει κανείς στη ζωή του || χρειάστηκε πολύς κόπος για να γραφεί το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας». 2. η αμοιβή για την προσπάθεια που κατέβαλε κάποιος να φέρει σε πέρας κάποια συγκεκριμένη εργασία: «μόλις τέλειωσα τη δουλειά του, πήγε να μου φάει τον κόπο μου || δε θα επιτρέψω σε κανέναν να μου φάει τους κόπους της δουλειάς μου || δε χαρίζω σε κανέναν τα κόπια μου». (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα και δώσ’ τε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- άδικος κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- αν δε σου κάνει κόπο ή αν δε σας κάνει κόπο, παρακλητική έκφραση για εξυπηρέτηση: «μια και πας στο περίπτερο, αν δε σου κάνει κόπο, πάρε και για μένα ένα πακέτο τσιγάρα»·
- αξίζει τον κόπο, δεν είναι άσκοπο, δεν είναι μάταιο: «άξιζε τον κόπο που τους συμφιλιώσαμε, γιατί τώρα ζούνε ευτυχισμένοι»·
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- για τον κόπο σου, παροχή που δίνεται σε κάποιον ως αμοιβή εργασίας: «πάρε τόσα λεφτά για τον κόπο σου || πόσα θέλετε για τον κόπο σας;»·
- δεν αξίζει τον κόπο, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ανάξιο(ς) λόγου, ασήμαντο(ς), τιποτένιο(ς): «δεν αξίζει τον κόπο ν’ ασχολείσαι άλλο μ’ αυτόν τον αλήτη || δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι που έχασες έναν κοινό αναπτήρα»·
- είναι κόπου άξιο, αξίζει κανείς να ασχοληθεί με αυτό που γίνεται λόγος: «είναι κόπου άξιο να προσπαθήσουμε να τους μονοιάσουμε, γιατί είναι καλά παιδιά»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- κάνεις τον κόπο να…; (με παρακλητική διάθεση) μπορείς να…(;): «κάνεις τον κόπο, μια κι είσαι όρθιος, να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; || κάνεις τον κόπο να φωνάξεις απ’ το σπίτι τον αδερφό μου;»·
- κάνω τον κόπο, βλ. φρ. μπαίνω στον κόπο·
- μάταιος κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- με κόπο, με συνεχή προσπάθεια και δυσκολία: «όλη αυτή η περιουσία που βλέπεις, έγινε με κόπο»·
- με κόπους και με βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μετά πολλών κόπων και βασάνων, βλ. λ. βάσανο·
- μου κάνει κόπο, μου προκαλεί κούραση, ταλαιπωρία: «εσένα αν σ’ αρέσει, πήγαινε, πάντως εμένα μου κάνει κόπο να τρέχω για ορειβασία πάνω στα κατσάβραχα»·
- μπαίνω στον κόπο, δέχομαι να καταβάλω κάποια προσπάθεια για ένα σκοπό, δέχομαι να προσπαθήσω για κάτι: «μπες στον κόπο, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση των ταξί! || δεν μπαίνει στον κόπο ούτε καν να σκεφτεί!»·
- οι κόποι μιας ζωής, όλα όσα έχει κερδίσει κάποιος με την εργασία του κατά τη διάρκεια της ζωής του: «άφησε τους κόπους μιας ζωής σ’ ένα ορφανοτροφείο, γιατί δεν είχε οικογένεια»·
- πάνε οι κόποι μου χαμένοι ή πάνε χαμένοι οι κόποι μου, ενήργησα ή προσπάθησα άσκοπα, μάταια, ανώφελα: «προσπάθησε να κάνει μια δική του δουλειά, αλλά πάνε οι κόποι του χαμένοι, γιατί απέτυχε || προσπάθησα να τον τραβήξω απ’ τον κακό δρόμο, αλλά πάνε οι κόποι μου χαμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, -ρε τ’ είν’ αυτά;- μυαλό πια δεν αλλάζεις
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά κόποις κτώνται, τα αγαθά ή η επιτυχία στη ζωή αποκτιούνται ύστερα από κόπο: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά, αν θέλεις να μην σου λείψει τίποτα, γιατί τα καλά κόποις κτώνται || για να γίνεις γιατρός χρειάζεται σκληρό διάβασμα, γιατί τα καλά κόποις κτώνται»·
- τζάμπα κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- τι κάνει ο κόπος σου; πόσα χρήματα ζητάς για την εργασία που μου πρόσφερες(;)·
- τον βάζω σε κόπο, τον υποβάλλω σε κούραση, σε ταλαιπωρία: «μην τον βάζεις σε κόπο, δε βλέπεις που είναι γέρος άνθρωπος;»·
- του ’μεινε ο κόπος διάφορο, η προσπάθειά του δεν είχε επιτυχή έκβαση: «πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις να στήσει την επιχείρηση που λαχταρούσε, αλλά στο τέλος του ’μεινε ο κόπος διάφορο»·
- χαμένος κόπος, ενέργεια ή προσπάθεια άσκοπη, μάταιη, ανώφελη: «προσπάθησα να τον συνετίσω, αλλά χαμένος κόπος, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι».(Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος).

κόσμος

κόσμος, ο, ουσ. [<αρχ. κόσμος], ο κόσμος. 1. η οικουμένη, η ανθρωπότητα: «γύρισα όλο τον κόσμο». 2. κάθε οργανωμένο σύστημα ζωής και δραστηριότητας: «ο κόσμος των πιθήκων || ο κόσμος του χρηματιστηρίου». 3. πνευματική ή επαγγελματική τάξη ανθρώπων: «ο κόσμος των γραμμάτων καταδικάζει κάθε απόπειρα για λογοκρισία || ο ιατρικός κόσμος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση του έιτζ». 4. η κοινωνία: «μην περιμένεις απ’ τον κόσμο ν’ αναγνωρίσει τα καλά που του έχεις κάνει». 5. η ζωή: «έτσι είναι ο κόσμος, άλλοι γεννιούνται κι άλλοι πεθαίνουν». 6. πλήθος ανθρώπων: «στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής είχε πολύ κόσμο». 7. οι επισκέπτες, οι καλεσμένοι: «χτες ήταν η γιορτή του πατέρα μου κι είχαμε κόσμο στο σπίτι». (Ακολουθούν 149 φρ.)·
- άλλαξε ο κόσμος ή ο κόσμος άλλαξε, ο χαρακτήρας του ανθρώπου μεταβλήθηκε, ιδίως προς το χειρότερο: «δεν μπορείς να έχεις σήμερα σε κανέναν εμπιστοσύνη, γιατί άλλαξε ο κόσμος». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί, είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια
- ανά τον κόσμο, από όλον τον κόσμο γενικά: «κατέγραψε τα ταξίδια του ανά τον κόσμο και τα εξέδωσε σ’ ένα βιβλίο»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- άνθρωπος του κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντίκρισε τον κόσμο, γεννήθηκε: «αντίκρισε τον κόσμο μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- από καταβολής κόσμου, βλ. λ. καταβολή·
- από κτίσεως κόσμου, βλ. λ. κτίση·
- αρπάζεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος, βλ. λ. κόμπος·
- ας τον κόσμο να σφυρίζει, μην ενδιαφέρεσαι, αδιαφόρησε για το τι λέει ο κόσμος: «εμείς θα παντρευτούμε κι ας τον κόσμο να σφυρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: αγκαλιά θε να βρεθούμε, κούκλα μου μελαχρινή, κι ας τον κόσμο να σφυράει κι ό,τι θέλει ας πει
- ατσίγαρος κόσμος, (στη γλώσσα της αργκό) η φτωχολογιά: «μέσα στον ατσίγαρο κόσμο μπορείς να βρεις τα πιο καλά παιδιά»·
- βγαίνω στον κόσμο, α. αρχίζω να αντιμετωπίζω τη ζωή, βγαίνω στη βιοπάλη: «από μικρός βγήκε στον κόσμο και κατάλαβε πως η ζωή είναι ένας ατέλειωτος αγώνας». β. αρχίζω να συναναστρέφομαι τον κόσμο, αρχίζω τις συναναστροφές, αρχίζω να ζω ως κοινωνικό ον: «μόλις μεγάλωσε και βγήκε στον κόσμο, έκανε αμέσως παρέες, γιατί είναι συμπαθητικό παιδί». γ. κατ’ επέκταση, αποφυλακίζομαι: «μόλις βγήκε στον κόσμο μετά από τρία χρόνια φυλακή, έψαξε να βρει τους παλιούς του φίλους». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έπεσα στα σίδερα, ξανά στον κόσμο βγήκα, γι’ αυτήν που πήγα να χαθώ, σαν γύρισα στο σπίτι μου, σ’ άλλη αγκαλιά τη βρήκα
- βλέπω μαύρο τον κόσμο ή βλέπω τον κόσμο μαύρο, είμαι πολύ πικραμένος, στενοχωρημένος, είμαι πολύ απαισιόδοξος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, βλέπει τον κόσμο μαύρο». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γύρω μου·
- βούιξε ο κόσμος ή βούιξε ο κόσμος όλος ή βούιξε όλος ο κόσμος, το μυστικό που αποκαλύφθηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε έντονα: «βούιξε ο κόσμος όλος για το θάνατο του τάδε κι εσύ δεν πήρες χαμπάρι;»·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- βρίσκεται σ’ άλλο κόσμο ή βρίσκεται σ’ άλλους κόσμους, βλ. συνηθέστ. βρίσκεται στον κόσμο του·
- βρίσκεται στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! επιφωνηματική έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λένε ή που βλέπουμε: «μέχρι χτες ήταν πάμφτωχος και μ’ ένα τζόκερ έγινε ζάπλουτος. -Για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο!». Πρβλ.: για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους (Δημοτικό). Πολλές φορές, μετά το δε(ς) ακολουθεί το ρε·       
- για τα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- για τίποτα στον κόσμο, για κανέναν λόγο, με κανένα αντάλλαγμα: «για τίποτα στον κόσμο δεν ξαναπάω σε κείνο το μαγαζί || δε θα προδώσω το φίλο μου για τίποτα στον κόσμο»·
- γυάλινος κόσμος, ο ψεύτικος: «μέσα σ’ αυτό το γυάλινο κόσμο που ζούμε είναι να μην έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, για να κάνω μια καινούρια κοινωνία άλληνε
- δε χάθηκε δα ο κόσμος ή δε χάθηκε κι ο κόσμος, βλ. φρ. δε χάλασε δα ο κόσμος·
- δε χάλασε δα ο κόσμος ή δε χάλασε κι ο κόσμος, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο αυτό που συνέβη, δεν πρέπει να ανησυχούμε, γιατί είναι ασήμαντο: «μια γρατζουνιά έγινε στ’ αυτοκίνητό σου, δε χάλασε κι ο κόσμος || εκατό ευρώ ξοδέψαμε, δε χάλασε δα κι ο κόσμος || μη στενοχωριέσαι για τον αναπτήρα που έχασες, δε χάλασε κι ο κόσμος»·
- δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν είναι για κόσμο, α. έχει τόσο κακό ντύσιμο ή τόσο κακή συμπεριφορά, που δεν μπορούμε να τον παρουσιάσουμε στον κόσμο: «κάνει τόσο χαζό ντύσιμο, που δεν είναι για κόσμο || δεν τον παίρνω ποτέ μαζί μου, γιατί έχει τέτοιο βρομόστομα που δεν είναι για κόσμο». β. βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, δεν είναι για κόσμο || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν είναι για κόσμο»·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο ή δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δουλεύει όλο τον κόσμο, εξαπατά συστηματικά αυτούς με τους οποίους συνεργάζεται ή κοροϊδεύει συστηματικά όλους τους γνωστούς του για να τους αποσπάσει κάποιο όφελος: «μη τον βλέπεις που παριστάνει τον αγαθό, γιατί στην πραγματικότητα είναι μια σουπιά που δουλεύει όλο τον κόσμο»· βλ. και φρ. κοροϊδεύει τον κόσμο·
- έγινε η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- έγινε χαλασμός κόσμου, βλ. λ. χαλασμός·
- εδώ ο κόσμος καίγεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται, έκφραση που δηλώνει ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία, ιδίως οικονομική, μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, μεγάλο πρόβλημα, που δείχνει να το αγνοεί το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός έχει το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις || εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός θέλει να κάνει επέκταση στη δουλειά του»·
- εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες τι ζητάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες τι ζητάτε; βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί χτενίζεται, (και για τα δυο φύλα) λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανθρώπους που αδιαφορούν για τα κοινά ή που, ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα. Με τη φρ. αυτή, αξίζει να θυμηθούμε την επίσκεψη του Ζισκάρ ντ’ Εστέν στην Ελλάδα το 1976, κατά την οποία οι Έλληνες, θέλοντας να διακωμωδήσουν την προσπάθεια του Γάλλου προέδρου να απευθύνει χαιρετισμό στα ελληνικά στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή, σκάρωσαν την ακόλουθη γαλλικούρα: εντό ο κοσμός κάιγετάει κάι το μοϊνί χτενίζετάει. Συνών. η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν, βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτή το μουνί της, (ιδίως για γυναίκες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το καυλί του, (ιδίως για άντρες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος πνίγεται και η κούρβα λούζεται, βλ. συνηθέστ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- είναι μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·
- είναι στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- είναι του κόσμου, ανήκει στους κοσμικούς κύκλους, είναι κοσμοπολίτης: «ξέρει πάντοτε και σε κάθε περίπτωση πώς θα συμπεριφερθεί, γιατί είναι του κόσμου»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έμεινε μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·  
- ένα κόσμο…, δηλώνει πολύ μεγάλη ποσότητα, ένα σωρό: «έδωσε ένα κόσμο λεφτά κι αγόρασε σκάρτο πράγμα || κάθε φορά δίνει ένα κόσμο υποσχέσεις πως θα διορθωθεί, αλλά πάντα στο τέλος κάνει το δικό του»·
- έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι: «ήρθα στον κόσμο μια μέρα του καλοκαιριού, από φτωχούς αλλά τίμιους γονείς || κάθε μέρα έρχονται στον κόσμο χιλιάδες παιδιά»·
- έτσι είναι ο κόσμος, βλ. συνηθέστ. έτσι είναι η ζωή, λ. ζωή·
- έφαγα τον κόσμο, α. έψαξα παντού για να βρω κάποιον ή κάτι: «έφαγα τον κόσμο να σε βρω || έφαγα τον κόσμο να βρω το μολύβι μου κι εγώ το κρατούσα στα χέρια μου». β. κατέβαλα μύριες όσες προσπάθειες για να πετύχω κάτι: «έφαγα τον κόσμο για να πάρω αυτή τη δουλειά»·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, ζαλίστηκα, μου ήρθε σκοτοδίνη, λιποθύμησα: «σηκώθηκα απότομα και για μια στιγμή έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου || μόλις δέχτηκα την πέτρα στο κεφάλι, έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου και σωριάστηκα κάτω»·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, α. έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό δεν του ’χει λείψει τίποτα κι έχει όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου). β. (για καταστήματα) έχει αφθονία υλικών αγαθών, δεν του λείπει τίποτα: «ψωνίζω πάντα απ’ το τάδε σούπερ μάρκετ, γιατί έχει όλα τα καλά του κόσμου».
- έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «ο άνθρωπος αυτός έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, γι’ αυτό και είναι ευπρόσδεκτος σ’ όλες τις παρέες»·
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: καλύτερα ψωμί κι ελιά και μες την αγκαλιά σου παρά του κόσμου τα καλά και να ’μαι μακριά σου
- έχει του κόσμου…, έχει σε μεγάλη ποσότητα κάτι: «αυτός ο άνθρωπος έχει του κόσμου τα λεφτά || έχει του κόσμου τις αρετές || έχει του κόσμου τις κακίες || έχει του κόσμου τα διαμερίσματα»·
- έχω κόσμο, έχω επισκέψεις, έχω καλεσμένους: «δεν μπορείτε να μπείτε στο γραφείο του, γιατί έχει κόσμο || δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας, γιατί θα ’χω κόσμο στο σπίτι»·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, α.  ζει σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο, σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή  ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «επειδή σιχάθηκε τους ανθρώπους, βρήκε ένα σπιτάκι στην ερημιά και ζει μακριά απ’ τον κόσμο». β. δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις που συντελούνται στον κόσμο, στην επικοινωνία, στην επιστήμη: «αυτός έχει μείνει στην εποχή του τηλέγραφου, γιατί ζει μακριά απ’ τον κόσμο»·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, ζει χωρίς οικογένεια, συγγενείς ή φίλους, είναι ολομόναχος στη ζωή: «απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα, κλείστηκε στον εαυτό του και ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο»·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του· 
- ζει στον κόσμο του ή ζει στο δικό του κόσμο, δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, δεν έχει επαφή με τη σύγχρονη  πραγματικότητα, ονειροβατεί: «μην περιμένεις να καταλάβει και πολλά πράγματα απ’ αυτά που του λες, γιατί ζει στον κόσμο του». Πρβλ.: δεν άντεξε τον πόνο του κι έσβησε με τον κόσμος του, τον κλάψαν μόνο τα παιδιά, γιατί είχε παιδική καρδιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- η ψυχή του σύμπαντος κόσμου, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε ο κόσμος ανάποδα, συντελέστηκαν μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, σπουδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις: «την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την τραμπούκικη Αγγλοαμερικανική πολεμική πολιτική, υπέρ δήθεν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων || την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την πρόοδο της επιστήμης». Πρβλ.: άντε θύμα άντε ψώνιο άντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς (Τραγούδι)·
- ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. φρ. ήρθε ο κόσμος ανάποδα·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- κάνει του κόσμου…, κάνει σε ποσότητα κάτι, επαναλαμβάνει πάρα πολύ συχνά κάτι: «αυτός ο άνθρωπος κάνει του κόσμου τις αγαθοεργίες || κάνει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τις μαλακίες || κάνει του κόσμου τις εξυπηρετήσεις»·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση: «για ψύλλου πήδημα είναι ικανός να κάνει τον κόσμο άνω κάτω». β. εντείνω όλες μου τις προσπάθειες για να βρω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «έκανα τον κόσμο άνω κάτω για να σε βρω || έκανα τον κόσμο άνω κάτω μέχρι να πάρω αυτή τη θέση»·
- κατά κόσμον, (για ιερωμένους ή μοναχούς) το κοσμικό όνομά του, σε αντιδιαστολή με το ιερατικό: «ο πατήρ Ονούφριος, κατά κόσμον Βασίλειος»·
- κοροϊδεύει τον κόσμο, προσποιείται πως ασχολείται με κάτι χωρίς να προσφέρει, χωρίς να παράγει έργο: «γυρίζει με περισπούδαστο ύφος όλη τη μέρα με μια τσάντα στο χέρι, αλλά κοροϊδεύει τον κόσμο, γιατί δεν κάνει τίποτα»·
- κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη, πικρή διαπίστωση για τη ματαιότητα της ζωής, αφού κάποια στιγμή πεθαίνουμε·
- κόσμος και κοσμάκης! πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που παρίσταται ιδίως σε μια συγκέντρωση, πολλοί και διάφοροι: «στην υποδοχή του αρχηγού μας μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης! || όταν ο καιρός είναι καλός, κόσμος και κοσμάκης βγαίνει στην παραλία για να κάνει τη βόλτα του»·
- κόσμος και κόσμος! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης(!)·
- κόσμος και λαός! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και λαός χάντρες απ’ το κομπολόι που ’χασ’ ο Θεός)·
- κόσμος και ντουνιάς! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και ντουνιάς της ανάγκης καραβάνι και της ορφανιάς)·
- λόγια του κόσμου, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, με κατατρόμαξε: «πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου μέσ’ στο σκοτάδι και μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. τον έστειλε στον άλλο κόσμο·
- με τίποτα στον κόσμο, με κανένα τρόπο, με κανένα αντάλλαγμα: «δεν πάω με τίποτα στον κόσμο σε κείνο το μαγαζί, γιατί μαζεύεται όλη η αλητεία της περιοχής || με τίποτα στον κόσμο δε θα προδώσω το φίλο μου»·
- μένει το μάτι του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- μικρός που είναι ο κόσμος! έκφραση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού ή χαράς στην περίπτωση που συναντάμε τυχαία κάποιον γνωστό μας σε μέρος που ούτε καν μπορούσαμε να υποπτευθούμε ποτέ πως θα τον συναντούσαμε: «καθώς ανέβαινα με το τουριστικό γκρουπ τον Αμαζόνιο, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν παλιόφιλο, που είχα χρόνια να τον δω. -Μικρός που είναι ο κόσμος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε βρε ή το για δες τι ή το τι·
- να βουίξει ο κόσμος ή να βουίξει ο κόσμος όλος ή να βουίξει όλος ο κόσμος, να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο κάτι, να το μάθει όλος ο κόσμος: «θα ξεσκεπάσω τις απατεωνιές σου, να βουίξει ο κόσμος όλος || βούιξε όλος ο κόσμος με την είδηση του χρηματισμού του τάδε υπουργού»·
- νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου, επιδιώκει να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, θέλει να ασχολούνται όλοι μαζί του και στενοχωριέται ή θυμώνει, όταν συμβαίνει το αντίθετο: «είναι πολύ κουραστικός άνθρωπος, γιατί νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, αναστατώνω τον κόσμο, ιδίως από τις άγριες φωνές μου ή από τον έντονο θόρυβο που προκαλώ: «ήρθε μεσημεριάτικα και ξεσήκωσε τον κόσμο στο πόδι με τις αγριοφωνάρες του»·
- ο άλλος κόσμος, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή, ο Άδης. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα μανούλα μου γλυκιά στον άλλο κόσμο φεύγω, μια χάρη μόνο υστερνή μανούλα σου γυρεύω
- ο έξω κόσμος, αυτοί που ζουν ελεύθεροι στην κοινωνία σε αντιδιαστολή με κείνους που βρίσκονται στη φυλακή: «ο έξω κόσμος χαίρεται κι εγώ σαπίζω στα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στης Αίγινας τα κάτεργα κλεισμένος κι από τον έξω κόσμο περιφρονημένος
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
- ο καλός κόσμος, η υψηλή κοινωνία, η αριστοκρατία: «δυστυχώς, ο καλός κόσμος δύσκολα καταλαβαίνει τα βάσανα του απλού λαού»· βλ. και φρ. όλος ο καλός ο κόσμος·
- ο κάτω κόσμος, ο Άδης σε αντιδιαστολή με τον κόσμο που βρίσκεται στη ζωή (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω, να σ’ αγαπήσω πάλι
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, στην κοινωνία μας, στη ζωή μας, δε βρίσκονται όλοι στον ίδιο οικονομικό ή πνευματικό επίπεδο, άλλοι ευημερούν και άλλοι δυστυχούν: «δε βρίσκονται όλοι στην ίδια ευχάριστη θέση με σένα γιατί, ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν»· βλ. και φρ. η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, λ. ζωή·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ταραχή, μεγάλη καταστροφή: «με το σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω»·
- ο κόσμος (όλος) να καεί, βλ. φρ. ο κόσμος (όλος) να χαλάσει·
- ο κόσμος (όλος) να χαλάσει, α. οτιδήποτε και να γίνει, χωρίς αμφιβολία, χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες ή οι δυσκολίες, εξάπαντος, οπωσδήποτε: «ο κόσμος να χαλάσει, εγώ θα την παντρευτώ || ο κόσμος θα χαλάσει, αυτός θα κάνει πάλι αυτό που θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: έχει και μια μελαχρινή, που είναι όλο νάζι, κι αν δεν της πάρω δυο φιλιά, ο κόσμος να χαλάσει). β. έκφραση τέλειας αδιαφορίας, ιδίως για όσα κακά συμβαίνουν γύρω μας: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν του καίγεται καρφί»·
- ο κόσμος πάει κι έρχεται, κυκλοφορεί διαρκώς, έρχεται και παρέρχεται, η ζωή συνεχίζεται. (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είναι, μπάρμπα Γιάννη, ο κόσμος πάει κι έρχεται κι αν κονταίνει το φουστάνι, μη σου κακοφαίνεται
- ο κόσμος της νύχτας, α. όσοι έχουν δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά τη νύχτα ή σχετίζονται με τα κυκλώματα των κέντρων διασκεδάσεως, των μπαρ ή των χαρτοπαιχτικών λεσχών: «ο κόσμος της νύχτας έχει τους δικούς του άγραφους νόμους». β. όλοι όσοι συνηθίζουν να διασκεδάζουν τη νύχτα: «ο κόσμος της νύχτας λίγο πολύ γνωρίζονται μεταξύ τους»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο, είναι κοινό μυστικό, έχει ήδη διαδοθεί παντού: «ο κόσμος το ’χει τούμπανο πως χώρισε ο τάδε κι αυτός ήρθε να μου το πει για νέο»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να αποσιωπήσει κάποιο μυστικό του, που ήδη έχει ευρέως κοινολογηθεί. (Λαϊκό τραγούδι: βούιξε όλη η γειτονιά το πήρανε χαμπάρι, ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι
- ο κόσμος του θεάματος, όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, το τραγούδι ή άλλα καλλιτεχνικά σόου, ιδίως σε νυχτερινά κέντρα: «στον κόσμο του θεάματος, ασχολούνται καθημερινά πολλά άτομα || στον κόσμο του θεάματος υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός»·
- ο πάνω κόσμος, ο κόσμος που βρίσκεται στη ζωή, οι ζωντανοί άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους νεκρούς, με αυτούς που βρίσκονται στον Άδη: «όλος ο πάνω κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει τα συνταρακτικά νέα». (Λαϊκό τραγούδι: τέρμα θα ρίξω εις τη ζωή, χρυσή μου, ν’ αποθάνω, γιατί βαρέθηκα να ζω στον κόσμο τον επάνω
- ο πολύς κόσμος, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα σε αντιδιαστολή με τους λίγους, που είναι οι πλούσιοι: «τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, θα πλήξουν τον πολύ κόσμο»·
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. φρ. τα καλά όλου του κόσμου·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «ξόδευε τα λεφτά που βγάζεις, βρε ανόητε, γιατί όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη είμαστε περαστικοί, πριν τον νιώσουμε, τον ζούμε και περνούμε βιαστικοί).Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή·
- όλος ο καλός ο κόσμος, α. λέγεται στην περίπτωση, που σε ένα χώρο βρίσκονται συγκεντρωμένα άτομα που ξεχωρίζουν μέσα σε ένα σύνολο για τα πλούτη τους, την κοινωνική τους ισχύ ή την πνευματική τους ανωτερότητα: «στη δεξίωση του τάδε βιομηχάνου ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος». β. λέγεται στην περίπτωση, που σε κάποιο χώρο βρίσκει κάποιος συγκεντρωμένα όλα τα άτομα της παρέας του: «μπα μπα, τι βλέπω! Όλος ο καλός ο κόσμος σήμερα βρίσκεται εδώ». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν σε κάποιο χώρο δει κάποιος συγκεντρωμένα πολλά άτομα του ίδιου φυράματος: «πήγα στην τάδε χαρτοπαιχτική λέσχη κι ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος»·
- όλος ο κόσμος, όλοι: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με παλιοπαρέες, όλος ο κόσμος τον κατηγορεί»·
- όλος ο κόσμος δώδεκα κι η Πόλη δεκαπέντε, βλ. λ. Πόλη·
- όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος, λέγεται ειρωνικά για τις ασχήμιες και τις αδικίες του κόσμου. Αναφορά σε ποίημα του Διον. Σολωμού·
- όπου κόσμος και Κοσμάς, λέγεται και κείνους που από καλή διάθεση και καλοσύνη, ενδιαφέρονται για τα προβλήματα και τις στενοχώριες των άλλων: «όπου κόσμος και Κοσμάς αυτός ο άνθρωπος και δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο». Ίσως αναφορά στον Κοσμά τον Αιτωλό·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- πάρε κόσμε! ή πάρ’ τε κόσμε! προτρεπτική έκφραση μικροπωλητή προς τους περαστικούς να αγοράσουν από το εμπόρευμά του. Πολλές φορές, ακούγεται ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο πάρτε, πάρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτε! με παράληψη του κόσμε(!)·
- περάστε κόσμε! προτρεπτική έκφραση κράχτη που εργάζεται έξω από την είσοδο καταστήματος προς τους περαστικούς να μπουν μέσα στο κατάστημα για να αγοράσουν. Από τη συνεχιζόμενη και χωρίς διακοπή επανάληψη της φρ., φτάνει στο σημείο να ακούγεται ένα μονότονο ράστεραστεραστεραστεραστεραστε με παράληψη του κόσμε(!)· βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·  
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- πήγε στον άλλον κόσμο, πέθανε: «πέρασαν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πήγε ο τάδε στον άλλο κόσμος»·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλον κόσμο, βλ. λ. διαβατήριο·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, καβγαδίζει, μαλώνει με τον καθένα, ιδίως επειδή είναι ιδιότροπος, εριστικός: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο και μας δημιουργεί προβλήματα»·
- σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τον κόσμο, βλ. φρ. σηκώνω τον κόσμο στο πόδι·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση με φωνές και φασαρία, κάνω τον κόσμο να ανησυχήσει ή να διαμαρτυρηθεί: «κάθε φορά που μαλώνουν αυτά τα δυο αδέρφια, σηκώνουν τον κόσμο στο πόδι»·
- στα πέρατα του κόσμου ή ως τα πέρατα του κόσμου, βλ. λ. πέρατα·
- στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει, βλ. λ. σφαίρα·
- τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- τα καλά όλου του κόσμου, όλα τα υλικά αγαθά: «είναι τόσο νοικοκύρης, που κουβαλάει στο σπίτι του τα καλά όλου του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου
- τα ύστερα του κόσμου! βλ. λ. ύστερα·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, είναι θυμωμένος με τους πάντες, όλοι του φταίνε: «δεν πήρε μια δουλειά που την είχε σίγουρη και τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο»·
- τι μικρός που είναι ο κόσμος! βλ. φρ. μικρός που είναι ο κόσμος(!)·  
- τι σου είναι ο κόσμος! έκφραση για να δηλώσουμε την κακία του κόσμου: «μόλις χρεοκόπησε, τρελάθηκαν όλοι απ’ τη χαρά τους. -Τι σου είναι ο κόσμος!». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το βρε και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτός·
- το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, βλ. λ. επάγγελμα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, α. τον δολοφόνησε, τον σκότωσε: «τον παραμόνεψε ένα βράδυ με το πιστόλι στο χέρι και μόλις τον είδε, με δυο σφαίρες στην καρδιά τον έστειλε στον άλλο κόσμο». β. προκάλεσε το θάνατό του: «η ηρωίνη τον έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο·
- τον έφεραν στον κόσμο, (για γονείς) τον γέννησαν: «τον έφεραν στον κόσμο τρία χρόνια ύστερα απ’ το γάμο τους»·
- τον έφερε στον κόσμο, (για γυναίκα) τον γέννησε: «τον έφερε στον κόσμο μια τίμια κι εργατική γυναίκα». (Τραγούδι: ο Γιώργος, το αλάνι, η κορμάρα γεννήθηκε στην Ξάνθη το ’50, τον έφερε στον κόσμο η Φροσάρα η αλανιάρα που έκανε, αγάπη μου, σουξέ στα πανηγύρια
- τον τρέμει ο κόσμος, τον φοβούνται πάρα πολύ: «είναι τόσο άγριος, που τον τρέμει ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να ’μουνα πασάς ο κόσμος να με τρέμει, να ’χα στην εξουσία μου το πιο όμορφο χαρέμι
- του κόσμου…, δηλώνει μεγάλο μέγεθος, μεγάλη ποσότητα, αφθονία: «στο τάδε μαγαζί υπάρχουν του κόσμου τα εμπορεύματα || λέει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τα λάθη». (Τραγούδι: ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά μπροστά σου δεν τα βάνω
- τρέμε κόσμε! α. έκφραση ενθουσιασμού, ιδίως έπειτα από κάποια σπουδαία επιτυχία μας: «τώρα που κέρδισα στο τζόκερ, τρέμε κόσμε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που παριστάνει το σκληρό·
- τρέξε κόσμε! ή τρέχα κόσμε! βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·
- υπάρχει κόσμος για κόσμος ή υπάρχει κόσμος και κόσμος, βλ. συνηθέστ. υπάρχουν άνθρωποι για άνθρωποι, λ. άνθρωπος·
- φέρνει τη συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- φέρνω στον κόσμο, (για γυναίκες) γεννώ: «μικρή μικρή παντρεύτηκε κι έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά»·
- φέρνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. φρ. κάνω τον κόσμο άνω κάτω·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, βλ. λ. όρεξη·
- χάθηκε απ’ τον κόσμο, διέκοψε κάθε φιλική ή κοινωνική συναναστροφή, εγκατέλειψε τα εγκόσμια, απομονώθηκε κάπου: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, χάθηκε απ’ τον κόσμο || από τότε που χρεοκόπησε, χάθηκε απ’ τον κόσμο»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου·
- χάθηκε στον κόσμο του, βυθίστηκε σε ονειροπολήσεις: «πήγε κι έκατσε στην άκρη της παραλίας και σε λίγο χάθηκε στον κόσμο του»·
- χαλάει κόσμο, (για θεατρικά, κινηματογραφικά ή άλλα καλλιτεχνικά έργα) παρουσιάζει μεγάλη κοσμοσυρροή, έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία: «να πας να δεις το τάδε έργο, γιατί έμαθα πως χαλάει κόσμο || το καινούριο βιβλίο του τάδε συγγραφέα χαλάει κόσμο»·
- χαλάει ο κόσμος, παρατηρούνται έντονα φυσικά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές (βροχή, αέρας, χιόνι): «απ’ το πρωί έξω χαλάει ο κόσμος»· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χάλασα τον κόσμο, βλ. φρ. έφαγα τον κόσμο·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, βλ. λ. Θεός·
- χάλασε ο κόσμος, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «στα χρόνια μας υπήρχε φιλότιμο, αλλά στη σημερινή εποχή χάλασε ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου, τη γνώμη άλλαξε και πρόσεξε λιγάκι, γιατί ο κόσμος χάλασε, τρελό μου Χριστινάκι
- χαλώ κόσμο, προκαλώ μεγάλη εντύπωση, μεγάλο ενθουσιασμό: «χάλασες κόσμο πάλι χτες βράδυ στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: ο Στράτος ο τεμπέλης με το Βραχνό το Μάρκο που χάλαγε ο κόσμος σαν βγαίνανε στο πάλκο)· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χαλώ τον κόσμο, α. φωνάζω δυνατά, προξενώ μεγάλο θόρυβο, μεγάλη αναστάτωση με τις φωνές μου: «όταν γύρισε και δε σε βρήκε στο σπίτι, χάλασε τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: σε μπελά θε να με βάλεις, Ελενάκι, αν δε με πάρεις, θα μεθύσω, θα τα σπάσω και τον κόσμο θα χαλάσω).β. κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι: «χάλασα τον κόσμο για να βάλω το γιο μου στο δημόσιο και στο τέλος το πέτυχα». γ. δημιουργώ κοινωνική αναστάτωση: «τα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης, χάλασαν τον κόσμο»·
- χάνω τον κόσμο, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «κάθε Σαββατοκύριακο χάνουν τον κόσμο ένα σωρό άνθρωποι πάνω στην άσφαλτο». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω κρυφά και σκέπτομαι ότι θα πεθάνω και η αιτία θα ’σαι ’συ όπου τον κόσμο χάνω).

κουνουπίδι

κουνουπίδι, το, ουσ. [<μσν. κουνουπίδι(ο)ν], το κουνουπίδι. 1. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «είσαι με τα καλά σου, που θα δώσεις σ’ αυτό το κουνουπίδι να σου τελειώσει τη δουλειά σου;». 2. ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε άντρα: «άντε, ρε κουνουπίδι, που θέλεις να μας επιβάλλεις τη γνώμη σου!». Από το ότι το κουνουπίδι είναι ένα απλό λαχανικό·
- γίνομαι κουνουπίδι, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πίναμε όλο τ’ απόγευμα, μέχρι που γίναμε κουνουπίδι». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι κουνουπίδι, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε μαζί δυο μπουκάλια ουίσκι κι όλο το βράδυ ήμουν κουνουπίδι». Για συνών. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, και όσον αφορά τον άντρα, είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «αυτή που βλέπεις τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι || έπεσα απ’ τα σύννεφα όταν έμαθα πως ο τάδε τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι». Ιδίως μεταξύ των παιδιών της δεκαετίας του 1950 η έκφραση αυτή εκτοξευόταν και ως βρισιά. Συνών. τον βάζει καρότο και τον βγάζει παντζάρι·  
- τον κάνω κουνουπίδι, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά, όταν αρχίσαμε να πίνουμε, τον έκανα κουνουπίδι». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι,

κρέας

κρέας, το, ουσ. [<αρχ. κρέας], το κρέας. 1. άνθρωπος χοντρός, αργοκίνητος: «κουνήσου, ρε κρέας, γιατί θα χάσουμε το τρένο!». 2. άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό το κρέας». 3. το πέος, ο πούτσος: «το κρέας του ξεχώριζε αμέσως απ’ το στενό παντελόνι που φορούσε». 4. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα ή και γυναίκα: «άντε πάρε δρόμο από δω, ρε κρέας!». 5. στον πλ. τα κρέατα, οι παχιές σάρκες χοντρού άντρα, ιδίως χοντρής γυναίκας, που αποκαλύπτονται από το τολμηρό ντύσιμό της: «μόλις είδα τα κρέατά της, μου κόπηκε κάθε διάθεση για έρωτα». Τέλος, στα πολύ δύσκολα προπολεμικά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μόνο όταν η οικογένεια μαγείρευε κρέας έλεγε πως έχει φαγητό. Υποκορ. κρεατάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- ακόμη λέει το κρέας τσιτσί, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας,  θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη λέει το κρέας τσιτσί και θέλει να μας κάνει το δάσκαλο!». Το ότι λέει το κρέας τσιτσί παραπέμπει αμέσως στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- άσπρα κρέατα, το κρέας των ψαριών και των πουλερικών σε αντιδιαστολή με τα κόκκινα κρέατα: «η υγεία μας απαιτεί πολλά άσπρα κρέατα»·
- βάζει κρέας στον κώλο του, λέγεται ιδίως για άντρα που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, πρόκειται για άτομο ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «πώς να δώσεις βάση στα λόγια του, αφού βάζει κρέας στον κώλο του». Συνών. βάζει τη βάρκα στο λιμάνι·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό να μη σου βάλω κρέας, βλ. λ. μυαλό·
- βαφτίζει το κρέας ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- δε βάζει κρέας απάνω του, δεν παχαίνει, δεν μπορεί να παχαίνει, παρά το πολύ φαγητό που καταναλώνει: «όσο και να τρώει αυτό το παιδί, δε βάζει κρέας απάνω του, γιατί όλη τη μέρα τρέχει στους δρόμους»·
- δεν παίρνει κρέας απάνω του, βλ. φρ. δε βάζει κρέας απάνω του·
- δεν πιάνει κρέας απάνω του, βλ. φρ. δε βάζει κρέας απάνω του·
- είναι ένα κρεβάτι κρέας, βλ. λ. κρεβάτι·
- είναι ένα μάτσο κρέας, βλ. φρ. είναι ένα κρεβάτι κρέας·
- είναι νύχι και κρέας, βλ. λ. νύχι·
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δεν έχεις τη δυνατότητα να μου κάνεις κακό: «μην έχεις την εντύπωση πως μ’ αυτά που λες σε φοβάμαι, γιατί θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας». Από το ότι έτσι ή αλλιώς τα μούτρα είναι από κρέας, οπότε δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι παραπάνω· 
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, (ειρωνικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν δε καθίσεις φρόνιμα, θα σου βάλω κρέας στον κώλο, στο λέω»·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, (απειλητικά) θα σε χτυπήσω πολύ άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξαναγυρίσεις μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου κάνω τα μούτρα κρέας»·
- κόκκινα κρέατα, το κρέας των μοσχαριών και των βοδιών σε αντιδιαστολή με τα άσπρα κρέατα: «τα κόκκινα κρέατα είναι απαραίτητα για τον οργανισμό του ανθρώπου, γιατί έχουν πρωτεΐνες»· 
- κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος μένει, α. έκφραση που λέγεται υπό τύπον αστεϊσμού σε άτομο που υποτίθεται πως του προτείνουμε να του επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη, με την έννοια πως όχι μόνο δεν πρέπει να φοβάται αλλά πως θα βρεθεί και ωφελημένος. β. έκφραση που λέγεται ειρωνικά σε άτομο που περνάει δύσκολες καταστάσεις με την έννοια πως ακόμη και από τα χειρότερα μπορεί να υπάρξει κάποια ωφέλεια·
- σαν το νύχι με το κρέας, βλ. λ. νύχι·
- του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) από κρέας, δεν μπόρεσα να του κάνω κάποιο κακό: «όσο κι αν προσπάθησα να τον μειώσω μπροστά στους άλλους, του ’κανα τα μούτρα από κρέας, γιατί αποδείχτηκε πολύ αναίσθητος»·
- του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) κρέας, α. τον χτύπησα άγρια και του προξένησα πολλές πληγές στο πρόσωπο από τα χτυπήματα που του κατάφερα: «του ’δωσε τέτοιο ξύλο του φουκαρά, που του ’κανε τα μούτρα κρέας». β. τον κατατρόπωσα, τον εκμηδένισα σε μια διαλογική συζήτηση: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, που είναι εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος και του ’κανε τα μούτρα κρέας»·
- τρώει τα κρέατά του, είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μην πας να του ζητήσεις τίποτα, γιατί αυτή τη στιγμή τρώει τα κρέατά του». Συνών. τρώει τα μανίκια του / τρώει τις σάρκες του.

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

λάθος

λάθος, το, ουσ. [<μτγν. λάθος <λανθάνω (υποχωρητ.)], το λάθος. 1. το σφάλμα, η αστοχία: «τα λάθη της ζωής του τον κατάστρεψαν». (Λαϊκό τραγούδι: αφήστε με στο λάθος μου, μη μου το διορθώνετε το ένοχο το πάθος μου, γιατί μου το σκοτώνετε).2. η παράλειψη, ο λανθασμένος, ο κακός, ο εσφαλμένος υπολογισμός ή χειρισμός: «τα συνεχή λάθη του του στοίχισαν ολόκληρη τη δουλειά του». 3. ως επίρρ. δηλώνει πως κάτι δεν έγινε με τον σωστό, με τον κανονικό τρόπο: «δε μίλησα με τον τάδε, γιατί πήρα λάθος αριθμό». Υποκορ. λαθάκι, το. (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άσχημο λάθος, βλ. φρ. χοντρό λάθος·
- βαρύ λάθος, βλ. φρ. χοντρό λάθος·
- γράψε λάθος! α. παραδέχομαι το σφάλμα μου, συγχώρεσέ με, σημείωσε την παρατυπία μου: «εντάξει, ρε φίλε, γράψε λάθος, άνθρωποι είμαστε!». β. τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα υπολόγιζα. (Λαϊκό τραγούδι: γράψε λάθος, μικρή μου γράψε λάθος κατά βάθος, δε μ’ αγαπάς με πάθος
- είναι λάθος μου, είναι φταίξιμό μου, φταίω: «αναγνωρίζω πως είναι λάθος μου που τον κάλεσα χωρίς να σε ενημερώσω». (Λαϊκό τραγούδι: σου ’δειξα πως είσαι εσύ το πάθος μου κι αυτό είναι λάθος μου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εντάξει·
- εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται, βλ. λ. ταμείο·
- κάνω λάθος ή κάνω το λάθος, σφάλλω, αστοχώ: «νόμισα πως ήταν καλός άνθρωπος, αλλά έκανα λάθος || έκανα το λάθος να τον εμπιστευτώ». (Λαϊκό τραγούδι: με κοίταξε, τον κοίταξα μες τ’ άγριά του μάτια και μου ’πε λάθος έκανε σ’ αυτά τα μονοπάτια // στη φυλακή με ρίξανε σ’ ένα κελί μονάχος, κλαίω και βασανίζομαι που έκανα το λάθος
- κάνω λάθος κίνηση, ενεργώ άστοχα, λανθασμένα, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η θέση μου, η κατάστασή μου: «στην περίπτωση της τελευταίας εισαγωγής απ’ το εξωτερικό, έκανα λάθος κίνηση κι έχασα ένα κάρο λεφτά || έκανα λάθος κίνηση να τον προσβάλω μπροστά στον κόσμο, γιατί δημιούργησα την εντύπωση του εκδικητικού ανθρώπου»·
- κάνω λάθος λογαριασμό, επεξεργάζομαι, σκέφτομαι, σχεδιάζω λανθασμένα: «κάνεις λάθος λογαριασμό, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα ’ρθουν έτσι όπως τα υπολογίζεις»·
- κατά λάθος, χωρίς να το επιδιώκω, χωρίς πρόθεση: «τον χτύπησα κατά λάθος»·
- λογαριάζω λάθος, βλ. φρ. κάνω λάθος λογαριασμό·
- με λάθος άνθρωπο έμπλεξες ή έμπλεξες με λάθος άνθρωπο, απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την οποία τον προειδοποιούμε πως όχι μόνο δεν είμαστε εύκολοι αντίπαλοι αλλά πως θα βγει και ζημιωμένος, αν επιχειρήσει να τα βάλει με οποιονδήποτε τρόπο μαζί μας: «εμένα μη μου κάνεις τον νταή, γιατί με λάθος άνθρωπο έμπλεξες, στο λέω»·
- με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. φρ. με λάθος άνθρωπο έμπλεξες·
- μέγα λάθος, μεγάλη παράλειψη: «ήταν μέγα λάθος που δεν κάλεσες τον τάδε στο γάμο σου»·
- μεγάλο λάθος, βλ. φρ. μέγα λάθος·
- μετράω λάθος, υπολογίζω λανθασμένα, κάνω λάθος υπολογισμό, σφάλλω: «όταν κρίνει κάποιον άνθρωπο, δεν μετράει ποτέ λάθος». (Λαϊκό τραγούδι: τη δική μου την καρδιά αφιλότιμη, πόσο λάθος τη μετράς, αφιλότιμη
- ξύπνησε από λάθος πλευρό, βλ. λ. πλευρό·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, βλ. λ. ζωή·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε λάθη ή πέφτω σε λάθος, ενεργώ άστοχα, υπολογίζω ή χειρίζομαι κάτι λανθασμένα: «τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ μπλεγμένος και πέφτω συνέχεια σε λάθη». (Λαϊκό τραγούδι: την περιπλέον μου ζωή την πέρασα με πάθη, γιατί μικρός δεν ήκουγα και έπεφτα σε λάθη
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. λ. χέρι·
- ποντάρω σε λάθος χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- ποτέ το λάθος δεν είναι τζάμπα, πάντα το λάθος έχει οδυνηρές συνέπειες, ψυχικές, ψυχολογικές ή οικονομικές, πάντα το λάθος πληρώνεται: «να μη φτάσεις στο σημείο να πεις δε θα το ξανακάνω, γιατί ποτέ το λάθος δεν είναι τζάμπα»·
- στο λάθος δεν μπαίνει φέσι, βλ. λ. φέσι·
- τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, είναι φυσικό να κάνουν οι άνθρωποι λάθη: «μην το μαλώνεις το παιδί, αφού τα λάθη είναι για τους ανθρώπους». Πρβλ.: άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε όλοι σε τούτη τη ζωή κι είναι πολύ σκληρό ο ένας απ’ τους δυο τον άλλον να μην εννοεί (Λαϊκό τραγούδι)·
- τα λάθη πληρώνονται, όποιοι κάνουν λάθη, πρέπει να υποστούν και τις συνέπειες: «χάλασες την υγεία σου με τα μεθύσια και τα ξενύχτια σου, γιατί τα λάθη πληρώνονται». (Λαϊκό τραγούδι: ίσως αμάρτησα π’ αγάπησα πολύ, μα συ δεν τ’ άξιζες και τώρα μετανιώνω· κι αφού πληρώνονται τα λάθη στη ζωή τώρα το λάθος της καρδιάς μου το πληρώνω
- χοντρό λάθος, λανθασμένη ενέργεια ή υπολογισμός που έχει σοβαρές επιπτώσεις: «μ’ ένα παρόμοιο χοντρό λάθος έχασε ο τάδε τη θέση του»·
- χτυπώ λάθος πόρτα, α. δεν πηγαίνω στον κατάλληλο άνθρωπο για να με βοηθήσει ή να με εξυπηρετήσει: «χτύπησες λάθος πόρτα, αν πήγες σ’ αυτόν, γιατί αυτός δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό». β. λέγεται και με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση από το άτομο του οποίου ζητούμε βοήθεια: «θα με βοηθήσεις να καλύψω την επιταγή μου; -Χτύπησες λάθος πόρτα».

λιθαράκι

λιθαράκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. λιθάρι], το λιθαράκι·
βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «θα έχεις την ικανοποίηση ότι έβαλες κι εσύ ένα λιθαράκι για την προκοπή της πατρίδας σου || τώρα λυπάσαι για την καταστροφή του, αλλά έβαλες κι εσύ το λιθαράκι σου για να φτάσει σ’ αυτά τα χάλια». Συνών. βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου).

λιθάρι

λιθάρι, το, ουσ. [<μσν. λιθάριν <μτγν. λιθάριον, υποκορ. του ουσ. λίθος], το λιθάρι· ο λίθος που χρησιμοποιούνταν στο αγώνισμα της λιθοβολίας, καθώς και αυτό το ίδιο το αγώνισμα: «τα παιδιά μαζεύτηκαν στην αλάνα για να ρίξουν λιθάρι || ποιος ήρθε πρώτος στο λιθάρι;». Το αγώνισμα αυτό αντικαταστάθηκε με το αγώνισμα της σφαιροβολίας·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, βλ. συνηθέστ. βάζω ένα λιθαράκι, λ. λιθαράκι·
- δεν άφησε αγύριστο λιθάρι, έψαξε επίμονα σε όλα τα μέρη, έψαξε επίμονα παντού για να βρει κάποιον ή κάτι: «έπρεπε να τον βρει οπωσδήποτε γι’ αυτό δεν άφησε αγύριστο λιθάρι, μέχρι που τον βρήκε»·
- στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα.

λογαριασμός

λογαριασμός, ουσ. [<μσν. λογαριασμός <λογαριάζω], ο λογαριασμός. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- ανοίγω λογαριασμό, α. αρχίζω να έχω οικονομικές δοσοληψίες, οικονομικό αλισβερίσι με κάποιον: «απ’ τη μέρα που άνοιξα λογαριασμό με τον τάδε, έχω συνεχώς προβλήματα». β. καταθέτω ένα χρηματικό ποσό σε κάποια τράπεζα: «άνοιξα λογαριασμό στην τάδε τράπεζα για να μην έχω τα χρήματα στο ταμείο μου»· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμούς·
- ανοίγω λογαριασμούς, δημιουργώ έχθρα με κάποιον, δημιουργώ κακό προηγούμενο: «απ’ τη στιγμή που άνοιξες λογαριασμούς μαζί του, πρέπει να προσέχεις, γιατί είναι πολύ εκδικητικός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: ωραία την περνάγαμε, φίνα κι αγαπημένα κι εσύ αγάπαγες πολύ κι εγώ τρελά εσένα! Μα γρήγορα λογαριασμούς μου άνοιξες, μπαμπέσα, κι ένα δεφτέρι που κρατώ, τα γράφει όλα μέσα)· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμό·
- ανοιχτοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι διαμάχες μεταξύ δυο ή περισσότερων ανθρώπων που διατηρούνται στην επικαιρότητα: «στην παρέα μας λύνουμε κάθε διαφορά για να μη διατηρούνται ανοιχτοί λογαριασμοί»·
- ανοιχτός λογαριασμός, ο αλληλόχρεος, ο τρεχούμενος λογαριασμός: «αγόρασε ό,τι θέλεις και μην πληρώσεις, γιατί έχω με τον πατέρα σου του ανοιχτό λογαριασμό»·
- (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω με τη δουλειά μου, είναι δικός μου λογαριασμός». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα·
- (αυτό) είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- αφήνω ανοιχτό λογαριασμό (με κάποιον), ή αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), διατηρώ σε εκκρεμότητα κοινωνικές διαφορές, διαμάχες ή υποθέσεις με κάποιον: «έχω σκοπό να φύγω απ’ αυτή την πόλη και δε θ’ αφήσω ανοιχτό λογαριασμό με κανέναν». (Τραγούδι: κολλημένη μαζί σου σε αλήτη δεσμό μεταξύ μας αφήσαμε ανοιχτό λογαριασμό 
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε λογαριασμό, α.τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω, ιδίως οικονομικές: «τώρα που έβαλα σ’ έναν λογαριασμό τα οικονομικά μου, μπορώ να πάω κι εγώ ένα ταξιδάκι». β. διευθετώ, τακτοποιώ ένα χώρο: «αν δε βάλεις πρώτα σε λογαριασμό το δωμάτιό σου, δεν έχει να πας πουθενά»· βλ. και φρ. τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- βάζω στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), υπολογίζω, συνυπολογίζω: «βάλε στο λογαριασμό κι εμένα για να πληρώσω το μερίδιό μου || θα βάλω στο λογαριασμό και το κουκλάκι που κρατάτε;»·
- βαστώ (το) λογαριασμό, βλ. φρ. κρατώ (το) λογαριασμό·
- βγαίνω απ’ το λογαριασμό (μου), παρασύρομαι σε έξοδα, βγαίνω από το οικονομικό μου πρόγραμμα: «πριν από μια βδομάδα πάντρεψα την κόρη μου και βγήκα απ’ το λογαριασμό μου»·
- βρίσκω λογαριασμό, διευθετώ, ρυθμίζω μια υπόθεση: «ήταν πολύ μπερδεμένα τα πράγματα, αλλά ρώτα από δω, ρώτα από κει, στο τέλος βρήκα λογαριασμό»·
- για λογαριασμό (κάποιου), λέγεται όταν ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου ή για το συμφέρον κάποιου: «θα υπογράψω για λογαριασμό του τάδε || εργάζεται για λογαριασμό κάποιας ξένης δύναμης»·
- για λογαριασμό μου, α. για μένα: «εγώ μιλώ μόνο για λογαριασμό μου». β. για δικό μου όφελος: «θέλω να μου πεις τι θα ’χω για λογαριασμό μου αν τελειώσω πιο νωρίς τη δουλειά»·
- δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό, α. κάνει ό,τι θέλει, ό,τι του αρέσει, ενεργεί αυθαίρετα χωρίς να υπολογίζει κανέναν: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν». β. δε λογοδοτεί σε κανέναν για τις πράξεις του: «απ’ τη στιγμή που είναι το αφεντικό της επιχείρησης, δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα θα τα πίνω και λογαριασμό δε δίνω!). Πρβλ.: δεν παίρνεις λογαριασμό, δε δίνεις λογαριασμό (Διαφημιστικό σλόγκαν εταιρίας κινητής τηλεφωνίας)·
- δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικός μου λογαριασμός να ελέγχω, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ για αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «πες του κανέναν καλό λόγο μήπως και συμμορφωθεί. -Δεν είναι δικός μου λογαριασμός». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημά ή δεν είναι πρόβλημά μου·
- δικός σου λογαριασμός, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου ζήτημα, αποτελεί προσωπική σου υπόθεση: «πώς θα μπορέσω να ’βρω τόσο γρήγορα τα λεφτά που μου ζητάς; -Δικός σου λογαριασμός». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα·  
- δίνω λογαριασμό (σε κάποιον), λογοδοτώ: «θα ’ρθει κάποτε η μέρα, που θα δώσεις λογαριασμό για τις πράξεις σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους τους δήθεν άσ’ τους να λένε, λογαριασμό δε θα τους δώσω πια ξανά, έχω βαδίσει δρόμους που καίνε κι έχω περάσει ανηφόρες και στενά
- δίνω το λογαριασμό (σε κάποιον), αποδίδω ταμείο σε κάποιον: «δε μου ’δωσες ακόμη το λογαριασμό της ημέρας»·
- είναι λογαριασμός, είναι υπολογίσιμο, είναι σημαντικό κάτι: «στη θέση που βρίσκομαι, ακόμη και η παραμικρή βοήθειά σου είναι λογαριασμός για μένα || το να ξοδεύει κανείς εκατό χιλιάδες στα μπουζούκια, βεβαίως και είναι λογαριασμός»·
- εισπράττω το λογαριασμό, αναγκάζομαι να υποστώ τις συνέπειες για κακή ενέργεια άλλου: «δεν αντέχω άλλο να εισπράττω το λογαριασμό για δικές σου ανοησίες»·
- ενήμερος λογαριασμός, βλ. λ. ενήμερος·
- έρχομαι σε λογαριασμό, τακτοποιούμαι οικονομικά και γενικά η ζωή μου κυλάει ομαλά: «τώρα που ήρθα σε λογαριασμό, μπορώ κι εγώ να ξεκουραστώ λιγάκι || κάθε φορά που έρχομαι σε λογαριασμό, όλο και κάτι στραβό μου συμβαίνει κι αρχίζουν πάλι τα τραβήγματα»·
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω κοινωνικές εκκρεμότητες, κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, έχω εκκρεμείς υποθέσεις με κάποιον: «αν είναι και ο τάδε στο πάρτι, εγώ δε θα ’ρθω γιατί έχω ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του»·
- έχω παλιούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω παλιές διαφορές, παλιές διαμάχες με κάποιον: «αν έρθει ο τάδε εγώ δεν έρχομαι, γιατί έχουμε παλιούς λογαριασμούς»·
- έχω λογαριασμό, α. έχω κάπου κατατεθειμένα χρήματα στο όνομά μου: «μόνο στην τάδε τράπεζα έχω λογαριασμό». β. έχω αλληλόχρεη οικονομική συνεργασία με κάποιον: «ψώνισε ό,τι θέλεις απ’ το μαγαζί του, αλλά μην πληρώσεις, γιατί έχω λογαριασμό μαζί του»·
- ζητώ λογαριασμό (από κάποιον), απαιτώ από κάποιον να λογοδοτήσει: «τώρα κάνε ό,τι θέλεις, αλλά θα ’ρθει κάποια στιγμή που θα σου ζητήσω λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το κόλπο συχνά το παίζεις δεν θα κρατήσει πολύ καιρό, γιατί το θύμα, όταν ξυπνήσει, θα σου ζητήσει λογαριασμό
- κανονίζω τους λογαριασμούς μου, βλ. φρ. κλείνω τους λογαριασμούς μου·
- κάνω λάθος λογαριασμό, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λογαριασμό, σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, λογαριάζω: «κάνω λογαριασμό να πάω ένα ταξιδάκι μόλις τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- κάνω λογαριασμό χωρίς (δίχως) τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- κάνω το λογαριασμό, ελέγχω λίστα με αριθμούς για να βρω ή για να επαληθεύσω το γινόμενο: «όταν είναι να πληρώσω κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό κι έπειτα πληρώνω»·
- κάνω το λογαριασμό μου, υπολογίζω τα έξοδα ή τις ενέργειες που έχω τη δυνατότητα να κάνω: «πριν ξεκινήσω για κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό μου»·
- κίνηση λογαριασμού, α. οι καταθέσεις και οι αναλήψεις από έναν τραπεζικό λογαριασμό: «μήπως έχεις κανένα πρόβλημα και τον τελευταίο καιρό δεν παρουσιάζεις κίνηση λογαριασμού;». β. η ξεχρέωση και η εκ νέου χρέωση κάποιου τραπεζικού λογαριασμού: «η κίνηση λογαριασμού δείχνει πως ο πελάτης βρίσκεται σε κάποια εργασιακή δραστηριότητα»·
- κινώ το λογαριασμό, α. κάνω καταθέσεις και αναλήψεις από κάποιον τραπεζικό λογαριασμό: «όταν κινείς το λογαριασμό, έχεις άλλο πρόσωπο στην τράπεζα». β. ξεχρεώνω και χρεώνω εκ νέου κάποιο τραπεζικό λογαριασμό: «όταν η τράπεζα βλέπει ότι κινείς το λογαριασμό, μπορεί να σε βοηθήσει πιο εύκολα»· 
- κλείνω λογαριασμό, ελέγχω τι χρωστώ ή τι μου χρωστάει κάποιος: «είναι καιρός πια να κλείσουμε λογαριασμό γιατί, όσο τον αφήνουμε, υπάρχει φόβος να μην μπορούμε να βγάλουμε άκρη»· βλ. και φρ. κλείνω το λογαριασμό·
- κλείνω το λογαριασμό, α. πληρώνω το χρηματικό ποσό που χρωστώ ή πληρώνομαι από κάποιον το χρηματικό ποσό που μου χρωστάει: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε αυτόν το λογαριασμό, μπορούμε ν’ ανοίξουμε έναν καινούριο». β. παίρνω όλο το χρηματικό ποσό που είχα κατατεθειμένο σε μια τράπεζα: «έκλεισα το λογαριασμό με την τάδε τράπεζα κι άρχισα να συνεργάζομαι με μια άλλη»· βλ. και φρ. κλείνω λογαριασμό·
- κλείνω τους λογαριασμούς μου, α. διευθετώ, τακτοποιώ οικονομικές ή ταμειακές μου εκκρεμότητες: «πρέπει να κλείσω τους λογαριασμούς μου, γιατί την άλλη βδομάδα θα λείψω στο εξωτερικό». β. διευθετώ, τακτοποιώ διάφορες κοινωνικές μου εκκρεμότητες: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε τους λογαριασμούς μας, αρχίσαμε να κάνουμε πάλι παρέα»·
- κλειστός λογαριασμός, χρηματικό ποσό που καταθέτουμε στην τράπεζα με προθεσμία ανάληψης: «όταν έχεις κάποιο ποσό σε κλειστό λογαριασμό, τότε παίρνεις μεγαλύτερο τόκο»·
- κοινός λογαριασμός, τραπεζικός λογαριασμός όπου δικαιούχοι είναι δυο ή και περισσότερα άτομα: «έχω έναν κοινό λογαριασμό με τη γυναίκα μου στην τάδε τράπεζα»·
- κρατώ (το) λογαριασμό, α. καταγράφω έσοδα και έξοδα, διαχειρίζομαι χρήματα: «ποιος απ’ όλους κρατούσε το λογαριασμό της επιχείρησης τον τελευταίο καιρό;». β. παρακολουθώ, καταγράφω προσεκτικά τις ενέργειές μου ή τις ενέργειες κάποιου: «ξέρουμε ανά πάσα στιγμή τι έκανε και τι είπε, γιατί κρατούσα λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αν κράταγα λογαριασμό με πόσες τα ’χω φτιάξει μέχρι διακόσια αριθμό, μπράβο μου! μπορεί και να ’χω φτάσει
- λογαριασμό θα σου δώσω; δεν υπάρχει κανένας λόγος να σου πω πώς θα ενεργήσω ή γιατί ενεργώ με αυτόν το συγκεκριμένο τρόπο: «εγώ θα κάνω αυτό που νομίζω σωστό, λογαριασμό θα σου δώσω;»·
- λογαριασμοί του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- λογαριασμός κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- λογαριασμός όψεως, τραπεζικός λογαριασμός, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρήματα, όποτε θέλει: «έχω δημιουργήσει ένα λογαριασμό όψεως, στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες μου»·
- λυπάμαι για λογαριασμό του, δηλώνει τη λύπη ή την απογοήτευσή μου για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- μπαίνω σε λογαριασμό ή μπαίνω σ’ έναν λογαριασμό ή μπαίνω σε κάποιον λογαριασμό, μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, νοικοκυρεύομαι, συμμορφώνομαι: «μόλις παντρεύτηκε, άφησε τα ξενύχτια και μπήκε σ’ έναν λογαριασμό»·
- μπακαλίστικοι λογαριασμοί, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- ντρέπομαι για λογαριασμό του, δηλώνει πως ντρέπομαι για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών, βλ. λ. ξεκαθάρισμα·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, η τίμια οικονομική συναλλαγή, η σωστή συμπεριφορά, η σωστή εξήγηση είναι αυτή που δεν επιτρέπει ή που απομακρύνει τις παρεξηγήσεις·
- παγώνω το λογαριασμό, δεν πραγματοποιώ καμιά κίνηση του τραπεζικού μου λογαριασμού: «μέχρι να βρω μια σίγουρη επένδυση, πάγωσα το λογαριασμό που είχα στην τάδε τράπεζα»·   
- παλιοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, οι εκκρεμείς υποθέσεις που υπάρχουν πριν από πολύ καιρό: «οι παλιοί λογαριασμοί μεταξύ τους στέκουν εμπόδιο στην αναθέρμανση της φιλίας τους»·
- παραφουσκωμένος λογαριασμός, που είναι κατά πολύ περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «περάσαμε ωραία στο κέντρο, αλλά στο τέλος μαλώσαμε, γιατί μας έφεραν παραφουσκωμένο λογαριασμό»·
- παραφουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω κατά πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «δεν ξαναπάμε σ’ εκείνο το κέντρο γιατί πάντα παραφουσκώνει το λογαριασμό»·
- περασμένος λογαριασμός, α. που έχει καταχωρηθεί κανονικά στα λογιστικά βιβλία επιχείρησης: «θέλω να ελέγξεις τα βιβλία για να δεις αν είναι περασμένος αυτός ο λογαριασμός». β. που ανήκει στο παρελθόν, που έχει λήξει ή διευθετηθεί: «ό,τι έκανες, είναι περασμένος λογαριασμός, κοίτα από εδώ και μπρος να συμπεριφερθείς σωστά»·
- πέφτω έξω στους λογαριασμούς μου, λογαριάζω, υπολογίζω λανθασμένα: «υπολόγιζα να τελειώσω μέχρι το τέλους του μηνός τη δουλειά που είχα αναλάβει και να φύγω με την οικογένειά μου ένα ταξιδάκι, αλλά έπεσα έξω στους λογαριασμούς μου, γιατί δεν τέλειωσε η δουλειά»·   
- το άνοιγμα λογαριασμού, βλ. λ. άνοιγμα·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον βάζω σε λογαριασμό, του διευθετώ, του τακτοποιώ τη ζωή του, τον νοικοκυρεύω, τον συμμορφώνω: «ο γιος του ήταν πολύ άτυχος στις διάφορες δουλειές του, αλλά απ’ τη στιγμή που ο πατέρας του τον έβαλε σ’ έναν λογαριασμό, ησύχασε το κεφάλι του || του βρήκε ένα καλό κορίτσι και τον έβαλε σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- τον τάραξα στο λογαριασμό, τον έβαλα να πληρώσει πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «όταν το γκαρσόνι κατάλαβε πως ήταν μεθυσμένος, τον τάραξε στο λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μου πει κανείς πως  μ’ αγαπά πληρώνει τρεις φορές τη μια οκά του βάζω μέσα στο κρασί νερό και τον ταράζω στο λογαριασμό
- τον φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή τον φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή τον φέρνω σε λογαριασμό, α. τον συνετίζω, τον σωφρονίζω, τον συμμορφώνω: «μόνο εσύ μπορείς να τον φέρεις σε κάποιον λογαριασμό, γιατί σε υπολογίζει και σε σέβεται». β. τον νικώ: «εκτός από σένα, δεν μπορεί κανένας άλλος να τον φέρει σε λογαριασμό γιατί είναι δυνατό παιδί»·
- τρεχούμενος λογαριασμός, α. ο αλληλόχρεος, ο ανοιχτός λογαριασμός: «ό,τι ψωνίσεις απ’ τον τάδε, πες του να τα χρεώσει σε μένα, γιατί έχουμε τρεχούμενο λογαριασμό». β. τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο ανάλογα με τις ανάγκες μου καταθέτω ή κάνω αναλήψεις: «έχω έναν τρεχούμενο λογαριασμό στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες της δουλειάς μου»·
- φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή φέρνω σε λογαριασμό, διευθετώ, τακτοποιώ μια μπερδεμένη δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «ήταν πολύ χάλια η επιχείρηση, αλλά κατάφερα να τη φέρω σ’ έναν λογαριασμό || όπως έκανες τη δουλειά, δε θα μπορέσει κανένας να τη φέρει σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. τον φέρνω σε λογαριασμό·
- φουσκωμένος λογαριασμός, που είναι περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «στο τέλος μας έφεραν φουσκωμένο λογαριασμό»·
- φουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «πρόσεχε το τάδε μαγαζί, γιατί φουσκώνουν το λογαριασμό»·
- χάνω το λογαριασμό, δεν ξέρω τι μου γίνεται, μπερδεύομαι, αποδιοργανώνομαι: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που έχασα το λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τον πολύ συλλογισμό, έχασε το λογαριασμό
- χοντρός λογαριασμός, που είναι μεγάλος, υπέρογκος: «χτες βράδυ, όλα τα παιδιά της παρέας ήμασταν στο κέφι και κάναμε χοντρό λογαριασμό στα μπουζούκια».

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

λότος

λότος, ο, ουσ. [<ιταλ. lotto], η λοταρία, (βλ. λ.)· το λαχείο: «κέρδισα στο λότο ένα αυτοκίνητο»·
- βάζω στο λότο, βλ. φρ. βγάζω στο λότο·
- βγάζω στο λότο, α. κληρώνω κάποιο αντικείμενο με το σύστημα των λαχνών: «έβγαλα στο λότο ένα αυτοκίνητο». β. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή: «έβγαλε στο λότο ένα παλιό ζωγραφικό πίνακα, γιατί είχε μεγάλη ανάγκη από λεφτά». Από την εικόνα του ατόμου που σε κάποια λαχειοφόρο αγορά πουλάει όσο όσο τους λαχνούς που δεν έχουν μέχρι στιγμής πουληθεί και ούτε πρόκειται να πουληθούν.

λύκος

λύκος, ο, θηλ. λύκαινα, η (βλ. λ.), ουσ. [<αρχ. λύκος], ο λύκος. 1α. το λυκόσκυλο: «επειδή το σπίτι του βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία, έχει πάρει έναν λύκο για να το φυλάει». β. άνθρωπος άπληστος, άρπαγας, σκληρός: «μην κάνεις συνεταιρισμό μ’ αυτόν το λύκο, γιατί θα σε γδάρει». 2. ο επικρουστήρας παλιών πυροβόλων όπλων, ο κόκορας: «σήκωσε το λύκο και σημάδεψε». 3. επώδυνη μακροχρόνια δερματοπάθεια, που διαβρώνει τους ιστούς του δέρματος: «είχε ένα πρόβλημα με το δέρμα του κι όταν ο δερματολόγος διέγνωσε λύκο, πανικοβλήθηκε ο φουκαράς». 4. γενική ονομασία διάφορων παρασιτικών φυτών: «κάθε τόσο καθαρίζει το λύκο απ’ τον κήπο του, γιατί μπορεί και να του πνίξουν τα φυτά». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) ο κρατούμενος που υπολογίζεται ως αρχηγός: «μόλις μπαίνει ο λύκος μέσα στο θάλαμο, όλοι στέκονται σούζα». (Ακολουθούν 52 φρ.)·
- άι στο λύκο! βλ. φρ. άι στον κόρακα! λ. κόρακας·
- απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος ή ο λύκος απ’ τα μετρημένα τρώει, λέγεται γι’ αυτούς που έχουν την εντύπωση πως με την υπερβολική προφύλαξη της περιουσίας τους αποφεύγουν το ενδεχόμενο κλοπής ή σφετερισμού της: «αν θέλω να σε κλέψω, φίλε μου, θα σε κλέψω, γιατί πρέπει να ξέρεις πως απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος»·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, αυτός που ξέρει να έχει υπομονή, με τον καιρό επιβάλλεται και σε άτομο που μπορεί να είναι και ισχυρότερό του: «κράτα τα νεύρα σου και τους θυμούς σου γιατί, αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει»·
- άφησαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. συνηθέστ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, διέφυγα από μεγάλο, από θανάσιμο κίνδυνο: «την τελευταία στιγμή πετάχτηκα έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο, που έπεσε στο γκρεμό, και γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα»·
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, λέγεται στην περίπτωση που αναθέτουν τη φύλαξη κάποιων πραγμάτων σε άτομο αναξιόπιστο. Συνών. έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες·
- είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, λέγεται για εκείνους τους φίλους που ενώ έχουμε τη σιγουριά πως μας είναι πιστοί, στην πραγματικότητα μας προδίνουν και συμμαχούν με τους εχθρούς μας: «εγώ του εμπιστευόμουν όλα τα μυστικά της δουλειάς μου κι αυτός πήγαινε και τα μετέφερε στον ανταγωνιστή μου, και μέχρι να καταλάβω πως είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, έπαθα μεγάλη ζημιά». Ο πλ. και όταν μιλάμε μόνο για τον εαυτό μας· 
- έπεσα στου λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. έπεσα στου λύκου το στόμα·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα ’πεφτα στου λύκου το στόμα, δε θ’ αποφάσιζα να πάω μ’ αυτούς τους ορειβάτες!»·
- θέλει και τα πρόβατα σωστά και το λύκο χορτάτο, βλ. λ. πρόβατο·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, λέγεται για τους αχάριστους, που βλάπτουν τους ευεργέτες τους: «όσες φορές είχε ανάγκη, τον βοηθούσε, αλλ’ αυτός, αντί για ευχαριστώ, ψευδομαρτύρησε σε βάρος του στο δικαστήριο. -Θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι». Συνών. φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι·
- και τα πρόβατα σωστά και ο λύκος χορτάτος, βλ. λ. πρόβατο·
- κάποιος λύκος θα ψόφησε, α. λέγεται με απορία στην περίπτωση που κάποιος ενεργεί αντίθετα προς τις συνήθειές του: «μπορεί να μη δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, όμως εμένα τα δανεικά που του ζήτησα μου τα ’δωσε αμέσως. -Κάποιος λύκος θα ψόφησε, γιατί αυτός είναι μεγάλος τσιγκούνης». β. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που έρχεται ξαφνικά να μας επισκεφτεί ύστερα από πάρα πολύ καιρό: «βρε βρε, κάποιος λύκος θα ψόφησε για να ’ρθεις να με δεις». Συνών. κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε·
- λύκος με μορφή προβάτου, λέγεται για σκληρό, για αιμοβόρο άτομο, που μας ξεγελάει με το παρουσιαστικό του, γιατί έχει καλοκάγαθο πρόσωπο: «μην σε ξεγελάνε τα ευγενικά του χαρακτηριστικά, γιατί είναι λύκος με μορφή προβάτου»·
- λύκος μεταμφιεσμένος σε πρόβατο, βλ. φρ. λύκος με μορφή προβάτου·
- λύκος στα πρόβατα, έκφραση με την οποία τονίζουμε τις επιπτώσεις που έχει κανείς, όταν λέει συνεχώς ψέματα: «επειδή μας λέει συνεχώς ψέματα δεν τον πιστέψαμε, όταν μας είπε μια φορά αλήθεια και την έπαθε όπως με το λύκος στα πρόβατα, γιατί δεν τον βοηθήσαμε». Αναφορά σε μύθο του Αισώπου·   
- μ’ έστειλαν στου λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, αντιμετώπισα μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα μ’ έστελναν στου λύκου το στόμα, θα καθόμουν στ’ αβγά μου»·
- μαύρος λύκος να σε φάει! είδος κατάρας·
- με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο; με ποιανού το μέρος είσαι, με του αδύνατου ή του δυνατού, με το μέρος του καλού ή του κακού(;): «ξέχνα για λίγο το συμφέρον σου και θέλω να μου μιλήσεις με το χέρι στην καρδιά. Με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο;»·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μπήκα στου λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «είμαι δασοπυροσβέστης και δεν ξέρεις πόσες φορές, πέρσι με τις πυρκαγιές, μπήκα στου λύκου το στόμα»·
- να σε φάει ο λύκος! είδος κατάρας, που λέγεται χάριν αστεϊσμού. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα που·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο λύκος γούνα αλλάζει, ο λύκος δεν αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- ο λύκος γούνα αλλάζει, το χούι δεν τ’ αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, δηλώνει πως περισσότερα κατορθώνει κανείς με την εξυπνάδα, την πονηριά, παρά με τη σωματική δύναμη: «ο άλλος ήταν πολύ πιο δυνατός, αλλά του ’κανε ένα τσαλιμάκι ο δικός σου και τον ξάπλωσε κάτω. -Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη»·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, το ήθος ή ο κακός χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει με τα χρόνια·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, λέγεται για τους ισχυρούς, τους έξυπνους ή τους πλεονέκτες, που δε μένουν ικανοποιημένοι με μικρά οφέλη: «για να μου εγκρίνει το δάνειο, ήθελε το τριάντα τοις εκατό ο αθεόφοβος. -Ο λύκος με μύγες δε χορταίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες·  
- ο λύκος, όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς, όταν ο ισχυρός χάσει τη δύναμή του γίνεται περίγελος στο περιβάλλον του: «κάποτε τον έτρεμαν αλλά, τώρα που ξέπεσε τον κοροϊδεύουν όλοι γιατί, ο λύκος όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς»·
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, πολλοί άνθρωποι επιδεικνύουν καλή συμπεριφορά στο άμεσό τους περιβάλλον : «είναι πολύ αλήτης άνθρωπος αλλά, στη γειτονιά μας κάνει την αθώα περιστερά γιατί, βλέπεις, ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει»·
- ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, ο παράνομος, ο κακός ή ο φαύλος χαίρεται σε περίοδο κοινωνικής αναστάτωσης ή αναταραχής, γιατί τότε ευνοούνται ευκολότερα τα παράνομα σχέδια του ή οι άνομες επιδιώξεις του: «παρακαλάει να μην μπορέσει κανένα κόμμα να κάνει κυβέρνηση, γιατί χτίζει κάπου ένα αυθαίρετο κι ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται»·
- ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται, βλ. συνηθέστ. ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται·
- ο λύκος τρίχα αλλάζει, τη γνώμη δεν αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- οι λύκοι θέλουν πρόβατα, οι έξυπνοι, οι επιτήδειοι ή οι κακοί αναζητούν αφελείς ή αγαθούς ανθρώπους για να τους εκμεταλλευτούν: «μην μπλέξεις με τους ανθρώπους της πιάτσας, γιατί οι λύκοι θέλουν πρόβατα»·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, πάντα πριν από ένα κακό ή μια αποτυχία, υπάρχουν σημάδια που μας προειδοποιούν για τον επερχόμενο κίνδυνο»·
- πεινώ σαν λύκος ή πεινώ σαν το λύκο, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί πεινώ σαν λύκος». Από το ότι ο λύκος δε βρίσκει εύκολα τροφή·
- πέρασα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. πέρασα απ’ του λύκου το στόμα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο δυνατή η τράκα, που πέρασα απ’ του λύκου το στόμα»·
- περιμένει σαν λύκος, είναι άπληστος, άρπαγας, σκληρός: «πηγαίνει στους χώρους που γίνονται πλειστηριασμοί και περιμένει σαν λύκος ν’ αρπάξει την ευκαιρία». (Λαϊκό τραγούδι: ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- πέφτω στον πρώτο λύκο, (στη γλώσσα της αργκό) χάνω ξαφνικά χρήματα, παθαίνω αναπάντεχη ζημιά: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, μόλις κερδίσεις μερικά λεφτά, πέφτεις στον πρώτο λύκο και δε σου μένει πάλι φράγκο»·
- σώθηκα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει, όταν κάνουμε σωστούς λογαριασμός δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε καμιά απώλεια: «να προσέχεις καλά το βιος σου, να ελέγχεις κάθε τόσο το έχει σου για να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο γιατί, τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει»·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός·
- τρώει σαν λύκος ή τρώει σαν το λύκο, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «μην πάρετε και τον τάδε στο γεύμα, γιατί τρώει σαν λύκος και δε θα προλάβετε να φάτε τίποτα». Από το ότι ο λύκος που βρίσκει δύσκολα τροφή, όταν τη βρίσκει, τρώει με μεγάλη λαιμαργία. Συνών. τρώει σαν βόδι / τρώει σαν δράκος / τρώει σαν φίδι·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

λυτός

λυτός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. λυτός <λύω]. 1. που δεν είναι δεμένος: «είχε λυτά τα παπούτσια του, γιατί τον στένευαν || είχε λυτά τα μαλλιά της και ανέμιζαν στον αέρα». 2. που είναι ελεύθερος από δεσμά: «μόλις τον άφησαν λυτό, τους την κοπάνησε»·
- αμόλησε λυτούς και δεμένους, βλ. συνηθέστ. έβαλε λυτούς και δεμένους·
- έβαλε λυτούς και δεμένους, επιστράτευσε όλα τα μέσα, όλες τις γνωριμίες που διέθετε για να βρει κάποιον ή για να πετύχει κάτι: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που έδειρε τον αδερφό του, έβαλε λυτούς και δεμένους για να τον βρουν || έβαλε λυτούς και δεμένους για να διορίσει το γιο του στο δημόσιο».

μακαρίτης

μακαρίτης, ο, θηλ. μακαρίτισσα, η, ουσ. [<αρχ. μακαρίτης], αυτός που έχει πεθάνει. Λέγεται συνήθως με συμπάθεια, γιατί όποιος πεθαίνει, γλιτώνει από τα βάσανα της ζωής: «η τελευταία επιθυμία του μακαρίτη ήταν να ’ναι τα παιδιά του πάντα αγαπημένα». (Λαϊκό τραγούδι: σα ζούσε ο μακαρίτης μες στης ζωής του το βίο ό,τι έβλεπε στον κόσμο το ’γραφε στο βιβλίο
- έγινε μακαρίτης, πέθανε: «δε μένει πια σ’ αυτό το σπίτι ο τάδε που ζητάς, γιατί έγινε μακαρίτης πριν από πολύ καιρό»·
- ήταν κοντός (ψηλός, χοντρός, αδύνατος) ο μακαρίτης! ειρωνικός υπαινιγμός σε κάποιον που φοράει ρούχο εντελώς έξω από τα μέτρα του και το υπονοούμενο είναι πως το πήρε από κάποιον που πέθανε: «ρε συ, ήταν κοντός ο μακαρίτης και τα μανίκια του σακακιού σου ’ρχονται στους αγκώνες! || ήταν ψηλός ο μακαρίτης και τα μπατζάκια σου έρχονται πάνω απ’ τους αστραγάλους σου!»·
- κάλλιο δειλός, παρά μακαρίτης, δηλώνει την αξία της ζωής: «για ψύλλου πήδημα δεν κάνω παλικαριές γιατί, κάλλιο δειλός, παρά μακαρίτης»·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, λέγεται ειρωνικά για τη χήρα εκείνη που, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από το θάνατο του άντρα της, δημιούργησε ερωτικό δεσμό. (Λαϊκό τραγούδι: μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που είχε κάνει. Στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι).

μαντρί

μαντρί, το, ουσ. [<μσν. μανδρίν <μανδρίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μάνδρα], το μαντρί· (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «τον ξέρω αυτόν που μου λες, γιατί ήμασταν μαζί στο μαντρί»·
- αρνί που φεύγει απ’ το μαντρί, το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- βγάζω απ’ το μαντρί, αποφυλακίζω κάποιον: «μάζεψαν οι φίλοι του τα λεφτά που χρωστούσε και τον έβγαλαν απ’ το μαντρί»·
- βγαίνω απ’ το μαντρί, αποφυλακίζομαι: «τον άλλο μήνα βγαίνει απ’ το μαντρί»·
- τον βάζω στο μαντρί, βλ. φρ. τον κλείνω στο μαντρί·
- τον κλείνω στο μαντρί, τον φυλακίζω: «μετά την απόφαση του δικαστηρίου, τον έκλεισαν στο μαντρί»·
- τον ρίχνω στο μαντρί, βλ. φρ. τον κλείνω στο μαντρί·
- τον χώνω στο μαντρί, βλ. συνηθέστ. τον κλείνω στο μαντρί.

μαράζι

μαράζι, το, ουσ. [<τουρκ. maraz], η φθίση, μεγάλος καημός, θλίψη, μακροχρόνια μελαγχολία, στενοχώρια που προέρχεται από ανεκπλήρωτη ιδίως επιθυμία: «θα πεθάνει με το μαράζι, που δεν μπόρεσε να μπει ο γιος του στο πανεπιστήμιο || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έχει μεγάλο μαράζι». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαμε να γλεντήσουμε να φύγει το μαράζι, κι αν φύγουνε πολλά λεφτά, χαλάλι, δεν πειράζει
- δε βάζω μαράζι, δε στενοχωριέμαι, δε θλίβομαι, δε χάνω την καλή ψυχική μου διάθεση: «ό,τι και να μου τύχει, δε βάζω μαράζι, γιατί είναι πολύ μικρή η ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: όλα στον κόσμο τα ξεχνώ, πάντα με κέφι την περνώ, δε βάζω εγώ μαράζι
- έχει μαράζι στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λιώνει απ’ το μαράζι, υποφέρει από μακροχρόνια θλίψη, στενοχώρια που διαβρώνει την ψυχική του υγεία: «δεν τον θέλει η τάδε και λιώνει απ’ το μαράζι ο φουκαράς! || κάθεται μέσα στο σπίτι και λιώνει απ’ το μαράζι, γιατί δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο»·  
- με τρώει το μαράζι, υποφέρω από μακροχρόνια θλίψη, στενοχώρια, που διαβρώνει την ψυχική μου υγεία, στενοχωριέμαι, μελαγχολώ, μαραζώνω: «θα τον φάει το μαράζι, που έχει ακόμα την κόρη του απάντρευτη». (Λαϊκό τραγούδι: πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, χλωμά και μαραμένα, και το βαρύ φθινόπωρο τον ήλιο σκοτεινιάζει και μένα το κορμάκι μου το τρώει το μαράζι
- σβήνει απ’ το μαράζι, υποφέρει από μακροχρόνια θλίψη, στενοχώρια που διαβρώνει την ψυχική του υγεία, αργοπεθαίνει: «ερωτεύτηκε παράφορα με μια που δεν τον θέλει και σβήνει απ’ το μαράζι». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, λοιπόν, λυπήσου με και πάψ’ αυτό το νάζι, μικρή μου Κοκκινιώτισσα, θα σβήσ’ απ’ το μαράζι
- το βάζω μαράζι, στενοχωριέμαι, θλίβομαι πολύ: «το ’βαλε μαράζι που δεν πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο»·
- το ’χω μαράζι, βλ. φρ. το βάζω μαράζι.

μασούρι

μασούρι, το, ουσ. [<όψιμο μσν. μασούριον, υποκορ. του τουρκ. masura]. 1. επίμηκες ξύλο, χαρτόνι ή μέταλλο γύρω από το οποίο τυλίγεται κλωστή ή νήμα, καθώς και η ποσότητα της κλωστής ή του νήματος που είναι τυλιγμένη: «δώσε μου τρία μασούρια κόκκινο νήμα». 2. πολλά χρήματα, ιδίως από λίρες περιτυλιγμένες με χαρτί σε κύλινδρο ή δεσμίδα από χαρτονομίσματα: «είναι τόσο πλούσιος, που κυκλοφορεί πάντα με μασούρια». (Λαϊκό τραγούδι: ψάχνουν για κοροϊδάκι, ή κανένα καψουράκι, και οι έξι του κολλάνε, το μασούρι να του φάνε).Υποκορ. μασουράκι, το (βλ. λ.)·
- έχει γερό μασούρι, βλ. φρ. έχει χοντρό μασούρι·
- έχει χοντρό μασούρι, έχει πολλά χρήματα: «δούλεψε σκληρά πολλά χρόνια στη ξενιτιά και τώρα, που γύρισε στο χωριό, έχει χοντρό μασούρι»·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου) ή κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα στον κώλο σου, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει ή που μας κάνει επίδειξη τα λεφτά του·
- τα κάνει μασούρι, μαζεύει, δεν ξοδεύει τα χρήματα που κερδίζει: «δεν ξοδεύει δραχμή απ’ ότι βγάζει, γιατί τα κάνει μασούρι». Συνήθως θέλει να δηλώσει πως το άτομο δεν αποταμιεύει τα χρήματα στην τράπεζα, αλλά τα έχει συγκεντρωμένα στο σπίτι του.

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μαχαίρι

μαχαίρι, το, ουσ. [<μσν. μαχαίριν <αρχ. μαχαίριον, υποκορ. του ουσ. μάχαιρα], το μαχαίρι. 1. το μαχαίρι ως επιθετικό όπλο των ανθρώπων του υποκόσμου: «τράβηξε το μαχαίρι του και το κάρφωσε στην καρδιά του αντιπάλου του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κυσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις). 2. το χειρουργικό εργαλείο και, κατ’ επέκταση, η εγχείρηση: «όπως πάω, μου φαίνεται πως δεν το γλιτώνω το μαχαίρι». 3. σε θέση επιρρ., αμέσως, αυτόματα: «κάθε φορά που μπαίνει στην αίθουσα, κόβεται μαχαίρι κάθε φασαρία || μόλις πήρε το χαπάκι, σταμάτησε μαχαίρι ο πόνος στο στομάχι του». Τέλος, όσοι είναι προληπτικοί, θεωρούν πως, όταν πέσει το μαχαίρι από το χέρι τους ή από το τραπέζι στο οποίο κάθονται, θα καβγαδίσουν, ενώ, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, αν υποφέρει κάποιος άρρωστος, βάζουμε κάτω από το στρώμα του ένα μαχαίρι για να του «κόβει» τον πόνο. Υποκορ. μαχαιράκι, το. Μεγεθ. μαχαίρα, η (βλ. λ.).(Ακολουθούν 35 φρ.)·
- ακονίζουν τα μαχαίρια τους, τα δυο άτομα ή οι δυο ομάδες ατόμων για τις οποίες γίνεται λόγος, προετοιμάζονται πυρετωδώς για έντονη αντιπαράθεση ή άλλη δυναμική αναμέτρηση: «τα κόμματα ακονίζουν τα μαχαίρια τους για τη μέρα που θα καταθέσει η κυβέρνηση στη βουλή τον προϋπολογισμό»·
- βαράει τη γροθιά του στο μαχαίρι, βλ. λ. γροθιά·
- βγάζει μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τραβάει μαχαίρι·
- βγήκαν μαχαίρια ή βγήκαν τα μαχαίρια, υπήρξε σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ή σε δυο ομάδες ανθρώπων με σκληρά λόγια, αλληλοκατηγορίες και υπονοούμενα: «στο υπουργικό συμβούλιο βγήκαν μαχαίρια κι οι περισσότεροι υπουργοί αποχώρησαν αγανακτισμένοι»·
- βρίσκονται στα μαχαίρια, βλ. φρ. είναι στα μαχαίρια·
- δικό σου το μαχαίρι, δικό σου το πεπόνι, βλ. φρ. όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι·  
- δίκοπο μαχαίρι, ενέργεια ή επιχείρημα που στρέφεται εναντίον κάποιου, αλλά και που μπορεί να στραφεί και εναντίον αυτού που το χρησιμοποιεί: «πρόσεχε, γιατί αυτό που πας να κάνεις, είναι δίκοπο μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι, κάποτε μου ’δινες μόνο τη χαρά
- έβγαλαν τα μαχαίρια, βλ. φρ. βγήκαν μαχαίρια·
- είναι μεγάλο μαχαίρι, είναι δεινός μαχαιροβγάλτης: «όλοι φοβούνται να του πάνε κόντρα, γιατί είναι μεγάλο μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σε όλα όμορφος σε όλα του ξεφτέρι το πιο μεγάλο ήτανε της Τρούμπας το μαχαίρι
- είναι στα μαχαίρια, είναι πολύ μαλωμένοι, μισούνται θανάσιμα: «δεν μπορείς να καλέσεις και τους δυο στη γιορτή σου, γιατί είναι στα μαχαίρια»·
- έπεσε μαχαίρι, αποκλείστηκαν πολλοί από κάπου: «στις φετινές εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, έπεσε μαχαίρι»· βλ. και φρ. πέφτει μαχαίρι·
- έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, δεν υπάρχει άλλο περιθώριο υπομονής ή ανεκτικότητας, το κακό προχώρησε τόσο πολύ, που έφτασε στο απροχώρητο: «αν ξανακάνεις κοπάνα, θα σε απολύσω αμέσως, γιατί έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο»· βλ. και φρ. το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο·
- ήρθαν στα μαχαίρια, μάλωσαν, συνεπλάκησαν άγρια: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος ήρθαν στα μαχαίρια και δεν τόλμησε κανένας να μπει στη μέση να τους χωρίσει»·
- κόβει την πέτρα με μαχαίρι ή κόβει την πέτρα με το μαχαίρι, ματαιοπονεί: «αφού ξεκίνησε δουλειά χωρίς λεφτά γρήγορα θ’ αποτύχει, γιατί όποιος κάνει τέτοια αρχή, κόβει την πέτρα με μαχαίρι»·
- κόβεται μαχαίρι (ενν. το κάπνισμα, το τσιγάρο, το ποτό ή άλλη κακή έξη), έκφραση με συμβουλευτική διάθεση πως μια κακή έξη αποβάλλεται απότομα και αποφασιστικά και όχι σιγά σιγά: «το κάπνισμα κόβεται μαχαίρι, γιατί σιγά σιγά δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα || το ποτό κόβεται μαχαίρι»·
- κόβω μαχαίρι, α. διακόπτω ξαφνικά και οριστικά τις φιλικές μου σχέσεις με κάποιον ή κάποιους: «μόλις έμαθα πως ήταν μπερδεμένοι σε σκοτεινές υποθέσεις, έκοψα μαχαίρι μαζί τους για να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο». β. διακόπτω ξαφνικά τον ερωτικό μου δεσμό: «μόλις έμαθα πως με απάτησε, έκοψα μαχαίρι μαζί της»·
- μαχαίρι έχεις, πεπόνι τρως, βλ. φρ. όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι·
- με το μαχαίρι (και με βούλα), έκφραση με την οποία οι πλανόδιοι μανάβηδες διαλαλούν πως πουλούν τα καρπούζια τους, αφού ο πελάτης τα ελέγξει προηγουμένως για να δει αν είναι ώριμα ή γλυκά·
- μεγάλο μαχαίρι, (στη γλώσσα της αργκό)α. άνθρωπος πολύ σκληρός, πολύ βίαιος: «στις φυλακές της Κέρκυρας φυλακίζονται τα πιο μεγάλα μαχαίρια». β. μεγάλος εγκληματίας, φονιάς: «πάνω στην παραζάλη του καθάρισε πέντε άτομα κι από τότε θεωρείται το πιο μεγάλο μαχαίρι της τελευταίας δεκαετίας». γ. ο αρχηγός ομάδας του υποκόσμου, ο αρχηγός συμμορίας: «αν δε δώσει εντολή το μεγάλο μαχαίρι, δεν κουνιέται κανένας από μόνος του για το παραμικρό || κάτι σοβαρό θα γίνει μέσα στην πιάτσα, γιατί τα μεγάλα μαχαίρια είχαν ολονύχτια συζήτηση»·
- όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, όποιος διαθέτει τις απαιτούμενες δυνατότητες ή τα κατάλληλα μέσα, ή όποιος έχει τη δύναμη, την εξουσία, εξυπηρετεί τα συμφέροντά του ή απολαμβάνει τα αγαθά της ζωής: «και βέβαια θα πάρει περισσότερη προμήθεια από σένα, απ’ τη στιγμή που είναι διευθυντής, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι || έχει ένα σωρό παράδες κι απολαμβάνει τη ζωή του, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι || όλοι οι βουλευτές έχουν τις σπιταρώνες τους και τις αμαξάρες τους, γιατί, όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι»·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, βλ. λ. γλώσσα·
- πάει για μαχαίρι (κάποιος), πηγαίνει για εγχείρηση: «του έχουν γίνει όλες οι απαιτούμενες εξετάσεις κι αύριο πάει για μαχαίρι»·
- πέφτει μαχαίρι, α. επιβάλλεται σκληρή τιμωρία: «σ’ αυτό το εργοστάσιο, μόλις γίνεται κάποια παρατυπία, πέφτει αμέσως μαχαίρι». β. γίνονται καθαιρέσεις, συνήθως ανώτατων στελεχών μιας επιχείρησης, ιδίως στο δημόσιο: «κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, πέφτει μαχαίρι σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες»· βλ. και φρ. έπεσε μαχαίρι·
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια, βλ. λ. μέλι·
- το κόβω μαχαίρι, παύω αυτόματα να μιλώ: «αφού κανείς δεν παρακολουθούσε αυτά που έλεγα, το ’κοψα κι εγώ μαχαίρι και κατέβηκα απ’ την έδρα»·
- το κόβω μαχαίρι (ενν. το κάπνισμα, το τσιγάρο, το ποτό ή άλλη κακή έξη), το διακόπτω αποφασιστικά και οριστικά απότομα και όχι σιγά σιγά: «όταν μου ’πε ο γιατρός πως το τσιγάρο μου πείραξε τα πνευμόνια, το ’κοψα μαχαίρι»·
- το μαχαίρι για τους οχτρούς κι η ψωλή για τους δικούς, βλ. λ. ψωλή·
- το μαχαίρι έφτασε μέχρι το κόκαλο, βλ. φρ. το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο·
- το μαχαίρι έφτασε ως το κόκαλο, η έρευνα, ιδίως για την αναζήτηση ευθυνών για μια παρατυπία που έγινε ή για τη διαλεύκανση μιας σκοτεινής ή ύποπτης υπόθεσης, έφτασε σε βάθος: «ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε στη βουλή πως το μαχαίρι θα φτάσει ως το κόκαλο, προκειμένου να αποδοθούν οι ευθύνες στους πρωταίτιους των ταραχών»· βλ. και φρ. έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο·
- τον έστειλαν για μαχαίρι ή τον έστειλαν στο μαχαίρι, τον έστειλαν στο χειρουργείο, τον έστειλαν να χειρουργηθεί: «μετά τις εξετάσεις που του ’καναν οι γιατροί, τον έστειλαν αμέσως για μαχαίρι»·
- τον πέρασε από μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τον πέρασε από λεπίδι, λ. λεπίδι·
- του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, α. απαιτώ, ζήτώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν του ’βαζα το μαχαίρι στο λαιμό, δε θα ’παιρνα τα λεφτά μου πίσω». β. εκμεταλλεύομαι την αδυναμία του να ενεργήσει ελεύθερα και τον πιέζω να κάνει αυτό που θέλω, τον εκβιάζω: «έμαθα πως έχει γκόμενα και, για να μην το πω στη γυναίκα του, του ’βαλα το μαχαίρι στο λαιμό και μου ’δωσε τα δανεικά που μου χρειάζονταν». Συνών. του βάζω τη θηλιά στο λαιμό·
- του μπήγω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. συνηθέστ. του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό·
- τους πέρασαν από μαχαίρι, βλ. συνηθέστ. τους πέρασαν από λεπίδι, λ. λεπίδι·
- τραβάει μαχαίρι, συνηθίζει να χρησιμοποιεί μαχαίρι κατά τη διάρκεια καβγά, είναι μαχαιροβγάλτης: «δεν τα βάζει κανείς μαζί του, γιατί σ’ όλους είναι γνωστό πως τραβάει μαχαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, Μανταλιώ και Μανταλένα τι έχει ο άντρας σου με μένα; Έμαθα τραβά’ μαχαίρι με τ’ αριστερό το χέρι)· 
- φόρα μαχαίρι! παράγγελμα για επιθετική ετοιμότητα: «φόρα μαχαίρι παιδιά, γιατί έφτασε η ώρα της επίθεσης». Συνών. φόρα κουμπούρι! / φόρα σπαθί!

μέσα

μέσα, επίρρ. [<μσν. μέσα, πλ. ουδ. του μέσος], μέσα. 1. στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «είναι κανείς μέσα στο σπίτι;». 2. κατά τη διάρκεια: «μέσα στην επόμενη βδομάδα». 3. δηλώνει συμφωνία, αποδοχή: «θέλεις να πάρεις μέρος κι εσύ σ’ αυτή τη δουλειά; -Μέσα. || είσαι για μια ποκίτσα; -Μέσα. || πάμε να πιούμε ένα ουζάκι; -Μέσα» 4. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) καταφατική δήλωση παίχτη ότι παίρνει μέρος ή ότι συνεχίζει το παιχνίδι: «ποντάρω άλλες πέντε χιλιάδες. -Μέσα».5.  με άρθρο και συνοδευόμενο από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, κ.λπ., το, τα μέσα μου, τα σπλάχνα μου (σου, του, της κ.λπ.). (Λαϊκό τραγούδι: να ’ξερες πώς σπαράζουν τα μέσα μου για σένα που στέκεσαι μακριά μου και λόγο δε μου λες).6. ως ουσ. το μέσα, το εσωτερικό μέρος: «απ’ έξω φαίνεται καλό το σπίτι, αλλά να δούμε τι λέει και το μέσα». (Ακολουθούν 190 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, βλ. λ. κατσίβελος·
- απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- απέξω κι από μέσα, (για πρόσωπα ή πράγματα) από όπου και αν το εξετάσει κανείς, από όλες τις πλευρές: «απέξω κι από μέσα αυτός ο άνθρωπος, δεν τρώγεται με τίποτα || αυτό τ’ αυτοκίνητο απέξω κι από μέσα είναι κούκλα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω δει γυναίκα που να ’χει λίγη μπέσα· γυναίκες είστε όλες κι απέξω κι από μέσα)· βλ. και φρ. μέσα έξω·
- από μέσα, α. εσωτερικά: «χρειάζονται μόνο εξωτερικά μερεμέτια, γιατί από μέσα είναι μια χαρά το σπίτι». β. (για ρούχα) κατάσαρκα: «το καλοκαίρι δε φορώ φανελάκι από μέσα»·   
- από μέσα άνεση κι απ’ έξω εμφάνιση, βλ. λ. άνεση·
- από μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; βλ. λ. κοιμάμαι·
- από μέσα μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. μέσα μου (σου, του, της κ.λπ)·
- ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- αφήνω μεσ’ στη μέση, βλ. λ. μέση·
- βάζω μέσα, α. εισάγω κάποιον ή κάτι σε έναν κλειστό χώρο: «βάλε μέσα στο σπίτι το παιδί || θα βάλω μέσα στο γκαράζ τ’ αυτοκίνητο μου». β. (για τάβλι ή για ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. μπαίνω μέσα· βλ. και φρ. τον βάζω μέσα· 
- βάλτ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο μουνί, στον κώλο, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), προτροπή από γυναίκα σε άντρα να προβεί στη σεξουαλική πράξη: «βάλ’ τον, επιτέλους, μέσα, γιατί δεν αντέχω άλλο!»·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο βρακί, στο παντελόνι, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), προτροπή σε άντρα να κρύψει το πέος του (μέσα στο βρακί του, στο παντελόνι του): «βάλ’ τον μέσα ρε, που χωρίς ντροπή τον έβγαλες μπροστά στον κόσμο για να κατουρήσεις!»·
- βάλ’ τον πάλι μέσ’ στη γυάλα, βλ. λ. γυάλα·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- βγάζω τα μέσα μου ή βγάζω το μέσα μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «με πιάνει τόσο πολύ η θάλασσα, που, κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, βγάζω τα μέσα μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «κάθε φορά που μιλάει για τον τάδε, βγάζει τα μέσα του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την εκκένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου / βγάζω το στομάχι μου·
- βράζω από μέσα μου, είμαι πολύ αγανακτισμένος, πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού, αλλά προσπαθώ να μη δείξω την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «μη μου μιλάς καθόλου, γιατί βράζω από μέσα μου με τις ανοησίες που ακούω να λέει για το φίλο μου»·
- βρίζω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- βρίσκομαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γυρίζω το μέσα έξω, (για ρούχα) μετατρέπω την εσωτερική πλευρά σε εξωτερική. Αυτό γινόταν συνήθως στα παλιότερα χρόνια λόγω οικονομίας ή φτώχειας, από τη στιγμή που η φθορά κατέστρεφε εξωτερικά το ρούχο (παντελόνι, φουστάνι, σακάκι), ενώ η εσωτερική του ήταν σε καλύτερη κατάσταση·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δεν αναπνέει την κιμωλία μέσα στην τάξη, βλ. λ. κιμωλία·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν έχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν έχει ζωή μέσα του, βλ. λ. ζωή·
- δεν έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχει χολή μέσα του, βλ. λ. χολή·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, βλ. λ. ψυχή·
- δεν έχεις τσαγανό μέσα σου; βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχεις χολή μέσα σου; βλ. λ. χολή·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; βλ. λ. ψυχή· 
- δεν κυλάει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- διαβάζω από μέσα μου, διαβάζω νοερά: «καθόταν ήσυχος σε μια γωνιά και διάβαζε από μέσα του ένα μυθιστόρημα»·
- δοκάρι και μέσα (ενν. πάει η μπάλα), βλ. λ. δοκάρι·
- είμαι μέσα, α. όχι μόνο δεν έχω κέρδη ως επιχείρηση ή ως επιχειρηματίας, αλλά είμαι και ζημιωμένος: «τον τελευταίο καιρό με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι συνέχεια μέσα». β. δέχομαι να πάρω κι εγώ μέρος σε αυτό που πρόκειται να γίνει από κάποιον ή από κάποιους: «αν μου γίνει κι εμένα η πρόταση να πάρω μέρος στη δουλειά που ετοιμάζουν, είμαι μέσα». γ. συμφωνώ, δέχομαι την πρόκληση ή την πρόσκληση κάποιου ή κάποιων για κάτι: «όποτε θέλει ν’ αναμετρηθούμε, είμαι μέσα». δ. μπαίνω στο πνεύμα, στο νόημα, καταλαβαίνω, εννοώ: «μην κουράζεσαι να μου εξηγήσεις την υπόθεση, γιατί είμαι μέσα». ε. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) όχι μόνο δεν έχω κέρδος, αλλά είμαι και ζημιωμένος, χαμένος: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού είμαι συνέχεια μέσα»·
- είμαι μέσα για μέσα, α. είμαι ολοκληρωτικά ζημιωμένος: «απ’ την καινούρια δουλειά που έκανα, είμαι μέσα για μέσα». β. δέχομαι με όλη τη καλή μου διάθεση να συμμετάσχω κάπου: «θα τσοντάρεις στο ρεφενέ για να μαζέψουμε αυτό το ποσό; -Είμαι μέσα για μέσα»·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είμαι μέσα στα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι χωμένος μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- είναι μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- είναι μέσ’ στη φασουλάδα (κάποιος), βλ. λ. φασουλάδα·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι μέσα και κοιτάζει απέξω (απόξω), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι φυλακισμένος: «κάθε φορά που τον συμβούλευα, μου ’λεγε να μην ενδιαφέρομαι για τις δουλειές του, αλλά τώρα είναι μέσα και κοιτάζει απέξω»·
- είναι μέσα σ’ όλα, είναι πολύξερος, γνώρισε όλα τα είδη των σχέσεων και των καταστάσεων, δεν υπάρχει πράγμα που να μην το ξέρει, που να μην το γνωρίζει: «κάθε μου απορία μου τη λύνει ο τάδε, που είναι μέσα σ’ όλα». (Τραγούδι: με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, γιατί σ’ όλα είμαι μέσα // σε όλα μέσα είσαι, παντού μπερδεύεσαι κι όλο έξω πέφτεις, δε συμμαζεύεσαι
- είναι μέσα στη φύση του, βλ. λ. φύση·
- είναι στα μέσα και στα έξω, α. είναι πανταχού παρών σε μια επιχείρηση ή οργανισμό, παίρνει ενεργά μέρος σε κάθε διαδικασία ή δραστηριότητα, κατέχει εμπιστευτική θέση: «αν θέλεις να βρεις δουλειά σ’ αυτό το εργοστάσιο, πλησίασε τον τάδε, γιατί αυτός είναι στα μέσα και στα έξω». β. έχει πολλές και ισχυρές διασυνδέσεις: «αν θέλεις να πάρει μετάθεση ο γιος σου, πλησίασε τον τάδε που είναι στα μέσα και στα έξω»·
- είσαι μέσα, βλ. φρ. μέσα είσαι·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- έπεσα μέσα, πέτυχα απόλυτα σε κάποια πρόβλεψή μου: «έπεσα μέσα στ’ αποτελέσματα των εκλογών»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έπεσε μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- έχει το δαίμονα μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- έχει το διάβολο μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- έχει το σατανά μέσα του, βλ. λ. σατανάς·
- έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι), βλ. λ. φλέβα·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι), βλ. λ. αίμα·
- έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- ζει κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους ή ζει τη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
- η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, βλ. λ. χήρα·
- θα μπού-με μέ-σα! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) απειλητική ιαχή για βιαιοπραγίες των οπαδών εκείνης της ομάδας, οι οποίοι βλέπουν ή θεωρούν πως η ομάδα τους αδικείται από το διαιτητή ή τους διαιτητές·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- κάθομαι μέσα, δε βγαίνω από το σπίτι μου: «επειδή είχε πονοκέφαλο, κάθισε μέσα»·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- κατά μέσα μεριά, στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «κατέβηκε στο υπόγειο κι άρχισε να ψάχνει κατά μέσα μεριά για να βρει το παλιό κάδρο»·
- κάτι έσπασε μέσα μου, έχω πάψει να νιώθω τα ίδια αισθήματα αγάπης ή εκτίμησης για κάποιο άτομο, λόγω της αλλαγής της συμπεριφοράς του προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως χαρτοπαίζει, κάτι έσπασε μέσα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- κάτι με τρώει μέσα μου, έχω έντονη ανησυχία ή σοβαρές αμφιβολίες για κάποιον ή για κάτι: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν, κάτι μ’ έτρωγε μέσα μου, μήπως του συνέβη κάποιο κακό || κάτι με τρώει μέσα μου πως δεν είναι αυτό που δείχνει αυτός ο άνθρωπος»·
- κάτι μου λέει μέσα μου, έχω μια ενδόμυχη σκέψη, μια ενδόμυχη πίστη, έχω ένα προαίσθημα: «κάτι μου λέει μέσα μου, πως θα πετύχω στις εξετάσεις || κάτι μου λέει μέσα μου πως θα την πατήσουμε»·
- κλειδώθηκα μέσα, βλ. φρ. κλείστηκα μέσα·
- κλείστηκα μέσα, δε βγαίνω από το σπίτι μου, ιδίως για αρκετό χρονικό διάστημα: «επειδή είχα εξετάσεις, κλείστηκα μέσα κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- κολυμπάει μέσα στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- κρατώ μέσα μου (κάτι), βλ. φρ. κρύβω μέσα μου (κάτι)·
- κρύβω μέσα μου (κάτι), δεν εκδηλώνω, δεν εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου ή αυτά που σκοπεύω ή ονειρεύομαι να πραγματοποιήσω: «μέρες τώρα είναι σκεφτικός και κανείς δεν ξέρει τι κρύβει μέσα του». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το βαθιά·  
- λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- λέω μέσα μου ή λέω από μέσα μου, μονολογώ, σκέφτομαι: «καθόμουν με τις ώρες κι έλεγα από μέσα μου σαν τι τάχα να του συμβαίνει αυτού του ανθρώπου κι είναι τόσο στενοχωρημένος!». (Τραγούδι: μια φορά στη Σενεγάλη με στριμώξανε δυο Γάλλοι κι αστράψαν τα μαχαίρια τους για χάρη μου. Είπα μέσα μου η γυναίκα δεν πά’ να ’ναι κι άλλοι δέκα ακριβά θα το πουλήσω το τομάρι μου
- ματώνουν τα μέσα μου ή ματώνει το μέσα μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «ματώνουν τα μέσα μου, κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου»·
- μαύρισαν τα μέσα μου ή μαύρισε το μέσα μου, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισαν τα μέσα μου, μέχρι να καταφέρω να βάλω μυαλό σ’ αυτό το παιδί»·
- με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, βλ. λ. φυλακή·
- μένω μέσα, βλ. φρ. κάθομαι μέσα·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μέσ’ στο νερό, βλ. λ. νερό·
- μέσα είσαι, το βρήκες, το εννόησες, το κατάλαβες, είναι ακριβώς αυτό που λες, σωστά σκέφτηκες, αποφάσισες ή ενήργησες: «δηλαδή, απ’ ό,τι μου λες, κι αν κατάλαβα καλά, ο τάδε είναι το καρφί. -Μέσα είσαι || αν τον δω, θα τον σπάσω στο ξύλο, γιατί είναι μεγάλο κωλόπαιδο. -Μέσα είσαι»·
- μέσα για μέσα, α. ολοκληρωτικά: «θα με βοηθήσεις να βγω από τη δύσκολη θέση που βρίσκομαι; -Μέσα για μέσα». β. με όλη την καλή μου διάθεση: «θα τσοντάρεις να μαζέψουμε αυτό το ποσό; -Μέσα για μέσα»·
- μέσα έξω, α. περίπου, κατά προσέγγιση: «μέσα έξω έτσι έγιναν τα πράγματα». Συνών. πάνω κάτω. β.και από τις δυο πλευρές, και αυτή που είναι εσωτερικά και αυτή που είναι εξωτερικά: «το σπίτι θέλει βάψιμο μέσα έξω»· βλ. και φρ. απέξω κι από μέσα·
- μέσα μου (σου, του, της κ.λπ.), ενδόμυχα: «είχαν μαλώσει πολύ άγρια, αλλά μέσα μου πίστευα πως γρήγορα θα μόνοιαζαν || όλοι τον κατηγορούσαν, αλλά μέσα μου πίστευα πως ήταν αθώος»·
- μέσα σε μια μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μέσα σε μια νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μέσα στα όρια, βλ. λ. όριο·
- μέσα στην αυλή μου ή μέσα στην ίδια μου τη αυλή, βλ. λ. αυλή·
- μέσα στο μήνα, βλ. λ. μήνας·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. λ. στόμα·
- μέσα στο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μιλώ μέσα μου ή μιλώ από μέσα μου, βλ. φρ. λέω μέσα μου·
- μιλώ μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου γυρίζει τα μέσα μου ή μου γυρίζει το μέσα μου, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί μεγάλη αηδία: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, μου γυρίζει το μέσα μου». Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να κάνει κύκλους μπροστά στο στομάχι, υπονοώντας στομαχική διαταραχή με επακόλουθο τον εμετό, ή συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την κένωση του στομάχου. Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γύρισαν τα μέσα μου ή μου γύρισε το μέσα μου, ένιωσα έντονη τάση για εμετό, ένιωσα έντονη αηδία ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις έφτασα στο τόπο του δυστυχήματος, είδα τα κορμιά σκορπισμένα πάνω στην άσφαλτο και μου γύρισαν τα μέσα μου». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου μάτωσε τα μέσα μου ή μου μάτωσε το μέσα μου ή μου ’χει ματώσει τα μέσα μου ή μου ’χει ματώσει το μέσα μου, μου προξένησε πολύ μεγάλο ψυχικό πόνο, με λύπησε πάρα πολύ: «εγώ πίστευα πως ήταν φίλος μου, αλλά μου μάτωσε τα μέσα μου, όταν πήρε το μέρος του αντιπάλου μου»· 
- μου μαύρισε τα μέσα μου ή μου μαύρισε το μέσα μου ή μου ’χε μαυρίσει τα μέσα μου ή μου ’χει μαυρίσει το μέσα μου, με στενοχώρησε, με ταλαιπώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε τα μέσα αυτό το παιδί, μέχρι να το κάνω άνθρωπο». Συνών. μου μαύρισε τα σπλάχνα / μου μαύρισε τα σωθικά / μου μαύρισε τα τζιέρια·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε τα μέσα μου ή μου ’φαγε το μέσα μου ή μου ’χει φάει τα μέσα μου ή μου ’χει φάει το μέσα μου, με έφθειρε σωματικά ή ψυχικά: «μου ’φαγε τα μέσα μου αυτή η αρρώστια || αυτό το παιδί, μου ’φαγε το μέσα μου με τις αταξίες του». Συνών. μου ’φαγε τα σπλάχνα / μου ’φαγε τα σωθικά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μπαίνει μέσ’ στα όλα, βλ. συνηθέστ. χώνεται μέσ’ στα όλα·
- μπαίνει μέσα σ’ όλα, βλ. συνηθέστ. χώνεται μέσα σ’ όλα·
- μπαίνω μέσα, α. όχι μόνο δεν έχω κέρδος ως επιχείρηση ή ως επιχειρηματίας, αλλά είμαι και ζημιωμένος: «τον τελευταίο καιρό με την αναδουλειά που υπάρχει στη αγορά, μπαίνω συνέχεια μέσα». β. φυλακίζομαι: «με τα χρέη που δημιούργησε αυτός ο άνθρωπος θα μπει σίγουρα μέσα». γ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χάνω συνέχεια: «μ’ αυτό το κωλόχαρτο που μου ’ρχεται, μπαίνω συνέχεια μέσα». δ. (για ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) δε συγκεντρώνω τους απαραίτητους πόντους και ο αντίπαλος κερδίζει όλους τους πόντους: «είναι η δεύτερη συνεχόμενη φορά που μπαίνω μέσα» ε. (για τάβλι) συγκεντρώνω όλα τα πούλια μου στην περιοχή μου, οπότε μπορώ να αρχίσω να τα μαζεύω: «όταν εγώ άρχισα να μαζεύω, αυτός ακόμη δεν είχε μπει μέσα»·
- μπερδεύεται μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- μπήκε μέσα με τα τσαρούχια, βλ. λ. τσαρούχι·
- μπήκε ο δαίμονας μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, βλ. λ. πειρασμός·
- μπλέκει μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, βλ. λ. ευχή·
- να χέσω μέσα! έκφραση εκνευρισμένου ή απογοητευμένου ανθρώπου για τις συνεχείς δυσκολίες που παρουσιάζονται σε μια δουλειά ή υπόθεση . Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το να χέσω: «να χέσω μέσα να χέσω, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!»·
- ξυπνάει μέσα μου το ζώο ή ξυπνάει το ζώο μέσα μου, βλ. λ. ζώο·
- ξύπνησε μέσα μου το ζώο ή ξύπνησε το ζώο μέσα μου,  βλ. λ. ζώο·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- ορμάει μέσα σ’ όλα, σε καμιά περίπτωση δε διστάζει να ενεργήσει, δεν κωλώνει μπροστά σε τίποτε: «από μικρός έτσι τολμηρός ήτανε, ορμάει μέσα σ’ όλα χωρίς να φοβάται»·
- πάω μέσα, φυλακίζομαι: «δεν μπλέκω σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δεν έχω σκοπό να πάω μέσα»·
- περνάει τη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- πέφτω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω μέσα, πετυχαίνω απόλυτα στην πρόβλεψή μου: «τις πιο πολλές φορές που μου ζήτησαν τη γνώμη μου για κάποιο άτομο, έπεσα μέσα». Συνών. πέφτω διάνα·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- πλέει μέσα στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, πρέπει κάτι, καλό ή κακό, να είναι έμφυτο ή να το θέλεις πάρα πολύ για να το ακολουθήσεις, να το πετύχεις: «πρέπει να το ’χεις μέσα σου να γίνεις καλλιτέχνης || πρέπει να το ’χεις μέσα να γίνεις απατεώνας»· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, λ. άνθρωπος·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, βλ. λ. βελόνα·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τα κεφάλια μέσα! βλ. λ. κεφάλι·
- τα κρατώ μέσα μου, δεν αποκαλύπτω, δεν κοινολογώ, δεν εκμυστηρεύομαι τα όσα με βασανίζουν, με στενοχωρούν, με πικραίνουν: «τη χαρά μου τη δείχνω σε όλους, αλλά ό,τι με βασανίζουν τα κρατώ μέσα μου για να μη στενοχωρώ και τους άλλους»·
- τα λέω μέσ’ στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- τη βγάζω μέσα, μένω στο σπίτι: «κάθε φορά που δεν έχω λεφτά, τη βγάζω μέσα || χτες ήμουν λίγο αδιάθετος και την έβγαλα μέσα»·
- τη βρίσκω μέσα, παθαίνω ζημιά από κάποιον ή από κάτι, τη στιγμή που δεν το περιμένω, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι και υφίσταμαι τις συνέπειες: «είχα την εντύπωση πως ήταν τίμιος άνθρωπος, αλλά τη βρήκα μέσα, γιατί μ’ έριξε στη μοιρασιά». Το υπονοούμενο στη φρ. είναι η πούτσα, η ψωλή και συνοδεύεται αρκετές φορές από χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο, λυγισμένο προς τη μέσα πλευρά της παλάμης και σε οριζόντια θέση από το έδαφος, να κάνει δυο τρεις παλινδρομικές κινήσεις, υπονοώντας την επιβολή της σεξουαλικής πράξης, ενώ άλλες φορές η θέση του λυγισμένου δαχτύλου είναι κάθετα προς το έδαφος αποδίδοντας πιο παραστατικά με τις παλινδρομικές του κινήσεις την επιβολή της σεξουαλικής πράξης·
- της τον (την, το) βάζω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί) ή της τον (την, το) χώνω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε όλο το απόγευμα στο δωμάτιο, σίγουρα της τον έβαλε μέσα»·
- το κρατώ μέσα μου, α. δεν κοινολογώ κάτι, το κρατώ μυστικό: «θα σου πω κάτι, αλλά θέλω να το κρατήσεις μέσα σου». β. δεν εκδηλώνω κάποιο συναίσθημά μου ή την πρόθεσή μου να κάνω σε κάποιον κακό: «ήταν πολύ απογοητευμένος από τη συμπεριφορά του τάδε, αλλά το κρατούσε μέσα του || έμαθε πως τον είχε κατηγορήσει, αλλά το κρατούσε μέσα του και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να τον εκδικηθεί»·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το σκέφτηκα από μέσα μου, σκέφτηκα κάτι χωρίς να το εκφράσω, το συλλογίστηκα: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, αλλά, για να σου πω την αλήθεια, το σκέφτηκα από μέσα μου»·
- το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χει μέσ’ στη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- το ’χει μέσ’ στο αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- το ’χει μέσα του, (για καλό ή για κακό) του είναι έμφυτο: «το ’χει μέσα του αυτός ο άνθρωπος να καταπιάνεται μόνο με μεγάλες δουλειές || μην το πιστεύεις, γιατί το ’χει μέσα του να λέει ψέματα || από μικρό παιδί το ’χει μέσα του να βοηθάει τους άλλους»·
- τον βάζω μέσα, προκαλώ τη χρεοκοπία του: «τον έβαλες μέσα τον άνθρωπο με τις οικονομικές συμβουλές που του ’δινες»· βλ. και φρ. τον χώνω μέσα·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκλεισε μέσα, έκανε τις κατάλληλες ενέργειες, ώστε να τον φυλακίσει: «πήρε τόσο κατάκαρδα την κατάχρηση που του ’κανε ο φίλος του, που τον έκλεισε μέσα»·
- τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον (την, το) έχω μέσα μου (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, είμαι πολύ πιεσμένος από μια δύσκολη υπόθεση ή κατάσταση: «του δάνεισα όλες τις οικονομίες μου και τώρα τον έχω μέσα μου, γιατί δε λέει να μου επιστρέψει τα λεφτά». Από την εικόνα του ατόμου που υφίσταται αναγκαστικά τη σεξουαλική πράξη·
- τον έχω μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, τον έχω διορίσει σε εμπιστευτική, σε καίρια θέση της επιχείρησής μου: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα τι αετός είναι, τον έχω στα μέσα και στα έξω της δουλειάς μου»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον πήγαν μέσα, βλ. φρ. τον πήραν μέσα·
- τον πήραν μέσα, α. τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια ή σε κάποιο αστυνομικό τμήμα: «τον έπιασαν να πυρπολεί αυτοκίνητα με γκαζάκια και τον πήραν μέσα». β. τον φυλάκισαν: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τον πήραν μέσα»·
- τον ρίχνω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τον χώνω μέσα, κάνω τις κατάλληλες ενέργειες  για να τον φυλακίσω: «αφού δεν του ’δινε τα λεφτά που του χρωστούσε, τον έχωσε μέσα»·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, βλ. λ. Φλεβάρης·
- φτου μέσ’ στη σκουληκομυρμηγκότρυπα! βλ. λ. σκουληκομυρμηγκότρυπα·
- φυλάω μέσα μου (κάτι), βλ. φρ. κρύβω μέσα μου (κάτι)·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέσε μέσα! δεν έχει νόημα, δεν αξίζει τον κόπο: «χέσε μέσα, μωρέ, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι γι’ αυτό το παλιόπαιδο!»· βλ. και φρ. χέσε μέσα Παντελή(!)·
- χέσε μέσα Παντελή! η δουλειά, η υπόθεση, η σχέση ή η κατάσταση έχει πάρει οριστικά το στραβό δρόμο χωρίς να επιδέχεται καλυτέρευση: «όπως έχουν γίνει τώρα τα πράγματα, χέσε μέσα Παντελή!»·
- χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι! βλ. φρ. χέσε μέσα Παντελή(!). Το δεύτερο τμήμα της φρ. περισσότερο για ομοιοκαταληξία·
- χώνεται μέσ’ στα όλα, δε διστάζει να ενεργήσει αποφασιστικά ακόμη και όταν δεν είναι καλά προετοιμασμένος, είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο να υποψιαστεί πως μπορεί να κερδίσει από κάποια δουλειά, χώνεται μέσ’ στα όλα || όταν δει κάποιους να μαλώνουν, χώνεται μέσ’ στα όλα χωρίς να υπολογίζει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: με φωνάζαν θαλασσόλυκο Νικόλα, γιατί ήμουν στις φουρτούνες μέσ’ στα όλα,γιατί είχα μια λεβέντικη καρδιά
- χώνεται μέσα σ’ όλα, ανακατεύεται, επεμβαίνει παντού, ιδίως σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «στο ’πα χίλιες φορές, μη χώνεσαι μέσα σ’ όλα, γιατί στο τέλος γίνεσαι πολύ ενοχλητικός».

μέσο

μέσο, το, πλ. μέσα, τα, ουσ. [ουδ. του επιθ. μέσος], το μέσο. 1. ο τρόπος, η γνωριμία, το άτομο που χρησιμοποιεί κάποιος για την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωση κάποιου σκοπού του ή υπόθεσής του: «όπως έγιναν τα πράγματα σήμερα, μόνο αν χρησιμοποιήσει κανείς το μέσο που διαθέτει, μπορεί να τελειώσει εύκολα και γρήγορα τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: σφάζεται για ξένο ιντερέσο ψάχνει για να βρει κανένα μέσο. Δεν τον νοιάζει γόπες που φουμάρει φτάνει να τον λένε παλικάρι).2. το μεταφορικό όχημα: «ποιος έχει μέσο να μας πάρει κι εμάς μαζί του; || αν δεν έχεις δικό σου μέσο, μπορώ να σε πάρω με το δικό μου». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- βάζω μέσοή βάζω τα μέσα, χρησιμοποιώ τις οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές ή πνευματικές γνωριμίες μου για να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή για να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου: «αν δε βάλεις σήμερα τα μέσα που διαθέτεις, δεν τελειώνει εύκολα η δουλειά σου || αν δε βάλεις μέσο δε θα μπορέσεις να πάρεις μετάθεση». Συνών. βάζω βύσμα / βάζω γλείψιμο / βάζω δόντι·
- βάζω τα μεγάλα μέσα ή βάζω σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα, α. μετά από νόμιμη διαδικασία που ακολούθησα χωρίς να μπορέσω να πετύχω το σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου, χρησιμοποιώ παράτυπες ή πλάγιες ενέργειες: «απ’ τη στιγμή που ο ένας μ’ έστελνε στον άλλον, έβαλα κι εγώ τα μεγάλα μέσα κι άρχισα να λαδώνω για να τελειώσει η δουλειά μου». β. ενεργώ αυταρχικά, ενεργώ με σκληρότητα για να πετύχω κάτι, ιδίως για να πείσω ή να συνετίσω κάποιον: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, έβαλα κι εγώ σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα και μετά από δυο τρία βρομόξυλα που του ’ριξα ξαναπήγε στη δουλειά του»·
- βάζω το μέσο, διαθέτω προς χρήση, προς εκμετάλλευση το μεταφορικό μέσο που έχω στη διάθεσή μου, στην κατοχή μου: «βάζω το μέσο, βάζεις τη βενζίνα να πάμε στην Αθήνα;»·
- διά μέσου, μέσα από, ανάμεσα από: «η πορεία μας διά μέσου του δάσους θα μας μείνει αξέχαστη»·
- έχω μέσο, α. διαθέτω γνωριμία που τη χρησιμοποιώ κάθε φορά που επείγομαι να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου: «αν σήμερα δεν έχεις μέσο δεν προχωρούν οι δουλειές σου || όποιος έχει μέσο, περνάει μια χαρά στο στρατό». Συνών. έχω βύσμα / έχω γλείψιμο / έχω δόντι. β. διαθέτω κάποιο μεταφορικό όχημα, ιδίως αυτοκίνητο: «έχεις μέσο για να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα;»· βλ. και φρ. έχω τα μέσα·
- έχω τα μέσα, α. διαθέτω ισχυρούς υποστηρικτές για να πετύχω κάποιο σκοπό μου ή για να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου: «όλες τις δουλειές τις τελειώνει στο άψε σβήσε, γιατί έχει τα μέσα». β. διαθέτω τα απαραίτητα χρήματα: «αφού έχει τα μέσα, δε βλέπω το λόγο γιατί να μην κάνει ταξίδια». γ. έχω τα απαραίτητα υλικά για να φτιάξω κάτι: «τώρα που έχω τα μέσα, μπορώ ν’ αρχίσω να χτίζω». (Λαϊκό τραγούδι: ο πλάστης, όπου είχε και τα μέσα, με τη γυναίκα είχε μια μέρα παιδευτεί· εγώ, ο δόλιος, πώς θέλ’ να τα βγάλω πέρα, που είμαι ένας μικρός πάνω στη γη;
- έχω το μέσο, έχω τον τρόπο: «με ό,τι καταπιάνεται αυτός ο άνθρωπος, έχει το μέσο να το φέρνει πάντα σε πέρας»·
- με κάθε μέσο, χρησιμοποιώντας όλες τις μεθόδους, όλους τους τρόπους θεμιτούς ή αθέμιτους: «θα προσπαθήσω με κάθε μέσο να βολέψω το γιο σου στο δημόσιο»·
- με πλάγια μέσα, λέγεται για ενέργεια που δεν ακολουθεί τη θεμιτή ή νόμιμη διαδικασία: «όπως έγινε αυτό το κράτος, μόνο με πλάγια μέσα μπορεί κανείς να τελειώνει γρήγορα τη δουλειά του»·
- ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, βλ. λ. σκοπός·
- τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Μ. Μ. Ε.), το ραδιόφωνο, ο Τύπος και η τηλεόραση: «σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης παίζουν σήμερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης».

μηχανή

μηχανή, η, ουσ. [<αρχ. μηχανή], η μηχανή. 1. (υποτιμητικά για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι, που εργάζεται εντατικά, χωρίς να διαμαρτύρεται και χωρίς να αναπτύσσει πρωτοβουλία: «έφυγα απ’ τη δουλειά του, γιατί αυτός δε θέλει εργάτες, αλλά μηχανές». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το κόλπο, η κομπίνα, το τέχνασμα, η σκευωρία, ο δόλος, η απάτη: «έχει βρει μια μηχανή και δουλεύει όλον τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη, γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι, τέτοιες μηχανές εσύ μη μου πουλάς που μικρή μαζί μου είσαι μη γελάς). 3. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού: «τον είδα καβάλα στη μηχανή του να κόβει βόλτες στην παραλία». Υποκορ. μηχανάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μηχανάρα, η. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- ανάβω τη μηχανή, τη θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: «μόλις μπήκε στ’ αυτοκίνητό του, άναψε τη μηχανή κι έφυγε». (Λαϊκό τραγούδι: θα πατήσουμε τη μίζα και θ’ ανάψει η μηχανή και θα πάμε για γλεντάκι, κούκλα μου μελαχρινή)· βλ. και φρ. άναψε η μηχανή·
- άναψε η μηχανή, υπερθερμάνθηκε από συνεχή ή κακή λειτουργία της: «είχε τέτοιο μπλοκάρισμα ο δρόμος, που, σταμάτα ξεκίνα κάθε τόσο, άναψε η μηχανή || είχα ξεχάσει να βάλω νερό κι άναψε η μηχανή»·
- από μηχανής θεός, βλ. λ. θεός·
- βάζω μπρος τη μηχανή, τη θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: «μόλις μπήκε στ’ αυτοκίνητό του έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε»·
- βάζω μπρος τη μηχανή μου ή βάζω μπρος τις μηχανές μου, α. προετοιμάζομαι εντατικά για δράση, είμαι έτοιμος για δράση: «εν όψη των εκλογών, κυβέρνηση και αντιπολίτευση έβαλαν μπρος τις μηχανές τους». β. ενεργώ πολύ δραστήρια, πολύ αποτελεσματικά: «μόλις η ομάδα έβαλε μπρος τις μηχανές της, τους βάλαμε τρία γκολ μέσα σε δέκα λεπτά»·
- βάζω μπροστά τη μηχανή, βλ. φρ. βάζω μπρος τη μηχανή·
- βάζω μπροστά τη μηχανή μου ζω μπροστά τις μηχανές μου. φρ. βάζω μπρος τη μηχανή μου·
- δένω τη μηχανή, (ιδίως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας) τη συναρμολογώ μετά από την αποσυναρμολόγηση που της είχα κάνει: «αφού διόρθωσε τη βλάβη, ο μηχανικός έδεσε πάλι τη μηχανή»·
- δουλεύει σαν μηχανή ή δουλεύει σαν τη μηχανή, δουλεύει πολύ σκληρά, εντατικά και εξαντλητικά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα στη δουλειά μου, δουλεύει σαν μηχανή». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- δουλεύουν μόνο τα ρολόγια κι οι μηχανές, βλ. λ. ρολόι·
- δουλεύω μηχανή, (στη γλώσσα της αργκό) ενεργώ ως κομπιναδόρος, ως απατεώνας. (Λαϊκό τραγούδι: όλος ο κόσμος τώρα δουλεύει μηχανές, κι αν κάνεις το κορόιδο, σου κάνουν πιο πολλές
- ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ, βλ. λ. τρακτέρ·
- ζεσταίνω τη μηχανή μου, προετοιμάζομαι εντατικά για δράση: «απ’ τη στιγμή που ανέλαβα τη δουλειά, ζεσταίνω τη μηχανή μου για να την αρχίσω || η κυβέρνηση ζεσταίνει τη μηχανή της εν όψει της προεκλογικής περιόδου»·
- η κρατική μηχανή, το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών που διαθέτει μια χώρα: «η κρατική μηχανή χωλαίνει». (Λαϊκό τραγούδι: η Ντεσπέρια η μακρινή είναι μια χώρα ευλογημένη, μα η κρατική της μηχανή φαίνεται λίγο σκουριασμένη
- η πολεμική μηχανή, το σύνολο του πολεμικού εξοπλισμού των στρατιωτικών δυνάμεων που διαθέτει μια χώρα: «η πολεμική μηχανή της Ελλάδας μπορεί να αποτρέψει κάθε εξωτερικό κίνδυνο»·
- κλείνω τη μηχανή, βλ. φρ. σβήνω τη μηχανή·
- κράτει οι μηχανές, βλ. λ. κράτει·
- λύνω τη μηχανή, (ιδίως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας) αποσυνδέω μεθοδικά τα μέρη από τα οποία αποτελείται, την αποσυναρμολογώ: «έλυσε τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου του για να μπορέσει να εντοπίσει τη βλάβη»·
- ξέρω μηχανή, (στη γλώσσα της αργκό) ξέρω τον τρόπο, την κατάλληλη τακτική ή μέθοδο για να πετύχω κάτι: «μη στενοχωριέσαι, γιατί ξέρω μηχανή να τον τουμπάρουμε και να μας δώσει το δάνειο που του ζητάμε». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις μηχανή να κόψεις μαύρα μάτια, γιατί, σαν σε κοιτάζουνε, σε κάνουνε κομμάτια
- σβήνω τη μηχανή, διακόπτω τη λειτουργία της: «μόλις παρκάρισα, έκλεισα τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου μου»·
- σκαρώνω μηχανή, βλ. φρ. στήνω μηχανή·
- στήνω μηχανή, (στη γλώσσα της αργκό) δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να ενεργήσω σε βάρος κάποιου ή κάποιων, οργανώνω σκευωρία, συνωμοσία: «του ’στησε τέτοια μηχανή, που ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει πώς έχασε τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τρεις μέρες με πήρε με τον Αμερικάνο, για να του στήσω μηχανή, το κόλπο να του κάνω
- του πήρε η μηχανή το χέρι (το πόδι), του το έκοψε: «δούλευε στην κορδέλα ενός ξυλουργείου και, κάποια φορά που αφαιρέθηκε, του πήρε η μηχανή το χέρι».

μοίρα

μοίρα, η, ουσ. [<αρχ. μοῖρα], η μοίρα· η τύχη, το πεπρωμένο, το ριζικό, το γραφτό. (Λαϊκό τραγούδι: ποια μοίρα με ζηλεύει ποιο μάτι φθονερό και χάθηκε η αγάπη χωρίς να τη χαρώ). (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- ακολουθώ τη μοίρα (κάποιου), υφίσταμαι τα ίδια δεινά με κάποιον: «όσοι δε συμμορφωθούν και δε δείξουν εργατικότητα, θ’ ακολουθήσουν τη μοίρα εκείνων που απολύθηκαν»·
- βάζω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι)·
- βάζω σε ίδια μοίρα ή βάζω σε ίση μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο), θεωρώ ότι είναι ισότιμος ή ισάξιος: «δεν μπορείς να βάζεις σε ίδια μοίρα έναν γιατρό μ’ έναν της πρώτης δημοτικού || βάζει σε ίση μοίρα το κατσαριδάκι του με τη Μερσεντές μου»·
- βάζω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι)·   
- βάζω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι)·  
- (δεν) είμαστε στην ίδια μοίρα ή (δεν) είμαστε σε ίση μοίρα, (δεν) βρισκόμαστε στην ίδια κοινωνική ή οικονομική θέση, (δεν) έχουμε τις ίδιες ικανότητες ή δυνατότητες: «δεν τον κάνω παρέα, γιατί δεν είμαστε στην ίδια μοίρα || μ’ αυτόν κάνω πολλή παρέα γιατί είμαστε σε ίση μοίρα || είμαστε στην ίδια μοίρα εγώ μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο για να μαλώσουμε;»·
- δεν έχει στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. ήλιος·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, έχει πλήρη άγνοια και για πράγματα που τον αφορούν και γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του: «μην τον παίρνεις σοβαρά, γιατί δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του»·
- είναι άξιος της μοίρας μου! βλ. φρ. είναι άξιος της τύχης μου! λ. τύχη· 
- είναι της μοίρας μου, βλ. φρ. το ’χει η μοίρα μου·
- ειρωνεία της μοίρας, βλ. λ. ειρωνεία·
- έλαχε στη μοίρα μου, μου έτυχε κάτι δυσάρεστο: «έφυγαν όλοι για διακοπές κι έλαχε στη μοίρα μου να μείνω πίσω να φυλάω το κλειστό εργοστάσιο»·
- ενώνουμε τις μοίρες μας, βλ. συνηθέστ. ενώνουμε τις τύχες μας, λ. τύχη·
- έχει τα τρία κακά της μοίρας του, είναι εντελώς ηλίθιος, εντελώς βλάκας ή η όλη του εικόνα, το όλο του παρουσιαστικό είναι πολύ απογοητευτικό: «τον τελευταίο καιρό κάνει παρέα με κάποιον, που έχει τα τρία κακά της μοίρας του»·
- έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), θεωρώ κάτι δευτερεύον, δεν το θεωρώ πολύ σημαντικό: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έχει σε δεύτερη μοίρα τα γλέντια και τα ξενύχτια»·
- έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι), δίνω απόλυτη προτεραιότητα σε κάτι, το θεωρώ πολύ σημαντικό: «μόλις παίρνω το μισθό μου, έχω πάντα σε πρώτη μοίρα τα έξοδα του σπιτιού»·
- έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι), δε δίνω σε κάτι σπουδαία σημασία, μου είναι σχεδόν αδιάφορο: «επειδή τον τελευταίο καιρό έχω οικονομικά προβλήματα, έχω σε τελευταία μοίρα τα γλέντια»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- ήταν γραφτό της μοίρας μου ή ήταν της μοίρας μου γραφτό, βλ. λ. γραφτό·
- καλή μοίρα! ευχή σε άγαμο νέο ή νέα να βρει καλό και άξιο σύζυγο. Συνών. καλή τύχη! (α)· 
- κάνω στροφή 180 μοιρών (360 μοιρών), βλ. λ. στροφή·
- ... κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πόσο πολύ επιθυμούμε να πραγματοποιηθεί αυτό που μόλις προαναφέραμε: «ας αξιωθώ να πάω μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω δίπλα την νταμίρα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα
- κλαίει τη μοίρα του, α. διαμαρτύρεται, παραπονιέται, μεμψιμοιρεί για την κακή του τύχη: «απ’ τη μέρα που έχασε τον πατέρα του, κάθεται και κλαίει τη μοίρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας διαβάτης μες το σκοτάδι στο ξεροβόρι περιπλανιέται, κλαίει τη μοίρα του κι αυτό το βράδυ που είναι μόνος του και συλλογιέται). β. αδρανεί, δεν κάνει καμιά προσπάθεια για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, γυρίζει από καφενείο σε καφενείο και κλαίει τη μοίρα του»·
- λέει τη μοίρα, έχει την ικανότητα να προβλέπει το πεπρωμένο ενός ανθρώπου διαβάζοντας τις γραμμές της παλάμης του: «οι πιο πολλές τσιγγάνες ξέρουν να λένε τη μοίρα»·
- μαύρη μοίρα, ζωή μέσα σε δυσκολίες και δυστυχία, ζωή άτυχη, άθλια. (Λαϊκό τραγούδι: στο σταθμό του Μονάχου με πέταξε κάπου η μαύρη η μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου
- με κυνηγά η μοίρα, βλ. φρ. με χτυπά η μοίρα·
- με χτυπά η μοίρα, με κατατρέχει, με βασανίζει: «δε γνώρισα στη ζωή μου μια καλή μέρα, γιατί από μικρό παιδί με χτυπά η μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: έσβησα απ’ τη ζωή, γιατί η μοίρα με χτυπά· - αχ, δεν αντέχω πια
- μου έγραψε η μοίρα ή μου το ’γραψε η μοίρα, είναι το γραφτό μου, το πεπρωμένο μου: «μου το ’γραψε η μοίρα μου πάντα να υποφέρω». (Τραγούδι: ποιος το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα ποιος το ξέρει κι αν μας βρει μαζί και τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιος το ξέρει 
- να μην (το) δώσει η μοίρα, βλ. φρ. να μην (το) δώσει ο Θεός, λ. Θεός·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- όπου φτωχός κι η μοίρα του, βλ. λ. φτωχός·
- όπως τα φέρει η μοίρα, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη: «όπως τα φέρει η μοίρα, θα τ’ αντιμετωπίσουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς»·
- το γράφει η μοίρα, (απρόσωπο) είναι της μοίρας, είναι γραφτό: «αν το γράφει η μοίρα, δε θα μπορέσεις με κανένα τρόπο να πας μπροστά». (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω)· 
- το γράφει η μοίρα μου, βλ. φρ. το ’χει η μοίρα μου·
- το ’χει η μοίρα μου, είναι το γραφτό μου, το πεπρωμένο μου. Συνήθως λέγεται για κάτι κακό: «το ’χει η μοίρα μου να μην μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά || το ’χει η μοίρα μου να μπλέκω όλο σε παλιοκαταστάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου, το ’χει η μοίρα σου έτσι για να τραβιέσαι, για τέτοια μικροπράγματα στην τούφα να πετιέσαι). Συνών. το ’χει το ριζικό μου·  
- τον βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε δεύτερη μοίρα·    
- τον βάζω σε πρώτη μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε πρώτη μοίρα·     
- τον βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε τελευταία μοίρα·
 - τον έχω σε δεύτερη μοίρα, δεν έχει την απόλυτη αποδοχή μου, δε με ενδιαφέρει απόλυτα: «δε ξέρω τι κάνεις εσύ με τον τάδε, πάντως εγώ τον έχω σε δεύτερη μοίρα»·
- τον έχω σε πρώτη μοίρα, τον υπολογίζω, τον υπολήπτομαι πολύ, ενδιαφέρομαι άμεσα γι’ αυτόν: «απ’ όλους τους φίλους μου τον τάδε τον έχω σε πρώτη μοίρα»·
- τον έχω σε τελευταία μοίρα, μου είναι σχεδόν αδιάφορος: «δεν με νοιάζει τι θα κάνει ο τάδε, γιατί τον έχω σε τελευταία μοίρα».

μούρη

μούρη, η, ουσ. [<μσν. μούρη <γενουατ. muro]. 1. το πρόσωπο, το μούτρο, η φάτσα, (για ζώα) η μουσούδα: «του ’δωσε μια μπουνιά στη μούρη και τον πήραν τα αίματα || το γουρούνι έχωσε τη μούρη του μέσα στις λάσπες». (Λαϊκό τραγούδι: για πρόσεξέ με, βλάμισσα, κοίτα με και στη μούρη, κοίτα να δεις αν φαίνομαι, αν μοιάζω για καψούρι // κυρά, τη μούρη του μικρού καθάρισε λιγάκι, παιδάκι μου, κοίτα εδώ που βγαίνει το πουλάκι). 2. η πρόσοψη οικοδομήματος: «οι ένοικοι αποφάσισαν να βάψουν τη μούρη της πολυκατοικίας τους». 3. το μπροστινό τμήμα του αυτοκινήτου, καθώς και κάθε τροχοφόρου ή μεταφορικού μέσου: «όπως έτρεχε με τ’ αυτοκίνητό του, χτύπησε με τη μούρη πάνω σε μια κολόνα, αλλά ευτυχώς δεν πειράχτηκε η μηχανή || τ’ αεροπλάνο έγειρε με τη μούρη του μπροστά και σύρθηκε για πολλά μέτρα πάνω στο διάδρομο προσγειώσεως». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- βάζει μούρη, (και για τα δυο φύλα) του αρέσει να κάνει γλειφομούνι, της αρέσει να κάνει τσιμπούκι: «πάντα στα προκαταρκτικά γουστάρει να βάζει μούρη». Συνών. βάζει μουσούδα·
- βάζει παντού τη μούρη του ή βάζει τη μούρη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μούρη του·
- για δε(ς) μούρη να θέλει και... ή για δε(ς) μούρη που θέλει και..., βλ. φρ. για κόψε μούρη να θέλει και(…)·
- για κόψε μούρη να θέλει και... ή για κόψε μούρη που θέλει και…, πώς αποτολμάς να θέλεις, με τι προσόντα αποτολμάς να θέλεις, να απαιτείς κάτι: «για δες μούρη που θέλει να γίνει και διευθυντής!»·
- είναι πολλή μούρη, (στη νεοαργκό) είναι πολύ εμφανίσιμος, πολύ εντυπωσιακός, πολύ όμορφος, είναι μουράτος: «η γυναίκα του τάδε είναι πολλή μούρη || ο γκόμενος της τάδε είναι πολλή μούρη»·
- έσπασε τη μούρη του, βλ. φρ. έφαγε τη μούρη του·
- έφαγε η μούρη του χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε κάποια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, αλλά έφαγε η μούρη του χώμα»·
- έφαγε τη μούρη του, α. χτύπησε, τραυματίστηκε, ιδίως σε τροχαίο ατύχημα: «όπως πήγε να πάρει τη στροφή με τη μοτοσικλέτα του, βγήκε απ’ το δρόμο κι έφαγε τη μούρη του». β. (γενικά) απέτυχε να πραγματοποιήσει το σκοπό του: «ζήτησε μια βδομάδα άδεια από το διευθυντή του κι έφαγε τη μούρη του, γιατί του την αρνήθηκε || τα ’ριξε στην τάδε γκόμενα κι έφαγε τη μούρη του, γιατί του ’δωσε χυλόπιτα»·
- έχει παντού τη μούρη του ή έχει τη μούρη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μούρη του·
- έχω μούρη, α. είμαι υπολογίσιμος σε ένα κύκλο ανθρώπων, μετρώ: «ο τάδε έχει μούρη στο εμπορικό κύκλωμα». β. έχω εμπιστοσύνη στην εμφάνισή μου, είμαι μουράτος: «γιατί να μην αρέσω στη γκόμενα που θα φέρεις, μήπως δεν έχω μούρη;». γ. έχω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου, στις δυνατότητές μου ή στις ικανότητές μου: «έχεις μούρη να τα βάλεις μαζί του; || έχεις μούρη ν’ ασχοληθείς μ’ αυτή τη δουλειά;»·
- η μούρη σου (του, της), περιφρονητικά αντί του εσύ (αυτός, αυτή): «τι θέλει πάλι η μούρη σου εδώ; || ήρθε πρωί πρωί η μούρη του και μου ζητούσε δανεικά»·
- ήρθα μούρη με μούρη (με κάποιον), α. συναντήθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «όπως έστριψα απ’ τη γωνιά, ήρθα μούρη με μούρη με τον τάδε». Από την εικόνα δυο ατόμων που συναντιούνται ξαφνικά και κοιτάζονται κατά πρόσωπο. β. ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον, έτοιμος να μαλώσω μαζί του: «μου πέταξε ένα υπονοούμενο κι ήρθα μούρη με μούρη μαζί του, κι αν δεν έμπαιναν οι άλλοι στη μέση, θα γινόμασταν μπίλιες». Από την εικόνα των ατόμων που λίγο πριν μαλώσουν, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια ή ύβρεις πλησιάζοντας απειλητικά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου για να δείξουν πως δε φοβούνται·
- θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο, (στη νεοαργκό) θα κάνω τα αδύνατα δυνατά, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω το σκοπό μου: «απ’ τη στιγμή που στο υποσχέθηκα, θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο για να σε βοηθήσω»·
- θα σου πέσει η μούρη; βλ. φρ. θα σου πέσει το καπέλο; λ. καπέλο·
- θα σου σπάσω τη μούρη, βλ. συνηθέστ. θα σου σπάσω τα μούτρα, λ. μούτρο·
- θα στο τρίψω στη μούρη, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα αντιδράσω δυναμικά, στην περίπτωση που μου δώσει κάτι, το οποίο δε με ικανοποιεί ή με δυσαρεστεί: «για να τόλμησε να μου φέρεις σκάρτο εμπόρευμα και θα στο τρίψω στη μούρη!»·
- θα σου τρίψω τη μούρη, θα σε τιμωρήσω αυστηρά, θα σε δείρω άγρια: «αν δε μου φέρεις μέχρι αύριο τα λεφτά, θα σου τρίψω τη μούρη, όπου κι αν τον βρω»·
- κατεβάζω μούρη ή κατεβάζω τη μούρη ή κατεβάζω τη μούρη μου, βλ. συνηθέστ. κατεβάζω μούτρα·
- κόβω μούρη, προσπαθώ να ψυχολογήσω κάποιον για να δω τι μέρος του λόγου είναι, εξετάζοντας προσεκτικά το πρόσωπό του και γενικά το παρουσιαστικό του: «θέλω να κόψεις μούρη τον τάδε και να μου πεις τη γνώμη σου»·
- κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, δε χρειάζεται καν να προσπαθήσει κανείς να καταλάβει τι σόι άνθρωπος είναι κάποιος ή να τον ψυχολογήσει, γιατί από την πρώτη στιγμή που θα τον δει, μπορεί αμέσως να καταλάβει πως δεν είναι εντάξει άνθρωπος. Η φρ. συνοδεύεται και από μια περιφρονητική χειρονομία κατά την οποία, το χέρι σηκώνεται με τεντωμένη την παλάμη προς το πρόσωπο του ατόμου στο οποίο απευθύνεται η φρ. και ξαναπέφτει χτυπώντας ελαφρά στο μηρό·
- με κουκούλα στη μούρη κούκλα είναι, βλ. λ. κουκούλα·
- όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
- πετάει μούρη, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) βλ. λ. μουριάζει·
- πουλώ μούρη, α. κάνω φιγούρα, λεζάντα, επιδεικνύομαι, φέρομαι υπεροπτικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, πουλάει μούρη, γιατί νομίζει πως έγινε κάποιος». β. προσπαθώ να πείσω τους άλλους για τις δυνάμεις μου, τις δυνατότητές μου, τις ικανότητές μου, τα πλεονεκτήματά μου, τα προτερήματά μου, την περιουσία μου, που όμως στην πραγματικότητα δεν έχω, προσποιούμαι ότι είμαι σπουδαίος, πως είμαι κάτι: «εμένα μη μου πουλάς μούρη, γιατί ξέρω καλά τι σόι άνθρωπος είσαι || της πουλάει μούρη πως είναι λεφτάς»·
- σκατά στη μούρη σου! βλ. λ. σκατά·
- σκάω μούρη, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι κάπου ύστερα από καιρό απουσίας: «πήρε τα λεφτά κι εξαφανίστηκε, μόλις όμως σκάσει μούρη, θα τον σπάσω στο ξύλο || είχα καιρό να δω τον τάδε, ώσπου χτες βράδυ έσκασε μούρη στο μπαράκι». Συνών. σκάω μύτη·
- του ’κανα τη μούρη από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τη μούρη εμπριμέ (σουμπλιμέ, τρικολόρε, τρίο καρό, ψηφιδωτό), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- του ’κανα τη μούρη κρέας, βλ. λ.κρέας·
- του ’σπασα τη μούρη, βλ. συνηθέστ. του ’σπασα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- του στραπατσάρω τη μούρη, του προξενώ σοβαρές κακώσεις στο πρόσωπο, τον δέρνω πολύ άγρια: «του ’δωσε με δύναμη μια γροθιά και του στραπατσάρισε τη μούρη»·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- του το πέταξα στη μούρη, βλ. συνηθέστ. του το πέταξα στα μούτρα, λ. μούτρο·
- του το ’τριψα στη μούρη, του έδειξα με πλήρη ικανοποίηση το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας που υποστήριζε πως δεν ήμουν άξιος να πετύχω: «με ειρωνευόταν πως δε θα κατάφερνα να πάρω το πτυχίο μου και, μόλις το πήρα, του το ’τριψα στη μούρη»·
- του ’τριψα τη μούρη στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- του τσαλάκωσα τη μούρη, βλ. φρ. του τσαλάκωσα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- του χάλασα τη μούρη, βλ. φρ. του χάλασα τα μούτρα, λ. μούτρο·
- τρίψ’ το στη μούρη σου! απάντηση αδιαφορίας που δίνεται σε κάποιον, όταν μας ρωτάει τι θα κάνει με κάτι που δεν τον ικανοποιεί ή που του δημιουργεί προβλήματα: «αφού το παράγγειλες, ή φά’ το ή τρίψ’ το στη μούρη σου και μη μας σκοτίζεις άλλο!»·
- τρώω στη μούρη, βλ. συνηθέστ. τρώω στη μάπα, λ. μάπα·
- φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- χώνει παντού τη μούρη του ή χώνει τη μούρη του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έχει τη μανία να χώνει παντού τη μούρη του, μέχρι που θα το φάει το κεφάλι του». Συνών. χώνει παντού τη μύτη του / χώνει παντού την ουρά του.

μουσούδα

μουσούδα, η, ουσ. [<μσν. μουσούδιν, υποκορ. του ιταλ. muso + κατάλ. -ούδα], το ρύγχος των ζώων και ειρωνικά το πρόσωπο του ανθρώπου, το μούτρο: «για δες μουσούδα, που θέλει τιμές και μεγαλεία!»·
- βάζει μουσούδα (και για τα δυο φύλα), του αρέσει να κάνει γλειφομούνι, της αρέσει να κάνει τσιμπούκι: «οι πιο πολλές γυναίκες έχουν μάθει σήμερα να βάζουν μουσούδα». Συνών. βάζει μούρη.

μούτρο

μούτρο, το, ουσ. [<ιταλ. mutria], το μούτρο. 1. ο αλήτης, ο απατεώνας, ο ανήθικος και για το λόγο αυτό ο επικίνδυνος άνθρωπος, ο κακοποιός, ο παλιάνθρωπος: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτό το μούτρο, γιατί σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει και θα ’χεις τραβήγματα». 2α. (χαϊδευτικά) άνθρωπος έξυπνος, παμπόνηρος, καπάτσος: «δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι μεγάλο μούτρο». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήτανε ο Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς που ’φτιαξε τ’ αλογάκι, τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη). β. χαϊδευτική προσφώνηση σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο: «πώς από δω, ρε μούτρο!». Υποκορ. μουτράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μουτράκλα, η. (Ακολουθούν 91 φρ.)·
- απ’ τα μούτρα του φαίνεται (ακολουθεί συνήθως κακός χαρακτηρισμός), από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μπορεί κανείς να καταλάβει το ποιόν του: «απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι εγκληματίας || απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι έκφυλος άνθρωπος»·
- βάζω τα μούτρα μου (με κάποιον), επιδιώκω, προσπαθώ να συγκριθώ με κάποιον: «δεν έχεις τα φόντα να βάλεις τα μούτρα σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί αυτός είναι επιστήμονας κι εσύ είσαι ένας απλός εργατάκος». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου με μας τα παλικάρια
- δεν είναι για τα μούτρα μου (σου, του, της κ.λπ. κάποιος ή κάτι), (υποτιμητικά) δεν προορίζεται για μένα (για σένα γι’ αυτόν, γι’ αυτήν κ.λπ), δε μου αξίζει, είναι πολύ πιο ανώτερος από μένα: «αυτή η γυναίκα δεν είναι για τα μούτρα σου || πες του να μη χαίρεται, γιατί η θέση που χηρεύει δεν είναι για τα μούτρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσ’ η κούτρα σου δεν είναι για τα μούτρα σου στη γκόμενά μου μην ξανακολλάς
- δεν έχω μούτρα να..., ντρέπομαι να...: «δεν έχω μούτρα να τον συναντήσω, γιατί τον κατηγόρησα άδικα στον προϊστάμενό του»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να(…)·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, ντρέπομαι ή νιώθω ενοχή για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην τολμώ να συναναστραφώ τους ανθρώπους: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία || απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε η κατάχρηση που έκανα στην εταιρεία μου, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι μεγάλο μούτρο, είναι μεγάλος απατεώνας, είναι επικίνδυνος κακοποιός: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν, γιατί είναι μεγάλο μούτρο και θα βρεθείς μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβεις»·
- είναι πατάτες για τα μούτρα σου, βλ. λ. πατάτα·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έσπασε τα μούτρα του, α. απέτυχε τελείως, ολοκληρωτικά: «πήγε να κάνει μια δουλειά που δεν την ήξερε κι έσπασε τα μούτρα του». β. απέτυχε να συνάψει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα, γιατί δέχτηκε την άρνησή της: «της έκανε πρόταση να φτιάξουν, αλλά έσπασε τα μούτρα του, γιατί η τύπισσα είναι ερωτευμένη με άλλον». γ. χτύπησε άγρια στο πρόσωπό του: «όπως έτρεχε γλίστρησε κι έσπασε τα μούτρα του πάνω στο πεζοδρόμιο»·
- έφαγε τα μούτρα του, βλ. φρ. έσπασε τα μούτρα του· 
- έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα, έφυγε θυμωμένος: «επειδή του έκανε παρατήρηση ο μπάρμαν να μη φωνάζει, έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- έφυγε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με (τα) μούτρα κατεβασμένα·
- έφυγε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- έχει μούτρα και μιλάει! παρ’ όλη την αποτυχία που είχε, εξακολουθεί να προβάλλει ή να υποστηρίζει τη θέση του ή, παρ’ όλα αυτά τα άσχημα που έχει κάνει, εξακολουθεί να προσπαθεί να δικαιολογηθεί: «από μια λανθασμένη κίνησή του χάσαμε ένα σωρό λεφτά κι έχει μούτρα και μιλάει! || τον έπιασαν στα πράσα να βάζει χέρι στο ταμείο κι έχει μούτρα και μιλάει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ακόμα·
- ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα, ήρθε θυμωμένος: «μάλωσε το πρωί με τη γυναίκα του κι ήρθε στο γραφείο με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- ήρθε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·  
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου σπάσω τα μούτρα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «μη μου κολλάς, γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα»· 
- κάνω μούτρα, θυμώνω, κατσουφιάζω: «μια φορά να μην του δώσεις κάτι που σου ζητάει, κάνει αμέσως μούτρα»·
- κατεβάζω μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα μου, α. δείχνω έντονα τη δυσαρέσκειά μου, δυσαρεστούμαι, θυμώνω: «επειδή δεν του ’δωσα τα δανεικά που μου ζητούσε, κατέβασε τα μούτρα κι έφυγε». β. νιώθω έντονο παράπονο: «όταν έμαθε πως κόπηκε στις εξετάσεις, κατέβασε τα μούτρα του κι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα». γ. αναγνωρίζω, παραδέχομαι σιωπηρά το σφάλμα μου: «έκανε ένα σωρό βλακείες, κι όταν του ’βαλα τις φωνές, κατέβασε τα μούτρα του και δεν είπε κουβέντα»·
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. φρ. κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη·
- κόβω μούτρο, βλ. συνηθέστ. κόβω μούρη, λ. μούρη·
- κόψε μούτρο και βγάλε συμπέρασμα, βλ. συνηθέστ. κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, λ. μούρη·
- κρατώ μούτρα, σκυθρωπιάζω για να κάνω φανερή τη δυσαρέσκειά μου, χολώνομαι: «δεν τον προσκάλεσε ο τάδε στο πάρτι του και κρατάει μούτρα»· βλ. και φρ. κάνω μούτρα·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, θύμωσε, δυσαρεστήθηκε πάρα πολύ, πράγμα που έγινε αμέσως αντιληπτό από την έκφραση του προσώπου του: «δεν του ενέκρινε ο διευθυντής του την άδεια που του ζήτησε και κρέμασε τα μούτρα του ένα πήχη»·
- κρεμώ μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα μου, βλ. φρ. κατεβάζω μούτρα·
- κρύβω τα μούτρα μου, δε βλέπω κάποιον κατάματα από ντροπή, ιδίως από ενοχή (και κατεβάζω το κεφάλι μου έτσι ώστε να μην μπορεί να δει το πρόσωπό μου): «κάθε φορά που συναντιέμαι με τον τάδε κρύβω τα μούτρα μου, γιατί κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο»·
- μας κάνει μούτρα ή μου κάνει μούτρα, είναι θυμωμένος μαζί μου ή προσποιείται το θυμωμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τα βράδια συναντιόμαστε κρυφά απ’ αυτόν, μας κάνει μούτρα || μια φορά δεν του ’κανα τη χάρη που μου ζήτησε και μας κάνει μούτρα || μπορείς να μου πεις γιατί μου κρατάς μούτρα;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με τι μούτρα να…! λέγεται στην περίπτωση που δεν τολμάμε να ενεργήσουμε, να συμπεριφερθούμε όπως θέλουμε ή όπως αρμόζει, γιατί για κάποιο λόγο αισθανόμαστε ντροπή ή ενοχή για κάτι που κάναμε: «με τι μούτρα να τον δω, που κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο! || με τι μούτρα να του ζητήσω δανεικά, απ’ τη στιγμή που του χρωστώ ακόμη απ’ την προηγούμενη φορά που του δανείστηκα! || με τι μούτρα να πάω στο σπίτι του, αφού δεν του ευχήθηκα μια φορά καλορίζικο απ’ τη μέρα που το αγόρασε!»· βλ. και φρ. δεν έχω μούτρα να(…)·
- μου το χτυπάει στα μούτρα, μου αναφέρει, μου υπενθυμίζει συχνά και με προκλητικό ή υποτιμητικό τρόπο κάτι καλό που μου έχει κάνει στο παρελθόν: «με βοήθησε κάποτε και συνέχεια μου το χτυπάει στα μούτρα || μου ’δωσε κάποτε τ’ αυτοκίνητό του και κάθε τόσο μου το χτυπάει στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα σου χτυπά στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της
- μούτρα για σιδέρωμα ή μούτρο για σιδέρωμα, λέγεται για άτομο που είναι άσχημο ή ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «με τέτοια μούτρα για σιδέρωμα, μας περνιέται και για γκόμενος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σπουδαία ή το σπουδαίο· 
- μούτρα για φτύσιμο ή μούτρο για φτύσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρα για χέσιμο ή μούτρο για χέσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρο αγάνωτο, άνθρωπος τιποτένιος, αναιδής, πρόστυχος, αισχρός: «τον είχαμε για σοβαρό άνθρωπο, αλλά αποδείχτηκε μούτρο αγάνωτο»·
- μούτρο ξεγάνωτο, βλ. φρ. μούτρο αγάνωτο·
- να, στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας που συνήθως συνοδεύεται και από τη χαρακτηριστική χειρονομία της μούντζας·
- να χέσω τα μούτρα σου! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο με την έννοια είσαι άξιος περιφρόνησης: «να χέσω τα μούτρα σου, αφού δεν κατάφερες να τελειώσεις ούτε κι αυτή τη δουλειά!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να χέσω. β. απευθύνεται και με συμπάθεια σε οικείο ή φιλικό άτομο: «έλα δω ρε, να χέσω τα μούτρα σου, πού γυρίζεις απ’ το πρωί και σε ψάχνω για να με βοηθήσεις!»·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, αναφέρεται στην αδιαντροπιά που χαρακτηρίζει τους δυο αυτούς τύπους ανθρώπων, του μεν πρώτου λόγω ανήθικης συμπεριφοράς, του δε δεύτερου λόγω πλούτου και ισχύος που του δίνουν την άνεση να συμπεριφέρεται όπως θέλει·
- ξινίζω τα μούτρα μου, νιώθω έντονη δυσαρέσκεια που τη δείχνω με μορφασμό του προσώπου μου: «μόλις του ανακοίνωσαν πως δε δικαιούται να πάρει άδεια, ξίνισε τα μούτρα του»·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, ανάλογα με τις ενέργειες, τις προσπάθειές σου θα είναι και η ανταμοιβή σου, η απολαβή σου: «αφού δε δούλεψες στη ζωή σου μην παραπονιέσαι που είσαι φτωχός, γιατί ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει»·
- παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, αποχωρώ από κάπου ντροπιασμένος: «μόλις ήρθε ο τάδε και του ’βγαλε τ’ άπλυτα στη φόρα, πήρε τα μούτρα του κι έφυγε»·
- πέφτουν τα μούτρα μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «ισχυριζόταν πως την είχε κάποτε γκόμενα, αλλά, μόλις ήρθε αυτή και του ζήτησε το λόγο, έπεσαν τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κάνει κάτι αξιοκατάκριτο, κατεβάζει το κεφάλι του από ντροπή·
- πέφτω με τα μούτρα, κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο: «κάθε φορά που πλησιάζουν οι εξετάσεις, πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα || μόλις σέρβιραν το φαγητό στα πιάτα, έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έπεσε με τα μούτρα στο ποτό»·
- πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί, ασχολούμαι, ενδιαφέρομαι συστηματικά για το σεξ: «μόλις κατάλαβε τη γλύκα που έχει η γυναίκα, έπεσε με τα μούτρα στο κεχρί». Αναφέρεται συνήθως σε νεαρό που μετά την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία ασχολείται συστηματικά με τα σεξουαλικά· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- πέφτω με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο ψητό, α. κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο, ιδίως πέφτω με πάθος στο φαγητό: «όταν ήρθε, μας βρήκε στο τραπέζι κι επειδή τρελαίνεται για μουσακά, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό». β. ασχολούμαι, εργάζομαι εντατικά σε μια δουλειά που μου αποδίδει πολύ: «μόλις είδε πως τα κονομάει μ’ αυτό που κάνει, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό»· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κεχρί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο ψητό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- ρίχνω τα μούτρα μου, αφήνω την αδιάλλακτη στάση μου και κάνω πρώτος μια συμβιβαστική χειρονομία: «παρόλο που είμαι μεγαλύτερός του κι έχω και το δίκιο με το μέρος μου, έριξα τα μούτρα μου και θέλησα να συμβιβαστούμε»·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. φρ. ρίχνω τα μούτρα μου·
- σκατά στα μούτρα σου! βλ. λ. σκατά·
- σπάω τα μούτρα μου, α. αποτυχαίνω ολοκληρωτικά: «δε βαρέθηκες, άνθρωπέ μου, να σπας τα μούτρα σου με τις δουλειές που κάνεις;». β. αποτυχαίνω να κατακτήσω μια γυναίκα: «σ’ όποια κάνει πρόταση, σπάει τα μούτρα του, αλλά δεν το βάζει κάτω». γ. χτυπώ άσχημα στο πρόσωπό μου: «σφίχτηκε η καρδιά μου, μόλις τον είδα να πέφτει κάτω και να σπάει τα μούτρα του»·
- στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας ή ανταπόδοση κακού χαρακτηρισμού. Πρβλ.: αυτό ’ναι χάρισμά σας, στα μούτρα τα δικά σας (Παιδικό τραγούδι)· 
- στραβώνω τα μούτρα μου, βλ. φρ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- στυφίζω τα μούτρα μου, βλ. συνηθέστ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- τα ’κανε σαν τα μούτρα του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, τα θαλάσσωσε: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τα μούτρα του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να μου κάνει κάτι σχέδια της οικοδομής και μου τα ’κανε σαν τα μούτρα του»·
- τον αρπάζω απ’ τα μούτρα, ξαφνικά τον στριμώχνω άγρια με κατά μέτωπο επίθεση, ιδίως τον στριμώχνω άγρια απευθύνοντάς του αλλεπάλληλες ερωτήσεις ή επιτιμώντας τον συνεχώς αυστηρά: «μόλις μπήκε μέσα, τον άρπαξα απ’ τα μούτρα και ζητούσα επίμονα να μου πει γιατί με κάρφωσε στο διευθυντή μας»·
- τον παίρνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον πιάνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον φτύνω στα μούτρα, του προσβάλλω την τιμή και την αξιοπρέπειά του, δεν τον υπολογίζω διόλου: «δεν έχεις το δικαίωμα, όσο κι αν δεν τον εκτιμάς, να τον φτύνεις στα μούτρα μπροστά στον κόσμο»·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κανα τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ (σουμπλιμέ, τρικολόρε, τρίο καρό, ψηφιδωτό), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- του ’κανα τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, βλ. λ. πατσάς·
- του ’κανα τα μούτρα πελτέ, βλ. λ. πελτές·
- του κάνω μούτρα, βλ. φρ. του κρατώ μούτρα·
- του κατεβάζω τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. του κατεβάζω τη μάπα, λ. μάπα·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του κρατώ μούτρα, είμαι θυμωμένος, χολωμένος μαζί του: «είναι καιρός τώρα που του κρατώ μούτρα, γιατί με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- του ’σπασα τα μούτρα, τον έδειρα άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο: «όταν μ’ εκνεύρισε πολύ, τον έπιασα στα χέρια μου και του ’σπασα τα μούτρα»·
- του τα χτύπησα στα μούτρα, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «απ’ τη στιγμή που μου ζήτησε τη γνώμη μου, του τα χτύπησα στα μούτρα κι από δω και πέρα ας κάνει ό,τι θέλει»·
- του το πέταξα στα μούτρα, του επέστρεψα κάτι με απότομο και περιφρονητικό τρόπο: «κάθε φορά που μαλώνουμε, μου ζητάει πίσω το ρολογάκι που μου ’κανε δώρο στη γιορτή μου, οπότε κι εγώ του το πέταξα στα μούτρα  κι ησύχασα»·
- του το ’τριψα στα μούτρα, βλ. φρ. του το ’τριψα στη μούρη, λ. μούρη·
- του το ’φερα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του το χτύπησα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του τσαλάκωσα τα μούτρα, τον έδειρα πολύ άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο, τον ξυλοφόρτωσα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξα στα χέρια μου και του τσαλάκωσα τα μούτρα»·
- του χάλασα τα μούτρα, βλ. φρ. του τσαλάκωσα τα μούτρα·
- τρώω τα μούτρα μου, βλ. φρ. σπάω τα μούτρα μου·
- τσικνίζω τα μούτρα μου, μορφάζω από ειρωνεία ή από δυσαρέσκεια: «κάθε φορά που δεν είναι ευχαριστημένος απ’ τη μοιρασιά, τσικνίζει τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει την τσίκνα του καμένου κρέατος και μορφάζει από αηδία ή από στενοχώρια·
- χαρά στα μούτρα! ή χαρά στο μούτρο! ή χαρά το μούτρο! α. δεν αξίζει τα όσα καλά λέγονται ή γίνονται γι’ αυτόν: «χαρά στα μούτρα, που θέλετε να τον κάνετε και διευθυντή!». β. ειρωνική ή υποτιμητική έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που το θεωρούμε πολύ κατώτερο από εμάς ή από κάποιον άλλον, ή που λέγεται σε κάποιον με παρηγορητική διάθεση, όταν αναφερόμαστε σε ανάξιο άνθρωπο ή σε ενέργεια που δεν αξίζει να τη λάβουμε υπόψη μας: «χαρά στο μούτρο που θέλει να μπει και στην παρέα μας! || χαρά στο μούτρο που θα κάτσεις να στενοχωρηθείς, επειδή είπε αυτές τις ανοησίες για σένα!»·
- χτυπώ στα μούτρα (κάποιου κάτι), μιλώ, επαναλαμβάνω προκλητικά, υποτιμητικά ή προσβλητικά σε κάποιον κάτι: «επειδή κάποτε με βοήθησε, μου το χτυπάει συνέχεια στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα στο χτυπά στα μούτρα σου πως πήρες τα λεφτά της).  

μπάρα2

μπάρα2, η, ουσ. [<ιταλ. barra]. 1. μοχλός για το κλείσιμο παράθυρου, ιδίως πόρτας, η αμπάρα: «μόλις μπήκε στην αυλή, έβαλε την μπάρα πίσω απ’ την πόρτα». 2. μακρόστενη σανίδα κατά μήκος του μπαρ, όπου οι πελάτες ακουμπούν τα ποτά τους: «οι μπάρα ήταν γεμάτη από τα ποτά των θαμώνων». 3. σιδερένια βέργα σε όλο το μήκος του πάγκου του μπαρ λίγο επάνω από τη βάση του για να ακουμπούν τα πόδια τους οι πελάτες, ιδίως αυτοί που πίνουν όρθιοι: «ακούμπησε το πόδι του στην μπάρα και παρήγγειλε το ποτό του». 4. σιδερένια ή ξύλινη βέργα που προεξέχει κατά μήκος του τοίχου όπου στηρίζονται οι χορευτές του μπαλέτου για να κάνουν διάφορες ασκήσεις: «μετά τις ασκήσεις στην μπάρα περάσαμε στο κέντρο της αίθουσας για να δοκιμάσουμε τη νέα χορογραφία». 5. οριζόντια σιδερένια βέργα πάνω σε δυο άλλες κάθετες (Π), από όπου κρεμιούνται με τα χέρια οι αθλητές για να γυμνάζονται ή για να κάνουν διάφορες ασκήσεις: «ήταν πριν από λίγο στην μπάρα κι έκανε διάφορες ασκήσεις». 6. το κύριο αθλητικό όργανο της άρσεως βαρών, που αποτελείται από μια οριζόντια σιδερένια βέργα, στις δυο άκρες της οποίας τοποθετούνται κυκλικές πλάκες για την αύξηση του βάρους που καλείται να σηκώσει ο αθλητής: «ο αθλητής έσφιξε με τα δυο του χέρια την μπάρα κι ετοιμάστηκε να εκτελέσει την τελευταία του προσπάθεια στα 120 κιλά». Παροιμιώδης έμεινε η προτρεπτική φρ. του προπονητή της ελληνικής εθνικής ομάδας άρσης βαρών Χρ. Ιακώβου προς τους Έλληνες αρσιβαρίστες: κάτσε κάτω απ’ την μπάρα, ενθαρρύνοντάς τους να μην εγκαταλείψουν κάτω από το βάρος των κιλών. Με τον καιρό η φράση αυτή έφτασε να σημαίνει, βάλε τα δυνατά σου, κάνε κουράγιο, άντεξε: «μην απελπίζεσαι, ρε φίλε, κάτσε κάτω απ’ την μπάρα λίγο ακόμη κι όλα θα περάσουν». 7. κάθετη ή πλάγια γραμμή που χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό των προτάσεων ή των λέξεων σε ένα γραπτό κείμενο: «η μπάρα άλλοτε είναι μονή ( | ) και άλλοτε διπλή ( || ). 8. (στη γλώσσα της αργκό από τα καλιαρντά) το μεγάλο πέος: «μαρτύρησε το γυναικάκι που πήγε μαζί του, γιατί της πέταξε τα μάτια απ’ όξω με την μπάρα που διαθέτει»·
- βάζω μπάρα, (στη γλώσσα των ηθοποιών) βλ. φρ. κάνω μπάρα·
- κάνω μπάρα, (στη γλώσσα των ηθοποιών) κόβω τις φράσεις μου, βάζω τελείες, κάνω παύση: «στο σημείο αυτό βάλε μπάρα κι ύστερα πάρ’ το όλο μέχρι το τέλος»·
- κατεβάζω μπάρα ή κατεβάζω μπάρες, α. κλείνω τις πόρτες του καταστήματός μου και διακόπτω τη λειτουργία του και, κατ’ επέκταση, χρεοκοπώ: «με τέτοια αναδουλειά, πώς να μην κατεβάσει μπάρα ο δύστυχος!». β. παύω να συμμετέχω κάπου ή σε κάτι: «εγώ κατέβασα μπάρες, παιδιά, γιατί νύσταξα, εσείς αν θέλετε συνεχίζετε». γ. κατεβάζω τα μούτρα μου, μουτρώνω: «τώρα αυτός γιατί κατέβασε ξαφνικά μπάρα, τι του είπαμε;».

μπελάς

μπελάς κ. μπελιάς, ο, ουσ. [<τουρκ. bela]. 1. ενοχλητική ή δυσάρεστη κατάσταση: «δεν ξέρεις τι μπελάς είναι να έχεις γκρινιάρα γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι η μόρτισσα η Κική που ήμουν δυο μήνες φυλακή, γιατί ’ν’ τα γούστα μου τρελά και δε φοβάμαι τον μπελά). 2. η φασαρία, η σκοτούρα, η στενοχώρια, η δυσκολία, η αντιξοότητα: «οι μπελάδες είναι για τους ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: μπελάδες και τραβήγματα, ξενύχτια, φασαρίες, και ταχτικά τραβιόμουνα και πλήρωνα αμαρτίες). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- ανοίγω μπελά ή ανοίγω μπελάδες, βλ. φρ. μπαίνω σε μπελά·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, ασχολούμαι με κάποιον ή με κάτι που μου δημιουργεί δυσκολίες, στενοχώριες, ενοχλητικές ή δυσάρεστες καταστάσεις: «έβαλα μπελά στο κεφάλι μου, απ’ τη μέρα που συνεργάστηκα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι πολύ στραβόξυλο»·
- βάζω σε μπελά ή βάζω σε μπελάδες (κάποιον), α. ζητώ εξυπηρέτηση, γίνομαι φορτικός, προκαλώ ενόχληση, στενοχώρια σε κάποιον: «το ξέρω ότι σε βάζω σε μπελά, αλλά σου το ζητώ σαν χάρη || διαρκώς μας βάζει σε μπελάδες αυτό το παιδί με τις αταξίες του!». β. γίνομαι αιτία να μπλεχτεί κάποιος σε ενοχλητική ή δυσάρεστη κατάσταση, σε φασαρία: «μεταφέρει διαρκώς τα λόγια του ενός στον άλλον και τους βάζει σε μπελάδες». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου -ρε, τ’ είν’ αυτά;- μυαλό πια δεν αλλάζεις
- βρε μπελά που (τον) βρήκα! ή βρε μπελά που (τον) βρήκαμε! έκφραση αγανάκτησης για κάποιον ή για κάτι, που μας δημιουργεί συνέχεια δυσκολίες, προβλήματα, ενοχλητικές ή δυσάρεστες καταστάσεις: «βρε μπελά που τον βρήκα, να ’ρχεται κάθε τόσο και να μου ζητάει δανεικά! || βρε μπελά που βρήκαμε απ’ το θόρυβο που κάνει ο γείτονας!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- βρίσκω μπελά ή βρίσκω τον μπελά μου, α. μπλέκομαι σε ενοχλητική ή δυσάρεστη υπόθεση: «θέλησα να τον βοηθήσω και βρήκα τον μπελά μου». (Δημοτικό τραγούδι: κι όμως με τον Λια σ’ είδανε αγκαλιά και θα βρεις μπελιά). β. ενοχοποιούμαι: «κάποιος παραγνώρισε στο πρόσωπό μου έναν απ’ τους ληστές και βρήκα τον μπελά μου στα καλά καθούμενα». (Λαϊκό τραγούδι: την πρώτη σου τη χάρισα, τη δεύτερη, κυρά μου, θα σε τρελάνω στις κλοτσιές και θα βρω τον μπελά μου
- είναι σωστός μπελάς, α. (για πρόσωπα) είναι άνθρωπος που δημιουργεί καβγάδες, φασαρίες, που δημιουργεί προβλήματα: «όταν με την παρέα πηγαίνουμε στα μπουζούκια δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί είναι σωστός μπελάς κι όλο κάπου μας μπλέκει».β. (για μηχανήματα ή καταστάσεις) πρόκειται για κάτι που συνήθως προκαλεί προβλήματα ή δυσάρεστες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι σωστός μπελάς || έμπλεξα με μια δουλειά, που είναι σωστός μπελάς»·    
- είναι του μπελά, (για πρόσωπα) συνηθίζει να δημιουργεί καβγάδες, φασαρίες. Συνήθως αναφέρεται και το γένος του προσώπου, π.χ.: είναι άντρας του μπελά ή είναι γυναίκα του μπελά. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, ρε τ’ είν’ αυτά, μυαλό πια δεν αλλάζεις
- έχω μπελάδες, περνώ διάφορες αντίξοες καταστάσεις, που μου δυσκολεύουν τη ζωή: «έχω μπελάδες με τη δουλειά μου και δεν μπορώ τα βράδια να κοιμηθώ || πρέπει να βρω έναν καλό δικηγόρο, γιατί έχω μπελάδες με το γείτονά μου». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω ρετσίνα, φέρε κλαρίνα, φέρε σαντούρια και βιολιά, έχω μπελάδες, πάλι νταλγκάδες, πάλι θα πιάσω τα παλιά
- θα με βάλεις σε μπελά ή θα με βάλεις σε μπελάδες, με τον τρόπο που ενεργείς ή που συμπεριφέρεσαι απέναντί μου ή σε κάποιον γνωστό μου θα με υποχρεώσεις να σε αντιμετωπίσω τόσο δυναμικά, που θα πρέπει να λογοδοτήσω στη δικαιοσύνη: «πολύ φοβάμαι πως, αν συνεχίσεις μ’ αυτόν τον προκλητικό τρόπο, θα με βάλεις σε μπελά || πρόσεχε, γιατί, αν εξακολουθήσεις να ενοχλείς την κόρη μου, θα με βάλεις σε μπελάδες». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι καπάτσα, βρε Σμυρνιά, θες να μας βάλεις σε μπελά, πες μας τον ποιόνε αγαπάς, πριν μεγαλώσει ο σαματάς
- (κακός) μπελάς που με βρήκε! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κάποιον ή για κάτι, που μας ενοχλεί, μας ταλαιπωρεί (πολύ), που μας δημιουργεί συνέχεια (μεγάλα) προβλήματα και φασαρίες: «κακός μπελάς που με βρήκε, απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο! || κακός μπελάς που με βρήκε, απ’ τη μέρα που αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε·
- μου ’γινε (κακός) μπελάς, μου έγινε (πολύ) ενοχλητικός, (πολύ) φορτικός ή μου δημιουργεί συνέχεια (μεγάλα) προβλήματα ή φασαρίες: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου ’γινε κακός μπελάς και δε λέει να ξεκολλήσει από δίπλα μου || απ’ τη μέρα που ήρθε στο διπλανό διαμέρισμα ο τάδε, μου ’γινε κακός μπελάς με τις ιδιοτροπίες του || απ’ τη μέρα που αγόρασα αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου ’γινε κακός μπελάς, γιατί μου βγάζει συνεχώς κουσούρια». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα κόλπα και τέτοιο ψάρι, βρε μαγκίτη, δε μασάς, πάλι στο ’πα καταλαβαίνεις πως μου ’γινες μπελάς
- μπαίνω σε μπελά ή μπαίνω σε μπελάδες, αναλαμβάνω έργο, δουλειά ή υπόθεση με ατέλειωτες δυσκολίες και προβλήματα: «το ’ξερα πως θα μπω σε μπελάδες, αλλά κάποτε έπρεπε να ξεκαθαρίσει αυτή η κατάσταση». (Λαϊκό τραγούδι: μωρή Ντουντού, κάτσε καλά, δεν πρέπει να ’μπω σε μπελά
- μπελά δεν είχαμε και μπελά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που υποχρεωνόμαστε να κάνουμε κάτι που μας είναι ανεπιθύμητο ή που το βρίσκουμε ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που υποχρεωνόμαστε να κάνουμε κάτι που μας είναι ανεπιθύμητο ή που το βρίσκουμε ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μπλέκομαι σε μπελά ή μπλέκομαι σε μπελάδες, μπλέκομαι σε ενοχλητικές, σε δυσάρεστες καταστάσεις, ανακατεύομαι, παίρνω μέρος σε μαλώματα, σε φασαρίες: «κάτσε καλά και μην μπλέκεσαι σε μπελάδες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου!». (Λαϊκό τραγούδι: σε χίλιους δυο μπελάδες για σένα μπλέκομαι, στη γειτονιά σου όλοι χαμίνι μ’ έχουνε)·  
- τον μπελά σου γυρεύεις! έκφραση με την οποία αποτρέπουμε ένα άτομο να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι, γιατί θα μπει σε δυσκολίες, σε ενοχλητικές ή δυσάρεστες καταστάσεις: «άσε τους συνεταιρισμούς μ’ αυτόν τον απατεώνα, τον μπελά σου γυρεύεις!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι·
- τον μπελά σου θες! ή τον μπελά σου θέλεις! βλ. φρ. τον μπελά σου γυρεύεις!

μπουζού

μπουζού, η, ουσ. [ιταλ. puzzu (= τσέπη, σάκος)], (στη γλώσσα της αργκό) 1. η κρύπτη, η κρυψώνα: «έχει μια μπουζού για να κρύβεται κάθε φορά που τον κυνηγάνε || έχει την μπουζού του γεμάτη με λαθραία». 2. κρυφή τσέπη ή διπλοφοδραρισμένο πανωφόρι, ιδίως για να ρίχνει κανείς εκεί μέσα τα κλεψιμαίικα: «επειδή του έκλεψαν μια φορά το πορτοφόλι, τώρα το βάζει στην μπουζού κι έχει το κεφάλι του ήσυχο || κάθε τόσο έβαζε το χέρι στην μπουζού και μας έβγαζε κι ένα καινούριο κλεψιμαίικο». 3. η φυλακή: «τον είχαν δυο χρόνια στην μπουζού». Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη / ψειρού·
- βάζω στην μπουζού, βλ. φρ. ρίχνω στην μπουζού·
- μπαίνω στην μπουζού, μπαίνω στη φυλακή, φυλακίζομαι: «με τις κομπίνες που κάνει, σίγουρα θα μπει στην μπουζού»·
- ρίχνω στην μπουζού, κρύβω, φυλάγω: «ρίχνει στην μπουζού τα κλεψιμαίικα και τα βγάζει σιγά σιγά για να τα πουλήσει»·
- τον βάζω στην μπουζού, βλ. φρ. τον ρίχνω στην μπουζού·
- τον ρίχνω στην μπουζού, τον φυλακίζω: «με τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει, σίγουρα θα τον ρίξουν πάλι στην μπουζού».

μπουκάλι

μπουκάλι, το, ουσ. [<βενετ. bocal <ιταλ. boccale <λατιν. baucalis <ελλ. βαύκαλις (= δοχείο)], το μπουκάλι· το περιεχόμενο του μπουκαλιού: «διψούσε τόσο πολύ, που ήπιε ένα μπουκάλι μονορούφι». Υποκορ. μπουκαλάκι, το. Μεγεθ. μπουκάλα, η (βλ. λ.)·
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, βλ. λ. γυναίκα·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, είναι εντελώς αποφασισμένος να ενεργήσει με τον τρόπο που επέλεξε και παρ’ όλη την αντίδραση δεν υπάρχει περίπτωση να τον εμποδίσει κάποιος ή κάτι. Όταν πρόκειται για γυναίκα, η φρ. υποδηλώνει πως είναι πολύ ερωτιάρα και πως, όταν βάλει σκοπό να κάνει έρωτα, σίγουρα θα πραγματοποιήσει την πράξη (ακόμα και με την τάπα με την οποία σφραγίζεται το μπουκάλι)·
- τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκάλια, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης, πράγμα για το οποίο βέβαια, έχουμε εντελώς διαφορετική γνώμη. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. μικρός (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι. Πρβλ.: οὐκ ἐν τῷ πολλῷ το εὖ.     

μπουκιά

μπουκιά, η, ουσ. [<μπούκα + κατάλ. -ιά]. 1. η ποσότητα της τροφής που βάζει κανονικά ο άνθρωπος στο στόμα του, όταν τρώει, και, κατ’ επέκταση, ποσότητα πολύ μικρή, ελάχιστη: «πώς να χορτάσω με την μπουκιά που μου ’δωσες!». 2. που είναι κάτι πολύ μικρό σε έκταση ή σε μέγεθος: «η Ελλάδα είναι μια μπουκιά τόπος σε σύγκριση με τις αχανείς εκτάσεις της Ασίας». Τέλος, όταν καθόμαστε να φάμε, δεν πρέπει να αφήνουμε την τελευταία μας μπουκιά, γιατί σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη αφήνουμε την τύχη μας, (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- για μια μπουκιά ψωμί, α. για κάτι ελάχιστο, μηδαμινό: «πάνω στη μοιρασιά διέλυσε φιλία χρόνων για μια μπουκιά ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτή τη γειτονιά μας πήραν οι καημοί, μας πήραν και μας πρόδωσαν για μια μπουκιά ψωμί). β. σε τιμή εξευτελιστική: «του χρειαζόταν άμεσα μετρητά και πούλησε το σπίτι του για μια μπουκιά ψωμί». Συνών. για ένα καρβέλι ψωμί / για ένα κομμάτι ψωμί·   
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα: «σήμερα είχα τόση δουλειά, που δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου»·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, έφυγε πολύ βιαστικά: «έφυγε με την μπουκιά στο στόμα για να προλάβει τ’ αεροπλάνο». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή είναι βιαστικός, δεν περιμένει να τελειώσει το φαγητό του, αλλά φεύγει μασουλώντας·
- η μπουκιά της ντροπής, χαρακτηρίζει την τελευταία μπουκιά, την τελευταία πιρουνιά, την τελευταία κουταλιά που έχει απομείνει μέσα στο πιάτο και που κανένας από τους συνδαιτυμόνες, από τους ομοτράπεζους, δεν αποφασίζει να πάρει για να τη φάει·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. συνηθέστ. μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, α. μην είσαι απόλυτα σίγουρος για κάτι, γιατί μπορεί και να μην πραγματοποιηθεί. β. μην τάζεις, μην υπόσχεσαι πράγματα που είναι πάνω από τις δυνατότητές σου και που θα έρθει η στιγμή που δε θα μπορείς να τα πραγματοποιήσεις, ή μην καυχιέσαι για πράγματα που δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις, γιατί θα έρθει ο καιρός που θα ρεζιλευτείς»·
- με την μπουκιά στο στόμα, βιαστικά, πιεσμένα, όπως όταν σηκωνόμαστε γρήγορα από το τραπέζι ή τρώμε στο πόδι, γιατί έχουμε επείγουσες δουλειές που δεν προλαβαίνουμε: «πρέπει να οργανωθείς, γιατί, όταν κάνεις τις δουλειές σου με την μπουκιά στο στόμα, κουράζεσαι περισσότερο»·
- μια μπουκιά, ελάχιστη, μηδαμινή ποσότητα: «μου ’δωσε και μένα μια μπουκιά κι έχει την εντύπωση πως του είμαι υποχρεωμένος». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια να μας χάριζες. Μια μπουκιά ψωμί για μας τα ορφανά περιστέρια ας χαλάλιζες
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, α. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) άνθρωπος με μικρή σωματική διάπλαση και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν έχω διάθεση να τα βάλω μαζί του, γιατί είναι μια μπουκιά άνθρωπος || πώς να συγκριθώ μ’ αυτόν που είναι μιας μπουκιάς άνθρωπος!». β. απευθύνεται και με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση, ιδίως σε μικρό παιδί: «πάψε ρε κι εσύ, μια μπουκιά άνθρωπος, που θέλεις να μπερδεύεσαι στις κουβέντες των μεγάλων!». Συνών. μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος / μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος / μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος / μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος / μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος / μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος·
- μισή μπουκιά, α. επιτείνει την έννοια της φρ. μια μπουκιά.Συνών. μισή μερίδα (δ). β. επιτείνει την έννοια της παραπάνω φρ.Συνών. μισή μερίδα (α, β, γ) / μισή πιθαμή (β) / μισοπιθαμή ή μισοπιθαμής / μισοριξιά·
- μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, επιτείνει την έννοια της φρ. μια μπουκιά άνθρωπος. Συνών. μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος / μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, ενήργησε την τελευταία στιγμή με τέτοιο τρόπο, ώστε μου πήρε τη δουλειά που θεωρούσα σίγουρο πως θα αναλάβω: «ενώ με διαβεβαίωνε πως δεν τον ενδιέφερε η δουλειά, την τελευταία στιγμή πλειοδότησε και μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. φρ. μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά·
- μπουκιά και σ(υ)χώριο! α. λέγεται για γυναίκα πολύ όμορφη και λαχταριστή, που σου έρχεται δηλ. να τη φας και να συχωρνάς τα πεθαμένα της για την ευχαρίστηση που σου πρόσφερε: «κυκλοφορούσε με μια γυναίκα μπουκιά και σχώριο!». β. κάθε φαγώσιμο που είναι πολύ εύγεστο: «μας σέρβιρε ένα φαγητό μπουκιά και συχώριο!»·
- μπουκιά και χιλιάρικο, λέγεται σε περίπτωση που τρώμε φαγητό πολύ ακριβό ή αναφέρεται σε εστιατόριο υπερβολικά ακριβό: «ήταν νοστιμότατο το ψάρι, αλλά ήταν μπουκιά και χιλιάρικο». Ακούγεται και σήμερα παρά την καθιέρωση του ευρώ·
- τον κάνω μια μπουκιά, τον κατανικώ με μεγάλη ευχέρεια: «είναι ντροπή μου να μαλώσω μαζί του, γιατί τον κάνω μια μπουκιά». Συνών. τον κάνω μια χαψιά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, την τελευταία στιγμή ενήργησα με τέτοιο τρόπο, ώστε του πήρα τη δουλειά που θεωρούσε σίγουρο πως θα αναλάβει: «ήταν σίγουρος πως θα την έπαιρνε τη δουλειά, αλλά επειδή την τελευταία στιγμή αρρώστησε ο διευθυντής, ανέλαβε διευθυντής ένας φίλος μου κι έτσι του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα»· 
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. φρ. του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. φρ. του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά.

μπουρλότο

μπουρλότο, το, ουσ. [<βενετ. burloto <ιταλ. brulotto (= πυρπολικό πλοίο)]. 1. το πυρπολικό: «ο Κανάρης μ’ ένα μπουρλότο ανατίναξε την Τουρκική ναυαρχίδα». 2. φαγητό με πολύ πιπέρι, δυνατό ποτό ή τσιγάρο, ιδίως παραγεμισμένο με χασίσι: «έβαλε τόσο πιπέρι στο φαγητό, που το ’κανε μπουρλότο και δεν μπορούσες να το φας || πρόσεχε το ποτό που πίνεις, γιατί είναι σκέτο μπουρλότο και θα ζαλιστείς || έστριψε ένα τσιγαρλίκι, που ήταν σκέτο μπουρλότο». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού: «το μπουρλότο είναι κουμαρτζίδικο παιχνίδι»·
- βάζω μπουρλότο, α. βάζω φωτιά, πυρπολώ: «οι ανταγωνιστές του πήγαν κρυφά το βράδυ κι έβαλαν μπουρλότο την αποθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: θα τα βάλω όλα μπουρλότο, θα τα κάψω ρε γαμώτο). β. προκαλώ κάποιον σε τέτοιο βαθμό, που τον κάνω να ξεσπάσει βίαια: «το ’χει χούι να βάζει μπουρλότο στους άλλους κι αυτός να κάθεται να τους βλέπει να μαλώνουν». γ. χαλώ εντελώς μια δουλειά, υπόθεση, κατάσταση ή σχέση, τινάζω στον αέρα: «μ’ όλες αυτές τις άστοχες ενέργειές σου έβαλες μπουρλότο στη δουλειά || η άστατη ζωή σου έβαλε μπουρλότο στο γάμο μας»·
- γίνομαι μπουρλότο, α. νευριάζω, θυμώνω πάρα πολύ, εξοργίζομαι: «κάθε φορά που βλέπει τους άλλους να μαλώνουν για τα πολιτικά, γίνεται μπουρλότο». (Λαϊκό τραγούδι: ώρες τώρα σε κρυφοκοιτάζω· γίνομαι μπουρλότο, νευριάζω). β. βρίσκομαι σε σεξουαλική διέγερση, ανάβω: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναικάρα, γίνομαι μπουρλότο»· βλ. και φρ. έγινε μπουρλότο·
- έγινε μπουρλότο, καταστράφηκε από τη φωτιά ολοσχερώς: «από ένα αναμμένο τσιγάρο που έπεσε στο πάτωμα και ξεχάστηκε, έγινε μπουρλότο ολόκληρο σπίτι»· βλ. και φρ. γίνομαι μπουρλότο·
- είμαι μπουρλότο, είμαι πολύ θυμωμένος, οργισμένος, νευριασμένος: «δε θέλω την παραμικρή αντίρρηση, γιατί ήδη είμαι μπουρλότο»·
- τον κάνω μπουρλότο, τον κάνω να νευριάσει, να θυμώσει πάρα πολύ, τον εξοργίζω: «αν θέλεις να τον κάνεις μπουρλότο, άνοιξε κουβέντα για πολιτικά».

μπροστά

μπροστά, επίρρ. [<μσν. μπροστά <ἐμπροστά <ἐμπρός]. 1. που προηγείται χρονικά ή τοπικά. 2. ως άκλ. ουσ. οι μπροστά, αυτοί μου προηγούνται σε μια σειρά: «οι μπροστά, δε νοιάζονται συνήθως γι’ αυτούς που ακολουθούν». Αντίθ. πίσω. (Ακολουθούν 54 φρ.)·
- από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, βλ. λ. πίσω·
- βάζω μπροστά, βλ. φρ. βάζω μπρος, λ. μπρος·
- βάζω μπροστά μου, χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι ως ασπίδα, ως προκάλυμμα: «μόλις άρχισαν να μας πετούν πέτρες, έβαλα μπροστά μου τον τάδε»· βλ. και φρ. τον βάζω μπροστά·
- βάζω μπροστά τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπροστά τη μηχανή μου ή βάζω μπροστά τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βλέπω μπροστά, βλ. φρ. κοιτάζω μπροστά·
- δε βλέπει μπροστά, δεν έχει διορατικότητα, δεν μπορεί να δει ή να υπολογίσει μακροπρόθεσμα, είναι κοντόφθαλμος: «όποιος σήμερα δε βλέπει μπροστά, όταν ξεκινάει μια δουλειά, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αποτύχει»·
- δε βλέπει μπροστά του, είναι πολύ μεθυσμένος και περπατάει παραπατώντας ή σκοντάφτοντας συνεχώς: «φαίνεται θα ήπιε πάλι και δεν έβλεπε μπροστά του»·
- δε βλέπεις μπροστά σου; επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας πάτησε, μας έσπρωξε ή έπεσε επάνω μας, συνήθως χωρίς να το θέλει. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε πατριώτη ή με το άνθρωπέ μου·
- δε βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα, βλ. λ. νύστα·
- δε βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είμαι μπροστά, α. είμαι παρών σε κάτι που γίνεται ή λέγεται: «ήμουν μπροστά, όταν πιάστηκαν στα χέρια». β. (γενικά) προπορεύομαι: «εγώ είμαι μπροστά, αλλά πίσω μου έρχονται κι άλλοι || είμαι μπροστά στις ιδέες απ’ όλους τους άλλους της παρέας μου»·
- είναι έτη φωτός μπροστά, βλ. λ. έτος·
- είναι μπροστά, α. προπορεύεται: «θα πρέπει να είναι μπροστά περίπου δυο χιλιόμετρα». β. είναι ανώτερος, έχει υπεροχή, βρίσκεται πάντα στις πρώτες θέσεις: «από μικρό παιδί ήταν πάντα μπροστά και τώρα που μεγάλωσε όλοι τον παραδέχονται». γ. προηγείται της εποχής του, έχει πολύ προοδευτικές ιδέες: «πώς να καταλάβουν τι λέει, που ο άνθρωπος είναι μπροστά πενήντα χρόνια»·
- είναι μπροστά απ’ την εποχή του, βλ. λ. εποχή·
- είναι μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. λ. καιρός·
- είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, βλ. λ. βήμα·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. λ. καιρός·
- έχω χρόνο μπροστά μου, βλ. λ. χρόνος·
- η δουλειά πάει μπροστά, βλ. λ. δουλειά·
- θα το βρεις μπροστά σου, θα υποστείς μελλοντικά τις συνέπειες κάποιας λανθασμένης επιλογής ή κάποιας κακής συμπεριφοράς σου: «αν ξανοιχτείς στη δουλειά σου τώρα, θα το βρεις σε λίγο καιρό μπροστά σου, γιατί θα ξεμείνεις από μετρητά || αν χωρίσεις στην ηλικία που βρίσκεσαι, θα το βρεις σε λίγο μπροστά σου, γιατί θα μείνεις σαν κούτσουρο στα γεροντάματά σου». (Λαϊκό τραγούδι: έννοια σου και θα τα βρεις μπροστά σου και τα λάθη και τα σφάλματά σου)·   
- κάνω μπροστά, βλ. συνηθέστ. κάνω μπρος·
- κοιτάζω μπροστά, α. ενδιαφέρομαι, ενεργώ για το μέλλον μου, έχω διορατικότητα, υπολογίζω μακροπρόθεσμα: «ο άνθρωπος θα πρέπει να μπορεί να κοιτάζει μπροστά, αν θέλει να προκόψει». β. αγνοώ, ξεκόβω από το παρελθόν μου που δεν ήταν ευχάριστο, αισιοδοξώ: «δε νοιάζομαι γι’ αυτά που έγιναν μέχρι τώρα, γιατί κοιτάζω μπροστά». Πολλές φορές, μετά το ρ. ακολουθεί το πάντα·
- μιλώ μπροστά σ’ άδεια καθίσματα, βλ. λ. κάθισμα·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μπροστά απ’ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- μπροστά μου (σου, του, κ.λπ), φανερά, πρόσωπο με πρόσωπο: «όταν είσαι μπροστά μου, λες τα καλύτερα λόγια για μένα, από πίσω όμως έμαθα πως με κατηγορείς». (Λαϊκό τραγούδι: αφού έχεις άντρα και παιδί, τι παριστάνεις δηλαδή, μπροστά του κάνεις πως πονάς και πίσω του την κοπανάς)· 
- μπροστά μπροστά, στο πιο ακραίο τοπικό σημείο, στις πιο μπροστινές θέσεις: «μην πας μπροστά μπροστά στο γκρεμό, γιατί μπορεί να πέσεις στο βάραθρο || καθόταν μπροστά μπροστά για ν’ ακούει καλύτερα»·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, βλ. λ. λάκκος·
- μπροστά στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, βλ. λ. κώλος·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- παίρνω μπροστά, βλ. συνηθέστ. παίρνω μπρος·
- πάει μπροστά, (για ρολόγια) δείχνει περισσότερο από την κανονική ώρα: «τι ώρα έχεις; -Ό,τι και να σου πω μη σιγουρεύεσαι, γιατί πάει μπροστά»·
- πάντα μπροστά! ευχή σε κάποιον που στην ερώτησή μας πώς πάνε οι δουλειές σου; μας πληροφορεί πως όλα του έρχονται ευνοϊκά και προοδεύει, και έχει την έννοια να συνεχιστεί αυτή η ευχάριστη κατάσταση·
- πάω μπροστά ή πηγαίνω μπροστά, α. προπορεύομαι: «πόσο μπροστά μπορεί να έχει πάει;». β. προκόβω, προοδεύω: «μόνο με τη δουλειά μπορεί να πάει κανείς μπροστά». (Λαϊκό τραγούδι: τι να φταίει, τι να φταίει, που δεν πήγαμε μπροστά, δε μετρήσαμε το κύμα και τον άνεμο σωστά). γ. το ρολόι μου δείχνει περισσότερο από την κανονική ώρα: «τι ώρα έχεις; -Μη σιγουρεύεσαι ό,τι κι αν σου πω, γιατί πάω μπροστά»·
- πέφτω μπροστά στα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- πιο μπροστά, πρωτύτερα: «πιο μπροστά μου είπες άλλα πράγματα, τώρα γιατί τ’ αλλάζεις;»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το βρήκα μπροστά μου, μου συνέβη, ήρθα αντιμέτωπος με κάποια κατάσταση που από καιρό φοβόμουν πως θα αντιμετωπίσω: «από καιρό φοβόμουν πως οι εργάτες μου θα προχωρήσουν σε απεργία, ώσπου στο τέλος το βρήκα μπροστά μου», δηλ. οι εργάτες προχώρησαν σε απεργία. (Λαϊκό τραγούδι: έννοια σου και θα τα βρεις μπροστά σου και τα λάθη και τα σφάλματά σου
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον βάζω μπροστά, τον παρατηρώ, τον επιπλήττω αυστηρά, τον κατσαδιάζω άγρια: «όταν κάποιος δεν ακολουθεί τις οδηγίες του, τον βάζει μπροστά χωρίς να λογαριάζει κανέναν»·
- τον βλέπω όλο μπροστά μου, βλ. φρ. τον έχω όλο στα μάτια μου, λ. μάτι·
- τον βρήκα μπροστά μου, συνάντησα ή ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον που για ένα σοβαρό λόγο απέφευγα να συναντήσω ή να αντιμετωπίσω: «τον μόνο που φοβόμουν απ’ τ’ αδέρφια της ήταν ο μικρότερος, αλλά κάποια στιγμή τον βρήκα μπροστά μου»·
- τον βρίσκω όλο μπροστά μου, τον συναντώ συχνά, συνήθως ως αντίπαλο: «σ’ όλους τους διαγωνισμούς, σ’ όλους τους πλειστηριασμούς, τον βρίσκω όλο μπροστά μου»·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω όλο μπροστά μου, βλ. φρ. τον έχω όλο στα μάτια μου, λ, μάτι·
- τον στρώνω μπροστά, βλ. συνηθέστ. τον βάζω μπροστά·
- τον φέρνω μπροστά, τον φέρνω ενώπιον ενωπίω: «θα τον φέρω μπροστά για να σου διαβεβαιώσει κι αυτός πως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- του βγήκα μπροστά, α. εμφανίστηκα μπροστά του και του ανέκοψα την ορμή του: «απειλούσε πως θα τους δείρει όλους, αλλά μόλις του βγήκα μπροστά, έκανε την πάπια». β. προσπέρασα το αυτοκίνητό του με το δικό μου και, καθώς βρέθηκα μπροστά του, του ανέκοψα την ταχύτητά του: «μόλις του βγήκα μπροστά, αναγκάστηκε να πατήσει φρένο για να μην πέσει απάνω μου»·
- τραβώ μπροστά, βλ. φρ. πάω μπροστά·
- χάσου από μπροστά μου! βλ. φρ. χάσου απ’ τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι.

μπρούμυτα

μπρούμυτα, επίρρ. [<όψιμο μσν. πρόμυτα <πρό + μύτη], πεσμένος ή ξαπλωμένος με το πρόσωπο προς τη γη ή προς το κρεβάτι: «τον βρήκα μπρούμυτα πάνω στο χορτάρι || ήταν μπρούμυτα στο κρεβάτι του»·
- πέφτω μπρούμυτα ή πέφτω τα προύμυτα, α. πέφτω στο έδαφος νικημένος: «ήταν τόσο δυνατός, που ο καθένας θα ’πεφτε μπρούμυτα, αν πάλευε μαζί του». β. κολακεύω κάποιον δουλικά: «μόλις δει κανέναν πλούσιο, πέφτει τα μπρούμυτα και του κάνει όλα τα χατίρια». γ. (ιδίως για άντρες) δέχομαι να υποστώ τη σεξουαλική πράξη: «είναι κρίμα ένα τόσο όμορφο παιδί να πέφτει μπρούμυτα»·
- τη βάζω μπρούμυτα ή τη βάζω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες), βλ. φρ. τη ρίχνω μπρούμυτα·
- τη ρίχνω μπρούμυτα ή τη ρίχνω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν ευχαριστιέμαι γυναίκα, αν δεν τη ρίξω μπρούμυτα»·
- τον βάζω μπρούμυτα ή τον βάζω τα μπρούμυτα, βλ. φρ. τον ρίχνω μπρούμυτα·
- τον ρίχνω μπρούμυτα ή τον ρίχνω τα μπρούμυτα, α. τον ρίχνω στο έδαφος, τον κατανικώ, τον κατατροπώνω: «τον άρπαξε με το ’να του χέρι και τον έριξε αμέσως μπρούμυτα». β. (ιδίως για άντρες) του επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «επειδή τον έριξαν μια φορά τα μπρούμυτα, δεν πάει να πει πως είναι και πούστης ο άνθρωπος!».

μυαλό

μυαλό, το, ουσ. [<μσν. μυαλόν <μτγν. μυαλός <αρχ. μυελός], το μυαλό, ο εγκέφαλος. 1. η αντίληψη, η εξυπνάδα: «το μυαλό είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ’ τα ζώα». 2. η σύνεση: «όταν ενεργεί κανείς χωρίς μυαλό, μπαίνει σε περιπέτειες». 3. ο αρχηγός, αυτός που αποφασίζει και οργανώνει ένα σχέδιο, μια επιχείρηση, νόμιμη ή παράνομη: «το μυαλό εδώ μέσα είμαι εγώ, κι αν έχει κανείς αντίρρηση, να το πει απ’ την αρχή». 4. στον πλ. τα μυαλά, φαγητό που αποτελείται κυρίως από μυαλό: «μυαλά πανέ || μυαλά σοτέ». Υποκορ. μυαλουδάκι, το (βλ. λ.). Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και μυαλός, ο. (Ακολουθούν 322 φρ.)·
- αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό, άνθρωπος που δεν αλλάζει γνώμη και όταν ακόμη έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «απ’ τη στιγμή που επιμένει σ’ αυτό που σου είπε, μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί έχει αγύριστο μυαλό». Συνών. αγύριστο κεφάλι·
- αδειάζω το μυαλό μου, σβήνω κάθε σκέψη από τη μνήμη μου, δε σκέφτομαι τίποτα: «μόλις πέφτω στο κρεβάτι, κοιμάμαι αμέσως, γιατί έχω μάθει ν’ αδειάζω το μυαλό μου, κι έτσι, δε με απασχολεί τίποτα, που θα μπορούσε να με κρατήσει ξυπνητό»· βλ. και φρ. άδειασε το μυαλό μου·
- άδειασαν τα μυαλά του, βλ. συνηθέστ. χύθηκαν τα μυαλά του·
- άδειασε το μυαλό μου, έπαθα αμνησία, δε θυμάμαι τίποτα: «κοιτούσα μια ώρα τον μπατζανάκη μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος είναι, λες και άδειασε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. αδειάζω το μυαλό μου·
- ακονίζω το μυαλό μου, εξασκώ το μυαλό μου πάνω σε κάτι: «όταν έχω ελεύθερο καιρό, λύνω διάφορες μαθηματικές ασκήσεις για ν’ ακονίζω το μυαλό μου»·
- ακονισμένο μυαλό, χαρακτηρίζει το πανέξυπνο άτομο: «έχω γνωρίσει πολλούς έξυπνους ανθρώπους, αλλά τέτοιο ακονισμένο μυαλό πρώτη μου φορά συνάντησα»·
- αλλάζω μυαλό ή αλλάζω μυαλά, αλλάζω συμπεριφορά, συνετίζομαι, σταματώ μια κακή μου δραστηριότητα: «όλοι του ’λεγαν ν’ αλλάξει μυαλό, γιατί θα καταστραφεί, αλλά αυτός συνέχισε να χαρτοπαίζει, ώσπου έχασε όλη του την περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά, σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άνθρωπος με μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, βλ. λ. άνθρωπος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. φρ. από μυαλό να φάν’ κι οι κότες·
- από μυαλό να φάν’ κι οι κότες, λέγεται με ειρωνική διάθεση για άτομο που είναι ανόητο, κουτό: «έχει καθόλου μυαλό ο τάδε, για να του αναθέσω μια δουλειά; -Τι να σου πω, από μυαλό να φαν’ κι οι κότες»· βλ. και φρ. … να φάν’ κι οι κότες, λ. κότα·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου ή βάζω στο μυαλό μου κάτι, σκέφτομαι επίμονα να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι: «αν βάλει κάτι στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το πραγματοποιήσει»·
- βάζω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι, φαντάζομαι, λογαριάζω, σχεδιάζω: «κάθε φορά που πλησιάζει καλοκαίρι, βάζω με το μυαλό μου να πάω στα νησιά, αλλά πού τέτοια τύχη!». β. θεωρώ ενδεχόμενο κάτι, υποθέτω, υποπτεύομαι: «δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ, εγώ όμως βάζω με το μυαλό μου πως κι ο τάδε είναι μπερδεμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά»·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, κάνω διάφορες σκέψεις, ιδίως δυσάρεστες: «όταν αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι»·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, συνετίζομαι, φρονιμεύω: «αν δε βάλεις μυαλό, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουνε ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, σκέφτομαι, υποπτεύομαι πολλά, ιδίως δυσάρεστα: «πρώτη φορά είναι που δεν έρχεται ο τάδε στο ραντεβού μας, γι’ αυτό βάζω πολλά με το μυαλό μου»·
- βάζω στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στο νου μου, λ. νους·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. βάζω το κακό με το νου μου, λ. νους·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, χρησιμοποιώ το μυαλό μου, κάνω τους απαραίτητους λογικούς συνδυασμούς, ενεργώ έξυπνα: «για να πιάσεις το νόημα, πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει || βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και θα βρεις την άκρη του προβλήματός σου»·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! (κατηγορηματικά) κατάλαβέ το! χώνεψέ το(!): «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! || βάλ’ το καλά στο μυαλό σου πως τα ξενύχτια θα σε καταστρέψουν». (Λαϊκό τραγούδι: δε σε μισώ κι αν μου ’φυγες και βάλ’ το στο μυαλό σου,αχάριστα κι αν φέρθηκες δε θέλω το κακό σου
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας (ενν. στον κώλο σου), συμμορφώσου, γιατί αλλιώς θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, συμμορφώσου, γιατί θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «στο λέω για τελευταία φορά, βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας»·
- βασανίζω το μυαλό μου, α. σκέφτομαι πάρα πολύ, εξετάζω λεπτομερειακά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν πάρω μια απόφαση ή πριν προβώ σε μια ενέργεια: «βασάνισα πολύ το μυαλό μου, ώσπου να καταλήξω στην απόφαση ν’ αναλάβω τη δουλειά». β. σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα: «βασανίζει το μυαλό του με την ιδέα πως τον απατάει η γυναίκα του»· βλ. και φρ. στύβω το μυαλό μου·
- βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το μυαλό του πως τον κατηγορώ». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το μυαλό του χίλια δυο ψέματα για να μου πάρει τη δουλειά μεσ’ απ’ τα χέρια». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «με την κρίση που υπάρχει στην αγορά, έβγαλα απ’ το μυαλό μου πως μπορώ ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου ξαναδώσω δανεικά, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου πως σε απάτησε αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το μυαλό σου βγάλε το ό,τι έχω καμωμένο, γιατί κοντά σε σένανε πάντα πιστή θα μένω). Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- γεννάει το μυαλό του, είναι επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί είναι άνθρωπος που γεννάει το μυαλό του»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. λ. γλώσσα·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, εντύπωσέ το καλά στη μνήμη σου, να το θυμάσαι. Λέγεται περισσότερο με απειλητική διάθεση: «γράψ’ το καλά μέσ’ το μυαλό σου αυτό που είπες για μένα, γιατί δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της, πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά, μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά
- γυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), α. (με συναισθηματική φόρτιση) θυμάμαι, νοσταλγώ κάτι : «πάντα γυρίζει στο μυαλό μου η γειτονιά που μεγάλωσα». β. δεν μπορώ να ξεχάσω, μου γίνεται έμμονη ιδέα κάτι: «γυρίζει στο μυαλό μου συνέχεια η προσβολή που μου έχεις κάνει»·
- γυρίζει το μυαλό μου, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, ιδίως λόγω πολλών προβλημάτων: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το μυαλό μου»·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «χίλιες φορές τον έχω συμβουλέψει ν’ αφήσει αυτές τις παλιοπαρέες, αλλά δε βάζει μυαλό». (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου Μιχάλη, αλλά μυαλό δεν έχεις βάλει
- δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, δεν ξεχνώ, δεν μπορώ να ξεχάσω, ιδίως κάτι κακό: «δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου πώς κάθισε και είπε τέτοιες ανοησίες για μένα»· βλ. και φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου·
- δε θέλει μυαλό ή δε θέλει και πολύ μυαλό, είναι αυτονόητο: «αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί, έτσι δεν είναι; -Δε θέλει και πολύ μυαλό»·
- δε σκοτίζει το μυαλό του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται για κάτι, αδιαφορεί εντελώς: «δε σκοτίζει το μυαλό του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: δε σκοτίζω το μυαλό μου· θα χορέψω ζεϊμπεκιά· κι αν μου έφυγε η μικρή μου δεν θα στενοχωρηθώ· θα τραβήξω τα ποτήρια και θα πάω να κοιμηθώ
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, έχει διανοητικά προβλήματα, είναι πειραγμένος: «μην παίρνεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί δε στέκει καλά στα μυαλά του ο άνθρωπος»·
- δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου·
- δεν αλλάζει μυαλά ή δεν αλλάζει μυαλό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν αλλάζει τις κακές του συνήθειες, δε συμμορφώνεται: «ο γιατρός τον συμβούλεψε να κόψει το τσιγάρο μαχαίρι, αλλά αυτός δεν αλλάζει μυαλά και καπνίζει σαν φουγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά σ’ αγαπάω μεν αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. φρ. δε στέκει καλά στα μυαλά του·
- δεν είναι στα μυαλά του, δε σκέφτεται σωστά, λογικά, έχει διανοητικά προβλήματα και, κατ’ επέκταση, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που λέει, γιατί δεν είναι στα μυαλά του ο άνθρωπος». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν έπηξαν ακόμα τα μυαλά του ή δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του, δεν ωρίμασε διανοητικά, ενεργεί, συμπεριφέρεται ανόητα, επιπόλαια: «μην του εμπιστεύεσαι δύσκολες δουλειές, γιατί είναι παιδί και δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του». (Λαϊκό τραγούδι: για κόψε τις φιγούρες σου και τα παινέματά σου, χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί δεν πήξαν τα μυαλά σου;
- δεν έχει δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, της γειτονιάς το βλάμη; Τον λένε μαχαλόμαγκα, μυαλό δεν έχει δράμι)·
- δεν έχει καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει κουκούτσι μυαλό, α. είναι ολωσδιόλου άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «ακόμα και στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο ο τάδε θα μπορούσε να επιχειρήσει ένα τέτοιο σάλτο, γιατί δεν έχει κουκούτσι μυαλό»·
- δεν έχει μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει μυαλό, α. είναι άμυαλος, ανόητος, κουτός, βλάκας: «δεν μπορώ να κάνω δουλειά μαζί του, γιατί δεν έχει μυαλό». β. είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «βεβαίως και δεν τολμώ να κάνω ό,τι κάνει ο τάδε, γιατί αυτός δεν έχει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν καταστραφώ εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια
- δεν έχει μυαλό για…, δεν έχει τη διάθεση, την όρεξη, δεν είναι συγκεντρωμένος για να κάνει κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή την κοπέλα, δεν έχει μυαλό για διάβασμα»·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν έχει μυαλό·
- δεν έχει μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν έχει κουκούτσι μυαλό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, δε σκέφτεται σωστά, δεν ενεργεί σωστά, όχι επειδή έχει διανοητικά προβλήματα, αλλά γιατί απασχολεί τη σκέψη του κάτι άλλο από αυτό που κάνει, γιατί είναι αφηρημένος: «μπορεί να διαβάζει απ’ το πρωί, αλλά δεν έμαθε τίποτα, γιατί δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του»·
- δεν κατεβάζει το μυαλό του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «με την παραμικρή δυσκολία τα χάνει, γιατί δεν κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. δεν κατεβάζει η γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του / δεν κατεβάζει το νιονιό του / δεν κατεβάζει το ξερό του· βλ. και φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του, λ. στροφή·
- δεν κόβει το μυαλό του ή δεν του κόβει το μυαλό, δεν αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του το δείξεις πολλές φορές πώς να το κάνει, γιατί δεν κόβει το μυαλό του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το νιονιό / δεν κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, έχω έμμονη ιδέα για κάποιον ή για κάτι: «δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως η γυναίκα μου έχει εραστή || δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου πως με πρόδωσε ο φίλος, μου»·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «απ’ τη στιγμή που δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, πώς θέλεις να σου πω τι θα κάνει;»·
- δεν ορίζω το μυαλό μου, βλ. φρ. δεν ορίζω το νου μου, λ. νους·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, δεν τα υποθέτω, δεν τα φαντάζομαι, είναι πραγματικά, αληθινά αυτά που σου λέω, δεν είναι δικά μου κατασκευάσματα: «θέλω να πιστέψεις αυτά που σου λέω, γιατί δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου». Συνών. δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν οι γονείς του να τον προγυμνάσουν, ε, δεν τα παίρνει το μυαλό του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του / δεν τα παίρνει το νιονιό του / δεν τα παίρνει το ξερό του·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει το μυαλό μου(!)·
- δεν το χωράει το μυαλό μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει το μυαλό μου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν το χωράει το μυαλό κι ο νους μ’ ακόμα μέχρι χτες φιλιά στο στόμα μου ’δινες εσύ. Γιατί κακούργα αχ! γιατί να με προδώσεις, σε μια νύχτα να μου φέρεις την καταστροφή;
- δεν του ’μεινε δράμι μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε καθόλου μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό, από ένα σημείο και πέρα η συμπεριφορά του έγινε ακόμα χειρότερη, έχασε εντελώς το μυαλό του, θεωρείται πια εντελώς ανεύθυνος, ασύνετος, δε λογαριάζει τίποτε: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη σουρλουλού, δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- δεν του ’μεινε μπιτ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε μυαλό ούτε για δείγμα, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε ντιπ μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δεν του ’μεινε σταλιά μυαλό, βλ. φρ. δεν του ’μεινε κουκούτσι μυαλό·
- δουλεύει το μυαλό του, είναι εύστροφος, έξυπνος, επινοητικός: «δε σταματάει μπροστά σε κανένα εμπόδιο, γιατί δουλεύει το μυαλό του»·
- δράμι μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- έγινε το μυαλό μου κουρκούτι ή έγινε κουρκούτι το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κουρκούτιασε το μυαλό μου·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο είπε ή έκανε κάποιος κάτι, όχι γιατί μας λείπει η νοημοσύνη, αλλά επειδή το θεωρούμε πέρα για πέρα έξω από τα παραδεκτά όρια: «σκότωσε το παιδί του, γιατί πήγε κινηματογράφο χωρίς να πάρει την άδειά του. -Εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου»·
- είναι ανάπηρος στο μυαλό, (ειρωνικά) είναι διανοητικά καθυστερημένος: «μην τον μαλώνεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ανάπηρος στο μυαλό»·
- είναι ανοιχτό μυαλό, βλ. φρ. έχει ανοιχτό μυαλό·
- είναι αργός στο μυαλό, είναι αργόστροφος, είναι βραδύνους: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις πολλές φορές, γιατί είναι αργός στο μυαλό»·
- είναι γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι καλό μυαλό, σκέφτεται σωστά, έξυπνα: «όταν έχω κάποιο πρόβλημα, παίρνω τη γνώμη του τάδε, γιατί είναι καλό μυαλό»·
- είναι κοφτερό μυαλό, βλ. φρ. έχει κοφτερό μυαλό·
- είναι μεγάλο μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- είναι μικρός στο μυαλό, είναι μικρόνους, δεν είναι έξυπνος: «μην του βάλεις να κάνει δύσκολα πράγματα, γιατί είναι μικρός στο μυαλό και δε θα τα καταφέρει»·
- είναι να χάνεις το μυαλό σου! έκφραση έντονης απορίας για κάτι που βλέπουμε ή μας λένε ή για κάτι που έγινε ή γίνεται και που είναι αδύνατο να το πιστέψουμε: «είναι να χάνεις το μυαλό σου πώς τα κατάφερε απ’ τη μια μέρα στην άλλη αυτός ο άνθρωπος κι έγινε ζάμπλουτος!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι να χάνεις το μυαλό σου εδώ και πέρα, μας έχουν πάρει οι γυναίκες τον αέρα
- είναι πειραγμένο το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- είναι( πολύ) μυαλό, α. είναι (πολύ) έξυπνος, είναι τετραπέρατος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις, γιατί είναι πολύ μυαλό και πάντα βρίσκει τον τρόπο να ξεγλιστρά». β. είναι (πολύ) ειδικός σε μια τέχνη: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι πολύ μυαλό». γ. (γενικά) έχει (πολλές) γνώσεις, είναι διάνοια: «ό,τι και να τον ρωτήσεις, το ξέρει, γιατί είναι πολύ μυαλό»·
- είναι σκόρπιο το μυαλό μου, βλ. φρ. σκόρπισε το μυαλό μου·
- είναι στενό μυαλό, βλ. φρ. έχει στενό μυαλό·
- είναι φτενό μυαλό, βλ. φρ. έχει φτενό μυαλό·
- είναι φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, βλ. λ. φτωχός·
- έλα στα μυαλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «με την οικονομική κρίση που υπάρχει, δεν είναι για εμπορικά ανοίγματα, έλα στα μυαλά σου». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμεινε στο μυαλό μου (κάτι) ή μου ’μεινε στο μυαλό (κάτι), βλ. φρ. έμεινε στη μνήμη μου (κάτι), λ. μνήμη·
- ένα μυαλό κι αυτό ρωμαίικο! βλ. φρ. ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι·
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε, όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι και δεν μπορούμε, ή όταν μας παρατηρεί κάποιος ότι ξεχάσαμε κάτι, που ίσως δεν έπρεπε να το είχαμε ξεχάσει. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί τη φρ. το τι περιμένεις ή το τι περίμενες·
- έπαθε το μυαλό του, έχει διανοητικό πρόβλημα, έχει βλάβη στο μυαλό: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έπαθε το μυαλό του και δε θέλει να δει άνθρωπο»·
- έπηξαν τα μυαλά του ή έπηξε το μυαλό του, ωρίμασε διανοητικά και συμπεριφέρεται σωστά, λογικά: «τώρα που έπηξαν τα μυαλά του, μπορώ να του δώσω λεφτά για να κάνει κάποια δικιά του δουλειά || τώρα που έπηξαν τα μυαλά του μπορεί, αν θέλει, να παντρευτεί»·
- επικοινωνείς με το μυαλό σου; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας σε άτομο που μας δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι συμβαίνει γύρω του, πως δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας και συμπεριφέρεται παράλογα ή μας ζητάει παράλογα πράγματα: «επικοινωνείς με το μυαλό σου που θέλεις να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα; || μόλις τελειώσω τη δουλειά θέλω να μου δώσεις τα διπλάσια απ’ όσα συμφωνήσαμε. -Επικοινωνείς με το μαυλό σου, άνθρωπέ μου;»·
- έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), θυμάμαι κάτι, αναλογίζομαι: «κάθε τόσο έρχεται στο μυαλό μου η παιδική μου παρέα και μελαγχολώ»·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. φρ. μου ’φυγε το μυαλό·
- έχασε τα μυαλά του ή έχασε το μυαλό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ ερωτευμένο: «απ’ την ώρα που την είδε, έχασε το μυαλό του γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα έχω χάσει το μυαλό μου και πνίγομαι μες τα ρηχά νερά. Για σένανε μικρό μελαχρινό μου βουτήχτηκα στη μαύρη συμφορά). β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με κάτι, που θέλει πάρα πολύ να το αποκτήσει: «έχασε το μυαλό του μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσει αν δεν τ’ αγοράσει»·
- έχε το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου! λ. νους·
- έχε το μυαλό σου, βλ. συνηθέστ. έχε το νου σου, λ. νους·  
- έχει αλλού το μυαλό του, είναι αφηρημένος, δεν παρακολουθεί αυτά που λέγονται ή γίνονται κάποια συγκεκριμένη στιγμή: «τον πέταξε ο καθηγητής έξω απ’ την τάξη γιατί, όση ώρα παρέδιδε, αυτός είχε αλλού το μυαλό του»·
- έχει ανοιχτό μυαλό, έχει ευρύτητα σκέψης, δεν έχει προκαταλήψεις: «παρόλο που είναι ηλικιωμένος, έχει ανοιχτό μυαλό, γι’ αυτό και συνεννοείται μια χαρά με τη νεολαία»· 
- έχει άχυρα στο μυαλό, βλ. λ. άχυρο·
- έχει βλάβη στο μυαλό, βλ. λ. βλάβη·
- έχει γερό μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει ελεφαντίαση στο μυαλό, βλ. λ. ελεφαντίαση·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, δεν τον απασχολεί κάποιο πρόβλημα, οπότε έχει τη δυνατότητα να κρίνει ή να αποφασίζει σωστά για κάτι: «όταν ο άνθρωπος έχει καθαρό μυαλό, παίρνει και τις σωστές αποφάσεις»·
- έχει καλό μυαλό, βλ. φρ. είναι καλό μυαλό·
- έχει κάλο στο μυαλό, βλ. λ. κάλος·
- έχει κόλλημα στο μυαλό, είναι προσκολλημένος σε μια ιδέα, έχει μονομανίες ή είναι συντηρητικός: «έχει τέτοιο κόλλημα στο μυαλό, που δεν παντρεύεται, αν δε βρει παρθένα γυναίκα»·
- έχει κουινάκια στο μυαλό του, βλ. λ. κουινάκι·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, βλ. λ. κουρκουμπίνι·
- έχει κοφτερό μυαλό, α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αντιλαμβάνεται τα πάντα στη στιγμή: «πήγε μπροστά στη ζωή του, γιατί έχει κοφτερό μυαλό». β. έχει πολλές γνώσεις, είναι διάνοια: «μας διδάσκει ένας καθηγητής, που έχει πολύ κοφτερό μυαλό». γ. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι αργόστροφος: «αν πεις για τον τάδε, έχει τόσο κοφτερό μυαλό, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι!»·
- έχει λίγο μυαλό, βλ. φρ. είναι φτωχός στο μυαλό, λ. φτωχός·
- έχει μονόπλευρο μυαλό, σκέπτεται, υπολογίζει μόνο για τον εαυτό του: «όταν πρόκειται για θέματα κέρδους αφήνει κατά μέρος τη δημοκρατική του ιδεολογία, γιατί έχει μονόπλευρο μυαλό»·
- έχει μυαλό, είναι γνωστικός, συνετός: «μόλις κατάλαβε πως θα γινόταν φασαρία, σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί έχει μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει μυαλό αλφάδι, είναι πολύ συγκροτημένος: «κάθε μου πρόβλημα το συζητώ με τον τάδε, γιατί έχει μυαλό αλφάδι και πάντοτε μου βρίσκει λύση»·
- έχει μυαλό καδρόνι, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, είναι βλάκας: «με τέτοιο μυαλό καδρόνι που έχει, πώς να καταλάβει τι του λες;»·
- έχει μυαλό κότας, είναι εντελώς άμυαλος, εντελώς ανόητος, είναι πολύ βλάκας: «αυτός δεν είναι για δουλειά, γιατί έχει μυαλό κότας»·
- έχει μυαλό ξουράφι, α. είναι πανέξυπνος, έχει κοφτερό μυαλό: «αυτός έχει μυαλό ξουράφι και δύσκολα μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει». β. (ειρωνικά) είναι εντελώς κουτός, είναι πολύ αργόστροφος: «έχει τόσο μυαλό ξουράφι ο τύπος, που μπορεί να τον ξεγελάσει ακόμα κι ένα παιδάκι»·
- έχει μυαλό οκάδες, είναι πανέξυπνος: «κανένας δεν μπορεί να ξεγελάσει αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μυαλό οκάδες»·
- έχει πειραγμένο μυαλό, έχει διανοητικά προβλήματα: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί έχει πειραγμένο μυαλό ο άνθρωπος»·
- έχει πίτουρα στο μυαλό, βλ. λ. πίτουρο·
- έχει πολλά στο μυαλό του, έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες ή έχει πολλές ιδέες στο κεφάλι του: «είναι πολύ στενοχωρημένος, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του || πάντα να ρωτάς τον τάδε, όταν θέλεις να κάνεις κάτι, γιατί έχει πολλά στο μυαλό του»·
- έχει πολύ μυαλό, βλ. φρ. είναι πολύ μυαλό·
- έχει πριονίδια στο μυαλό, βλ. λ. πριονίδι·
- έχει ρόζο στο μυαλό, βλ. λ. ρόζος·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, βλ. λ. ροκανίδι·
- έχει σκατά στο μυαλό, βλ. λ. σκατά·
- έχει στενό μυαλό, έχει περιορισμένη αντίληψη, είναι μικρόνους, στενόμυαλος: «δεν μπορεί να πιάσει τέτοια υψηλά νοήματα, γιατί έχει στενό μυαλό»·
- έχει στόκο στο μυαλό, βλ. λ. στόκος·
- έχει σύφιλη στο μυαλό, βλ. λ. σύφιλη·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, είναι άμυαλος, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος ή ριψοκίνδυνος: «μην κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του || μην πας για ορειβασία μαζί του στον Όλυμπο, γιατί αυτός έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του»·
- έχει τα μυαλά της πούτσας μου ή έχει το μυαλό της πούτσας μου, βλ. λ.πούτσα·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί, έχει συνέχεια τη σκέψη του σε κάτι που του ευχαριστεί απόλυτα, ιδίως στο σεξ: «απ’ τη μέρα που πήγε με γυναίκα και κατάλαβε τη γλύκα ο πιτσιρικάς, έχει το μυαλό του συνέχεια στο κεχρί»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο στο ψητό ή έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό, ενδιαφέρεται συνέχεια για το προσωπικό του συμφέρον: «απ’ τη μέρα που έκανε μια δουλειά και τα κονόμησε, έχει το μυαλό του συνέχεια στο ψητό»· βλ. και φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί·
- έχει το μυαλό του στη θέση του, α. είναι γνωστικός, συνετός, είναι άνθρωπος προσγειωμένος: «δε λέει πράγματα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του». β. δεν είναι παράτολμος, δεν είναι ριψοκίνδυνος: «δεν κάνει επικίνδυνα ανοίγματα στη δουλειά του, γιατί έχει το μυαλό του στη θέση του»·
- έχει φρέσκο μυαλό, είναι ξεκούραστος, οπότε μπορεί να σκεφτεί γόνιμα, δημιουργικά: «ξεκουράστηκε μια χαρά στις διακοπές του και τώρα που επέστρεψε, έχει φρέσκο μυαλό και είναι έτοιμος για διάφορες δουλειές»·
- έχει φτενό μυαλό, δεν έχει πολύ μυαλό, είναι ανόητος, κουτός: «μην είσαι σίγουρος πως θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί έχει φτενό μυαλό και με την παραμικρή δυσκολία κομπλάρει»·
- έχει φωτεινό μυαλό, διαθέτει ευρύτητα πνεύματος, δέχεται καθετί που είναι νέο, σύγχρονο, προοδευτικό: «μας λύνει κάθε μας απορία, γιατί έχει φωτεινό μυαλό αυτός ο άνθρωπος || μπορεί να είναι ηλικιωμένος, αλλά έχει φωτεινό μυαλό και αφουγκράζεται τις ανησυχίες της νεολαίας καλύτερα από κάθε άλλον, δήθεν προοδευτικό»·
- έχει χοντρό μυαλό, α. δυσκολεύεται να καταλάβει, να κατανοήσει κάτι, είναι ανόητος, βλάκας, χοντροκέφαλος: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί έχει χοντρό μυαλό». β. επιμένει στην άποψή του, ακόμη και αν αυτή είναι λανθασμένη, είναι πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί έχει χοντρό μυαλό»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό, βλ. συνηθέστ. έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- έχω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), α. σκέφτομαι κάποιον ή κάτι: «όσον καιρό έλειπες, σ’ είχα στο μυαλό μου || πάντα έχω στο μυαλό μου τις ευτυχισμένες μέρες που περάσαμε μαζί»·
- έχω στο μυαλό μου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να…, λ. νους·
- έχω το μυαλό μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. φρ. έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), λ. νους·
- έχω το μυαλό μου όλο…, επιδιώκω συστηματικά κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, έχω το μυαλό μου όλο στα ταξίδια || τα παιδιά έχουν το μυαλό τους όλο στο παιχνίδι»·
- ηρέμησε το μυαλό μου, απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το μυαλό μου || τώρα που παντρεύτηκε η κόρη μου ηρέμησε το μυαλό μου»· βλ. και φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου, λ. κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, άρχισε πάλι να σκέφτεται σωστά, λογικά: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως οι παλιοπαρέες θα τον κατέστρεφαν, ήρθε το μυαλό του στη θέση του και τις έκοψε μαχαίρι»·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. φρ. ήρθε το μυαλό του στη θέση του·
- θα μου στρίψει το μυαλό, αντιμετωπίζω απανωτές δυσκολίες, απανωτά προβλήματα και δεν μπορώ να βρω διέξοδο, να βρω λύση, κινδυνεύω να τρελαθώ: «αν συνεχίσει αυτή η αναδουλειά, θα μου στρίψει το μυαλό, γιατί δεν μπορώ να βρω τρόπο ν’ αντεπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό) ·
- θα μου φύγει το μυαλό, έκφραση απορίας για κάτι που μας συνέβη και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε: «εδώ άφησα τον αναπτήρα μου, πώς χάθηκε ξαφνικά· θα μου φύγει το μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: εχτές ακόμα έφκιαχνα καράβια με χαρτόνια μα θα μου φύγει το μυαλό, στα σωστά· πώς πέρασαν τα χρόνια;)· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θα σου στρίψει το μυαλό, θα νιώσεις πολύ μεγάλη έκπληξη, θα νιώσεις κατάπληξη για κάτι καλό ή κακό: «αν δεις τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο άτιμος, θα σου στρίψει το μυαλό»·
- θα σου φύγει το μυαλό, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, έκφραση απελπισίας κάποιου με τη έννοια πως θα αυτοκτονήσει με πυροβόλο όπλο: «περνώ τόσο δύσκολη περίοδο, που θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- θα χάσεις το μυαλό σου, βλ. φρ. θα σου στρίψει το μυαλό·
- θα χάσω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό·
- θηλυκό μυαλό, είναι πολύ επινοητικός, είναι πολυμήχανος, γεννάει το μυαλό του: «δεν μπορείς από πουθενά να τον στριμώξεις, γιατί είναι θηλυκό μυαλό και πάντα βρίσκει τρόπο να ξεφεύγει»·
- θόλωσε το μυαλό μου απ’ την πείνα ή το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μυαλό του, δεν άντεξε, ήρθε σε απόγνωση και δεν ήξερε πώς να ενεργήσει, ή ενήργησε καταστροφικά εναντίον κάποιου ή ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του: «όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον, θόλωσε το μυαλό του και τους σκότωσε με το πιστόλι του || θόλωσε το μυαλό του απ’ την ανέχεια κι έπεσε απ’ τον έκτο όροφο στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: από το ντέρτι το πολύ θολώνει το μυαλό μου και η καρδιά μου η δύστυχη σπαράζει απ’ τον καημό μου
- θόλωσε το μυαλό του απ’ την πείνα, βλ. συνηθέστ. γυαλίζει το μάτι του απ’ την πείνα, λ. μάτι·
- καθαρό μυαλό, που είναι απαλλαγμένο από έγνοιες ή προβλήματα: «χωρίς καθαρό μυαλό δεν μπορώ να πάρω καμιά απόφαση»·
- καθόλου μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- και τα μυαλά στα κάγκελα, έκφραση με την οποία κάποιος φίλαθλος δηλώνει με φανατισμό την αγάπη του για κάποια ποδοσφαιρική ομάδα ή για κάποια ομάδα μπάσκετ. (Λαϊκό τραγούδι: κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού). Η πατρότητα του συνθήματος ανήκει στους ευρηματικούς φιλάθλους της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης·
- καλά μυαλά! ευχή που δίνεται συνήθως από τους μεγαλύτερους προς τους νεότερους για να ενεργούν ή να συμπεριφέρονται σωστά, αλλά και μεταξύ των νέων, όταν κάποιος τους φαίνεται εντελώς ελαφρόμυαλος ή όταν θέλουν να προσποιηθούν τους έμπειρους ή τους μυαλωμένους: «άντε καλά μυαλά και καλά καμάκια τώρα που φεύγεις για διακοπές»·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, ενεργεί όπως θέλει, όπως του αρέσει, και συνήθως χωρίς περίσκεψη: «δεν είναι σοβαρός άνθρωπος, γιατί κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του»·
- κατεβάζει απ’ το μυαλό του, σκέφτεται ή λέει πράγματα που δεν έγιναν, τα υποθέτει, τα φαντάζεται: «κάθε τόσο κατεβάζει απ’ το μυαλό του απίθανα πράγματα και το κακό είναι πως στο τέλος τα πιστεύει»· βλ. και φρ. γεννάει το μυαλό του·
- κατεβάζει το μυαλό του, είναι έξυπνος, επινοητικός: «ξεπερνάει όλες τις δυσκολίες, γιατί κατεβάζει το μυαλό του». Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλούβιο μυαλό, χαρακτηρίζει τον ανόητο, τον κουτό, τον βλάκα: «μήπως περίμενες καλύτερη συμπεριφορά από έναν άνθρωπο με κλούβιο μυαλό;»·
- κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), απασχολεί επίμονα τη σκέψη μου, επανέρχεται επίμονα στη σκέψη μου κάποιος ή κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, κλωθογυρίζει στο μυαλό μου || τον τελευταίο καιρό κλωθογυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεσκάσω λιγάκι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλο και πιο συχνά το συνέχεια·
- κόβει το μυαλό του ή κόφτει το μυαλό του, α. μπορεί και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «ευτυχώς που κόβει το μυαλό του και ξεπερνάει με ευκολία τις δυσκολίες που του τυχαίνουν». β. αντιλαμβάνεται αμέσως μια κατάσταση ή ποιο είναι το συμφέρον του: «μόλις του τύχει κάποια ευκαιρία, την αρπάζει αμέσως, γιατί κόβει το μυαλό του». Συνών. κόβει η γκλάβα του / κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του / κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το νιονιό του / κόβει το ξερό του·
- κολλημένο μυαλό, βλ. φρ. έχει κόλλημα στο μυαλό·
- κόλλησε το μυαλό μου, α. αδράνησε η σκέψη ή η μνήμη μου, έχω προσωρινό κενό, δυσκολία να θυμηθώ ή να σκεφτώ κάτι: «έλα πες τ’ όνομά του, γιατί εμένα κόλλησε το μυαλό μου και δεν μπορώ να θυμηθώ». β. δεν μπορώ να σκεφτώ το σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσω για να βγω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι: «είχα τέτοια ταραχή, που κόλλησε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι να κάνω για να τους αποφύγω»·
- κουκούτσι μυαλό! χαρακτηρίζει άτομο που είναι ολωσδιόλου άμυαλο, ανόητο, κουτό, βλάκας: «ε, βρε, αυτό το παιδί, κουκούτσι μυαλό!». Πρβλ.: για σένα ό,τι και δεν είχα το χάλασα κορίτσι μου τρελό κι αν πάντα σου ξηγιόμουνα στην τρίχα, κουκούτσι εσύ δεν έβαλες μυαλό (Λαϊκό τραγούδι)·
- κουρκούτιασε το μυαλό μου, έχασα την πνευματική μου διαύγεια, την ευθυκρισία μου, τη μνήμη μου, λόγω υπερβολικής πνευματικής κούρασης, λόγω πολλών προβλημάτων ή λόγω προχωρημένων γηρατειών: «διάβασα τόσο πολύ, που στο τέλος κουρκούτιασε το μυαλό μου || με απασχολούν τόσα πολλά προβλήματα, που κουρκούτιασε το μυαλό μου || είναι τόσο γέρος, που κουρκούτιασε το μυαλό του»·
- κρατώ στο μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ στο νου μου, λ. νους·  
- λέω με το μυαλό μου, α. σκέφτομαι χωρίς να εκφέρω τη γνώμη μου: «μόλις είδα να σκουραίνουν τα πράγματα, δε φεύγεις, λέω με το μυαλό μου, κι έφυγα αμέσως». β. λογαριάζω, υπολογίζω: «είναι το τρίτο καλοκαίρι που λέω με το μυαλό μου να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά δε βλέπω πάλι να τα καταφέρνω»·
- μαζεύω τα μυαλά μου ή μαζεύω το μυαλό μου, αφήνω την άστατη ζωή, συγκεντρώνομαι: «αν δε μαζέψεις τα μυαλά σου, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: κοίταξε ν’ αλλάξεις γνώμη, να μαζέψεις τα μυαλά σου κι αν σου μείνει μια δεκάρα, να τη φέρνεις στα παιδιά σου
- με καθαρό μυαλό ή με μυαλό καθαρό ή με καθαρό το μυαλό ή με το μυαλό καθαρό, χωρίς να το απασχολεί κάτι σοβαρό, οπότε μπορεί κανείς να κρίνει ή να αποφασίσει σωστά: «πήρε την απόφασή του με καθαρό μυαλό || όταν πρόκειται να πάρει μια μεγάλη απόφαση, την παίρνει πάντοτε με καθαρό το μυαλό»·
- με τα μυαλά που έχει… ή με το μυαλό που έχει…, με τον τρόπο που σκέφτεται ή που ενεργεί κάποιος και που δεν είναι ο ενδεδειγμένος: «με τα μυαλά που έχει περί γάμου, τον βλέπω να μένει γεροντοπαλίκαρο»· βλ. και φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει(…)·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του·
- με τα μυαλά που κουβαλάει ή με το μυαλό που κουβαλάει, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι δεν είναι έξυπνος, ότι δεν έχει αντίληψη ή σύνεση, ή ότι είναι παράτολμος ή ριψοκίνδυνος, και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να φέρει σε πέρας αυτό που έχει αναλάβει ή αυτό που επιδιώκει, ή, γενικά, πως θα αποτύχει στη ζωή του: «με τα μυαλά που κουβαλάει, δεν τη γλιτώνει τη χρεοκοπία || με το μυαλό που κουβαλάει, τον βλέπω να καταλήγει στη φυλακή». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αγόρι μου ή με το κορίτσι μου, ανάλογα με το φύλο στο οποίο απευθυνόμαστε· βλ. και φρ. με τα μυαλά που έχει(…)·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, με τον τρόπο που σκέφτεται θα καταστραφεί: «έχει ολόκληρη περιουσία, αλλά με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, γιατί η νύχτα δε βγάζει ποτέ σε καλό»·
- με τα μυαλά που κυβερνάει ή με το μυαλό που κυβερνάει, βλ. φρ. με τα μυαλά που κουβαλάει. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις και μου λες, πως δεν φοβάσαι μαχαιριές. Το κεφαλάκι σου θα φας, με τα μυαλά που κυβερνάς!)
- με το μυαλό του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το μυαλό του είναι μεγάλος και τρανός || με το μυαλό του όλα μπορεί να τα κατορθώσει»·
- με το φτωχό μου το μυαλό, βλ. λ. φτωχός·
- μεγάλο μυαλό, βλ. συνηθέστ. μεγάλο κεφάλι, λ. κεφάλι·
- μέχρις εκεί πάει το μυαλό του ή μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί πάει το μυαλό του·
- μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό, παρακλητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζαλίζεις το μυαλό, μόνο εσένα αγαπώ). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια / μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μη μου ζαλίζεις τον έρωτα·
- μηδενίζει το μυαλό μου, χάνω την ικανότητα να σκέφτομαι ορθά, παραφρονώ: «όταν βλέπω κάποιον να χτυπά γέρο άνθρωπο, μηδενίζει το μυαλό μου και δεν ξέρω τι κάνω». Από την εικόνα του μετρητή που δείχνει μηδέν·
- μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μάταια προσπαθείς να θυμηθείς κάτι ή μην προσπαθείς να θυμηθείς κάτι είτε γιατί δε θα μπορέσεις να το θυμηθείς είτε γιατί δεν έχει σημασία: «μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν πρόκειται να θυμηθείς το άτομο που σου λέω || μην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, γιατί δεν έχει πια σημασία ποιος έκανε την αρχή στο μάλωμα, αφού πάλι μόνοιασαν»·
- μου γύρισαν τα μυαλά ή μου γύρισε το μυαλό, εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «μόλις τον άκουσα να βρίζει το γέρο πατέρα του, μου γύρισαν τα μυαλά κι ήθελα να τον σπάσω στο ξύλο»· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά·    
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, μου έκανε να χάσω την πνευματική μου διαύγεια από την ακατάσχετη φλυαρία του, με ζάλισε με την πολυλογία του: «μ’ είχε δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι»·
- μου καρφώθηκε στο μυαλό, μου έγινε κάτι έμμονη ιδέα και δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτή: «όταν μου καρφώθηκε στο μυαλό πως με απατούσε η γυναίκα μου, κινδύνεψα να τρελαθώ»·
- μου μπαίνει στο μυαλό, βλ. φρ. μου μπαίνει στο νου, λ. νους·
- μου ξεσήκωσε τα μυαλά, α. με παρέσυρε να ενεργήσω επικίνδυνα, με παρέσυρε να ενεργήσει παραπέρα από τις δυνατότητές του: «του ξεσήκωσαν τα μυαλά πως μπορούσε να συναγωνιστεί ένα μεγαλοβιομήχανο κι έχασε ό,τι λεφτά είχε στην άκρη». β. με ξεμυάλισε: «με μια της ματιά μου ξεσήκωσε τα μυαλά». (Λαϊκό τραγούδι: έρχεσαι με κοροϊδεύεις κι όλο λες πως μ’ αγαπάς. Τα μυαλά μου ξεσηκώνεις πονηρά σαν με κοιτάς
με ξεμυάλισε: «με το πες πες, μου ξεσήκωσε τα μυαλά και θα πάω κι εγώ μαζί του στις διακοπές»·
- μου πέρασε απ’ το μυαλό, α. σκέφτηκα στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να του ζητήσω το λόγο, αλλά μετά το μετάνιωσα για να μη γίνει φασαρία ». β. υποπτεύθηκα, υποψιάστηκα κάτι: «για να σου πω την αλήθεια, κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό πως εσύ έβαλες χέρι στο ταμείο»·
- μου πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, α. (για γυναίκες), την έχω ερωτευτεί σφόδρα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτή η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρες την καρδιά μου, πήρες το μυαλό μου, πάρε να φοράς και το πουκάμισό μου // όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά // με μία νοικιασμένη κούρσα όλο φιγούρα κι όλο λούσα ο μορφονιός σου έχει πάρει τα μυαλά ). β. (γενικά) με ζάλισε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μου μιλούσε δύο ώρες συνέχεια και μου πήρε το μυαλό». γ. εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ από κάτι και το σκέφτομαι συνεχώς: «μου ’χει πάρει τα μυαλά αυτό τ’ αυτοκίνητο και θα σκάσω, αν δεν τ’ αγοράσω»·
- μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση, βρίσκομαι σε απόγνωση, που κινδυνεύω να αποφασίσω να αυτοκτονήσω με πυροβόλο όπλο: «με βασανίζουν τόσα πολλά προβλήματα, που μου ’ρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»·
- μου ’ρχεται στο μυαλό (κάποιος ή κάτι), θυμάμαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό η πρώτη μου αγάπη || πολύ συγκινούμαι κάθε φορά που μου ’ρχεται στο μυαλό η παλιά μου γειτονιά»·
- μου σήκωσε τα μυαλά, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά. (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω! 
- μου σφηνώθηκε στο μυαλό, βλ. φρ. μου καρφώθηκε στο μυαλό·
- μου τρέλανε το μυαλό, α. με ξετρέλανε: «μου έδειξε την καινούρια του γκόμενα και μου τρέλανε το μυαλό». (Τραγούδι: είναι φίνος κανταδόρος κι όπου πάει γίνεται ντόρος και μ’ αυτό μας τρελαίνει το μυαλό). β. με εκνεύρισε με την επιμονή του πάνω σε κάποιο θέμα: «είχε ανάγκη από λεφτά και με τρέλανε το μυαλό να τον βοηθήσω, μέχρι που του τα δίνει κι ησυχάζω»·
- μου ’φυγε το μυαλό, α. ένιωσα έντονη έκπληξη: «μόλις τον είδα με τι γκομενάρα κυκλοφορούσε, μου ’φυγε το μυαλό». β. αντιμετώπισα πολλές αντίξοες καταστάσεις και δεν ήξερα πώς να ενεργήσω: «τον τελευταίο καιρό μου ’φυγε το μυαλό με τα προβλήματα που αντιμετωπίζω και δεν ξέρω με ποιο να πρωτοκαταπιαστώ»·
- μουχλιασμένα μυαλά ή μουχλιασμένο μυαλό, λέγεται για άτομο με απαρχαιωμένες ιδέες: «με τέτοια μουχλιασμένα μυαλά πώς θα μπορέσεις να καταλάβεις τους σημερινούς νέους;»·
- μπίτ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- μπλόκαρε το μυαλό μου ή μπλοκάρισε το μυαλό μου, σταμάτησα να σκέφτομαι προσωρινά, έχασα την ικανότητά μου να ενεργώ ή να κρίνω σωστά: «όταν μπλόκαρε το μυαλό μου, δεν ήξερα πώς να συνεχίσω τη συζήτηση || κάποια στιγμή μπλοκάρισε το μυαλό μου και δεν ήξερα πόσο κάνουν ένα κι ένα»·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο μυαλό σου πως σαν τη γυναίκα σου καμιά άλλη δε θα σ’ αγαπήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο μυαλό σου, υπενθύμιση σε κάποιον να θυμάται, να μην ξεχάσει κάτι: «γυρνώντας, να πας να ξοφλήσεις την εφορία, να το ’χεις στο μυαλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: μα θα στο πω, μικράκι μου, να το ’χεις στο μυαλό σου, πως άλλη τέτοια μια καρδιά δε θα ’χεις στο πλευρό σου)· 
- νερούλιασε το μυαλό μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, λογικά, ξεκούτιανα, ξεμωράθηκα: «στην ηλικία που έφτασα πώς να μη νερουλιάσει το μυαλό μου!»·
- νερουλιασμένο μυαλό, που δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί σωστά, λογικά: «κάθε φορά που πίνω πολύ, το πρωί ξυπνώ με νερουλιασμένο μυαλό»·
- ντιπ μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- ξεγράφω απ’ το μυαλό μου, α. παύω οριστικά να περιμένω πως θα μου συμβεί κάτι καλό, παύω οριστικά να σκέφτομαι κάτι: «αφού δεν υπάρχουν χρήματα, ξέγραψα απ’ το μυαλό κου τις καλοκαιρινές διακοπές». β. ξεχνώ οριστικά κάποιον, διαγράφω οριστικά κάποιον από τη σκέψη μου: «απ’ τη στιγμή που σε ξέγραψα απ’ το μυαλό μου, είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ για μένα»·
- ξεδίνει το μυαλό μου, φεύγω από την καθημερινή πληκτικότητα και το ρίχνω στις διασκεδάσεις, στην ψυχαγωγία, διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, το ρίχνω έξω: «κάθε Σαββατοκύριακο γλεντώ με την παρέα μου για να ξεδίνει το μυαλό μου»·
- ξεθόλωσε το μυαλό μου, ξαναβρήκε την πνευματική του διαύγεια, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να κρίνω σωστά: «μόνο όταν ξεθόλωσε το μυαλό μου, μπόρεσα να πάρω τη σωστή απόφαση»·
- ξεκαθάρισε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ξεθόλωσε το μυαλό μου·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια, όποιος δεν προνοεί, όποιος δε σκέφτεται, δε μελετάει καλά κάποια ενέργειά του, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «πάνω στη βιασύνη μου, ξέχασα το χαρτοφύλακα με τα συμβόλαια στο γραφείο μου. -Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια», δηλ. τώρα θα αναγκαστείς να ξαναπάς στο γραφείο σου να πάρεις το χαρτοφύλακά σου και να ξανάρθεις. Συνών. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. φρ. όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους σου! λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του άνθρώπου! βλ. συνηθέστ. ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! λ. νους·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, οτιδήποτε σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, οτιδήποτε και αν βασανίζει τη σκέψη σου: «μόλις σου εξηγήσει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό θα σου φύγει αμέσως και θα ησυχάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό την υποψία βγάλ’ την, είμαι σε σένανε πιστός και μη με λες μπερμπάντη
- ούτε για δείγμα μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- πάει να μου φύγει το μυαλό, έχω πολλά και πιεστικά προβλήματα: «δεν ξέρω πώς να βολέψω τις δυσκολίες που προέκυψαν και πάει να μου φύγει το μυαλό»·
- παίρνει μυαλά, (για πρόσωπα ή πράγματα στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «γνώρισα μια γυναικάρα, που παίρνει μυαλά || διάβασα ένα βιβλίο, που παίρνει μυαλά || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που παίρνει μυαλά»·
- παίρνει στροφές το μυαλό μου, βλ. λ. στροφή·
- παλιά μυαλά, που δεν έχουν σύγχρονες, μοντέρνες αντιλήψεις, που είναι απαρχαιωμένα: «η δικιά μας η γενιά έχει παλιά μυαλά, γι’ αυτό δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη νεολαία»·
- παραδέρνει το μυαλό μου, ταλαντεύομαι να πάρω τη μια ή την άλλη απόφαση: «έχω προβλήματα με το γιο μου και παραδέρνει το μυαλό μου αν πρέπει ν’ ακολουθήσω αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγώγησης ή τον άλλο»·
- πας καλά με το μυαλό σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά με το μυαλό σου που πιστεύεις πως, αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο, δε θα σκοτωθείς; || πας καλά με το μυαλό σου, που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου θέλεις να σου πληρώσω δυο χιλιάδες ευρώ;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά ή το μωρέ·
- πειράχτηκε το μυαλό του, βλ. φρ. έχει πειραγμένο μυαλό·
- πέρασε απ’ το μυαλό μου, βλ. φρ. πέρασε απ’ το νου μου·
- πετάει το μυαλό του ή πετάνε τα μυαλά του, σκέφτεται άλλα πράγματα από αυτά που γίνονται ή λέγονται, είναι φαντασιόπληκτος: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί πετάνε τα μυαλά του». (Λαϊκό τραγούδι: για να σε κάνω άνθρωπο ήπια τόσα φαρμάκια, μα το δικό σου το μυαλό πετάει στα σοκάκια
- πετώ με το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. πετώ με το νου μου·
- πετώ τα μυαλά μου στον αέρα, βλ. συνηθέστ. τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, ιδίως μετά από πρόσκαιρη ή ανέλπιστη επιτυχία του και μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που έγινε υποδιευθυντής, πήραν τα μυαλά του αέρα κι ούτε που μας χαιρετάει». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι π’ αγαπούσα πήρε αέρα στα μυαλά, με άλλον τα ’χει ξελογιάσει και δεν με προσέχει πια
- πλάθει με το μυαλό του, υποθέτει, φαντάζεται κάτι: «πλάθει με το μυαλό του διάφορες ιστορίες πως δήθεν τον απατάει η γυναίκα του και κάθε βράδυ έχουν φασαρίες στο σπίτι || πλάθει με το μυαλό του διάφορες περιπέτειες κι ύστερα μας τις πασάρει για αληθινές»·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; α. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που διατείνεται πως είναι έξυπνος, πως έχει μυαλό. β. λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ενεργεί ανόητα ή παράτολμα: «αφού είδες πως υπάρχει αναδουλειά, δεν έπρεπε να επιχειρήσεις νέα επέκταση στη δουλειά σου, αλλά ποιος έχασε το μυαλό του, να το βρεις εσύ;»·
- πονάει το μυαλό μου, βασανίζουν τη σκέψη μου πολλά προβλήματα που επιζητούν άμεση λύση: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που πονάει το μυαλό μου»·
- πού αρμενίζει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού βόσκει το μυαλό σου; γιατί δεν προσέχεις αυτά που λέγονται ή γίνονται αυτή τη στιγμή, γιατί ονειροπολείς, γιατί είσαι αφηρημένος(;): «για πες μου, πού βόσκει το μυαλό σου και δεν παρακολουθείς αυτά που λέγονται για να σχηματίσεις κι εσύ μια προσωπική γνώμη;»·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το ’χεις το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού μυαλό! Λέγεται για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «έπρεπε να διαβάσει προσεκτικά το συμβόλαιο, πριν το υπογράψει, αλλά αυτός, πού μυαλό, και τώρα τραβιέται στα δικαστήρια!»·
- πού μυαλό για…, δηλώνει πως για κάποιο συγκεκριμένο λόγο δεν υπάρχει η διάθεση σε κάποιον να κάνει κάτι, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί για να κάνει κάτι: «με τόσα προβλήματα που έχει ο φουκαράς, πού μυαλό για διασκέδαση || απ’ τη μέρα που ερωτεύτηκε ο γιος μου, πού μυαλό για διάβασμα»·
- πού να βάλει μυαλό! δε συμμορφώνεται, δε συνετίζεται, δε φρονιμεύει: «όποτε τον συναντώ, τον συμβουλεύω με τις ώρες να ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του, αλλά αυτός πού μυαλό!»·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. φρ. πού να βάλει ο νους μου! λ. νους·
- πού παράτησες το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού πετάει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού ταξιδεύει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πού το ’χες το μυαλό σου; τι σκεφτόσουν; γιατί ήσουν αφηρημένος(;): «πού το ’χες το μυαλό σου και δεν άκουγες αυτά που έλεγα;»·   
- πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου(;)·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, βλ. λ. γλώσσα·
- σάλεψε το μυαλό του, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκε όλη η οικογένεια του σ’ ένα τροχαίο, σάλεψε το μυαλό του»·
- σβήνω απ’ το μυαλό μου, διαγράφω από τη μνήμη μου, λησμονώ τελείως κάτι θεληματικά: «προσπαθώ να σβήσω απ’ το μυαλό μου όλες τις αδικίες που μου ’χεις κάνει, αλλά μου είναι αδύνατο || θέλω να σβήσω απ’ το μυαλό μου την αγάπη που σου είχα»·
- σκόρπισε τα μυαλά του στον αέρα, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα·
- σκόρπισε το μυαλό μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ λόγω πολλών προβλημάτων, με απασχολούν πολλά προβλήματα ταυτόχρονα και δεν μπορώ να πάρω μια απόφαση, να βρω μια λύση: «μου ’πεσαν τόσα προβλήματα μαζεμένα, που σκόρπισε το μυαλό μου και δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω»·
- σκοτείνιασε το μυαλό του, βλ. φρ. θόλωσε το μυαλό του·
- σκοτίζω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάποιον ή κάτι: «μέρες τώρα σκοτίζω το μυαλό μου πού τον έχω συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο και δεν μπορώ να θυμηθώ»·
- στάθηκε το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου·
- σταλιά μυαλό! βλ. φρ. κουκούτσι μυαλό(!)·
- σταμάτησε το μυαλό μου, έπαψε προς στιγμή να λειτουργεί, έπαψα προς στιγμή να σκέφτομαι, ιδίως επειδή είμαι φορτωμένος με πολλές έγνοιες ή προβλήματα: «έπεσαν όλες οι δυσκολίες μαζεμένες και σταμάτησε το μυαλό μου»·
- στριφογυρίζει στο μυαλό μου (κάτι), με απασχολεί έντονα κάτι, σκέφτομαι συνέχεια κάτι, δεν μπορώ να απαλλαγώ από κάποια επίμονη σκέψη: «έχω χάσει την ηρεμία μου, γιατί τον τελευταίο καιρό στριφογυρίζει στο μυαλό μου πως η γυναίκα μου με απατά κι έχω χάσει τον ύπνο μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το συνέχεια·
- στύβω το μυαλό μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι ή προσπαθώ επίμονα να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσω: «στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ πού γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο || στύβω το μυαλό μου να βρω τρόπο να ξεμπερδέψω μ’ αυτή την υπόθεση»·
- συγκοινωνείς με το μυαλό σου! βλ. φρ. επικοινωνείς με το μυαλό σου(!)·
- τα βγάζει απ’ το μυαλό του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του, γιατί τα βγάζει απ’ το μυαλό του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κατεβάζει απ’ το μυαλό του, βλ. συνηθέστ. τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) ή το μυαλό σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά σε άτομο που λέει ή κάνει ανόητα πράγματα, ή που λέει πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «τα μυαλά σου και μια λίρα, που θα μπορέσεις να στήσεις ολόκληρο εργοστάσιο με πέντε χιλιάδες ευρώ»·
- τα μυαλά του είναι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. έχει τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι του·
- ταξιδεύει το μυαλό του, δεν προσέχει αυτά που του λέει ή αυτά που κάνω, που γίνονται, είναι αφηρημένος, ονειροπολεί: «εγώ του μιλάω για σοβαρά πράγματα κι αυτός κοιτάζει τη θάλασσα και ταξιδεύει το μυαλό του»·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; τι φαντάζεσαι; τι υποπτεύεσαι(;): «μπορείς να μου πεις το λόγο που μου κάνεις μούτρα; Τι βάζεις με το μυαλό σου; Νομίζεις πως εγώ είμαι αυτός που σε κάρφωσα στην αστυνομία;». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται τις φρ. καιάλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το δηλαδή·
- τι έχεις στο μυαλό σου; τι σκέφτεσαι; πώς σκέφτεσαι να ενεργήσεις; τι σχεδιάζεις να κάνεις(;): «τι έχεις στο μυαλό σου και σε βλέπω σκεφτικό; || τι έχεις στο μυαλό σου για κείνη τη δουλειά, θα την αναλάβεις;». (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;
- τι λέει το μυαλό σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- τι σου είναι το μυαλό! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να σκεφτεί ή να φανταστεί κάποιος: «και για να δεις εσύ τι σου είναι το μυαλό, φαντάστηκα πως ήμουν αστροναύτης!». (Λαϊκό τραγούδι: χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα
- τίναξε τα μυαλά του, βλ. φρ. τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: προτού τα βάσανά μου γίνουνε πιο πολλά, πάρε πιστόλι πιο καλά και τίναξέ μου τα μυαλά
- τίναξε τα μυαλά του στον αέρα , αυτοκτόνησε με πυροβόλο όπλο πυροβολώντας στο κεφάλι του: «μπήκε πολύ μέσα με την τελευταία δουλειά που έκανε, και για να μην πάει φυλακή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα»·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. συνηθέστ. το βάζει ο νους σου; λ. νους·
- το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. φρ. δεν παίρνει στροφές το μυαλό του·
- το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, σκέφτεται συνέχεια το σεξ: «απ’ τη μέρα που ένιωσε τη γλύκα της γυναίκας ο γιος μου, το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό»·
- το μυαλό του έκανε τιλτ ή έκανε τιλτ το μυαλό του, βλ. λ. τιλτ·
- το μυαλό του κόβει ξουράφι βλ. συνηθέστ. έχει μυαλό ξουράφι·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, σκέφτεται, υποθέτει κάτι, ιδίως κακό, που είναι διαφορετικό από την πραγματικότητα: «μην έχεις πολλά αστεία με τη γυναίκα του, γιατί το μυαλό του πάει αλλού». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αμέσως·
- το μυαλό του πάει στο κακό ή πάει στο κακό το μυαλό του, α. σκέφτεται άσχημες, οδυνηρές καταστάσεις ή συνέπειες: «κάθε φορά που τον καλεί ο διευθυντής του, το μυαλό του πάει στο κακό». β. σκέφτεται μοιραία γεγονότα, ιδίως όταν κάποιος αργοπορεί να φτάσει κάπου: «όταν αργούν τα παιδιά του να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι, πάει στο κακό το μυαλό του». Συνήθως μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί το αμέσως ή το όλο ή το πάντα·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του·
- το πίσω μέρος του μυαλού (κάποιου), οι κρυφές, οι απώτερες σκέψεις κάποιου: «κανείς μας δεν ξέρει τι έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του»·
- το ’χω στο μυαλό μου, βλ. φρ. το ’χω στο νου μου, λ. νους·
- το χωράει το μυαλό σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις; μπορείς να το διανοηθείς(;): «το χωράει το μυαλό σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, παύω να τον σκέφτομαι και, κατ’ επέκταση, παύω να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που ο ίδιος δε θέλει να ενδιαφερθεί για τη δουλειά του, τον έβγαλα κι εγώ απ’ το μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: και για να μην τρελαθώ, γυρίζω τις νύχτες, για να μην τρελαθώ, χορεύω στις πίστες και να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου προσπαθώ
- τον έχω στο μυαλό μου, βλ. φρ. τον έχω στο νου μου, λ. νους·
- τόσο δουλεύει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- τόσο κόβει το μυαλό του, (υποτιμητικά) δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει σοβαρά πράγματα: «μην τον πιέζεις τον άνθρωπο να καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αφού τόσο κόβει το μυαλό του»·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. φρ. τόσο κόβει το μυαλό του·
- του αλλάζω τα μυαλά ή του αλλάζω το μυαλό, βλ. φρ. του γυρίζω τα μυαλά·
- του βάζω μυαλό, τον συνετίζω, τον σωφρονίζω: «αν δε του βάλεις μυαλό εσύ που σε υπολογίζει, τότε δε θα μπορέσει κανένας άλλος»·
- του γεμίζω το μυαλό, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το μυαλό να πάρει τη δουλειά και τώρα με σχωρνάει || εσύ φταις, που του γέμισες το μυαλό μ’ αυτές τις ιδέες και κάθεται όλη τη μέρα και τεμπελιάζει»·
- του γυρίζω τα μυαλά ή του γυρίζω το μυαλό, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι σχεδίαζε, ιδίως έπειτα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «ήταν έτοιμος να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά μπόρεσα και του γύρισα τα μυαλά και τους άφησε στα κρύα του λουτρού». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς)· βλ. και φρ. του γυρίζω το νου, λ. νους·
- του ’κανα το μυαλό κουρκούτι, ε την ακατάσχετη φλυαρία μου, με την πολυλογία μου, τον έκανα να χάσει την πνευματική του διαύγεια: «τον είχα δυο ώρες συνέχεια στο μπλαμπλά και του ’κανα το μυαλό κουρκούτι»·
- του λείπει το μυαλό, δεν έχει μυαλό, είναι κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην παίρνεις στα σοβαρά τα καμώματά του, γιατί του λείπει το μυαλό του φουκαρά»·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, α. τον κάνω να με ερωτευτεί παράφορα, τον ξελογιάζω, τον ξεμυαλίζω: «αυτή η παρδαλή του πήρε τα μυαλά και διέλυσε την οικογένεια του». (Λαϊκό τραγούδι: βρε αλάνη, μη γυρεύεις να με βάλεις σε μπελά, να ’χεις κι άλλες γιαβουκλούδες να σου παίρνουν τα μυαλά). β. τον απασχολώ διαρκώς και τον κάνω να αλλάξει συμπεριφορά: «του πήρε τα μυαλά η νέα δουλειά που ανέλαβε κι έχει εξαφανιστεί απ’ τα γνωστά μας στέκια». γ. τον εκνευρίζω, του χαλώ την ησυχία: «αν είναι να μου πάρεις το μυαλό με τις φωνές σου, να στο κάνω το χατίρι να ησυχάσω!»·
- του πιπιλίζω το μυαλό, του επαναλαμβάνω επίμονα κάτι για να προχωρήσει σε κάποια ενέργεια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, του πιπιλίζω το μυαλό να κάνουμε μαζί μια δουλειά || πηγαίνω κάθε μέρα στο γραφείο του και του πιπιλίζω το μυαλό ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε σε κάποιον φίλο μου»·
- του σηκώνω τα μυαλά ή του σηκώνω το μυαλό, βλ. συνηθέστ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- του ’στριψε το μυαλό, τρελάθηκε, παραφρόνησε: «περνούσε τέτοιες δυσκολίες, που του ’στριψε το μυαλό, γιατί δεν μπορούσε να βρει διέξοδο». (Λαϊκό τραγούδι: φοβούμαι μήπως τηνε πάθω για καλά κι απ’ την αγάπη μου μού στρίψουν τα μυαλά
- του τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τον σκότωσε πυροβολώντας τον στο κεφάλι: «ένα βράδυ τον παραφύλαξε σ’ ένα στενό και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα»·
- του φουσκώνω τα μυαλά ή του φουσκώνω το μυαλό, τον κάνω να πιστεύει πράγματα που είναι εκτός πραγματικότητας: «του φούσκωσε τα μυαλά και νομίζει πως μπορεί με πενταροδεκάρες να στήσει ολόκληρη επιχείρηση»· βλ. και φρ. του ξεσηκώνω τα μυαλά·
- τρέχει αλλού το μυαλό μου ή τρέχει το μυαλό μου αλλού, σκέφτομαι πράγματα που δεν έχουν σχέση με αυτά που κουβεντιάζονται μπροστά μου κάποια συγκεκριμένη στιγμή ή που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα: «δεν καταλαβαίνω τίποτα, παιδιά, απ’ ό,τι λέτε, γιατί εμένα τρέχει αλλού το μυαλό μου»· 
- τροχίζω το μυαλό μου, βλ. συνηθέστ. ακονίζω το μυαλό μου·
- τυπώνω στο μυαλό μου (κάποιον ή κάτι), συγκρατώ στη μνήμη μου, εντυπώνω στη μνήμη μου κάποιον ή κάτι: «όταν δω κάποιον μια φορά, δεν τον ξεχνώ, γιατί τον τυπώνω στο μυαλό μου || μια φορά είδα εκείνον τον πίνακα και τον τύπωσα στο μυαλό μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- φέρνω στο μυαλό μου, α. ενθυμούμαι: «δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του || δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τι ακριβώς μου είπε αυτός ο άνθρωπος». β. αναλογίζομαι, αναπολώ: «πάντα φέρνω στο μυαλό μου τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί»·
- φράκαρε το μυαλό μου ή φρακάρισε το μυαλό μου, βλ. φρ. μπλόκαρε το μυαλό μου·
- φτωχό είναι το μυαλό σου, βλ. λ. φτωχός·
- φύρανε το μυαλό του, αποβλακώθηκε, ιδίως λόγω γήρατος, ξεκούτιανε, ξεμωράθηκε: «έχει πάει εκατό χρονών ο άνθρωπος κι εσύ απορείς γιατί φύρανε το μυαλό του;»·
- χάνω τα μυαλά μου ή χάνω το μυαλό μου, α. σαστίζω, τα χάνω από τη μεγάλη έκπληξη που νιώθω: «έχασα τα μυαλά μου, μόλις τον είδα με την καινούρια αυτοκινητάρα του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό και αποφάσισα να γίν’ αριστοκράτης· κάθε μικρή που θα με δει θα χάνει τα μυαλά της). β. χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, έχασε ο καημένος το μυαλό του και δεν ξέρει τι κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα σε βλέπω κι έρχεσαι απ’ τη γωνιά του δρόμου και σχίζεται η καρδούλα μου και χάνω το μυαλό μου
- χαράζω στο μυαλό μου, βλ. φρ. χαράζω στη μνήμη μου, λ. μνήμη· 
- χύθηκαν τα μυαλά του, τραυματίστηκε θανατηφόρα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι: «έπεσε ολόκληρο καντρόνι στο κεφάλι του και χύθηκαν τα μυαλά του». Όταν πρόκειται για θανατηφόρο τροχαίο, ακούγεται συχνά η φρ. χύθηκαν τα μυαλά του στην άσφαλτο·
- ως εκεί πάει το μυαλό του, βλ. φρ. ως εκεί φτάνει το μυαλό του·
- ως εκεί φτάνει το μυαλό του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει ευρεία αντίληψη, είναι κοντόφθαλμο: «δεν μπορεί να καταλάβει πως χωρίς νέα τεχνολογία δεν μπορεί να μπει στη μάχη του ανταγωνισμού, αλλά βλέπεις, ως εκεί φτάνει το μυαλό του».

μυλωνάς

μυλωνάς, ο, θηλ. μυλωνού, η, ουσ. [<μσν. μύλων (= μύλος) + κατάλ. -άς], ο μυλωνάς·
- (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιος θέλει να φανεί ανώτερος από αυτό που πραγματικά είναι: «ένας ασήμαντος κλητήρας στο υπουργείο είναι και περνιέται για υπουργός. -Κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες»·
- θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία.

μυρμήγκι

μυρμήγκι κ. μερμήγκι, το, ουσ. [<μτγν. μυρμήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μύρμηξ], το μυρμήγκι. 1. άνθρωπος χωρίς την παραμικρή κοινωνική, οικονομική ή σωματική δύναμη και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «με τι φόντα αυτό το μυρμήγκι πήγε να τα βάλει με τον τάδε, που είναι μεγιστάνας του πλούτου;». 2. (ιδίως για ζώντες οργανισμούς) χαρακτηρίζει το πολύ μικρόμέγεθος. (Τραγούδι: μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, το μεγαλύτερο ανάκτορο μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι). 3. στον πλ. τα μυρμήγκια, μεγάλο πλήθος κόσμου: «όταν ο καιρός είναι καλός, σαν τα μυρμήγκια ο κόσμος ξεχύνεται στην παραλία». Υποκορ. μυρμηγκάκι και μερμηγκάκι, το. Μεγεθ. μύρμηγκας και μέρμηγκας, ο. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι, ξίγκι, λέγεται για τους τσιγκούνηδες, για τους φιλάργυρους που προσπαθούν να αποκομίσουν κέρδος και από τις πιο μικρές ευκαιρίες: «είναι ο μεγαλύτερος φιλάργυρος του κόσμου γιατί, αυτός που βλέπεις, βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι από κουνούπι ξίγκι»·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, είναι τόσο καλοκάγαθος, τόσο πονετικός, τόσο πονόψυχος, που δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό κακό σε κανέναν: «αποκλείεται να σε κάνει κακό αυτός ο άνθρωπος, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι»·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, (για χώρους) δεν πηγαίνει απολύτως κανένας: «έκανε ένα σωρό έξοδα για ν’ ανοίξει αυτό το μαγαζί, αλλά δεν πατάει ούτε μυρμήγκι»· βλ. και φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δουλεύει σαν μυρμήγκι ή δουλεύει σαν το μυρμήγκι, εργάζεται σκληρά, εντατικά και υπομονετικά: «από μικρό παιδί δουλεύει σαν το μυρμήγκι, γι’ αυτό πρόκοψε στη ζωή του». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι. Για συνών. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, λέγεται ειρωνικά για εκείνους που, ενώ είναι πολύ αδύνατοι κι ανήμποροι, παριστάνουν το θυμωμένο, το γενναίο επιδιώκοντας να φοβίσουν τους άλλους: «άντε βρε, που θα φοβηθώ αυτό τ’ ανθρωπάκι επειδή έβαλε τις φωνές! Δεν το βλέπεις; Έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι»· 
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, είναι πολύ υπομονετικός προκειμένου να πετύχει κάτι: «ό,τι και να βάλει στο μυαλό του αργά ή γρήγορα το πετυχαίνει, γιατί έχει υπομονή μυρμηγκιού»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το μυρμήγκι, (απειλητικά) θα σε συντρίψω: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα σε πατήσω σαν μυρμήγκι»·
- και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, ο καθένας, με τα δικά του κριτήρια, θεωρεί πως είναι πολύ πιο ικανός από ό,τι πραγματικά είναι: «μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του πως είναι πιο άξιος απ’ όλους μας, μην ξεχνάς όμως πως, και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει»·  
- και το μυρμήγκι έχει το βάρος του, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους σε φτασμένος και παρακατιανούς γιατί απ’ τον πατέρα μου έμαθα πως, και το μυρμήγκι έχει το βάρος του». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / κάθε τρίχα με τον ίσκιο της·
- μαζεύει σαν μυρμήγκι ή μαζεύει σαν το μυρμήγκι, αποθησαυρίζει συστηματικά και υπομονετικά: «όταν οι άλλοι σκορπούσαν τα λεφτά τους, αυτός τα μάζευε σαν το μυρμήγκι και σήμερα είναι μεγάλος και τρανός». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, καθιστά ανόητο ο Θεός αυτόν που θέλει να καταστρέψει και τον βάζει να καταπιαστεί με πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του: «μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα μ’ αυτή την επιτυχία σου γιατί, όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, κατάλαβες;»·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! προειδοποιητική, απειλητική ή έκφραση αγανάκτησης από αποφασισμένο άτομο για δυναμική αναμέτρηση με άτομο το οποίο είναι κατά πολύ ισχυρότερό του με την έννοια, η αγανάκτησή μου με κάνει θηρίο: «αρκετά ανέχτηκα μέχρι τώρα τις προσβολές σου κι από δω και πέρα πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι!». Από την εντύπωση που μας κάνει ένα μυρμήγκι, όταν το βλέπουμε να κουβαλάει κάτι που είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το ίδιο·
- τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι, είμαι κατά πολύ ανώτερος ή ισχυρότερός του, δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «πώς να τα βάλω μ’ αυτόν τον τύπο, αφού τον βλέπω σαν το μυρμήγκι». Από το ότι το μυρμήγκι είναι πολύ μικρό σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα·
- τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «μόλις τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα·
- τον πάτησε (κάτω) σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «τον άρπαξε στα χέρια του και τον πάτησε κάτω σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του.

μύτη

μύτη, η, ουσ. [<μσν. μύτη <μύτις], η μύτη· η άκρη οποιουδήποτε πράγματος που  καταλήγει σε αιχμή: «στη μύτη του ακρωτηρίου υπήρχε ένας φάρος || λέρωσα τις μύτες των παπουτσιών μου || στράβωσε η μύτη του μαχαιριού || τσιμπήθηκα με τη μύτη της καρφίτσας». Υποκορ. μυτίτσα κ. μυτούλα, η κ. μυτάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μύταρος κ. μύτος, ο κ. μυτάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 102 φρ.)·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πιάσει τη μύτη κάποιου για να μας αποδείξει πως δεν τον φοβάται: «αφού λες πως δεν τον φοβάσαι, όταν θα ’ρθει αν μπορείς πιάσ’ του τη μύτη». Από το ότι, το άτομο που του πιάνει κανείς τη μύτη, αντιδρά βίαια·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. φρ. αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη· βλ. και λ. χαλκάς·
- αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη, λέγεται εν είδει στοιχήματος με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «εγώ λέω πως θα σε βοηθήσει κι αν δε σε βοηθήσει, να μου τρυπήσεις τη μύτη || αν σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, να μου τρυπήσεις τη μύτη». Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακολουθεί το εμένα ή το τότε εμένα και σχεδόν πάντα συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να πιέζει από πλάγια τη μύτη σαν να επιδιώκει να την τρυπήσει. Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη·
- άνοιξε η μύτη μου, άρχισε να τρέχει αίμα μετά από χτύπημα που δέχτηκα: «μου ’δωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο κι άνοιξε η μύτη μου»·
- απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, είναι πολύ εκνευρισμένος, πολύ εξοργισμένος: «μην του πεις κουβέντα, γιατί απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει»·
- βαδίζω στις μύτες, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- βαδίζω στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μύτη του·
- βουλώνω τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ τη μύτη μου·
- βούλωσε η μύτη μου, κρυολόγησα, συναχώθηκα: «βγήκα μέσα στο κρύο ντυμένος ελαφρά και βούλωσε η μύτη μου»·
- δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, α. έχει μεγάλη μυωπία: «του έδειχνα πέρα στο πέλαγος το γιοτ που ερχόταν, αλλά δεν ήξερα ότι αυτός δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του!». β. δεν έχει διορατικότητα, δεν μπορεί να δει ή να υπολογίσει μακροπρόθεσμα, είναι κοντόφθαλμος: «επειδή αυτός ο άνθρωπος δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, με τον τρόπο που έστησε τη δουλειά του, θα αποτύχει μέσα σε λίγο καιρό». γ. είναι συντηρητικός, στενόμυαλος, προσκολλημένος στις παλιές συνήθειές του, είναι αρνητικός στους νεωτερισμούς: «περίμενες κι εσύ από άνθρωπο που δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του να καταλάβει τα σύγχρονα προβλήματα της νεολαίας;»·
- δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου, α. είναι πολύ σκοτεινά και δε βλέπω καθόλου: «μόλις έγινε διακοπή ρεύματος, δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου μέσα στο δωμάτιό μου». β. είμαι πολύ μεθυσμένος: «αν πιω κάνα ποτήρι παραπάνω, δε βλέπω ούτε τη μύτη μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τη σούρα μου τη μύτη μου δε βλέπω,μα γλεντάω δίχως να παρεκτραπώ και γι’ αυτό ελέγχους δε σου επιτρέπω σ’ ό,τι πιω, σ’ ό,τι χορέψω σ’ ό,τι πω)· 
- δε λύθηκε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε μάτωσε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε με γελά η μύτη μου! είμαι σίγουρος πως μυρίζω αυτό που ανέφερα: «εδώ και ώρα μυρίζει βενζίνα, δε με γελά η μύτη μου! || μαγειρεύεις στιφάδο, δε με γελά η μύτη μου!»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί διαβάζω κάτι επείγοντα συμβόλαια και δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν άνοιξε μύτη, η συμπλοκή υπήρξε εντελώς αναίμακτη: «οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, αλλά ευτυχώς μπήκαν στη μέση άλλοι ψυχραιμότεροι και δεν άνοιξε μύτη». Συνών. δεν άνοιξε ρουθούνι·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου, α. λέγεται στην περίπτωση που επικρατεί κάπου αφόρητη δυσοσμία: «είναι τόσο βρόμικη οικογένεια, που όταν πας στο σπίτι τους, είναι για να κρατάς τη μύτη σου». β. λέγεται και στην περίπτωση που θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως μεγάλο απατεώνα, ως μεγάλη λέρα: «δεν κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι για να κρατάς τη μύτη σου»·
- είναι (για) να πιάνεις τη μύτη σου, βλ. φρ. είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου·
- είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι, επιστροφή κακού χαρακτηρισμού σε κάποιον με επιθετική διάθεση: «είσαι μαλάκας. -Είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι»· βλ. και φρ. είσαι και φαίνεσαι, λ. φαίνομαι·
- έκλεισε η μύτη μου, είμαι συναχωμένος, συναχώθηκα: «κάθισα ανάμεσα στα ρεύματα κι έκλεισε η μύτη μου»·
- έπεσε η μύτη του ή του ’πεσε η μύτη, έχασε την έπαρση που είχε, ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μας έκανε το λεφτά κι όταν μαθεύτηκε τι φτωχοπεινάλας είναι, έπεσε η μύτη του»·
- έρχομαι μύτη με μύτη (με κάποιον), διαπληκτίζομαι έντονα με κάποιον, είμαι έτοιμος να πιαστώ στα χέρια με κάποιον: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος, χωρίς να το καταλάβουμε, ήρθαμε μύτη με μύτη κι αν δεν υπήρχαν οι πιο ψύχραιμοι της παρέας, θα πλακωνόμασταν στο ξύλο». Από την εικόνα δυο ατόμων που, καθώς διαπληκτίζονται, φέρνει ο ένας πολύ κοντά το πρόσωπό του στο πρόσωπο του άλλου, θέλοντας να δείξει πως δε φοβάται μια δυναμική αναμέτρηση· βλ. και φρ. πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον)·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η μούρη του χώμα, λ. μούρη·
- έχει γερή μύτη, α. έχει δυνατή όσφρηση: «μπορεί να ξεχωρίσει όλες τις μυρουδιές, γιατί έχει γερή μύτη» β. έχει μεγάλη διαίσθηση: «πάντα καταλαβαίνει τι πρόκειται να γίνει, γιατί έχει γερή μύτη»·
- έχει δυνατή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει καλή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχει μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μύτη σαν μελιτζάνα, βλ. λ. μελιτζάνα·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. συνηθέστ. χώνει παντού τη μύτη του·
- έχει ψηλά τη  μύτη, είναι ψηλομύτης, είναι ακατάδεχτος, περνιέται για μεγάλος: «δεν καταδέχεταινα μιλήσει σε κανέναν, γιατί έχει ψηλά τη μύτη»·
- έχει ψηλή μύτη, το υπονοούμενο στην περίπτωση αυτή είναι πως, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλο πέος, γιατί αυτή η εντύπωση επικρατεί στο πλατύ κοινό. Ιδίως, η μεγάλη μύτη, ταυτίζεται συνήθως με τους Ποντίους, από όπου και η έκφραση την έχει ποντιακή (ενν. την πούτσα, την ψωλή), δηλαδή έχει μεγάλο πέος· βλ. και φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχω μύτη εγώ! επαινετική ή θαυμαστική έκφραση για το άτομό μας τη στιγμή που επαληθεύεται κάποια διαίσθησή μας. Συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με το δείκτη του χεριού να χτυπάει αλλεπάλληλες φορές με την άκρη του πάνω στο ρουθούνι μας·
- η μύτη του κοιτά το ταβάνι, είναι ακατάδεκτος, υπερόπτης: «έπιασε κι αυτός κάτι λεφτουδάκια κι από τότε η μύτη του κοιτά το ταβάνι»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, είναι ψωροπερήφανος: «αν μάθει πως είσαι φτωχός, δε θα σε κάνει παρέα, γιατί, η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, μια και πιστεύει πως κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. φρ. η μύτη του να πέσει δε σκύβει να τη σηκώσει·
- η μύτη του φτάνει στον ουρανό, είναι υπερβολικά ακατάδεκτος, υπερβολικά υπερόπτης: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, η μύτη του φτάνει στον ουρανό και δεν καταδέχεται να μας πει ούτε καλημέρα»·
- ήρθα μύτη με μύτη (με κάποιον), α. συναντήθηκα απρόσμενα, ξαφνικά, πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «όπως έστριψα απ’ τη γωνία, ήρθα μύτη με μύτη με τον τάδε». β. ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον έτοιμος να μαλώσω μαζί του: «μου πέταξε ένα υπονοούμενο κι ήρθα μύτη με μύτη μαζί του, κι αν δεν έμπαιναν οι άλλοι στη μέση, θα γινόμασταν μπίλιες». Από την εικόνα δυο ατόμων που, λίγο πριν μαλώσουν μεταξύ τους, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια ή ύβρεις, πλησιάζοντας απειλητικά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου για να δείξουν πως δε φοβούνται·
- και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- καθαρίζω τη μύτη μου, βγάζω τις βλέννες από τη μύτη μου, φυσώντας πότε το ένα μου ρουθούνι και πότε το άλλο ή και τα δυο ταυτόχρονα μέσα στο μαντίλι μου: «δεν έχω συνηθίσει να καθαρίζω τη μύτη μου μπροστά σε κόσμο». Ένας άλλος αγενής τρόπος καθαρίσματος της μύτης γίνεται με τον αντίχειρα ή το δείκτη του χεριού μας, που εισχωρεί βαθιά μέσα στα ρουθούνια μας και αποδίδεται ειρωνικά με τη φρ. κάνω ανασκαφές, βλ. λ. ανασκαφή· βλ. και φρ. φυσώ τη μύτη μου·
- κάνει μύτη, α. (για ρούχα) κρεμάει σε κάποιο σημείο: «ο ποδόγυρος θέλει λίγο μάζεμα στο πίσω μέρος, γιατί κάνει μύτη». β. (για στεριά) λέγεται για προεξοχή που εισχωρεί στη θάλασσα: «στ’ ανατολικά του κόλπου της Θεσσαλονίκης η στεριά κάνει μύτη δημιουργώντας έτσι το ακρωτήριο Καραμπουρνάκι»·
- κατέβασε τη μύτη του, βλ. συνηθέστ. έπεσε η μύτη του·
- κάτω απ’ τη μύτη μου, λέγεται για κάτι που γίνεται εντελώς μπροστά μου: «προσπαθούσε, ο αλήτης, να βάλει χέρι στην αδερφή μου κάτω απ’ τη μύτη μου || έβαλε χέρι στο ταμείο κάτω απ’ τη μύτη μου κι όμως δεν τον πήρα μυρουδιά»·
- κλείνει τη μύτη και βουτάει, ενεργεί παράτολμα, απερίσκεπτα: «δεν έχει ποτέ φοβηθεί τίποτα στη ζωή του κι όταν το φέρει η στιγμή, κλείνει τη μύτη και βουτάει». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν πέφτει από ύψος στο νερό (θάλασσα, λίμνη, ποταμός) κλείνει με τα δάχτυλά τη μύτη του για να μην μπει στα ρουθούνια του νερό, γιατί, όταν συμβεί αυτό, είναι οδυνηρό·
- κρατώ τη μύτη μου, κλείνω τα ρουθούνια μου με την παλάμη μου ή τα πιέζω με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού μου για να αποφύγω κάποια δυσάρεστη μυρουδιά: «κάθε φορά που έρχεται τ’ αυτοκίνητο ν’ αδειάσει το βόθρο του εξοχικού μου, κρατώ τη μύτη μου»·
- λύθηκε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μάτωσε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μεγαλώνει η μύτη σου, λες ψέματα: «αποκλείεται να σε πιστέψω, γιατί μεγαλώνει η μύτη σου». Αναφορά στον Πινόκιο·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μιλάει με τη μύτη, λόγω παθολογικών συνήθως αιτιών μιλάει με βουλωμένη τη μύτη του, μιλάει ένρινα: «έχει κρεατάκια ο άνθρωπος, γι’ αυτό μιλάει με τη μύτη»·
- μου βγήκε απ’ τη μύτη, α. (για φαγητά) δεν πρόλαβα να το ευχαριστηθώ, γιατί με διέκοψαν στη μέση ή, αμέσως μόλις το έφαγα, συνέβη κάτι που με στενοχώρησε: «έφαγα τόσο ωραίο φαγητό, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη γιατί, μετά το γεύμα υποχρεώθηκα να ξεφορτώσω ολόκληρο φορτηγό». β. μικρή ευχαρίστηση, όφελος ή κέρδος το πλήρωσα με πολλαπλάσια ζημία ή κόπο: «πήγαμε το βράδυ στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί πληρώσαμε τον κούκο αηδόνι || κέρδισα πέντε φράγκα απ’ αυτή τη δουλειά, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί σκοτώθηκα μέχρι να την τελειώσω»·
- μου μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- μου μπαίνει στη μύτη, είναι ενοχλητικός ή ενεργεί προκλητικά εναντίον μου: «να του πεις να μη μου μπαίνει άλλο στη μύτη, γιατί, αν αγριέψω, μαύρο φίδι που τον έφαγε». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι ειν’ κορίτσι από σπίτι). Από την εικόνα του ατόμου που, όταν μπει ξαφνικά κάτι μέσα στη μύτη του, έντομο ή άλλη μικρή ακαθαρσία, αντιδρά έντονα· βλ. και φρ. μου μπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου παραμπαίνει στη μύτη, επιτείνει την αμέσως παραπάνω φράση: «να πεις του φίλου σου να μη μου παραμπαίνει στη μύτη, γιατί θα χάσω την υπομονή μου και θα τον σαπίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: πώς να τη βγάλω, ρε γυναίκ’, από το σπίτι γιατί μου έχει παραμπεί πολύ στη μύτη)· βλ. και φρ. μου παραμπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου ’σπασε τη μύτη, α. μου προκάλεσε ρινορραγία από χτύπημα που μου κατάφερε στη μύτη και, κατ’ επέκταση, με έδειρε, με νίκησε: «πέταξε μια πέτρα από μακριά και μου ’σπασε τη μύτη || του ’βρισα πάνω στο θυμό μου τη μάνα του κι αυτός έπεσε αγριεμένος απάνω μου και μου ’σπασε τη μύτη». β. (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) την αισθάνθηκα έντονα: «τηγάνιζε η γυναίκα μου κεφτεδάκια στην κουζίνα και μου ’σπασε τη μύτη (η μυρουδιά) || είχε πασαλειφτεί τόσο πολύ με άρωμα, που μου ’σπασε τη μύτη»·
- μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, έγινε αιτία, ώστε κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισα να το πληρώσω με πολλαπλάσια ζημία: «με πήγε στα μπουζούκια να με κεράσει, αλλά έγινε αιτία να πλακωθώ στο ξύλο μ’ έναν απ’ το διπλανό τραπέζι κι έτσι, το ουίσκι που με κέρασε, μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη»·
- μου τρύπησε τη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων), βλ. φρ. μου ’σπασε τη μύτη·
- μου χτύπησε άσχημα στη μύτη, αισθάνθηκα, μύρισα μια άσχημη μυρουδιά: «άδειαζαν το βόθρο του σπιτιού τους, γι’ αυτό μου χτύπησε άσχημα στη μύτη»·
- μου χτύπησε στη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) μου μύρισε: «μόλις μπήκα στο σπίτι, μου χτύπησε στη μύτη η φασουλάδα που μαγείρευε η μάνα μου»·
- μπουκώνει τη μύτη του, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι χρήστης κοκαΐνης: «είναι παιδί από οικογένεια, κι όμως, μπουκώνει τη μύτη του»·
- μπούκωσε η μύτη μου, συναχώθηκα: «δεν ντύθηκα καλά το πρωί που έφυγα για τη δουλειά και μπούκωσε η μύτη μου»·
- μπροστά απ’ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κάτω απ’ τη μύτη μου·
- μύτη με μύτη, αντικριστά με την αιχμηρή τους άκρη: «κρέμασε στον τοίχο τα σπαθιά μύτη με μύτη»·
- όλα τα γουρούνια, μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- πατώ στις μύτες, περπατώ πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο για να μη γίνω αντιληπτός: «κάθε φορά που γυρίζω αργά στο σπίτι, πατώ στις μύτες για να μη με πάρει μυρουδιά ο πατέρας μου»·
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- πέφτουν μύτες, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις έξω, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν μύτες». Συνών. πέφτουν αφτιά·
- πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον), έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον σε τυχαία συνάντηση: «όπως έστριβα τη γωνιά, έπεσα μύτη με μύτη με κάποιον που είχα μήνες να τον δω»·
- πιάνω τη μύτη μου, βλ. φρ. κρατώ τη μύτη μου·
- πουδράρω τη μύτη μου, α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) εισπνέω, ρουφώ ναρκωτική σκόνη με τη μύτη, σνιφάρω: «κάποια στιγμή μπήκαμε με τον τάδε στην τουαλέτα για να πουδράρουμε τη μύτη μας». Από το σημάδι που αφήνει η ναρκωτική σκόνη, όταν έρχεται σε επαφή με τη μύτη, και που παρομοιάζεται με την πούδρα. β. (ειδικά για γυναίκα) μακιγιάρομαι: «στάθηκε για λίγο σ’ ένα καθρέφτη και διακριτικά πούδραρε τη μύτη της»·
- σηκώνω μύτη, αυθαδιάζω: «μόλις τον δεις να σηκώνει μύτη, βάλ’ τον στη θέση του»· βλ. και φρ. σηκώνω τη μύτη μου·
- σηκώνω τη μύτη (μου), επαίρομαι, γίνομαι αλαζονικός: «έχω μάθει να μη σηκώνω τη μύτη, γιατί η ζωή ρόδα είναι και γυρίζει και δεν ξέρει κανείς πώς έρχονται τα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρες αψηλά και σήκωσες τη μύτη· φαντάστηκες πως ήσουνα η ωραία Αφροδίτη)· βλ. και φρ. σηκώνω μύτη·
- σκάω μύτη, α. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι κάπου, ιδίως ύστερα από πολύ καιρό απουσίας: «κι εκεί που δεν ξέραμε πού ήταν, έσκασε ξαφνικά μύτη στο καφενείο». β. (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου για να μπω στο παιχνίδι: «σκάσε μύτη να δούμε πρώτα τι λεφτά έχεις, και μετά μπαίνεις στο παιχνίδι». Συνών. δείχνω φως·
- στάζει η μύτη μου, βλ. φρ. τρέχει η μύτη μου·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το περνώ χαλκά στη μύτη, βλ. λ. χαλκάς·
- το ’πιασα με τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. το μυρίστηκα, λ. μυρίζομαι·
- τον σέρνει απ’ τη μύτη, του έχει επιβληθεί απόλυτα και τον αναγκάζει να τον ακολουθεί όπου αυτός θέλει, ή τον αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός αποφασίζει: «είναι τόσο ερωτευμένος μαζί της, που τον σέρνει απ’ τη μύτη». Από την εικόνα του αρκουδιάρη, που σέρνει την αρκούδα του όπου αυτός θέλει μέσα στους δρόμους ή την αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός θέλει, οδηγώντας τη μ’ ένα σκοινί δεμένο στο χαλκά που της έχει περάσει στη μύτη. Πρβλ.: να φύγω και να κουνηθώ δε μ’ άφην’ απ’ το σπίτι κι ένα χαλκά από σίδερο μου πέρασε στη μύτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τραβάει απ’ τη μύτη, βλ. φρ. τον σέρνει απ’ τη μύτη. (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη,γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι
- τον τρώει η μύτη του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «δεν ξέρω τι επιδιώκει μ’ αυτά που κάνει, αλλά μου φαίνεται πως τον τρώει η μύτη του». Από το ότι από παλιά υπάρχει η λαϊκή δοξασία πως, όταν κανείς νιώθει κνισμό στη μύτη του, θα φάει ξύλο·
- τον φαγουρίζει η μύτη του, βλ. φρ. τον τρώει η μύτη του·
- του περνώ το χαλκά στη μύτη (ενν. και τον τραβώ), βλ. λ. χαλκάς·
- του ’σπασα τη μύτη, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοφόρτωσα, του άνοιξα τη μύτη από το ξύλο που του έδωσα: «επειδή δεν έπαψε στιγμή να με βρίζει, σηκώθηκα και του ’σπασα τη μύτη»·
- του το ’βγαλα απ’ τη μύτη, έγινα αιτία να πληρώσει με πολλαπλάσια ζημία κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισε από κάπου: «με πήγε στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά έκανα τόσο μεγάλο λογαριασμό που του το ’βγαλα απ’ τη μύτη»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τραβώ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. φυσώ τη μύτη μου·
- τρέχει η μύτη μου, έχω καταρροή, έχω συνάχι: «μόλις κρυώσω λιγάκι, τρέχει η μύτη μου»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, έχω έντονη καταρροή, η βλέννα μου τρέχει από τη μύτη μου είναι πολύ αραιή: «άρπαξα τέτοιο κρύωμα, που τρέχει η μύτη μου νερό»·
- τρίβω τη μύτη μου, βρίσκομαι σε αμηχανία: «όταν έφεραν μπροστά του αυτόν που τον είδε να βάζει χέρι στο ταμείο, άρχισε να τρίβει τη μύτη του»·
- φυσώ τη μύτη μου, την καθαρίζω φυσώντας δυνατά τα ρουθούνια μου για να παρασυρθούν στο μαντίλι μου οι βλέννες που υπάρχουν μέσα σε αυτή: «κάποια στιγμή αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά και φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι του». Ένας άλλος τρόπος φυσήματος της μύτης, που παρατηρείται συνήθως σε άξεστους ή λαϊκούς ανθρώπους, είναι το κλείσιμο του ενός ρουθουνιού με τον αντίχειρα, ελαφρό σκύψιμο μπροστά και δυνατό φύσημα του άλλου ρουθουνιού και αντιστρόφως, με αποτέλεσμα να πεταχτεί η βλέννα στη γη·
- χαμηλώνω τη μύτη ή χαμηλώνω τη μύτη μου, εγκαταλείπω την υπεροπτική, την αλαζονική μου στάση: «μόλις κατάλαβε πως η ευτυχία δεν είναι αιώνια και πως σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε, χαμήλωσε τη μύτη του κι έγινε πιο καταδεκτικός»·
- χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έχει μανία να χώνει παντού τη μύτη του». Συνών. χώνει παντού τη μούρη του / χώνει παντού την ουρά του·
- χώνει τη μύτη του (κάπου), επεμβαίνει αδιάκριτα κάπου: «η υπόθεση δε σ’ αφορά καθόλου, γι’ αυτό μη χώνεις τη μύτη σου»·
- ψήλωσε τη μύτη του, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη.

ναφθαλίνη

ναφθαλίνη, η, ουσ. [<γαλλ. naphtaline <ελλ. νάφθα <περσ. naft + κατάλ. -ίνη], η ναφθαλίνη·
- βάζω στη ναφθαλίνη, αποσύρω, παύω να υπολογίζω κάποιον ή να χρησιμοποιώ κάτι, γιατί είναι ή το θεωρώ παρωχημένο: «στο τελευταίο τους συνέδριο, οι μέτοχοι έβαλαν στη ναφθαλίνη το διευθυντή της επιχείρησης, γιατί δεν μπορούσε να πιάσει τον παλμό της εποχής || όλους τους παλιούς μου δίσκους τους έβαλα στη ναφθαλίνη, γιατί κυκλοφόρησαν εντελώς μοντέρνα τραγούδια». Από την εικόνα της νοικοκυράς που κλείνει στη ντουλάπα τα ρούχα της σεζόν που πέρασε, βάζοντας και ναφθαλίνη για να τα προφυλάξει από το σκώρο·
- βγάζω απ’ τη ναφθαλίνη, ανασύρω από την αφάνεια και υπολογίζω σε κάποιον ή χρησιμοποιώ κάτι που το είχα αχρηστέψει, γιατί θεωρώ πως βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα ή είναι της μόδας: «έβγαλαν απ’ τη ναφθαλίνη τον παλιό διευθυντή του οργανισμού, γιατί αυτός που είχαν αποδείχτηκε ανίκανος || απ’ τη στιγμή που ο κόσμος γύρισε πάλι στο παλιό τραγούδι, έβγαλα απ’ τη ναφθαλίνη όλους τους παλιούς μου δίσκους». Από την εικόνα της νοικοκυράς που βγάζει από την ντουλάπα τα ρούχα της σεζόν που έρχεται. Πρβλ.: χαμένοι στην αφάνεια και μες τη ναφθαλίνη μπράβο που τους ανέσυρες για να χαρούν και κείνοι (Λαϊκό τραγούδι)·
- μυρίζει ναφθαλίνη, το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι παλιάς, ξεπερασμένης εποχής, είναι παλιομοδίτης, παλιομοδίτικος: «πώς να νιώσει τα προβλήματα της νεολαίας αυτός ο άνθρωπος, απ’ τη στιγμή που μυρίζει ναφθαλίνη; || φορούσε ο φουκαράς ένα κοστούμι, που μύριζε ναφθαλίνη».

νερό

νερό κ. νιρό, το, ουσ. [<πρώιμο μσν. νερόν <μτγν. νηρόν <αρχ. επίθ. νεαρόν ὕδωρ (= φρέσκο νερό)], το νερό. 1. το νερό της βροχής, η βροχή: «τ’ απόγευμα έριξε τόσο νερό, που έπνιξε την πόλη». Πρβλ.: αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα. 2. η επανάληψη του ξεπλύματος ενός ρούχου μετά το πλύσιμό του με σαπούνι ή απορρυπαντικό: «επειδή το πουκάμισο ήταν πολύ λερωμένο το ’κανε δυο νερά». 3. το υγρό που μαζεύεται σε κάποιο σημείο του σώματος από παθολογικά αίτια: «η πληγή του άρχισε να μαζεύει νερό». 4. (για φαγητά) που περιέχουν πολύ περισσότερο νερό ή άλλο υγρό από το κανονικό, το νερομπούλι: «η φασουλάδα ήταν σκέτο νερό». 5α. στον πλ. τα νερά, κυματοειδείς αποχρώσεις σε μάρμαρο, κρύσταλλο ή ξύλο: «τα νερά του ξύλου ήταν εμφανέστατα || τα νερά του μάρμαρου σου έδιναν την εντύπωση πως σχημάτιζαν διάφορες μορφές». β. το αυλάκι που αφήνει πίσω του το σκάφος που πλέει: «κάθε τόσο βουτούσαν οι γλάροι μέσα στα νερά που άφηνε πίσω του το καράβι». γ. λέγεται για θάλασσα ή για τμήμα θάλασσας, ή για ποσότητα νερού ποταμού ή λίμνης: «το πρωί το καράβι μπήκε στα νερά της πατρίδας μας || τα νερά του Αιγαίου || τα νερά του ποταμού πλημμύρισαν τον κάμπο». Υποκορ. νεράκι κ, νιράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 119 φρ.)·
- άγνωστα νερά, περιοχές ή καταστάσεις που δε γνωρίζουμε, στις οποίες δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε ή να συμπεριφερθούμε: «δεν μπορούσα να συμπεριφερθώ με άνεση, γιατί βρισκόμουν σε άγνωστα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάμε πάμε μακριά, σ’ άλλους τόπους σ’ άγνωστα νερά). Από τη ναυτική ορολογία·
- αθάνατο νερό, βλ. λ. αθάνατος·
- ακόμη λέει το νερό μπου, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «δε βλέπει που ακόμη λέει το νερό μπου, θέλει να μου υποδείξει πώς θα επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητο!». Από το ότι το μπου παραπέμπει στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, οι ανοιξιάτικες βροχές είναι πολύ χρήσιμες στη γεωργία·  
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, παρέχω νερό σε μια περιοχή που βρίσκεται σε αρδευτικά κανάλια: «οι υπεύθυνοι άνοιξαν τα νερά για να ποτίσουν οι αγρότες τον κάμπο»·
- ανοίγω το νερό, ανοίγω τη βρύση ή το διακόπτη του δικτύου της ύδρευσης για να τρέξει το νερό: «τώρα που επιδιόρθωσα τη βλάβη, μπορείς ν’ ανοίξεις το νερό»·
- απότομα νερά, (για θάλασσες, ποταμούς, λίμνες) αυτά που βαθαίνουν απότομα και υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψει να πνιγεί κάποιος: «πρόσεχε εκείνο το σημείο, γιατί υπάρχουν απότομα νερά»· 
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, (στη γλώσσα της αργκό) μπλέκομαι σε δουλειές, καταστάσεις ή υποθέσεις που είναι πέρα από τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «από τον καιρό που άρχισε ν’ αρμενίζει σε βαθιά νερά, έχει ένα  σωρό προβλήματα»·
- αρμυρό νερό, το νερό της θάλασσας σε αντιδιαστολή με το νερό των ποταμών και των λιμνών που είναι γλυκό: «κατάπιε πολλούς λεβέντες τ’ αρμυρό νερό». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες το γιαλό, άντε, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό
- βάζω νερό στο κρασί μου, α. μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου: «αν δεν έβαζα νερό στο κρασί μου, θα είχαμε γίνει βίδες». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί του για να μετριάσει τη δύναμη του αλκοόλ. β. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «λέω να βάλω λίγο νερό στο κρασί μου για να μπορέσουμε να κλείσουμε τη συμφωνία»·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, α. τακτοποιώ με επιτυχία τις υποθέσεις μου: «τώρα που έβαλα το νερό στο αυλάκι, μπορώ να πάω κι εγώ διακοπές». β. δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επαγγελματική ή την οικονομική  μου αποκατάσταση: «τώρα που πήρα κι εγώ το πτυχίο του μηχανικού, έβαλα το νερό στ’ αυλάκι»·
- βγάζω νερό, αντλώ: «έφερα το κατάλληλο μηχάνημα για να βγάλω νερό στο χωράφι»·
- βγαίνω απ’ τα νερά μου, βρίσκομαι έξω από το γνωστό περιβάλλον μου και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα: «κάθε φορά που βγαίνω απ’ τα νερά μου, νιώθω σαν μηδενικό». Από την εικόνα του ψαριού που τινάζεται στη στεριά και σπαρταράει τρομαγμένο, ή από την εικόνα του πλοίου που χάνει τη ρότα του και πλέει χωρίς να ξέρει πού πάει·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, έχω κάποιο όφελος, κάποια ωφέλεια: «όλη μου τη ζωή δούλεψα σκληρά και μόνο τον τελευταίο καιρό βλέπω νερό στην αυλή μου || τώρα που βγήκε το κόμμα μας, θα δούμε νερό στην αυλή μας»·
- γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών σε αντιδιαστολή με το νερό της θάλασσας που είναι αρμυρό·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, βλ. λ. ιδέα·
- δεν παίρνει άλλο νερό, η δουλειά ή η υπόθεση δεν μπορεί να μεταβληθεί περαιτέρω προς όφελός μας: «ό,τι κάναμε, κάναμε, γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε, γιατί δεν παίρνει άλλο νερό η υπόθεση». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει τη δυνατότητα να βάλει περισσότερο νερό στο κρασί του, γιατί ήδη έχει βάλει αρκετό·
- έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τα νερά μου·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ένα νερό, ένα ποτήρι νερό: «σε παρακαλώ, μου δίνει ένα νερό;». (Δημοτικό τραγούδι: ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο να πιω
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι, βλ. λ. άγγελος·
- έρχομαι στα νερά του, βλ. συνηθέστ. πάω με τα νερά του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε λοιπόν, άντε, κυρά μου, να πεις στη μάνα σου τη μπλου, πες της να ’ρθει με τα νερά μου κι να μη ξηγιέται φλου, ω, μάμυ μπλου
- έσπασαν τα νερά της, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα του τοκετού ή άρχισε η διαδικασία του τοκετού: «την ώρα που την έβαζαν στο χειρουργείο, έσπασαν τα νερά της και η γέννα είχε ομαλή εξέλιξη»·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, οι προσπάθειές του, ο αγώνας του, για κάποιον λόγο δεν απέδωσε την τελευταία στιγμή τα αναμενόμενα οφέλη, ωφελήματα·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. φρ. έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. φρ. τρέχει νερό στις φλέβες του·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η δουλειά κάνει νερά, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά σηκώνει νερό, βλ. λ. δουλειά·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό ή η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, θα περάσει πολύς καιρός ακόμα για να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι: «φέτος μπήκε στο πανεπιστήμιο και θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα μέχρι να πάρει το πτυχίο του στο χέρι»·
- θα πούμε το νερό νεράκι, θα έχουμε σοβαρή έλλειψη νερού: «αν συνεχιστεί αυτή η ανομβρία, θα πούμε το νερό νεράκι»·
- θολώνω τα νερά, προκαλώ σύγχυση για να καλύψω κάποια πράξη ή ενέργειά μου, ιδίως παράνομη: «όταν θέλει να κάνει κάποια κομπίνα, είναι μάνα στο να θολώνει τα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, μα δε με ξεγελάς, στο λέω καθαρά).Από την εικόνα της σουπιάς, που, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, αφήνει πίσω της μελάνι για να ξεφύγει από το διώκτη της. Συνών. αμολάω μελάνι (β)·
- ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- κανόνι νερού, βλ. λ. κανόνι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω νερά, α. προσπαθώ να ενεργήσω ή ενεργώ διαφορετικά από ότι υποσχέθηκα, δεν κρατώ το λόγο μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα με βοηθήσει, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε νερά». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο γιατρός κάνει νερά, γιατί δεν έχει τυχερά, ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο). Από την εικόνα της βάρκας που κάνει νερά και δεν έχει καμιά σταθερότητα ή κινδυνεύει να βουλιάξει. β. δεν είμαι πιστός στην επίσημη ερωτική μου σχέση, στον επίσημο ερωτικό μου δεσμό ή στο γάμο μου, τσιλημπουρδίζω: «δεν υπάρχει σήμερα κανένας άντρας που να μην κάνει νερά στη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μου το ’παν στο φλιτζάνι, καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά, πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά). γ. (για μηχανήματα) παρουσιάζω προβλήματα στη λειτουργία μου, χρειάζομαι επισκευή ή είμαι για πέταμα: «τις τελευταίες μέρες μου κάνει νερά το αυτοκίνητο και πρέπει να το πάω στο μηχανικό»·
- κάνω νερό, έχω ευκοιλιότητα: «όταν είμαι κρυωμένος κάνω νερό κάθε φορά που ενεργούμαι»·
- κάνω το νερό μου, κατουρώ, αφοδεύω: «πρέπει να πάω στην τουαλέτα, γιατί θέλω να κάνω το νερό μου»·
- κόβω το νερό, διακόπτω την παροχή του: «λόγο των έργων που γίνονται στην τάδε περιοχή, ο Ο.Υ.Θ. έκοψε το νερό»·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, λέγεται γι’ αυτούς που δεν αμείβονται ικανοποιητικά από την εργασία που προσφέρουν σε κάποιον: «έτσι κορόιδο θα είναι μια ζωή, γιατί κουβαλάει κρασί και πίνει νερό»·
- κουβαλάει νερό με το κοφίνι, βλ. λ. κοφίνι·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- μάγκας του γλυκού νερού, βλ. λ. μάγκας·
- μάτι νερού, βλ. λ. νερομάνα·
- με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό, βλ. λ. κόσκινο·
- μέσ’ στο νερό, σιγουρότατα: «μπορεί να πουληθεί πεντακόσια ευρώ μέσ’ στο νερό || είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει κι ο τάδε; -Μέσ’ στο νερό»·
- μήπως έχει κάτι το νερό; ή μήπως έχει το νερό κάτι; α. λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κάποιο τόπο και που συχνά πυκνά επανερχόμαστε σε αυτόν: «μήπως έχει κάτι το νερό και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την πόλη;». Πρβλ.: Θεσσαλονίκη μου, αρχόντισσα μεγάλη, η πιο περήφανη πατρίδα του ντουνιά, Θεσσαλονίκη είσαι μάγισσα μεγάλη κι απ’ το νερό σου όποιος πιει δεν σε ξεχνά! (Λαϊκό τραγούδι). β. λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο τόπο, σε κάποια περιοχή, συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές ή που συμβαίνουν πολύ σπάνια: «μήπως έχει κάτι το νερό στη Μύκονο και όλοι ερωτεύονται με το πρώτο; || στην Κρήτη και η πιο μικρή προσβολή ξεπλένεται με αίμα. -Μήπως έχει το νερό κάτι;». Συνών. στο κρύο το νερό·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μου πάει νερό, α. έχω έντονη διάρροια: «κάθε φορά που κάθομαι σε ρεύμα, μέσα σε λίγη ώρα μου πάει νερό». Συνών. μου πάει ζουμί (α) / μου πάει τσίρλα (α). β. φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «μα και βέβαια μου πάει νερό να τα βάλω μ’ αυτόν το γίγαντα || κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει νερό». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, η δουλειά, η υπόθεση που με απασχολούσε, ύστερα από πολλούς κόπους και προσπάθειες μπήκε στο σωστό δρόμο και ακολουθεί τη φυσική της εξέλιξη: «είχα πολλά προβλήματα με την δουλειά, αλλά τώρα που μπήκε το νερό στ’ αυλάκι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος»·
- νερό κι αλάτι (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε), έκφραση που δηλώνει αποδοχή πρότασης για συμφιλίωση: «τι λες τώρα, θα δώσουμε τα χέρια να φιλιώσουμε; -Νερό κι αλάτι». Από το ότι το νερό λιώνει το αλάτι, εικόνα που επεκτείνεται στο λιώσιμο κάθε ψυχρότητας που χώριζε δυο άτομα·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, μόνο από τους πλούσιους μπορεί να περιμένει κανείς οφέλη: «ψάχνεις λεφτά για την εγχείρηση της γυναίκας σου, αλλά μην τα ζητάς από μας τα φτωχαδάκια και πάνε σε κάναν πλούσιο, γιατί όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- πάω με τα νερά του ή πηγαίνω με τα νερά του, δεν τον εναντιώνομαι, προσποιούμαι πως συμφωνώ μαζί του, συμφωνώ μαζί του ιδίως για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «κάθε φορά που θέλει να πάρει δανεικά από κάποιον, πάει με τα νερά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά // άφησε τα κορδελάκια, όμορφα να την περνάς· πήγαινε με τα νερά μου, βρε, και φιγούρες μη ζητάς
- πάω προς νερού μου, πηγαίνω για κατούρημα ή να αφοδεύσω: «λείπει ο τάδε, γιατί πήγε προς νερού του»·
- πέφτω στο νερό, κολυμπώ: «επειδή το πρωί έβγαλε αέρα, δεν έπεσα στο νερό»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, α. τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι απεριόριστα, γιατί έχω δεχτεί από αυτόν σπουδαία βοήθεια: «πίνω νερό στ’ όνομα του τάδε, γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ’μουν σήμερα φυλακή». β. τον αγαπώ υπερβολικά: «πίνει νερό στ’ όνομα της γυναίκας του»·
- πληρώνω το νερό, πληρώνω στην αρμόδια επιχείρηση το λογαριασμό για την κατανάλωση νερού που έχω κάνει: «ξέχασα να πληρώσω το νερό και φοβάμαι μήπως μου το κόψουν»·
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια γουλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, πελαγώνει, τα χάνει με το παραμικρό πρόβλημα ή με την παραμικρή δυσκολία και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «πρέπει να ’σαι συνέχεια δίπλα να τον συμβουλεύεις, γιατί πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Συνών. πνίγεται στα ρηχά·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, δίνω σε κάποιον επιχειρήματα να αντεπεξέλθει σε μια αντιπαράθεσή του με κάποιον: «αν δεν έριχνες εσύ νερό στο μύλο του, δε θα μπορούσε ν’ αντικρούσει αυτά που υποστήριζα»·
- σαν νερό, λέγεται για οτιδήποτε εξαντλείται πολύ γρήγορα, ιδίως χωρίς να το αντιληφθούμε: «τον άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία κι αυτός την ξόδεψε σαν νερό κάνοντας τη μεγάλη ζωή || πέρασε η ζωή μου σαν νερό». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό,μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- σαν τα κρύα νερά ή σαν τα κρύα τα νερά ή σαν το κρύο νερό ή σαν το κρύο το νερό, (ιδίως για γυναίκα) που είναι πολύ γοητευτική, πολύ όμορφη, πολύ ωραία: «γνώρισα μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά || είναι όμορφη η γκόμενα του τάδε; -Σαν τα κρύα τα νερά»·
- σηκώνει νερό, α. λέγεται για λόγο ή πράξη που προκαλεί αρνητική εντύπωση και επισύρει σοβαρές συνέπειες: «αυτό που είπες σηκώνει νερό και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί μου». β. λέγεται για λόγο ή πράξη που αμφισβητείται και πρέπει να δοθούν διευκρινίσεις: «αυτό που είπες, σηκώνει νερό και πρέπει εδώ και τώρα να μου δώσεις εξηγήσεις». Από την εικόνα πολλών φαγητών που, όταν χυλώσουν, μπορεί κανείς να τα αραιώσει με νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση, για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η υπόθεση»·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, όποιος είναι ολιγαρκής στο φαγητό του έχει πολύ καλή υγεία: «ποτέ δε φουσκώνει την κοιλιά του όταν τρώει, γιατί όπως του έλεγε και ο παππούς του, σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό»·
- στάζει νερό από πάνω μου, τρέχει πολύς ιδρώτας από το κορμί μου: «κάθε φορά που κουράζομαι πολύ, στάζει νερό από πάνω μου»·
- στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα·
- στεκάμενα νερά ή στεκούμενα νερά, τα λιμνάζοντα: «η τάδε περιοχή είναι προβληματική, γιατί υπάρχουν πολλά στεκούμενα νερά || τα στεκάμενα νερά είναι πηγή ασθενειών»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- στο κρύο το νερό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού οφείλεται ώστε στον τόπο, στην περιοχή που βρισκόμαστε, να συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν ή που συμβαίνουν σπάνια σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές: «πού οφείλεται και δε μαλώνετε μεταξύ σας σ’ αυτό το χωριό; -Στο κρύο το νερό || που οφείλεται και στο χωριό σας η κάθε οικογένεια έχει πάνω από τέσσερα παιδιά; -Στο κρύο το νερό || πού οφείλεται και με το παραμικρό μαλώνετε στο χωριό σας; -Στο κρύο το νερό». Συνών. μήπως έχει κάτι το νερό(;)·  
- τα θολά νερά, κατάσταση όπου επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «ποτέ μου δεν ενεργώ στα θολά νερά». (Λαϊκό τραγούδι: τη μελάνη σου αμολούσες πάντα πονηρά, σαν τυφλό με περπατούσες στα θολά νερά
- τα νερά του πλοίου, η γραμμή η οποία  χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας, η ίσαλος γραμμή, τα ίσαλα του πλοίου·
- τα νερά του χαρτιού, εσωτερικές ραβδώσεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να τις δει, να τις ξεχωρίσει: «τα νερά του χαρτιού μπορούν να τα ξεχωρίσουν μόνο πεπειραμένοι χαρτέμποροι και τυπογράφοι». Όταν σκίζεις με τα χέρια σου ένα χαρτί προς τη φορά που είναι τα νερά του, τότε σχίζεται πολύ εύκολα και ίσια, όταν όμως επιχειρήσεις να το σκίσεις με φορά κόντρα προς τα νερά του, τότε σκίζεται κάπως πιο δύσκολα και ποτέ ίσια·
- τα φέρνω ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- ταράζω τα νερά, α. κάνω αίσθηση, προκαλώ, προτείνω κάτι καινούργιο που ανατρέπει τη δεδομένη κατάσταση: «μόλις έριξε το τάδε προϊόν στην αγορά, τάραξε τα νερά και τώρα όλοι προσπαθούν να τον μιμηθούν || το καλό που σου θέλω μην ταράζεις τα νερά, είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι και δεν θ’ αλλάξουν τώρα συμπεριφορά». β. ανακινώ ζήτημα, επαναφέρω στην επικαιρότητα παλιά υπόθεση: «με την πρότασή του, τάραξε τα νερά γύρω απ’ το θέμα των ναρκωτικών». Από την εικόνα της ταραγμένης θάλασσας, της φουρτούνας που φέρνει στην επιφάνεια πράγματα που ήταν στο βυθό·
- ταράζω τα νερά (κάποιου), εμβάλλω ανησυχίες, υπόνοιες σε κάποιον, ιδίως ως προς την ειλικρίνεια των αισθημάτων του ατόμου που τον ενδιαφέρει ερωτικά: «κάπου κάπου ταράζω τα νερά για να με προσέχει περισσότερο, κι αυτό είναι παλιό γυναικείο κόλπο»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
- το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, με την επιμονή και την υπομονή, με τη συνεχή προσπάθεια, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ να φτάσεις στην επιτυχία, γιατί το ήσυχο νερό τρυπάει το βουνό». Συνών. κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη / στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι· 
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- το νερό που καίει, κάθε οινοπνευματώδες ποτό και ιδίως το ουίσκι ή τα διαφανή ποτά (βότκα, τζιν, τεκίλα), επειδή μοιάζουν με το νερό: «βάλε μου ένα από κείνο το νερό που καίει»·
- το νερό της λησμονιάς, βλ. λ. λησμονιά·
- το ξέρω νερό, βλ. φρ. το ξέρω νεράκι, λ. νεράκι·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- του γλυκού νερού, άπειρος, αδέξιος, ακατάρτιστος και, κατ’ επέκταση, επαγγελματίας χωρίς την πείρα του επαγγέλματος που ασκεί, ή άτομο που δεν έχει πείρα στη ζωή του, που δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό που απόκτησε πείρα ένεκα των πολλών δυσκολιών και ταλαιπωριών που παρουσιάζει το ναυτικό επάγγελμα·
- τραβώ νερό, αντλώ: «για να ποτίζω τα λουλούδια του κήπου μου, τραβώ νερό από ένα γειτονικό πηγάδι»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, βλ. λ. μύτη·
- τρέχει νερό στις φλέβες του, α. δε θυμώνει εύκολα, δεν είναι οξύθυμος, είναι πολύ μαλακός, πολύ πράος: «ό,τι και να τον κάνεις, δε θυμώνει, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του». β. κατ’ επέκταση, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δε μαλώνει με κανέναν, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του»·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. λ. ιδρώτας·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- φέρνω με τα νερά μου (κάποιον), βλ. φρ. φέρνω στα νερά μου (κάποιον)·
- φέρνω στα νερά μου (κάποιον), κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου, προσεταιρίζομαι κάποιον: «ήταν τόσο ανένδοτος, που είδα κι έπαθα να τον φέρω στα νερά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά μου να σε φέρω στα νερά μου)·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- χάνεται σε μια κουταλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνω τα νερά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τα νερά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πώς μ’ έμπλεξες, κυρά μου, πώς μ’ έμπλεξες, κυρά, να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά)·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη·
- ψαρεύει σε θολά νερά ή ψαρεύει στα θολά νερά, α. προσπαθεί να αποκομίσει διάφορα προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση στην οποία επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «είναι στο στοιχείο του όταν ψαρεύει σε θολά νερά, γιατί πάντα βγαίνει κερδισμένος». β. ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα, επικίνδυνα με επιδιωκόμενο σκοπό το προσωπικό κέρδος: «πότε έχει και πότε δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάθε τόσο ψαρεύει σε θολά νερά»·    
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.

νέφτι

νέφτι, το, ουσ. [<τουρκ. neft <περσ. naft], το νέφτι·
- νέφτι σου βάλανε; ερώτηση που απευθύνεται σε κάποιον που τρέχει, που προπορεύεται βιαστικά και δεν μπορούμε να τον προλάβουμε, ή που μιλάει πολύ γρήγορα: «πιο σιγά, ρε παιδάκι μου, νέφτι σου βάλανε και τρέχεις τόσο γρήγορα; || πάρ’ τα απ’ την αρχή πιο αργά, ρε παιδάκι μου, νέφτι σου βάλανε και μιλάς τόσο γρήγορα;»·
- του βάζω νέφτι (ενν. στον κώλο του), τον αναγκάζω να φύγει τρέχοντας: «μόλις είδε εκείνον τον αγριάνθρωπο να κινείται εναντίον του, όπου φύγει φύγει, λες και του ’βαλαν νέφτι».

νους

νους, ο, ουσ. [<αρχ. νοῦς], ο νους, το μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: βασίλισσα της Βενετιάς κι αν ήσουνα, πουλί μου, το νου μου δεν τον έπαιρνες από την κεφαλή μου). (Ακολουθούν 114 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. φρ. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- αλλάζω νου, βλ. συνηθέστ. αλλάζω μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου,γιατί, και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, κοπιάζει διπλά: «αφού δεν υπολόγισες καλά τις δουλειές σου, τρέχα τώρα να προλάβεις, γιατί άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος». Συνών. όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια·
- αυτό βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. φρ. αυτό βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- βάζω κάτι στο νου μου ή βάζω στο νου μου κάτι, βλ. φρ. βάζω κάτι στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι να ’ναι, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, λ. μυαλό·
- βάζω νου, βλ. φρ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω πολλά με το νου μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω στο νου μου (κάτι), σκοπεύω να κάνω κάτι ή υποθέτω κάτι: «έβαλα στο νου μου ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο || κάποια στιγμή έβαλα στο νου μου πως ήσουν εσύ αυτός που με κατηγόρησε»·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, υποψιάζομαι πως θα συμβεί κάτι κακό, κακομελετώ: «κάθε φορά που αργούν να επιστρέψουν τα παιδιά του στο σπίτι, αμέσως βάζει το κακό με το νου του». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου τι μου μαγειρεύει, τέτοια ώρα τι γυρεύει; Άντρα μου, μη μου γκρινιάζεις και κακό στο νου μη βάζεις
- βάζω το νου μου να δουλέψει, βλ. συνηθέστ. βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, λ. μυαλό·
- βάλ’ το (καλά) στο νου σου! βλ. φρ. βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! λ. μυαλό·
- βγάζω απ’ το νου μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το νου του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το νου του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μην έρθει στη δουλειά». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το νου μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) /  βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το νου σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «βγάλ’ το απ’ το νου σου πως θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το νου σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου·
- δε βγαίνει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δε σκοτίζει το νου του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται, αδιαφορεί για κάτι: «απ’ ό,τι ξέρω, δε σκοτίζει το νου του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ ευτυχής ο άνθρωπος π’ αγάπη δε γνωρίζει και για γυναίκες όμορφες το νου του δε σκοτίζει
- δε φεύγει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν κατεβάζει ο νους του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν ορίζω το νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, δεν μπορώ να σκεφτώ: «μόλις πιω τέσσερα πέντε ποτήρια, δεν ορίζω το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω κι απ’ την πολλή τη σούρα μου το νου μου δεν ορίζω
- δεν το βάζει ο νους μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει ο νους μου(!)·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν το χωράει ο νους μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει ο νους μου μετά από τέτοια αγάπη που είχαν να φτάσουν στο χωρισμό!»·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. φρ. εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λ. μυαλό·
- εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού, η δουλειά ή η υπόθεση χρειάζεται πολλή σκέψη, πολλή εξέταση, δεν πρέπει να την αντιμετωπίσουμε επιπόλαια: «δεν μπορώ να κάνω βιαστικές δουλειές, γιατί εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού»·
- έρχεται στο νου μου (κάτι), βλ. φρ. έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), λ. μυαλό·
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, α. εισαγωγική πρόταση σε κάποιον που θέλουμε να ζητήσουμε τη γνώμη του για κάτι: «εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, τι πρέπει να κάνω τώρα για να βγω απ’ αυτή τη δυσκολία;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για πες μας ή το για πες μου. Κατάλοιπο του αινίγματος εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει(;). β. λέγεται και ειρωνικά σε άτομο που κάνει διαρκώς τον έξυπνο, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα· βλ. και λ. κατεβάζω·
- έχασε το νου του, βλ. φρ. έχασε τα μυαλά του, λ. μυαλό·
- έχε το νου σου! πρόσεχε, φυλάξου(!): «έχε το νου σου στ’ αυτοκίνητο που έρχεται!». (Λαϊκό τραγούδι: κάποτε θα ’ρθουν γνωστικοί, λογάδες και γραμματικοί για να σε πείσουν. Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, θα σε πουλήσουν
- έχε το νου σου, πρόσεχε, ανάλαβε την ευθύνη: «έχε το νου σου στο παιδί όσο θα λείπω»·
- έχε το στο νου σου, μην το αμελήσεις, μην το ξεχάσεις: «έχε το στο νου σου να τακτοποιήσεις κι εκείνη την υπόθεση». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ε ή με το έτσι·
- έχει αλλού το νου του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο κεχρί ή έχει το νου του συνέχεια στο κεχρί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο τσιτσί ή έχει το νου του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψαχνό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψητό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψητό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό, λ. μυαλό.
- έχω κατά νου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να(…)·
- έχω στο νου μου, βλ. φρ. έχω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- έχω στο νου μου να…, προτίθεμαι, σκοπεύω, λογαριάζω να…: «φέτος το καλοκαίρι έχω στο νου μου να πάω διακοπές στα νησιά»·
- έχω το νου μου, προσέχω: «κάθε φορά που παίζω χαρτιά μαζί του, έχω το νου μου να μη με κλέβει»·
- έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. προσέχω, παρακολουθώ κάποιον ή κάτι: «θα καθίσω κοντά στο παράθυρο και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει ο τάδε || έχω το νου μου να σου δείξω, αν περάσει, ποιο αυτοκίνητο μου αρέσει». β. προσέχω, ενδιαφέρομαι να μη συμβεί κάτι κακό σε κάποιον ή σε κάτι: «πήγαινε εσύ στη δουλειά σου κι εγώ θα ’χω το νου μου στο παιδί || άσε σ’ αυτό το μέρος τ’ αυτοκίνητό σου και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει κανένας τροχονόμος»·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα μου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα σου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου φύγει ο νους, βλ. φρ. συνηθέστ. θα σου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα χάσεις το νου σου, βλ. συνηθέστ. θα χάσεις το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- θα χάσω το νου μου, βλ. συνηθέστ. θα χάσω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- κάνει με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κατά το νου και γνώση ή κατά το νου κι η γνώση, βλ. συνηθέστ. κοντά στο νου και γνώση·
- κατεβάζει ο νους του, είναι εύστροφος, επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί κατεβάζει ο νους του». (Λαϊκό τραγούδι: άσε το πείσμα κατά μέρος και το νάζι και τα κολπάκια που μου κάνεις τα πολλά, μ’ αυτές τις πονηριές που ο νους σου κατεβάζει,κατεργάρα, στο ’πα θα με βάλεις σε μπελά). Οι πιο παλιοί θα θυμούνται το: εσύ που ξέρεις τα πολλά, κι ο νους κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει; που λεγόταν με ειρωνική διάθεση υπό τύπου αινίγματος σε άτομο που έκανε τον πολύ έξυπνο. Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλωθογυρίζει στο νου μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), λ. μυαλό·
- κόβει ο νους του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κοντά στο νου και γνώση ή κοντά στο νου κι η γνώση, α. όταν κανείς χρησιμοποιεί το μυαλό του, τότε γίνεται φρόνιμος και προνοητικός, η εμπειρία αποκτιέται μόνο όταν υπάρχει γνώσηή συναίσθηση των πράξεων μας: «εγώ δεν τρέχω σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί κοντά στο νου κι η γνώση πως με το παραμικρό μπορεί να σκοτωθώ». β. το πράγμα είναι τόσο αυτονόητο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται άλλη κουβέντα ή ιδιαίτερη επεξήγηση: «κοντά στο νου και γνώση πως, αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί»·
- κρατώ στο νου μου, θυμάμαι: «κρατώ στο νου μου τις καλές στιγμές που πέρασα μαζί σου»·
- λέω με το νου μου, βλ. φρ. λέω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- με το νου του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το νου του νομίζει πως είναι μεγάλος και τρανός»·
- μου μπαίνει στο νου, κάνω τη σκέψη, σκέφτομαι επίμονα κάτι: «όταν μου μπει στο νου κάτι πρέπει να το πραγματοποιήσω, γιατί αλλιώς θα σκάσω»·
- μου ξεσήκωσε το νου, βλ. φρ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά, λ. μυαλό·
- μου πέρασε απ’ το νου, σκέφτηκα, συνήθως στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το νου να σου τηλεφωνήσω, αλλά ήρθε ο τάδε και ξεχάστηκα». (Λαϊκό τραγούδι: μη σου περάσει απ’ το νου πως σε ζηλεύω και πως μπορείς εσύ να μ’ έχεις για ρεζέρβα, απλώς σου κάνω θεωρία μη τυχόν παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις πως θα παρεξηγηθείς
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. φρ. μου πήρε το μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: νου και λογισμό μου παίρνεις βρε, τα ματόκλαδά σου γέρνεις // λούνα λουνέρο πλάνο φεγγάρι ένα όμορφο κορίτσι το νου μου ’χει πάρει (Τραγούδι)·
- μου ’ρχεται στο νου (κάτι), βλ. φρ. μου ’ρχεται στο μυαλό (κάτι), λ. μυαλό·
- μου σήκωσε το νου, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε το νου. (Λαϊκό τραγούδι: μωρή Ντουντού, μωρή Ντουντού, εσύ μου σήκωσες το νου
- μου ’φυγε ο νους, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το μυαλό, λ. μυαλό·
- να το βάλεις στο νου σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο νου πως άλλη φορά δε θα σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: γυναίκες, φίλους και λεφτά, όσα κι αν θέλεις κάνεις, μανούλα δεν θα ξαναβρείς, στο νου σου να το βάλεις). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο νου σου, βλ. φρ. έχε το στο νου σου·
- να ’χουμε και το νου μας ή να ’χουμε το νου μας, ας είμαστε επιφυλακτικοί, προσεκτικοί, ας προσέχουμε: «όταν γνωρίζουμε κάποιον καινούριο άνθρωπο, να ’χουμε το νου μας»·
- νου μου! το ξέρω, το θυμάμαι, το ’χω υπόψη μου. Έκφραση που λέγεται στο παιδικό παιχνίδι γιάντες (βλ. λ.)·
- ξεδίνει ο νους μου, βλ. φρ. ξεδίνει το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- ο κοινός νους, η δυνατότητα του μέσου ανθρώπου να σκέφτεται ορθά, η κοινή λογική: «ο κοινός νους λέει πως, όταν υπάρχει οικονομική κρίση, πρέπει να γίνονται περικοπές στα έξοδα»·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πάει στο κακό ή πάει στο κακό ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πετάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει στο κακό ή πετάει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του πετάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του ταξιδεύει,
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει στο κακό, λ. μυαλό·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- ό,τι βάλει ο νους σου! τα πάντα: «αυτό το σούπερ μάρκετ, έχει ό,τι βάλει ο νους σου! || εκεί που θα πάμε, μπορείς να κάνεις ό,τι βάλει ο νους σου!»·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. φρ. ό,τι βάλει ο νους σου(!)·
- πάει να μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. πάει να μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- πέρασε απ’ το νου μου, α. σκέφτηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου να πάω να τον βρω στο γραφείο του, αλλά το μετάνιωσα». β. φαντάστηκα, υποπτεύθηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου πως εσύ ήσουν αυτός που με κάρφωσε»·
- πετώ με το νου μου, ονειροπολώ, δεν προσέχω σε αυτό που γίνεται ή λέγεται μπροστά μου: «άλλη φορά να μην πετάς με το νου σου και να προσέχεις αυτά που σου λέω»·
- πού αρμενίζει ο νους σου; βλ. φρ. πού αρμενίζει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού βόσκει ο νους σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. φρ. πού έχεις το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού να βάλει ο νους μου! πώς να το σκεφτώ, πώς να το υπολογίσω: «μου είχε ορκιστεί πως δε θα ξανάπαιζε χαρτιά. Πού να βάλει ο νους μου πως τα βράδια που χωρίζαμε για τα σπίτια μας αυτός πήγαινε στη λέσχη!». (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα, σαν ήρθες, πως τη ζυγαριά από λίγες πίκρες θα την ξαλαφρώσεις, πού να βάλει ο νους μου ότι μια βραδιά και με προδοσία θα μου τη φορτώσεις)· 
- πού ταξιδεύει ο νους σου; βλ. φρ. πού ταξιδεύει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τον είχες το νου σου; βλ. φρ. πού το ’χες το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τρέχει ο νους σου; βλ. φρ. πού τρέχει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- σάλεψε ο νους του, βλ. φρ. σάλεψε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σβήνω απ’ το νου μου, διαγράφω από τη σκέψη μου: «ήταν τόσο κακιά γυναίκα που την έσβησα απ’ το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιο ποτάμι και ποια θάλασσα μεγάλη θα βρεθεί, να σε ξεπλύνει απ’ τη ντροπή; Να πνιγείς σε μια καινούρια παραζάλη και να σβήσεις απ’ το νου μου ένα πρωί!
- σκοτείνιασε ο νους του, βλ. συνηθέστ. σκοτείνιασε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σκοτίζω το νου μου, βλ. φρ. σκοτίζω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- στάθηκε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. στάθηκε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- σταμάτησε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τα βγάζει απ’ το νου του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις που σου λέει πως όλοι  τον εχθρεύονται, γιατί τα βγάζει απ’ το νου του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- ταξιδεύει ο νους του, βλ. φρ. ταξιδεύει το μυαλό του. (Λαϊκό τραγούδι: κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούει μόνο την πενιά κι ο νους του ταξιδεύει
- τι βάζεις με το νου σου; βλ. φρ. τι βάζεις με το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι έχεις στο νου σου; βλ. φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- το βάζει ο νους σου; μπορείς να το διανοηθείς; να το φανταστείς(;): «το βάζει ο νους σου πως τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παλιογυναίκα;»·
- το νου σου! συγκοπή της φρ. έχε το νου σου(!)·
- το ’χω στο νου μου, δεν το ξέχασα, εξακολουθεί να απασχολεί τη σκέψη μου: «θα μου στείλεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στο νου μου»·
- το χωράει ο νους σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις(;): «το χωράει ο νους σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το νου μου, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τον έχω στο νου μου, τον σκέφτομαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε, τον έχω συνέχεια στο νου μου»·     
- του γυρίζω το νου, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, ιδίως ύστερα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «με το πες πες του γύρισα το νου και ξέκοψε απ’ την αλητεία». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα να σου ’λεγα καμπόσα, κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβαν τη γλώσσα)· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- του λείπει ο νους, βλ. φρ. του λείπει το μυαλό, λ. μυαλό·
- του παίρνω το νου, βλ. φρ. του παίρνω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- τρέχει ο νους του, βλ. φρ. τρέχει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- φέρνω στο νου μου, βλ. φρ. φέρνω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- χάνω το νου μου, βλ. φρ. χάνω το μυαλό μου, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα, φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω).

νταλκάς

νταλκάς κ. νταλγκάς, ο, ουσ. [<τουρκ. dalga (= κύμα, τρικλοποδιά)]. 1. δυνατή επιθυμία, ερωτικός καημός, ερωτικός πόθος: «έχει χρόνια νταλκά μ’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: ξέχνα τον νταλκά σου τώρα, πιες λίγο κρασί, μην τη συλλογιέσαι, ξέχασέ τηνε κι εσύ· τέτοια είναι πάντα της γυναίκας η ψυχή). 2. το πρόσωπο με το οποίο είναι κανείς ερωτευμένος, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «από δω να σου γνωρίσω τον νταλκά μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου το λες μπαμπέσικα, πες το με την καρδιά σου, ξηγήσου μια φορά σπαθί, μπαμπέσα, στον νταλκά σου). 3. έγνοια, ενδιαφέρον: «το ’χω μεγάλο νταλγκά αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου). 4. ακεφιά, κακοκεφιά, στενοχώρια: «έχω τον νταλγκά μου που έχασα ένα κάρο λεφτά, έχω και σένα από πάνω». (Λαϊκό τραγούδι: ώρες με θρέφει ο λουλάς κι ώρες αδυνατάω· ώρες με ρίχνει σε νταλκά κι ανθρώπου δε μιλάω). 5. το μεράκι: «έχω κι εγώ νταλγκά να στήσω ένα μαγαζάκι». Υποκορ. νταλκαδάκι κ. νταλγκαδάκι, το.(Λαϊκό τραγούδι: μες στην μπάρα όταν μπήκες, Χαρικλάκι μου, τι γλύκες με φωνόγραφο και πλάκες νταλγκαδάκι με τους μάγκες
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη μεταφορά των φρούτων, έλα να σε στείλω σε μια νέα μεταφορά. -Άλλον νταλκά δεν είχα! Το ξέρεις πως έχω να κάνω άλλα τρία δρομολόγια; || το βράδυ πρέπει να πάμε στη δεξίωση της τάδε. -Άλλον νταλκά δεν είχα!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να προγυμνάσεις το γιο μου στα μαθηματικά; -Άλλον νταλκά δεν είχαμε! Εγώ, αγόρι μου, αύριο πρωί φεύγω διακοπές || μην ξεχάσεις να μου φέρεις το βιβλίο που σου ζήτησα. -Άλλον νταλκά δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·  
- βάζω νταλκά, βάζω έγνοια, ενδιαφέρον, στενοχώρια, στενοχωριέμαι για κάποιον ή για κάτι: «ερωτεύτηκα την τάδε και στα καλά καθούμενα έβαλα νταλκά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος δεν έβαλε νταλκάδες, στο κεφάλι του φωτιά, και δε γέμισε φαρμάκια τη φτωχή του την καρδιά
- κι είχα έναν νταλκά! ή κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν τον βοηθήσουμε, θα πάει φυλακή. -Κι είχα έναν νταλκά!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- σπάω νταλκαδάκι, (στη γλώσσα της αργκό) διασκεδάζω: «μ’ αρέσει κάθε τόσο να σπάω νταλκαδάκι στα μπουζούκια». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάω πάλι να τα πιω, να σπάσω νταλκαδάκι, στου Φώτη μες το καπηλειό να φύγει το μεράκι).

ντερβέναγας

ντερβέναγας κ. δερβέναγας, ο, ουσ. [<τουρκ. derbent -aga <derbent-agasι (=αρχηγός μεθοριακού φυλακίου ή ένοπλων στρατιωτών, που φρουρούσαν στενά περάσματα ανάμεσα σε βουνά τον καιρό της τουρκοκρατίας)], άνθρωπος τυραννικός, αυταρχικός, καταπιεστής: «έχουν έναν ντερβέναγα πατέρα, που τον τρέμουν όλοι μέσα στην οικογένεια»·
- δε θέλω ντερβέναγα ή δε θέλουμε ντερβέναγα, βλ. φρ. ντερβέναγα σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε ντερβέναγα ή δε σε βάλανε ντερβέναγα, βλ. φρ. ντερβέναγα σε βάλαμε(;)·
- είναι γενικός ντερβέναγας, είναι ο γενικός διευθυντής σε κάποια επιχείρηση, δημόσια υπηρεσία ή κρατική εξουσία: «ποιος είναι γενικός ντερβέναγας αυτού του εργοστασίου || ξεκίνησε από απλός γιατρουδάκος και σήμερα είναι γενικός ντερβέναγας του Ι.Κ.Α.»· 
- ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; λέγεται επιθετικά σε άτομο που σε μια διαφορά ή σε ένα διαπληκτισμό μας με κάποιον, παίρνει απρόσκλητος το μέρος του ενός ή του άλλου ή εκφέρει τη γνώμη του για το ποιος έχει δίκαιο ή άδικο: «γιατί μπαίνεις στη μέση, ρε φίλε, ντερβέναγα σε βάλαμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ γιατί χώνεσαι ή εσύ τι χώνεσαι. Συνών. δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; / καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; / κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια σε βάλανε; / κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; / κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε;

ντέρτι

ντέρτι, το, ουσ. [<τουρκ. dert]. 1. ο καημός, η στενοχώρια, η ψυχική ταλαιπωρία: «το ’χει ντέρτι που δεν πέρασε πάλι ο γιος του στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: έχω στενάχωρη καρδιά και ντέρτια δε χωρούνε και οι χαρές που καρτερώ μη σώσουνε κι ερθούνε). 2. ερωτικός πόνος, ερωτικός καημός, ο νταλκάς: «έχει μεγάλο ντέρτι γι’ αυτή τη γυναίκα». 3. στον πλ. τα ντέρτια, (γενικά) τα βάσανα, οι καημοί, οι σκοτούρες της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε με το ίσο για να σας τραγουδήσω, έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι, έχουμε καλή καρδιά
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη μεταφορά των φρούτων, έλα να σε στείλω σε μια νέα μεταφορά. -Άλλο ντέρτι δεν είχα! Το ξέρεις πως έχω να πάω σε άλλες δυο μεταφορές; || πρέπει να πάρουμε κάποιο δώρο για το γάμο της τάδε. -Άλλο ντέρτι δεν είχα! Εδώ τσιγάρα δεν έχω ν’ αγοράσω». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να μου μάθεις πώς κρατούν τα λογιστικά βιβλία; -Άλλο ντέρτι δεν είχαμε! Εγώ, αγόρι μου, αύριο πρωί φεύγω διακοπές || μην ξεχάσεις να μου φέρεις το βιβλίο που σου ζήτησα. -Άλλο ντέρτι δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·  
- έξω ντέρτια! έκφραση αισιοδοξίας παρ’ όλη τη φτωχική ζωή που μπορεί να περνάει κάποιος· ακούγεται σε στιγμές κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: παλαμάκια, παλαμάκια, έξω ντέρτια και φαρμάκια
- έξω ντέρτια και καημοί! έκφραση αισιοδοξίας, έξω ντέρτια!. (Λαϊκό τραγούδι: έξω ντέρτια και καημοί θέλω απόψε να μεθύσω, της αγάπης τη φωτιά μέσα στο κρασί να σβήσω
- έχω ντέρτι στην καρδιά, α. έχω ερωτικό πόνο, ερωτικό καημό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, έχω ντέρτι στην καρδιά γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατ’ έχω ντέρτι στην καρδιά για μια μικρή ντερβίσσα, που μου ξηγήθηκε σπαθί και μου μιλάει ίσα). β. (γενικά) στενοχωριέμαι, υποφέρω πολύ: «πώς να μην έχω ντέρτι στην καρδιά, απ’ τη στιγμή που ο γιος μου είναι άνεργος ολόκληρο χρόνο!»·
- θα το βάλω ντέρτι! βλ. φρ. θα το πάρω ντέρτι(!)·
- θα το πάρω ντέρτι! (ειρωνικά) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, κάνε ό,τι νομίζεις, γιατί, όπως και να ενεργήσεις, δεν πρόκειται να μου προκαλέσεις στενοχώρια ή ταλαιπωρία: «αν δε μου δώσεις δανεικά, θα χωρίσουμε τα τσανάκια μας. -Θα το πάρω ντέρτι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το σώπα ρε·
- κι είχα ένα ντέρτι! ή κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα ντέρτι! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν τον δικαιολογήσουμε, θα χάσει τη δουλειά του. -Κι είχα ένα ντέρτι!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- το βάζω ντέρτι, βλ. φρ. το παίρνω ντέρτι·
- το παίρνω ντέρτι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, το παίρνω κατάκαρδα: «το πήρε ντέρτι που δεν πέρασε πάλι ο γιος του στο πανεπιστήμιο || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, το πήρε ντέρτι»·
- τον τρώει το ντέρτι, νιώθει μεγάλη στενοχώρια, μεγάλο ψυχικό πόνο: «απ’ τη μέρα που τον άφησε η γυναίκα του, τον τρώει το ντέρτι».

νυστέρι

νυστέρι, το, ουσ. [<σπάνιο νυστήριον <νύσσω (= κεντώ, τρυπώ)], το νυστέρι· η εγχείρηση: «έχω σοβαρό πρόβλημα με το στομάχι μου και πολύ φοβάμαι πως δε θα το γλιτώσω το νυστέρι»·
- βάζω νυστέρι (σε κάτι), διερευνώ σε βάθος μια υπόθεση προκειμένου να διορθώσω ή να εξαλείψω όλα τα κακώς έχοντα: «είναι αποφασισμένος να βάλει νυστέρι στα οικονομικά της εταιρείας για να τη γλιτώσει απ’ την οικονομική καταστροφή».

ξέρω

ξέρω, ρ. [<μσν. ξέρω <(ἠ)ξεύρω, από το ἐξεῦρον, αόρ. του ρ. ἐξευρίσκω], ξέρω. Αρκετές φορές, αναφέρεται με παικτική διάθεση και στη μέση φωνή ως ξερένομαι, γνωρίζομαι: «με τον τάδε ξερένομαι πέντε χρόνια || με τον τάδε ξερενόμαστε πέντε χρόνια». (Ακολουθούν 179 φρ.)·
- αλλού κι αλλού ξέρει να…, βλ. λ. αλλού·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- άσε αυτά που ξέρεις! ή άσε εκείνα που ήξερες! πάψε να εφαρμόζεις μεθόδους ή κόλπα που εφάρμοζες ως τώρα για να πετυχαίνεις το σκοπό σου ή για να ξεγελάς τους άλλους. (Λαϊκό τραγούδι: όσο κι αν είσαι έξυπνη, μορτάρα και στα πέριξ κάτσε, λοιπόν, στο τουμπεκί κι άσε αυτά που ξέρεις //εγώ πολλές φορές σου το ’χα πει τη γνώμη σου αυτή ν’ αλλάξεις, να κάτσεις να καλοσκεφτείς και φρόνιμα να κάτσεις, κι άστα εκείνα που ’ξερες και μένα να ξεγράψεις
- αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις ή αυτά που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. φρ. άσε αυτά που ξέρεις(!)·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς θα στα βάλω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ.. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, λ. κώλος·  
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- βάλ’ το εκεί που ξέρεις! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιου πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Το υπονοούμενο είναι να το βάλει στον κώλο του. Συνών. βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον κώλο σου! / βαλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- δε θέλω να ξέρω, έκφραση με την οποία αρνούμαστε να ακούσουμε κάποιον που θέλει να μας πληροφορήσει για κάτι: «άκου να δεις πώς έγιναν τα πράγματα. -Δε θέλω να ξέρω || σε παρακαλώ, δε θέλω να μου πεις τίποτα, γιατί δε θέλω να ξέρω»·
- δε θέλω να σε ξέρω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως διακόπτουμε τις σχέσεις που είχαμε μαζί του: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως με κατηγόρησες, δε θέλω να σε ξέρω». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε·
- δεν ήξερε από πού να φύγει, βλ. λ. φεύγω· 
- δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, βλ. λ. κότα·
- δεν ξέρει γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν ξέρει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν ξέρει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, βλ. λ. δεξιά·
- δεν ξέρει κανείς από πού βαστάει η σκούφια του ή δεν ξέρει κανείς από πού κρατάει η σκούφια του, βλ. λ. σκούφια·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν ξέρει να βάλει ούτε την υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, βλ. λ. τζίφρα·
- δεν ξέρει να δέσει τα κορδόνια του, βλ. λ. κορδόνι·
- δεν ξέρει να δέσει τα παπούτσια του, βλ. λ. παπούτσι·
- δεν ξέρει να δέσει το βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- δεν ξέρει ούτε το άλφα, βλ. λ. άλφα·
- δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- δεν ξέρει πώς τον (τη) λένε, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- δεν ξέρει την τύφλα του, βλ. λ. τύφλα·
- δεν ξέρει τι έχει, βλ. λ. έχω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει…, βλ. λ. είπα·
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι ή δεν ξέρει το ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι ή δεν ξέρει το όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρει τι κάνει, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρει τι λέει, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρει τι του γίνεται, βλ. λ. γίνομαι·
- δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρει τίποτα για το φόνο, βλ. λ. φόνος·
- δεν ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω! βλ. λ. φτάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, βλ. λ. φωνή·
- δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω, λέγεται στην περίπτωση που βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη και περίπλοκη δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, που καλούμαστε να την ξεδιαλύνουμε και να τη φέρουμε σε αίσιο τέλος: «με κάλεσαν ν’ αναλάβω τη διεύθυνση του εργοστασίου, αλλά είναι τόσο μπερδεμένα τα πράγματα, που δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω»·
- δεν ξέρω, βρείτε τα ή δεν ξέρω, βρέστε τα, βλ. λ. βρίσκω·
- δεν ξέρω, κανονίστε τα, βλ. λ. κανονίζω·
- δεν ξέρω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν ξέρω πού θα βγάλει ή δεν ξέρω τι θα βγάλει, βλ. λ. βγάζω·
- δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, βλ. λ. πατώ·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, βλ. λ. Θεός·
- δεν ξέρω, συζητείστε τα, βλ. λ. συζητώ·
- δεν ξέρω, συνεννοηθείτε, βλ. λ. συνεννοούμαι·
- δεν ξέρω τι βιολί (βιόλα) βαράει, βλ. λ. βιολί·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. λ. νους·
- δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, βλ. λ. καπνός2·
- δεν ξέρω τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρω τι να πω! βλ. λ. είπα·
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρω το ρόλο παίζει, βλ. λ. ρόλος·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, βλ. λ. ώρα·
- δεν ξέρω τις διαθέσεις του, βλ. λ. διάθεση·
- δεν ξέρω τις προθέσεις του, βλ. λ. πρόθεση·
- δεν ξέρω (το) τι και (το) πώς, βλ. λ. πώς·
- δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν τον ξέρει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας, βλ. λ. θυρωρός·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, όλα τα πράγματα έχουν τον τρόπο τους να ειπωθούν ή να πραγματοποιηθούν χωρίς να θίξουν ή να βλάψουν κάποιον·
- εγώ το ξέρω (μόνο), λέγεται για να επιτείνουμε το μέγεθος κάποιου ψυχικού μας πόνου ή την ένταση κάποιας προσπάθειάς μας: «εγώ το ξέρω μόνο πόσο με σημάδεψε ο θάνατος του πατέρα μου || εγώ το ξέρω μόνο τι τράβηξα για να τελειώσω αυτό το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: γελώ και μες στο γέλιο μου κρύβω μεγάλο πόνο, όλοι με λένε ευτυχή, μα ’γώ το ξέρω μόνο
- εκάκιωσεν ο βάτραχος κι η λίμνη δεν το ξέρει, βλ. λ. βάτραχος·
- εκείνα που ήξερες να τα ξεχάσεις ή εκείνα που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, βλ. λ. Θεός·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε.... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς...., βλ. λ. Θεός·
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, βλ. λ. νους·
- έχεις δίκιο, δεν ξέρεις τι λες, βλ. λ. δίκιο·
- έχεις παράδες, ξέρεις να μιλάς, βλ. λ. παράς·
- η θεία Όλγα ξέρει, βλ. λ. θεία·
- η καρδιά μου το ξέρει! βλ. λ. καρδιά·
- η καρδούλα μου το ξέρει! βλ. λ. καρδούλα·
- η περδικούλα μου το ξέρει! βλ. λ. περδικούλα·
- η ψυχή μου το ξέρει! βλ. λ. ψυχή·
- η ψυχούλα μου το ξέρει! βλ. λ. ψυχούλα·
- θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ. λ.γίνομαι·
- ίσα που σε ξέρω, βλ. λ. ίσος·
- κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι ή κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ τι είναι, βλ. λ. κάνω·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος, βλ. λ. ποιος·
- κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο, βλ. λ. κουκούτσι·
- κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, βλ. λ. ξημερώνω·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, βλ. λ. δουλειά·
- λούσε με, χτενίσε με (χτένισέ με), ξέρω ποιος με γέννησε, βλ. λ. γεννώ·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι βλ. λ. ποιος·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω, βλ. λ. πεθαίνω·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις ή ν’ αφήσεις εκείνα που ήξερες, βλ. φρ. να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις·
- να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις ή να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες, να εγκαταλείψεις τις παλιές σου συνήθειες, τα παλιά σου κόλπα, να αλλάξεις συμπεριφορά και να συγχρονιστείς με την παρούσα κατάσταση: «εδώ που ήρθες πρέπει να στρωθείς στη δουλειά και να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες»·
- να το ξέρεις, να είσαι σίγουρος, σε διαβεβαιώνω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο, να το ξέρεις». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου, τις τόσες, θα σ’ αφήσω σου το λέω να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράματα στη θέση τους συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις
- ξέρει γράμματα, βλ. λ. γράμματα·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
- ξέρει και ζει ή ξέρει να ζει, βλ. λ. ζω·
- ξέρει και μιλάει, βλ. φρ. ξέρει τι λέει·
- ξέρει και τρώει, βλ. λ. τρώω·
- ξέρει καλά την αγορά, βλ. λ. αγορά·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξέρει να τρώει, βλ. λ. τρώω·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, βλ. λ. Θεός·
- ξέρει πολλές τρύπες, βλ. λ. τρύπα·
- ξέρει τι έχει ο βλάχος στο ντορβά του, βλ. λ. βλάχος·
- ξέρει τι λέει, βλ. λ. λέω·
- ξέρει τι τρώει, βλ. φρ. ξέρει και τρώει·
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω ή το ξέρει καλά το μάθημα ή το ξέρει το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- ξέρει το ποίημα απ’ έξω ή το ξέρει καλά το ποίημα ή το ξέρει το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- ξέρει φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- ξέρει χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ξέρεις τι; άκου αυτό που θέλω να σου πω: «ξέρεις τι; Θέλω να με βοηθήσεις σ’ αυτή την περίπτωση»·
- ξέρεις τι λες; βλ. λ. λέω·
- ξέρω από πείρα (κάτι), βλ. λ. πείρα·
- ξέρω κι εγώ; (ξέρ’ γω;), δε γνωρίζω: «θα ’ρθει μαζί σου το βράδυ ο τάδε; -Ξέρω κι εγώ;»·
- ξέρω μάγια, βλ. λ. μάγια·
- ξέρω μαγικά, βλ. λ. μαγικά·
- ξέρω μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- ξέρω πόσο άμμο έχει στα νεφρά του, βλ. λ. άμμος·
- ξέρω τα όριά μου, βλ. λ. όριο·
- ξέρω τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ξέρω τι εστί, έχω μεγάλη πείρα, γνωρίζω πολύ καλά κάτι: «ξέρω τι εστί φιλία, γιατί έχω τον καλύτερο φίλο || ξέρω τι εστί πόνος, γιατί πόνεσα πολύ στη ζωή μου»· βλ. και φρ. ξέρω τι θα πει·
- ξέρω τι θα πει ή ξέρω τι πάει να πει, βλ. λ. είπα·
- ξέρω φαρσί (ενν. κάποια ξένη γλώσσα), βλ. λ. φαρσί·
- ξέρω ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- ο Θεός και η ψυχή μου το ξέρουν! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. λ. Θεός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει, βλ. λ. όποιος·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, πολλές φορές αυτούς που δεν τους υπολογίζουμε επειδή τους θεωρούμε κουτούς, γνωρίζουν περισσότερα πράγματα από ό,τι εμείς οι ίδιοι: «ήταν μουλωχτός κι αμίλητος κι έκανε πάντα το κορόιδο, αλλά αποδείχτηκε πως όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς»·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος ή όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ό,τι ξέρεις, ξέρω ή ό,τι ξέρεις εσύ, ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ό,τι·
- πάνε αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, βλ. λ. αυτός·
- ποιος ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος ξέρει τι νομίζει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος ξέρει τι σκέφτεται! βλ. λ. ποιος·
- ποιος το ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος τον ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- πού ξέρεις! βλ. λ. πού·
- πού σε είδα, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού σε είδα, βλ. λ. είδα·
- πού με ξέρεις, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού με ξέρεις, λέγεται για τους αχάριστους που αδιαφορούν ή προσποιούνται πως δε γνωρίζουν τους ευεργέτες τους ή για φίλους που για κάποιο λόγο, άγνωστο για μας, ξέκοψαν απ’ την παρέα μας: «όταν δεν είχε μία, ήταν συνέχεια κοντά μου, τώρα όμως που τα κονόμησε πού με ξέρεις πού σε ξέρω || όταν πρωτόρθε άγνωστος στην πόλη ήταν συνέχεια στο στέκι μας, ξαφνικά όμως πού σε ξέρω, πού με ξέρεις». (Λαϊκό τραγούδι: όλα σου τα χάρισα. Κι όταν πια ρεστάρισα, πού με ξέρεις, πού σε ξέρω, μ’ άφησες να υποφέρω
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- σαν να μην ξέρω το βιός μου, βλ. λ. βιός·
- σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω, βλ. λ. νύφη·
- τα (το) ξέρω Απόστολο, βλ. λ. Απόστολος·
- την τύφλα μου ξέρω, βλ. λ. τύφλα·
- το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το ξέρει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το ξέρουν κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- το ξέρουν κι οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- το ξέρω, το έχω υπόψη μου: «το ξέρω πως θα είναι κι ο τάδε στη συγκέντρωση»· βλ. και λ. γιάντες·
- το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. έξω·
- το ξέρω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος: «αυτό τ’ αυτοκίνητο το ξέρω για καλύτερο όλων». Συνών. το ’χω για(…)·
- το ξέρω νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το ξέρω νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το ξέρω ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το ξέρω φαρσί (ενν. το μάθημα), βλ. λ. φαρσί·
- τον ξέρει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- τον ξέρουν κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- τον ξέρουν κι οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα.
- τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. έξω·
- τον (την) ξέρω από τόσο δα παιδάκι, βλ. λ. παιδάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, βλ. λ. καλός·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- τον ξέρω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «τον ξέρω για σοβαρό άνθρωπο || δύσκολα μπορώ να πιστέψω πως δε σου ’δωσε τα λεφτά που του ζήτησες, γιατί τον ξέρω για χουβαρντά». Συνών. τον έχω για(…)·
- τον ξέρω εξ αποστάσεως, βλ. λ. απόσταση·
- τον ξέρω και με ξέρει, γνωριζόμαστε καλά: «τον ξέρω και με ξέρει, γιατί μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά»·
- τον ξέρω σαν ανοιχτό βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα, βλ. λ. δεκάρα·
- τον ξέρω σαν την παλάμη μου, βλ. λ. παλάμη·
- τον ξέρω σαν την τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τόσα ξέρει, τόσα λέει, βλ. λ. τόσος.

όνομα

όνομα, το, ουσ. [<αρχ. ὄνομα], το όνομα. Υποκορ. ονοματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ονοματάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- ακούει στ’ όνομα, ονομάζεται: «θα βρεις κάποιον που ακούει στ’ όνομα Περικλής»·
- ακούω τ’ όνομά μου, ο νονός ή η νονά δίνει στο εγγόνι μου κατά το μυστήριο της βάπτισης το όνομά μου: «προχτές βάφτισαν τον εγγονό του κι είναι όλος χαρά, γιατί άκουσε τ’ όνομά του»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, άλλος έχει τη φήμη πως αξίζει ή πως είναι ικανός σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα άλλος έχει αυτές τις ιδιότητες: «μου λέγατε πως είναι καλό παιδί, όμως, άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, γιατί καλό παιδί αποδείχτηκε ο αδερφός του, ενώ αυτός είναι μεγάλος μπαγάσας»·
- αμαυρώνω τ’ όνομά μου, ενώ είμαι ευυπόληπτος αποκτώ με τις πράξεις μου κακή φήμη: «κατάγεται από μεγάλη οικογένεια, αλλά αμαύρωσε τ’ όνομά του με τους αλήτες που μπλέχτηκε»·
- αποκτώ όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- αφήνω όνομα, μνημονεύομαι για την καλή ή κακή δράση μου: «άφησε όνομα όσο καιρό είχε τη διεύθυνση του εργοστασίου, γιατί όλοι ήταν ευχαριστημένοι || μπορεί να πέθανε φτωχός, αλλ’ άφησε όνομα με τα ολονύχτια όργιά του»·
- αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. φρ. γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι)·
- βάζω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου, βλ. φρ. πιάνω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου·
- βάζω τ’ όνομά μου, υπογράφω: «αφού διάβασα πρώτα το συμβόλαιο, έβαλα τ’ όνομά μου»·
- βγάζω όνομα, α. αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος για κάτι καλό ή κακό: «με το πρώτο βιβλίο που έγραψε, έβγαλε αμέσως όνομα || πώς να μη βγάλεις όνομα με τους αλήτες που κάνεις παρέα!». β. χάνω τη φερεγγυότητά μου: «κάποτε ήταν καλός έμπορος, αλλά έβγαλε όνομα απ’ τη μέρα που άρχισε να παίζει χαρτιά, γιατί δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βαφτίζω κάποιον ή κάποια και του δίνω όνομα ίδιο με το δικό μου: «βάφτισε κάποιο άπορο παιδί κι επειδή δεν είχε παιδιά, έβγαλε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για την αγάπη σου και για την ομορφιά σου, θε να βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’ όνομά σου)· βλ. και φρ. δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)·   
- βγαίνει τ’ όνομά μου, διασύρεται η υπόληψή μου: «πρέπει να καταλάβεις πως με τους αλήτες που κάνεις παρέα, βγαίνει τ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πια να ξαναρθείς κρυφά από τη μαμά σου, για μένα, το παλιόπαιδο, να βγαίνει τ’ όνομά σου
- για ένα όνομα ζούμε, δηλώνει πως στη ζωή η υπόληψη του ατόμου και η καλή του φήμη είναι υπεράνω όλων: «δε θέλω να ’χω ανάμειξη σε απατεωνιές και λοβιτούρες, γιατί για ένα όνομα ζούμε»·
- για όνομα! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού(!)·
- για (τ’) όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- γίνομαι όνομα, βλ. λ. κάνω όνομα·
- γιορτάζω τ’ όνομά μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου Γεωργίου γιορτάζω τ’ όνομά μου»·
- γνωστό όνομα, α. είναι διάσημος, φημισμένος: «μα και βέβαια τον ξέρω τον τάδε, αφού είναι γνωστό όνομα». β. έχω την εντύπωση πως γνωρίζω το άτομο του οποίου αναφέρεται το όνομα, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος, ή απλά έχω ακούσει το όνομά του κάπου σε κάποια συζήτηση: «γνωστό όνομα, κάτι μου λέει, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πού συναντηθήκαμε»·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κάποιο όνομα), πίστωσέ το στον…: «θ’ αγοράσω αυτό το πουκάμισο και γράφ’ το στ’ όνομα του φίλου μου του Νίκου»·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), ορίζω με διαθήκη σε κάποιον την κυριότητα επί της περιουσίας μου μετά το θάνατό μου: «λίγο πριν πεθάνει, έγραψε στ’ όνομα του γιου του όλη την περιουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν είχα τα ’γραψα απάνω στ’ όνομά της κι ένα πρωί με διώξανε αυτή και η μαμά της
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τ’ όνομά μου·
- δε λέμε ονόματα, δεν κατονομάζουμε κανέναν, ιδίως όταν δεν είναι παρών: «στην παρέα μας, όταν κουβεντιάζουμε για σοβαρά πράγματα και δεν είμαστε όλοι παρόντες, δε λέμε ονόματα για ν’ αποφεύγονται διάφορες παρεξηγήσεις»· βλ. και φρ. ονόματα να μη λέμε·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, δε φαίνεται με κάποιο νόμιμο έγγραφο να έχει στην ιδιοκτησία του οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και φτωχός: «επειδή κάνει μεγάλα ανοίγματα στη δουλειά του, έχει μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία στη γυναίκα του και δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του». Πολλές φορές, μετά το τίποτα ακολουθεί το γραμμένο·
- δεν κρατώ ονόματα, δε σημειώνω ή δεν μπορώ να θυμάμαι ονόματα: «συναναστρέφομαι με τόσο πού κόσμο, που δεν κρατώ ονόματα»·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια), παντρεύομαι κάποια: «εγώ σου ’δωσα τ’ όνομά μου και δε θέλω να το ντροπιάσεις». Από το ότι παλιότερα, όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε το οικογενειακό όνομα του άντρα της· βλ. και φρ. παίρνω τ’ όνομα (κάποιου)·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), α. υιοθετώ κάποιο παιδί: «επειδή δεν μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου παιδί, πήρα ένα αγοράκι απ’ το ορφανοτροφείο και του ’δωσα τ’ όνομά μου». β. αναγνωρίζω νόμιμα ένα νόθο παιδί μου: «συζούσα με την τάδε κι έκανα μαζί της ένα κοριτσάκι, όμως του ’δωσα τ’ όνομά μου για να ’μαι εντάξει με τη συνείδησή μου»· βλ. και φρ. βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)   
- έβγαλα κακό όνομα, βλ. φρ. μου βγήκε τ’ όνομα·
- είναι πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, πρόκειται για πολύ διάσημο πρόσωπο σε ένα χώρο επαγγελματικό, καλλιτεχνικό ή κοινωνικό: «ο κύριος τάδε είναι πρώτο όνομα στο χώρο της ιατρικής || η τάδε είναι το πρώτο όνομα στο χώρο του κινηματογράφου»·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, πρόκειται για πρόσωπο που κυριαρχεί στις παράνομες υποθέσεις που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι δηλαδή διάσημος μπράβος, νονός, εκβιαστής, έμπορος ναρκωτικών ή έμπορος λευκής σαρκός: «όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του, γιατί είναι πρώτο όνομα στη νύχτα»· βλ. και φρ. είναι πρώτο όνομα στην πίστα·
- είναι πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην πίστα, πρόκειται για καλλιτέχνη, ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, που κυριαρχεί στη νυχτερινή διασκέδαση: «η τάδε είναι το πρώτο όνομα στην πίστα»·
- είναι στ’ όνομά του (κάτι), είναι στην κυριότητά του, είναι ιδιοκτήτης του: «δεν είναι φτωχός, γιατί αυτή η βιλάρα που βλέπεις είναι στ’ όνομά του»·
- εν ονόματι του νόμου, δυνάμει του νόμου: «εν ονόματι του νόμου, συλλαμβάνεστε»·
- εξ ονόματος του..., εκ μέρους του..., ως εκπρόσωπος του…: «έρχομαι εξ ονόματος του τάδε»· βλ. και φρ. τον γνωρίζω εξ ονόματος·
- επ’ ονόματι, στο όνομα κάποιου: «το λογαριασμό θα τον ανοίξεις επ’ ονόματι της γυναίκας μου»·
- έχει ένα όνομα, είναι ευυπόληπτος: «δε θέλει να κάνει παρέα μ’ αλήτες, γιατί έχει ένα όνομα!». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα όνομα, είχα ένα σπίτι, είχα και μιαν αγάπη στην καρδιά κι άξαφνα κατάντησα σαν τον πρώτο αλήτη μια πληγή, μια σκέτη μαχαιριά 
- έχει κακό όνομα, α. δεν είναι ευυπόληπτος, έχει κακή φήμη: «να πεις το γιο σου να μην κάνει παρέα με τον τάδε, γιατί έχει κακό όνομα». β. δεν είναι φερέγγυος: «δεν του κάνει κανείς πίστωση, γιατί έχει κακό όνομα στην αγορά»·
- έχει καλό όνομα, α. είναι ευυπόληπτος, έχει καλή φήμη: «από τη μέρα που κάθισε σ’ αυτή τη γειτονιά, έχει καλό όνομα και τον εκτιμούν όλοι». β. είναι φερέγγυος: «όλοι θέλουν να συνεργάζονται μαζί του, γιατί έχει καλό όνομα στην αγορά»·
- έχει όνομα, είναι διάσημος, ικανός, είναι φημισμένος για κάτι: «χρόνια έχει όνομα με τα βιβλία που γράφει || κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί έχει όνομα»·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), αποδεικνύει με νόμιμο έγγραφο την κυριότητά του επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας: «αυτός ο άνθρωπος έχει στ’ όνομά του τέτοια περιουσία, που μπορεί για χρόνια να θρέφει όλη την πόλη μας»·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. γιορτάζω τ’ όνομά μου·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, θα σε καταντροπιάσω, θα σε καταξεφτιλίσω: «αν σε δω να βρίζεις πάλι τους γονείς σου, θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα». Πολλές φορές, ακολουθούν διάφοροι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, μεταξύ των οποίων, αλήτη ή παλιοαλήτη ή κοπρόσκυλο ή ρεμάλι·
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, απαιτώ τεκμήρια και να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «δε θέλω να μου μιλάς αφηρημένα, θέλω ονόματα». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, απαιτώ την πλήρη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, ιδίως ύποπτης: «είναι έξαλλος ο διευθυντής, γιατί πιστεύει πως η παραγωγή σκάρτου εμπορεύματος οφείλεται σε σαμποτάζ, γι’ αυτό θέλει διευθύνσεις και ονόματα, αλλιώς θα μας απολύσει όλους»·  
- θέλω ονόματα, απαιτώ να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «αν θέλεις να συμβάλεις στην έρευνα που κάνω, θέλω ονόματα»·
- κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάνω όνομα, αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος: «απ’ τη μέρα που βγήκε στην τηλεόραση, έκανε όνομα»·
- κατ’ όνομα, α. μου είναι γνωστός μόνο ως όνομα, δεν τον γνωρίζω προσωπικά: «δεν τον έχω δει ποτέ μου αυτόν που μου λες, αλλά τον ξέρω κατ’ όνομα». β. δεν έχω προσωπική αντίληψη για κάποιον, ό,τι γνωρίζω γι’ αυτόν, προέρχεται από πληροφορίες: «ξέρω μόνο κατ’ όνομα πως είναι τίμιος έμπορος, αλλά δεν είχα ποτέ μου αλισβερίσι μαζί του». γ. τυπικά, όχι ουσιαστικά: «αυτός κατ’ όνομα είναι διευθυντής του εργοστασίου, γιατί στην πραγματικότητα άλλος το διευθύνει»·
- κηλιδώνω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- κοινό όνομα, συνηθισμένο: «το όνομα Γιάννης είναι το πιο κοινό όνομα στην Ελλάδα»·
- κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), το εντυπώνω στο μυαλό μου ή το σημειώνω σε κάποιο σημειωματάριο: «κράτησες τ’ όνομα του κυρίου που με ζήτησε;»·
- λέει για τ’ όνομά μου, αναφέρεται σε μένα θετικά ή αρνητικά: «κάναμε παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές μας κι ακόμα λέει για τ’ όνομά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου, για τα καλά που πέρασες στα χέρια τα δικά μου
- λεκιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- λερώνω τ’ όνομά μου, προσβάλλω, διασύρω με τις πράξεις μου, τη συμπεριφορά μου το καλό όνομα που έχω: «προσπαθώ να φέρομαι πάντα ευγενικά και τίμια, γιατί δεν έχω σκοπό να λερώσω τ’ όνομά μου»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πράγμα·
- με τ’ όνομα, με ουσιαστική, με πραγματική αξία για την ιδιότητα που αναφέρεται πως έχει κάποιος: «να τους πεις πως είμαι ο μάστρο Βαγγέλης με τ’ όνομα»·
- μεγάλα ονόματα, πρόσωπα εξέχοντα: «στη δεξίωση ήταν παρόντα όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης μας»·
- μεγάλο όνομα, διάσημος, φημισμένος: «έχω γνωρίσει πολλά μεγάλα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας». (Λαϊκό τραγούδι: κι άμα θες ακόμα κάνουμε κουμπάρο μ’ όνομα μεγάλο, τον Βασίλη τον Τσιτσάνη. Πες μου το ναι λοιπόν κι αγάπα με κι εσύ!
- μη για όνομα της Παναγίας! βλ. λ. Παναγία·
- μη για όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας: «μπορεί να έγινε μεγάλο και τρανός, αλλά μεταξύ μας μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά»·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, προσβάλλουν, διασύρουν την υπόληψή μου, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα: «εγώ ξέρω πως είμαι τίμιος, γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει αν μου βγάζουν κάθε τόσο τ’ όνομα». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ αλανιάρα μερακλού, φουμάρω το χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως αγαπώ ντερβίση
- μου βγήκε τ’ όνομα, α. απόκτησα κακή φήμη: «απ’ τη μέρα που διέδωσε κάποιος πως έχω μπλέξει με ναρκωτικά, μου βγήκε τ’ όνομα». β. έχασα τη φερεγγυότητά μου: «μια φορά δεν πλήρωσα μια επιταγή κι αμέσως μου βγήκε τ’ όνομα»·
- να μη λέμε ονόματα βλ. φρ. ονόματα να μη λέμε·
- να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! α. ευχή σε κάποιον επ’ ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τη γιορτή σου! β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αποδίδει στο όνομά του αξία την οποία όμως εμείς αμφισβητούμε: «σε μένα μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί εγώ είμαι ο τάδε. -Να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! Λες και δεν ξέρουμε τι κουμάσι είσαι»·
- ντροπιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. ρεζιλεύω τ’ όνομά μου·
- ντρόπιασε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες), βλ. φρ. ρεζίλεψε τ’ όνομά μου·
- ξέχασε τ’ όνομά του, α. ζαλίστηκε πολύ ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι και ξέχασε τ’ όνομά του». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές να παθαίνει πρόσκαιρη αμνησία κάποιος, όταν δέχεται χτύπημα στο κεφάλι. β. ένιωσε μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση ή μεγάλη έκπληξη ή απορία: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό που έφαγε, που ξέχασε τ’ όνομά του || μόλις με είδε να κυκλοφορώ με τέτοια αυτοκινητάρα, ξέχασε τ’ όνομά του || του γνώρισα μια γυναίκα, που, μόλις την είδε, ξέχασε τ’ όνομά του»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- οικογενειακό όνομα, το επίθετο, το επώνυμο κάποιου: «ξέρω πως ονομάζεται Γιώργος, αλλά δεν ξέρω να σου πω το οικογενειακό του όνομα»·
όνομα και μη χωριό, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ ο συνομιλητής μας γνωρίζει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έκανε τη λοβιτούρα, όνομα και μη χωριό»·
όνομα και πράμα, αυτό που λέγεται για κάποιον ή για κάτι δεν είναι μόνο φήμη, αλλά και πραγματικότητα, ανταποκρίνεται απόλυτα στη φήμη του: «είχε μια γκομενάρα μαζί του σκέτη νεράιδα, όνομα και πράμα σου λέω»·
- όνομα κι εξυπηρέτηση, δηλώνει πως το όνομα που αναφέρεται, ιδίως ονομασία εμπορικής φίρμας, παρέχει στους πελάτες πολλούς τρόπους αγοράς, μεγάλη εξυπηρέτηση προκειμένου να αγοράσει κανείς κάτι. Θυμηθείτε το σλόγκαν: Κωτσόβολος, όνομα κι εξυπηρέτηση·
- ονόματα να μη λέμε, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ, τις πιο πολλές φορές ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έβαλε χέρι στο ταμείο, ονόματα να μη λέμε»· βλ. και φρ. δε λέμε ονόματα·
- ορκίζομαι στ’ όνομά του, βλ. φρ. πίνω νερό στ’ όνομά του·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), α. λέγεται σε περιπτώσεις που, σύμφωνα με το έθιμο, ένα παιδί βαφτίζεται με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς ή άλλου στενού συγγενικού προσώπου, ή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις νέες συνήθειες, κάποια άλλη αιτία δίνει όνομα στο παιδί: «όταν γεννήθηκα, έτυχε να έχει μόλις πεθάνει η αδερφή της μάνας μου και πήρα τ’ όνομα που είχε || από πού πήρες τ’ όνομα Αλίκη; -Τότε ήταν της μόδας οι ταινίες της Βουγιουκλάκη κι η μάνα μου ήταν φαν». β. παντρεύομαι κάποιον: «μετά από πέντε χρόνια δεσμό, επιτέλους πήρε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά). Από το ότι, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, παίρνει το οικογενειακό όνομα του συζύγου της. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε δυναμικά στην παραγωγή και πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματά της σαν άτομο στην κοινωνία, αυτό δεν είναι απόλυτο και στο εξής είτε η γυναίκα κρατάει το οικογενειακό της όνομα είτε μετά το δικό της έπεται του συζύγου της, π.χ.: Ελένη Κατσούλη-Κάτου, δηλ. η Ελένη Κατσούλη παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Κάτο·  
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου βλ. συνηθέστ.  πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου·
- πες για τ’ όνομά μου, ρώτησε να μάθεις για το ποιόν μου, για το χαρακτήρα μου, ρώτησε να μάθεις τι σόι άνθρωπος είμαι: «πες για τ’ όνομά μου, όπου θέλεις, κι αν ακούσεις κακή λέξη, να με φτύσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πιστεύεις, ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο για την παλικαριά μου
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, κακολογώ κάποιον: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. νερό·
- πίνω στ’ όνομα (κάποιου), πίνω στην υγεία κάποιου: «λείπει ο φίλος μας στο εξωτερικό και πίνουμε στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: τους μάγκες όλους γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ’ όνομά σου, Γιάννη μου, τα πίνουν και ρα σπάνε
- ρεζιλεύω τ’ όνομά μου, το διασύρω, το εξευτελίζω: «ρεζίλεψες τ’ όνομά σου με τους αλήτες που κάνεις παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ τη ντροπή μου
- ρεζίλεψε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες) η γυναίκα με την οποία είμαι παντρεμένος με απάτησε: «δε θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου, γιατί ρεζίλεψε τ’ όνομά μου»·
- στ’ όνομα (κάποιου), για λογαριασμό, κυριότητα κάποιου: «πέρασε κάποιος κι άφησε αυτό το δέμα στ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου στείλω στ’ όνομά σου τέλια για τον μπαγλαμά σου
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, λέγεται στην περίπτωση που η φήμη ενός ανθρώπου δε συμβαδίζει με τον πλούτο: «σπουδαίος συγγραφέας, δε λέω, αλλά τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, γιατί να φάει δεν έχει ο φουκαράς!»·
- της βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή της διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά γεγονότα, ιδίως ερωτικά: «βγήκε η κοπέλα μια φορά μαζί του και της έβγαλε τ’ όνομα χωρίς λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: της το βγάλανε της Άννας τ’ όνομά της κρυφά από τη μαμά της
- το βαφτιστικό όνομα (κάποιου), βλ. φρ. το μικρό όνομα (κάποιου)·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, αυτός που έχει καλό παρελθόν, υπολογίζεται πάντοτε και εκτιμάται: «απ’ τα νιάτα του ήταν καλό κι ευγενικό παιδί και τον θυμάμαι γιατί, το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται»· 
- το μεγάλο όνομα (κάποιου), το οικογενειακό όνομα κάποιου, το επώνυμό του: «το μεγάλο όνομα του βιβλιοπώλη που έχει το “Κατώι του Βιβλίου”, είναι Μπαρμπουνάκης»·
- το μικρό όνομα (κάποιου), το όνομα που δίνει ο νονός ή η νονά σε κάποιον κατά τη βάφτισή του: «το μικρό όνομα του βιβλιοπώλη Μπαρμπουνάκη είναι Μανώλης και επιμένει να γράφει το όνομά του με ωμέγα»·
- τον γνωρίζω εξ ονόματος, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον έχω ακουστά: «ξέρω για ποιον μου μιλάς, γιατί τον γνωρίζω εξ ονόματος»·
- του βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή του, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα σε βάρος του: «δε μπορεί κανείς να του βγάλει τ’ όνομα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι άμεμπτος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή και στου Καπετανάκη – γιαβρούμ, γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα πώς πίνω το μαυράκι – αμάν
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. φρ. του (της) δίνω τ’ όνομα·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, του (της) δίνω ένα όνομα κατά τη βάφτισή του (της), τον (την) ονομάζω: «η νονά της της έδωσε τ’ όνομα Δέσποινα»·
- φτιάχνω όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- φτύνω στ’ όνομά του, δεν κρύβω τη μεγάλη έχθρα που έχω για το άτομο που γίνεται λόγος: «είναι πολύ παλιάνθρωπος ο τάδε και φτύνω στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε μας δουλειά δε δίνουνε και στ’ όνομά του φτύνουνε
- φωνάζουν τ’ όνομά μου, με καλεί κάποιος από μακριά ονομαστικά: «μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου»·
- φωνάζω με τ’ όνομά του (κάποιον), καλώ ονομαστικά κάποιον: «καλά, δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουν με τ’ όνομά σου;».

όπου

όπου, επίρρ. [<αρχ. ὅπου], όπου. 1. οπουδήποτε: «απ’ τη στιγμή που έχεις την άδειά μου, μπορείς να πηγαίνεις όπου θέλεις». 2. στο μέρος που, εκεί που: «γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), επωφελήσου με οποιοδήποτε τρόπο μπορείς: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, βάλ’ τον όπου μπορείς και μη νοιάζεσαι για τίποτα»·
- είναι πολύ όπου, (στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «δεν περνάει ποτέ απαρατήρητος, γιατί είναι πολύ όπου το άτομο»·
- κι όπου βγει, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μας: «θα συνεταιριστώ μαζί του κι όπου βγει || θα πάρω αυτόν το δρόμο κι όπου βγει». (Λαϊκό τραγούδι: τρελέ τσιγγάνε, τι με κοιτάς, έρημη μόνη με παρατάς; Πάμε τσιγγάνε, πριν την αυγή θα ’ρθω μαζί σου και όπου βγει
- κι όπου με βγάλει, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μας: «εγώ θα κάνω αυτή τη δουλειά κι όπου με βγάλει || θα πάρω αυτόν το δρόμο κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω πλούτη να σου χαρίσω, μα να πονέσεις δε θα σ’ αφήσω, σκέψου κι αν έχεις καρδιά μεγάλη, έλα μαζί μου κι όπου μας βγάλει 
- κι όπου με βγάλει η άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- οι όπου γης, βλ. λ. γη·
- όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου βρεθεί κι όπου σταθεί ή όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, σε οποιοδήποτε μέρος και πάντοτε: «όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, μιλάει πάντα με τα καλύτερα λόγια για τη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου για τα καλά που γνώρισες στα χέρια τα δικά μου
- όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη, βλ. λ. χαρά·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- όπου γης, βλ. λ. γη·
- όπου γης και πατρίς, βλ. λ. γη·
- όπου γουστάρεις κι αγαπάς (ενν. να σε πάω, να πάμε), βλ. λ. γουστάρω·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπου δεν πίπτει (πέφτει) λόγος, πίπτει (πέφτει) ράβδος, βλ. λ. λόγος·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, βλ. λ. αυτός·
- όπου κι αν, οπουδήποτε: «όπου κι αν κρυφτεί θα τον βρω»·
- όπου κι όπου, α. οπουδήποτε και χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σκοπό: «τριγυρίζει όπου κι όπου || κάθεται όπου κι όπου και ξεχνιέται με την κουβέντα». β. (για πράγματα) οπουδήποτε και χωρίς τάξη: «αφήνει τα ρούχα του όπου κι όπου κι ύστερα ψάχνει να τα βρει || αφήνει τα εργαλεία του όπου κι όπου κι ύστερα του φταίνε οι άλλοι που τα χάνει»·
- όπου κόσμος και Κοσμάς, βλ. λ. κόσμος·
- όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
- όπου λάχει, α. οπουδήποτε και τυχαία: «ξαπλώνει όπου λάχει || όταν πεινάει τρώει όπου λάχει». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα μην το παιδεύεις, βρε γυναίκα πονηρή, και το ρίχνεις όπου λάχει τον μπελά του για να βρει
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- όπου να ’ναι, α. συντομότατα: «όπου να ’ναι θα ’ρθει». β. οπουδήποτε και τυχαία: «δεν τρώει όπου να ’ναι, γιατί είναι πολύ σιχασιάρης». γ. (για πράγματα) σε διάφορα μέρη και χωρίς φροντίδα, ακατάστατα: «αφήνει τα πράγματά του όπου να ’ναι κι ύστερα τα ψάχνει με τις ώρες»·
- όπου όπου, βλ. φρ. όπου κι όπου·
- όπου πάει κι όπου βρεθεί, βλ. φρ. όπου βρεθεί κι όπου σταθεί. (Λαϊκό τραγούδι: σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς,μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις
- όπου πάει κι όπου σταθεί, βλ. φρ. όπου πάει κι όπου βρεθεί·
- όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει ή όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, βλ. λ. χορτάρι·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- όπου σταματά η λογική, αρχίζει ο στρατός, βλ. λ. λογική·
- όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει, βλ. λ. μέλλει·
- όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου φτώχεια και γκρίνια, βλ. λ. φτώχεια·
- όπου φτωχός κι η μοίρα του, βλ. λ. φτωχός· 
- όπου φύγει φύγει, βιαστική φυγή, βιαστική απομάκρυνση από ένα μέρος, ιδίως από φόβο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος, το ’βαλα στα πόδια κι όπου φύγει φύγει». (Λαϊκό τραγούδι: οι φρατέλοι σαν με δούνε, ψάχνουν δρόμο για να βρούνε, μα τους στρώνω στο κυνήγι και κείνοι όπου φύγει φύγει
- όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- πάει όπου φυσάει ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- χώσ’ τον (χώσ’ την, χώσ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς.

όρκος

όρκος, ο, ουσ. [<αρχ. ὅρκος], ο όρκος. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω όρκο, βλ. φρ. παίρνω όρκο·
- βαστώ τον όρκο μου, βλ. φρ. κρατώ τον όρκο μου·
- δίνω βαρύ όρκο, βλ. φρ. παίρνω βαρύ όρκο·
- δεν παίρνω όρκο, δεν είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος, για κάτι: «έχω την εντύπωση πως μας κάρφωσε ο τάδε, αλλά δεν παίρνω όρκο»·
- δίνω όρκο, α. (για νεοσύλλεκτους) ορκίζομαι: «οι νεοσύλλεκτοι την ημέρα της ορκωμοσίας τους έδωσαν όρκο να φυλάττουν την πατρίδα». β. (γενικά) υπόσχομαι, ορκίζομαι να κάνω ή να μην κάνω κάτι: «έδωσα όρκο στον πατέρα μου πως τούτη τη χρονιά θα διαβάσω για να πάρω το πτυχίο μου || αυτή τη στιγμή δίνω όρκο να μην ξαναβάλω το τσιγάρο στο στόμα μου». (Λαϊκό τραγούδι: δυο χρονάκια έχω λιώσει κι όμως όρκο έχω δώσει άμα τον ξανατρακάρω τα γαλόνια να του πάρω
- κάνω όρκο, ορκίζομαι: «έκανα όρκο να τον προστατεύω πάντα». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο κάνω πως θα σ’ αγαπώ, στο σταυρό που έχεις στο λαιμό, έλα, έλα μαυροφόρα μου, έλα έλα μες τη χώρα μου
- κρατώ τον όρκο μου, δεν τον παραβαίνω: «αφού ορκίστηκε πως θα σε βοηθήσει, να μείνεις ήσυχος, γιατί είναι άνθρωπος που κρατάει τον όρκο του». (Λαϊκό τραγούδι: σ΄ αφήνω γεια αυτή τη νύχτα πριν φύγω θα σου ορκιστώ, μ’ άλλη καμιά πως δε θα μπλέξω κι εγώ τον όρκο μου κρατώ
- μένω πιστός στον όρκο μου, δεν τον παραβαίνω: «αν ορκιστώ να κάνω σε κάποιον κάτι, ό,τι και να συμβεί, μένω πιστός στον όρκο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που ’χε κάνει
- παίρνω όρκο, ορκίζομαι: «πήρα όρκο πως θα κόψω το πιοτό || πήρα όρκο πως πάντοτε θα τον βοηθώ και θα τον προστατεύω». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο παίρνω φωτιά να με κάψει και σεισμός να με βρει μες τη γη, αν εγώ σ’ αρνηθώ
- παίρνω βαρύ όρκο, ορκίζομαι σε κάτι πολύ σημαντικό πως θα τηρήσω ό,τι υποσχέθηκα: «πήρε βαρύ όρκο στον τάφο τ’ αδερφού του πως θα εκδικηθεί τον άνθρωπο που τον δολοφόνησε || παίρνω βαρύ όρκο στ’ όνομα του πατέρα μου πως όποιος σε πειράξει, θα το πληρώσει ακριβά»·
- πατώ τον όρκο μου, παραβαίνω τον όρκο μου: «όταν ορκιστεί σε κάτι, δεν πατάει ποτέ τον όρκο του». (Λαϊκό τραγούδι: και πήρα την απόφαση τον όρκο να πατήσω,τις πίκρες μου, τις πίκρες σας να ξανατραγουδήσω
- τηρώ τον όρκο μου, βλ. φρ. κρατώ τον όρκο μου.

όρος

όρος, ο, ουσ. [<αρχ. ὄρος], το βουνό·
- παίρνω τα όρη τ’ άγρια βουνά, α. κυριεύομαι από μεγάλη απόγνωση, από μεγάλη απελπισία: «με το παραμικρό εμπόδιο που του τυχαίνει, παίρνει τα όρη τ’ άγρια βουνά». β. αποτρελαίνομαι: «πώς να μην πάρει τα όρη τ’ άγρια βουνά ο άνθρωπος με τόσες στενοχώριες που τον βασανίζουν!»·
- στα όρη στ’ άγρια βουνά, α. προσταγή λαϊκού εξορκιστή να φύγει κάθε κακό, κάθε βασκανία που βασανίζει κάποιον. Συνήθως της φρ. προτάσσεται τριπλό φτου(!). β.πολύ απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη περιοχή: «πήγε κι έκτισε ένα σπίτι στα όρη στ’ άγρια βουνά και βρήκε την ησυχία του»·
- το όρος της Αφροδίτης, το εφήβαιο των γυναικών: «το όρος της Αφροδίτης ξεχώριζε έξω απ’ το βρακάκι της».

ουρά

ουρά, η, ουσ. [<αρχ. οὐρά], η ουρά. 1. το τελευταίο σημείο, το σημείο κατάληξης: «έκοψα λίγο τις ουρές των μαλλιών μου, γιατί είχαν κάνει ψαλίδα || η ουρά του κομήτη || η ουρά του αεροπλάνου». 2. η τελευταία σειρά προσώπων ή πραγμάτων σε αντιδιαστολή προς την αρχή, την κεφαλή: «η κεφαλή της πορείας περνούσε μπροστά απ’ τ’ αμερικάνικο προξενείο και η ουρά τρία χιλιόμετρα μακριά || η τάδε ομάδα βρίσκεται στην ουρά του βαθμολογικού πίνακα». 3. λέγεται για άτομο που ακολουθεί πιστά κάποιον, που είναι πειθήνιο όργανό του: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, έχει γίνει η ουρά της || επειδή είναι πλούσιος, έχει γίνει η ουρά του». 4. σειρά ανθρώπων που στέκονται με τάξη ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό: «στάθηκε στην ουρά για να βγάλει εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: την εβρήκα στο Χαϊδάρι δυο σκαλάκια, κόκκινο φως ένα τσούρμο δώδεκα φαντάροι ουρά στην πόρτα, έρωτας στυφός).5. ισχύει και για πράγματα: «λόγω των έργων που γίνονται στην εθνική οδό, στο σημείο εκείνο υπάρχει πάντα μεγάλη ουρά από αυτοκίνητα». Παρομοίωση με το μακρύ και λεπτό σχήμα της ουράς του ζώου. Υποκορ. ουρίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αλόγου ουρά, βλ. λ. άλογο·
- αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της, βλ. λ. σκύλα·
- βάζει παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού την ουρά του·
- βάζω την ουρά στα σκέλια ή βάζω την ουρά στα σκέλια μου ή βάζω την ουρά ανάμεσα στα σκέλια (μου) ή βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (μου) (ενν. και φεύγω), φεύγω, αποχωρώ, υποχωρώ από κάπου ντροπιασμένος ή φοβισμένος: «μόλις τον αποπήρε ο πατέρας του, έβαλε την ουρά στα σκέλια του και μην τον είδατε || μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έβαλε στην ουρά ανάμεσα στα σκέλια και δεν είπε κουβέντα». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσει το αφεντικό του, φεύγει βάζοντας την ουρά ανάμεσα στα σκέλια του·
- βγάζει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λίρα με ουρά ή βγάζει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
- βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
- βγάζει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, α. αποχωρώ, παύω να συμμετέχω σε κάποια υπόθεση, γιατί αντιλαμβάνομαι πως αρχίζει να δυσκολεύει, πως ξεφεύγει από τα όρια της νομιμότητας, ή γιατί αντιλαμβάνομαι πως δε θα αποκομίσω τα οφέλη που υπολόγιζα: «απ’ τη στιγμή που δέχτηκαν να πάρει μέρος στη δουλειά κι ο τάδε που είναι γνωστός απατεώνας, έβγαλα την ουρά μου απ’ έξω || μόλις έπεσε η δουλειά, έβγαλα την ουρά μου απ’ έξω και διέλυσα το συνεταιρισμό». β. αρνούμαι τις ευθύνες μου, τη συμμετοχή μου σε κάποια επιλήψιμη πράξη, κάνω πως δεν ξέρω τίποτα: «μη βγάζεις την ουρά σου απ’ έξω, γιατί, όσο φταίω εγώ, άλλο τόσο φταις κι εσύ»·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
- γίνεται ουρά, λέγεται για πλήθος ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον με τάξη, περιμένοντας για τον ίδιο σκοπό: «πού γίνεται ουρά για να βγάλουμε εισιτήριο;»·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, βλ. λ. διάβολος·
- εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, βλ. λ. σκύλος·
- είναι ουρά μου, βλ. φρ. τον έχω ουρά μου· 
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- έπιασε το χέλι απ’ την ουρά, βλ. λ. χέλι·
- έφυγε με την ουρά στα σκέλια, αποχώρησε, υποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος ή φοβισμένος: «μόλις ο άλλος αποκάλυψε μπροστά σ’ όλους ποιος ήταν το καρφί, ο δικός σου έφυγε με την ουρά στα σκέλια || μόλις τον αγρίεψε ο δικός, έφυγε ο τύπος με την ουρά στα σκέλια»·
- έχει κομμένη την ουρά του, έχει χάσει την ισχύ του, το θράσος του, την αλαζονεία του: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του, έχει κομμένη την ουρά του». Αναφορά στην αλεπού του αισώπειου μύθου·
- έχει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λίρα με ουρά ή έχει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
- έχει ουρά, υπάρχει πλήθος ανθρώπων, που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον με τάξη, περιμένοντας για τον ίδιο σκοπό: «στο ταμείο του σούπερ μάρκετ έχει ουρά»·
- έχει παντού την ουρά του ή έχει την ουρά του παντού, βλ. συνηθέστ. χώνει παντού την ουρά του·
- έχει παρά με ουρά ή έχει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
- έχει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
- έχει ψείρα με ουρά ή έχει ψείρες με ουρά, βλ. λ. ψείρα·
- έχω μαζεμένη την ουρά μου, ενεργώ με διακριτικότητα: «κάθε φορά που έρχεται ο διευθυντής στο γραφείο μου, έχω μαζεμένη την ουρά μου»·
- η γάτα με τις εννιά ουρές, βλ. λ. γάτα·
- η ουρά έμεινε, συγκοπή της φρ. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά: «έλα, κάνε ακόμα λίγο υπομονή, η ουρά έμεινε»·
- κάνουν ουρά, βλ. φρ. περιμένουν ουρά·
- κάνω ουρά, στέκομαι με τάξη πίσω από άλλους ανθρώπους που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό: «αν δεν κάνετε ουρά, δε θα πάρει κανένας σας εισιτήριο»·
- κουνάει την ουρά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, προκαλεί τους άντρες ερωτικά, τα θέλει: «μόλις δει κανένα ομορφόπαιδο, κουνάει την ουρά της». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν θέλει χάδια, πηγαίνει κοντά στο αφεντικό του και κουνάει παιχνιδιάρικα την ουρά του ·
- κουνάει την ουρά του, επιδιώκει κάτι πάρα πολύ, το επιθυμεί ή το προκαλεί: «απ’ ό,τι ξέρω, αυτός ο τύπος κουνάει την ουρά του για καβγά»·
- κυνηγάει την ουρά του, ματαιοπονεί: «ξεκίνησε να φτιάξει χωρίς φράγκο επιχείρηση και μου φαίνεται πως κυνηγάει την ουρά του». Από την εικόνα του σκύλου που προσπαθεί να δαγκώσει την ουρά του·
- μαζεύω την ουρά στα σκέλια ή μαζεύω την ουρά στα σκέλια μου, βλ. συνηθέστ. βάζω την ουρά στα σκέλια·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, λέγεται στις περιπτώσεις που ασχολείται κάποιος με δευτερεύοντα πράγματα, ενώ υπάρχουν άλλα που είναι πολύ ουσιαστικά, ή λέγεται στις περιπτώσεις που μας παρουσιάζουν κάτι ως σημαντικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το σιγά·
- μη στάξει η ουρά του ποντικιού, βλ. συνηθέστ. μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου·
- μου ’γινε ουρά, βλ. φρ. τον έχω ουρά μου·
- περιμένουν στην ουρά, λέγεται στην περίπτωση που πολλοί άνθρωποι περιμένουν για τον ίδιο σκοπό υπομονετικά ο ένας πίσω από τον άλλον: «οι θεατές περιμένουν ουρά για να βγάλουν εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα όμως στα πενήντα καλοστέκεις μια χαρά και για χάρη σου οι γυναίκες σε περιμένουν στην ουρά
- πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές, βλ. λ. φίδι·
- πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, βλ. λ. αχλάδα·
- στην ουρά! απειλητικό ή προτρεπτικό επιφώνημα σε κάποιον να σταθεί πίσω από τον τελευταίο μιας σειράς ανθρώπων που περιμένουν με τάξη για τον ίδιο σκοπό, ενώ αυτός επιχειρεί να τους υποσκελίσει·
- στην ουρά, α. στους τελευταίους, στο τέλος μιας σειράς προσώπων ή πραγμάτων: «αυτόν που ψάχνεις τον είδα στην ουρά της πορείας || η ομάδα μας βρίσκεται στην ουρά του βαθμολογικού πίνακα». β. ο ένας πίσω από τον άλλον περιμένοντας με τάξη για τον ίδιο σκοπό: «οι φίλαθλοι στην ουρά, αγωνιούσαν να φτάσουν στα εκδοτήρια του σταδίου για ν’ αποχτήσουν το πολυπόθητο εισιτήριο του αγώνα». (Τραγούδι: κι από την πρώτη τη βραδιά, τα παλικάρια στην ουρά, κρατούν σφιχτά πέντ’ έξι τάλιρα σωστά
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- τον έχω ουρά μου, με ακολουθεί συνεχώς όπου και αν πηγαίνω, δεν ξεκολλάει από πίσω μου, από κοντά μου: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, τον έχω ουρά μου και δεν μπορώ να κάνω βήμα χωρίς αυτόν»·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος·
- τραβώ την ουρά μου, βλ. φρ. βγάζω την ουρά μου απ’ έξω·
- φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. βόδι·
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
- χώνει παντού την ουρά του ή χώνει την ουρά του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «του το ’χω πει χίλιες φορές να μη χώνει παντού την ουρά του, γιατί γίνεται ενοχλητικός». Συνών. χώνει παντού τη μούρη του / χώνει παντού τη μύτη του·
- χώνει την ουρά του (κάπου), επεμβαίνει κάπου χωρίς να του ζητηθεί: «εσύ τι ενδιαφέρεσαι και χώνεις την ουρά σου;»·
- ψέμα με ουρά ή ψέματα με ουρά, βλ. λ. ψέμα.

πάγος

πάγος, ο, ουσ. [<αρχ. πάγος], ο πάγος. 1. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ ψυχρό ή βρίσκεται σε συνθήκες ψύχους: «έπαιζε δυο ώρες μέσα στα χιόνια και τα χέρια του έγιναν πάγος». 2. άνθρωπος ψυχρός, ανέκφραστος: «όση ώρα του μιλούσε ο άλλος, αυτός ήταν σκέτος πάγος». 3. (και για τα δυο φύλα) που είναι πολύ ψυχρός στον έρωτα: «πάνω στο μήνα τον χώρισε, γιατί ήταν πάγος στο κρεβάτι». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω στον πάγο, α. διακόπτω κάθε δραστηριότητα, σχετικά με κάποια υπόθεση: «μέχρι την ψήφιση του νέου νομοσχεδίου του υπουργείου Πολιτισμού, ο εισαγγελέας έβαλε στον πάγο όλες τις υποθέσεις που ήταν σχετικές με τα διατηρητέα κτίσματα». β. στερώ τη δυνατότητα από κάποιον να δραστηριοποιηθεί, ιδίως σε πολιτικό ή κοινωνικό χώρο: «οι στρατοκράτες έβαλαν στον πάγο όλους τους αντιφρονούντες»· 
- βάλ’ το στον πάγο! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Από την εικόνα του ατόμου που βάζει κάτι στον πάγο, ιδίως τροφές, για συντήρηση. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα / βάλ’ το στον κώλο σου! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βάλε πάγο! ειρωνική έκφραση ή έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω. Από το ότι, η τοποθέτηση πάγου σε χτυπημένο σημείο του σώματος ανακουφίζει από τον πόνο. Συνών. βάλε κλύσμα! ή κάνε κλύσμα! (α)·
- έλιωσε ο πάγος, βλ. φρ. έσπασε ο πάγος·
- ένα στον πάγο, ειρωνική έκφραση σε αντίπαλο που δεν παραδέχεται την ήττα του σε κάποιο γύρο παιχνιδιού (τάβλι, χαρτιά, γκολ (για ποδόσφαιρο), πράγμα που σημαίνει πως, δεχόμαστε χατιρικά αυτή τη θέση του, μόνο και μόνο για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Στην περίπτωση που ο αντίπαλος δεν παραδέχεται για δεύτερη φορά την ήττα του, τότε ακούγεται το δυο στον πάγο ή τρία στον πάγο κ.λπ·
- έσπασε ο πάγος, λέγεται στην περίπτωση που την αρχική τυπικότητα, ψυχρότητα ή αμηχανία σε μια ομάδα ανθρώπων διαδέχεται ένα κλίμα οικειότητας και ευφορίας: «μετά τις πρώτες συστάσεις δεν ξέραμε τι να πούμε και τι να κάνουμε, αλλ’ ευτυχώς που άρχισε ο τάδε να λέει κάτι ανέκδοτα κι έσπασε ο πάγος»· βλ. και φρ. σπάω τον πάγο·
- κολόνα πάγου, βλ. λ. κολόνα·
- λιώνω τον πάγο, βλ. φρ. σπάω τον πάγο·
- πιάνει πάγο (κάπου, ιδίως σε δρόμο ή σε μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος), δημιουργείται πάγος: «να προσέχεις πολύ τις στροφές της Κατάρας, γιατί, όπου δεν τις βλέπει ο ήλιος, πιάνει πάγο»·
- πουλάει πάγο στους Εσκιμώους, πρόκειται για πανέξυπνο, για πολύ καπάτσο άτομο: «αυτόν θα ξεγελάσεις! Αυτός πουλάει πάγο στους Εσκιμώους, αγόρι μου!»·
- σπάω τον πάγο, διαλύω την ψυχρότητα που είχε δημιουργηθεί σε μια φιλία ή σε μια άλλη στενή σχέση εξαιτίας κάποιας παρεξήγησης και επιφέρω τη συμφιλίωση: «δε μου πήγαινε να μη μιλάω με τον αδερφό μου, γι’ αυτό βρήκα τον τρόπο να σπάσω τον πάγο κι όλα έγιναν πάλι μέλι γάλα»· βλ. και φρ. έσπασε ο πάγος·
- του βάζω πάγο, τον επιπλήττω πολύ αυστηρά: «τον κάλεσε ο προϊστάμενος στο γραφείο του και του ’βαλε πάγο, επειδή άργησε το πρωί στη δουλειά». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό να τοποθετούν επάνω στο κορμί κάποιου πάγο, πράγμα που υπήρξε κάποτε σωματικό μαρτύριο για την απόσπαση μυστικού ή ομολογίας.

παντελόνι

παντελόνι κ. πανταλόνι, το, ουσ. [<ιταλ. pantaloni <γαλλ. pantalon], το παντελόνι. 1. η τσέπη, το πορτοφόλι, ιδίως αυτό που είναι γεμάτο με λεφτά: «όταν έχεις παντελόνι, δε φοβάσαι τίποτα». 2. συχνά ο πλ. με τη σημασία του εν. αριθμού: «σου ’πεσαν τα παντελόνια || κούμπωσε με τρόπο τα παντελόνια του».Υποκορ. παντελονάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αν έχεις παντελόνια, έλα, βλ. συνηθέστ. αν φοράς παντελόνια, έλα·
- αν φοράς παντελόνια, έλα, αν είσαι πράγματι άντρας έλα (ενν. να αναμετρηθούμε δυναμικά): «εμένα δε με τρομάζεις με τα λόγια κι αν φοράς παντελόνια, έλα»·
- απ’ το παντελόνι μου (σου, του κ.λπ.), από τα λεφτά μου (σου, του κ.λπ.), από την τσέπη μου (σου, του κ.λπ.): «όλη αυτή τη σπιταρόνα που βλέπεις, την έφτιαξα απ’ το παντελόνι μου»·
- βράζει το παντελόνι του, βρίσκεται πάνω στα νιάτα του, πάνω στη σεξουαλική του ορμή: «το μυαλό του γιου μου είναι συνέχεια στις γυναίκες, γιατί βράζει το παντελόνι του»·
- έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι, πρόκειται για πάρα πολύ φτωχό άτομο: «εσύ δεν είσαι τόσο φτωχός, γιατί ξέρω κάποιον που έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι»·
- θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, θα σε καταξεφτιλίσω, θα σε καταντροπιάσω: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου βγάλω τα παντελόνια μπροστά στον κόσμο»·
- και φοράς (και) παντελόνια! βλ. φρ. κρίμα στα παντελόνια σου(!)·
- κατεβάζω το παντελόνι ή κατεβάζω το παντελόνι μου ή κατεβάζω τα παντελόνια ή κατεβάζω τα παντελόνια μου, αποδέχομαι όλες τις απαιτήσεις κάποιου, υποκύπτω ολοκληρωτικά στις απαιτήσεις κάποιου: «για να πάρει μια θέση στο εργοστάσιο, κατέβασε και τα παντελόνια του στο διευθυντή»·
- κοντό παντελόνι, βλ. λ. παντελονάκι·
- κρίμα στα παντελόνια σου! ή κρίμα στα παντελόνια που φοράς! υποτιμητική ή επιτιμητική έκφραση σε άντρα που συμπεριφέρεται ανάρμοστα ή δειλά σε αντιδιαστολή με τον πραγματικό άντρα, που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει ή με γενναιότητα: «δε ντρέπεσαι να δέρνεις μικρό παιδί, κρίμα στα παντελόνια που φοράς! || σαν δε ντρέπεσαι να φοβάσαι αυτό το σκυλάκι, κρίμα στα παντελόνια σου!»·
- μακρύ παντελόνι, που τα μπατζάκια του καλύπτουν τα πόδια μέχρι τους αστραγάλους
- παντελόνι σωλήνας, που έχει στενά μπατζάκια και για το λόγο αυτό είναι πολύ εφαρμοστό στα πόδια: «το παντελόνι σωλήνας ήταν κάποτε πολύ της μόδας»·
- τα κάνω παντελόνια (ενν. τα πούλια μου), (για τάβλι) συσσωρεύω πολλά πούλια μου πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή σε πόρτα μου: «αφού έτσι μου ’ρχεται το ζάρι, είμαι υποχρεωμένος να τα κάνω παντελόνια». Από το μήκος που δημιουργείται, όταν συσσωρεύονται τα πούλια το ένα πάνω στο άλλο, κάτι που παρομοιάζεται με το μπατζάκι του παντελονιού. Συνών. τα κάνω κοκορέτσι·
- τα ’χω στο παντελόνι (ενν. τα χρήματα), έχω λεφτά (χωρίς απαραίτητα να είμαι και πλούσιος): «σήμερα που πληρώθηκα και τα ’χω στο παντελόνι, μπορώ να πάω να σας κεράσω από ένα ουίσκι»·
- τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που έχω, βλ. συνηθέστ. τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ·
- τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ, συμπεριφέρομαι ως πραγματικός άντρας: «σαν άντρας έχω μια αξιοπρέπεια, γι’ αυτό τιμώ τα παντελόνια που φορώ»·
- του ’πεσαν τα παντελόνια, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να τραβάει το περίστροφό του, του ’πεσαν τα παντελόνια»·
- του πήραν και το παντελόνι ή του πήραν και τα παντελόνια, του πήραν όλα τα χρήματα που είχε επάνω του, ιδίως του κέρδισαν όλα τα χρήματα σε χαρτοπαίγνιο: «έκατσε να παίξει με τα σαΐνια της πιάτσας και του πήραν και τα παντελόνια».

παντζάρι

παντζάρι, το, ουσ. [<τουρκ. pancar], το παντζάρι· η ερεθισμένη, η κόκκινη βάλανος από την έντονη επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την πηδούσα όλο το βράδυ κι έγινε ο πούτσος μου παντζάρι». Από το ότι, το παντζάρι έχει βαθύ κόκκινο χρώμα. Παλιότερα, ανάμεσα στα παιδιά, κυκλοφορούσε το παρακάτω λογοπαίγνιο: -Πες Αμεντέο Νατσάρι (γνωστός ηθοποιός του ιταλικού κινηματογράφου στις δεκαετίες του 1950 και 1960). -Αμεντέο Νατσάρι. -Να στη βάλω καρότο, να στη βγάλω παντζάρι», βλ. φρ. πιο κάτω·
- γίνομαι κόκκινος παντζάρι ή γίνομαι κόκκινος σαν παντζάρι ή γίνομαι κόκκινος σαν το παντζάρι, κοκκινίζω από ντροπή ή θυμό: «είναι τόσο ντροπαλό παιδί, που, μόλις το κακομιλήσεις λίγο, γίνεται κόκκινος παντζάρι || όταν του ’βρισε ο άλλος τη μάνα, έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι ο δικός σου και χίμηξε απάνω του να τον φάει»·
- κοκκινίζω σαν παντζάρι ή κοκκινίζω σαν το παντζάρι, βλ. φρ. γίνομαι κόκκινος παντζάρι·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή στον κώλο του), δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, και όσον αφορά τον άντρα, είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «η τάδε δε λέει σε τίποτα όχι κι αν θέλεις, τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι || τα ’μαθες για τον τάδε; Τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι!». Ιδίως μεταξύ των παιδιών της δεκαετίας του 1950, η έκφραση αυτή εκτοξευόταν και ως βρισιά. Συνών. τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι.

πειρασμός

πειρασμός, ο, ουσ. [<μτγν. πειρασμός], ο πειρασμός. 1. επιθυμία, λαχτάρα, ιδίως για κάτι κακό ή οτιδήποτε απαγορευμένο, που προκαλεί επιθυμία ή λαχτάρα: «είναι λίγος καιρός που έκοψε το τσιγάρο, αλλά έχει ακόμα τον πειρασμό || τα ναρκωτικά είναι ένας ηλίθιος πειρασμός για πολλούς νέους». 2. οτιδήποτε διεγείρει έντονη επιθυμία για απόλαυση: «αυτό το κοκορέτσι είναι πειρασμός || ένα καλό κρασί είναι πάντα πειρασμός». 3. γυναίκα πολύ όμορφη, πολύ προκλητική, που διεγείρει τον ερωτικό πόθο, τα σεξουαλικά ένστικτα: «δεν μπορεί κανένας άντρας ν’ αντισταθεί σ’ αυτόν τον πειρασμό». (Τραγούδι: είσαι παιδί μου πειρασμός, σεισμός, α για για για, στόμα, χαμόγελο, κορμί, γραμμή, α για για για). 4. ο διάβολος, ο σατανάς: «μην αφήνεις να σε κυριέψει ο πειρασμός»·
- βάζω σε πειρασμό (κάποιον), κολάζω, σκανδαλίζω κάποιον, τον παρασύρω σε αμάρτημα ή σε απρεπή πράξη: «αυτή η γυναικάρα βάζει σε πειρασμό όλους τους άντρες || έτσι όπως αφήνει το ταμείο του ανοιχτό, βάζει σε πειρασμό τον οποιοδήποτε για να τον κλέψει». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτό το κίτρινο πλεχτό σαν καναρίνι μοιάζεις κι όλους τους άντρες, βρε κουκλί, σε πειρασμό τους βάζεις)· βλ. και φρ. βάζω (κάποιον) στον πειρασμό να(…)·
- βάζω (κάποιον) στον πειρασμό να…, κάνω κάποιον να αισθάνεται την επιθυμία να…, παρακινώ κάποιον να κάνει κάποιο αμάρτημα ή κάποια απρεπή πράξη…: «με το πες πες, μ’ έβαλε στον πειρασμό ν’ αγοράσω ίδιο αυτοκίνητο με το δικό του || κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναικάρα να περνάει από μπροστά μου με βάζει στον πειρασμό να της χιμήξω»· βλ. και φρ. βάζω σε πειρασμό (κάποιον)·
- δεν αντέχω στον πειρασμό, δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία που νιώθω να κάνω κάτι απαγορευμένο: «έχω ανεβασμένη τη χοληστερόλη μου, όμως ήταν τόσο νόστιμο το αρνάκι που δεν άντεξα στον πειρασμό και ζήτησα και δεύτερη μερίδα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο·
- μου μπήκε ο πειρασμός, βλ. φρ. μπαίνω σε πειρασμό·
- μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, έχω καταληφθεί από το διάβολο ή από δαίμονες και ενεργώ παράλογα ή αντίθετα προς την ηθική μου: «ξαφνικά μπήκε ο πειρασμός μέσα μου και χωρίς να το καταλάβω, έβαλα χέρι στο ταμείο του φίλου μου»·  
- μπαίνω σε πειρασμό, κολάζομαι, σκανδαλίζομαι από γυναίκα: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα να περνάει από μπροστά μου, μπαίνω σε πειρασμό και μου ’ρχεται να την αγκαλιάσω και να την πνίξω στα φιλιά»· βλ. φρ. μπαίνω στον πειρασμό να(…)·
- μπαίνω στον πειρασμό να…, αισθάνομαι την επιθυμία να…, παρακινούμαι να κάνω κάποιο αμάρτημα ή κάποια απρεπή πράξη…: «μετά από τόσα καλά που άκουσα, μπήκα στον πειρασμό ν’ αγοράσω κι εγώ το ίδιο αυτοκίνητο με τον τάδε || κάθε φορά που τον ακούω να μιλάει με τόσο πάθος για τα ταξίδια, μπαίνω στον πειρασμό ν’ αρχίσω κι εγώ τα ταξίδια || μην αφήνεις το ταμείο σου ανοιχτό, γιατί μπαίνω στον πειρασμό να βάλω χέρι στα λεφτά σου»· βλ. και φρ. μπαίνω σε πειρασμό·

πείσμα

πείσμα, το, ουσ. [<αρχ. πεῖσμα]. 1. ανένδοτη, ανυποχώρητη ή παράλογη εμμονή σε μια επιδίωξη, γνώμη ή επιθυμία: «το πείσμα δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν». 2. στον πλ. τα πείσματα, τα καμώματα, τα νάζια: «θέλει πείσματα η αγάπη για να ’χει νοστιμάδα». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα παιδιαρίσματα στο ’χω ξαναπεί, αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει προκοπή). Συνών. γινάτι. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- από πείσμα, βλ. φρ. για (το) πείσμα·
- αρβανίτικο πείσμα, η ανένδοτη, η ανυποχώρητη ή η παράλογη εμμονή σε μια επιδίωξη, γνώμη ή επιθυμία: «τέτοιο αρβανίτικο πείσμα δεν έχω συναντήσει σε άνθρωπο»·
- αρναούτικο πείσμα, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο πείσμα·
- ας είν’ καλά το πείσμα του! έκφραση που δηλώνει πως θα ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που αρνείται πεισματικά να μας βοηθήσει το άτομο από το οποίο ζητάμε βοήθεια, ή και, αν δεν την ξεπεράσουμε, το μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση της μνησικακίας του·
- βάζω πείσμα, βλ. φρ. το βάζω πείσμα·
- βαστώ πείσμα, βλ. φρ. κρατώ πείσμα·
- βουργάρικο πείσμα, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο πείσμα·
- γαϊδουρινό πείσμα, το μεγάλο πείσμα: «όταν τον πιάσει το γαϊδουρινό πείσμα, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα του γαϊδάρου που, όταν πεισμώνει, στυλώνει τα πόδια του και δεν κάνει βήμα παρόλες τις προτροπές ή το ξύλο που του δίνει το αφεντικό του·
- για (το) πείσμα, μόνο και μόνο επειδή πεισμώσαμε, μόνο και μόνο από εγωιστική επιμονή, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή την προηγούμενη φορά δεν ήρθατε μαζί μου, δε θα ’ρθω κι εγώ μαζί σας για πείσμα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- έχει πείσμα, είναι πολύ πεισματάρης, πολύ ξεροκέφαλος: «αφού είπε κάτι, μην περιμένεις ν’ αλλάξει γνώμη, γιατί έχει πείσμα αυτός ο άνθρωπος»·
- κάνω πείσματα, προσποιούμαι πως δε θέλω κάτι, κάνω νάζια: «μ’ αρέσει, όταν κάνει πείσματα η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και δώσ’ μου ένα φιλί, μη μου τ’ αρνιέσαι, φως μου, και μη μου κάνεις πείσματα,οπόταν είσαι μπρος μου
- κρατώ πείσμα, διατηρώ, τρέφω μνησικακία για κάποιον: «μην του πας κόντρα, γιατί κρατάει πείσμα και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί του»·
- με πείσμα, με επιμονή, πεισματικά: «άρχισε να δουλεύει με πείσμα για να παραδώσει τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που είχε δώσει»·
- με πιάνει το πείσμα, επιμένω σε κάτι από αντίδραση, πεισμώνω, γίνομαι ισχυρογνώμονας: «όταν με πιάνει το πείσμα, μην προσπαθείς να μ’ αλλάξεις γνώμη, γιατί δε θα καταφέρεις τίποτα»·
- μουλαρίσιο πείσμα, βλ. συνηθέστ. γαϊδουρινό πείσμα·
- σε πείσμα όλων, επιμένοντας πεισματικά παρά τη γνώμη όλων για το αντίθετο: «κάποτε τον είχαν ξοφλημένο, αλλά σε πείσμα όλων κατάφερε ν’ απαλλαγεί απ’ τα ναρκωτικά»·
- το βάζω πείσμα, πεισμώνω, γίνομαι ισχυρογνώμονας: «όταν το βάλει πείσμα, δε λέει να βάλει μπουκιά στο στόμα του»·
- το βάζω πείσμα να..., αποφασίζω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι οπωσδήποτε: «αφού το ’βαλε πείσμα να τελειώσει το πανεπιστήμιο, θα το τελειώσει»·
- τον βάζω πείσμα, βλ. φρ. τον έχω πείσμα·
- τον έχω πείσμα, τον εχθρεύομαι, θέλω, επιδιώκω να του κάνω κακό: «τον έχω τέτοιο πείσμα, που, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον λιώσω»·
- του βαστώ πείσμα, βλ. φρ. τον έχω πείσμα·
- του κρατώ πείσμα, βλ. φρ. τον έχω πείσμα.

περιθώριο

περιθώριο, το, ουσ. [κατά Α. Κοραή από το περιθεώριον· κατ’ άλλους από το ρ. περιθέω (= περιτρέχω)], το περιθώριο· τρόπος ζωής έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα πλαίσια της κοινωνίας, χωρίς καμιά συμμετοχή ή ρόλο σε αυτή: «το κοινωνικό περιθώριο τείνει να εξελιχθεί σε μια απέραντη χωματερή». (Λαϊκό τραγούδι: η αστυνομία πάλι μπλόκο ετοιμάζει, του περιθώριου τα σκουπίδια να μαντρώσει, κι εσύ μια τρύπα ψάχνεις να ξεράσεις, κι εγώ μια έξοδο κινδύνου να με σώσει). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- άνθρωπος του περιθωρίου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω στο περιθώριο, (για χρήματα) αποταμιεύω, βάζω στην άκρη: «κάθε τόσο βάζω μερικά λεφτουδάκια στο περιθώριο για ώρα ανάγκης»· βλ. και φρ. τον βάζω στο περιθώριο·
- δεν έχω περιθώρια ή δεν έχω τα περιθώρια, δεν έχω τη δυνατότητα ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «δεν έχω περιθώρια να σε βοηθήσω οικονομικά, γιατί κι εγώ βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση || δεν έχω τα περιθώρια να πάρω άλλους υπαλλήλους στη δουλειά μου»·
- δεν υπάρχουν περιθώρια ή δεν υπάρχουν τα περιθώρια, δεν υπάρχουν οι δυνατότητες ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «δεν υπάρχουν περιθώρια για περισσότερα έξοδα»·
- δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, δεν υπάρχει άνεση χρόνου για κάποια πράξη: «πρέπει να βιαστούμε, γιατί δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου και θα χάσουμε το τρένο || πρέπει να βιαστούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γι’ αυτό δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου για τεμπελιά»·
- έχω στο περιθώριο, (για χρήματα) έχω αποταμιευμένα, έχω στην άκρη: «για ώρα ανάγκης έχω στο περιθώριο κάτι λεφτουδάκια»·
- ζω στο περιθώριο, α. ζω μακριά από κάθε κοινωνική ή επαγγελματική δραστηριότητα: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, ζω στο περιθώριο». β. ζω έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα πλαίσια της κοινωνίας, χωρίς να έχω καμιά συμμετοχή ή ρόλο σε αυτή: «όσοι ζουν στο περιθώριο, δεν έχουν καλή κατάληξη στη ζωή τους». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι να πω στο περιθώριο που ζω φυλακισμένος, το σ’ αγαπώ μοιάζει με λέξη που τη λέει μεθυσμένος
- με βάζουν στο περιθώριο, με παραμερίζουν, με παραγκωνίζουν: «ο καινούριος διευθυντής μ’ έβαλε στο περιθώριο, γιατί έχουμε διαφορετικό σκεπτικό σχετικά με τον τρόπο παραγωγής του εργοστασίου»·
- μπαίνω στο περιθώριο, βλ. φρ. περνώ στο περιθώριο·
- περνώ στο περιθώριο, αποσύρομαι από την ενεργό δράση: «απ’ τη στιγμή που το χώνεψα πως με πήραν τα χρόνια, πέρασα στο περιθώριο και ζω ήσυχη ζωή»·
- στενεύουν τα περιθώρια, εξαντλείται η δυνατότητα ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «πρέπει να βιαστούμε να παραδώσουμε τη δουλειά, γιατί στενεύουν τα περιθώρια και θα εκτεθούμε»· 
- τον βάζω στο περιθώριο, τον παραμερίζω, τον παραγκωνίζω: «απ’ τη στιγμή που μεγάλωσαν τα παιδιά του, τον έβαλαν στο περιθώριο κι ανέλαβαν αυτά τη διεύθυνση του εργοστασίου»·
- τον έχω στο περιθώριο, τον έχω παραμερισμένο, παραγκωνισμένο: «δεν περνάει πια ο λόγος του στη δουλειά, γιατί εδώ και πολύ καιρό τον έχουν στο περιθώριο».

περιπέτεια

περιπέτεια, η, ουσ. [<αρχ. περιπέτεια], η περιπέτεια. 1. επιδιωκόμενο ή αναπάντεχο συμβάν που παρουσιάζει κινδύνους ή θέτει προβλήματα κατά την εκτέλεση, την πραγματοποίηση ή το ξεπέρασμά του: «αποφεύγω τα οργανωμένα ταξίδια, γιατί μ’ αρέσει να ζω την περιπέτεια σε κάθε χώρα που επισκέπτομαι || είχε μια περιπέτεια με την υγεία του, αλλά ευτυχώς την ξεπέρασε». 2. χαρακτηρισμός λογοτεχνικού, ιδίως κινηματογραφικού έργου, με έντονη δράση και με συχνές εναλλαγές καλών ή κακών καταστάσεων: «είδαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια στο τάδε σινεμά». 3. σύντομη ερωτική ιστορία: «είχα μαζί της μια περιπέτεια και τίποτ’ άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: αφού σου είπα με το νυ και με το σίγμα την περιπέτεια που είχα στη ζωή και με συγχώρεσες, γιατί είχα πέσει θύμα, τι θέλεις τώρα από μένα τη φτωχή).4. δυσκολία, ταλαιπωρία, πάθημα: «τι περιπέτεια ήταν κι αυτή, μέχρι να πάρω το πιστοποιητικό γεννήσεως απ’ το δήμο!». Παλιότερα, οι παρέες χαρακτήριζαν περιπέτεια τις ομαδικές περιπλανήσεις τους σε χώρους όπου υπήρχε έντονο λαϊκό στοιχείο, σε χώρους όπου εκδίδονταν γυναίκες ή όταν πραγματοποιούσαν τη γνωστή μπουρδελότσαρκα (βλ. λ.). Υποκορ. περιπετειούλα, η·
-μπαίνω σε περιπέτειες, ασχολούμαι με κάτι ή μου τυχαίνει κάτι που μου δημιουργεί μπελάδες, προβλήματα: «μπλέχτηκα με μια δουλειά που δεν τη γνώριζα και μπήκα σε περιπέτειες»·
- τον βάζω σε περιπέτειες, του δημιουργώ μπελάδες, προβλήματα: «του ’δωσα λανθασμένες πληροφορίες για τη δουλειά που θ’ άρχιζε και τον έβαλα σε περιπέτειες τον άνθρωπο!».

πιάτο

πιάτο, το, ουσ. [<ιταλ. piatto <λατιν. σπάν. platus <ελλ. πλατύς], το πιάτο. 1. η ποσότητα τροφής, που περιέχεται σε ένα πιάτο: «του πρόσφερα ένα πιάτο φασουλάδα και το ’φαγε όλο || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έφαγα δυο πιάτα». 2. τοποθεσία σε πλατιά και ανοιχτή έκταση, που τη βλέπει κανείς από υψόμετρο: «αν ανεβείς στα κάστρα, έχεις πιάτο μπροστά σου τη Θεσσαλονίκη». 3. ειδική μεταλλική επιφάνεια που χρησιμοποιείται στις ρόδες του αυτοκινήτου για να καλύπτει το μέρος εκείνο όπου υπάρχουν τα μπουλόνια: «σε μια απότομη στροφή μου ’φυγε το πιάτο του πίσω δεξιού τροχού». 4α. στον πλ. τα πιάτα, οι κεραίες της δορυφορικής τηλεόρασης: «στις πλούσιες βίλες του Πανοράματος βλέπει κανείς συχνά πυκνά τα πιάτα της δορυφορικής τηλεόρασης». β. μουσικά κρουστά εξαρτήματα των ντραμς: «τα πιάτα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ντραμς». Υποκορ. πιατάκι, το. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- βγάζω πιάτο, προσφέρω στους καλεσμένους μου πιάτο με ποικιλία κρύων φαγητών: «μαζευτήκαμε μερικοί φίλοι στο σπίτι μου κι η γυναίκα μου έβγαλε πιάτο με διάφορα τυριά, κασέρια και σαλάμια»·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. συνηθέστ. για ένα πιάτο φακή·
- για ένα πιάτο φακή (αντί πινακίου φακής), βλ. λ. φακή·
- δεύτερο πιάτο, βλ. λ. το κυρίως πιάτο·
- έγλειψα το πιάτο μου, έφαγα όλο το φαγητό μου είτε γιατί ήταν πολύ νόστιμο είτε γιατί πεινούσα πολύ: «είχα τέτοια πείνα, που έγλειψα το πιάτο μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έγλειψα το πιάτο μου». Από την εικόνα του ατόμου που για έναν από τους δυο παραπάνω λόγους με μια βούκα ψωμιού, ιδίως ψίχας, σκουπίζει προσεκτικά ό,τι τυχόν έμεινε από το φαγητό στο πιάτο του, ενώ, όταν το άτομο αυτό είναι μικρό παιδί, το γλείφει κυριολεκτικά με τη γλώσσα του·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, δηλώνει μεγάλη φτώχεια ή έντονη δίαιτα, δηλ. το άτομο έχει τη δυνατότητα να φάει μόνο μια φορά την ημέρα. Το βάλ’ το θέλει να δηλώσει μέρος του σώματος (πλευρά, χέρια, πόδια, πρόσωπο, κ.λπ.) με την έννοια τι θα πρωτοπρολάβει να θρέψει τόσο λίγο φαγητό·
- ζητώ (και) δεύτερο πιάτο, ζητώ επιπλέον φαγητό από αυτό που μου έδωσαν: «ήταν τόσο νόστιμος ο μουσακάς, που ζήτησα και δεύτερο πιάτο»·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. φρ. ζητώ (και) δεύτερο πιάτο·
- η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, βλ. λ. εκδίκηση·
- θέλει μουνί, το θέλει και στο πιάτο, βλ. λ. μουνί·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ. φρ. τα θέλει όλα στο πιάτο·
- θέλω να φάω και το πιάτο, λέγεται για φαγητό που είναι πολύ νόστιμο, που μου αρέσει πάρα πολύ: «κάθε φορά που τρώω μουσακά, θέλω να φάω και το πιάτο»·
- κάνει τα πιάτα να τρίζουν, (για υγρά καθαρισμού πιάτων) τα καθαρίζει στην εντέλεια: «βγήκε ένα καινούριο υγρό καθαρισμού, που κάνει τα πιάτα να τρίζουν». Από διαφημιστικό σλόγκαν·
- κρύο πιάτο, ποικιλία από φαγητά που σερβίρονται κρύα (τυριά, κασέρια, σαλάμια κ.ά): «μαζί με τα ουισκάκια μας παραγγείλαμε κι ένα κρύο πιάτο»·
- πρώτο πιάτο, το φαγητό που σερβίρεται σε ένα γεύμα πριν από το κυρίως πιάτο, δηλ. σούπα ή διάφορα ορεκτικά: «τι περιείχε το πρώτο πιάτο;»·   
- σπάω πιάτα, διασκεδάζω έντονα σε μπουζουκτσίδικο σπάζοντας πιάτα στην πίστα: «πάμε το Σάββατο να σπάσουμε πιάτα;». Από τη συνήθεια που επικρατεί σε λαϊκά κυρίως μαγαζιά, τα σκυλάδικα, οι θαμώνες να σπάνε πιάτα ως ένδειξη κεφιού ή θαυμασμού προς τον τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια·
- τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, τα βρίσκει όλα έτοιμα από τους άλλους, χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή προσπάθεια, και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ χαϊδεμένος από κάποιους: «είναι μοναχογιός και τα βρίσκει όλα στο πιάτο || ώρες ώρες, μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο, γιατί, όλα στο πιάτο τα βρίσκει και παραπονιέται κι από πάνω»·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, τα θέλει όλα έτοιμα χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή την παραμικρή προσπάθεια, και, κατ’ επέκταση, είναι ανίκανος, ιδίως τεμπέλης: «έχει αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα αυτός ο άνθρωπος, γιατί όλη τη μέρα κάθεται και τα θέλει όλα στο πιάτο || είναι τόσο τεμπέλης άνθρωπος, που όλα στο πιάτο τα θέλει»·
- τα κάνω πιάτα (ενν. τα λεφτά μου), (ειρωνικά ή επιτιμητικά) τα ξοδεύω ασυλλόγιστα σπάζοντας πιάτα στα μπουζούκια: «πώς να μην πέσει έξω, αφού όλα του τα λεφτά τα κάνει πιάτα»·
- το κυρίως πιάτο, α. το κυρίως φαγητό από το οποίο αποτελείται ένα γεύμα: «το κυρίως πιάτο, που μας σερβίρισε, ήταν κρέας με μελιτζάνες». β. το κυρίως, το πιο ενδιαφέρον και ουσιαστικό σημείο μιας υπόθεσης, μιας συνομιλίας: «δε συμφωνήσαμε, γιατί, μόλις φτάσαμε στο κυρίως πιάτο της κουβέντας μας, τον ειδοποίησαν πως τράκαρε ο γιος του, κι έφυγε σαν παλαβός»·
- το πιάτο της ημέρας, συγκεκριμένο φαγητό που σερβίρεται σε ένα εστιατόριο εκτός από το άλλο μενού: «σήμερα το πιάτο της ημέρας αποτελείται από λαγό στιφάδο, σαλάτα, φρούτο εποχής ή γλυκό»·
- του ’δωσε το γκολ στο πιάτο, βλ. λ. γκολ·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, έκφραση που δηλώνει πως, όποιος έχει τις παραπάνω δραστηριότητες, συνήθως είναι χωρίς χρήματα, περνάει φτωχικά.

πιπέρι

πιπέρι, το, ουσ. [<μσν. πιπέρι(ον) <αρχ. πέπερι], το πιπέρι·
- θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «με τα λόγια είναι όλα εύκολα, αν βγεις όμως στην αγορά να πουλήσεις άγνωστο προϊόν, θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις τις πραγματικές δυσκολίες της: «όσο σε τάιζαν οι γονείς σου, ήταν όλα εύκολα, απ’ τη στιγμή όμως που αποφάσισες να κάνεις δική σου οικογένεια, θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι». Από το ότι κατά τη βυζαντινή περίοδο το πιπέρι το άλεθαν οι τιμωρημένοι καλόγεροι (εξού και το παιγνιώδες δημοτικό τραγούδι: πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι, με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν), οπότε ο χορευτής γονατιστός στο ένα του πόδι τρίβει με κυκλικές κινήσεις το γόνατό του στο πάτωμα υπονοώντας το τρίψιμο του πιπεριού. Εκτός από το γόνατο, υπάρχει αναφορά στη μύτη, στον κώλο και στο τσουτσούνι. Τότε ο χορευτής πέφτει μπρούμυτα, και στηριζόμενος στα δυο του χέρια κάνει τις κυκλικές κινήσεις του τριψίματος με τη μύτη ή το τσουτσούνι του. Στην περίπτωση του κώλου, γυρίζει ανάσκελα και στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια κάνει τις απαραίτητες κυκλικές κινήσεις με τον κώλο του. Όλες αυτές οι στάσεις για να καταδείξουν τη δυσκολία με την οποία γινόταν το τρίψιμο του πιπεριού. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·
- θα σου βάλω πιπέρι (ενν. στη γλώσσα σου, στο στόμα σου), λέγεται ειρωνικά, με την έννοια της τιμωρίας, σε άτομο που αισχρολογεί, που κατηγορεί κάποιον ή που γενικά λέει πράγματα που δε μας είναι αρεστά, ή σε παιδί που λέει άσχημα λόγια, που βρίζει ανάρμοστα για την ηλικία του: «αν ξαναβρίσεις, θα σου βάλω πιπέρι || αν ξαναπείς κακό για κανέναν, θα σου βάλω πιπέρι»·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. φρ. θα σου βάλω πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. φρ. θα σου βάλω πιπέρι·
- θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο·
- να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου, αν λείψουν οι γνωριμίες σου, οι υποστηρικτές σου, τότε θα φανεί η πραγματική σου αξία, τότε θα φανεί, αν έχεις ικανότητες: «σίγουρα θα πρόκοβες στη ζωή σου απ’ τη στιγμή που από παντού έχεις βοήθεια, όμως, να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου»·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι υπερβολικά σπάταλο, ή που, γενικά, είναι υπερβολικό στις ενέργειές του: «πήγε με την παρέα του στα μπουζούκια κι έκαιγε τα πενηντάρικα στην πίστα. -Όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα». Συνών. όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. συνηθέστ. όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα·
- πώς το τρίβουν το πιπέρι, έκφραση που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο αυνανίζονται οι γυναίκες: «έμαθε από μικρή πώς το τρίβουν το πιπέρι». Από την κυκλική κίνηση των δακτύλων, καθώς η γυναίκα πιέζει με τις άκρες τους την κλειτορίδα της πράγμα που παρομοιάζεται με τις κινήσεις του ατόμου που αλέθει το πιπέρι μέσα στο γουδί με το γουδοχέρι.

πλένω

πλένω, ρ. [<μσν. πλένω <αρχ. πλύνω], πλένω· ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρουσιάσω ως νόμιμα χρήματα που κερδίστηκαν με παράνομες ενέργειες, ιδίως από πώληση ναρκωτικών ή όπλων, από εμπόριο λευκής σαρκός ή και από τζόγο ως νόμιμα, ξεπλένω: «υπάρχουν πολλές τράπεζες σήμερα που πλένουν εκείνα τα λεφτά που κερδίσθηκαν με παράνομο τρόπο»·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, δηλώνει πως πρέπει να προσέχουμε τις συναναστροφές μας, γιατί συνήθως, αυτός που μας κάνει κακό, δεν ενδιαφέρεται να επανορθώσει: «εγώ έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. -Άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το». Λέγεται με συμβουλευτική διάθεση·  
- όταν μιλάς (για κάποιον ή για κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, βλ. λ. στόμα·
- πλένω το καλάμι, βλ. λ. καλάμι·
- πλύνε βάλε, (υποτιμητικά για είδη ένδυσης ή και για μαγειρικά σκεύη) που είναι πολύ ανθεκτικό στην καθημερινή χρήση και χρησιμοποιείται συνέχεια λόγω ελλείψεως άλλου: «έχει ένα κοστούμι πλύνε βάλε απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε || έχουν ένα σερβίτσιο σπίτι τους πλύνε βάλε»·
- το ’να χέρι πλένει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, βλ. συνηθέστ. το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, λ. χέρι·
- τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς ή τον αράπη σαν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, βλ. λ. αράπης·
- τσελβόλ, πλύνε βάλε, βλ. λ. τσελβόλ.

πόδι

πόδι, το, ουσ. [<αρχ. πόδιον, υποκορ. του ουσ. πούς], το πόδι. 1. στήριγμα επίπλου: «το πόδι της καρέκλας || το πόδι του κρεβατιού». 2. χερσόνησος: «το Άγιο Όρος βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής». Υποκορ. ποδαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- ακολουθώ κατά πόδας (κάποιον), παρακολουθώ στενά κάποιον, βρίσκομαι συνέχεια από πίσω του: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον ακολούθησα κατά πόδας και κατέγραψα όλες τις κινήσεις του»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «η ζωή δεν είναι εύκολη κι αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- άναψαν τα πόδια μου, ζεστάθηκαν πάρα πολύ από την ορθοστασία, την πεζοπορία, από το ότι έχω μεγάλο χρονικό διάστημα να βγάλω τα παπούτσια μου ή από τα συνεχή τρεξίματα για διάφορες δουλειές, για διάφορες υποθέσεις: «έχω ολόκληρη μέρα να βγάλω τα παπούτσια μου κι άναψαν τα πόδια μου || άναψαν τα πόδια μου σήμερα, μέχρι να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που είχα»·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αφού ξέρω πως αυτή ανοίγει τα πόδια της από μικρή». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα σκέλια της· βλ. και φρ. σηκώνει τα πόδια της·
- άνοιξε τα πόδια σου! προτροπή ή παράκληση σε κάποιον να επιταχύνει το βηματισμό του: «άνοιξε τα πόδια σου, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. άνοιξε το βήμα σου(!)·
- αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- απλώνω τα πόδια μου, επεκτείνω τις ασχολίες μου, τη δουλειά μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα: «οι καιροί είναι πονηροί, γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου όπου να ’ναι»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, ενεργώ σύμφωνα με τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλα ανοίγματα στη ζωή μου, γιατί πάντα απλώνω τα πόδια μου, μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα»· βλ. και φρ. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λ. πάπλωμα·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- βάζω πόδι, κατοχυρώνω μια εργασιακή θέση: «τώρα που έβαλε πόδι στο εργοστάσιο, δεν τον διώχνει κανένας, γιατί είναι πολύ εργατικός και τίμιος»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, α. κάθομαι αναπαυτικά: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο κι αφοσιώθηκε στο έργο». β. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους». Πρβλ.: το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρει και τσιγάρο (Λαϊκό τραγούδι)·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), εισέρχομαι σε έναν εργασιακό χώρο με σκοπό να εδραιωθώ επαγγελματικά: «έτσι όπως άρχισε αυτός, θα βάλει το πόδι του σε κάθε μορφή εμπορικής δραστηριότητας». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα και στο Χόλιγουντ θα βάλω το ποδάρι, που ’ναι στρωμένο μάλαμα και με μαργαριτάρι  
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιά ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιές, α. είμαι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο: «όταν αρχίζω να τρέχω, δεν μπορεί κανένας να με φτάσει, γιατί βγάζουν τα πόδια μου φωτιές || ειδοποίησε τον τάδε πως ήρθε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, αλλά θέλω να βγάλουν φωτιά τα πόδια σου»· βλ. και φρ. άναψαν τα πόδια μου·
- βγήκε το πόδι μου, εξαρθρώθηκε: «όπως έτρεχα, παραπάτησα και βγήκε το πόδι μου»·
- βρίσκομαι στο πόδι, βλ. φρ. είμαι στο πόδι·
- γίγαντας με πήλινα πόδια, βλ. λ. γίγαντας·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «το βρίσκεις σωστό μια τόσο σοβαρή δουλειά να γίνεται στο πόδι;»·
- γράφει με τα πόδια, είναι πολύ κακογράφος, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφει: «αποκλείεται να διαβάσεις αυτά που σου ’γραψε, γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει με τα πόδια»·
- γράφει στο πόδι, βλ. συνηθέστ. γράφει στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. συνηθέστ. γράφω στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γύρισε το πόδι μου, το στραμπούλιξα και πιο σπάνια το έσπασα: «όπως πήγα να πηδήξω πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρισε το πόδι μου κι έκατσα αμέσως στα πλακάκια απ’ τον πόνο που ένιωσα»·
- (δε) βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, (δεν) παίρνει μέρος σε φάσεις που χρειάζεται δυναμική επέμβαση, (δε) διστάζει να διεκδικήσει δυναμικά την μπάλα: «είχε ένα πρόσφατο τραυματισμό στην κνήμη του, γι’ αυτό δε βάζει το πόδι του στη φωτιά»·
- δε με βαστούν τα πόδια μου, βλ. φρ. δε με κρατούν τα πόδια μου·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος, είμαι πολύ εξαντλημένος: «έχω τέτοια κούραση, που δε με κρατούν τα πόδια μου». Πρβλ.: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «θα πας κι εσύ στο μαγαζί του τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας για την είσοδο σε κάποιο χώρο: «πήγες μια φορά στο μαγαζί του κι έδωσες αξία σ’ αυτόν τον απατεώνα. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια!»·
- δείχνω τα πόδια μου, με τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου αποκαλύπτω το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου: «περίμενε πρώτα να δείξει τα πόδια του και μετά τον μονιμοποιούμε στη δουλειά || με την πρώτη δυσκολία έδειξε τα πόδια του και τον έδιωξαν πυξ λαξ»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου, που δηλώνει πως δε θα ξαναπάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «πήγα στο τάδε μέρος για διακοπές, αλλά δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου!»·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να πάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου, που θα πάω να ζήσω στην Αθήνα να με πνίγει όλη τη μέρα το τσιμέντο!»·
- δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, είναι πολύ μικρό;, είναι νήπιο και δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, να περπατήσει: «πόσο χρονώ είναι ο γιος σου; -Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορεί, ακούγεται το ακόμα, ενώ της φρ. προτάσσεται το α·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, α. είμαι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να περπατήσω: «αν δε σταματήσεις να ξεκουραστούμε λίγο, θα πέσω κάτω, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να περπατήσω: «είχαν κι ένα γεροντάκι μαζί τους, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του»·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, α. είναι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος: «σήκω να καθίσω, γιατί είχα τόσα τρεξίματα σήμερα, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να σταθώ όρθιος: «ο παππούς μας είναι τόσο γέρος, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορώ, ακούγεται το άλλο ή το πια·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δεν πατάει πόδι, βλ. συνηθέστ. δεν πατάει άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, (δεν) πηγαίνω, (δε) συχνάζω κάπου: «είναι τόσο κακόφημο μπαράκι, που δεν πατώ το πόδι μου || ο μόνος απ’ την παρέα που πατάει το πόδι του σ’ αυτό το μπαράκι είμαι εγώ»·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία μου για κάτι: «δίνω το ένα μου πόδι για να πάω έστω και μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έβαλε τα πόδια του στον ώμο, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια του στον ώμο·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια του, βλ. λ. καντήλα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σε ένα χώρο: «απ’ την ώρα που ήρθε αυτός ο αλήτης στη γιορτή σου, είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω»· 
- είμαι στο πόδι, α. είμαι όρθιος, είμαι ξυπνητός: «είμαι στο πόδι απ’ τις έξι το πρωί». β. είμαι σε έντονη ενεργοποίηση: «απ’ το πρωί όλα τα στελέχη ήταν στο πόδι για να πετύχει η υποδοχή του αρχηγού του κόμματος»·
- είμαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- είμαι στο πόδι όλη μέρα (όλη νύχτα) ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα (όλη τη νύχτα), δεν κάθισα καθόλου, δεν ξεκουράστηκα καθόλου λόγω υπερβολικής δουλειάς ή άλλων ασχολιών και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ εξαντλημένος: «σήκω να καθίσω λιγάκι, γιατί είμαι στο πόδι όλη μέρα»·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γραμμένο με πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να διαβάσω το σημείωμα που μου ’στειλε, γιατί είναι γραμμένο με τα πόδια»·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. φρ. είναι γραμμένο στο γόνατο·
- είναι γρήγορος στα πόδια, τρέχει πολύ γρήγορα: «όσο και να τον κυνηγάς, δεν μπορείς να τον πιάσεις, γιατί είναι γρήγορος στα πόδια»·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, α. είναι υπερβολικά ηλικιωμένος: «είναι απ’ τα μυστήρια της φύσεως αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο και ζει!». β. είναι εντελώς σίγουρο πως πεθαίνει, πεθαίνει: «ο άρρωστος είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους»·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, α. είναι πολύ ηλικιωμένος: «τον αφιλότιμο, είναι με το ένα πόδι του στον τάφο κι ακόμα δε λέει να πεθάνει!». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος είναι με το ένα πόδι του στον τάφο»·
- είναι όλοι στο πόδι, είναι όλοι έντονα ενεργοποιημένοι: «απ’ την ώρα που μαθεύτηκε πως ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί την πόλη μας, είναι όλοι στο πόδι για να του ετοιμάσουν θριαμβευτική υποδοχή»·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έφαγα τα πόδια μου, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως από πολύωρο περπάτημα: «έφαγα τα πόδια μου, καθώς έψαχνα να σε βρω από μπαράκι σε μπαράκι»·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, έτρεξε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που έδινε την εντύπωση από μακριά πως τα πόδια του ακουμπούσαν στον ώμο του: «έκανε τέτοιο τρέξιμο, όταν τον κυνήγησαν οι αστυνομικοί, που έφτασαν τα πόδια στον ώμο του»·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει καλό πόδι (για ποδοσφαιριστές) έχει πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ: «όλα τα φάουλ τα χτυπάει ο τάδε, γιατί έχει καλό πόδι»·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φιλοσοφεί»·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- ζωγραφίζει με τα πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία την μπάλα, είναι δεινός μπαλαδόρος: «ο τάδε είναι άπιαστος παίχτης κι έρχονται στιγμές που ζωγραφίζει με τα πόδια». Ίσως αναφορά στον καλλιτέχνη που, λόγω ελλείψεως των χεριών του, απόκτησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει με το πόδι·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει κάπου που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπάς σ’ αυτό το κέντρο, θα σου κόψω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα πόδια·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω αυστηρά, αν ξανακάνει κάτι που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα πόδια·
- κεντάει με τα πόδια, βλ. φρ. ζωγραφίζει με τα πόδια·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- κόπηκαν τα πόδια μας ή μας κόπηκαν τα πόδια, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας: «απ’ τη στιγμή που φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, κόπηκαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε με πεσμένο το ηθικό»·
- κόπηκαν τα πόδια μου ή μου κόπηκαν τα πόδια, α. κουράστηκα υπερβολικά, εξαντλήθηκα, με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου: «κόπηκαν τα πόδια μου, μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα τον άλλον να τραβάει το μαχαίρι του, μου κόπηκαν τα πόδια». γ. αποθαρρύνθηκα: «όταν έμαθα το ποσό που έπρεπε να διαθέσω για ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου κόπηκαν τα πόδια κι έκανα πίσω»·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο»·
- κουλάθηκε το πόδι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’δωσε τόσο δυνατή κλοτσιά, που κουλάθηκε το πόδι μου»·
- κούνα τα πόδια σου! βλ. συνηθέστ. πάρε τα πόδια σου(!)·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
- λιώνει στα πόδια του, α. εξαντλείται καθημερινά, ιδίως από χρόνια ασθένεια, χωρίς όμως να μένει στο κρεβάτι του: «λιώνει στα πόδια του απ’ την κακιά και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα». β. κουράζεται καθημερινά υπερβολικά: «λιώνει κάθε μέρα στα πόδια του για να τα φέρει βόλτα στο φτωχικό του». γ. υποφέρει αβάσταχτα από ερωτικό πόθο που δεν έχει ανταπόκριση: «λιώνει στα πόδια του ο δόλιος για πάρτη της κι αυτή ούτε που νοιάζεται»·
- λύγισαν τα πόδια μου, α. δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο το βάρος που κουβαλούσα, και κατέρρευσα: «είχα παραφορτωθεί και κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου». β. εξουθενώθηκα στην κούραση από πολύωρη ορθοστασία και δεν μπόρεσα να μείνω άλλο όρθιος: «κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου περιμένοντάς την, γι’ αυτό πήγα και κάθισα στο παγκάκι»·
- λύθηκαν τα πόδια του, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, μετά από ένα διάστημα άρχισε να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «λίγη ώρα μετά την είσοδο του παίχτη στον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα από τις πρώτες πάσες που δέχτηκε απ’ τους συμπαίχτες του, λύθηκαν τα πόδια του κι άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο γήπεδο»·  
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), με ορίζει κάποιος αντικαταστάτη του ή πληρεξούσιό του, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που λείπει τ’ αφεντικό μου απ’ τη δουλειά, μ’ αφήνει στο πόδι του»·
- με τα πόδια ή με το πόδι, πεζή, ποδαράτα, περπατώντας: «ήρθα με τα πόδια, γιατί δεν έβρισκα ταξί || έφυγε με τα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα παίρναν’ και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- με το που πάτησε το πόδι του, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του, της παρουσίας του σε κάποιο χώρο: «ο νέος διοικητής, με το που πάτησε το πόδι του στο στρατόπεδο, μας πήδηξε στα καψώνια || με το που πάτησε το πόδι του ο τάδε στο μπαράκι, άρχισε τη φασαρία»·
- με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- μένω στο πόδι του, είμαι αντικαταστάτης του ή πληρεξούσιός του, τον αντικαθιστώ, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που φεύγει ο διευθυντής μας στο εξωτερικό, μένω στο πόδι του»·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα το πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι πάρα πολύ νωθρό, πάρα πολύ αργοκίνητο και, κατ’ επέκταση, που είναι τεμπέλης: «κάναμε δέκα ώρες να έρθουμε, γιατί συνόδευα τον τάδε, που, μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο || μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο και θα σου την τελειώσει το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του ·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μην κοιτάς τα στραβά πόδια μου, κοίτα την ίσια τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, α. παρεμβάλλεται με το σώμα του και εμποδίζει την κίνησή μου: «είναι που είναι μικρό το γραφείο μας, μπερδεύεται κι αυτός ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να κινηθώ με άνεση». β. ανακατεύεται στις δουλειές μου, στις υποθέσεις μου και μου δημιουργεί προβλήματα: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μπερδεύεται κάθε τόσο ανάμεσα στα πόδια μου και χάνω ένα σωρό δουλειές»·  
- μπλέκει ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου ή μπλέκεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα ξαναπάει, δε θα ξαναπεράσει από έναν χώρο: «αν ξανάρθω εγώ στο μαγαζί σου, να μου κοπούν τα πόδια»·
- να μου ξεραθούν τα πόδια ή να μου ξεραθεί το πόδι, βλ. συνηθέστ. να μου κοπούν τα πόδια·
- να σπάσεις το πόδι σου! ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ τους ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. σκατά(!)·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, περπατώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος: «όλη τη μέρα, σήμερα, έτρεχα μέσα στους δρόμους για διάφορες δουλειές και τώρα νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι»·
- ξένο πόδι, δηλώνει το άγνωστο άτομο, τον άγνωστο άνθρωπο: «στο σπίτι του δεν πατάει ποτέ ξένο πόδι»·
- ξεράθηκε το πόδι μου, δεν το νιώθω, αναισθητοποιήθηκε, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’ρθε μια πετριά στο γόνατο και ξεράθηκε το πόδι μου»·
- ξεροσταλιάζω στα πόδια μου, παραμένω για πολλή ώρα όρθιος σε ένα μέρος: «ξεροστάλιασα στα πόδια μου να σε περιμένω»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, βλ. λ. κόσμος·
- οικονομία με πήλινα πόδια, βλ. λ. οικονομία·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. λ. μυαλό·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να μην έμπλεκες μ’ αυτούς τους αλήτες για να μη σε κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. συνηθέστ. όσο πατάει η γάτα, λ. γάτα·
- πάγωσαν τα πόδια μου, βλ. φρ. πάγωσα απ’ το φόβο μου, λ. φόβος·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο·
- παίρνω πόδι, α. με διώχνουν από τη θέση εργασίας που κατέχω σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση, με διώχνουν από την υπηρεσία μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πόδι μαζί με μερικούς άλλους». β. (για δημόσιους υπαλλήλους) παίρνω δυσμενή μετάθεση: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, όσοι ήταν υποστηρικτές της προηγούμενης, πήραν πόδι σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές». γ. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «βρήκε κάποιον λεφτά και πήρα πόδι»·
- παίρνω τα πόδια μου, περπατώ, προχωρώ, ιδίως αποχωρώ από κάπου: «παιδιά, εγώ παίρνω τα πόδια μου για το σπίτι, γιατί με περιμένουν οι δικοί μου»·
- πάρε τα πόδια σου! α. περπάτα πιο γρήγορα, τάχυνε το βήμα σου, βιάσου: «άντε, πάρε τα πόδια σου, γιατί, όπως πάμε, δε φτάνουμε ούτε αύριο!». β. μάζεψε τα πόδια σου, συμμαζέψου, μην κάθεσαι απλωτά: «πάρε τα πόδια σου να περάσω»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ πόδι, α. απαιτώ κάτι έντονα, ζητώ άφοβα το δίκιο μου, επιμένω στην αξίωσή μου: «πρέπει να πατήσεις πόδι για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν». β. επιβάλλω δυναμικά τη γνώμη μου, τη θέλησή μου: «οι εργάτες πάτησαν πόδι με τις απεργίες τους κι αντικατέστησαν τον εργοδηγό τους». γ. έθιμο κατά την τελετή του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, όποιος από τους δύο νεόνυμφους προλάβει να πατήσει το πόδι του άλλου, όταν ακούγεται το ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα, αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο στην οικογένεια: «πρόσεξε μη σου πατήσει πόδι η νύφη και ξεφτιλιστείς μέσα στην εκκλησία!»·
- πατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, δεν έχω την ανάγκη βοήθειας κανενός, γιατί μπορώ και στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις: «από μικρός έχω μάθει να πατώ σταθερά στα πόδια μου και δεν είμαι σε κανέναν υποχρεωμένος»·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ το πόδι μου, πηγαίνω σε ένα μέρος, κάνω την εμφάνισή μου κάπου: «μόλις πάτησε το πόδι του στο μπαράκι, άρχισαν οι φασαρίες || δε θέλω ξανά να πατήσεις το πόδι σου στο μαγαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίχνω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πέφτω στα πόδια του, τον εκλιπαρώ, τον ικετεύω για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήθελε να τον απολύσει, έπεσε στα πόδια του, μήπως και του αλλάξει γνώμη»·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου·
- πιάστηκε το πόδι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «καθόμουν μια ώρα σταυροπόδι και πιάστηκε το πόδι μου»·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), συνάντησε κάποιο εμπόδιο, μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «όπως πήγα να σκαρφαλώσω στο φράχτη, πιάστηκε το πόδι μου σε κάτι σύρματα»·
- πίνω στο πόδι, πίνω βιαστικά: «ήπιε στο πόδι ένα σφηνάκι κι έφυγε»·
- πριονίζω τα πόδια (κάποιου), υπονομεύω, φθείρω, αποδυναμώνω κάποιον αργά και μεθοδικά, μέχρι να καταρρεύσει: «από μπροστά του ’κανε το φίλο, αλλά μυστικά και ύπουλα του πριόνιζε τα πόδια για να του φάει τη θέση»·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια μου, αγωνίζεται να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αγωνίζεται ύστερα από κάποια οικονομική ή ψυχική καταστροφή να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο του εαυτό: «προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ύστερα απ’ τη χρεοκοπία του || του στοίχισε πολύ η απιστία της γυναίκας του, αλλά η ζωή συνεχίζεται και προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του». Συνήθως μετά το πρώτο ρ. της φρ. και πιο αραιά το δεύτερο ακολουθεί το πάλι·
- ρέβει στα πόδια του, βλ. φρ. λιώνει στα πόδια του·
- ρίχνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνω τα πόδια μου, περπατώ με μεγάλη δυσκολία είτε λόγω υπερβολικής κούρασης είτε λόγω γηρατειών: «φεύγω απ’ το πρωί για τη δουλειά κι όταν γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, σέρνω τα πόδια μου || είναι τόσο ηλικιωμένος, που, όταν περπατάει, σέρνει τα πόδια του»·
- σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, α. αναστατώθηκαν όλοι από φόβο ή εξεγέρθηκαν από αγανάκτηση: «μόλις έμαθαν πως οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν κάπου στη γειτονιά τους, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι || είχε το ραδιοφωνάκι του μεσάνυχτα στη διαπασών και σηκώθηκαν όλοι στο πόδι». β. ενεργοποιήθηκαν όλοι έντονα: «σηκώθηκαν όλοι στο πόδι μέσα στην πόλη μας για την υποδοχή του πρωθυπουργού»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «έναν καφέ να την κεράσεις, σηκώνει αμέσως τα πόδια της». Από την εικόνα της γυναίκας που σηκώνει τα πόδια της κατά τη σεξουαλική πράξη για την ευκολότερη και καθολική είσοδο του πέους στον κόλπο της· βλ. και φρ. ανοίγει τα πόδια της·
- σηκώνω όλους στο πόδι, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω όλους να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι του και με τις φωνές του σήκωνε όλους στο πόδι μέσα στην πολυκατοικία»·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σκουπίζω στα πόδια του, πρόληψη, σύμφωνα με την οποία, όταν σκουπίζουν μπροστά στα πόδια κάποιου, δε θα παντρευτεί: «καλέ, μη σκουπίζεις στα πόδια του, κι είναι αρραβωνιασμένο το παλικάρι!»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, βλ. λ. χαλάκι·
- στέκομαι στα πόδια μου, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή, καταφέρνω σε μια δύσκολη στιγμή να στηριχθώ με επιτυχία στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μετά τη χρεοκοπία μου, δε γονάτισα και στάθηκα στα πόδια μου». (Λαϊκό τραγούδι: παραιτήθηκα, στα πόδια να σταθώ δε φοβήθηκα, καλύτερη δουλειά θα βρω, τ’ ορκίστηκα, παραιτήθηκα
- στέκομαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- στήθηκε στα πόδια του, α. ανέλαβε τις δυνάμεις του, ιδίως μετά από αρρώστια: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο, τον άρχισε η γυναίκα του στις κοτόσουπες και στις κρεατόσουπες και μέσα σε λίγο καιρό στήθηκε στα πόδια του». β. ξεπέρασε κάποια σοβαρή δυσκολία που είχε, ορθοπόδησε: «στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, αλλά με τον καιρό στήθηκε πάλι στα πόδια του || μπορεί να έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως βρήκε τρόπο και στήθηκε πάλι στα πόδια του». γ. προέβαλε αντίσταση, αντιστάθηκε σθεναρά: «στην αρχή δείλιασε να του αντιμιλήσει, αλλά κάποια στιγμή στήθηκε στα πόδια του και του τα ’πε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη»·
- στηρίζομαι στα πόδια μου, έχω εμπιστοσύνη, αγωνίζομαι αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις: «δε συνεταιρίζεται με κανένα, γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του»·
- στο πόδι! προσταγή για ετοιμότητα αναχώρησης: «μετά από λίγη ώρα ανάπαυλας ακούστηκε η φωνή του λοχαγού μας: στο πόδι!»·
- στο πόδι, στα όρθια, βιαστικά και πρόχειρα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και τα ’παμε στο πόδι»·
- στυλώνομαι στα πόδια μου, δυναμώνω, τονώνομαι οικονομικά ή σωματικά, αναλαμβάνω οικονομικά ή σωματικά: «βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά με τα λεφτά που μου ’δωσε ο φίλος μου, στυλώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα τη δουλειά || μετά την εγχείρηση το ’ριξα στο φαγητό και σε λίγο καιρό στυλώθηκα πάλι στα πόδια μου»·
- στυλώνω τα πόδια μου, πεισμώνω πολύ, μένω αμετακίνητος στη γνώμη μου, στην άποψή μου, υποστηρίζω τα επιχειρήματά μου, ακόμη και αν αυτά δεν είναι σωστά: «αν τύχει και στυλώσει τα πόδια του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα πολλών ζώων, ιδίως του γαϊδάρου ή του αλόγου, που, όταν πεισμώσουν, στυλώνουν μπροστά τα δυο τους πόδια και δε λένε να περπατήσουν·
- σωριάστηκε στα πόδια του, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του: «μόλις του είπαν πως χτύπησε το γιο του αυτοκίνητο, σωριάστηκε στα πόδια του»·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος ή τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «τον κακόμαθαν το μοναχογιό τους και τα θέλει όλα στα πόδια του || αυτός, αγόρι μου, δεν είναι για δουλειά, γιατί όλα στα πόδια του τα θέλει»·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του ή τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του ή τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος, που του ετοιμάζουν τα πάντα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «του έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία οι γονείς του, που τα ’χει όλα στα πόδια του»·
- τα χρυσά πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χαρακτηρισμός των ποδιών ποδοσφαιριστή που πετυχαίνει πολλά γκολ: «είναι ο πιο αγαπημένος παίχτης της ομάδας, γιατί με τα χρυσά του πόδια ανέβασε την ομάδα μας στον πίνακα της βαθμολογίας»·     
- τη βγάζω στο πόδι, στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο που έχω στη δουλειά μου, που για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βγάζω στο πόδι»·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. φρ. την πέρασα στο πόδι·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) γιατρεύτηκα χωρίς να μείνω στο κρεβάτι: «πριν από καιρό είχα μια γερή γρίπη, αλλά την πέρασα στο πόδι»·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε ολόκληρη βραδιά στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα πόδια»·
- της (του) δίνω πόδι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, διώχνω το ερωτικό μου ταίρι: «μόλις αρχίζει να του μιλάει για γάμο η γυναίκα που συνδέεται μαζί του, της δίνει πόδι»·
- το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή επειδή με καταδιώκουν, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι του, το ’βαλα στα πόδια || μόλις τους είδα να τρέχουν προς το μέρος μου, το ’βαλα στα πόδια». (Τραγούδι: τώρα κατάλαβα τα λόγια, τώρα κατάλαβα γιατί, γιατί το έβαλα στα πόδια, γιατί δεν ήρθα στη γιορτή
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) το πόδι εκείνο που χρησιμοποιεί με επιτυχία για να σημειώσει γκολ (δηλ., αν είναι δεξιός, το δεξί του πόδι, αν είναι αριστερός, το αριστερό του): «ο παίχτης έφερε την μπάλα στο καλό πόδι και σουτάρισε με δύναμη προς την αντίπαλη εστία»·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, διανύω μια απόσταση με τα πόδια, πεζοπορώ: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, το ’κοψα με τα πόδια για το σπίτι»·
- τον αφήνω στο πόδι μου, τον αφήνω αντικαταστάτη μου ή πληρεξούσιό μου: «επειδή έλειψα δυο βδομάδες απ’ τη δουλειά μου, τον άφησα στο πόδι μου να επιβλέπει τους εργάτες»·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. φρ. τον αφήνω στο πόδι μου·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, τον συναντώ συνέχεια μπροστά μου, ιδίως ως εμπόδιο: «τι κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όπου κι αν πάω, τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου και καθυστερώ να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- τον έστησα στα πόδια του, τον σήκωσα όρθιο και τον υποχρέωσα να πατήσει στα πόδια του: «επειδή ο γιατρός μας συνέστησε πως ο άρρωστος πρέπει να περπατάει, τον σήκωσα απ’ το κρεβάτι του και τον έστησα στα πόδια του»·
- τον έχω ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. φρ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- τον έχω στο ένα πόδι, τον ελέγχω απόλυτα, τον έχω υποχείριό μου: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που τον έχει στο ένα πόδι». Συνών. τον έχω σούζα·
- τον έχω στο πόδι, τον έχω σε διαρκή ετοιμότητα: «μόλις του πεις τ’ όνομά μου, θα σ’ εξυπηρετήσει αμέσως, γιατί του μίλησα για σένα και τον έχω στο πόδι»·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, α. τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον αναγκάζω να υποκύψει, να γίνει πειθήνιος ή ακίνδυνος: «ήταν ο πιο τσαμπουκάς της παρέας μας, αλλά, μόλις ήρθε ο τάδε, του ’βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τον έκανε αρνάκι». β. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να ενεργοποιηθεί έντονα, κάτι που δεν έκανε προηγουμένως: «όσο ήταν ο παλιός διευθυντής, το εργοστάσιο ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε, μόλις ήρθε όμως ο καινούριος, τους έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, του περιορίζω την ελεύθερη διακίνησή του και, κατ’ επέκταση, τον καταπιέζω, ιδίως για να τον σωφρονίσω: «είναι άνθρωπος που κανείς δεν μπορεί να του βάλει το πόδι του στο γύψο». Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 και η πατρότητά της ανήκει στο δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο·
- του δίνω πόδι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «όποιος απ’ τους υπαλλήλους του κάνει κοπάνα, του δίνει αμέσως πόδι»·
- του κόβω τα πόδια, τον εμποδίζω, ιδίως τον αποθαρρύνω να πραγματοποιήσει κάτι: «ήθελε ν’ ανοίξει τη δουλειά του και στο χώρο των ηλεκτρονικών, αλλά του ’κοψα τα πόδια, γιατί υπάρχει κρίση»·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πάνω στην προσπάθειά του να αποσπάσει την μπάλα από τον αντίπαλο παίχτη, τον κλότσησε στα πόδια και τον σώριασε κάτω: «μόλις ο επιθετικός τον προσπέρασε, ο αντίπαλος αμυντικός του πήρε τα πόδια»·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρέμουν τα πόδια μου, α. δεν μπορώ να μείνω άλλο όρθιος ή νηστικός, γιατί εξουθενώθηκα από την κούραση, την πολύωρη ορθοστασία ή την πείνα: «μόλις ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου, βρήκα μια θέση και θρονιάστηκα του καλού καιρού || δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί τρέμουν τα πόδια μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις αγρίεψε ο άλλος και κινήθηκε εναντίον μου, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου»·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρώω στο πόδι, τρώω βιαστικά και πρόχειρα: «όταν έχω πολλή δουλειά τρώω στο πόδι, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στο εστιατόριο»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φιλώ πόδια, ταπεινώνομαι για να πετύχω κάτι: «φίλησε πόδια προκειμένου να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου , βλ. λ. έδαφος·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. φρ. χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο.

πορδή

πορδή, η, ουσ. [<αρχ. πορδή], η πορδή. 1. (υποτιμητικά ή υβριστικά και για τα δυο φύλα) αυτός που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είναι σωστό εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, να κάνεις παρέα μ’ αυτή την πορδή». 2. ειρωνική, υποτιμητική ή υβριστική προσφώνηση σε άντρα: «πάρε δρόμο από δω, ρε πορδή, που θέλεις να ’ρθεις μαζί μας!». 3. ειρωνική ή επιτιμητική προσφώνηση σε πολύ μικρό στην ηλικία ή πολύ κοντό και αδύναμο άτομο: «φύγε από δω, ρε πορδή, που ακόμα δεν έβγαλες μουστάκια και θέλεις να μας πεις και τη γνώμη σου! || πρόσεχε, ρε πορδή, γιατί, έτσι όπως μπερδεύεσαι ανάμεσα στα πόδια μου, μπορεί να σε πατήσω!». Υποκορ. πορδίτσα και πορδούλα, η. Μεγέθ. πόρδος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αφήνω μια πορδή, κλάνω: «επειδή έφαγα φασουλάδα, άφηνα κάθε τόσο μια πορδή». (Τραγούδι: έρχεστε κατά πάνω μου μιλώντας σαν τρελλοί, τ’ αυτιά μου κλείνω κι αφήνω μια πορδή
- βάζει και την πορδή του δύναμη, δίνει μεγάλη σημασία, μεγιστοποιεί κάτι πολύ ασήμαντο που έχει κάνει: «αγόρασε ένα αυτοκινητάκι, κι αυτό μεταχειρισμένο, και το διαδίδει σ’ όλη τη γειτονιά, αλλά έτσι ήταν από μικρό παιδί, βάζει και την πορδή του δύναμη»·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. συνηθέστ. τα ’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, λ. χύμα·
- έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι, μεγιστοποίησε στο έπακρο κάποια μικρή του επιτυχία: «έβγαλε κι αυτός το λύκειο και κοκορεύεται λες κι έκανε κάτι. -Έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι»·
- η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι, ο κακός ο λόγος ακόμη και αν δε μας θίγει άμεσα, δεν παύει να είναι δυσάρεστος: «τι ι αν δε με αφορούν αυτές οι ανοησίες που λέει, γιατί η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι»·
- κάθε γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. συνηθέστ. ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει·
- με πορδές δε βάφονται αβγά ή με πορδές αβγά δε βάφονται ή με πορδές δε βάφονται τ’ αβγά ή με πορδές τ’ αβγά δε βάφονται, βλ. λ. αβγό·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, βλ. λ. δουλειά·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, αυτός που είναι πολύ μικρός σε ηλικία ή πολύ κοντός και αδύναμος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μια πορδή άνθρωπος και θέλει να με συμβουλέψει! || ήταν μιας πορδής άνθρωπος κι ήθελε να τα βάλει μ’ έναν γίγαντα! || ήταν μια πορδή άνθρωπος και θέλησε να κοντραριστεί στον πλειοδοτικό διαγωνισμό μ’ έναν βιομήχανο». Συνών. μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος / μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος / μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος / μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος / μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος / μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος·
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, βλ. λ. γάιδαρος·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, βλ. λ. κώλος·
- ξεπετιέται σαν πορδή (στη μέση) ή ξεπετιέται σαν την πορδή (στη μέση), βλ. φρ. πετιέται σαν πορδή (στη μέση)·  
- ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει, ο καθένας αντιμετωπίζει τα ελαττώματά του με μεγάλη επιείκεια, και ακόμη μπορεί να τα παρουσιάσει και σαν προτερήματα: «μην περιμένεις να παραδεχτεί τα ελαττώματά του, γιατί ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει»·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, βλ. λ. κώλος·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, βλ. λ. γάιδαρος·
- πετιέται σαν πορδή (στη μέση) ή πετιέται σαν την πορδή (στη μέση), διακόπτει κάθε τόσο μια συνομιλία, μια κουβέντα για να πει και αυτός τη γνώμη του: «δε σ’ αφήνει να πεις αυτό που θέλεις, γιατί, κάθε τόσο, πετιέται σαν πορδή στη μέση και σε διακόπτει».

πρίζα

πρίζα, η, ουσ. [<γαλλ. prise (= λήψη)], η πρίζα·
- είμαι με τα νεύρα στην πρίζα, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι στην πρίζα, α. λέγεται στην περίπτωση που είμαι πολύ πιεσμένος ψυχικά ή οικονομικά, που γενικά βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό με τη λιτότητα που προσπαθεί να επιβάλει η κυβέρνηση, όλοι είμαστε στην πρίζα». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει οδυνηρό χτύπημα ηλεκτρικού ρεύματος, όταν βάλει τα δάχτυλά του στην πρίζα. β. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση περιμένοντας κάποια εξέλιξη σε υπόθεση που με απασχολεί ή που με ενδιαφέρει: «περιμένω τ’ αποτελέσματα των ιατρικών μου εξετάσεων κι είμαι στην πρίζα»·
είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, έχει σκληρά και όρθια μαλλιά: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα». Από την εικόνα του ατόμου που παθαίνει ηλεκτροπληξία·
- κάθομαι στην πρίζα, βλ. συνηθέστ. είμαι στην πρίζα·
- μπαίνω στην πρίζα, α. ενεργοποιούμαι, αναλαμβάνω δραστηριότητα: «είναι να μην μπω στην πρίζα, γιατί, όταν τ’ αποφασίσω, δε σταματώ με τίποτα». Από το ότι από την πρίζα διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα που ενεργοποιεί τις διάφορες ηλεκτρικές συσκευές. β. είναι ανήσυχος, νευρικός, δε στέκομαι ούτε λεπτό στη θέση μου: «απ’ το πρωί που έφυγαν τα παιδιά του εκδρομή μπήκε στην πρίζα και πάει κι έρχεται διαρκώς». γ. ξεσπώ σε μια κρίση θυμού, οργίζομαι ξαφνικά και ξεσπώ: «στην πρίζα μπήκες μωρέ και τσιρίζεις σαν τρελός!». Από την εικόνα του ατόμου που παθαίνει ηλεκτροπληξία·  
- τραβώ την πρίζα (από κάποιον), αποπέμπω από ένα σύνολο κάποιον: «ο πρωθυπουργός τράβηξε την πρίζα απ’ το διευθυντή της ΔΕΚΟ και τον έστειλε σπίτι του».

πρόγραμμα

πρόγραμμα, το, ουσ. [<μτγν. πρόγραμμα], το πρόγραμμα. 1. το σύνολο των εκδηλώσεων που συγκροτούν μια καλλιτεχνική παράσταση, που παρουσιάζεται σε νυχτερινό κέντρο: «το τάδε μαγαζί έχει πάρα πολύ καλό πρόγραμμα και σου συνιστώ να πας να το δεις». 2. έντυπο στο οποίο δίνονται διάφορες πληροφορίες για κάποια θεατρική παράσταση ή άλλη καλλιτεχνική  εκδήλωση ή ημερίδα: «απ’ το καλαίσθητο πρόγραμμα που διανεμόταν δωρεάν, μπορούσε να πληροφορηθεί κανείς την υπόθεση του θεατρικού έργου, καθώς και τους συντελεστές της παράστασης». (Ακολουθούν 14 φρ.)· 
- βάζω πρόγραμμα ή βάζω σε πρόγραμμα, καταστρώνω, σχεδιάζω εκ των προτέρων τις ενέργειές μου για την επίτευξη ενός σκοπού: «μόλις αναλάβω μια δουλειά, βάζω πρόγραμμα πώς να την τελειώσω καλύτερα και γρηγορότερα»·
- βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. φρ. βάζω πρόγραμμα·
- βάζω το πρόγραμμα, (για μηχανήματα παραγωγής) το ρυθμίζω έτσι, ώστε να εκτελεί μια σειρά εργασιών με αυτόματο τρόπο και χωρίς ουσιαστική μεσολάβηση του χειριστή: «έβαλε το πρόγραμμα στο ηλεκτρονικό μαχαίρι κι έκοβε συνέχεια το χαρτί στις διαστάσεις που είχε ορίσει»·
- βγάζω πρόγραμμα, δημιουργώ διάφορες ευχάριστες καταστάσεις προς τέρψιν της ομήγυρης: «ευτυχώς έχουμε τον τάδε, που βγάζει πρόγραμμα κάθε φορά που είναι πεσμένη η παρέα»· βλ. και φρ. κάνω πρόγραμμα·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, λέγεται για ανεπιθύμητη συνήθως κατάσταση, που, όταν προκύπτει, τη δεχόμαστε αγόγγυστα και κοιτάζουμε να την ξεπεράσουμε ήρεμα: «μπορεί να μη βγάλαμε κέρδος αυτόν το μήνα, αλλά είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, στο καλό κυρά μου, και δε σε κρατώ, γιατί μες στο πρόγραμμά σου ήτανε κι αυτό
- εκτός προγράμματος, α. λέγεται για κάτι που δεν περιλαμβάνεται στην αρχική σχεδίαση για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «είχαμε συμφωνήσει με τον τάδε ν’ αναλάβουμε τη δουλειά και την τελευταία στιγμή, εκτός προγράμματος, θέλησε να συμμετάσχει και ο τάδε». β. έκτακτη συμμετοχή, ιδίως καλλιτεχνική: «στο τέλος της εκδήλωσης τραγούδησε, εκτός προγράμματος, ο τάδε τραγουδιστής»·
- έχω πρόγραμμα ή έχω στο πρόγραμμα, έχω την πρόθεση, σκοπεύω: «το βράδυ έχω πρόγραμμα να πάω στα μπουζούκια || το καλοκαίρι έχω πρόγραμμα να περάσω τις διακοπές μου στη Χαλκιδική»·
- έχω το πρόγραμμά μου, α. έχω από την αρχή σχεδιασμένες μια σειρά από ενέργειες για να πετύχω κάποιο στόχο: «να μη στενοχωριέσαι καθόλου για την εξέλιξη της δουλειάς, γιατί έχω το πρόγραμμά μου». β. έχω το σκοπό μου: «πρέπει να τον δω οπωσδήποτε, γιατί έχω το πρόγραμμά μου που θέλω να τον δω»·
- κάνω πρόγραμμα, α. προγραμματίζω: «αν δε μου πεις πρώτα όλα τα δεδομένα της δουλειάς, δεν μπορώ να κάνω πρόγραμμα». β. ρυθμίζω τη νυχτερινή έξοδο της παρέας για διασκέδαση: «όποτε κάνει πρόγραμμα ο τάδε, διασκεδάζουμε με την ψυχή μας»· βλ. και φρ. βγάζω πρόγραμμα·
- με πρόγραμμα, με προγραμματισμό και μέθοδο: «όλα μπορεί να τα πετύχει κανείς στη ζωή του, όταν βαδίζει με πρόγραμμα || έχει μάθει να δουλεύει με πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: στην πλάκα στους Αέρηδες δυο ψευτοντερμπεντέρηδες καρτέρι μ’ έχουν στήσει, με πρόγραμμα και με σκοπό απ’ τα σένα π’ αγαπώ να κόψω αλισβερίσι
- τι πρόγραμμα έχεις; ποια είναι η πρόθεσή σου; τι σκοπεύεις να κάνεις(;): «τι πρόγραμμα έχεις για το βράδυ; Θα πάμε ν’ ακούσουμε κανένα μπουζουκάκι; || τι πρόγραμμα έχεις για τον τάδε; Θα του κάνεις εντέλει μήνυση;»·
- το βάζω πρόγραμμα, το θέτω ως κύρια επιδίωξή μου: «φέτος το ’βαλα πρόγραμμα να πάρω το πτυχίο μου»·
- τον βγάζω πρόγραμμα, κοινοποιώ δημόσια τις κακές ιδιότητες ή πράξεις του ή κάποιο μυστικό του, που τον μειώνει και, κατ’ επέκταση, δημιουργώ κατάσταση σε βάρος του που τον μειώνει ή τον γελοιοποιεί: «μόλις μάθει κάτι κακό για κάποιον, του τη στήνει στο μπαράκι και, μόλις παρουσιάζεται, τον βγάζει πρόγραμμα». Από την εικόνα του κονφερασιέ, που παρουσιάζει στο κοινό κάποιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα·
- τον κάνω πρόγραμμα, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω πρόγραμμα.

πρόταση

πρόταση, η, ουσ. [αρχ. πρότασις], πρόταση·
- βάζω μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι· 
- κάνω μια πρόταση ή κάνω την πρόταση, προτείνω: «επειδή λείπει ο τάδε, κάνω την πρόταση να τον περιμένουμε πριν αποφασίσουμε»·
- κατεβάζω μια πρόταση ή κατεβάζω την πρόταση, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια πρόταση·
- πετώ μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι·
- ρίχνω μια πρόταση ή ρίχνω την πρόταση, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι·
- ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι, εκφράζω μια άποψή μου και τη θέτω υπό συζήτηση: «εγώ έριξα μια πρόταση στο τραπέζι, εσείς όμως πρέπει ν’ αποφασίσετε τι πρέπει να γίνει». Συνών. ρίχνω μια γνώμη στο τραπέζι·
- της έκανε ανήθικες προτάσεις, (για άντρες) της ζήτησε απροκάλυπτα σεξουαλικές σχέσεις, της ζήτησε να της επιβάλει τη σεξουαλική πράξη: «κάθε φορά που τη συναντούσε, της έκανε ανήθικες προτάσεις, ώσπου τον κατήγγειλε στην αστυνομία»·
- της κάνω πρόταση, (για άντρες) της προτείνω να συνάψει μαζί μου ερωτικό δεσμό: «αυτή η γυναίκα μ’ αρέσει πάρα πολύ, γι’ αυτό ψάχνω την ευκαιρία να της κάνω πρόταση»·
- της κάνω πρόταση γάμου, (για άντρα) βλ. λ. γάμος.

ράφι

ράφι, το, ουσ. [<τουρκ. raf], το ράφι·
- βάζω στο ράφι, παύω να χρησιμοποιώ κάτι, αχρηστεύω κάτι: «αυτή η ξυριστική μηχανή είναι από τις πρώτες που βγήκαν, γι’ αυτό την έβαλα στο ράφι κι αγόρασα άλλη»· βλ. και φρ. βάζο στον πάγο, λ. πάγος·
- μένω στο ράφι, (ειρωνικά για γυναίκα) μένω ανύπαντρη: «στα νιάτα της ήταν πολύ ψηλομύτα, μέχρι που έμεινε στο ράφι». Λέγεται και για άντρα. Από την εικόνα του απούλητου εμπορεύματος, που δε βρήκε αγοραστή και έμεινε στο ράφι του μαγαζιού. (Λαϊκό τραγούδι: κλείσ’ το στόμα της μαμάς σου, μη με κάνει και πνιγώ· βρε, θα μείνεις εις το ράφι· άκου τι σου λέω γω
- μπαίνω στο ράφι, βλ. λ. συνηθέστ. μένω στο ράφι.

ράχη

ράχη, η, ουσ. [<αρχ. ῥάχις], η ράχη. 1. το πίσω μέρος του καθίσματος όπου ακουμπάμε: «έγειρε στη ράχη της πολυθρόνας κι αποκοιμήθηκε». 2. η κυρτή έξω επιφάνεια της παλάμης, η ανάποδη: «του ’δωσε μια με τη ράχη της παλάμης του και τον ξάπλωσε κάτω». 3. η κορυφογραμμή: «μόλις περάσουμε τη ράχη του βουνού, μας μένει μισή ώρα πορεία για το χωριό». Πρβλ. στον Ψαρών την ολόμαυρη ράχη / περπατώντας η δόξα μονάχη / μελετά τα λαμπρά παλικάρια / και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινομένα από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη (Διονύσιος Σολωμός)· βλ. και λ. πλάτη. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η πλάτη του χώμα, λ. πλάτη·
- μου κάθισε στη ράχη ή μου στάθηκε στη ράχη, (για φαγητά) βλ. συνηθέστ. μου κάθισε στο λαιμό, λ. λαιμός·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- πήγε το φαΐ στη ράχη μου, βλ. λ. φαΐ·
- το παίρνω στη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. το παίρνω στην πλάτη μου, λ. πλάτη·
- τον βάζω ράχη, βλ. συνηθέστ. τον βάζω πλάτη, λ. πλάτη·
- τον έφερα με τη ράχη στον τοίχο, βλ. συνηθέστ. τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο, λ. πλάτη·
- τον έχω στη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. τον έχω στην πλάτη μου, λ. πλάτη··
- τον ρίχνω ράχη, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω πλάτη, λ. πλάτη·
- τον τρώει η ράχη του, βλ. συνηθέστ. τον τρώει η πλάτη του, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω την πλάτη μου, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω την πλάτη μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του γυρίζω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του γυρίζω τις πλάτες μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του δείχνω τη ράχη μου, βλ. συνηθέστ. του δείχνω την πλάτη μου, λ. πλάτη·
- του δείχνω τη ράχη μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του δείχνω την πλάτη μου και φεύγω, λ. πλάτη·
- του δείχνω τις ράχες μου και φεύγω, βλ. συνηθέστ. του δείχνω τις πλάτες μου και φεύγω, λ. πλάτη.

ρέγουλα

ρέγουλα, η κ. ρέγουλο, το, ουσ. [<μσν. ρέγουλα <λατιν. regula], η τάξη, το μέτρο, ο κανονικός ρυθμός κατά την εκτέλεση ενός έργου: «η καλή δουλειά θέλει ρέγουλα για να γίνει»·
- βάζω ρέγουλα ή βάζω σε ρέγουλα (κάποιους ή κάτι), βάζω σε τάξη, διευθετώ, τακτοποιώ κάποιον ή κάτι, βάζω σε κανονικό ρυθμό, σε κανονικό μέτρο τη δουλειά μου ή τη ζωή μου: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου, έβαλε σε ρέγουλα όλους τους εργάτες || έβαλε σε ρέγουλα όλες του τις δουλειές και πήγε διακοπές»·
- δουλεύει με ρέγουλα, δουλεύει με τάξη, με μέτρο και με κανονικό ρυθμό: «όταν θέλει να προσέξει μια δουλειά, δουλεύει με ρέγουλα»·
- έχω ρέγουλα ή έχω τη ρέγουλά μου, έχω τάξη, μέτρο, κανονικό ρυθμό στη δουλειά μου και γενικά στη ζωή μου: «αν δεν έχεις ρέγουλα, δε θα μπορέσεις να προκόψεις στη ζωή σου»·
- κάνω με ρέγουλα (κάτι), κάνω κάτι με τάξη, με μέτρο, με κανονικό ρυθμό: «με ό,τι καταπιάνεται, το κάνει με ρέγουλα κι έτσι έχει καλά αποτελέσματα»·
- με ρέγουλα, με τάξη, με μέτρο, με κανονικό ρυθμό: «όταν πίνεις με ρέγουλα και βάζεις κάθε τόσο και κάτι στο στόμα σου, δε σε πειράζει το πιοτό || έχει μάθει να διαβάζει με ρέγουλα»·
- μπαίνω σε μια ρέγουλα ή μπαίνω σε ρέγουλα ή μπαίνω στη ρέγουλα, αρχίζω να ζω με τάξη και με μέτρο, με κανονικό ρυθμό, αποκτώ τους ρυθμούς της φυσιολογικής ζωής: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια ρέγουλα»·
- τον βάζω σε μια ρέγουλα ή τον βάζω σε ρέγουλα ή τον βάζω στη ρέγουλα, τον υποχρεώνω να ζει με τάξη και μέτρο, με κανονικό ρυθμό, τον υποχρεώνω να ακολουθήσει τους ρυθμούς της φυσιολογικής ζωής: «τον πρώτο καιρό που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας τον άφησε να χαρεί λίγο την ελευθερία του, αλλά σύντομα τον πήρε στη δουλειά του και τον έβαλε σε ρέγουλα».

ρίγανη

ρίγανη, η, ουσ. [<αρχ. ὀρίγανος], είδος αρωματικού φυτού με έντονη μυρωδιά, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε το λογοπαίγνιο που δημιουργείται από τη φρ. ρίγανη, σταμνιά, όπως διαλαλούσε ο πλανόδιος πραματευτής την πραμάτεια του με το ομόηχο ρίγανη στα μνια (= στα μουνιά). Υποκορ. ριγανίτσα και ριγανούλα, η·
- βάλ’ του ρίγανη, αν δεν αλλάξει τακτική, δεν έχει καμιά ελπίδα να φέρει σε πέρας τη δουλειά του: «αν συνεχίσει να εργάζεται με τον ίδιο τρόπο, βάλ’ του ρίγανη»·
- κολοκύθια με τη ρίγανη! βλ. λ. κολοκύθι·
- σκατά με ρίγανη! ή σκατά με τη ρίγανη! βλ. λ. σκατά.

ρούχο

ρούχο, το, ουσ. [<μσν. ροῦχον <σλαβ. ruho], το ρούχο. 1. στον πλ. τα ρούχα, το σύνολο των ενδυμάτων που συνθέτουν και ολοκληρώνουν την εξωτερική μας εμφάνιση: «μόλις βγω απ’ το μπάνιο, θέλω να ’χεις έτοιμα τα ρούχα μου, γιατί βιάζομαι να φύγω». 2. τα κλινοσκεπάσματα, τα στρωσίδια: «τα ρούχα στο κρεβάτι ήταν άνω κάτω». Υποκορ. ρουχάκι, το κ. ρουχαλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- αλλάζω ρούχα, βγάζω τα λερωμένα ή τα καθημερινά μου ρούχα και φορώ καθαρά ή επίσημα: «μόλις γύρισε απ’ τη δουλειά του, άλλαξε ρούχα και πήγε στο μπαράκι να βρει τους φίλους του || μόλις γύρισε απ’ το γραφείο του, άλλαξε ρούχα και πήγε στη δεξίωση»·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, λέγεται ειρωνικά για την επιφανειακή μόνο αλλαγή των πραγμάτων: «τώρα που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, να δεις που θα πάνε καλύτερα τα πράγματα. -Εμένα μου λες! Άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»·
- άνετο ρούχο, που δεν είναι στενό, που είναι αεράτο, μπόλικο και οπωσδήποτε όχι επίσημο: «ρίξε πάνω σου ένα άνετο ρούχο κι έλα»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω τα ρούχα μου, ντύνομαι: «περίμενε μια στιγμή να βάλω τα ρούχα μου κι έρχομαι»·
- βαριά ρούχα, αυτά που φοριούνται το χειμώνα, τα χειμωνιάτικα ρούχα: «κάθε χειμώνα φορώ βαριά ρούχα, γιατί στα μέρη μας κάνει πολύ κρύο»·
- βγάζω τα ρούχα μου, ξεντύνομαι: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στο μπάνιο»·
- βγαίνω απ’ τα ρούχα μου, νευριάζω πάρα πολύ και αντιδρώ έντονα: «όταν ακούω να λένε βλακείες, βγαίνω απ’ τα ρούχα μου και τους βάζω αμέσως στη θέση τους». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- δαγκάνω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα ρούχα μου·
- δεν έχει ρούχο να φορέσει, βλ. φρ. δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, είναι πάμφτωχος: «εδώ δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του κι ονειρεύεται τη μεγάλη ζωή ο ερίφης!»·
- δεν μπαίνει στα ρούχα του, πάχυνε πάρα πολύ: «ξεσκίστηκε όλο το καλοκαίρι στο φαγητό και στον ύπνο και τώρα δεν μπαίνει στα ρούχα του»·
- είναι (για) να φυλάς τα ρούχα σου, είναι συστηματικός κλέφτης, είναι μεγάλος απατεώνας: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι για να φυλάς τα ρούχα σου»·
- είναι κάτω απ’ τα ρούχα, είναι άρρωστος, είναι κλινήρης: «κρυολόγησε στην εκδρομή που έκαναν το Σαββατοκύριακο, και τώρα είναι κάτω απ’ τα ρούχα». Συνών. έπεσε στα ρούχα·
- είναι στα ρούχα, βλ. φρ. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- ελαφρά ρούχα, αυτά που φοριούνται το καλοκαίρι, τα καλοκαιρινά ρούχα: «πότε θα ’ρθει το καλοκαίρι να φορέσουμε ελαφρά ρούχα!»·  
- έλιωσα τα ρούχα μου, τα έφθειρα, τα πάλιωσα: «έλιωσα τα ρούχα μου απ’ το να φοράω πάντα τα ίδια»·
- έπεσε στα ρούχα, είναι άρρωστος και μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του: «κρυολόγησε στην εκδρομή που πήγε με τους φίλους του και, μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έπεσε στα ρούχα». Συνών. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- έχει τα ρούχα της, (για γυναίκες) έχει περίοδο, έχει τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει για μπάνιο στη θάλασσα, γιατί έχει τα ρούχα της»· βλ. και φρ. έχω τα ρούχα μου·
- έχω τα ρούχα μου, (για άντρες) δεν είμαι στις καλές μου, έχω τα νεύρα μου, δυστροπώ: «όταν έχω τα ρούχα μου, δε θέλω κουβέντα από κανέναν». Από την εικόνα της γυναίκας, που, όταν περνάει αυτόν το βιολογικό κύκλο, έχει μια έξαψη και μια υπερένταση·
- η γεια στα ρούχα δε χωρεί, βλ. λ. γεια·
- θα πουλήσω τα ρούχα μου (για κάποιον ή για κάτι), θα δώσω ό,τι έχω και δεν έχω να πετύχω ή να πραγματοποιήσω κάτι: «θα πουλήσω τα ρούχα μου, μέχρι να σπουδάσω αυτό το παιδί»·
- κοιμάται με τα ρούχα, κοιμάται πολύ ελαφρά και έτοιμος να αντιδράσει σε περίπτωση που εκδηλωθεί κάποιος κίνδυνος: «επειδή έχει τραβήγματα με τις αστυνομίες, κοιμάται με τα ρούχα». Από το ότι, ιδίως στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά και αργότερα, στην Κατοχή, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, οι άντρες που είχαν ενεργεί συμμετοχή κοιμούνταν με τα ρούχα, για να μπορέσουν να φύγουν γρήγορα σε περίπτωση κινδύνου·    
- κολυμπάει (μέσα) στα ρούχα του, βλ. φρ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- κρέμονται τα ρούχα απάνω του, βλ. συνηθέστ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, με νευρίασε πάρα πολύ και αντέδρασα έντονα: «μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου με τις βλακείες που έλεγε, και τον πλάκωσα στο ξύλο, γιατί δεν άντεξα άλλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- μαλώνει με τα ρούχα του, βλ. συνηθέστ. τρώγεται με τα ρούχα του· 
- μου πήραν και τα ρούχα, έχασα όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπεσα σ’ ένα καρέ χαρτοκλεφτών και μου πήραν και τα ρούχα»·
- ξεσκίζω τα ρούχα μου, νιώθω έντονη αγανάκτηση, διαμαρτύρομαι έντονα: «μόλις τον πληροφόρησαν πως τον είχαν συμπεριλάβει στον κατάλογο των μεταθέσεων, άρχισε να ξεσκίζει τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έπιασε το παράπονο, τα ρούχα μου ξεσκίζω, και το πρωί θα μ’ έβρουνε στους δρόμους να τρικλίζω). Από την εικόνα του αρχιερέα Άννα που ξέσκισε τα ρούχα του μπροστά στο Χριστό·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, όποιος είναι προσεκτικός, προνοητικός, έχει μικρές απώλειες: «πρόσεχε καλά αυτόν τον απατεώνα, γιατί, όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά»·
- πετώ τα ρούχα από πάνω μου, ξεντύνομαι, ιδίως με βιασύνη: «μόλις γύρισα στο σπίτι, πέταξα τα ρούχα από πάνω μου και μπήκα στο μπάνιο»·
- πλέει (μέσα) στα ρούχα του, α. είναι πολύ αδύνατος, ιδίως μετά από κάποια αρρώστια: «έμεινε δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, κι αν τον δεις, πλέει μέσα στα ρούχα του». β. φοράει πολύ φαρδιά ρούχα: «όταν φοράει στενά ρούχα νιώθει δυσφορία, γι’ αυτό θέλει να πλέει μέσα στα ρούχα του»·
- πουλώ (και) τα ρούχα (για κάποιον ή για κάτι), κάνω το παν για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «είναι τόσο καλό παλικάρι, που, στην περίπτωση που έχει κάποια δυσκολία, πουλώ και τα ρούχα μου για να την ξεπεράσει || μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό τ’ αυτοκίνητο, που πουλώ και τα ρούχα μου για να τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα, βρε Μανόλη, τα ρούχα μου πουλώ, και φέρνω μπαγλαμάδες και παίζω και γλεντώ
- ρούχα αγγαρείας, βλ. λ. αγγαρεία·
- ρούχα εποχής, ενδυμασία κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου: «τον ενδιαφέρουν τα ρούχα εποχής, γιατί ασχολείται με τη ραπτική»·
- σκίζω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. ξεσκίζω τα ρούχα μου·
- τα ρούχα της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- τον βγάζω απ’ τα ρούχα του, τον εκνευρίζω τόσο πολύ, ώστε τον αναγκάζω να αντιδράσει έντονα: «κάθε φορά που τον στήνω στο ραντεβού μας, τον βγάζω απ’ τα ρούχα του και κάνει μέρες να μου μιλήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- του φταίνε και τα ρούχα του, βρίσκεται σε τέτοια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, που πειράζεται, ενοχλείται από όλα: «όταν δεν είναι στα καλά του, του φταίνε και τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, ο φτωχός λόγω ανέχειας κρατάει τα ρούχα του μεγάλο χρονικό διάστημα και τα φοράει όλες τις εποχές: «ένα κουστούμι έχει χειμώνα καλοκαίρι, γι’ αυτό και του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια»·
- τρώγεται με τα ρούχα του, α. γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τα ρούχα του». β. είναι έτοιμος για καβγά: «μην του πας πολύ κόντρα σήμερα, γιατί τρώγεται με τα ρούχα του»·
- φύλαγε τα ρούχα σου (για) να ’χεις τα μισά, βλ. φρ. όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά·
- χαμένο ρούχο, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «μην αναθέσεις τη δουλειά σ’ αυτό το χαμένο ρούχο, γιατί θα την κάνει σαν τα μούτρα του». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή: «αν σε ξαναδώ να κάνεις παρέα μ’ αυτό το χαμένο ρούχο, θα το πω στον πατέρα σου». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω ρε, χαμένο ρούχο». Συνών. χαμένο κορμί / χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο υποκείμενο.

σακί

σακί, το, ουσ. [<αρχ. σακκίον, υποκορ. του σάκκος], το σακί. 1. το τσουβάλι: «τον έστειλα ν’ αγοράσει ένα σακί αλεύρι». 2. (ως μονάδα μέτρησης) ό,τι χωράει μέσα στο σακί: «ήρθε ο θείος απ’ το χωριό και μας έφερε δυο σακιά φασόλια». 3. (στο χώρο της αγοραπωλησίας βρεφών) το βρέφος που δηλώνεται στη μητέρα ως νεκρό για να πουληθεί σε κάποιο ενδιαφερόμενο ζευγάρι, που δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά: «ο γιατρός με πληροφόρησε πως την άλλη βρομάδα ενδέχεται να έχει ένα σακί». Συνών. πακέτο (5). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- αγοράζω γουρούνι στο σακί, βλ. λ. γουρούνι·
- βάζω το κεφάλι μου στο σακί, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, λ. ντορβάς·
- βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, βλ. λ. γάτα·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- κάνει σαν γάτα στο σακί, βλ. λ. γάτα·
- με το σακί, λέγεται για να δηλώσει μεγάλη ποσότητα, αφθονία: «έχει λεφτά με το σακί». Συνών. με το τσουβάλι ·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, βλ. λ. γουρούνι·
- σαν σακί με πατάτες, λέγεται υποτιμητικά για άτομο που είναι ντυμένο με πρόχειρα, παλιά ή και φθαρμένα ρούχα: «μην έρθεις πάλι ντυμένος σαν σακί με πατάτες, γιατί θα υπάρχει πολύ καθώς πρέπει κόσμος». Από το ότι το σακί, μέσα στο οποίο βάζουν πατάτες, είναι κατασκευασμένο από λινάτσα·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί ή τα βάζω όλα στο ίδιο σακί, αντιμετωπίζω όλα τα πράγματα, όλα τα θέματα, όλες τις καταστάσεις, με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «δεν είναι σωστό να τα βάζεις όλα στο ίδιο σακί, γιατί το κάθε θέμα έχει τη δική του ιδιαιτερότητα»· 
- τον βάζω στο σακί, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «του πήρε ένα σωρό λεφτά για να τον κάνει δήθεν συνέταιρο και τον έβαλε στο σακί, γιατί του τα  ’φαγε»·
- τον πέταξε κάτω σαν σακί, τον έριξε κάτω με δύναμη, τον σαβούρντισε: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον έπιασε στα χέρια του και τον πέταξε κάτω σαν σακί». Από τον τρόπο με τον οποίο αφήνει κάποιος να πέσει κάτω το βαρύ σακί που κουβαλάει στους ώμους του·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, αντιμετωπίζω όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «σε θέματα δικαιοσύνης, τους βάζω όλους σ’ ένα σακί και δεν κάνω χατίρια σε κανέναν || δεν είναι σωστό να τους βάζεις όλους στο ίδιο σακί, γιατί ο καθένας απ’ αυτούς είναι διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου». Συνών. τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι / τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι / τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα· 
- τους βάζω σ’ ένα σακί ή τους βάζω στο ίδιο σακί, εξισώνω αρνητικά και άδικα δυο άτομα: «δεν μπορώ να τους βάλω και τους δυο στο ίδιο σακί, γιατί ο ένας είναι γιατρός κι ο άλλος είναι χαμάλης!». Συνών. τους βάζω σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω στο ίδιο καζάνι / τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω στο ίδιο τσουβάλι / τους χτενίζω με την ίδια χτένα.

σαλαμούρα

σαλαμούρα, η, ουσ. [<βενετ. salamora], η άρμη για τη συντήρηση διάφορων τροφίμων (ψαριών, ελιών ή ζαρζαβατικών) και, κατ’ επέκταση, κάθε φαγητό που είναι πολύ αρμυρό: «δεν τρωγόταν το φαγητό, γιατί το ’χε κάνει σαλαμούρα»·
- βάλ’ το στη σαλαμούρα! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται: «όταν το χρειαζόμουν, δε μου το ’δινες, τι να το κάνω τώρα; -Βάλ’ το στη σαλαμούρα!». Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στον κώλο σου! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- τον βάζω στη σαλαμούρα, τον βάζω στο περιθώριο, τον αποξενώνω από ένα χώρο, από έναν κύκλο: «τον ανάγκασαν να δηλώσει παραίτηση, γιατί αργά και συστηματικά τον έβαλαν στη σαλαμούρα και δεν έπαιζε κανέναν ρόλο πια μέσα στην επιχείρηση». Αναφορά στον τρόπο διατήρησης τροφίμων που τα τοποθετούμε στην άρμη για να τα καταναλώσουμε μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα·
- τον (τη, το) βάζω στη σαλαμούρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), απέχω από την ερωτική πράξη, ιδίως όταν πρόκειται για άσχημη γυναίκα: «μωρέ, δεν τον βάζω καλύτερα στη σαλαμούρα, που θα πάω μ’ αυτό το σκιάχτρο!»·
- τον έχω στη σαλαμούρα, τον έχω σε κατάσταση αναμονής: «θα περάσουμε να πάρουμε τον τάδε όμως δε θα καθυστερήσουμε, γιατί τον έχω στη σαλαμούρα». Από το ότι τις τροφές που έχουμε στη σαλαμούρα, τις παίρνουμε ανά πάσα στιγμή.  

σάλιο

σάλιο, το, ουσ. [<μσν. σάλιο <σπάν. σιάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σίαλον με αποβολή του ι], το σάλιο. 1. ως επιφών. σάλιο! καθόλου, τίποτα: «υπάρχει κανένα φράγκο για να φάμε από ένα σάντουιτς; -Σάλιο!». 2α. στον πλ. τα σάλια, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι ψευδολογίες: «άσε τα σάλια και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / τρίχες (2α) / φλούδες (1). β. ως επιφών. σάλια! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια πέθανε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «χτες βράδυ πέθανε ο τάδε. -Σάλια πέθανε χτες βράδυ ο τάδε!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. σαλάκι, το. (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- γαμήσι χωρίς σάλιο βλ. λ. γαμήσι·
- δεν άφησε σάλιο, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «του άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία, αλλά απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα χαρτιά, δεν άφησε σάλιο». Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε σάλιο, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «οι κακές παρέες ήταν η αιτία που απ’ την ατράνταχτη περιουσία του πατέρα του δεν έμεινε σάλιο». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «έφερα δέκα τόνους μπανάνες και μέσα σε δυο μέρες δεν έμεινε σάλιο». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα· 
- δεν υπάρχει σάλιο, δεν έχω καθόλου χρήματα, ξέμεινα εντελώς: «πώς να σου δώσω δανεικά, αφού δεν υπάρχει σάλιο || θα μου δανείσεις τριακόσια ευρώ; -Δεν υπάρχει σάλιο»·
- έγινε το σάλιο μου γιαούρτι, α. κουράστηκα ύστερα από πολύωρη ομιλία: «εμένα έγινε το σάλιο μου γιαούρτι να τον συμβουλεύω κι αυτός μπαινάκης βγαινάκης». β. δίψασα πάρα πολύ, ύστερα από πολύωρη χειρωνακτική εργασία ή πορεία, ιδίως κάτω από τον ήλιο: «μετά από δέκα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο κάτω απ’ τον ήλιο, ήρθε κι έγινε το σάλιο μου γιαούρτι». Από το ότι λόγω δίψας (μετά από σωματική καταπόνηση, αφυδάτωση ή μεγάλη σε διάρκεια συνεχόμενη ομιλία) το σάλιο πολλών ανθρώπων γίνεται πηχτό και κάτασπρο, όπως είναι και το γιαούρτι, και πολλές φορές μάλιστα ξεχωρίζει στις άκρες των χειλιών τους·
- είναι κολλημένο με σάλιο (κάτι), είναι κάτι πολύ πρόχειρα κολλημένο: «προς το παρόν μη βάζεις τίποτα στο ράφι, γιατί είναι κολλημένο με σάλιο»·
- θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. φρ. θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο·
- θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο, θα σου επιβάλλω άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά:«αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο»·
- θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. συνηθέστ. θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο·
- θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- καταπίνω το σάλιο μου, δεν ξέρω τι να πω από την αμηχανία που νιώθω: «μόλις του ζήτησα δανεικά κι άνοιξε το ταμείο του και μου τα ’δωσε, κατάπια το σάλιο μου»·
- κόλλησε το σάλιο μου, βλ. φρ. στέγνωσε το σάλιο μου·
- κολλώ με σάλιο (κάτι), κολλώ πολύ πρόχειρα κάτι: «φώναξα το μάστορα να μου κολλήσει το ράφι της βιβλιοθήκης, αλλά, φαίνεται, το κόλλησε με σάλιο, γιατί, μόλις έβαλα πάλι τα βιβλία στη θέση τους, ξεκόλλησε»·
- λέω σάλια, λέω ψέματα: «σταμάτα να λες σάλια, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς έγιναν τα πράγματα»·
- μας γέμισε σάλια ή με γέμισε σάλια, μας είπε ένα σωρό ψέματα: «μας γέμισε σάλια μέχρι να μας πάρει τα λεφτά κι ύστερα εξαφανίστηκε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας γάμησε χωρίς σάλιο ή με γάμησε χωρίς σάλιο, βλ. φρ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μας πήδηξε χωρίς σάλιο ή με πήδηξε χωρίς σάλιο, μου προξένησε μεγάλη ζημιά: «με πήδηξε χωρίς σάλιο ο μεταφορέας, γιατί δεν ήρθε στην ώρα του να φορτώσει το εμπόρευμα κι ο πελάτης μου ακύρωσε την παραγγελία». Από την εικόνα του ατόμου που υπέστη τη σεξουαλική πράξη από πίσω, χωρίς να του βάλουν σάλιο στον πρωκτό του για να γλιστράει το πέος και να μετριάζεται ο πόνος του. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. συνηθέστ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μας τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο ή μου τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. συνηθέστ. μας πήδηξε χωρίς σάλιο·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! μην επιμένεις περισσότερο, πάψε να μιλάς, γιατί δεν πρόκειται να με πείσεις: «έχω προσωπική γνώμη για το πώς έγιναν τα πράγματα, γι’ αυτό μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου!»·    
- μύξες σάλια! βλ. λ. μύξα·
- πλένομαι με σάλιο, λέγεται στην περίπτωση που υπάρχει μεγάλη έλλειψη νερού: «αν δε ρίξει πολλές βροχές το χειμώνα, εμείς οι Αθηναίοι το καλοκαίρι θα πλενόμαστε με σάλιο». Ίσως αναφορά στη γάτα, που φροντίζει την καθαριότητα του κορμιού της με το σάλιο της· 
- στέγνωσε το σάλιο μου, δίψασα υπερβολικά: «φέρε μου να πιω λίγο νερό, γιατί στέγνωσε το σάλιο μου τόσες ώρες κάτω απ’ τον ήλιο»· βλ. και φρ. έγινε το σάλιο μου γιαούρτι ·
- του πέφτουν τα σάλια ή πέφτουν τα σάλια του, βλ. φρ. του τρέχουν τα σάλια·
- του τρέχουν τα σάλια ή τρέχουν τα σάλια του, επιθυμεί έντονα να αποκτήσει, να απολαύσει κάτι ή να γευτεί κάποιο φαγητό: «τρέχουν τα σάλια του, κάθε φορά που βλέπει αυτό τ’ αυτοκίνητο || κάθε φορά που βλέπει την τάδε να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, του τρέχουν τα σάλια || όταν ακούει να γίνεται λόγος για λαγό στιφάδο, τρέχουν τα σάλια του»·
- τρώμε τα σάλια μας, είμαστε πολύ συνδεδεμένοι, πολύ αγαπημένοι, πολύ φίλοι: «με τον τάδε τρώμε τα σάλια μας απ’ τα παιδικά μας  χρόνια». Από το ότι θα πρέπει να αγαπάμε πάρα πολύ κάποιον για να μη νιώθουμε αηδία από τα σάλια του.

σανός

σανός, ο κ. σανό, το, ουσ. [<σλαβ. seno], ο σανός. 1. το άνοστο φαγητό: «μας τάισε ένα φαγητό, που ήταν σκέτο σανό κι έπρεπε να της πούμε κι ευχαριστώ από πάνω». Από το ότι ο σανός, σαν άχυρο ή άλλο ξερό χόρτο που είναι και που δίνεται ως τροφή των υποζυγίων, δεν έχει καθόλου ευχάριστη γεύση. 2. (στη γλώσσα της αργκό) τα λεφτά, τα χρήματα: «αν σου λείπει σήμερα ο σανός, είσαι άνθρωπος χωρίς καμιά αξία». 3. το ενέχυρο, το αμανάτι (βλ. λ.)·
- αφήνω σανό, βλ. φρ. βάζω σανό·
- βάζω σανό, βλ. συνηθέστ. βάζω αμανάτι, λ. αμανάτι·
- δε μασάω σανό ή δε μασάμε σανό, βλ. συνηθέστ. δεν τρώω σανό·
- δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «εμένα μη μου λες τέτοιες ανοησίες, γιατί δεν τρώω σανό». Από την εικόνα της αγελάδας που, όταν τρώει σανό, έχει τέτοια ηρεμία και νηφαλιότητα, που σου δίνει την εντύπωση πως δεν καταλαβαίνει τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω της. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- μασάει σανό, βλ. συνηθέστ. τρώει σανό·
- τρώει σανό, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού τρώει σανό, όλοι θα τον ξεγελούν και θα τον κοροϊδεύουν». Για συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.

σαρίκι

σαρίκι, το, ουσ. [<τουρκ. sarik <ελλ. καισαρίκιον]. 1. λεπτό λευκό ύφασμα που τυλίγουν οι επίσημοι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι τους. (Λαϊκό τραγούδι: όλος ασικλίκι κουνάει το σαρίκι ο μαχαραγιάς). 2. επίδεσμος γύρω από το κεφάλι κάποιου, που επικαλύπτει κάποιο τραύμα του: «έφαγε μια πέτρα στο κεφάλι κι όταν βγήκε απ’ των Πρώτων Βοηθειών, είχε ένα σαρίκι στο κεφάλι». Από την ομοιότητα της λευκής γάζας με το λεπτό άσπρο ύφασμα που τυλίγουν γύρω από το φέσι τους οι μουσουλμάνοι ιερείς ή οι αξιωματούχοι·
- έβαλε το βρακί, σαρίκι, λέγεται για άτομο που ξεφτιλίστηκε λόγω ανάρμοστης, γελοίας συμπεριφοράς: «τον έβαλα στα σαλόνια για να δει πώς ζει ο καλός ο κόσμος, αλλά αυτός έβαλε το βρακί, σαρίκι κι έγινε ρεζίλι των σκυλιών».

σειρά

σειρά, η, ουσ. [<αρχ. σειρά], η σειρά. 1. κοινωνική ή οικονομική τάξη: «είναι από κατώτερη σειρά, γι’ αυτό δεν τον θέλουν στην παρέα τους». 2α. (στη γλώσσα του στρατού) το σύνολο των στρατιωτών που παρουσιάζονται κάθε δυο μήνες στα κέντρα εκπαιδεύσεως την ίδια ημερομηνία, η Ε.Σ.Σ.Ο. (= εκπαιδευτική σειρά στρατευσίμων οπλιτών): «η τελευταία σειρά είχε πολλούς Μακεδόνες». β. ο στρατιώτης που παρουσιάστηκε στο κέντρο εκπαιδεύσεως ταυτόχρονα με έναν άλλον: «ο τάδε είναι σειρά μου || τι γίνεται, ρε σειρά, θα πάρουμε καμιά άδεια;». (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- άνθρωπος της σειράς, βλ. λ. άνθρωπος·
- αφήνω τη σειρά, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά·
- αφήνω τη σειρά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά μου·
- βάζω κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. βάζω μια σειρά·
- βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά και τάξη, α. νοικοκυρεύω, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τα πράγματα». β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που είχα, τις βάζω σε μια σειρά, σε μια τάξη: «νιώθω εντελώς ήρεμος, απ’ τη μέρα που έβαλα μια σειρά στις υποθέσεις μου». γ. τακτοποιώ τα κακώς κείμενα σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση και την επαναφέρω σε καλή λειτουργία: «ο καινούριος διευθυντής έβαλε σε μια σειρά το εργοστάσιο κι όλοι δουλεύουν ρολόι». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη·
- βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον ή κάποια πράγματα το ένα πίσω από το άλλο: «ο αξιωματικός έβαλε στη σειρά τους νεοσύλλεκτους για να τους μετρήσει || έβαλε τα κιβώτια στη σειρά για να μπορέσει να τα ελέγξει ευκολότερα». Συνών. βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι)·
- βγαίνω απ’ τη σειρά, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα: «βγήκα απ’ τη σειρά μου και πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο ν’ αγοράσω τσιγάρα». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα / βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- βγαίνω απ’ τη σειρά μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στα γλέντια και τα ξενύχτια και βγήκα απ’ τη σειρά μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα μου / βγαίνω απ’ τη γραμμή μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· βλ. και φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά·
- δεν είναι της σειράς μου, δεν ανήκει στο ίδιο κοινωνικό ή οικονομικό, συνήθως ανώτερο, επίπεδο με το δικό μου: «δεν καταδέχομαι να τον κάνω παρέα, γιατί δεν είναι της σειράς μου». Συνών. δεν είναι αράδας μου / δεν είναι της τάξης μου·
- δεν έχει σειρά, α. δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και γενικά στη ζωή του: «αντιμετωπίζει συνέχεια προβλήματα στη δουλειά του, γιατί δεν έχει σειρά». Συνών. δεν έχει αράδα / δεν έχει γραμμή / δεν έχει τάξη. β. (για το θάνατο) παίρνει ανθρώπους ανεξαρτήτου ηλικίας: «αυτή είναι ενενήντα χρονών και προχτές πέθανε ο εγγονός της, που ήταν μόλις είκοσι. -Δεν έχει σειρά, αγόρι μου, ο θάνατος». Συνών. δεν έχει αράδα·
- έχει τη σειρά της, (για γυναίκες) έχει στη σωστή ημερομηνία τα έμμηνά της, την περίοδό της: «απ’ τη μέρα που γνώρισα τη γυναίκα μου, έχει πάντα κανονικά τη σειρά της»·
- έχει τη σειρά του, α. είναι οικονομικά τακτοποιημένος, είναι νοικοκυρεμένος: «έχει το εργοστασιάκι του, την οικογένειά του και γενικά έχει τη σειρά του αυτός ο άνθρωπος || τα θέλει όλα στη θέση τους, γιατί είναι άνθρωπος που έχει τη σειρά του». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ο μάγκας τη σειρά μου ένα σπίτι, πέντε φίλους, τη δουλειά μου, κι έχω γίνει ένα κουρέλι που ο άνεμος το σέρνει όπου θέλει). Συνών. έχει την αράδα του / έχει τη γραμμή του·
- ήρθε η σειρά μου (σου, του, της κ.λπ.), έφτασε η στιγμή να ενεργήσω ή να υποστώ κάτι ύστερα από κάποιον άλλον: «αφού πήρες κι εσύ μέρος στην κατάληψη του εργοστασίου, ήρθε η σειρά σου ν’ απολυθείς». (Λαϊκό τραγούδι: βασανίσου, βασανίσου, όπως έστρωσες κοιμήσου, βασανίσου, βασανίσου, τώρα ήρθε και η σειρά η δική σου
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά σειρά, α. ο ένας μετά τον άλλον: «έρχονταν συνέχεια κατά σειρά και ζητούσαν εισιτήρια του αγώνα». β. σύμφωνα με το πρόγραμμα: «ήταν ο πέμπτος κατά σειρά αγώνας, που έδινε η ομάδα μας εκτός έδρας»·
- κατά σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τη σειρά προσέλευσης ή κατάταξης: «δεν υπάρχει λόγος να σπρώχνεστε, γιατί οι επιβάτες θα επιβιβαστούν κατά σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τον κατάλογο στον οποίο αναγράφονται τα ονόματά τους»·
- με τη σειρά, α. ο ένας πίσω από τον άλλον και με ηρεμία, με τάξη: «θέλω να  έρθετε με τη σειρά, αλλιώς δε θα πάρει κανένας σας εισιτήριο για τον αγώνα». (Λαϊκό τραγούδι: στη Μαγνησιά πού φτάσαμε οι μπέηδες προστάζουν, με τη σειρά πέρνανε και σαν αρνιά μας σφάζουν). Συνών. με την αράδα / με τάξη. β. την κατάλληλη στιγμή: «όλα όσα σας υποσχέθηκα θα γίνουν, αλλά με τη σειρά»·
- μπαίνω σε κάποια σειρά ή μπαίνω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. μπαίνω σε μια σειρά·
- μπαίνω σε μια σειρά ή μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, τη δουλειά μου, την εργασία μου: «απ’ τη μέρα που μπήκε σε μια σειρά και τάξη, άρχισε να προκόβει το παιδί». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια σειρά και τάξη». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα / μπαίνω σε μια γραμμή / μπαίνω σε μια τάξη·
- μπαίνω στη σειρά, α. μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στη σειρά κι εγώ και περίμενα να βγάλω εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στην αράδα / μπαίνω στη γραμμή. β. βρίσκομαι σε αναμονή, ή σε διαδικασία ολοκλήρωσης: «μην ανησυχείς για την υπόθεσή σου, γιατί μπήκε στη σειρά και αργά ή γρήγορα θα τελειώσει»· βλ. και φρ. παίρνω σειρά·
- ξεφεύγω απ’ τη σειρά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά μου·
- παίρνω σειρά, α. μπαίνω πίσω από αυτούς, που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «πήρα σειρά πίσω απ’ τους άλλους για να βγάλω κι εγώ εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε σειρά,γιατί μπορεί, ίσως, να μην προκάνεις, μη μας συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις). β. έρχεται η στιγμή να πάρω κάτι: «εγώ πότε παίρνω σειρά για το εισιτήριο;»·
- παίρνω στη σειρά, επισκέπτομαι διαδοχικά διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «πήρα στη σειρά τους φίλους του και ζητούσε δανεικά || πήρα στη σειρά τα μπαράκια για να σε βρω». Συνών. παίρνω αράδα ή παίρνω στην αράδα / παίρνω γραμμή·
- σειρά σου και σειρά μου, ανταποδίδω με τη σειρά μου τα ίσα ή κάνω με τη σειρά μου τα ίδια: «αφού με ξεγέλασες, σε ξεγέλασα κι εγώ. Σειρά σου και σειρά μου || αφού έπαιξες, τώρα θα παίξω κι εγώ. Σειρά σου και σειρά μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Συνών. μία σου και μία μου ·
- στέκομαι στη σειρά, στέκομαι πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στη σειρά μισή ώρα, μέχρι να βγάλω εισιτήριο». Συνών. στέκομαι στην αράδα / στέκομαι στη γραμμή·
- στη σειρά, α. ο ένας πίσω από τον άλλον με ηρεμία και τάξη: «έτσι σας θέλω όλους στη σειρά και χωρίς ομιλίες». β. χωρίς διάκριση: «πάνω στα νεύρα του άρχισε να τους βρίζει όλους στη σειρά». γ. χωρίς διακοπή: «πέντε μήνες στη σειρά δε σήκωσε κεφάλι απ’ το διάβασμα και πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο». Συνών. στην αράδα·  
- της σειράς, α. (για πρόσωπα) που δεν είναι ιδιαίτερος, που είναι κοινός, κατώτερης κοινωνικής τάξης, που είναι ανάξιος λόγου: «έμπορος της σειράς || δικηγόρος της σειράς». β. (για πράγματα) που είναι χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή αξία, που είναι κοινό, συνηθισμένο: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο της σειράς || αγόρασε μια τηλεόραση της σειράς». Συνών. της αράδας·
- της σειράς μου (σου, του κ.λ.π.), του ίδιου κοινωνικού ή οικονομικού, συνήθως ανωτέρου, επιπέδου με το δικό μου: «εγώ κάνω παρέα μόνο μ’ ανθρώπους της σειράς μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ ήθελες με μένα συ να μπλέξεις; δε βρήκες άλλον, στη σειρά σου, να διαλέξεις;). Συνών. της αράδας μου (σου, του κ.λπ.)· 
- τον βγάζω απ’ τη σειρά του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι είχε προγραμματισμένο, τον αποδιοργανώνω: «ήταν νοικοκύρης κι είχε συνέχεια το μυαλό του στη δουλειά, μέχρι που γνώρισε αυτή την παρδαλή και τον έβγαλε απ’ τη σειρά του». Συνών. τον βγάζω απ’ την αράδα του / τον βγάζω απ’ τη γραμμή του·
- του πήρα τη σειρά, τον υποσκέλισα και στάθηκα μπροστά του: «κάποια στιγμή πετάχτηκε ν’ αγοράσει τσιγάρα και του πήρα τη σειρά». Συνών. του πήρα την αράδα·
- του ’φαγα τη σειρά, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα μπροστά του: «έπιασε την κουβέντα μ’ έναν γνωστό του και του ’φαγα τη σειρά χωρίς να πάρει μυρουδιά»·
- τους βάζω σε κάποια σειρά ή τους βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. τους βάζω σε μια σειρά·
- τους βάζω σε μια σειρά ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να δουλέψουν πιο αποδοτικά, να αποδώσουν περισσότερο έργο: «ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε σε μια σειρά και τάξη και η δουλειά πάει ρολόι». Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους βάζω σε μια γραμμή / τους βάζω σε μια τάξη·
- φεύγω απ’ την αράδα, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα·
- φεύγω απ’ την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- χάνω τη σειρά μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα και δεν μπορώ να επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «κάποια στιγμή πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα κι έχασα τη σειρά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε σειρά γιατί, μπορεί, ίσως να μην προκάνεις, μη μας συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις). β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι. Συνών. χάνω την αράδα μου / χάνω τη σειρά μου.    

σημάδι

σημάδι, το, ουσ. [<μσν. σημάδιν <μτγν. σημάδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σῆμα], το σημάδι. 1. αναγνωριστικό σύμβολο: «θα κρατάει για σημάδι μια ομπρέλα στο χέρι του». 2. ιδιαίτερο σωματικό γνώρισμα: «θα τον καταλάβεις αμέσως, γιατί έχει ένα σημάδι στο δεξί του μάγουλο». 3. σκοπευτικός στόχος: «σε ποιο σημάδι θα ρίξουμε;». 4. ένδειξη, προμήνυμα, οιωνός: «όλα τα σημάδια δείχνουν πως θα κερδίσουμε τις εκλογές || υπάρχουν ανησυχητικά σημάδια για την οικονομία μας». 5. συμβολικό αντικείμενο που χρησιμοποιεί αυτός που θέλει να κάνει μάγια σε κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: και θα της πω τα βάσανα, αυτά πο ’χω τραβήξει και τα σημάδια της τρελής σε μια φωτιά να ρίξει). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- αφήνω τα σημάδια μου (κάπου ή σε κάποιον), α. περνώντας από κάπου αφήνω τα χνάρια μου ή διάφορα άλλα αναγνωριστικά σύμβολα ή έργα που πιστοποιούν το πέρασμά μου: «ο Περικλής άφησε έντονα τα σημάδια του στην αρχαία Αθήνα || ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε τα σημάδια του σε όλη την Ασία». β. επηρεάζω καθοριστικά κάποιον: «δεν υπάρχει γυναίκα στη γειτονιά στην οποία να μην άφησε τα σημάδια του, όταν ήταν νέος». (Λαϊκό τραγούδι: στη διασταύρωση του δρόμου αργοπεθαίνει τ’ όνειρό μου καθώς το βήμα του δεν το ακούω πια, αυτός που φεύγει στα σκοτάδια, αφήνει πίσω του σημάδια και ματωμένη τη φτωχή μου την καρδιά  
- βάζω σημάδι ή βάζω σημάδια, περνώντας από κάπου βάζω αναγνωριστικά σημεία, σημαδεύω: «όπως προχωρούσε μέσα στο δάσος, έβαζε σημάδια με το μαχαίρι του στους κορμούς των δέντρων, για να μπορέσει να γυρίσει πάλι πίσω»· 
- βάζω σημάδι ή βάζω στο σημάδι (κάποιον ή κάτι), α. σκοπεύω και ρίχνω με κάποιο επιθετικό όπλο σε κάποιον ή σε κάτι: «μόλις έστριψε απ’ τη γωνία, τον βάλαμε στο σημάδι με τις πέτρες || μόλις φάνηκε ο λαγός, τον έβαλαν όλοι στο σημάδι». (Τραγούδι: έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά κι ο πατέρας του στον Άδη άκουσε την τουφεκιά).β. επιδιώκω να βλάψω κάποιον: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, μ’ έχει βάλει στο σημάδι και περιμένει να με πιάσει κάπου λάθος, για να με επιπλήξει». γ. ξεχωρίζω, διαλέγω κάποιον ή κάτι, με σκοπό να το(ν) αποκτήσω: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, την έβαλα στο σημάδι || αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’βαλα στο σημάδι απ’ τη μέρα που κυκλοφόρησε στην αγορά»·
- έχει κακό σημάδι, δεν είναι καλός σκοπευτής: «πρόσεχε να μη σου ’ρθει καμιά αδέσποτη, γιατί ο τύπος δεν έχει καλό σημάδι»·
- έχει καλό σημάδι, είναι καλός σκοπευτής: «βρίσκει το στόχο του με το πρώτο, γιατί έχει καλό σημάδι»·
- έχω σημάδι, είμαι δεινός σκοπευτής: «έχει τέτοιο σημάδι αυτός ο άνθρωπος, που μπορεί να περάσει σφαίρα μέσα από δαχτυλίδι απ’ τα είκοσι μέτρα»·
- κακά σημάδια ή κακό σημάδι, κακές ενδείξεις, κακό προμήνυμα, κακός οιωνός: «όλα αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, είναι κακά σημάδια για την ειρήνη στη χώρα μας»·
- καλά σημάδια ή καλό σημάδι, καλές ενδείξεις, καλό προμήνυμα, καλός οιωνός: «η προσέγγιση των δυο κρατών είναι καλό σημάδι για την ειρήνη της χώρας μας»·
- μ’ έφαγαν τα σημάδια, σωστά πρόβλεψα, σωστά ερμήνευσα ορισμένες ενδείξεις ότι θα με βρει κακό: «όλα έδειχναν πως θα ξεσπάσει κάποιο κακό σε βάρος μου και να που μ’ έφαγαν τα σημάδια»·
- ρίχνω στο σημάδι, σκοπεύω και ρίχνω στο στόχο μου, σκοπεύω και πυροβολώ: «οι σκοπευτές σημάδεψαν προσεκτικά κι έριξαν στο σημάδι»·
- σημάδια των καιρών, βλ. συνηθέστ. σημεία των καιρών, λ. σημείο·
- το ρίχνω στο σημάδι, σκοπεύω και ρίχνω, συνήθως πέτρες, σε ένα στόχο, ιδίως χωρίς λόγο: «επειδή δεν είχα τι να κάνω, βρήκα ένα κουτί μπίρας και το ’ριξα στο σημάδι, για να περάσει η ώρα μου»·
- τον έχω στου κούκου το σημάδι, βλ. λ. κούκος.

σκέψη

σκέψη, η, ουσ. [<αρχ. σκέψις], η σκέψη. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- διαβάζω τη σκέψη του, μαντεύω τι σκέφτεται: «τον ξέρω τόσο καλά αυτόν τον άνθρωπο, που διαβάζω τη σκέψη του»·
- είμαι στη σκέψη του, καταλαβαίνω τι σκέφτεται ή πώς θα ενεργήσει: «σχεδόν πάντα τον προλαβαίνω τι θα πει και τι θα κάνει, γιατί είμαι στη σκέψη του»·
- είμαι υπό σκέψη, δεν έχω ακόμη αποφασίσει για κάτι: «μου πρότεινε να συνεταιριστούμε, αλλά είμαι υπό σκέψη»·
- είναι στη σκέψη μου (κάποιος), βλ. φρ. τον έχω στη σκέψη μου·
- είναι στη σκέψη μου (κάτι), βλ. φρ. το ’χω στη σκέψη μου·
- έχει καθαρή σκέψη ή έχει σκέψη καθαρή, βλ. φρ. έχει καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
- έχει πλάγια σκέψη, μπορεί και βρίσκει λύση εκεί που οι άλλοι αδυνατούν: «είναι άνθρωπος που δε σηκώνει ποτέ ψηλά τα χέρια του, γιατί έχει πλάγια σκέψη και πάντα έχει τον τρόπο να βγει από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται»·
- θέλει σκέψη το πράγμα, πρέπει να σκεφτεί καλά κανείς προκειμένου να πάρει κάποια απόφαση ή να ενεργήσει πάνω σε αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «όπως μου τα λες, φαίνεται εύκολη και κερδοφόρα δουλειά, αλλά θέλει σκέψη το πράγμα»·
- καθαρή σκέψη, βλ. φρ. καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
- και μόνο με τη σκέψη πως… ή και μόνο με τη σκέψη ότι…, βλ. φρ. και μόνο στη σκέψη πως(…)·  
- και μόνο στη σκέψη πως… ή και μόνο στη σκέψη ότι…, και μόνο που να σκεφτεί κάτι: «και μόνο στη σκέψη πως όπου να ’ναι έρχεται ο γιος του απ’ το εξωτερικό, τρελαίνεται απ’ τη χαρά του! || και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να πάθουν κάτι κακό τα παιδιά του, πανικοβάλλεται»·
- κάνω άσχημες σκέψεις, σκέφτομαι δυσάρεστα, απαισιόδοξα: «κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου νωρίς στο σπίτι, κάνω άσχημες σκέψεις»·
- κάνω κακές σκέψεις, βλ. φρ. κάνω άσχημες σκέψεις·
- κάνω καλές σκέψεις, σκέφτομαι θετικά, αισιόδοξα: «δεν απελπίζομαι με τις δυσκολίες που μου τυχαίνουν και πάντα κάνω καλές σκέψεις»·
- κάνω μαύρες σκέψεις, βλ. φρ. μου περνούν μαύρες σκέψεις·
- κατόπιν ωρίμου σκέψεως, βλ. φρ. μετά από ώριμη σκέψη·
- μαντεύω τη σκέψη του, βλ. φρ. διαβάζω τη σκέψη του·
- μαύρη σκέψη, η απαισιόδοξη, η δυσάρεστη: «του καρφώθηκε από καιρό η μαύρη σκέψη πως τον απατά η γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη σκέψη μ’ έχει φάει, πού γυρίζεις, πού ’χες πάει, κάθε βράδυ ξεπορτίζεις, πού πηγαίνεις, πού γυρίζεις;
- με βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), με κάνει να σκεφτώ πολύ απαισιόδοξα, πολύ δυσάρεστα πράγματα και με το φόβο μήπως πραγματοποιηθούν: «πρέπει να πάρουμε από τώρα τα μέτρα μας, γιατί η στάση του με βάζει σε μαύρες σκέψεις»·  
- με βάζει σε σκέψεις (κάποιος ή κάτι), με κάνει να σκεφτώ απαισιόδοξα, δυσάρεστα πράγματα: «μ’ αυτά που μου λες, με βάζεις σε σκέψεις πως ίσως αυτός μας κάρφωσε»·
- με καθαρή σκέψη ή με σκέψη καθαρή ή με καθαρή τη σκέψη ή με τη σκέψη καθαρή, βλ. φρ. με καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·  
- μετά από δεύτερη σκέψη ή ύστερα από δεύτερη σκέψη, βλ. συνηθέστ. μετά από ώριμη σκέψη·
- μετά από ώριμη σκέψη, μετά από πιο μελετημένη, πιο σοβαρή, πιο επεξεργασμένη σκέψη: «στην αρχή συμφώνησα μαζί του, αλλά μετά από ώριμη σκέψη είδα πως δε με συνέφερε ν’ αναλάβω τη δουλειά»·
- μου περνούν μαύρες σκέψεις, σκέφτομαι πολύ απαισιόδοξα, πολύ δυσάρεστα πράγματα ή καταστάσεις: «κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, μου περνούν μαύρες σκέψεις». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, Χρίστο, άλλο ένα, μαύρες σκέψεις μου περνούν, κάποια μέρα μες τη στράτα ξαπλωμένο θα με βρουν
- μπαίνω σε σκέψεις, προβληματίζομαι: «είναι πολύ ατίθασο παιδί και μπήκα σε σκέψεις, μέχρι ν’ αποφασίσω να το πάρω στη δουλειά μου»·
- ούτε σκέψη! δηλώνει άρνηση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: «μπορώ να πάω κάπου όπου έχω μια δουλειά και να ξαναγυρίσω; -Ούτε σκέψη!»·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το ’χω στη σκέψη μου, το ’χω στα υπόψη μου, δεν το ξέχασα, με απασχολεί: «τι θα γίνει με κείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στη σκέψη μου»·
- τον βάζω σε σκέψεις, α. τον κάνω να σκεφτεί πράγματα, ιδίως άσχημα, που δεν τα είχε σκεφτεί προηγουμένως: «επειδή κάθε απόγευμα η γυναίκα του παίρνει τους δρόμους, τον έβαλα σε σκέψεις μήπως και του τα φοράει». β. τον κάνω να προβληματιστεί: «επειδή ο άλλος του τα παρουσίαζε όλα όμορφα, τον έβαλα σε σκέψεις μήπως και ήθελε να τον ξεγελάσει»·
- τον έφαγαν οι σκέψεις, τον κούρασαν ψυχικά οι έγνοιες, οι στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον έφαγαν οι σκέψεις»· 
- τον έχω στη σκέψη μου, δεν τον ξέχασα, τον θυμάμαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω στη σκέψη μου»·
- ύστερα από ώριμη σκέψη, βλ. φρ. μετά από ώριμη σκέψη·
- χάνω των ειρμό των σκέψεών μου, βλ. λ. ειρμός·
- χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς άλλη εξέταση του θέματος, του προβλήματος: «όταν αποφασίζει κάτι, το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη».

σκουλαρίκι

σκουλαρίκι, το, ουσ. [<μσν. σχολαρίκιον <σχολαρικόν ἐνώτιον (= ενώτιο που φορούσαν οι σχολάριοι = φρουροί των ανακτόρων στο Βυζάντιο)], το σκουλαρίκι. Υποκορ. σκουλαρικάκι, το·
- να το βάλεις σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί σου), βλ. συνηθέστ. να το κρεμάσεις σκουλαρίκι·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. φρ. να το κρεμάσεις σκουλαρίκι·
 - να το κρεμάσεις σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί σου), να θυμάσαι καλά αυτό που σου είπα ή αυτό που μου είπες, να το έχεις καλά στο μυαλό σου. Λέγεται συνήθως με απειλητική διάθεση: «να το κρεμάσεις σκουλαρίκι αυτό που σου λέω, γιατί θα δεις πως με την πρώτη ευκαιρία θα σου φερθώ με τον ίδιο πρόστυχο τρόπο που μου φέρθηκες»·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. φρ. να το κρεμάσεις σκουλαρίκι·
- το κρεμώ σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί μου), διατηρώ στη μνήμη μου την κακή εντύπωση από τη συμπεριφορά κάποιου, για να του φερθώ ανάλογα την κατάλληλη στιγμή: «το κρεμώ σκουλαρίκι αυτό που είπες και θα ’ρθει κάποτε ο καιρός που θα ξηγηθούμε».

σκούπα

σκούπα, η, ουσ. [<μσν. σκούπα <λατιν. scopa], η σκούπα· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ελεύθερος αμυντικός παίχτης που παίζει μπροστά ή πίσω από τους κυρίως αμυντικούς παίχτες και παίρνει τις μπαλιές που αδυνατούν να σταματήσουν αυτοί: «ο τάδε παίχτης είναι ειδικός να παίζει σκούπα»·
- επιχείρηση σκούπα, βλ. λ. επιχείρηση·
- θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει! (ειρωνικά) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «αν δε θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας, θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει!». Συνών. θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει(!)·
- θα μπει σκούπα, θα απομακρυνθούν από τις διάφορες υψηλές θέσεις που κατέχουν, ιδίως του δημοσίου, τα άτομα εκείνα που θεωρούνται αποτυχημένα ή περιττά: «όταν θα ’ρθει το κόμμα μας στην εξουσία, θα μπει σκούπα σ’ όλες τις δημόσιες υπηρεσίες»·
- κάνω σκούπα (κάτι), παρασέρνω στο διάβα μου κάτι: «όπως έτρεχε έκανε σκούπα τις καρέκλες που ήταν πάνω στο πεζοδρόμιο»· βλ. και φρ. τα κάνω σκούπα·
- παίρνω σκούπα (κάτι), βλ. φρ. κάνω σκούπα (κάτι)·
- τα κάνω σκούπα, α. (ιδίως για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω όλα τα χρήματα των παιχτών που παίζουν στο παιχνίδι: «είχε τέτοια ρέντα ο τάδε, που μας τα ’κανε σκούπα». β. (γενικά) αφαιρώ, παίρνω από κάπου ό,τι υπάρχει: «χτες βράδυ μπήκαν κλέφτες στο σπίτι του τάδε και τα ’καναν σκούπα». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το όλα· βλ. και φρ. κάνω σκούπα (κάτι)·
- του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «μόλις τον έπιασε να κάνει κοπάνα, του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα». Συνών. του ’συρε όσα σέρνει το κάρο / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.

στενός

στενός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. στενός], στενός. 1. που είναι πολύ δικός μας, ο κοντινός, ο εγκάρδιος: «στενός φίλος || στενοί συγγενείς || στενές σχέσεις». 2. που είναι περιορισμένου πνευματικού επιπέδου: «στενές αντιλήψεις || στενή λογική». 3. που βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια: «μη ζητήσεις ούτε δραχμή απ’ τον τάδε γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό είναι στενός». 4. το θηλ. ως ουσ. η στενή (βλ. λ.)· το ουδ. ως ουσ. το στενό (βλ. λ.). Επίρρ. στενά. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- είμαι στενός, βρίσκομαι σε οικονομική δυσχέρεια: «ήθελα πάρα πολύ να σε βοηθήσω, αλλά τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ στενός και δε θα μπορέσω»·
- θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- με τη στενή έννοια του όρου, βλ. λ. έννοια2·
- μου ’γινε στενό κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- μου ’γινε στενός κορσές, βλ. λ. κορσές·
- σε στενό οικογενειακό κύκλο, κύκλος·
- στενό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- στενό περιβάλλον, βλ. λ. περιβάλλον·
- στενός κορσές, (στη γλώσσα της φυλακής) βλ. λ. κορσές·
- τα βρήκα στενά, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες, μεγάλα εμπόδια σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «μόλις τα βρήκα στενά στη δουλειά, ζήτησα τη βοήθεια του φίλου μου || δεν ήξερα τη δουλειά με την οποία είχα καταπιαστεί και τα βρήκα στενά». Συνών. τα βρήκα αγγούρια / τα βρήκα ζόρικα / τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα / τα βρήκα μπαστούνια / τα βρήκα σκούρα / τα βρήκα σκούρα τα πράγματα / τα βρήκα στενά τα πράγματα·
- τα βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα στενά·
- της κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- της κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- της ξηγιέμαι στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- της ξηγιέμαι στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- του κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- του κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- του ξηγιέμαι στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- του ξηγιέμαι στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα.

στεφάνι

στεφάνι, το, ουσ. [<στεφάνιν <μτγν. στεφάνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. στέφανος], το στεφάνι. 1. το παιδικό κατρακύλι, το τσέρκι: «στα χρόνια μας το κάθε παιδί είχε το δικό του στεφάνι και παίζαμε μ’ αυτά στους δρόμους». 2. το νυφικό στεφάνι και, κατ’ επέκταση, ο γάμος ή ο νόμιμος σύζυγος, η νόμιμος σύζυγος: «εγώ δεν πάω μ’ άλλες γυναίκες, γιατί τι θα πω στο στεφάνι μου, σαν το μάθει!». (Λαϊκό τραγούδι: μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που ’χε κάνει
- βάζω στεφάνι, παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε, Μανωλιό μου, πώς θα βάλουμε στεφάνι στον Άι Γιάννη
- μα το στεφάνι μου! βλ. φρ. στο στεφάνι μου(!)·
- να μη χαρώ το στεφάνι μου! όρκος που δίνεται από κάποιον για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «να μη χαρώ το στεφάνι μου, αν σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου(!)·
- να χαρείς το στεφάνι σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον, ιδίως παντρεμένο, για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «να χαρείς το στεφάνι σου, πάρε το γιο μου στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου(!)·
- πατώ το στεφάνι μου, (και για τα δυο φύλα) γίνομαι μοιχός, κερατώνω τον άντρα μου, τη γυναίκα μου: «εγώ δεν πατώ το στεφάνι μου, γιατί αγαπώ τη γυναίκα μου». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις
- στο στεφάνι μου! (ενν. ορκίζομαι), όρκος που δίνεται από κάποιον για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «στο στεφάνι μου, τα πράγματα είναι έτσι ακριβώς όπως στα λέω!»·
- την έχει χωρίς στεφάνι, συζεί μαζί της παράνομα, χωρίς να την έχει παντρευτεί: «αγαπάει τόσο πολύ αυτόν τον άντρα, που δέχεται να την έχει χωρίς στεφάνι»·
- την πήρε με στεφάνι, την παντρεύτηκε όπως ορίζει η χριστιανική θρησκεία, με πλήρη νομιμότητα: «συζούσε μαζί της πέντε χρόνια, ώσπου στο τέλος την πήρε με στεφάνι». (Λαϊκό τραγούδι: τη στάση που κρατάς δε τη γουστάρω, κι αν θες γυναίκα με στεφάνι να σε πάρω). Συνών. την πήρε δόξη και τιμή / την πήρε με δόξα και τιμή / την πήρε με παπά και με κουμπάρο·
- τιμώ το στεφάνι μου, (και για τα δύο φύλα) εκτιμώ, σέβομαι και προστατεύω το γάμο μου, το συζυγικό μου ταίρι, είμαι πιστός στο γάμο μου, στον άντρα μου, στη γυναίκα μου: «εγώ δεν πάω μ’ άλλη γυναίκα, γιατί τιμώ το στεφάνι μου || έλεγαν πως είναι παρδαλή, αλλά αυτή τίμησε το στεφάνι της περισσότερο από κάθε άλλη».

στοίχημα

στοίχημα, το, ουσ. [<μσν. στοίχημα <μτγν. στοιχῶ], το στοίχημα· τυχερό παιχνίδι που διοργανώνει ο οπάπ, το οποίο βασίζεται στην πρόγνωση των αποτελεσμάτων ποδοσφαιρικών αγώνων: «πάω στο προποτζίδικο να παίξω ένα στοίχημα»·
- βάζεις στοίχημα; πρόταση σε κάποιον, όταν είμαστε απόλυτα βέβαιοι, σίγουροι για κάτι, στοιχηματίζεις(;): «βάζεις στοίχημα εκατό ευρώ πως τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι όπως σου τα λέω;». (Λαϊκό τραγούδι: ο έρωτας κι ο τζόγος δε συμβιβάζεται, το λέω ξεκομμένα στοίχημα μη βάζετε
- βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω και, κατ’ επέκταση, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που λέω, γι’ αυτό που υποστηρίζω: «βάζω στοίχημα ό,τι θέλεις πως ο τάδε ήταν αυτός που μας κάρφωσε || έβαλαν στοίχημα ποια ομάδα θα κερδίσει || τι στοίχημα βάζεις ότι δε σου λέω ψέματα»·
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πάει στοίχημα; ή πας στοίχημα; ή πάμε στοίχημα; στοιχηματίζεις(;): «πας στοίχημα πως θα κερδίσει η ομάδα μου;». Στην περίπτωση που ο συνομιλητής θέλει να στοιχηματίσει, αποδέχεται το στοίχημα με το πάει ή με το πήγε ή με το πάω ή με το πάμε. Πρβλ.: πάμε στοίχημα (Διαφημιστικό σλόγκαν του οπάπ)·
- πάω στοίχημα, βλ. φρ. βάζω στοίχημα.

στόμα

στόμα, το, ουσ. [<αρχ. στόμα], το στόμα. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: «σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά, γιατί έχει πέντε στόματα να θρέψει». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). 2. στον πλ. τα στόματα, ο κοινωνικός περίγυρος, που σχολιάζει, που κριτικάρει τις πράξεις κάποιου ή κάποιων: «έχω ακούσει πως μερικά στόματα σε κατακρίνουν για τις παρέες που κάνεις». Υποκορ. στοματάκι, το. Μεγεθ. στοματάρα, η. Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και στόμας, ο. (Ακολουθούν 189 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αθύρωτο στόμα, βλ. συνηθέστ. απύλωτο στόμα·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή που κακολογεί συνεχώς: «αμάν αυτό το στόμα σου! Όταν αρχίζει(ς) να μιλά(ς) δεν αφήνει(ς) άλλον κανέναν να μιλήσει || αμάν αυτό το στόμα σου! Δε θα πει(ς) καλό λόγο για κανέναν!»·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. φρ. στόμα να ’χε, θα μιλούσε·
- άναψε το στόμα μου, α. κάηκα από κάποιο φαγητό, γιατί περιείχε πολλά μπαχαρικά, ή από κάποιο ρόφημα, που ήταν πολύ ζεστό: «μόλις έφαγα την πρώτη κουταλιά, άναψε το στόμα μου απ’ το πιπέρι που είχε το φαγητό». β. μιλούσα ασταμάτητα και για πολλή ώρα: «άναψε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πού να βάλει μυαλό!»·
- ανοίγω το στόμα μου, α. μιλώ: «μην ανοίγεις το στόμα σου, αφού δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάμε». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω).β. προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος άνοιξε το στόμα του και τα ξέρασε όλα»·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! αντιμίλησε προκλητικά: «εγώ του είπα να προσέχει να μην κάνει καμιά ζημιά, κι αυτός άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή!». Πολλές φορές, συνοδεύεται με χειρονομία του ομιλητή να επιδεικνύει την πιθαμή του· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα να(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις μ’ είδε με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άνοιξ’ ένα στόμα να!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες, καθώς εφάπτονται με τις εσωτερικές τους πλευρές και με τους καρπούς σταθερά ενωμένους σε οριζόντια θέση, να ανοίγουν από την πλευρά των δαχτύλων, σαν να θέλει ο ομιλητής να καταδείξει το μέγεθος του ανοίγματος του στόματος· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. συνηθέστ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξαν πολλά στόματα, μίλησαν πολλά άτομα για ένα θέμα το οποίο επιδίωκαν κάποιοι να μείνει στην αφάνεια, να το κουκουλώσουν: «μετά την αποκάλυψη της ανάμειξης του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, άνοιξαν πολλά στόματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μιλούσαν»· 
- άνοιξε το στόμα σου! (προτρεπτικά) μίλα: «άνοιξε, επιτέλους, το στόμα σου, πες κι εσύ κάτι!»·
- απ’ το δικό σου στόμα, από σένα τον ίδιο, από σένα προσωπικά: «αυτό που άκουσα πως λες για μένα, θέλω να τ’ ακούσω κι απ’ το δικό σου στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο, κι απ’ το δικό σου στόμα, θέλω ν’ ακούσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς ακόμα
- απ’ το στόμα μου το πήρες, είπες ακριβώς αυτό που ήμουν έτοιμος να πω: «απ’ τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι καρφί, αν ξανάρθει στην παρέα μας λέω να τον διώξουμε. -Απ’ το στόμα μου το πήρες»·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- από στόμα σε στόμα, με τον προφορικό λόγο, προφορικά: «η μεγάλη είδηση διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα»·
- απύλωτο στόμα, λέγεται για άτομο που συνηθίζει να αυθαδιάζει ή να κατηγορεί συστηματικά τους άλλους, που δηλ. το στόμα του δεν κλείνεται από καμιά θύρα, πύλη: «ένα τέτοιο απύλωτο στόμα, αν είναι δυνατό να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- βάζω κάτι στο στόμα μου ή βάζω στο στόμα μου κάτι, α. τρώω σε μικρή ποσότητα είτε από βιασύνη είτε για να ξεγελάσω την πείνα μου: «κατά τις δώδεκα βάζω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν αντέχω μ’ άδειο στομάχι μέχρι το μεσημέρι». β. πολλές φορές προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βάλε κάτι στο στόμα σου ή βάλε στο στόμα σου κάτι: «βάλε κάτι στο στόμα σου, γιατί θ’ αργήσουμε να φάμε»·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. φρ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, βλ. λ. αφρός·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βουλώνω πολλά στόματα, θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά, γιατί έχει να βουλώσει πολλά στόματα»· βλ. και φρ. ταΐζω πολλά στόματα·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, με διάφορους τρόπους αποτρέπω αρνητικά σχόλια για κάποιον ή για μένα τον ίδιο: «τόσα χρόνια βοηθάω τους πάντες μόνο και μόνο για να βουλώνω τα στόματα του κόσμου απ’ την κακή διαγωγή σου»·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- γαμώ το στόμα σου, υβριστική έκφραση σε άτομο που μιλάει συνέχεια ή σε άτομο που αισχρολογεί, που κακολογεί συνεχώς. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «κλείσ’ το, γαμώ το στόμα σου, γαμώ για να μιλήσει και κανένας άλλος! || γαμώ το στόμα σου γαμώ, δε θα πεις ποτέ καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- γεια στο στόμα σου! βλ. λ. γεια·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, λ. σαγόνι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, α. δεν αρθρώνω, δε λέω λέξη από αμηχανία, ταραχή, κατάπληξη, ντροπή, φόβο ή τρόμο: «κάθε φορά που έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δεν ανοίγω το στόμα μου || μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου || δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι». β. (γενικά) δε μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, δεν ανοίγει το στόμα του». γ. δεν προδίδω: «παρόλο το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια να μαρτυρήσει τους συνενόχους του, δεν άνοιξε το στόμα του». δ. είμαι κατ’ εξοχήν ολιγόλογος: «όταν μιλούν άνθρωποι που ξέρουν πολλά περισσότερα από μένα, εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου»·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα, είμαι νηστικός: «απ’ το πρωί δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και τώρα πεινώ σαν λύκος»·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, μιλούσε συνεχώς, φλυαρούσε αδιάκοπα: «απ’ τη στιγμή που κάθισε στην παρέα μας, δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του»·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. φρ. δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, βλ. φρ. δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μιλούσε συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του»·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, (για τραγουδιστές, τραγουδίστριες) δεν ξέρει να τραγουδά, δεν έχει φωνή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι: «πολλοί επώνυμοι κατηγορούν το fame story ότι βραβεύει τραγουδιστές, που δεν ξέρουν ν’ ανοίξουν το στόμα τους»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε το στόμα μου·
- είναι άσχημο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει άσχημο στόμα·
- είναι βρόμικο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει βρόμικο στόμα·
- είναι κακό στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει κακό στόμα·
- είναι ένα στόμα! βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα(!)·
- είναι με το γέλιο στο στόμα ή έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, βλ. λ. δάχτυλο·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λύκος·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- έχει άσχημο στόμα, α. είναι αισχρολόγος: «δεν μπορεί να πει καλό για κανέναν, γιατί έχει άσχημο στόμα». β. μιλάει σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «πρόσεξε μην τα βάλει μαζί σου, γιατί έχει άσχημο στόμα»·
- έχει βρόμικο στόμα, συνηθίζει να βρίζει: «όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας τον διώχνουμε, γιατί έχει βρόμικο στόμα»·
- έχει γλυκό στόμα, α. είναι ευχάριστος, ευγενικός: «χαίρεσαι να τον ακούς, γιατί έχει γλυκό στόμα». β. (για γυναίκες) είναι ποθητό, ηδονικό: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκό στόμα». (Λαϊκό στόμα: σαν λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό είναι το γλυκό της στόμα το φιδίσιο της το σώμα
- έχει ένα στόμα! α. είναι ιδιαίτερα αισχρολόγος: «δεν μπορείς να κάνεις σοβαρή κουβέντα μαζί του, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. β.μιλάει πολύ σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «μην τον τσιγκλάς, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. γ. είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «μη διανοηθείς να του εμπιστευτείς τίποτα, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. δ.είναι ιδιαίτερα ικανός ρήτορας: «έχει ένα στόμα, που, όση ώρα και να μιλάει, χαίρεσαι να τον ακούς!». ε. (ιδίως για γυναίκες) έχει όμορφο στόμα, σαρκώδη χείλη: «έχει ένα στόμα, που σου ’ρχεται να το δαγκάσεις!»·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, είναι πολύ αθυρόστομος, βρίζει ακατάσχετα: «όταν είναι στα καλά του, το στόμα του στάζει μέλι, όταν όμως νευριάσει, έχει ένα στόμα σαν βόθρο»·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, έχει πολύ μεγάλο στόμα: «όταν κάνει πως γελάει αυτός ο άνθρωπος, σε τρομάζει, γιατί έχει ένα στόμα σαν πηγάδι»· βλ. και φρ. έχει μεγάλο στόμα·
- έχει κακό στόμα, μιλάει πάντοτε με κακία για τους άλλους: «δεν είπε ποτέ καλό για κανέναν, γιατί έχει κακό στόμα»· βλ. και φρ. έχει άσχημο στόμα·
- έχει καλό στόμα, α. μιλάει πάντοτε με καλοσύνη και αγάπη: «δεν άκουσα ποτέ απ’ αυτόν τον άνθρωπο να πει κακό για κάποιον, γιατί έχει καλό στόμα». β. είναι καλός ρήτορας: «μπορώ να τον ακούω με άνεση, γιατί έχει καλό στόμα»·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μεγάλο στόμα, μιλάει πολύ, ιδίως συνηθίζει να αντιμιλάει ή να αναφέρεται θαρρετά στα κακώς κείμενα: «μην του πας κόντρα αυτού του ανθρώπου γιατί έχει μεγάλο στόμα και θα σου σπάσει τα νεύρα || δε θα του βγει σε καλό που έχει μεγάλο στόμα, γιατί έμαθε ο διευθυντής του πως τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τις απολύσεις που έγιναν»·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. φρ. βουλώνω το στόμα μου·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. έχω το στόμα μου κλειστό·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- κλείνω το στόμα μου, παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν γεροντότεροι στην παρέα, κλείνω το στόμα μου και ακούω προσεκτικά τι λένε»· βλ. και φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. φρ. μένω μ’ ανοιχτό στόμα. (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. κόλλησε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, σωπαίνω, δε μιλώ, δεν αποκαλύπτω μυστικό, που μπορεί να βλάψει κάποιον: «μπορούσε με μια λέξη του να μας ρίξει όλους στη φυλακή, όμως, ευτυχώς, κράτησε το στόμα του κλειστό». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό, κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κρέμομαι απ’ το στόμα του, η τύχη μου εξαρτάται από αυτό που θα πει: «το ξέρει πως κρέμομαι απ’ το στόμα του, γι αυτό πιστεύω πως θα σκεφτεί καλά τι θα καταθέσει στη δίκη»· βλ. και φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του, λ. χείλι·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «όταν πιει κάνα δυο ποτηράκια, λέει ό,τι  του ’ρχεται στο στόμα». Συνών. λέει ό,τι θέλει / λέει ό,τι λάχει / λέει ό,τι του καπνίσει / λέει ό,τι του κατέβει / λέει ό,τι να ’ναι / λέει ό,τι του ’ρθει / λέει ό,τι φτάσει·
- μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα ή μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό, από κάτι που μου είπε ή μου έδειξε ή από την εν γένει συμπεριφορά του με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο και δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις μου ’δωσε χωρίς δεύτερο λόγο τα δανεικά που του ζήτησα, μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό»·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ ένα στόμα, δια βοής και ομόφωνα: «οι υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν μ’ ένα στόμα την πρόταση παράδοσης»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μάζεψε το στόμα σου, (απειλητικά) πάψε να μιλάς, ιδίως άσχημα ή προσβλητικά για μένα τον ίδιο ή και για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «μάζεψε το στόμα σου και πάψε να με κατηγορείς, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές»·
- μάλλιασε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- με μισό στόμα, συμφωνία ή υπόσχεση που γίνεται ή που δίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «μου ’δωσε το λόγο του πως θα με βοηθήσει, αλλά μου το ’πε με μισό στόμα»·
- με την κοιλιά στο στόμα, βλ. λ. κοιλιά·
- με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- με την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. μπάρα μπάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. συνηθέστ. με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα·
- μένω μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου ανοιχτό, α. εκπλήσσομαι έντονα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη από απροσδόκητο λόγο ή συμβάν που ακούω ή βλέπω: «έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: ως κι ο Διάβολος ακόμα μένει μ’ ανοιχτό το στόμα και του έρχεται ζαλάδα, στων Ρωμιών την εξυπνάδα).β. αισθάνομαι έντονη απορία ή θαυμασμό για κάτι που ακούω ή βλέπω, και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη: «μόλις του ζήτησα δανεικά και μου τα ’δωσε αμέσως, έμεινα με το στόμα ανοιχτό || έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό, μόλις έμαθα πως πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο»·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. φρ. στο στόμα μου το ’χω·
- μην ανοίξω το στόμα μου! απειλητική έκφραση εναντίον κάποιου πως αν αρχίσω να μιλάω, θα πω πράγματα που δεν του συμφέρουν καθόλου ή και που τον ενοχοποιούν: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί μην ανοίξω το στόμα μου! Δε θα ξέρεις από πού να φύγεις». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα
- μην πέσεις στο στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να βρίζει, να κατηγορεί, να κακολογεί, να διαβάλλει: «πρόσεχε μην πέσεις στο στόμα του, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μιλώ έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγήκε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μπήκα στου λύκου στο στόμα, βλ. λ. λύκος· 
- ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. φρ. γεια στο στόμα σου! λ. γεια·
- να κρέμεσαι απ’ το στόμα του! βλ. συνηθέστ. να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! λ. χείλι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! (απειλητική ή προειδοποιητικά) αν ασχοληθώ με το άτομό σου, θα σε κακολογήσω τόσο πολύ, που σίγουρα θα σου δημιουργήσω πρόβλημα: «μη με πας κόντρα, γιατί, να μη σε πιάσω στο στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μην ανοίξω το στόμα μου(!)·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) να μην αρχίσω να μιλώ, γιατί θα πω πράγματα που δε σε συμφέρουν και που πιθανώς μπορεί και να σε βλάψουν: «μην κάνεις σε μένα που σε ξέρω τον καλό και τον τίμιο, για να μην ανοίξω το στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μη σε πιάσω στο στόμα μου(!)·
- ξεράθηκε το στόμα μου, βλ. φρ. στέγνωσε το στόμα μου·
- ξέφυγα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- όταν μιλάς για (κάποιον ή κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, δηλώνει πως το πρόσωπο ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής μας είναι πολύ σπουδαίο και για το λόγο αυτό είναι άξιο μεγάλου σεβασμού: «όταν μιλάς για τη μάνα μου, να πλένεις πρώτα το στόμα σου || όταν μιλάς για τη δημοκρατία, να πλένεις πρώτα το στόμα σου». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. αναφέρεται και το είδος με το οποίο πρέπει να πλυθεί το στόμα, όπως είναι η χλωρίνη, το κεζάπι, το άκουα φόρτε, το ντουμποφλό και άλλα παρόμοια δραστικά απορρυπαντικά ή καθαριστικά υγρά, και πολύ σπάνια αναφέρεται η οδοντόκρεμα·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. συνηθέστ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες τα χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες το χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, συζητιέμαι, σχολιάζομαι αρνητικά: «πώς να μην πέσεις στα στόματα του κόσμου με τις παλιοπαρέες που γυρνάς!»·
- πέφτω στο στόμα του, με βρίζει, με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει: «κάθε φορά που πέφτω στο στόμα του, έχω φασαρίες με τη γυναίκα μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτά που λέει»·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, τον κακολογώ: «εμένα μην μου παριστάνεις τον τίμιο άνθρωπο, γιατί, αν σε πιάσω στο στόμα μου, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις!»·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- ποιος ακούει το στόμα της! αναφορά σε γυναίκα από την οποία είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε αυστηρές επιπλήξεις ή πως θα υποχρεωθούμε να υπομένουμε την ακατάσχετη γκρίνια της, αν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι: «είναι κάπως αδιάθετη η γυναίκα μου κι αν δεν πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, ποιος ακούει το στόμα της! || αύριο έχουμε την επέτειο του γάμου μας κι αν δεν της αγοράσω ένα δαχτυλίδι που της γυάλισε, ποιος ακούει το στόμα της!». Η αναφορά σε γυναίκα, γιατί πως, αυτή δημιουργεί συνήθως την γρίνια σε ένα σπίτι. Λέγεται και για άντρα·
- πρόσεχε το στόμα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε πρόσεχε το στόμα σου, γιατί θα είναι όλοι με τις οικογένειές τους». β. απειλητική έκφραση σε άτομο που μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε το στόμα σου, γιατί δε θ’ ανεχτώ άλλο τις βλακείες που λες για το φίλο μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε τη γλώσσα σου(!)· 
- πρόσεχε το στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «όχι πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, και το κυριότερο, πρόσεχε το στόμα του». Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα του·
- ράβω το στόμα μου, α. αποφασίζω να πάψω στο εξής να μιλώ: «αφού κανείς δε μ’ ακούει, ράβω κι εγώ το στόμα μου και πέστε ό,τι θέλετε»·
- ράψε το στόμα σου! λέγεται προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή και απειλητικά με την έννοια πάψε να μιλάς, βούλωσ’ το(!): «ράψε το στόμα σου, γιατί δεν ανέχομαι να κατηγορείς το φίλο μου!»·  
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στέγνωσε το στόμα μου, α. δίψασα υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το στόμα μου». β. μιλούσα αδιάκοπα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «στέγνωσε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- στο στόμα μου το ’χω, α. λέγεται στην περίπτωση που ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε ή γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε κάτι, αλλά μας διαφεύγει ακριβώς τη στιγμή που γίνεται η κουβέντα. Συνών. στη γλώσσα μου το ’χω. β. είμαι έτοιμος να πω κάτι, κρατιέμαι για να μην πω κάτι που δε θα είναι αρεστό σε κάποιον ή κάποιους: «εμένα μη μου κάνεις τον τίμιο, γιατί στο στόμα μου το ’χω ν’ αποκαλύψω τη βρομιά σου»·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «αυτό το παιδί στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα ατόμου πως κάποιος είναι ολιγόλογος, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: «ποιος δε μιλάει, ο τάδε; Τι να σου πω, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει»·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, έκφραση που επιτείνει κάποια αρνητική ενέργειά μας: «πώς αντέχει το στομάχι σου με τόσο ποτό; Στόμα να ’χε, θα μιλούσε || το διέλυσες τ’ αυτοκίνητό σου έτσι όπως το τρέχεις μέσα στα χωράφια. Στόμα να ’χε, θα μιλούσε»·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του στόμα του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, το άκουσα να το λέει ο ίδιος: «είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα»·
- τα λέμε στόμα με στόμα, κουβεντιάζουμε εντελώς ιδιωτικά: «έβγαλαν όλους τους άλλους έξω απ’ το δωμάτιο και τα λένε μέσα στόμα με στόμα»·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- ταΐζω πολλά στόματα, α. θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνομαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί ταΐζω πολλά στόματα». β. δωροδοκώ πολλούς ανθρώπους, για να πετύχω το σκοπό μου: «τάισα πολλά στόματα μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να πάρω την άδεια ανέγερσης της πολυκατοικίας δίπλα στην παραλία»·
- της τον (τη, το) δίνω απ’ το στόμα ή της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, της τον δίνω απαραίτητα στο στόμα»·
- το κάνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε παπούτσι, λ. γλώσσα·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα μου είναι φαρμάκι·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, είναι πολύ πικρό, συνήθως από αδιάκοπο κάπνισμα και έντονη κατανάλωση αλκοόλ: «όλη τη νύχτα πίναμε και καπνίζαμε και το πρωί το στόμα μου ήταν φαρμάκι»·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, α. μιλάει ακατάπαυστα: «όταν αρχίζει να μιλάει, το στόμα του βγάζει φωτιές». β. κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του ή τους ενόχους σε μια υπόθεση: «όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, το στόμα του έβγαζε φωτιές για τους εμπνευστές του αντεργατικού νομοσχεδίου»· 
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει πετμέζι·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν πηγάδι·  
- το στόμα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει σερμπέτι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι χαβούζα, είναι πολύ βρομόστομος: «όταν θυμώνει με κάποιον, το στόμα του είναι χαβούζα». Αναφορά στις ακαθαρσίες και στα βρομόνερα που περιέχει μια χαβούζα·
- το στόμα του πάει ροδάνι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του πάει ροδάνι, λ. γλώσσα·
- το στόμα του πάει σαν μυδραλιοβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν οπλοπολυβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν πολυβόλο, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν πολυβόλο». Αναφορά στο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων·
- το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή». Αναφορά στο συνεχή ήχο που αφήνει η ραπτομηχανή, όταν γαζώνει·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει πολύ κολακευτικά, με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι». Αναφορά στη γλυκύτητα του μελιού·
- το στόμα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, είναι κακεντρεχής, μιλάει με μεγάλη κακία, με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, το στόμα του στάζει φαρμάκι»·
- το στόμα του στάζει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, του προξενώ μεγάλη έκπληξη, τον αφήνω κατάπληκτο, άναυδο: «μόλις με είδε με την κουρσάρα και την γκομενάρα που είχα μέσα, τον άφησα με το στόμα ανοιχτό»·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, σχολιάζω ή αναφέρομαι συνεχώς σε ένα άτομο που δεν είναι παρόν: «μου ήταν τόσο αγαπητός φίλος κι απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω όλο στο στόμα μου»·
- τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα, επιδίδεται στο στοματικό έρωτα: «η τάδε είναι πολύ καλή στο κρεβάτι και, το κυριότερο, τον παίρνει απ’ το στόμα»·
- τον πιάνω στο στόμα μου, μιλώ για κάποιον, ιδίως αναφέρω τις κακές του ιδιότητες, τις παρατυπίες ή τις παρανομίες του: «να του πεις να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί, αν τον πιάσω στο στόμα μου, δε θα τον ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- τον (την) ταΐζει στο στόμα, τον (τη) λατρεύει, τον (την) υπεραγαπά, του (της) πραγματοποιεί κάθε επιθυμία: «είναι πολύ τυχερός, γιατί έχει μια γυναίκα που τον ταΐζει στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- του βούλωσα το στόμα, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο στόμα του: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’δωσα μια και του βούλωσα το στόμα»· βλ. και φρ. του ’κλεισα το στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα, α. με τη στάση, τις ενέργειές ή τη συμπεριφορά μου του απέδειξα ότι δεν είμαι αυτός που κατηγορούσε ότι ήμουν, τον αποστόμωσα: «έλεγε πως ήθελα το κακό του, αλλά, όταν πήγα στο δικαστήριο και κατέθεσα υπέρ του, του ’κλεισα το στόμα». β. τον δωροδόκησα για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «είχε σκοπό να με καρφώσει, αλλά του ’δωσα πέντε χιλιάδες ευρώ του ’κλεισα το στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το δάσκαλο, το δάσκαλο αυτό το σαρδανάπαλο, που κατσαπλιάδες έχει γύρω, παράδες θα γιομίσετε, το στόμα αν του κλείσετε,που τάζει τους κολήγους κλήρο)·  
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, τον δολοφόνησα, τον σκότωσα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «επειδή κάθε τόσο μ’ εκβίαζε πως θα με καρφώσει στην Ασφάλεια, του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα·
- του μπούκωσα το στόμα, α. τον δωροδόκησα πλουσιοπάροχα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «του μπούκωσα το στόμα, για να μην καταθέσει εναντίον μου». β. του το γέμισα υπερβολικά με φαγητό: «έτσι όπως του μπούκωσες το στόμα, μπορεί να πνιγεί το παιδί»·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάμαι το στόμα του, φοβάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ή το σκεπτικό με το οποίο κρίνει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να τα ’χω πάντα καλά, γιατί φοβάμαι το στόμα του»·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·

στόχος

στόχος, ο, ουσ. [<αρχ. στόχος], ο στόχος·
- βάζω στόχο, α. σημαδεύω: «έβαλα στόχο ένα κουτί μπύρας και προσπαθούσα να το πετύχω με τις πέτρες». β. θέτω κάτι ως αντικειμενικό σκοπό μου: «φέτος έβαλα στόχο να πάρω το πτυχίο μου || δουλεύω υπερωρίες, γιατί έβαλα στόχο ν’ αγοράσω αυτοκίνητο»·
- βρίσκω στόχο, πετυχαίνω αυτό που σημαδεύω με όπλο μου ή με άλλο μέσο: «στις εκατό βολές βρήκα το στόχο ογδόντα πέντε φορές»·
- βρίσκω το στόχο μου, πετυχαίνω να πραγματοποιήσω το σκοπό μου, πετυχαίνω επαγγελματικά: «είναι ευτυχισμένος, γιατί η κόρη του καλοπαντρεύτηκε κι ο γιος του βρήκε το στόχο του με το εμπόριο»·
- γίνομαι στόχος, α. είμαι ντυμένος ή συμπεριφέρομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην περνώ απαρατήρητος: «μ’ αυτά τα παρδαλά ρούχα που φοράς, γίνεσαι στόχος με το πρώτο || με τις αγριοφωνάρες που έβαλες, έγινες αμέσως στόχος». β. ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε γίνομαι ή κινδυνεύω να γίνω αντικείμενο εχθρικών επιθέσεων, σχολίων ή συκοφαντιών: «ο υπουργός Οικονομικών, με το καινούριο νομοσχέδιο που έφερε στη Βουλή σχετικά με το φορολογικό, έγινε στόχος έντονης κριτικής από την αντιπολίτευση || επειδή είναι παντρεμένος, νοίκιασε μια γκαρσονιέρα και συναντιέται εκεί με την γκόμενά του, για να μη γίνεται στόχος μέσα στην πόλη || απ’ τη μέρα που άρχισε να παριστάνει το γόη, έγινε στόχος κοροϊδίας των φίλων του»· βλ. και φρ. δίνω στόχο·
- δίνω στόχο, εκθέτω τον εαυτό μου σε εχθρική βολή, μένω ακάλυπτος: «εκεί που στέκεσαι, δίνεις στόχο και θα το φας το κεφάλι σου»· βλ. και φρ. γίνομαι στόχος·
- είμαι στόχος (κάποιου), δέχομαι την επιθετική, εχθρική ή συκοφαντική συμπεριφορά κάποιου: «επειδή λέω πάντα απερίφραστα τη γνώμη μου, είμαι στόχος του διευθυντή μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν περνάς με την κοντή φουστίτσα και με κοιτάς σαν μια σωστή μουσίτσα, ατομική λες κι είναι η ματιά σου και στόχος είμ’ εγώ κι η γειτονιά σου
- είναι στόχος, (στη νεοαργκό) γίνεται αμέσως αντιληπτός: «αυτός ο τύπος είναι στόχος πως έχει λεφτά»·
- έχω στόχο, είμαι αποφασισμένος να πραγματοποιήσω τον αντικειμενικό σκοπό που έχω θέσει: «σταμάτησα τα ξενύχτια και τις διασκεδάσεις, γιατί φέτος έχω στόχο να πάρω το πτυχίο μου».

στραβά

στραβά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. στραβός], (ειρωνικά ή με κάποια επιθετική διάθεση) τα μάτια: «γιατί έχεις συνέχεια τα στραβά σου καρφωμένα επάνω μου;». Συνών. γκαβά·
- ανοίγω τα στραβά μου, α. προσπαθώ να μορφωθώ, μορφώνομαι: «λέω ν’ αρχίσω να διαβάζω κι εγώ βιβλία, για ν’ ανοίξω τα στραβά μου». β. προσέχω: «αν δεν ανοίξεις τα στραβά σου, θα σε τουμπάρουν». γ. (ειρωνικά)  ξυπνώ: «μόλις άνοιξε τα στραβά του, άρχισε τα τηλέφωνα στις γκόμενες». Συνών. ανοίγω τα γκαβά μου·
- άνοιξε τα στραβά σου! α. (υβριστικά ή απειλητικά) πρόσεξε καλά ή καλύτερα: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα στραβά σου, για να μάθεις κι εσύ πώς συμπεριφέρεται ο καλός ο κόσμος!». β. (συμβουλευτικά και με επιθετική διάθεση) να είσαι προσεκτικός: «εκεί που θα πας, άνοιξε καλά τα στραβά σου, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες και θα θελήσουν να σε ξεγελάσουν!». Πολλές φορές, μετά το ρ. ακολουθεί το καλά. Συνών. άνοιξε τα γκαβά σου(!)·
- μου ανοίγουν τα στραβά, με συμβουλεύουν, μου υποδεικνύουν να προσέχω, ιδίως για τη διαγωγή προσώπου που είμαι ερωτικά δεμένος μαζί του ή που είναι συγγενής μου: «αν δε μου άνοιγαν τα στραβά οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα ποτέ πως η γυναίκα μου μ’ απατούσε». Συνών. μου ανοίγουν τα γκαβά·
- πού είχες τα στραβά σου; ή πού τα ’χες τα στραβά σου; (ειρωνικά ή επιτιμητικά) γιατί δεν πρόσεχες(!): «πού τα ’χες τα στραβά σου και δεν κατάλαβες πότε έφυγε;». Συνών. πού είχες τα γκαβά σου; ή πού τα ’χες τα γκαβά σου;

στρουγκού

στρουγκού, η, ουσ. [<στρούγκα + κατάλ. -ού], (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «πολλές φορές μέσα στη στρουγκού μπορείς να βρεις τα πιο καλά παιδιά». Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / φρέσκο / χάψη / ψειρού·
- μπαίνω στη στρουγκού, μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι: «ήταν φυσικό να μπει στη στρουγκού, αφού έμπλεξε μ’ αυτές τις αλητείες!»·
- τον βάζω στη στρουγκού, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω στη στρουγκού·
- τον ρίχνω στη στρουγκού, τονφυλακίζω: «μόλις τον έπιασαν, τον έριξαν στη στρουγκού».

σύρμα

σύρμα, το, ουσ. [<αρχ. σύρμα], το σύρμα. 1. αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος: «πρόσεξε μην πιάσεις το σύρμα, γιατί θα σε τινάξει». (Τραγούδι: σύρμα πάνω σύρμακάτω και στα Φάρσαλα μαντάτο). 2.(στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «προχτές βγήκε απ’ το σύρμα». Από το ότι κατά την ημέρα των επισκέψεων στη φυλακή, ανάμεσα στο φυλακισμένο και τον επισκέπτη του υπήρχε ένα δικτυωτό σύρμα. (Λαϊκό τραγούδι: αντιλαλούν δυο φυλακές τ’ Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές, αντιλαλούν δυο σύρματα Συγγρού και Παραπήγματα).3. το στρατόπεδο συγκέντρωσης: «μόλις τον συνέλαβαν τον έστειλαν στο σύρμα μαζί με τους άλλους». 4. μεταλλική χορδή. (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα πάνω σύρμα κάτω παίζω εγώ τον μπαγλαμά και η βλάμισσα χορεύει όμορφο καρσιλαμά). Συνών. τέλι (2). 5α. στον πλ. τα σύρματα, τα ηλεκτροφόρα καλώδια από κολόνα σε κολόνα: «στα σύρματα πήγε και κάθισε ένα σμάρι από σπουργίτια». β. (παλιότερα) το στρατόπεδο συγκέντρωσης: «όσους έπιαναν, τους έστελναν στα σύρματα χωρίς άλλη διαδικασία». Από το ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν συνήθως περιφραγμένα με αγκαθωτά σύρματα για να μην μπορούν να τα υπερπηδούν οι κρατούμενοι και να φεύγουν. Υποκορ. συρματάκι, το·
- άναψαν τα σύρματα, έγιναν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα μεταξύ των ενδιαφερομένων ή η τηλεφωνική συνδιάλέξη κάποιου με κάποιον κράτησε πάρα πολλή ώρα: «μόλις μαθεύτηκε πως θα ’ρχόταν ο τάδε απ’ το εξωτερικό, άναψαν τα σύρματα, για να ειδοποιηθούν όλα τα παιδιά της παρέας || επιτέλους, κλείσε αυτό το τηλέφωνο, ρε παιδάκι μου, γιατί άναψαν τα σύρματα!»·
- δίνω σύρμα βλ. συνηθέστ. ρίχνω σύρμα·
- δούλεψαν τα σύρματα, βλ. συνηθέστ. έπεσαν τα σύρματα·
- έπεσαν τα σύρματα, οι ενδιαφερόμενοι ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά: «μόλις μαθεύτηκε πως θα περνούσε ο αρχηγός του κόμματός μας απ’ την πόλη μας, έπεσαν τα σύρματα για να του ετοιμάσουμε υποδοχή»·
- η άλλη άκρη του σύρματος, η άλλη άκρη της τηλεφωνικής σύνδεσης, το σημείο από το οποίο μας τηλεφωνεί κάποιος: «απ’ την άλλη άκρη του σύρματος ακούστηκε χαρούμενη η φωνή του γιου μου»·
- πέφτει σύρμα, με προειδοποιούν, προειδοποιούμαι, ενημερώνομαι τηλεφωνικά: «κάθε φορά που έρχονται να με συλλάβουν για διάφορα χρέη μου στο δημόσιο, πέφτει σύρμα από έναν φίλο μου αστυνομικό και κρύβομαι»·
- ρίχνω σύρμα, προειδοποιώ τηλεφωνικά κάποιον: «μόλις δεις να ’ρχεται ο τάδε, ρίξε μου σύρμα να μην του ανοίξω την πόρτα, γιατί, κάθε φορά που έρχεται, μου ζητάει δανεικά»·
- τον βάζω στο σύρμα, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω στο σύρμα·
- τον ρίχνω στο σύρμα, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τον έριξαν στο σύρμα»·
- χτύπα κάνα σύρμα, (αόριστα) τηλεφώνησε, τηλεφώνησέ μου: «χτύπα κάνα σύρμα στον τάδε, γιατί παραπονιέται πως τον έχεις ξεχάσει || αν δεν έχεις τίποτα να κάνεις, χτύπα κάνα σύρμα να βγούμε». Συνών. χτύπα κάνα τηλέφωνο.    

σφραγίδα

σφραγίδα, η, ουσ. [<αρχ. σφραγίς + κατάλ. αιτιατ. -ίδα], η σφραγίδα· σημάδι ή επίδραση που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα, καθοριστικά κάποιον ή κάτι: «το λογοτεχνικό έργο του τάδε έχει τη σφραγίδα του κοινωνικού του περίγυρου || η τάδε κυβέρνηση με τη διακυβέρνησή της άφησε τη σφραγίδα της στη χώρα». (Λαϊκό τραγούδι: όπου ρίξω τη ματιά μου βλέπω τη σφραγίδα σου κι αν ματώνει η καρδιά μου ζω με την ελπίδα σου)· 
- βάζω τη σφραγίδα μου, έχω καθοριστική επίδραση σε κάποιον ή σε κάτι: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισε, έβαλε τη σφραγίδα της στη ζωή του || όσο ήταν διευθυντής, έβαλε τη σφραγίδα του σ’ αυτό το εργοστάσιο»· βλ. και φρ. βάζω τη στάμπα μου, λ. στάμπα·
- έχει τη σφραγίδα του χρόνου, (για πρόσωπα ή πράγματα) που έχουν επηρεαστεί αρνητικά από το πέρασμα του χρόνου: «η γιαγιά μας δεν μπορεί να κρύψει ούτε μήνα απ’ τα χρόνια της, γιατί έχει τη σφραγίδα του χρόνου || το κηροπήγιο κάνει μπαμ πως είναι παλιό, γιατί έχει τη σφραγίδα του χρόνου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά ή το πάνω του ή το καθαρά πάνω του·
- και με σφραγίδα, έκφραση που δηλώνει πως το εμπόρευμα ή το αντικείμενο που πουλιέται είναι γνήσιο, πως δεν είναι απομίμηση, πως δεν είναι μαϊμού: «αγόρασα μια τηλεόραση φτηνή και με σφραγίδα»·
- του βάζω τη σφραγίδα, του προσάπτω μια κακή ιδιότητα, τον δυσφημίζω, τον συκοφαντώ ή τον εντάσσω κάπου που τον μειώνει: «του ’βαλαν τη σφραγίδα του χαρτοκλέφτη και δεν τον παίζει κανένας || του ’βαλαν τη σφραγίδα του αναρχικού κι έχει συνέχεια μπλεξίματα με την αστυνομία».

σωβρακάκι

σωβρακάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. σώβρακο], το σωβρακάκι· το κοντό παντελονάκι που φορούν οι αθλητές, ιδίως οι ποδοσφαιριστές, οι μπασκετμπολίστες και οι βολεϊμπολίστες: «οι ποδοσφαιριστές φορούσαν κιτρινόμαυρες φανέλες και μαύρα σωβρακάκια»·
- να βάλουμε τσίγκινα σωβρακάκια! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που παινεύεται για τις σεξουαλικές του επιδόσεις, με την έννοια πως, το τσίγκινο σωβρακάκι που θα φορέσουμε, θα μας προφυλάξει από το πέος του: «με τόσο πήδημα που κάνεις, φίλε μου, για να γλιτώσουμε από σένα, θα πρέπει στο τέλος να βάλουμε τσίγκινα σωβρακάκια!»·
- τους πήραμε και τα σωβρακάκια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους πήραμε και τα σωβρακάκια».

τάξη

τάξη, η, ουσ. [<αρχ. τάξις], η τάξη. 1. η σωστή οργάνωση, το σύστημα: «χωρίς τάξη δεν μπορεί να προχωρήσει η δουλειά || χωρίς τάξη στη ζωή σου θα πας κατά διαβόλου». 2. οι μαθητές που ανήκουν στον ίδιο κύκλο σπουδών και η αίθουσα όπου διδάσκονται: «η δική μας η τάξη έβγαλε τους καλύτερους μαθητές || η τάξη μας ήταν η πιο καθαρή απ’ όλες || όλη η τάξη σηκώθηκε στο πόδι». 3. η τακτοποίηση, η διευθέτηση ενός χώρου: «δεν έχει καθόλου τάξη στο δωμάτιό του». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- βάζω κάποια τάξη ή βάζω σε κάποια τάξη, βλ. φρ. βάζω μια τάξη·
- βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη ή βάζω σε μια σειρά και τάξη, α. τακτοποιώ, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «βάζει μια τάξη το δωμάτιό του, γιατί θα ’ρθουν να τον επισκεφτούν οι φίλοι του». β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που είχα, τις βάζω σε μια σειρά: «νιώθω εντελώς ήρεμος, απ’ τη μέρα που έβαλα σε μια τάξη τις υποθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσα μου ’χεις τάξει βάλ’ τα σε μια τάξη μη μ’ αφήνεις να πονώ).γ. διευθετώ, τακτοποιώ τα κακώς κείμενα σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση και την επαναφέρω σε καλή λειτουργία: «ο καινούριος διευθυντής μπόρεσε να βάλει σε μια τάξη το εργοστάσιο». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα / βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά·
- βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι) ή βάζω τάξη (σε κάποιους ή σε κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον ή κάποια πράγματα το ένα πίσω από το άλλο: «ο βαβ, έβαλε σε τάξη τους νεοσύλλεκτους και τους οδήγησε στο πεδίο βολής || έβαλε τα κιβώτια σε τάξη για να τα ελέγξει καλύτερα». Συνών. βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι)·
- δεν αναπνέει την κιμωλία μέσα στην τάξη, (για εκπαιδευτικούς) βλ. λ.κιμωλία
- δεν είναι της τάξης μου, δεν ανήκει στο ίδιο κοινωνικό ή οικονομικό, ιδίως ανώτερο, επίπεδο με το δικό μου: «δεν τον κάνω παρέα, γιατί δεν είναι της τάξης μου». Συνών. δεν είναι της αράδας μου / δεν είναι της σειράς μου·
- δημόσια τάξη, η ομαλή κοινωνική κατάσταση, που προκύπτει από την τήρηση των νόμων και των διατάξεών τους: «οι απανωτές απεργίες και οι συνεχείς ταξικές συγκρούσεις έχουν διασαλέψει τη δημόσια τάξη»·
- έμεινε στην ίδια τάξη, (για μαθητές) δεν προβιβάστηκε στην αμέσως ανώτερη: «απ’ όλους τους συμμαθητές μας μόνο ένας έμεινε στην ίδια τάξη». Συνών. έμεινε στην ίδια χρονιά·
- εν τάξη και παρατάξει, πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ομαλά, χωρίς προβλήματα. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα·
- έχασε τάξη, (για μαθητές) πήγε στο σχολείο σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από την κανονική: «έβγαλε μια χρονιά αργότερα το δημοτικό από μένα, γιατί αυτός έχασε τάξη». Συνών. έχασε χρονιά·
- έχασε την τάξη, (για μαθητές) δεν προβιβάστηκε στην αμέσως ανώτερη: «για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν άρρωστος, γι’ αυτό έχασε την τάξη || δε διάβαζε καθόλου κι έχασε την τάξη». Συνών. έχασε τη χρονιά·
- έχει την τάξη της, (για γυναίκες) έχει στη σωστή ημερομηνία τα έμμηνά της, την περίοδό της: «δε θέλει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα, γιατί έχει την τάξη της». Συνών. έχει τη σειρά της·
- ησυχία, τάξη και ασφάλεια, βλ. λ. ησυχία·
- κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη, βλ. λ. τόπος·
- κέρδισε τάξη, (για μαθητές) βλ. φρ. κέρδισε χρονιά, λ. χρονιά·
- με τάξη, ο ένας πίσω από τον άλλον με κανονική σειρά και ηρεμία: «θα μπαίνετε και θα βγαίνετε με τάξη». Συνών. με την αράδα / με τη σειρά·
- μπαίνω σε κάποια σειρά ή μπαίνω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. μπαίνω σε μια τάξη·
- μπαίνω σε μια τάξη ή μπαίνω σε τάξη ή μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, τη δουλειά μου, την εργασία μου: «απ’ τη μέρα που μπήκε σε μια τάξη, όλα πηγαίνουν καλύτερα στη ζωή του || άρχισε να προκόβει το παιδί, απ’ τη μέρα που μπήκε σε μια σειρά και τάξη». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «μόνο αν παντρευτείς, θα μπορέσεις να μπεις σε μια σειρά και τάξη». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα / μπαίνω σε μια γραμμή / μπαίνω σε μια σειρά·
- νέα τάξη πραγμάτων, οι νέες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που διαμορφώνουν μια νέα παγκόσμια κατάσταση: «η νέα τάξη πραγμάτων πρεσβεύει την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας || οι Ναζί, όπως σήμερα και οι Αμερικάνοι, επιδίωξαν να επιβάλλουν μια νέα τάξη πραγμάτων»·
- όργανο της τάξης, βλ. λ. όργανο·
- πέρασε την τάξη, (για μαθητές) προβιβάστηκε στην αμέσως ανώτερη: «ο γιος του πέρασε την πέμπτη τάξη και θα πάει στην έκτη». Συνών. πέρασε τη χρονιά·
- πρώτης τάξεως, (για πρόσωπα ή πράγματα) εξαιρετικός, εκλεκτός, σπουδαίος: «είναι πρώτης τάξεως άνθρωπος || είναι πρώτης τάξεως δικηγόρος || είναι πρώτης τάξεως αυτοκίνητο || έχασε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία». (Λαϊκό τραγούδι: Βαγγέλη, είσαι άθεος ζητάς και πρώτης τάξεως· είναι λιγάκι ακριβό φουμάρω απ’ αυτό κι εγώ // εγώ είμαι ο Σταύρακας, μαγκάκι πρώτης τάξεως, θέλω να γίνω υπουργός της Δημοσίας Τάξεως
- πρώτος τη τάξει, ο σημαντικότερος σε μια ανώτερη ιεραρχία: «ο πρώτος τη τάξει υπουργός προαλείφεται για πρωθυπουργός»·
- της τάξης μου (σου, του, κ.λπ.), του ίδιου κοινωνικού ή οικονομικού, ιδίως ανωτέρου, επιπέδου με το δικό μου (σου, του, κ.λπ.): «εγώ κάνω παρέα μόνο με ανθρώπους της τάξης μου». Συνών. της αράδας μου (σου, του κ.λπ.) / της σειράς μου (σου, του κ.λπ.)·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- τον ανακαλώ στην τάξη, (για προέδρους συνεδρίων, ιδίως της Βουλής) απευθύνομαι σε βουλευτή, που παρεκτρέπεται, να εκδηλώνεται με ευπρέπεια και, κατ’ επέκταση, απευθύνομαι σε οποιονδήποτε παρεκτρέπεται να εκδηλώνεται με ευπρέπεια, με κοσμιότητα: «επειδή ο βουλευτής χτυπούσε το έδρανό του ως ένδειξη διαμαρτυρίας, ο πρόεδρος της Βουλής τον ανακάλεσε στην τάξη || όταν άρχισε να λέει σόκιν ανέκδοτα μπροστά στις γυναίκες τους, ο τάδε τον ανακάλεσε στην τάξη»·
- τον άφησε στην ίδια τάξη, (για καθηγητές) δεν προβίβασε κάποιον μαθητή στην αμέσως ανώτερη τάξη, γιατί δεν τον έκρινε ικανό: «δε διάβαζε καθόλου, γι’ αυτό κι ο καθηγητής του τον άφησε στην ίδια τάξη». Συνών. τον άφησε στην ίδια χρονιά·
- τον επαναφέρω στην τάξη, υποχρεώνω κάποιον που έχει εκτραπεί, ιδίως δια λόγων, να επανέλθει στην κανονική, στην κόσμια συμπεριφορά: «μόλις ύψωσε τη φωνή του κι άρχισε να βρίζει τους παρευρισκομένους, ο πρόεδρος της συνεδρίασης τον επανέφερε στην τάξη»·
- τους βάζω σε κάποια τάξη ή τους βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. τους βάζω σε μια τάξη·
- τους βάζω σε μια τάξη ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι, ώστε να δουλέψουν πιο αποδοτικά, να αποδώσουν περισσότερο έργο: «ο νέος διευθυντής τους έβαλε σε μια σειρά και τάξη και μέσα στο εργοστάσιο όλοι δουλεύουν ρολόι». Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους βάζω σε μια γραμμή / τους βάζω σε μια σειρά·
- τρίτης τάξεως, βλ. συνηθέστ. τρίτης κατηγορίας, λ. κατηγορία·
- χάνω την τάξη μου, χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «έμπλεξα με κάτι παλιόφιλους και με τα γλέντια και τα ξενύχτια έχασα την τάξη μου». Συνών. χάνω την αράδα μου (β) / χάνω τη σειρά μου (β).

ταχύτητα

ταχύτητα, η, ουσ. [<αρχ. ταχυτής], η ταχύτητα. 1. η γρήγορη κίνηση: «τ’ αυτοκίνητο πέρασε με ταχύτητα από μπροστά μου || τ’ αγωνιστικά αυτοκίνητα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα». 2. το σύστημα που αυξάνει η ελαττώνει τις στροφές του κινητήρα μηχανής αυτοκινήτου μεταδίδοντας ανάλογες στροφές και στους τροχούς: «ένα αυτοκίνητο έχει τέσσερις ή πέντε ταχύτητες»·
 - αλλάζω ταχύτητα, α. αυξάνω ή ελαττώνω τις στροφές του κινητήρα της μηχανής αυτοκινήτου, ανάλογα με την περίσταση: «όταν υπάρχει κίνηση στους δρόμους, αλλάζω ταχύτητα και πηγαίνω αργά || όταν δεν υπάρχει κίνηση στους δρόμους, αλλάζω ταχύτητα και πηγαίνω πιο γρήγορα». β. ενεργοποιούμαι εντατικά: «κάθε φορά που μου τυχαίνει κάποια δυσκολία στη δουλειά, αλλάζω ταχύτητα μέχρι αν την ξεπεράσω»·
- ανοίγω ταχύτητα, α. αυξάνω τις στροφές του κινητήρα της μηχανής αυτοκινήτου και, κατ’ επέκταση, αναπτύσσω ταχύτητα: «όταν βρίσκομαι στην εθνική οδό, ανοίγω ταχύτητα». β. (για πρόσωπα) τρέχω γρηγορότερα: «μόλις ο δρομέας αντιλήφθηκε πως τον πλησίαζαν οι άλλοι δρομείς, άνοιξε ταχύτητα»·
- από κεκτημένη ταχύτητα, α. λέγεται για κάτι που εξακολουθεί να γίνεται από συνήθεια και χωρίς να υπάρχει λόγος: «κάποτε πηγαίναμε κάθε βράδυ στα μπουζούκια κι αν εξακολουθώ να πηγαίνω, είναι από κεκτημένη ταχύτητα». β. η ταχύτητα με την οποία εξακολουθεί να κινείται ένα σώμα ακόμη και όταν σταματήσει να ενεργεί σε αυτό η αιτία που το έθεσε αρχικά σε κίνηση: «πήδηξε απ’ το λεωφορείο, ενώ αυτό βρισκόταν εν κινήσει κι απ’ την κεκτημένη ταχύτητα, που τον παρέσυρε μπροστά, θα έτρωγε τα μούτρα του»·
- βάζω ταχύτητα, βλ. φρ. ανοίγω ταχύτητα·
- βγάζω (την) ταχύτητα, μηδενίζω την ενέργεια της κινητήριας δύναμης της μηχανής του αυτοκινήτου: «όση ώρα τον περίμενα, έβγαλα ταχύτητα κι είχα τη μηχανή να δουλεύει για το καλοριφέρ, γιατί έκανε κρύο»·
- κατεβάζω ταχύτητα, βλ. φρ. κόβω ταχύτητα·
- κόβω ταχύτητα, α. ελαττώνω τις στροφές του κινητήρα της μηχανής του αυτοκινήτου και, κατ’ επέκταση, ελαττώνω την ταχύτητα: «όταν υπάρχει κίνηση στους δρόμους, κόβω ταχύτητα και οδηγώ προσεκτικά». β. (για πρόσωπα) ελαττώνω την ένταση του τρεξίματός μου: «μετά από δυο χιλιόμετρα τρέξιμο, έκοψα ταχύτητα, γιατί είχα λαχανιάσει»·
- με ταχύτητα αστραπής, βλ. λ. αστραπή·
- των δύο ταχυτήτων, δηλώνει άνιση οικονομική ανάπτυξη, άνιση εξέλιξη προόδου ή μόρφωσης ανάμεσα σε δυο ομάδες ανθρώπων: «η Ευρώπη των δύο ταχυτήτων || εκπαίδευση δύο ταχυτήτων».  

τέρμα

τέρμα, το, ουσ. [<αρχ. τέρμα], το τέρμα. 1. το τέλος μιας διαδρομής, ιδίως εκεί όπου καταλήγουν τα αστικά λεωφορεία της γραμμής: «μετά από τρεις στάσεις θα φτάσουμε στο τέρμα». (Λαϊκό τραγούδι: περπάτα να προλάβουμε να φτάσουμε στο τέρμα). 2α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η εστία που υπερασπίζεται ο τερματοφύλακας για να μην παραβιαστεί από αντίπαλο παίχτη: «σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα ο τερματοφύλακας δεν απομακρύνθηκε στιγμή απ’ το τέρμα του». β. το γκολ: «η ομάδα μας δέχτηκε τρία τέρματα». 3α. ως επιφών. αγανάκτησης τέρμα! φτάνει, μέχρις εδώ, δεν έχει άλλο, δεν πάει άλλο, δεν αντέχω άλλο: «βαρέθηκα τόσον καιρό να σ’ ακούω να λες αυτές τις αηδίες. Επιτέλους, τέρμα! || τέρμα το τσιγάρο! || το ποτό τέρμα! || τέρμα τα παιχνίδια, γιατί αρχίζει η δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου πόνε, γεια σου ψέμα, τέρμα στα φαρμάκια, τέρμα).β. σταμάτα! σταματήσαμε! φτάσαμε(!): «μέχρι εδώ ήταν η διαδρομή, παιδιά, τέρμα!». 4α. ως επίρρ., εντελώς: «άνοιξε τέρμα τη βρύση || πάτησε τέρμα το γκάζι || άνοιξε τέρμα το ραδιοφωνάκι του». β. στο τέλος, τελικά. (Λαϊκό τραγούδι: ένατον, στα βάσανά μου θα ’σαι η παρηγοριά μου! δέκατον, λοιπόν, και τέρμα· μη μου πεις ποτέ σου ψέμα!). (Ακολουθούν 18 φρ.)· 
- βάζω τέρμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω γκολ: «σε κάθε παιχνίδι θα βάλει τουλάχιστον ένα τέρμα»·
- βάζω τέρμα (σε κάτι), βλ. φρ. δίνω τέρμα (σε κάτι)·
- βρίσκεται στο τέρμα της ζωής του, βλ. λ. ζωή·
- δίνω τέρμα (σε κάτι), α. τερματίζω, παύω, σταματώ κάτι, δίνω σε κάτι οριστικό τέλος: «δώσαμε τέρμα στη συνεργασία μας || ο νέος διευθυντής υποσχέθηκε πως θα δώσει τέρμα σε κάθε αυθαιρεσία». β. διακόπτω ένα δεσμό ή σχέση: «έδωσα τέρμα στο δεσμό μας, γιατί είχε αρχίσει να μου μιλάει για γάμο»·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του ή έδωσε τέρμα στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- είμαι και τέρμα, α. είμαι εντελώς κουρασμένος, είμαι εξουθενωμένος: «παιδιά, δεν κάνω βήμα παραπέρα, γιατί είμαι και τέρμα». β. είμαι ψυχικό ράκος: «μετά το θάνατο του πατέρα μου είμαι και τέρμα». γ. βρίσκομαι στα τελευταία μου, είμαι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάσισαν πως είμαι και τέρμα». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι και τέρμα θα πεθάνω, βοήθησέ με τι να κάνω!
- είναι στο τέρμα της ζωής του, βλ. λ. ζωή·
- μένω στο τέρμα ή μένω τέρμα, το σπίτι μου είναι στο τέλος μιας διαδρομής, ιδίως εκεί όπου καταλήγουν τα αστικά λεωφορεία της γραμμής: «επειδή η απόσταση είναι μεγάλη, γιατί μένω στο τέρμα, πρέπει να πάρουμε ταξί»·
- σημειώνω τέρμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. βάζω τέρμα·
- τέρμα γκάζια ή τέρμα τα γκάζια, βλ. λ. γκάζι·
- τέρμα Θεού, τόπος, τοποθεσία πολύ απομακρυσμένη: «δεν τον επισκέπτομαι συχνά, γιατί μένει τέρμα Θεού»·
- τέρμα (και) τελείωσε, βλ. φρ. πάει και τέλειωσε, βλ. λ. πάει·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. συνηθέστ. τέλος και τω Θεώ δόξα, λ. τέλος·
- τέρμα τ’ αστεία, α. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να σοβαρευτεί, να ενεργοποιηθεί για τη συνέχιση μιας εργασίας ή υπόθεσης που έχει παραμεληθεί: «έλα, αρκετά καλαμπουρίσαμε. Τέρμα τ’ αστεία κι εμπρός, δουλειά!». β. δηλώνει και το τέλος της ανοχής μας: «από δω και πέρα, τέρμα τ’ αστεία και θέλω να ’σαι τυπικός μαζί μου». γ. δηλώνει και τον τερματισμό μιας σχέσης ή ερωτικού δεσμού (Λαϊκό τραγούδι: τελειώσαμε, τέρμα τ’ αστεία και γεια χαρά!
- τέρμα τα δίφραγκα! (ιδίως για παροχή) δεν έχει άλλο, τελείωσε· βλ. και λ. δίφραγκο·
- τέρμα τα ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- το τέρμα της ζωής, ο θάνατος: «λίγο πριν από το τέρμα της ζωής του έδωσε την ευχή του στα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι φτάσαμε στο τέρμα της ζωής και μας βάλανε βαθιά στη μαύρη γης πλάι πλάι και τους δυο σε μια γωνιά, διακρίσεις δεν υπάρχουν τώρα πια 
- φτάνω μέχρι το τέρμα (κάτι) ή φτάνω στο τέρμα (κάτι) ή φτάνω ως το τέρμα (κάτι), ολοκληρώνω κάτι: «αφού εγώ την άρχισα, είμαι αποφασισμένος να φτάσω μέχρι το τέρμα τη δουλειά μονάχος μου».

τετάρτη

τετάρτη, η, ουσ. [θηλ. του αρχ. επιθ. τέταρτος]. 1. μια από τις ταχύτητες του  αυτοκινήτου. (Λαϊκό τραγούδι: αν μαρσάρω την τετάρτη,μην τρομάξεις στις στροφές, είμαι χρόνια σοφεράκι, μη φοβάσαι τις ζημιές). 2. η τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου: «ο μικρός του ο γιος πηγαίνει στην τετάρτη, ενώ ο μεγάλος βγάζει το γυμνάσιο»·
- βάζω τετάρτη ή βάζω την τετάρτη, κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, ενεργώ με μεγάλη σπουδή: «μόλις έμαθε πως έδερναν το φίλο του στο παρακάτω στενό, έβαλε τετάρτη να πάει να τον βοηθήσει || πρέπει να βάλω την Τετάρτη, για να προλάβω να τελειώσω όλες μου τις δουλειές». Από το ότι με την τετάρτη ταχύτητα το αυτοκίνητο αναπτύσσει τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα·
- πατώ τετάρτη ή πατώ την τετάρτη, βλ. συνηθέστ. βάζω τετάρτη.

τζίφρα

τζίφρα κ. τσίφρα, η, ουσ. [<μσν. τσίφρα <μσν. λατιν. cifra <αραβ. cifr (= μηδέν)]. 1. η υπογραφή: «χωρίς την τζίφρα του διευθυντή δεν μπορώ να κάνω καμιά πληρωμή. 2. πράγμα μικρό και ασήμαντο, τιποτένιο, χωρίς καμιά αξία: «πήγε κι έδωσε ένα κάρο λεφτά γι’ αυτή την τζίφρα!». 3. στον πλ. οι τζίφρες, μικρά δυσανάγνωστα γράμματα: «τώρα, θα μπορέσει κανείς να μου πει πώς θα διαβάσω αυτές τις τζίφρες;». Από το ότι οι πιο πολλές υπογραφές, ιδίως αυτές που σημειώνονται με μια μονοκοντυλιά, είναι συνήθως δυσανάγνωστες· βλ. και λ. υπογραφή·
- βάζω τζίφρα ή βάζω την τζίφρα μου, α. υπογράφω: «αν δε βάλω κι εγώ την τζίφρα μου, δεν ισχύει το συμβόλαιο || έβαλε την τζίφρα του, αφού προηγουμένως διάβασε πολύ προσεκτικά το συμβόλαιο». β. εγκρίνω, αποδέχομαι: «μόνο γι’ αυτόν τον άνθρωπο μπορώ να βάλω την τζίφρα μου!»·
- δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, είναι τελείως αγράμματος: «δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του κι όμως είναι ο πιο πετυχημένος έμπορος της πιάτσας»·
- έπεσαν οι τζίφρες, υπογράφηκε, ιδίως κάποιο συμβόλαιο, από τα συμβαλλόμενα μέρη: «μόλις έπεσαν οι τζίφρες, οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να χειροκροτούν»·
- ρίχνω την τζίφρα μου, υπογράφω: «έριξα την τζίφρα μου, χωρίς να διαβάσω το συμφωνητικό, και την πάτησα».

τόγκα

τόγκα, η, ουσ. [<ισπαν. tonga (= κουκούλα)], το χρέος·
- αφήνω τόγκα, βλ. φρ. βάζω τόγκα·
- βάζω τόγκα, αφήνω σε κάποιον χρέος με σκοπό να μην το πληρώσω: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί έβαλε τόγκα σ’ όλα τα μαγαζιά της αγοράς»·
- μ’ άφησε τόγκα, βλ. φρ. μου ’βαλε τόγκα·
- μου ’βαλε τόγκα, μου άφησε χρέος που υποπτεύομαι πως δε θα μου το πληρώσει: «ήρθε με την παρέα του, έφαγε, ήπιε και στο τέλος μου ’βαλε τόγκα το λογαριασμό».

τρελός

τρελός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. τρελός <αρχ. τρηρός (= ελαφρός)], τρελός. 1. που είναι παράφρονας: «είναι επικίνδυνα τρελός, γι’ αυτό και τον έκλεισαν στο τρελάδικο». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρεις, τι έχει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις). 2. που είναι ανόητος, απερίσκεπτος, παράτολμος, παράλογος, ριψοκίνδυνος: «μια τέτοια ενέργεια μόνο ένας τρελός σαν κι εσένα θα μπορούσε να την κάνει! || ξαφνικά του ’ρθε μια τρελή ιδέα!». 3. που είναι πολύ ερωτευμένος: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, είναι τρελός μαζί της». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα, γιατί εγώ αχ, μικράκι μου, ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα). 4. που είναι άτακτος, θορυβοποιός, φασαρτζής: «είναι τόσο τρελός άνθρωπος, που με το παραμικρό μπορεί ν’ αρπαχτεί με τον οποιοδήποτε». 5. που είναι πολύ εύθυμος, πολύ ζωηρός: «κάναμε ένα τρελό γλέντι || αχ, αυτά τα τρελά νιάτα!». 6. που είναι πολύ δυνατός, παράφορος: «νιώθει έναν τρελό έρωτα γι’ αυτή τη γυναίκα». 7. που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό: «όπως πάει θα χρεοκοπήσει, γιατί κάνει τρελά έξοδα». 8. το αρσ. ως ουσ. ο τρελός,(για σκάκι) ο αξιωματικός: «μετακίνησα τον τρελό μου, γιατί κινδύνευε να μου τον φάει με τη βασίλισσα του». 9. το θηλ. ως ουσ. η τρελή, ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης που επιδεικνύει προκλητικά την ιδιαιτερότητά του: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτή την τρελή γιατί εκτίθεσαι». 10. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα τρελά (βλ. λ.). Επίρρ. τρελά, με ένταση, με πάθος: «πεινώ τρελά || έτρεχε τρελά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μια κούκλα ζωντανή με ομορφιά και χάρη, εγώ σ’ αγάπησα τρελά κι άλλος δε θα σε πάρει). Υποκορ. τρελούτσικος. (Ακολουθούν 54 φρ.)·
- από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- βγάζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, χρησιμοποίησαν κάποιον ανόητο, επιπόλαιο, απερίσκεπτο ή παράτολμο για να φέρει σε πέρας κάποια επικίνδυνη πράξη·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. φρ. έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά·
- έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, συνεπλάκησαν άγρια: «είχαν μακροχρόνια έχθρα και, όταν συναντήθηκαν, αρπάχτηκαν κι έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά». Από την εικόνα δυο ατόμων, που έχουν ξεμαλλιαστεί κατά τη διάρκεια της συμπλοκής τους και παρομοιάζονται με τα μαλλιά της τρελής γυναίκας που τριγυρνάει ξεμαλλιασμένη. Συνών. έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί·
- έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, η δουλειά ή η υπόθεση μπερδεύτηκε πάρα πολύ και δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη: «ο ένας ήθελε να γίνει με το δικό του τρόπο, ο άλλος ήθελε να γίνει με το δικό του τρόπο, ώσπου, στο τέλος η δουλειά έγινε σαν της τρελής το μαλλί». Από την εικόνα της τρελής που κυκλοφορεί με ανακατωμένα, με μπερδεμένα μαλλιά. Συνών. έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί·
- έγινε της τρελής, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστηκατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, έγινε της τρελής μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή, πιάστηκαν στα χέρια οι δυο παρέες κι έγινε της τρελής μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «τις γιορτές έγινε της τρελής στα μαγαζιά». Συνών. έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά / έγινε ο χαμός ή έγινε χαμός / έγινε πατιρντί / έγινε της ανωμαλίας / έγινε της ιεροδούλου / έγινε της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα /  έγινε της κακομοίρας / έγινε της μουρλής / έγινε της Πόπης / έγινε της πόρνης / έγινε της πουτάνας / έγινε της πουτάνας το κάγκελο / έγινε της πουτάνας το μαγκάλι / έγινε το έλα να δεις / έγινε το σώσε / έγινε χαλασμός·
- είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε, ο μεθυσμένος πολλές φορές γίνεται πιο επικίνδυνος από τον τρελό·
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι τρελός για δέσιμο! βλ. λ. δέσιμο·
- είναι τρελός και παλαβός, α. είναι πάρα πολύ επικίνδυνος: «πρέπει να τον κλείσουν σ’ ένα τρελάδικο, γιατί είναι τρελός και παλαβός». β. είναι παράφορα ερωτευμένος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, είναι τρελός και παλαβός μαζί της»·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει τρελή μάσα ή έχει τρελές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- η νόσος των τρελών αγελάδων, βλ. λ. αγελάδα·
- θα γίνει της τρελής, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα γίνει της τρελής». β. θα επικρατήσει πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «το βράδυ θα πάμε με τον τάδε στα μπουζούκια και θα γίνει της τρελής». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα ’μαι τρελός, αν… ή θα ’μαι τρελός να…, λέγεται στην περίπτωση που αρνούμαστε να πραγματοποιήσουμε κάτι, γιατί βλέπουμε πως είναι εντελώς αντίθετο προς τα συμφέροντά μας: «θα ’μαι τρελός, αν πω στον ανταγωνιστή μου πως νοικιάζεται το διπλανό μαγαζί απ’ το δικό μου || θα ’μαι τρελός να συνεταιριστώ μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάνει τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνω σαν τρελός, α. επιθυμώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ, αγαπώ κάποιον παράφορα, παθιάζομαι με κάποιον ή με κάτι: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, κάνει σαν τρελός για πάρτη της || μια φορά τον πήρα μαζί μου στα μπουζούκια, κι από τότε κάθε βράδυ κάνει σαν τρελός για μπουζούκια». β. ενθουσιάζομαι πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως κέρδισε το λαχείο, έκανε σαν τρελός». γ. εκδηλώνω την έντονη ψυχική ταραχή, την έντονη ανησυχία μου: «μόλις έμαθε πως τράκαρε το πούλμαν που ήταν μέσα και τα παιδιά του, έκανε σαν τρελός». (Λαϊκό τραγούδι: μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή, έφυγε και πάει το πουλί
- κάνω τον τρελό, προσποιούμαι τον ανήξερο, πως δεν καταλαβαίνω τίποτα: «όταν τα βρίσκει σκούρα κάνει τον τρελό». (Λαϊκό τραγούδι: εδίψασε για έρωτα και ήρθε να γουστάρει! Γι’ αυτό αν δεις να τη φιλώ, σφύρα και κάνε τον τρελό
- κάνω τρελά όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω τρέλες, α. ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, επιπόλαια ή παράτολμα: «από  μικρό παιδί κάνει όλο τρέλες, γι’ αυτό κανείς δεν τον εμπιστεύεται». β. διασκεδάζω έντονα, ιδίως σε νυχτερινά κέντρα: «έχουν μια παρέα και κάθε βράδυ κάνουν τρέλες στα μπουζουκτσίδικα»·
- κάνω τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κερδίζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- μ’ έπιασε το τρελό μου ή μ’ έχει πιάσει το τρελό, ξαφνικά αρχίζω και συμπεριφέρομαι ακατανόητα: «εκεί που καθόμασταν μ’ έπιασε το τρελό μου κι άρχισα να τους βρίζω». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έδωσε απόψε· μ’ έχει πιάσει το τρελό· ένα μου ’χει κάνει εκείνη θα της κάνω εκατό – για να δει ποιος είμ’ εγώ 
- ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
- ο τρελός με την τρελάρα του γεμίζει την κοιλάρα του, βλ. λ. τρελάρα·
- ο τρελός του χωριού, άτομο που παρ’ όλη τη διανοητική του καθυστέρηση είναι αποδεκτό από την παρέα μας, το συναναστρεφόμαστε: «έχουμε κι εμείς τον τρελό του χωριού στην παρέα μας, που μας είναι συμπαθέστατος». Από το ότι συμβαίνει τακτικά κάθε χωριό ή κάθε μεγάλη κοινωνία να έχει και το δικό της τρελό· βλ. και φρ. η πουτάνα του χωριού·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει τρελό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- ρίχνω τρελά λεφτά (για κάτι ή για κάποιον), βλ. λ. λεφτά· 
- ρίχνω τρελή μάσα ή ρίχνω τρελές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- σ’ άγιο, μικρό και τρελό μην τάξεις, βλ. λ. άγιος·
- σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, βλ. λ. τζερεμές·
- τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί, μπερδεύω μια δουλειά ή μια υπόθεση τόσο πολύ, ώστε κανείς δε μπορεί να βγάλει άκρη: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου να επιβλέπει κι αυτός τα ’κανε σαν της τρελής τα μαλλιά». Συνών. τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί·
- τα κουδούνια ο τρελός μοναχός του τα βαράει, βλ. λ. κουδούνι·
- το ρίχνω στην τρελή ή το ’χω ρίξει στην τρελή, α. είμαι τόσο απογοητευμένος, τόσο απελπισμένος, έχω τόσα πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα, που εγκαταλείπω πια κάθε προσπάθεια και κάνω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα: «συγκεντρώσου και βάλε τα δυνατά σου, γιατί, με το να το ρίχνεις στην τρελή, δε γίνεται τίποτα». β. αδιαφορώ για τα πάντα: «απ’ τη μέρα που το ’ριξα στην τρελή, βρήκα την υγειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: σου το ’πα δεν σε θέλω πια, γιατί ξηγιέσαι σαν σουπιά! Κι όλο το ρίχνεις στην τρελή και με διπλώνεις πονηρή! // τα φαρμάκια για να πνίξεις, ρίχ’ το φίλε στην τρελή, ρίχ’ τα στην απέξω τσέπη να γλεντήσεις τη ζωή // το φιλοσόφησα πολύ και το ’χω ρίξει στην τρελή
- τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- τρελό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- τρελός αέρας, βλ. λ. αέρας·
- τρελός νονός σε βάφτισε, βλ. λ. νονός·
- τρελός νονός σε βάφτισε; βλ. λ. νονός
- τρελός παπάς σε βάφτισε, βλ. λ. παπάς·
- τρελός παπάς σε βάφτισε; βλ. λ. παπάς·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, βλ. λ. κεφάλι·
- τρέχω σαν τρελός, α. ενεργοποιούμαι έντονα για να αποτρέψω ή για να πετύχω κάτι: «τρέχω σαν τρελός για να πείσω τον τάδε ν’ αποσύρει τη μήνυση που μου ’κανε || τρέχω σαν τρελός να βολέψω κι εγώ το γιο μου σε κάποια δουλειά». β. έχω πολλή δουλειά: «σε όλη τη διάρκεια των γιορτών, απ’ το πρωί που άνοιγα το μαγαζί μέχρι την ώρα που το έκλεινα, έτρεχα σαν τρελός»· 
- ψηλό μουνί, τρελό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
- ως να συλλογιστεί ο γνωστικός, περνά το γεφύρι ο τρελός, βλ. λ. γνωστικός.

τρεχάλα

τρεχάλα, η, ουσ. [<τρέχω + κατάλ. -άλα]. 1. το γρήγορο τρέξιμο, το τρεχαλητό, το τρεχιό: «με τέτοια τρεχάλα που είχε, ούτε μ’ αυτοκίνητο μπορούσες να τον φτάσεις!». 2. ως επίρρ., τρέχοντας: «πήγε τρεχάλα στο σπίτι του, γιατί τον ήθελε η μητέρα του || έφυγε τρεχάλα για να προλάβει το τρένο || ήρθε τρεχάλα για να μην μας κάνει να περιμένουμε»·
- έβαλε μια τρεχάλα! ή έβαλε τρεχάλα, βλ. φρ. πάτησε μια τρεχάλα(!)·
- έδωσε μια τρεχάλα! ή έδωσε τρεχάλα, βλ. φρ. πάτησε μια τρεχάλα! (Τραγούδι: δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ’ τους λόφους, να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους
- έριξε μια τρεχάλα! ή έριξε τρεχάλα, βλ. συνηθέστ. πάτησε μια τρεχάλα(!)·
- πάτησε μια τρεχάλα! ή πάτησε τρεχάλα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος άρχισε να τρέχει γρήγορα: «μόλις τον πληροφόρησαν πως έρχονταν να τον πιάσουν, πάτησε μια τρεχάλα κι όπου φύγει φύγει!». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μα τι τρεχάλα!      

τρεχιό

τρεχιό, το, ουσ. [<τρέχω (υποχωρητ.)], το γρήγορο, τον έντονο τρέξιμο, η τρεχάλα, το τρεχαλητό: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο τρεχιό»·
- έβαλε ένα τρεχιό! ή έβαλε τρεχιό, βλ. φρ. πάτησε ένα τρεχιό(!)·
- έριξε ένα τρεχιό! ή έριξε τρεχιό, βλ. συνηθέστ. πάτησε ένα τρεχιό(!)·
- πάτησε ένα τρεχιό! ή πάτησε τρεχιό, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, άρχισε να τρέχει γρήγορα: «μόλις έμαθε πως στο παρακάτω στενό δέρνουν τον αδερφό του, πάτησε ένα τρεχιό να πάει να τον βοηθήσει!». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μα τι τρεχιό!

τρίποντο

τρίποντο, το, ουσ. [<τρι- + πόντος], (στη γλώσσα του μπάσκετ) επιτυχημένη βολή στο αντίπαλο καλάθι έξω από τα 6,25 μ., που μετράει για τρεις πόντους: «σε κάθε αγώνα πετυχαίνει πάνω από τέσσερα τρίποντα»·
- βάζω τρίποντο, (γενικά) πετυχαίνω στο σκοπό μου: «μ’ ό,τι και να καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος, βάζει πάντα τρίποντο»·
- παίρνω το τρίποντο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) καταβάλλω τον αντίπαλό μου και κατακτώ τους τρεις βαθμούς της νίκης: «στο ντέρμπι της Κυριακής η ομάδα μας νίκησε την αντίπαλη ομάδα και πήρε το τρίποντο». Από το ότι με τη νίκη της η ομάδα προσθέτει στη γενική βαθμολογία της τρεις βαθμούς, όπως και η πετυχημένη βολή στο αντίπαλο καλάθι στο μπάσκετ έξω από τα 6,25 μ. 

τσελβόλ

τσελβόλ, το, άκλ. ουσ. [;], ανθεκτικό ύφασμα όχι ιδιαίτερα καλής ποιότητας, ιδίως εύχρ. στη φρ. τσελβόλ, πλύνε βάλε, λέγεται υποτιμητικά για ρούχο κακής ποιότητας, αλλά ανθεκτικό, που χρησιμοποιείται συνέχεια λόγω ελλείψεως άλλου: «έχει ένα κουστούμι, που τ’ αγόρασε πριν από χρόνια κι αυτό είναι, τσελβόλ, πλύνε βάλε».

τσεπάκι

τσεπάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. τσέπη], μικρή κρυφή τσέπη του παντελονιού που βρίσκεται λίγο δίπλα από το σημείο στο οποίο κουμπώνει στη μέση ή μικρή τσέπη του πουκαμίσου ή του σακακιού στο ύψος του στήθους: «έβαλε στο τσεπάκι του παντελονιού ένα πενηντόευρω για ώρα ανάγκης || στο τσεπάκι του πουκαμίσου του έχει πάντα την ταυτότητά του || έβαλε στο τσεπάκι του σακακιού του ένα άσπρο μαντίλι και το τράβηξε λίγο προς τα έξω για να φαίνεται»·
- βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στην τσέπη μου, λ. τσέπη·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, έκφραση με την οποία δηλώνουμε με σιγουριά σε κάποιον πως η απόκτηση του πράγματος για το οποίο γίνεται λόγος, πρέπει να θεωρείται εντελώς βέβαιη. Συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χτυπάει αρκετές φορές ελαφρά στο σημείο εκείνο που βρίσκεται το τσεπάκι του παντελονιού μας·
- τα βγάζει απ’ το τσεπάκι του, είναι πολύ ετοιμόλογος: «απορώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί σε όλα έχει μια γρήγορη απάντηση, λες και τα βγάζει απ’ το τσεπάκι του»·
- τον βάζω στο τσεπάκι μου, α. τον εξαπατώ, τον ξεγελώ με μεγάλη ευκολία: «σε μένα δεν κάνει τον έξυπνο, γιατί ξέρει πως τον βάζω στο τσεπάκι μου οποιαδήποτε ώρα θέλω». β. είμαι κατά πολύ πιο δυνατός από αυτόν, τον κατανικώ: «είναι ντροπή μου να μαλώσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον βάζω στο τσεπάκι μου». Συνοδεύεται από χειρονομία με τους αντίχειρα και το δείκτη ενωμένους στην άκρη τους, σαν να πιάνουν κάτι ελαφρά να κινούνται προς το μέρος εκείνο του παντελονιού, όπου υπάρχει το τσεπάκι, και, υποτίθεται βάζουν κάτι μέσα. Άλλες φορές, η χειρονομία με τον ίδιο τρόπο κατευθύνεται στο τσεπάκι του σακακιού ή του πουκαμίσου που υπάρχει στο ύψος του στήθους·
- τον έχω στο τσεπάκι μου, τον έχω στη διάθεσή μου ανά πάσα στιγμή και ώρα, τον κάνω ό,τι θέλω, τον εξουσιάζω απόλυτα: «αν του ζητήσω να μας βοηθήσει, δε θα το αρνηθεί, γιατί τον έχω στο τσεπάκι μου». Συνοδεύεται από την παραπάνω χειρονομία· βλ. και φρ. τον βάζω στο τσεπάκι μου.

τσιρίδα

τσιρίδα, η, ουσ. [<τσιρίζω + κατάλ. -ίδα], διαπεραστική κραυγή: «από ποιον ακούγονται αυτές οι τσιρίδες;». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω (τις) τσιρίδες, βγάζω διαπεραστικές κραυγές: «μόλις κάνεις και σηκώνεις το χέρι σου να του δώσεις κάνα μπάτσο, βάζει αμέσως τις τσιρίδες»·
- βάλε μια τσιρίδα, κάλεσε κάποιον δυνατά ώστε να σε ακούσει: «φώναξέ μου τον τάδε από απέναντι, αλλά βάλε μια τσιρίδα για να σ’ ακούσει, γιατί υπάρχει πολύς θόρυβος»·
- δε μιλάω με τσιράκια ή δε μιλάω σε τσιράκια, ειρωνική ή απαξιωτική έκφραση σε άτομο που γενικά θεωρούμε πως είναι κατώτερός μας, δεν καταδέχομαι να μιλήσω σε κάποιον που θεωρώ πως είναι κατώτερός μου: «να πας ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί εγώ δε μιλάω σε τσιράκια»·
- μπήγω μια τσιρίδα, βλ. φρ. πατώ μια τσιρίδα·
- μπήγω (τις) τσιρίδες, βλ. φρ. βάζω (τις) τσιρίδες·
- πάτα μια τσιρίδα, βλ. λ. βάλε μια τσιρίδα·
- πατώ μια τσιρίδα, βγάζω μια διαπεραστική κραυγή: «καθώς κάρφωνε ένα καρφί, χτύπησε το δάχτυλό του και πάτησε μια τσιρίδα, που ακούστηκε σ’ όλο το τετράγωνο»·
- πατώ (τις) τσιρίδες, βλ. φρ. βάζω (τις) τσιρίδες·
- του βάζω τις τσιρίδες, τον επιπλήττω εντονότατα: «μόλις τον είδε μεθυσμένο ο πατέρας του, του ’βαλε τις τσιρίδες»·
- του μπήγω τις τσιρίδες, βλ. φρ. του βάζω τις τσιρίδες·
- του πατώ τις τσιρίδες, βλ. φρ. του βάζω τις τσιρίδες·
- τσιρίδα και κακό! δυνατές, έντονες τσιρίδες: «βρε, τσιρίδα και κακό, αυτό το μωρό!».

τσουβάλι

τσουβάλι, το, ουσ. [<τουρκ. çuval], το τσουβάλι. 1. ρούχο κακής ποιότητας ή φθαρμένο, ή ρούχο τσαλακωμένο ή πολύ φαρδύ: «δεν είχες κανένα καλύτερο κοστούμι να φορέσεις και φόρεσες αυτό το τσουβάλι;». Από το ότι το τσουβάλι είναι κατασκευασμένο από χοντρό καννάβι ή άλλη τεχνητή ύλη. 2. άνθρωπος εντελώς κακοντυμένος ή φτωχοντυμένος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «σιγά μην κάνω παρέα μ’ αυτό το τσουβάλι!». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι τρύπιο τσουβάλι, είναι πολύ σπάταλος: «ό,τι κερδίζει, τα σκορπάει από δω κι από κει, γιατί είναι τρύπιο τσουβάλι ο τύπος». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο χέρι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- έχει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- λέει ψέματα με το τσουβάλι, βλ. λ. ψέμα·
- με το τσουβάλι, άφθονα: «κουβαλάει με το τσουβάλι όλα τα καλά του κόσμου στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: που μαζεύει θησαυρούς με το τσουβάλι μα δεν έχει μια καρδιά για να τους βάλει
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι ή τα βάζω όλα στο ίδιο τσουβάλι, αντιμετωπίζω όλα τα πράγματα, όλα τα θέματα, όλες τις καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «είναι μεγάλο σου λάθος να τα βάζεις όλα σ’ ένα τσουβάλι, γιατί η κάθε περίπτωση έχει και τη δική της ιδιαιτερότητα»·
- τον βάζω στο τσουβάλι, α. τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, αλλά ούτε που κατάλαβε για πότε τον έβαλα στο τσουβάλι». β. είναι του χεριού μου, τον κατανικώ: «δεν τολμάει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον βάζω στο τσουβάλι ό,τι ώρα θέλω»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. λ. Θεός·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, αντιμετωπίζω όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «σε θέματα δικαιοσύνης, τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι και δεν κάνω χατίρια σε κανέναν». Συνών. τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι / τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί / τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα·
- τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω στο ίδιο τσουβάλι, εξισώνω αρνητικά και άδικα δυο άτομα: «δεν έχω την πρόθεση να τους βάλω στο ίδιο τσουβάλι, γιατί ο ένας είναι γιατρός κι ο άλλος είναι ένας αγράμματος άνθρωπος». Συνών. τους βάζω σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω στο ίδιο καζάνι / τους βάζω σ’ ένα σακί ή τους βάζω στο ίδιο σακί / τους χτενίζω με την ίδια χτένα·
- χύνω ιδρώτα με το τσουβάλι, βλ. λ. ιδρώτας.

υπογραφή

υπογραφή, η, ουσ. [<αρχ. ὑπογραφή], η υπογραφή. 1. τα εμφανή ίχνη, τα εμφανή σημάδια, τα δαχτυλικά αποτυπώματα που αφήνει κανείς, ιδίως ο κλέφτης, στο πέρασμά του από ένα χώρο ή ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιεί την κλεψιά: «μόλις γίνει κάποια κλεψιά μέσ’ στη γειτονιά, πηγαίνουν και μπαγλαρώνουν αμέσως τον τάδε, γιατί ξέρουν καλά την υπογραφή του». 2. (ειρωνικά) το χέσιμο: «εγώ πάω για υπογραφή». Από την εικόνα του ανθρώπινου περιττώματος, που, όταν πέφτει τελειωτικά από τον πρωκτό, έχει πολλές φορές μια λεπτή περιστροφική κατάληξη, όπως και η κατάληξη των περισσότερων υπογραφών που βάζουν οι άνθρωποι. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- αφήνω την υπογραφή μου, α. αφήνω στο πέρασμά μου εμφανή ίχνη, σημάδια, δαχτυλικά αποτυπώματα ή τον τρόπο με τον οποίο εκτελώ κάτι: «τον έπιασαν με το πρώτο, γιατί πάνω στη βιασύνη του να κλέψει όσα πιο πολλά μπορούσε, άφησε παντού την υπογραφή του»·
- άφησε να πέσει η υπογραφή του, δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί σε κάτι που είχε υπογράψει, ιδίως για οφειλή του, για χρέος του, κι έτσι έχασε τη φερεγγυότητά του: «είναι μέσ’ στη στενοχώρια του, γιατί δεν μπόρεσε να βρει λεφτά να καλύψει την επιταγή του, κι έτσι άφησε να πέσει η υπογραφή του»·
- βάζω την υπογραφή μου, α. αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι, υπογράφω: «δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό δε βάζω την υπογραφή μου, να τον πάρεις στη δουλειά σου || γι’ αυτόν τον άνθρωπο, μάλιστα, βάζω την υπογραφή να τον πάρεις στη δουλειά σου || μόλις ο δικηγόρος μου διάβασε το συμφωνητικό, έβαλα την υπογραφή μου, γιατί συμφωνούσα απόλυτα με τους όρους του». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα, αγόρι μου, κοντά μου, να σε πνίξω στα φιλιά και υπογραφή σου βάζω, δε θα ξαναφύγω πια!). β. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως ξεπαρθενεύω κοπέλα: «όταν ήταν στα νιάτα του, έβαλε την υπογραφή του σ’ ένα σωρό κοριτσάκια»·
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
- δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του, είναι τελείως αγράμματος: «δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του και ονειρεύεται να γίνει διευθυντής!». Πολλές φορές, μετά το δεύτερο ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το ούτε·
- (δεν) παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή (δεν) παίρνω την υπογραφή μου πίσω, (δεν) αθετώ μια συμφωνία που υπέγραψα με κάποιον: «όταν υπογράφω κάποια συμφωνία, δεν παίρνω πίσω την υπογραφή μου || θα βρω τρόπο να πάρω πίσω την υπογραφή μου, γιατί έμπλεξα με απατεώνα»·
- δίνω την υπογραφή μου, βλ. συνηθέστ. βάζω την υπογραφή μου·
- δίνω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. συνηθέστ.  βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
- έπεσαν οι υπογραφές, υπογράφηκε, ιδίως κάποιο συμβόλαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη: «μόλις έπεσαν οι υπογραφές, ακούστηκαν χειροκροτήματα και μερικοί άνοιξαν σαμπάνιες»·
- έπεσε η υπογραφή του, βλ. φρ. άφησε να πέσει η υπογραφή του·
- κάθομαι (πάνω) στην υπογραφή μου, βλ. συνηθέστ. τιμώ την υπογραφή μου·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
- μαζεύει υπογραφές, είναι ετοιμοθάνατος: «πήγε σ’ όλους τους γιατρούς του κόσμου να γίνει καλά, αλλά μαζεύει υπογραφές ο φουκαράς». Από την εικόνα των ενοίκων μιας πολυκατοικίας, που, όταν θέλουν να διώξουν κάποιον ανεπιθύμητο ένοικο, συγκεντρώνουν τις υπογραφές όλων των άλλων ενοίκων·
- με υπογραφή, (για προϊόντα) είναι γνήσιο, ακριβό, έχει και το σήμα κατατεθέν της εταιρείας που το παράγει: «ήταν ακριβό το κλιματιστικό που αγόρασα, γιατί ήταν με υπογραφή»·
- με υπογραφή και βούλα, α. νομότυπα: «ταλαιπωρήθηκα ένα διάσημα, αλλά στο τέλος πήρα με υπογραφή και βούλα την άδεια για το χτίσιμο του σπιτιού». Ως βούλα χαρακτηρίζεται η σφραγίδα της δημόσιας υπηρεσίας που χορήγησε την άδεια. β. (για προϊόντα) είναι γνήσιο, ακριβό: «είναι γνήσια Φίλιπς η τηλεόραση που αγόρασες; -Με υπογραφή και βούλα». Ως βούλα χαρακτηρίζεται το σήμα κατατεθέν της βιομηχανίας·
- ρίχνω την υπογραφή μου, α. υπογράφω: «αφού πρώτα διάβασα το συμφωνητικό και δεν είχα καμιά ένσταση, έριξα την υπογραφή μου». β. δεν κατορθώνω να ανταποκριθώ σε κάτι που έχω υπογράψει, ιδίως για οφειλή μου, για χρέος μου, κι έτσι χάνω τη φερεγγυότητά μου: «πάω να τρελαθώ απ’ τη στενοχώρια μου, γιατί δεν μπόρεσα να βρω τα λεφτά να καλύψω την επιταγή μου, κι έτσι έριξα την υπογραφή μου»·
- την υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις που τα βάζεις, συμβουλευτική έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον, ιδίως νέο, με την έννοια να προσέχει, όταν πρόκειται να υπογράψει κάτι, γιατί ενδέχεται αργότερα να έχει προβλήματα, ή να προσέχει τη γυναίκα με την οποία πηγαίνει, για το φόβο των αφροδισίων νοσημάτων·
- τιμώ την υπογραφή μου, είμαι συνεπής, τηρώ το συμβόλαιο που έχω υπογράψει: «απ’ τη στιγμή που υπογράψαμε αυτό το συμφωνητικό, να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου, γιατί τιμώ την υπογραφή μου». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- του παίρνω την υπογραφή του, του αποσπώ την υπογραφή του, ιδίως έντεχνα, παραπλανητικά, με δόλιο τρόπο: «τον έπιασα στην κουβέντα για τ’ αθλητικά και πάνω στην πάρλα του πήρα την υπογραφή του χωρίς να το καταλάβει».

φίμωτρο

φίμωτρο, το, ουσ. [<μτγν. φίμωτρον], το φίμωτρο· το μέσο περιορισμού, κατάργησης, στέρησης της ελευθερίας, της έκφρασης του λόγου: «οι πνευματικοί άνθρωποι δεν ανέχονται κανένα φίμωτρο»·
- βάζω φίμωτρο, παύω να μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν μιλούν πιο έμπειροι από μένα, εγώ βάζω φίμωτρο και τους ακούω προσεκτικά»·
- του βάζω φίμωτρο, του περιορίζω, του στερώ την ελευθερία της έκφρασης του λόγου, του απαγορεύω να μιλήσει, να εκφράσει τη σκέψη του, τη γνώμη του: «το δικτατορικό καθεστώς, θέλοντας να χτυπήσει τους πνευματικούς ανθρώπους, προσπάθησε να τους βάλει φίμωτρο».

φόλα

φόλα, η, ουσ. [<μσν. φόλα <μτγν. φόλλις <λατιν. follis]. 1. δηλητηριασμένο κομμάτι τροφής για τη θανάτωση ζώων, ιδίως αδέσποτων σκυλιών: «έδωσαν φόλα στο σκυλί του και ψόφησε». 2. το ψέμα, το δόλωμα: «καταλάβαμε αμέσως πως αυτά που μας έλεγε ήταν φόλα». (Τραγούδι: τα λεφτά τα λεφτά, ποιος τ’ ανακάλυψε, τα λεφτά τα λεφτά, την πορτοφόλα, τα λεφτά τα λεφτά, και μας παράλειψε, τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα). 3. γυναίκα πολύ άσχημη: «πώς παντρεύτηκε αυτή τη φόλα αυτό τ’ ομορφόπαιδο, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω!». 4. κακό καλλιτεχνικό θέαμα: «μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί πιο φόλα δεν υπάρχει»·
- αρπάζω τη φόλα, βλ. φρ. τρώω τη φόλα·
- βάζω φόλα, βλ. φρ. ρίχνω φόλα·
- είναι φόλα, είναι φανατικός οπαδός μιας αθλητικής ομάδας, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, ή υποστηρίζει φανατικά ένα πολιτικό κόμμα: «ο τάδε είναι φόλα παόκι || μην πεις τίποτα εναντίον του κομμουνισμού, γιατί είναι φόλα Κάπα Κάπα»·
- καταπίνω τη φόλα, βλ. φρ. τρώω τη φόλα·
- μασάω τη φόλα, βλ. φρ. τρώω τη φόλα·
- ρίχνω φόλα, χρησιμοποιώ κάποιο ειδικό μέσο ως δόλωμα για να εξαπατήσω, να ξεγελάσω κάποιον: «του ’ριξαν φόλα την γκόμενα που του ’κανε την ερωτευμένη, και του ’φαγαν τα λεφτά»·
- τρώω τη φόλα, εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι από το μέσο που χρησιμοποίησε κάποιος ή κάποιοι σε βάρος μου ως δόλωμα: «είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος και δεν τρώει φόλα από κανένα». (Τραγούδι: χρόνια πολλά στα παιδιά που δεν τρώνε τη φόλα, χρόνια πολλά στα παιδιά που τα θέλουνε όλα).  

φουστάνι

φουστάνι, το, ουσ. [<ιταλ. fustagno (= ρούχο από χοντρό ύφασμα), πλ. fustagni, που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. 1. εξωτερικό γυναικείο ένδυμα το οποίο ξεκινάει από το λαιμό και ανάλογα (μίνι, μάξι) φτάνει ως ένα σημείο των ποδιών: «φορούσε ένα φουστάνι που άφηνε ακάλυπτη όλη την πλάτη της». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είναι μπάρμπα Γιάννη, ο κόσμος πάει κι έρχεται κι αν κονταίνει το φουστάνι,μη σου κακοφαίνεται). 2. (γενικά) οι γυναίκες, ο γυναικόκοσμος: «όλα του τα λεφτά τα τρώει στο φουστάνι || μόλις δει φουστάνι, τρέχει από πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: αλλά εγώ ο πονηρός δεν ζω χωρίς φουστάνι και από Μεγαλέξανδρος κατάντησα χαϊβάνι). Υποκορ. φουστανάκι το·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, (και για τα δυο φύλα) μετά τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου που συνήθως πέφτει την άνοιξη, ο καιρός αρχίζει και γίνεται πιο ζεστός, οπότε μπορούμε να φορούμε πιο άνετα, πιο ελαφρά ρούχα: «ακόμα με χειμωνιάτικα ρούχα γυρνάς, ρε παιδάκι μου; Άιντε, απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα»·  
- είναι κολλημένος στο φουστάνι της, βλ. φρ. κρεμιέται απ’ το φουστάνι της·
- είναι κολλημένος στο φουστάνι της μάνας του, βλ. φρ. κρεμιέται απ’ το φουστάνι της μάνας του·
- κρεμιέται απ’ το φουστάνι της, δεν έχει δική του βούληση και επηρεάζεται έντονα από τη γνώμη της γυναίκας του: «δεν κάνει τίποτα χωρίς να τη ρωτήσει, γιατί απ’ την πρώτη μέρα του γάμου τους τον έμαθε να κρεμιέται απ’ το φουστάνι της». Πρβλ.: και μένα ξελογιάσανε, στα δίχτυα τους με πιάσανε, με τρέλαναν τα γούστα σου, με κρέμασες στη φούστα σου (Λαϊκό τραγούδι)·
- κρεμιέται απ’ το φουστάνι της μάνας του, α. είναι μαμόθρεφτος (βλ. λ.). β. (ιδίως για άντρες) επηρεάζεται έντονα από τη γνώμη της μάνας του: «τον χώρισε η γυναίκα του, γιατί μετά από δέκα χρόνια γάμου εξακολουθούσε να κρεμιέται απ’ το φουστάνι της μάνας του». Από την εικόνα του μικρού παιδιού, που, όταν κυκλοφορεί έξω με τη μάνα του, αντί να πιάνει το χέρι της, την έχει, πολλές φορές, πιασμένη από το φουστάνι· - να βάλει φουστάνια! βλ. φρ. φοράει φουστάνια(!)·
- τον έφαγε το φουστάνι, τον κατέστρεψαν οι γυναίκες: «κάποτε ήταν καλός νοικοκύρης, αλλά τον έφαγε το φουστάνι και διέλυσε και το σπίτι του»·
- του αρέσει το φουστάνι, του αρέσουν οι γυναίκες: «μπορεί να ’ναι παντρεμένος, αλλά παίζει το μάτι του, γιατί του αρέσει το φουστάνι»·
- τρέχει πίσω απ’ το φουστάνι, τρέχει πίσω απ’ τις γυναίκες, είναι γυναικάς: «όσο και να προσπαθεί να τον συμμαζέψει η γυναίκα του, αυτός τρέχει πίσω απ’ το φουστάνι»·
- φοράει φουστάνια! υποτιμητική ή υβριστική αναφορά σε άντρα με την έννοια δεν είναι άντρας, αλλά γυναίκα, όσον αφορά στο θάρρος ή στη σωστή συμπεριφορά του, γιατί υποτίθεται οι γυναίκες, δεν έχουν ούτε θάρρος ούτε σωστή συμπεριφορά: «αν είπε αυτός αυτά τα λόγια για μένα, να του πεις πως φοράει φουστάνια!».

φτερό

φτερό, το, ουσ. [<μσν. φτερόν <αρχ. πτερόν], το φτερό. 1. η φτερούγα: «ασυνείδητοι λαθροκυνηγοί χτύπησαν τον αετό στο φτερό». 2. ξεσκονιστήρι καμωμένο από φτερά ή από πούπουλα: «πήρε το φτερό κι άρχισε να ξεσκονίζει τη βιτρίνα του μαγαζιού του». 3. καμπυλωτή προεξοχή της εξωτερικής κατασκευής του αυτοκινήτου ή άλλου δίτροχου, που έρχεται προστατευτικά πάνω από τις ρόδες: «έκανα όπισθεν και χτύπησα το πίσω δεξιό φτερό σ’ ένα δέντρο». 4. εξάρτημα σε μορφή φτερούγας: «τα φτερά του αεροπλάνου». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- ανοίγω τα φτερά μου, βγαίνω από το στενό κύκλο στον οποίο βρισκόμουν και δημιουργούσα, αποκτώ νέα ενδιαφέροντα, έχω νέες επιδιώξεις, ετοιμάζομαι να μπω σε νέο κύκλο, σε νέα δημιουργική φάση: «μόλις έκλεισε τα είκοσί του χρόνια, άφησε τα παιδιαρίσματα κι άνοιξε τα φτερά του για μια πιο δημιουργική ζωή || μόλις τέλειωσε την Ιατρική, άνοιξε τα φτερά του να δημιουργήσει δικό του ιατρείο». (Τραγούδι: μη μου ζητάς να μείνω στα παλιά, μη μ’ απειλείς πως θα το μετανιώσω, αν δεν ανοίξω τώρα τα φτερά, δε θα ’χω πια καρδιά για να σου δώσω
- απλώνω τα φτερά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα φτερά μου·
- βγάζω φτερά, ενηλικιώνομαι και αναλαμβάνω υπεύθυνα τη ζωή μου: «τώρα που έβγαλες φτερά, μπορείς να κάνεις κι εσύ μια δική σου δουλειά». Από την εικόνα του πουλιού που βγάζει φτερά και φεύγει από τη φωλιά του προς αναζήτηση της τροφής του· βλ. και φρ. έβγαλαν φτερά·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, ταχύτατα, αστραπιαία: «φεύγοντας το πρωί ο πατέρας του απ’ το σπίτι ξέχασε την τσάντα του κι έβαλε φτερά στα πόδια του να τον προλάβει να του τη δώσει»·
- έβγαλαν φτερά, (για καταναλωτικά αγαθά ή τρόφιμα) οι τιμές τους ανέβηκαν πάρα πολύ, έγιναν πανάκριβα: «τα καλά ρούχα δεν μπορείς να τ’ αγοράσεις, γιατί έβγαλαν φτερά || οι ντομάτες έβγαλαν φτερά»·
- έγινε φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- δίνω φτερά (σε κάποιον), ενθαρρύνω κάποιον, ανυψώνω το ηθικό κάποιου, για να κάνει κάτι: «μ’ αρέσει να δίνω φτερά στους νέους, για να παλέψουν με θάρρος στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κι αυτός, ίσως μπορέσει μια φορά, να βρει ένα όνειρο, μιαν αγκάλη, ένα απάγκιο, να βρει δυο χέρια, να του δώσουμε φτερά, και τα δυο χείλη για να του δώσουνε κουράγιο
- έκανε φτερά, (για πράγματα) χάθηκε και πιο πιθανό κλάπηκε: «άφησα τον  αναπτήρα μου πάνω στο τραπέζι κι έκανε φτερά χωρίς να το πάρω είδηση»· βλ. και φρ. κάνω φτερά·
- έπεσαν τα φτερά μου ή μου ’πεσαν τα φτερά, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου·
- έχει φτερά στα πόδια του, τρέχει ταχύτατα, αστραπιαία: «όσο και να τον κυνηγάνε, δεν μπορούν να τον πιάσουν, γιατί έχει φτερά στα πόδια του». Αναφορά στο θεό Ερμή της ελληνικής μυθολογίας, που, ως αγγελιοφόρος των ολύμπιων θεών, είχε φτερά στα πόδια του·
- θα βγάλω φτερά, θα κινηθώ ταχύτατα, αστραπιαία: «πες μου τι θέλεις να του πω, και θα βγάλω φτερά, να τον ενημερώσω στη στιγμή»· βλ. και φρ. βγάζω φτερά·
- κάνω φτερά, φεύγω, εξαφανίζομαι ταχύτατα: «να δεις για πότε κάνει φτερά, κάθε φορά που μαθαίνει πως έρχονται οι αστυνομικοί να τον συλλάβουν!». (Λαϊκό τραγούδι: βίβα, τα φαρμάκια που ’ταν στοίβα, ποτηράκι ποτηράκι λες και κάνανε φτερά)· βλ. και φρ. έκανε φτερά·
- κατηγορία φτερού, α. ο πολύ αδύνατος άνθρωπος: «ενώ είναι κατηγορία φτερού, θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα». β. η κατώτατη κατηγορία στην οποία κατατάσσονται οι πυγμάχοι και οι παλαιστές ανάλογα με το βάρος τους: «είναι πρωταθλητής του μποξ στην κατηγορία φτερού». Η ανώτατη κατηγορία λέγεται βαρέων βαρών·
- κόπηκαν τα φτερά μου ή μου κόπηκαν τα φτερά, αποθαρρύνθηκα, απογοητεύτηκα, έχασα το ηθικό μου, την ορμή μου, το θάρρος μου: «όταν ήμουν νέος ξεκίνησα με πολλά όνειρα στη ζωή, αλλά στην πορεία μου κόπηκαν τα φτερά απ’ την κακία του κόσμου και κλείστηκα στο καβούκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: έριξα ζάρια κι έχασα, κοπήκαν τα φτερά μου, με πνίγει το παράπονο, που έχω στην καρδιά μου
- μάζεψα τα φτερά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου·
- με σπασμένα τα φτερά ή με σπασμένα φτερά, με πεσμένο ηθικό, αποθαρρυμένος, απογοητευμένος: «μετά τη χρεοκοπία του ξεκίνησε νέα δουλειά, αλλά με σπασμένα φτερά δεν τον βλέπω ν’ αντέχει για πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: με σπασμένα τα φτερά όλα τα ’βλεπα θολά στη μεγάλη ερημιά μου, ώσπου έφτασες εσύ, ηλιαχτίδα μου χρυσή, και μου πήρες την καρδιά μου // κουράστηκα να περπατώ και να ρωτώ για σένα, με πληγωμένα γόνατα και με φτερά σπασμένα
- μου ’κοψε τα φτερά, με αποθάρρυνε, με απογοήτευσε και εγκατέλειψα κάποια προσπάθειά μου: «ήθελα να κάνω μια δουλειά, αλλά μου ’κοψε τα φτερά μ’ αυτά που μου είπε, και τα παράτησα». (Λαϊκό τραγούδι: μα ένα χέρι λατρεμένο ένα χέρι λατρευτό, μου τα κόβει τα φτερά μου για να μην ψηλά πετώ
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- πετώ με τα φτερά της ελπίδας, είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος πως θα πετύχω, πως θα κατορθώσω αυτό που επιδιώκω: «όσο ήμουν νέος, πετούσα με τα φτερά της ελπίδας, αργότερα όμως κατάλαβα πόσο σκληρή και δύσκολη είναι η ζωή»·
- πετώ με τα φτερά της νίκης, βλ. φρ. πετώ με τα φτερά του νικητή·
- πετώ με τα φτερά της νιότης, νιώθω δυνατός, συμπεριφέρομαι ορμητικά, γιατί λόγω του νεαρού της ηλικίας μου πιστεύω πως για μένα είναι όλα κατορθωτά: «προσπάθησε τώρα, που πετάς με τα φτερά της νιότης, να φτιάξεις τις βάσεις για το μέλλον σου»·
- πετώ με τα φτερά της φαντασίας, ονειρεύομαι, ονειροπολώ: «ποιος ξέρει πού πετάει πάλι με τα φτερά της φαντασίας κι έχει αυτό το ευτυχισμένο ύφος στο πρόσωπό του!»·
- πετώ με τα φτερά του νικητή, συμπεριφέρομαι με την αυτοπεποίθηση πως θα νικήσω, με την άνεση ή με τη σιγουριά με την οποία συμπεριφέρεται ένας νικητής: «η ομάδα μας μέσα στο γήπεδο πετούσε με τα φτερά του νικητή || μετά τη νίκη ο αρχηγός της ομάδας μας μίλησε στους δημοσιογράφους με τα φτερά του νικητή»·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- στο φτερό, α. πάρα πολύ γρήγορα: «ξύπνησε αργά, γι’ αυτό έφαγε στο φτερό κι έφυγε στη δουλειά του». β. στον αέρα. (Λαϊκό τραγούδι: τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο φτερό. Τα ελάφια όταν σκύβουν για νερό
- τα κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, βλ. λ. ψάρι·
- το κάνω φύλλο και φτερό, (ειδικά για βιβλίο), βλ. λ. φύλλο·
- τον κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- του δίνω φτερά να πετάξει, τον ενθαρρύνω, του δίνω τα εφόδια για να πετύχει στη ζωή του: «πέτυχε στη ζωή του, γιατί ο πατέρας του, με τη δουλειά που του άφησε, του ’δωσε φτερά να πετάξει». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερα πως εσύ θα μου ’δινες τόση χαρά αν ήξερα πως εσύ θα μου έδινες φτερά να πετάξω, δεν θα γύριζα ποτέ στη ζωή μου καμιά να κοιτάξω)·   
- του κόβω τα φτερά, του κόβω την ορμή, την αισιοδοξία, τον αποθαρρύνω σε κάποια προσπάθειά του, τον αποκαρδιώνω: «μόλις δει κάποιον νέο να θέλει να κάνει τολμηρά ανοίγματα στη ζωή του, έχει τη μανία να του κόβει τα φτερά»·
- του ψαλιδίζω τα φτερά, βλ. φρ. του κόβω τα φτερά·
- τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «κάθε φορά που περνάει βραδιάτικα έξω από νεκροταφείο, τρέμει σαν φτερό». β. κρυώνει πάρα πολύ: «έκανε τόσο κρύο που έτρεμε σαν το φτερό». (Λαϊκό τραγούδι: μπάτε κορίτσια στο χορό κι αφήστε με μονάχη. Κόπηκα σαν το στάχυ και τρέμω σαν φτερό. Μπάτε κορίτσια στο χορό. Έχασα αυτόν που καρτερώ). Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο / τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι·
- φτερό στον άνεμο, α. άνθρωπος με πολύ άστατο χαρακτήρα: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι φτερό στον άνεμο και θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο χωρίς να το καταλάβεις». (Τραγούδι: φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει, σκέψη αλλάζει, μα δεν τη νοιάζει). β. άνθρωπος διαλυμένος ψυχικά, χωρίς μόνιμη στέγη: «μετά το χωρισμό του είναι φτερό στον άνεμο κι έχασε την προσωπικότητά του». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το φτερό στον άνεμο στο δρόμο τον παράνομο
- ψαλιδίστηκαν τα φτερά μου, βλ. φρ. κόπηκαν τα φτερά μου.      

φωνή

φωνή, η, ουσ. [<αρχ. φωνή], η φωνή. 1. η κραυγή, το ξεφωνητό: «μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα μας να παγώσει στις φλέβες». 2. ο άνθρωπος που καλεί κάποιον, που μιλάει: «άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο || άκουσε μια φωνή πίσω του να του λέει…». 3. άνθρωπος με κύρος, με προσωπικότητα: «δεν υπάρχει σήμερα μια φωνή που θα μας υποδείξει πώς θα βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο». 4. ο ήχος που παράγεται από μουσικά όργανα: «η παραπονιάρικη φωνή του βιολιού ακούστηκε απαλά μέσα στη νύχτα». 5. στον πλ. οι φωνές, θόρυβος από πολλές φωνές, φασαρία, οχλοβοή: «τι φωνές είναι αυτές που ακούγονται απ’ την πλατεία;». Υποκορ. φωνίτσα, η κ. φωνούλα, η. (Ακολουθούν 60 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- ακούει φωνές, έχει παραισθήσεις, ιδίως λόγω ψυχικής διαταραχής: «ακούει φωνές πως έρχεται η συντέλεια του κόσμου || άσ’ τον ν’ ακούει, γιατί και πριν από καιρό άκουγε φωνές πως θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου με τον ερχομό του 2.000!»·
- ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- ανοίγω τη φωνή (γιαραδιόφωναήτηλεοράσεις),δυναμώνω την ένταση του ήχου: «άνοιξε τη φωνή ν’ ακούσουμε καλά τι λέει ο παρουσιαστής!»·
- βάζω μια φωνή, καλώ κάποιον από μακριά ή κάποιον που βρίσκεται μακριά: «βάλε μια φωνή μήπως σ’ ακούσει κι έρθει! || όπως ερχόταν, έβαλε μια φωνή ζητώντας μας να τον περιμένουμε»·
- βάζω (τις) φωνές, διαμαρτύρομαι με δυνατές φωνές ή επιπλήττω, κατσαδιάζω έντονα κάποιον: «έβαλε τις φωνές, μόλις του ανακοίνωσαν απ’ τη διεύθυνση πως θα τον μετέθεταν στην επαρχία || δεν έχω τη διάθεση να βάζω τις φωνές στον καθένα που κάνει ανοησίες!»·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. φρ. βγάζω φωνή μεγάλη·
- βάλε μια φωνή, (παρακλητικά) κάλεσε κάποιον δυνατά, φώναξέ τον: «σε παρακαλώ, βάλε μια φωνή στον τάδε να έρθει, γιατί εγώ δεν μπορώ να φωνάξω δυνατά». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μανούλα μια φωνή και μέσ’ τα μαύρα ντύσου, πάρε τους δρόμους να με βρεις, χάνεται το παιδί σου
- βγάζω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- βγάζω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω: «έπεσε απ’ τη σκάλα κι έβγαλε φωνή μεγάλη». (Δημοτικό τραγούδι: κι έπεσε μες στο πηγάδι κι έβγαλε, ωρέ φωνή μεγάλη
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, δεν τον άκουσα ακόμα να μιλάει: «τόσους μήνες στο Κοινοβούλιο αυτός ο βουλευτής και δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του»·
- δεν του (της) άρεσε η φωνή μου, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που σηκώνουμε το ακουστικό του τηλεφώνου να απαντήσουμε σε αυτόν που κάλεσε, και δε μιλάει κανείς μετά το εμπρός που απευθύνουμε, ίσως γιατί δεν ήμασταν το επιθυμητό πρόσωπο που ανταποκρίθηκε στην κλίση του. Η φρ. και με ειρωνικό τρόπο, όταν στο χώρο μας βρίσκεται το άτομο για το οποίο υποπτευόμαστε ότι έγινε η κλήση·
- δεύτερη φωνή, η διωδία, το σεγκόντο: «τραγουδάει πολύ όμορφα και ψάχνει μια δεύτερη φωνή να τον συνοδεύει»·
- δίνει χρώμα στη φωνή του, βλ. λ. χρώμα·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές, έκφραση απορίας ή έκπληξης που λέγεται και με κάποια δυσφορία σε άτομο που μας ζητάει ή κάνει παράλογα ή παράτολμα πράγματα·
- έκλεισε η φωνή μου, βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω δυνατά, πόσο μάλλον να τραγουδήσω: «δεν μπορώ να μιλώ δυνατά, γιατί έκλεισε η φωνή μου || δε θα ’ρθω σήμερα στη χορωδία, γιατί έκλεισε η φωνή μου»·
- εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μιλάει απειλητικά ή από θέση ισχύος, ενώ δεν έχει αυτή τη δυνατότητα ή αρμοδιότητα: «θα κάνω αυτό που θέλω κι εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή, γιατί σ’ έχω γραμμένο!». Το εμένα λέγεται με έμφαση. Από την εικόνα του ατόμου που, όταν απειλεί ή μιλάει σε κάποιον από θέση ισχύος, του μιλάει με έντονη φωνή. Συνών. εμένα μη μου υψώνεις το δάχτυλο(!)·  
- έχασε τη φωνή του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «όταν αποκάλυψα στην παρέα πως αυτός ήταν που μας είχε κατηγορήσει, έχασε τη φωνή του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «έχασε τη φωνή του, μόλις με είδε να συνοδεύσω μια τέτοια γυναικάρα! || έκανε τον νταή, αλλά μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι, έχασε τη φωνή του ο δικός σου». Συνών. έχασε τα λόγια του (α, β) / έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του·
- έχει πρώτη φωνή, έχει πολύ καλή φωνή: «αυτός ο τραγουδιστής έχει πρώτη φωνή»·
- έχει φωνή, έχει καλή φωνή: «αυτή η τραγουδίστρια έχει φωνή»·
- έχει φωνή καμπάνα, έχει δυνατή και μεταλλική φωνή: «όταν τραγουδάει, ακούγεται σ’ όλον τον κάμπο, γιατί έχει φωνή καμπάνα || αποκλείεται να μην άκουσες, όταν σε φώναζε, γιατί έχει φωνή καμπάνα»·
- η φωνή του ακούγεται απ’ το πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- καθαρίζω τη φωνή μου, βήχω πολλές φορές ελαφρά να απαλλάξω το λάρυγγά μου από τα τυχόν φλέματα, ώστε να γίνει καθαρότερη η φωνή μου: «λίγο πριν αρχίσει να τραγουδάει, ξερόβηξε μερικές φορές να καθαρίσει τη φωνή του»·
- κάνει δεύτερη φωνή, συνοδεύει κάνοντας σεγκόντο, σεγκοντάρει κάποιον στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «όταν τραγουδάει με τον τάδε, κάνει πάντα δεύτερη φωνή»·
- κάνει πρώτη φωνή, στην ερμηνεία ενός τραγουδιού, τραγουδάει με την εντονότερη φωνή: «ποιος κάνει πρώτη φωνή στο συγκρότημα που δημιουργήσατε;»·
- κατά φωνή, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά, ακριβώς τη στιγμή που γίνεται λόγος γι’ αυτόν ή τη στιγμή που τον χρειαζόμαστε·
- κατά φωνή και το πουλί, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, λέγεται με ειρωνική διάθεση ή χάριν αστεϊσμού για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο Λάζαρος, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατεβάζω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) μειώνω την ένταση του ήχου: «κατέβασε τη φωνή απ’ αυτό το ρημάδι, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. κατεβάζω τη φωνή μου·
- κατεβάζω τη φωνή ή κατεβάζω τη φωνή μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τη φωνή·
- κατεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου·
- με μια φωνή, α. ομόφωνα: «συμφώνησαν με μια φωνή να μην αποδεχτούν τις προτάσεις της εργοδοσίας». β. σαν ένας άνθρωπος: «όλοι συμφώνησαν με μια φωνή να μην αφήσουν τον εχθρό να πατήσει ούτε μια πιθαμή γη της πατρίδας τους»·
- μήτε φανιά μήτε λαλιά, βλ. συνηθέστ. ούτε φωνή ούτε ακρόαση·
- μπήγω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- μπήγω (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- ο κοντός για ψωλή για φωνή, βλ. λ. κοντός·
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση, α. λέγεται για άτομο που έχει καιρό να δώσει σημεία ζωής και δεν έχουμε γι’ αυτό καμιά πληροφορία: «είχα βασιστεί στην υπόσχεσή του πως θα με βοηθήσει, αλλά από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση». β. λέγεται για άτομο που δε δίνει απάντηση, που αδιαφορεί σε ένα αίτημα που του υποβάλαμε: «υπέβαλα αίτηση στο διευθυντή να μου δώσει άδεια τον επόμενο μήνα, αλλά αυτός ούτε φωνή ούτε ακρόαση»·
- πατώ μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- πατώ (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- πιάστηκε η φωνή μου, α. μετά από ένα διάστημα δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, επειδή μιλούσα, φώναζα ή τραγουδούσα συνεχώς: «τον συμβούλευα μια ώρα πώς έπρεπε να ενεργήσει, ώσπου πιάστηκε η φωνή μου || τραγουδούσαμε όλο το βράδυ και το πρωί δεν μπορούσα να μιλήσω, γιατί πιάστηκε η φωνή μου». β. έχω πρόβλημα ομιλίας λόγω κρυολογήματος: «ήπια πολλές παγωμένες πορτοκαλάδες και πιάστηκε η φωνή μου»·
- πρώτη φωνή, η εντονότερη φωνή στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «έχουμε δημιουργήσει ένα μουσικό συγκρότημα, αλλά μας λείπει η πρώτη φωνή»·  
- σέρνω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά και σε διάρκεια: «καθώς είχε απομακρυνθεί ο άλλος αρκετά, έσυρε ο επιστάτης φωνή μεγάλη μήπως και τον ακούσει!»·
- σηκώνω φωνή, βλ. φρ. υψώνω φωνή·
- σηκώνω τη φωνή (μου), βλ. φρ. υψώνω τη φωνή (μου)·
- σηκώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- του βάζω τις φωνές, τον επιπλήττω, τον κατσαδιάζω έντονα: «επειδή άργησε το πρωί να έρθει στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’βαλε τις φωνές»·
- του μπήγω τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- του πατώ τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- υψώνω τη φωνή μου (υπέρ κάποιου), συνηγορώ σθεναρά (υπέρ κάποιου): «κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι πως κάποιος αδικείται, υψώνω τη φωνή μου να τον βοηθήσω»·
- υψώνω τη φωνή (μου), αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ σθεναρά κάτι: «αν δεν υψώσεις τη φωνή σου, δεν πρόκειται να πάρεις αυτά που σου ανήκουν»·
- υψώνω τον τόνο της φωνής μου, α. μιλώ δυνατά: «ύψωσε τον τόνο της φωνής σου να σ’ ακούσει, γιατί δεν ακούει καλά ο άνθρωπος!». β. μιλώ σε έντονο ύφος: «σε μένα μην υψώνεις τον τόνο της φωνής σου, γιατί δεν είμαι κανένα παιδάκι!»·
- υψώνω φωνή, α. διαμαρτύρομαι έντονα: «κάθε φορά που δε γίνεται αυτό που ζητάει ή που περιμένει, υψώνει φωνή και μας κάνει άνω κάτω». β. αντιμιλώ, αυθαδιάζω: «εμένα μη μου υψώνεις φωνή, γιατί θα σε στείλω από κει που ’ρθες!»·
- υψώνω φωνή διαμαρτυρίας, διαμαρτύρομαι έντονα με φωνές: «οι εργάτες ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας για τις απολύσεις που ανήγγειλε η διεύθυνση του εργοστασίου»·
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω, λέγεται στην περίπτωση που δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα οι προτροπές ή οι συμβουλές που απευθύνονται σε κάποιον, γιατί τις αντιμετωπίζει με αδιαφορία: «χίλιες φορές του ’πα να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω και στο τέλος την πάτησε». Πολλές φορές, ακούγεται μόνο στον τύπο φωνή βοώντος: «ολόκληρη μέρα τον συμβούλευα τι έπρεπε να κάνει, αλλά φωνή βοώντος, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του». Αναφορά στον Ιωάννη τον Βαπτιστή·
- φωνή λαού, οργή Θεού, η δίκαιη κινητοποίηση του λαού από αγανάκτηση για την κακή, αντιλαϊκή ή αυταρχική διακυβέρνηση της χώρας από κάποια κυβέρνηση, έχει μεγάλη δύναμη και φέρνει άμεσα αποτελέσματα. Τη φρ. την είδαμε πολλές φορές ως κύριο τίτλο σε εφημερίδες, πάνω από την ολοσέλιδη φωτογραφία που έδειχνε το πλήθος του κόσμου το οποίο είχε παρακολουθήσει την ομιλία του αρχηγού του κόμματός του·
- φωνή και κακό! λέγεται ειρωνικά ή με κάποια δυσφορία για άτομο που δημιουργεί μεγάλη φασαρία με τις φωνές του, ιδίως για ασήμαντα πράγματα: «βρε, φωνή και κακό, επειδή του ζήτησα να πάει λίγο πιο μπροστά τ’ αυτοκίνητό του για να παρκάρω κι εγώ!»·
- χαμηλώνω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) ελαττώνω την ένταση του ήχου: «χαμήλωσε, σε παρακαλώ, τη φωνή του ραδιοφώνου, γιατί θέλω να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. χαμηλώνω τη φωνή μου·
- χαμηλώνω τη φωνή ή χαμηλώνω τη φωνή μου, μετριάζω τις απαιτήσεις μου, τις αξιώσεις μου, γίνομαι λιγότερο απαιτητικός ή διεκδικητικός: «αφού πρώτα πήρα αυτά που ήθελα να τους πάρω, έπειτα χαμήλωσα τη φωνή μου»·
- χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου, μιλώ σιγά, σιγότερα ή ηπιότερα: «χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, όταν μου μιλάς, γιατί δεν είμαι κουφός»·
- χοντρή φωνή, που είναι βαριά ή βαθιά, που είναι μπάσα: «έχει τόσο χοντρή φωνή, που μπορώ να την ξεχωρίσω ανάμεσα από χίλιες άλλες»·
- χρυσή φωνή, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πάρα πολύ καλή φωνή: «σαν τη φωνή του Καζαντζίδη δε θα υπάρξει άλλη χρυσή φωνή». Συνών. χρυσό λαρύγγι·
- χρωματίζει τη φωνή του, βλ. λ. χρωματίζω.

χαλινάρι

χαλινάρι, το, ουσ. [<μτγν. χαλινάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χαλινός], το χαλινάρι· καθετί που συγκρατεί, που ανακόπτει ή που περιορίζει την ελεύθερη έκφραση, τη δραστηριότητα ή την ορμή ενός ατόμου: «ο γιος σου είναι πολύ άτακτος και χρειάζεται χαλινάρι»·
- βάζω χαλινάρι, (ιδίως για άντρες) παντρεύομαι: «βλέπω τι τραβάνε οι φίλοι μου που είναι παντρεμένοι, γι’ αυτό δεν έχω σκοπό να βάλω χαλινάρι». Παρομοίωση των υποχρεώσεων του γάμου, της οικογένειας, που περιορίζουν την ελευθερία του άντρα με το χαλινάρι του ζώου·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, σταματώ να μιλώ ή μιλώ λιγότερο και με προσοχή σε ό,τι λέω: «όταν έρχονται μεγαλύτεροι στην παρέα, βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου και τους ακούω προσεκτικά»·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα και χωρίς να σκέφτεται πολλές φορές τι λέει: «όταν αρχίσει να μιλάει, δε βάζει χαλινάρι στη γλώσσα του και σου ζαλίζει το κεφάλι με τις βλακείες που λέει»·
- δε σηκώνω χαλινάρι, δεν επιτρέπω, δεν ανέχομαι περιορισμό της ελευθερίας μου, της δραστηριότητάς μου ή τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασής μου: «δε σας επιτρέπω να μου λέτε τι θα πω και τι θα κάνω, γιατί δε σηκώνω χαλινάρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι άλλες πολλές θελήσανε με κλάμα να με ρίξουν, από γυναίκας δάκρυα δεν παίρνω ’γω χαμπάρι και δε σηκώνω από καμιά ποτέ μου χαλινάρι
- ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, βλ. λ. άλογο·
- του βάζω χαλινάρι, περιορίζω τις ασύδοτες ενέργειές του: «μη σκοτίζεσαι, γιατί, αν δεν ακολουθήσει το σύστημα που ακολουθούν κι όλοι οι άλλοι μέσα στο εργοστάσιο, θα του βάλω χαλινάρι». (Λαϊκό τραγούδι: να μου βάλεις χαλινάρι άδικα μην προσπαθείς, εγώ είμαι παλικάρι της παλιάς της εποχής).

χαλκάς

χαλκάς, ο, ουσ. [<τουρκ. halka (= δαχτυλίδι)], ο χαλκάς. 1. το δαχτυλίδι του  αρραβώνα, ιδίως του γάμου και, κατ’ επέκταση, ο γάμος: «είναι ακόμα πολύ νέος για να σκέφτεται από τώρα το χαλκά». 2. στον πλ. οι χαλκάδες, οι χειροπέδες: «του πέρασαν τους χαλκάδες στα χέρια του και τον οδήγησαν στη φυλακή». Συνών. αλυσίδες (2) / βραχιόλια (1) / κελεψέδες / σίδερα (5)·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, λέγεται εν είδει στοιχήματος, με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «εγώ λέω ότι είναι παλιάνθρωπος κι αν δεν είναι, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη || αν σου επιστρέψει πίσω τα λεφτά που του δάνεισες, να μου τρυπήσεις τη μύτη». Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακολουθεί το εμένα ή το τότε εμένα και σχεδόν πάντα συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να πλησιάζουν τη μύτη σε σχήμα κρίκου. Από την εικόνα της αρκούδας, που της περνάει ένα χαλκά στη μύτη ο αρκουδιάρης για να την τραβάει. Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη·
- βάζω χαλκά, βλ. φρ. περνώ χαλκά·
- περνώ χαλκά, (ιδίως για άντρα), περνώ τις βέρες, παντρεύομαι: «την άλλη βδομάδα περνώ χαλκά με την κόρη του τάδε». Αναφορά στο χαλκά που είναι περασμένος στη μύτη της αρκούδας και τη στερεί την ελευθερία της (όπως και ο γάμος στερεί, υποτίθεται, την ελευθερία του άντρα), ή αναφορά στις χειροπέδες·
- της αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα·
- το περνώ χαλκά στη μύτη, θυμάμαι πάντα την υπόσχεση που μου δίνει κάποιος περιμένοντας να δω αν θα την εκπληρώσει, ή θυμάμαι πάντα το κακό που μου κάνει κάποιος για να του το ανταποδώσω: «πρόσεξε μην του υποσχεθείς τίποτα, γιατί το περνάει χαλκά στη μύτη || αυτό που μου ’κανες το πέρασα χαλκά στη μύτη και θα ’ρθει κάποια μέρα που θα σε πατσίσω». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις άκρες του αντίχειρα και του δείκτη να πλησιάζουν στη μύτη σε σχήμα κρίκου, υπονοώντας το χαλκά στη μύτη της αρκούδας·
- του βάζω χαλκά, βλ. φρ. του περνώ χαλκά·
- του περνώ το χαλκά στη μύτη (ενν. και τον τραβώ), του περιορίζω την ελευθερία του, τις κινήσεις του: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, του πέρασε το χαλκά στη μύτη η γυναίκα του και τον χάσαμε απ’ την παρέα μας». (Λαϊκό τραγούδι: να φύγω και να κουνηθώ δε μ’ άφην’ απ’ το σπίτι κι ένα χαλκά από σίδερο μου πέρασε στη μύτη). Από την εικόνα του αρκουδιάρη, που, καθώς έχει την αρκούδα του αιχμαλωτισμένη με το χαλκά που της έχει περάσει από τη μύτη, την τραβάει όπου αυτός θέλει·
- του περνώ χαλκά, (για γυναίκες) τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να με παντρευτεί: «την άφησε έγκυο και βρήκε την ευκαιρία να του περάσει χαλκά».  

χάψη

χάψη, η, ουσ. [<τουρκ. hapsi], (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «κάνει σαν τρελός για γυναίκα, γιατί μόλις βγήκε απ’ τη χάψη».). Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / ψειρού·
- μπαίνω στη χάψη, μπαίνω στη φυλακή, φυλακίζομαι: «αν συνεχίσεις τις αλητείες, σε βλέπω να μπαίνεις στη χάψη»·
- τον βάζω στη χάψη, βλ. φρ. τον ρίχνω στη χάψη·
- τον ρίχνω στη χάψη, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση τον έριξαν στη χάψη». (Τραγούδι: κι εκεί στου μακελειού την άψη δαγκώνω τα σκοινιά τα λύνω και μα τον άγιο Κωνσταντίνο όλους τους ρίχνω μες στη χάψη δεμένους με τα χέρια πίσω).

χέρι

χέρι, το, ουσ. [<μσν. χέριν <μτγν. χέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χείρ, από τη μτγν. αιτιατ. χέρα(ν)], το χέρι. 1. λέγεται για κάτι που πλησιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: «τα χέρια της πολυθρόνας είχαν φθαρεί απ’ την πολυχρησία». 2. η λαβή δοχείου ή εργαλείου: «έπιασε τη χύτρα απ’ τα χέρια και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». Υποκορ. χεράκι, το, είδος μεταλλικού ρόπτρου σε σχήμα κυρτωμένης παλάμης, όπως όταν χτυπάμε την πόρτα για να μας ανοίξουν που βρίσκεται καρφωμένο στην επιφάνεια της πόρτας σε ύψος κανονικού ανθρώπου: «χτύπησε με το χεράκι την πόρτα και περίμενε να τον ανοίξουν». (Παιδικό τραγούδι: πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια,ο φούρνος θα τα ψήσει, το σπίτι θα μυρίσει). Μεγεθ. χεράκλα κ. χερούκλα, η. (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, μαζί με τη βοήθεια του θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς. Πρβλ. σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα·   
- αλλάζει χέρια (κάτι), πηγαίνει από την κυριότητα του ενός στην κυριότητα ενός άλλου: «είναι πολύ γρουσούζικο αυτό το μαγαζί, γιατί κάθε τόσο αλλάζει χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: και τα ζάρια φέρνουν βόλτα μες στου φορτηγού τη ρόδα, η χαρτούρα αλλάζει χέρια και δεν έχει βερεσέδια
-άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), άλλαξε πολλούς κατόχους: «αυτό το μαγαζί μέχρι σήμερα άλλαξε πολλά χέρια»· βλ. και φρ. πέρασε από πολλά χέρια (κάτι)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), αν έρθει στην κατοχή μου, στην κυριότητά του, αν το αποκτήσω: «αν μου πέσει στα χέρια αυτό που ζητάς, θα στο δώσω για να κάνεις τη δουλειά σου»·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. φρ. αν τον πιάσω στα χέρια μου·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, απειλητική έκφραση για κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε»·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- άξια χέρια, χαρακτηρίζει το άτομο που διευθύνει με επιτυχία ένα σύνολο ανθρώπων ή που φέρνει σε αίσιο τέλος κάτι που έχει αναλάβει ή διακονεί με επιτυχία κάτι: «ευτυχώς που ανέλαβαν τις τύχες μας άξια χέρια || στα άξια χέρια του τάδε, δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο».  (Τραγούδι: η αποψινή μας εκπομπή φιλοξενεί τ’ αστέρια, κι είν’ του Τσιτσάνη η μουσική στα πλέον άξια χέρια). β. χαρακτηρίζει τον καλό μάστορα, τον καλό τεχνίτη: «τα άξια χέρια του όλα τα επιδιορθώνουν».
- απ’ το χέρι σου (του, της), από σένα (από εκείνον, από εκείνη): «δεν περίμενα τέτοιο ύπουλο χτύπημα απ’ το χέρι σου». (Λαϊκό τραγούδι: αφού απ’ τα εμπόδια δε θα γίνω ταίρι σου, θέλω ο θάνατος να έρθει απ’ το χέρι σου
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, επιχειρώ να κάνω κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου, πέρα από τις δυνάμεις μου: «επειδή την έχω πατήσει μια φορά, ξανά δεν απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, και ασχολούμαι μόνο με πράγματα που τα κατέχω»·
- απλώνω το χέρι μου, ζητιανεύω: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας, ν’ απλώνεις το χέρι σου στον έναν και τον άλλον;»· βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω το χέρι μου (εναντίον κάποιου), βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω χέρι, α. χειροδικώ: «αν απλώσεις χέρι ξανά απάνω του, θα σου σπάσω τα μούτρα». β. κλέβω: «ποιος άπλωσε χέρι στο ταμείο;». γ. προσπαθώ να χαϊδέψω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «κάθισε δίπλα της και μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε ν’ απλώνει χέρι». δ. ζητιανεύω: «επειδή είναι τεμπέλης, απλώνει χέρι στον καθέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. συνηθέστ. δίνω χέρι βοηθείας·
- από δεύτερο, (τρίτο, τέταρτο κ.λπ.) χέρι, α. (για πληροφορίες) που τις μαθαίνουμε έμμεσα: «δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω, γιατί τα ’μαθα από δεύτερο χέρι». β. (για αγορά) που δεν αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που δεν είναι καινούριο: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό το πήρα πιο φτηνό». γ. (για γυναίκες) που δεν είναι παρθένα: «δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα παντρευτεί θα είναι από δεύτερο χέρι, αρκεί να ’ναι καλός άνθρωπος»·
- από πρώτο χέρι, α. (για πληροφορίες) χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, αλλά από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ή που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, απευθείας: «αυτά που σου λέω δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί τα ’μαθα από πρώτο χέρι». β. (για αγορά) που αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που είναι καινούριο: «τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα από πρώτο χέρι». γ. (για γυναίκες) που είναι παρθένα, που την πήρε κάποιος, για να την παντρευτεί, απευθείας από τους γονείς της, χωρίς να μεσολαβήσει ερωτικά άλλος άντρας: «είναι της παλιάς σχολής και θέλει να παντρευτεί γυναίκα από πρώτο χέρι»·
- από χέρι, (για πράγματα) που προέρχεται από έμμεση αγορά, που είναι μεταχειρισμένο: «τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις τ’ αγόρασα από χέρι»·
- από χέρι σε χέρι, (για πράγματα) με αλλεπάλληλη μεταβίβαση σε μια σειρά ανθρώπων: «αυτό το κηροπήγιο είναι παμπάλαιο κι από χέρι σε χέρι έφτασε και στα δικά μου τα χέρια || το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι κι εξαφανίστηκε»·
- αρπάζομαι στα χέρια (με κάποιον), βλ. φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, είμαι ο πρωταίτιος μιας δυσάρεστης ή ανώμαλης κατάστασης: «απορείς που σου συμπεριφέρομαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, αλλά μην ξεχνάς ποιος άρχισε πρώτος χειρών αδίκων»·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω πολλά χρήματα για κάποιο σκοπό: «πρέπει όλοι να βάλουμε βαθιά το χέρι μας στην τσέπη, για να βοηθήσουμε το φίλο μας». β.υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω πολλά χρήματα: «στο γάμο της κόρης μου έβαλα βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, αλλά το καταχάρηκα»·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ περιστασιακά κάποιον, ιδίως σε κάποια χειρονακτική εργασία που κάνει: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση»· βλ. και φρ. δίνω ένα χέρι (χεράκι)·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «τώρα περνάς φτωχικά και υποφέρεις, αλλά θα έχεις την ικανοποίηση αργότερα και θα λες πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι για τη δημιουργία αυτού του εργοστασίου || μην κλαις και μη χτυπιέσαι για την κατάντια του φίλου σου, γιατί έβαλες κι εσύ το χεράκι σου για την καταστροφή του». Συνών. βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), πετυχαίνω να πάρω χρήματα από κάποιον με σκοπό να μην του τα επιστρέψω: «πρόσεχε μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί έχει βάλει στο χέρι όλη την αγορά»·
- βάζω στο χέρι (κάτι), αποκτώ, οικειοποιούμαι κάτι, ιδίως με όχι νόμιμα, με όχι τίμια μέσα: «έκανε τον ερωτευμένο μαζί της και μόλις έβαλε στο χέρι την προίκα της, την κοπάνησε»·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, ξοδεύω, πληρώνω συνεχώς: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου και ξοδεύω αβέρτα»· 
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το χέρι μου (το χεράκι μου) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), ανακατεύομαι, επεμβαίνω, μπερδεύομαι σε μια υπόθεση: «έχω μάθει να μη βάζω το χέρι μου σε ξένες υποθέσεις || έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, για να τα φτιάξουν οι δυο τους || έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να μαλώσουν»·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος για κάποιον ή για κάτι: «είναι τίμιος άνθρωπος και βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν || βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μας λέει ψέματα»·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. συνηθέστ. με το χέρι στην καρδιά·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω χρήματα για κάποιο σκοπό: «μια και είμαστε φίλοι του, πρέπει να βάλουμε όλοι το χέρι στην τσέπη μας, για να τον βοηθήσουμε». β. υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω χρήματα: «κάθε φορά που βγαίνω με τη γυναίκα μου στην αγορά, βάζω το χέρι μου στην τσέπη, για να γλιτώσω απ’ την γκρίνια της»· 
- βάζω χέρι, α. κλέβω: «ποιος έβαλε χέρι στο εμπόρευμα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «μέσα στο συνωστισμό του λεωφορείου έβαζε χέρι στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του». γ. αρχίζω να καταναλώνω κάτι: «έφαγε τα λεφτά που είχε, και τώρα έβαλε χέρι στην περιουσία του πατέρα του». δ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον: «έχει μάθει να βάζει χέρι σε όποιον κάνει ανοησίες». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μανώλη ντερμπεντέρη, που στους νταήδες βάζεις χέρι. Και στη ζωή σου δε χορταίνεις μες τη στενή να μπαινοβγαίνεις). ε. αποκτώ κάτι με πλάγιο, με ανέντιμο τρόπο: «της έταξε πως θα την παντρευτεί κι έβαλε χέρι στην περιουσία της»· βλ. και φρ. της βάζω χέρι·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, χρησιμοποιώ χρήματα από τις αποταμιεύσεις μου, τρώω από τα έτοιμα: «όταν δεν πάει καλά η δουλειά, βάζω χέρι στα έτοιμα»·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), παράκληση σε κάποιον να μας βοηθήσει για λίγο σε κάποια χειρωνακτική εργασία που κάνουμε: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτόν τον μπόγο μέχρι τη στάση»·
- βαστάνε τα χέρια του, βλ. φρ. κρατάνε τα χέρια του·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα, δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον: «για να ξεπλύνει τη ντροπή της αδερφής του, έβαψε τα χέρια του με αίμα ξεπαστρεύοντας το βιαστή της»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, (ειδικά για χειροποίητη κατασκευή) αποτελεί δικό μου δημιούργημα, δικό μου κατασκεύασμα: «αυτός ο ζωγραφικός πίνακας βγήκε απ’ τα χέρια μου»·
- βγήκε το χέρι μου, εξαρθρώθηκε: «πέταξα με μεγάλη δύναμη την πέτρα μακριά και βγήκε το χέρι μου»·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. φρ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·   
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) μετά από ένα διάστημα αστοχίας, άρχισε πάλι να σκοράρει με ευχέρεια, κάτι, εξάλλου, που είναι χαρακτηριστικό του: «στο τελευταίο πεντάλεπτο ο τάδε βρήκε το χέρι του κι άρχισε να φορτώνει τ’ αντίπαλο καλάθι με τρίποντα»·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βρίσκεται υπό την εξουσία ή υπό την καθοδήγηση κακού ή ανέντιμου ανθρώπου: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς του σε τροχαίο, βρίσκεται σε κακά χέρια, γιατί, ο θείος του που τον ανέλαβε, έχει πάρε δώσε με τον υπόκοσμο»·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βρίσκεται υπό την προστασία, τη φροντίδα ή υπό την καθοδήγηση ικανού και έντιμου ανθρώπου: «όσο θα λείπει στο εξωτερικό, ο γιος του θα βρίσκεται σε καλά χέρια, γιατί θα τον αφήσει στον αδερφό του»·
- βρίσκεται σε σίγουρα χέρια (κάτι), το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ανατεθεί στη φύλαξη ικανού και έντιμου ανθρώπου: «είναι πανάκριβος πίνακας και βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, μέχρι να επιδιορθώσω το σπίτι μου»· βλ. και φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- βρίσκεται στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- γεια στα χέρια σου! βλ. λ. γεια·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γλίτωσα απ’ τα χέρια του, ξέφυγα από τη δικαιοδοσία του, από την εξουσία του, γιατί με κακομεταχειριζόταν ή γιατί με εκμεταλλευόταν: «ήταν τόσο σκληρός ο διευθυντής μου, ώσπου στο τέλος δήλωσα παραίτηση και γλίτωσα απ’ τα χέρια του»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται άσκοπα χωρίς να κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες»·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, επιστρέφω από κάπου άπρακτος, χωρίς να πετύχω το σκοπό για τον οποίο πήγα: «πήγα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε στο φίλο μου, αλλά γύρισα μ’ άδεια χέρια»·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, είναι πολύ αχάριστος στον ευεργέτη του: «αν αληθεύει πως δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, τότε είναι πολύ αχάριστο άτομο»·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, είναι τσιγκούνης, ιδίως αποφεύγει να συμβάλλει σε ρεφενέ: «κάθε φορά που πάμε στα μπουζούκια κι έρχεται ο λογαριασμός δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), δεν ακουμπώ, δεν οικειοποιούμαι, δεν κλέβω, δεν αποκτώ κάτι με πλάγιο τρόπο: «δε βάζω χέρι σε ξένα πράγματα || δε βάζω χέρι σε ξένες τσέπες»·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, δεν είμαι αχάριστος στον ευεργέτη μου: «δε θα καταφερθώ ποτέ εναντίον αυτού του ανθρώπου, γιατί δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί»·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, θα επέμβω υπέρ κάποιου: «αν φτάσεις στο σημείο να χρειαστείς τη βοήθειά μου, δε θα κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια || αν δω πως έχεις την ανάγκη μου, δε θα κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα»·
- δε θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! απειλητική έκφραση για κάποιον που μας έχει κάνει κάποιο κακό και που δηλώνει πως, όταν τον συναντήσουμε, θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα γελάει που μου ’κανε την κουτσουκέλα, αλλά δε θα πέσει στα χέρια μου, θα δει τι θα πάθει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πού θα μου πάει·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. φρ. δε θα πέσει στα χέρια μου(!)·
- δε λερώνω τα χέρια μου (με κάποιον), θεωρώ τόσο κατώτερό μου κάποιον, που δεν καταδέχομαι ούτε να τον δείρω: «ό,τι και να λέει σε βάρος μου αυτός ο λέτσος, δεν έχω σκοπό να λερώσω τα χέρια μου»·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! α. κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι από κάπου που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «μην μετακινήσεις αυτό το βάζο, γιατί είναι σπάνιο και μπορεί να σου πέσει και να σπάσει. -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!». β. κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πολιτικό υποψήφιο: «τι έμαθα, θα ψηφίσεις τον τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «σου είχε πει να μην πάρεις το βάζο απ’ τη θέση του. Ορίστε τώρα, σου ’πεσε κι έσπασε. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια!». β. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο: «ψήφισες κι εσύ αυτό το κόμμα; -Δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι!»·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, δεν πλήρωσα, δε με άφησαν να πληρώσω: «φάγαμε, ήπιαμε, αλλά δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, γιατί πλήρωσαν άλλοι»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, δεν είχα την παραμικρή φροντίδα ή περιποίηση, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τι μούτρα έρχεται τώρα να τον βοηθήσω, απ’ τη στιγμή που δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό!»·
- δεν είναι στο χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. φρ. δεν περνάει απ’ το χέρι μου·
- δεν είναι του χεριού μου, α. δεν μπορώ να το νικήσω: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν είναι του χεριού μου». β. δεν είναι υποχείριό μου: «ο μόνος που δεν είναι του χεριού μου μέσα στο εργοστάσιο είναι ο διευθυντής»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου που βοήθησε κάποιον, ιδίως που ψήφισε κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου, που πήγα και του ’δωσα του αχάριστου τόσα λεφτά για να τον βοηθήσω! || δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου που ψήφισα αυτόν το ψεύτη!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του. Η φρ. λέγεται ότι ανήκει σε κάποιον ψηφοφόρο του Χαρ. Τρικούπη, που τον ψήφισε στις εκλογές του 1895·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή χειρονομία, για να βοηθήσει κάποιον, ιδίως πως δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου, που θα πάω να δώσω λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα! || δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου που θα ψηφίσω αυτό το κόμμα!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του· βλ. και φρ. κόβω τα χέρια μου·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), δεν είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου ή στις δικαιοδοσίες που έχω, για να πραγματοποιήσω αυτό που μου ζητάει κάποιος: «δεν περνάει απ’ το χέρι μου να σε προσλάβω στη δουλειά, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το θέμα»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή κάτι που έκανα μόλις προηγουμένως: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που παρήγγειλα δεύτερο χέρι μια απ’ τα ίδια || μόλις πήγε να ηρεμήσει ο γέρος μου, θυμήθηκε και το χτεσινό μου μεθύσι κι άρχισε δεύτερο χέρι τις φωνές»· βλ. και φρ. περνώ δεύτερο χέρι·
- διαβάζει το χέρι, έχει την ικανότητα να προμαντεύει το μέλλον, ή να προσδιορίζει στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του. Συνήθως άτομα που έχουν αυτή την ικανότητα είναι τσιγγάνες. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και διάβασε το χέρι αν γράφει κι άλλες συμφορές η μοίρα να μου φέρει
- δίνουμε τα χέρια, συμφωνούμε με χειραψία: «μόλις μας δεις να δίνουμε τα χέρια, πάει να πει πως συμφωνήσαμε»· βλ. και φρ. δώσαμε τα χέρια·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ κάποιον: «αν δε μου ’δινε ένα χέρι ο φίλος μου δε θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια ματιά κι ένα μαχαίρι με καρφώσανε και οι φίλοι ένα χέρι δε μου δώσανε βλ. φρ. βάζω ένα χέρι·             
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι: «δίνω το ένα μου χέρι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου χέρι για ν’ αποκτήσω κι εγώ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. φρ. δίνουμε τα χέρια·
- δίνω το χέρι της, αποδέχομαι ως πατέρας την πρόταση κάποιου άντρα να παντρευτεί την κόρη μου: «σκέφτομαι να δώσω το χέρι της σ’ αυτό το παλικάρι, αν έρθει και μου τη ζητήσει»·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βοηθώ κάποιον: «είναι πολύ καλός άνθρωπος και δίνει χέρι βοηθείας σε όποιον έχει ανάγκη»·
- δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όποιος δεν κάθεται καλά σ’ αυτό το ίδρυμα, δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι». Από την εικόνα του χεριού που ανεβοκατεβαίνει, όταν ξυλοκοπάει κάποιον·
- δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όταν τον είδε ο πατέρας του να επιστρέφει πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι»·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. φρ. βάλ’ ένα χέρι (χεράκι)·
- δώσ’ το χέρι σου, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό δώσ’ το χέρι σου να τελειώνουμε». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή που θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, δώσ’ το χέρι σου να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «δώσ’ το χέρι σου, ρε μάγκα, γιατί καλά του ’κανες του αλήτη || δώσ’ το χέρι σου, ρε φίλε, γιατί καλά του τα ’πες του φαφλατά»·
- δώσαμε τα χέρια, αποκαταστήσαμε τις σχέσεις μας, συμφιλιωθήκαμε, μονοιάσαμε: «επειδή είδαμε πως με τις έχθρες δε βγαίνει άκρη, δώσαμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: να δώσετε τα χέρια,ν’ αγαπήσετε και βάλ’ τε το σαντούρι για να γλεντήσετε)· βλ. και φρ. δίνουμε τα χέρια·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. φρ. είμαι χαμένος από χέρι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είναι από χέρι (κάτι), είναι χαρισμένο, προέρχεται από αγαπημένο πρόσωπο: «αυτό δεν μπορώ να στο δώσω, γιατί είναι από χέρι»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι καλό χέρι, είναι ικανός στην εργασία, ιδίως τεχνική, με την οποία καταπιάνεται: «για τα φωτιστικά του σπιτιού μου απασχολώ πάντα τον τάδε ηλεκτρολόγο, γιατί είναι καλό χέρι»· βλ. και φρ. το καλό το χέρι·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, δεν έχει τη δυνατότητα να με βλάψει, γιατί είμαι ισχυρότερός του: «ας λέει ό,τι θέλει στον κόσμο ότι μπορεί να μου κάνει, αλλά είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα»·
- είναι πρώτο χέρι, α. (για πρόσωπα) είναι ο καλύτερος ή ο αξιότερος σε μια τέχνη ή σε μια εργασία: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον ίδιο μηχανικό, γιατί είναι πρώτο χέρι || είναι πολύ γνωστός στους οικοδομικούς κύκλους, γιατί είναι πρώτο χέρι». β. (ειδικά για βάψιμο) βάφηκε για πρώτη φορά, μια φορά: «δεν έπιασε καλά η μπογιά, γιατί είναι πρώτο χέρι»·
- είναι σαν βγαλμένο χέρι, χαρακτηρίζει το υπερβολικά μεγάλο πέος: «υποφέρουν οι γυναίκες που πάνε μαζί του, γιατί ο πούτσος του είναι σαν βγαλμένο χέρι»· βλ. και φρ. έχει ένα πράμα, που είναι σαν βγαλμένο χέρι·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε κακά χέρια·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε σίγουρα χέρια·
- είναι στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα εξαρτάται μόνο από το Θεό: «ό,τι ήταν να κάνουν οι γιατροί το έκαναν και στο εξής ο άρρωστος είναι στα χέρια του Θεού»·
- είναι στο χέρι μου να…, εξαρτάται από μένα, είναι μέσα στις δυνατότητές μου ή τις αρμοδιότητές μου, στη δικαιοδοσία μου να…: «θέλω να ’σαι τυπικός με τη δουλειά σου, γιατί είναι στο χέρι μου να σε κρατήσω ή να σε απολύσω»·
- είναι τα χέρια μου δεμένα, βλ. φρ. έχω τα χέρια μου δεμένα·
- είναι το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι του χεριού μου, α. μπορώ να τον νικήσω πάρα πολύ εύκολα: «δεν αποφασίζει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως είναι του χεριού μου». β. είναι υποχείριό μου: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι του χεριού μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι τρύπιο χέρι, είναι πολύ σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «απ’ τα νιάτα του ήταν τρύπιο χέρι, γι’ αυτό και δεν έκανε προκοπή στη ζωή του». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- είναι φτιαγμένο στο χέρι, (για αντικείμενα) είναι χειροποίητο: «της αγόρασε μια καρφίτσα, που είναι φτιαγμένη στο χέρι || σχεδόν όλα τα Γιαννιώτικα κοσμήματα είναι φτιαγμένα στο χέρι»·
- είναι φτιαγμένος από χέρι, έχει από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις, για να πετύχει σε κάτι: «είναι σίγουρο πως θα πετύχει στη ζωή του, γιατί, με την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του είναι φτιαγμένος από χέρι». Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει όλους τους απαραίτητους συνδυασμούς για να κερδίσει το κόλπο·
- είναι χαμένος από χέρι, α. είναι σίγουρα χαμένος, δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει την τιμωρία: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο ταμείο είναι χαμένος από χέρι, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά». β. από την αρχή κάποιας προσπάθειάς του δεν έχει καμιά προϋπόθεση να πετύχει κάτι, σίγουρα θα αποτύχει: «αν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με τόσο λίγα λεφτά, είναι χαμένος από χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες δίχως όνομα, νύχτες χωρίς σκοπό, χαμένοι από χέρι, χαμένοι και οι δυο). Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, δεν του δίνουν καμιά προοπτική επιτυχίας·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- εμπιστεύομαι στα χέρια μου ή εμπιστεύομαι τα χέρια μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- εργατικά χέρια, (γενικά) οι εργάτες: «για να τελειώσει γρήγορα αυτό το έργο, χρειαζόμαστε κι άλλα εργατικά χέρια»·
- έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, φτάνω κάπου χωρίς ψώνια, χωρίς δώρα: «ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια χέρια στο σπίτι || ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια στο σπίτι, όταν γιορτάζει η γυναίκα μου»· βλ. και φρ. πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια·
- έρχομαι με γεμάτα τα χέρια ή έρχομαι με γεμάτα χέρια, φτάνω κάπου φορτωμένος με ψώνια, με δώρα: «ο πατέρας έρχεται με γεμάτα τα χέρια, κάθε φορά που σχολάει απ’ τη δουλειά του || κάθε φορά στις γιορτές, ο παππούς έρχεται με γεμάτα χέρια στο σπίτι»· βλ. και φρ. πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια·
- έρχομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «τους χώριζε παλιά έχθρα και μόλις συναντήθηκαν ήρθαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν μάθω πως σε πήρανε μέσ’ απ’ τα δυο μου χέρια, όσο και μάγκας νάν’ αυτός, θα έρθουμε στα χέρια)· βλ. και φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγε απ’ τα χέρια μου, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. φρ. έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου·
- έφυγε η δουλειά απ’  τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, αποχώρησε από κάπου ή από κάποια διαπραγμάτευση χωρίς να αποσπάσει κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος ή εντέλει κάποια υπόσχεση, αποχώρησε άπρακτος: «έφυγε απ’ το γραφείο του διευθυντή του μ’ άδεια χέρια, γιατί απέρριψε την άδεια που του ζήτησε || η αντιπροσωπεία των εργαζομένων έφυγε μ’ άδεια τα χέρια απ’ τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό και το βέβαιο είναι πως θα συνεχιστεί η απεργία»·
- έχει ανοιχτό χέρι, είναι ανοιχτοχέρης (βλ. λ.)·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. φρ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει βαρύ χέρι, το χτύπημα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, επιφέρει σοβαρό πόνο ή τραυματισμό: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί έχει βαρύ χέρι κι αν φας καμιά, θα τρέχεις στα νοσοκομεία»·
- έχει ελαφρύ χέρι, α. (ιδίως για οδοντογιατρούς, γιατρούς ή νοσοκόμες που κάνουν ένεση) έχει την τέχνη ή την ικανότητα να μην αισθάνεσαι το άγγιγμά του, να μη νιώθεις πόνο: «πηγαίνω πάντα στον ίδιο οδοντογιατρό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι και δεν καταλαβαίνω τον παραμικρό πόνο». β. είναι δεινός πορτοφολάς: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαφρίζει κανένα πορτοφόλι μέσ’ στο συνωστισμό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι»·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει κακό χέρι, βλ. συνηθέστ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, α. είναι σεσημασμένος: «είναι από καιρό γνωστός στην Ασφάλεια, γιατί έχει λερωμένα χέρια». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου, περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί. β. πήρε μέρος σε κάποια ύποπτη ή παράνομη δουλειά: «μην τον πιστεύεις, που σου λέει πως δεν πήρε μέρος στη ληστεία της τράπεζας, γιατί απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός έχει τα χέρια του λερωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω τα χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα
- έχει μακρύ χέρι, έχει τη συνήθεια να κλέβει, είναι κλέφτης: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε πως έχει μακρύ χέρι, κάθε φορά που χάνεται κάτι, τον θεωρούμε ύποπτο»· βλ. και λ. μακρυχέρης·
- έχει σταθερό χέρι, α. ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις των χεριών του, όταν ενεργεί, ιδιαίτερα, όταν ασχολείται με κάποια λεπτή κατασκευή: «μπορεί και περνάει αμέσως την κλωστή απ’ την τρύπα της βελόνας, γιατί έχει σταθερό χέρι || είναι ειδικός σε πολύ λεπτές εργασίες στο χώρο της χρυσοχοΐας, γιατί έχει σταθερό χέρι». β. (για μπασκετμπολίστες) έχει άνεση στο σκοράρισμα: «συνήθως πετυχαίνει όλες τις προσωπικές βολές, γιατί έχει σταθερό χέρι»·
- έχει σφιχτό χέρι, είναι σφιχτοχέρης, είναι τσιγκούνης: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα δανεικά, γιατί έχει σφιχτό χέρι»·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει τρύπιο χέρι, δεν μπορεί να κρατήσει χρήματα, είναι σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο τρύπιο χέρι, που πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πεθάνει στην ψάθα». Για συνών. βλ. φρ. είναι τρύπιο χέρι·
- έχει χέρι, α. σχεδιάζει ή ζωγραφίζει ωραία: «επειδή έχει χέρι το παιδί, ο πατέρας του το προτρέπει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών». β. (για μπασκετμπολίστες) είναι πολύ εύστοχος: «έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στις ελεύθερες βολές, γιατί έχει χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου ή έχω εμπιστοσύνη τα χέρια μου, εμπιστεύομαι στη δύναμή μου ή στις ικανότητές μου: «ό,τι αναλαμβάνω το τελειώνω μόνος μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου»·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, είμαι τίμιος: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω καθαρά χέρια και κάθε βράδυ κοιμάμαι ήρεμος σαν πουλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχω στα χέρια μου, διαθέτω επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον: «πες του να μη μ’ ενοχλεί, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι έγγραφα που τον καίνε»·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), έχω κάτι στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αν έχω στα χέρια αυτό που σου χρειάζεται, θα σου το δώσω || έχω στα χέρια μου μεγάλη περιουσία»·
- έχω τ’ απάνω χέρι, α. βρίσκομαι σε πιο πλεονεκτική θέση από κάποιον άλλον, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «θα δεχτώ ν’ αναλάβω τη θέση που μου προτείνεται μόνο αν έχω τ’ απάνω χέρι || τώρα που έχει τ’ απάνω χέρι, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να λογαριάζει κανέναν». β. είμαι κύριος μιας κατάστασης ή μιας σχέσης: «ένας οικογενειάρχης πρέπει να ’χει τ’ απάνω χέρι μέσα στην οικογένειά του»·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, αδυνατώ να παρέμβω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί είμαι δεσμευμένος με λόγο, όρκο, κάποιου είδους εκβιασμό ή νομικό μέσο: «απ’ τη στιγμή που έδωσα το λόγο μου να μη βοηθήσω κανέναν απ’ τους δυο, έχω τα χέρια μου δεμένα και δεν κάνω τίποτα || έχω δεμένα τα χέρια μου, γιατί έχει στην κατοχή του κάτι ακάλυπτες επιταγές μου, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να ’ρθω στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας»·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- ζητώ το χέρι της, κάνω επίσημη πρόταση σε μια γυναίκα ή στους γονείς της, για να την παντρευτώ: «έχω δεσμό τρία χρόνια μαζί της, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω την Κυριακή στο σπίτι της, για να ζητήσω το χέρι της»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, λέγεται σε άντρα που περιμένει να γεννήσει η γυναίκα του και, σαν τους περισσότερους άντρες, θέλει αγόρι για τη διαιώνιση του ονόματός του και το υπονοούμενο της έκφρασης είναι πως, αν γεννηθεί κορίτσι, θα έχει κάποια φροντίδα και περιποίηση στα γεράματά του, γιατί, υποτίθεται, οι κόρες νιώθουν πιο κοντά στους γονείς: «να παρακαλάς να γεννήσει η γυναίκα σου κορίτσι, γιατί θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό». Πρβλ.: φίλο ποτέ να μην προδώσεις, για να ’χεις πρόσωπο λαμπρό και στους γονείς σου να πηγαίνεις ένα ποτήρι με νερό (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, πολύ μειωτική έκφραση α. για άτομο, που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το δείρουμε: «πάρε δρόμο από δω, γιατί αν σε δείρω θα λερώσουν τα χέρια μου». β. σε πολύ βρόμικο άτομο, που δεν έχουμε τη διάθεση ούτε καν να το ακουμπήσουμε: «ούτε καν χειραψία θα κάνω μαζί του, γιατί θα λερώσω τα χέρια μου»·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξανακουμπήσεις αυτό το βάζο αντίκα, θα σου κόψω τα χέρια || αν ξαναπάρεις λεφτά απ’ το ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κόψω το χέρι». Παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της πάνω στον καρπό του άλλου χεριού· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα χέρια·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, δίνει περισσότερη έμφαση στην παραπάνω φράση και παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της στο ύψος της μασχάλης·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. φρ. θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, α. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, παραδειγματικά, αν ξαναενοχλήσει με χειρονομίες οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο: «αν σε ξαναδώ ν’ απλώνεις χέρι στην αδερφή μου, θα σου σπάσω τα χέρια». β. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, να μην αγγίξει κάτι που του το έχουμε απαγορεύει: «αν ξανακουμπήσεις τον πίνακα, θα σου σπάσω το χέρι»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα χέρια·
- θα σου σφίξω το χέρι, θα παραδεχτώ πως είσαι άξιος, πως είσαι ικανός, αν ανταποκριθείς με επιτυχία στην υποτιθέμενη πράξη που αναφέρω: «αν τελειώσεις τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που μου ’δωσες, θα σου σφίξω το χέρι || είναι πάρα πολύ τσιγκούνης, αλλά, αν καταφέρεις να του πάρεις δανεικά, θα σου σφίξω το χέρι»·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) πρέπει να ξαναβαφεί από την αρχή: «η πόρτα θέλει δεύτερο χέρι, γιατί δε βάφηκε καλά»·
- καθαρά χέρια, δηλώνει τιμιότητα: «χωρίς καθαρά χέρια, δεν μπορείς να στεριώσεις σε καμιά δουλειά»· βλ. και φρ. έχω καθαρά χέρια·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, α. είμαι δεσμευμένος ή εξαναγκασμένος διά λόγου, όρκου, κάποιου είδους εκβιασμού ή νομικού μέσου, να υφίσταμαι κάτι κακό χωρίς να αντιδρώ ή να μην μπορώ να επέμβω, για να αποτρέψω κάποιο κακό: «όσο και να με βρίζουν, κάθομαι με τα χέρια δεμένα, γιατί ορκίστηκα να μην ξαναμαλώσω || έλεγε χίλιες δυο βλακείες και καθόμουν με δεμένα τα χέρια, γιατί έχει στα χέρια του μια ακάλυπτη επιταγή μου || είχαν στριμώξει το φίλο του στη γωνιά κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα, επειδή είναι έξω με αναστολή». β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλη η οικογένεια σκοτώνεται στη δουλειά κι αυτός κάθεται με τα χέρια δεμένα». γ. (γενικά) δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ: «έδερναν οι αλήτες γέρο άνθρωπο κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα και χάζευε»·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, αδιαφορώ και δεν επεμβαίνω να αποτρέψω κάτι κακό που διαδραματίζεται μπροστά μου: «έδερναν κάτι αλήτες ένα γεροντάκι κι αυτός καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και χασκογελούσε»· βλ. και φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, δηλώνει τη φανατική υπερψήφιση κάποιου υποψηφίου ή κάποιου κόμματος: «εμείς στο νομό μας ψηφίζουμε τον τάδε βουλευτή και με τα δυο τα χέρια || αποφασίσαμε να το ρίξουμε και με τα δυο χέρια στο τάδε κόμμα»·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, α. είναι προτιμότερο να παίρνουμε τα λιγοστά αλλά σίγουρα παρά να περιμένουμε να πάρουμε τα περισσότερα αλλά αβέβαια. Λέγεται ιδίως για χρήματα. Συνών. καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα. β. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχω καιρό για καθυστέρηση, γι’ αυτό κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. Δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, κάνω ό,τι είναι μέσα στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου ή στις δυνατότητές μου: «θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να βοηθήσω το γιο σου στη δουλειά || όταν πρόκειται να βοηθήσω κάποιο φίλο, κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου»·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πιάνω την μπάλα με το χέρι ή χτυπάει η μπάλα στο χέρι μου από δική μου πρόθεση, κάνω εντς, οπότε μου καταλογίζει ο διαιτητής παράπτωμα και η μπάλα έρχεται στην κυριαρχία της αντίπαλης ομάδας, που ξαναρχίζει το παιχνίδι με ελεύθερο χτύπημα: «ο διαιτητής είδε που έκανα χέρι και αμέσως σφύριξε, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το σημείο στο οποίο έπρεπε να στηθεί η μπάλα». Συνών. κάνω εντς·   
- κάτω τα χέρια! α. αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση, ιδίως σε ομάδα ατόμων, να μην πιάσουν τίποτα από όσα βρίσκονται μπροστά και γύρω τους. β. επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτω τα χέρια από…, αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση σε κάποιον να αποφύγει να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι ή να αποφύγει να επέμβει κάπου: «κάτω τα χέρια απ’ το κόμμα || κάτω το χέρια απ’ την Κύπρο»·
- κάτω τα χέρια σου, επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω το χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα). Η φρ. αυτή είναι ηπιότερης μορφής από ό,τι το κάτω τα χέρια(!) · βλ. και φρ. κοντά τα χέρια σου(!)
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί, ιδίως στην περίπτωση που προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον πως δεν πήραμε το πράγμα για το οποίο μας κατηγορεί: «κόβω το χέρι μου, αν νομίζεις πως πήρα εγώ τον αναπτήρα σου»· βλ. και φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια , βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον να μην αγγίξει κάτι, ιδίως να πάψει να χειρονομεί σε βάρος μας· βλ. και φρ. μάζεψε τα χέρια σου(!)·
- κόπηκαν τα χέρια μου ή μου κόπηκαν τα χέρια, παρέλυσαν από πολύωρη χειρονακτική εργασία ή από κάποιο μεγάλο βάρος που σήκωνα: «έσκαβα όλο το πρωί στον κήπο και κόπηκαν τα χέρια μου || κουβαλούσα είκοσι κιλά πράγμα και μου κόπηκαν τα χέρια, μέχρι να ’ρθω»·
- κουλάθηκε το χέρι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «χτύπησα τόσο δυνατά στον αγκώνα μου, που κουλάθηκε το χέρι μου»·
- κούνα τα χέρια σου! (τα χεράκια σου!), (προτρεπτικά) ενεργοποιήσου: «κούνα τα χέρια σου, γιατί αλλιώς δεν τελειώνει η δουλειά!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κρατάει στο χέρι του την κουτάλα, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ιδίως προς όφελός του: «είδες ποτέ κανέναν να κρατάει στο χέρι του την κουτάλα και να ’ναι φτωχός;»·
- κρατάνε τα χέρια του, είναι δυνατός: «κάθε φορά που δεν μπορώ να σηκώσω κάτι βαρύ, φωνάζω τον τάδε που κρατάνε τα χέρια του || μόλις κατάλαβα πως ο τάδε ήθελε να με δείρει, φώναξα το φίλο μου που κρατάνε τα χέρια του»·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. φρ. έχω στα χέρια μου·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο ερωτευμένος έχει κρύα χέρια από την ένταση που νιώθει και που, πολλές φορές, τον λούζει και κρύος ιδρώτας, όταν αντικρίζει το άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος, ενώ τα χέρια του ατόμου που ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, είναι ζεστά από τη συνεχή τριβή· βλ. και φρ. κρύα χέρια, ζεστή καρδιά·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λερώνω τα χέρια μου, διαπράττω κάποιο νομικό αδίκημα: «για να δούμε τώρα, που λέρωσες τα χέρια σου, ποιος θα σε πάρει στη δουλειά του!». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- λύθηκαν τα χέρια μου ή μου λύθηκαν τα χέρια, απαλλάχτηκα από κάποιο εμπόδιο ή από κάποια δέσμευση που δε μου επέτρεπε να ενεργήσω όπως ήθελα: «απ’ τη στιγμή που έληξε η απεργία των εργατών, λύθηκαν τα χέρια μου και θα τελειώσω τη δουλειά στο τάκα τάκα || τώρα που έληξε το συμβόλαιο, μου λύθηκαν τα χέρια και θα μπορέσω να συνεταιριστώ με όποιον θέλω»· βλ. και φρ. κόπηκαν τα χέρια μου·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), αποδεσμεύω κάποιον από κάτι και τον αφήνω να ενεργήσει όπως αυτός θέλει: «μόλις του ’λυσα τα χέρια, διαπραγματεύτηκε με το δικό του τρόπο με τους εργάτες και η απεργία έληξε αμέσως»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, α. κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια δύσκολη ή λεπτή χειροποίητη εργασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ή γενικά με ανάγκασε να διακόψω κάποια ενέργεια η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη: «τη στιγμή που ήταν να συνδέσω τις δυο άκρες, μπήκε στο εργαστήρι μου ο τάδε με φωνές και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι || ήθελα λίγο ακόμη να τελειώσω την περιποίηση του κήπου μου, αλλά ήρθε ο τάδε και με την κουβέντα που μ’ έπιασε μ’ έκοψε πάνω στο χέρι». β. κάποιος ή κάτι με υποχρέωσε να διακόψω τη σεξουαλική πράξη η οποία ήταν σε εξέλιξη: «την ώρα που την ξεγύμνωσα κι ήμουν έτοιμος για τα περαιτέρω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι»·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μάζεψε τα χέρια σου! ή μάζεψε το χέρι σου! α. λέγεται σε κάποιον που μας κάνει ενοχλητικές χειρονομίες: «μάζεψε, επιτέλους, τα χέρια σου και πάψε να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά! || μάζεψε τα χέρια σου, γιατί μ’ εκνεύρισες!». β. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που επιχειρεί να αγγίξει ερωτικά μια γυναίκα: «μάζεψε τα χέρια σου, γιατί θα τις φας!»·
- μακριά τα χέρια από…, α. (συμβουλευτικά) μην ασχοληθείς με κάποιον ή με κάτι, μην αναμειχθείς κάπου: «μακριά τα χέρια απ’ τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας και σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει || μακριά τα χέρια απ’ αυτό το μπιμπελό, γιατί είναι πολύ εύθραυστο και μπορεί να σπάσει με το παραμικρό». β. (απειλητικά) μην επιχειρήσεις να βλάψεις, να κάνεις κακό σε κάποιον: «μακριά τα χέρια απ’ τον αδερφό μου, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- με δεμένα τα χέρια ή με δεμένα χέρια ή με τα χέρια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «αυτό που μου ανέθεσες, το κάνω με δεμένα τα χέρια || τον νικώ με τα χέρια δεμένα»·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με τα λεφτά στο χέρι, βλ. λ. λεφτά·
- με τα χεράκια της (του), λέγεται για να δώσουμε έμφαση στο πρόσωπο που έκανε κάτι με τα χέρια του, αυτή η ίδια, (αυτός ο ίδιος): «αυτό το νόστιμο φαγητό το ’φτιαξε η κόρη μου με τα χεράκια της || αυτό το κέντημα το κέντησε η γυναίκα μου με τα χεράκια της || αυτό το σπίτι το ’χτισε με τα χεράκια του». (Τραγούδι: ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισε από άνθη κόρφους κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της
- με τα χέρια μου ή με τα ίδια μου τα χέρια, προσωπικά, εγώ ο ίδιος: «αυτόν τον κήπο τον έφτιαξα με τα χέρια μου || τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρες ναυαγό και πληγωμένο και μου ’δειξες συμπόνια και στοργή και τώρα με τα ίδια σου τα χέρια ζητάς για να με βάλεις βαθιά στη μαύρη γη)· βλ. και φρ. στα χέρια μου·
- με το κλειδί στο χέρι, βλ. λ. κλειδί·
- με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με το χέρι στην καρδιά, με απόλυτη ειλικρίνεια, με παρρησία: «θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, αν όντως συμφωνείς κι εσύ με τον τρόπο που χειρίστηκα το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτούς τους δρόμους πώς νοσταλγώ να ξαναβγούμε, όπως τότε, μια βραδιά να ’μαστε μόνο εσύ κι εγώ και να τα πούμε με το χέρι στην καρδιά
- με το χέρι της καρδιάς, λέγεται για χειραψία που γίνεται με το αριστερό χέρι, που θεωρείται εγκάρδια ή που επισφραγίζει μια συμφωνία, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δεξί μας χέρι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, γι’ αυτό κάναμε μια θερμή χειραψία με το χέρι της καρδιάς || είχα το χέρι μου στο γύψο, γι’ αυτό έσφιξα το χέρι του με το χέρι της καρδιάς, θέλοντας να επισημοποιήσουμε τη συμφωνία μας». Από το ότι η καρδιά βρίσκεται στο αριστερό μέρος του στήθος μας·
- με τρώει το χέρι μου, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, πως θα χειροδικήσουμε σε βάρος του: «μου φαίνεται πως θα τις φας μ’ αυτά τα καμώματά σου, γιατί με τρώει το χέρι μου». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να ξύνουν το εσωτερικό της παλάμης του άλλου χεριού»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- με φαγουρίζει το χέρι μου, βλ. φρ. με τρώει το χέρι μου·
- με χέρια και με πόδια, α. με όλες τις δυνάμεις: «αντιστεκόταν με χέρια και με πόδια, πριν καταφέρουν να τον ρίξουν οι αστυνομικοί στην κλούβα». β. με κάθε δυνατό μέσο, με κάθε δυνατό τρόπο: «προβλέπω πως αυτό το παιδί θα έχει λαμπρό μέλλον, γι’ αυτό θα το βοηθήσω με χέρια και με πόδια». γ. (για υπογραφές) με μεγάλη διάθεση, με μεγάλη ευχαρίστηση, ανεπιφύλακτα: «και τώρα ήρθε η ώρα να υπογράψετε. -Με χέρια και με πόδια»·
- μεγάλωσα σε ξένα χέρια, μεγάλωσα μακριά από την οικογένειά μου ή μεγάλωσα ανάμεσα σε ξένη οικογένεια: «όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου πήγαν μετανάστες στη Γερμανία κι εγώ μεγάλωσε σε ξένα χέρια || όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου σκοτώθηκαν σ’ ένα τροχαίο κι έτσι μεγάλωσα σε ξένα χέρια»·
- μεγάλωσα στα χέρια του (της), μεγάλωσα, διαπαιδαγωγήθηκα από κάποιον (κάποια): «από μικρός μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσα και πόνεσα και μάλωσα
- μένω με (τα) χέρια δεμένα ή μένω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. φρ. μη μιλάς πάνω στο χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, α. μην αποσπάς την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν προσπαθώ να περάσω την κλωστή στη βελόνα». β. μην αποσπάς την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν διαβάζω, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις»·
- μην πέσεις στα χέρια μου, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον δείρουμε, θα τον τιμωρήσουμε, θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα έχεις τ’ απάνω χέρι και κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μην πέσεις στα χέρια μου, όταν αλλάξουν τα πράγματα, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει πάνω στο χέρι, α. αποσπά την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί μιλάει πάνω στο χέρι, κάθε φορά που αφοσιώνομαι στη ζωγραφική». β. αποσπά την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί, όταν δουλεύω μιλάει πάνω στο χέρι»·  
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’δεσε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα: «ήθελα να πάω μια βόλτα στη Χαλκιδική, αλλά ο μηχανικός μου ’δεσε τα χέρια, γιατί δεν είχε έτοιμο τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. μου ’κοψε τα χέρια·
- μου ’κοψε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να ενεργήσω όπως εγώ ήθελα ή σχεδίαζα, παρενέβαλε εμπόδια στην πρόοδό μου, στην εξέλιξή μου: «αυτή η απεργία των εργατών μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου || σταμάτησε το επίδομα που μου έστελνε και μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου»·
- μου λείπουν χέρια, έχω έλλειψη εργατικού δυναμικού: «δε βλέπω να τελειώνω γρήγορα τη δουλειά, γιατί μου λείπουν χέρια»·
- μου λύνουν τα χέρια, με αποδεσμεύουν από κάτι και μπορώ να ενεργήσω όπως θέλω: «απ’ τη στιγμή που μου έλυσαν τα χέρια, τακτοποίησα σε χρόνο ρεκόρ όλες τις εκκρεμότητες»·
- μου ’μεινε στα χέρια, α. (για πρόσωπα) πέθανε στα χέρια μου: «την ώρα που τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο, μου ’μεινε στα χέρια ο παππούς». β. (για εμπορεύματα) δεν πουλήθηκε, δεν καταναλώθηκε: «είχα παραγγείλει μεγάλες ποσότητες απ’ αυτό το είδος και μου ’μεινε στα χέρια». γ. (για αντικείμενα) χάλασε καθώς το περιεργαζόμουν ή προσπαθούσα να το επιδιορθώσω: «πήρα αυτό το μπιμπελό να δω τι ακριβώς είναι, και μου ’μεινε στα χέρια, γιατί διαλύθηκε || προσπάθησα να επιδιορθώσω το ηλεκτρικό σίδερο και μου ’μεινε στα χέρια»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- ν’ αγιάσει το χέρι σου (το χεράκι σου) ή ν’ αγιάσουν τα χέρια σου (τα χεράκια σου), βλ. φρ. γεια στα χέρια σου(!)·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- να μου ξεραθούν τα χέρια ή να μου ξεραθεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- νίβω τα χέρια μου (νίπτω τας χείρας μου), δε φέρω καμιά ευθύνη, αποποιούμαι τις ευθύνες: «κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, πάντως εγώ νίβω τα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα, από μικρός παιδεύομαι στα ξένα, κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί”, Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ). Η φρ. ελέχθη από τον Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο μπροστά στην πιεστική απαίτηση του όχλου, που ζητούσε τη σταύρωση του Χριστού. Πρβλ.: ἰδών δέ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδέν ὠφελεί, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. (Ματθ., κζ΄24). Και η αρχαϊστική φρ. νίπτω τας χείρας μου σε κοινή χρήση·
- ξεράθηκε το χέρι μου, βλ. φρ. κουλάθηκε το χέρι μου·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, λέγεται στην περίπτωση που οι γνώμες, οι αποφάσεις ή οι προτάσεις δυο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων για το ίδιο θέμα, συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους: «έχουν υποβάλλει όλοι τους τις ίδιες προτάσεις στην επιτροπή, λες κι όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι»·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, όσο εξαρτάται από μένα: «δε θέλω να σου τάξω τρελά πράγματα, αλλά, όσο περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω»·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), α. καθοδηγώ κάποιον σε μια πορεία: «το παλικάρι πήρε απ’ το χέρι το γεροντάκι και το πέρασε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». β. καθοδηγώ κάποιον σε μια δουλειά ή υπόθεση, χωρίς να τον αφήνω να παίρνει πρωτοβουλίες: «αν δεν τον πάρεις απ’ το χεράκι να του δείξεις τι θα κάνει, δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά αυτό το παιδί»·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), αναλαμβάνω κάτι: «μόλις ο τάδε πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του εργοστασίου, όλα πήγαν μια χαρά || ό,τι παίρνει στα χέρια του, το τελειώνει με επιτυχία»·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, έρχομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «μόλις πήρε τ’ απάνω χέρι στο εργοστάσιο, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο»· βλ. και φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω τον απολυσώνα μου στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, ασχολήθηκα κατά καιρούς με διάφορους ή με διάφορα πράγματα ή είχα στην κατοχή μου διάφορα πράγματα: «πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό γυναίκες || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό δουλειές || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: περάσαν απ’ τα χέρια μου λεφτά, γυναίκες μάτσο
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), πέρασε κατά καιρούς από πολλούς ιδιοκτήτες κάτι: «δε θα τ’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πέρασε από πολλά χέρια»· βλ. και φρ. άλλαξε πολλά χέρια·
- περνάει απ’ το χέρι μου, είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου: «αφού περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω οπωσδήποτε»·
- περνώ δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή μια διαδικασία, ιδίως βάφω από την αρχή μια επιφάνεια: «περνώ δεύτερο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, μήπως κι έχω πουθενά καμιά ασάφεια || πρέπει να περάσω δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δε βάφηκε καλά». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. δεύτερο χέρι·
- περνώ τελευταίο χέρι, κάνω μια τελευταία προσπάθεια, για να γίνει κάτι πολύ καλύτερο, ιδίως το βάψιμο μιας επιφάνειας: «περνώ τελευταίο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, για να εντοπίσω τυχόν ατέλειές του || περνώ τελευταίο χέρι το βάψιμο της πόρτας, για να γίνει ομοιόμορφο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. το τελευταίο χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. φρ. δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), περιέρχεται κάτι στη δικαιοδοσία, στην κατοχή κάποιου που δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει ή που μπορεί να το χρησιμοποιήσει επικίνδυνα ή καταστροφικά: «έπεσε σε λάθος χέρια το μηχάνημα κι από άγνοια του χειριστή του βγήκε μπιελάρ || αν πέσει σε λάθος χέρια η ατομική ενέργεια, τότε αλίμονο στην ανθρωπότητα»·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), έρχεται κάποιο πράγμα στη δικαιοδοσία μου, στην κατοχή μου ή βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι τυχαία: «ό,τι πέφτει στα χέρια του, βρίσκει τον τρόπο να το αξιοποιήσει κατάλληλα || εκεί που έψαχνα στο υπόγειο να βρω ένα φτυαράκι, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία του παππού μου»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. φρ. πέφτω σε κακά χέρια· 
- πέφτω σε κακά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία κακού ή σκληρού ατόμου: «αν έχει τον τάδε διευθυντή, να του πεις πως έπεσε σε κακά χέρια και πως θα υποφέρει». β. αντιμετωπίζω την αδιαφορία ή την εχθρότητα του προστάτη μου ή του κηδεμόνα μου: «από μικρός έμεινε ορφανός κι έπεσε σε κακά χέρια, γιατί η θεια του, που τον ανέλαβε, ήταν πολύ στριφνή γυναίκα». γ. (και για τα δυο φύλα) κακοπαντρεύομαι: «πολύ καλή κοπέλα, αλλά έπεσε σε κακά χέρια και βασανίζεται η καημενούλα»·
- πέφτω σε καλά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία καλόκαρδου ατόμου: «έπεσα σε καλά χέρια, γιατί ο υπεύθυνος του τομέα μας, στο εργοστάσιο που δουλεύω είναι χρυσός άνθρωπος». β. έχω τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του προστάτη ή του κηδεμόνα μου: «έμεινε πολύ μικρός ορφανός, αλλά, ευτυχώς, έπεσε σε καλά χέρια, γιατί, η θεια του που ανέλαβε να τον μεγαλώσει ήταν χρυσή γυναίκα». γ. με αναλαμβάνει ικανός δάσκαλος, για να με διδάξει: «όλοι εμείς οι παλιοί πέσαμε σε καλά χέρια, γιατί τότε οι δάσκαλοι θεωρούσαν λειτούργημα αυτό που έκαναν». δ. (και για τα δυο φύλα) καλοπαντρεύομαι: «μπορεί να έκανε αλήτικη ζωή, αλλά στο θέμα του γάμου του έπεσε σε καλά χέρια»·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. συνηθέστ. πέφτω σε κακά χέρια· βλ. και φρ. πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι)·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι: «ο δολοφόνος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας». β. περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάποιου: «είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια του τάδε διευθυντή, γιατί είναι άνθρωπος με κατανόηση || αν πέσεις στα χέρια του τάδε διευθυντή, την έβαψες, γιατί είναι πολύ σκληρός με τους υφισταμένους του». γ. (για τόπους, πόλεις) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: «όλη η ανατολική περιοχή του εχθρικού κράτους έπεσε στα χέρια του στρατού μας»·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, α. πηγαίνω κάπου χωρίς να προσκομίζω κάποια πρόταση: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε μ’ άδεια τα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οπότε αυτοί αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι». β. επισκέπτομαι κάποιον, χωρίς να του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιο φίλο στη γιορτή του, δεν πηγαίνω ποτέ μ’ άδεια χέρια»·
- πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα χέρια, α. πηγαίνω κάπου προσκομίζοντας κάποια πρόταση: «παρόλο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε με γεμάτα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους συνδικαλιστές, οι συνομιλίες έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο». β. επισκέπτομαι κάποιον και του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιον φίλο μου στη γιορτή του, πηγαίνω με γεμάτα χέρια»·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, έχει την ικανότητα ή τις γνώσεις να κάνει διάφορες μικροκατασκευές ή επιδιορθώσεις, ιδίως στο χώρο του σπιτιού του: «ευτυχώς πιάνουν τα χέρια του άντρα μου, κι ότι χαλάει μέσα στο σπίτι, το φτιάχνει ο ίδιος»·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «είχαν από καιρό διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία· στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς μαζί με τον Ηλία)· βλ. και φρ. έρχομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάστηκε το χέρι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «ήταν πολύ βαρύ το δέμα που κουβαλούσα και πιάστηκε το χέρι μου»·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «πιάστηκε το χέρι μου σε κάτι σύρματα κι έκανα μια ώρα να το ξεμπερδέψω || πιάστηκε το χέρι μου στο άνοιγμα της πόρτας και πέθανα απ’ τον πόνο»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- σας φιλώ το χέρι, στερεότυπη έκφραση σεβασμού, στη συνάντησή μας με κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο αντί του χειροφιλήματος. Συνήθως συνοδεύεται με ελαφρά υπόκλιση κατά τη χειραψία, ή στερεότυπη φρ. με την οποία κλείνουμε κάποια επιστολή μας σε σεβάσμιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια σα δυο σκιές μες στη βραδιά με τα φτωχά τους ρουχαλάκια όλο βροχή και λασπουριά δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω ποιανής το χέρι να φιλήσω)· βλ. και φρ. φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), αποθεώνω κάποιον: «μετά το πέρας της ομιλίας του ο κόσμος σήκωσε ενθουσιασμένος στα χέρια τον αρχηγό του κόμματος»·
- σηκώνω τα χέρια, αδυνατώ να προσφέρω και το παραμικρό, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια: «ήταν τόσο προχωρημένη η αρρώστια του, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια»· βλ. και φρ. σηκώνω ψηλά τα χέρια μου·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές) θέλω να απαντήσω σε ερώτηση του δασκάλου μου, που την έθεσε στην τάξη ή για να του ζητήσω κάτι: «ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές της τάξης μας και, μόλις ρωτούσε κάτι ο δάσκαλος, σήκωνε αμέσως το χέρι ν’ απαντήσει || κάποια στιγμή σήκωσα το χέρι, για να πάρω άδεια απ’ το δάσκαλο να πάω στην τουαλέτα»·        
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), απειλώ να δείρω, να χτυπήσω κάποιον ή δέρνω, χτυπώ κάποιον: «σε μένα μη σηκώνεις χέρι, γιατί δεν είμαι απ’ τα παιδάκια που φοβούνται || είναι πολύ άτακτο παιδί και σηκώνει χέρι στον καθένα»·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, ακινητοποιούμαι στην προσταγή ψηλά τα χέρια κάποιου οπλοφόρου: «μόλις μούγκρισε ο άλλος ψηλά τα χέρια προτείνοντάς μου το πιστόλι του, υποχρεώθηκα να σηκώσω ψηλά τα χέρια μου»· βλ. και φρ. σηκώνω τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκατά στα χέρια σου! βλ. λ. σκατά·
- στ’ αριστερό μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, αριστερά μου (σου, του, της κ.λπ.), αριστερά: «μόλις θα συναντήσεις στ’ αριστερό σου χέρι ένα περίπτερο, θα κάνεις αμέσως δεξιά και θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις»·
- στα χέρια μου (σου, του, της κ.λπ.), με δικές μου (σου, του, της κ.λπ) φροντίδες και κάτω από την επίβλεψή μου (σου, του, της κ.λπ.): «στα χέρια σου έγιναν όλες οι επιδιώξεις μου πραγματικότητα || στα χέρια της μεγάλωσε πέντε παιδιά» (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν άντρες μ’ ολοκάθαρη ματιά. Ψηλά κυπαρισσόπουλα χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά)· βλ. και φρ. με τα χέρια μου·
- σταυρώνω τα χέρια μου, α. δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγος, αδρανώ: «είναι καιρός τώρα που σταύρωσα τα χέρια και δεν κάνω τίποτα». β. αντιμετωπίζω παθητικά μια δύσκολη κατάσταση: «ήταν καμιά δεκαριά άτομα που τον έδερναν και σταύρωσα τα χέρια μου, γιατί δεν μπορούσα να τον γλιτώσω»·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι  με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- στηρίζομαι στα χέρια μου, υπολογίζω στον εαυτό μου, στην προσωπική μου ικανότητα, στην προσωπική μου εργασία: «όσο στηρίζομαι στα χέρια μου, δεν έχω την ανάγκη κανενός»·
- στο δεξί μου (σου, του, της κ.λπ.) χέρι, δεξιά μου (σου, του, της κ.λπ.), δεξιά: «όπως θα ’ρχεσαι, θα συναντήσεις στο δεξί σου χέρι ένα βενζινάδικο και, μόλις το περάσεις, θα με δεις που θα σε περιμένω στην εξώπορτα του σπιτιού μου»·
- σφίξαμε τα χέρια, α. συμφιλιωθήκαμε: «αποφασίσαμε να σφίξουμε τα χέρια, γιατί καταλάβαμε πως με έχθρες και μαλώματα δε βγαίνει άκρη». β. επισημοποιήσαμε μια συμφωνία δια χειραψίας: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σφίξαμε τα χέρια»·
- σφυρίζω χέρι, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) καταλογίζω το παράπτωμα του παίχτη να πιάσει ή να χτυπήσει εκούσια την μπάλα με το χέρι του: «ο διαιτητής είδε την κίνηση του παίχτη κι αμέσως σφύριξε χέρι». Στην περίπτωση που ο διαιτητής θεωρήσει πως ο παίχτης ήρθε σε επαφή με την μπάλα ακούσια, τότε αφήνει το παιχνίδι να συνεχιστεί· 
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι τα θέλει, είναι τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του: «δεν κάνει το παραμικρό και τα θέλει όλα στο χέρι || από μικρό παιδί τον έχουν καλομαθημένο και τα θέλει όλα στα χέρια του || αυτός δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του κι όλα στα χέρια του τα θέλει»·
- τα ξένα χέρια, α. οι θετοί γονείς ή κηδεμόνες: «οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. (Λαϊκό τραγούδι: είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια! Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια! Είναι μαχαίρια!). β. αυτοί που δεν είναι συγγενείς, που είναι ξένοι ως προς κάποια οικογένεια: «πεθαίνοντας ο παππούς άφησε πολλά χρέη κι έτσι η περιουσία του πέρασε στα ξένα χέρια»·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), συζητήσαμε ή κάναμε συζήτηση σε έντονο τόνο για θέματα που μας αφορούσαν, σχεδόν λογομαχήσαμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι όταν βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα μπαράκι, τα ’παμε ένα χεράκι || είχαμε παλιές διαφορές και με την πρώτη ευκαιρία τα ’παμε ένα χεράκι»·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. τα δάχτυλά μου μύρισα; λ. δάχτυλο·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. φρ. κοντά τα χέρια σου(!)·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. φρ. πιάνει το χέρι του·
- τα χρυσά χέρια, λέγεται για άτομο, ιδίως για χειρούργο, που είναι πολύ επιδέξιος στα χέρια και, κατ’ επέκταση, πολύ ικανός σε αυτό που κάνει με αυτά: «αφήνω χωρίς φόβο τη ζωή μου στα χρυσά χέρια αυτού του γιατρού»·
- την έχω πατημένη από χέρι, βλ. συνηθέστ. είμαι χαμένος από χέρι·
- της βάζω χέρι, χαϊδεύω ερωτικά μια γυναίκα: «τον είδα να ’χει στριμώξει την γκόμενά του στη γωνία και να της βάζει χέρι»·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά στο χέρι ή της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της περνώ δεύτερο χέρι, μετά από μικρή ανάπαυλα, επιβάλλω πάλι τη σεξουαλική πράξη στην ίδια γυναίκα: «μετά το τσιγάρο που έκανα, της πέρασα δεύτερο χέρι για να με θυμάται». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- της περνώ ένα χέρι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της πέρασα ένα χέρι»·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. της τα φέρνω όλα στο χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν την αφήνω να κάνει τίποτα, την περιποιούμαι, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες της, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που της τα φέρνει όλα στο χέρι»·
- το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, το δεξί χέρι στην περίπτωση που είμαστε δεξιόχειρες ή το αριστερό χέρι στην περίπτωση που είμαστε αριστερόχειρες: «για χειραψία δίνει πάντα το καλό το χέρι || υπογράφει πάντα με το καλό χέρι»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί οποιονδήποτε παρανομεί, όσο υψηλά και αν ίσταται: «μπορεί να είναι μεγάλο όνομα, αλλά κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το μακρύ χέρι του νόμου»·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), η αμοιβαία συνδρομή, η αλληλοβοήθεια οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα: «είστε δυο αδέρφια και πρέπει να ’στε αγαπημένα, γιατί το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο)»·
- το τελευταίο χέρι, ο τελευταίος από αυτούς που διαδοχικά διακινούν κάποιο εμπόρευμα ή ναρκωτικό: «δεν ξέρω πόσα χέρια άλλαξε, αλλά ο τάδε ήταν το τελευταίο χέρι»· βλ. και φρ. περνώ το τελευταίο χέρι·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), (για γνώσεις, επαγγέλματα ή τέχνες) βλ. συνηθέστ. το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), λ. δάχτυλο·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, δηλώνει τη μεγάλη επίδραση που ασκεί η μητέρα πάνω στα παιδιά της: «βέβαια κι εσύ ως πατέρας έχεις συμβάλει στο μεγάλωμα των παιδιών σου, αλλά το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει»·
- το χέρι της καρδιάς, το χέρι το οποίο βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς, το αριστερό χέρι: «του ’δωσα το χέρι της καρδιάς, γιατί με το δεξί κρατούσα ένα δέμα»· βλ. και φρ. με το χέρι της καρδιάς·
- το χέρι της μοίρας, η μοίρα: «τα πάντα στη ζωή μας εξαρτιόνται απ’ το χέρι της μοίρας»·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- το χέρι του Θεού, α. ο Θεός: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το χέρι του Θεού». β. (για ποδόσφαιρο) χαρακτηρισμός του Αργεντινού ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα ο οποίος στο Μουντιάλ ποδοσφαίρου που έγινε το 1986 στο Μεξικό, πέτυχε γκολ σε βάρος της Αγγλίας χρησιμοποιώντας πονηρά με το χέρι του: «αν δεν υπήρχε το χέρι του Θεού, η Αργεντινή θα έχανε τον αγώνα απ’ την Αγγλία»·
- το χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί αυτόν που παρανομεί: «κανένας παράνομος δε γλιτώνει απ’ το χέρι του νόμου»·
- τον βάζω στο χέρι, α. τον κάνω όργανό μου: «σου τάζει χίλια δυο πράγματα, μέχρι να σε βάλει στο χέρι, κι ύστερα σε κάνει ό,τι θέλει». β. πετυχαίνω να του πάρω χρήματα με σκοπό να μην του τα επιστρέψω, τον εξαπατώ: «ο σκοπός ήταν να του πάρω τα λεφτά και τώρα που τον έβαλα στο χέρι, άσ’ τον να κουρεύεται»·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- τον έχω στο χέρι, α. τον έχω υποχείριό μου: «αυτός θα μας ψηφίσει σίγουρα, γιατί τον έχω στο χέρι». β. έχω στοιχεία εναντίον του: «δεν μπορεί να πει τίποτα για μένα, γιατί τον έχω στο χέρι». γ. σε μια δοσοληψία έχω πάρει περισσότερα χρήματα από αυτά που του έχω δώσει: «δε με νοιάζει αν θέλει να χαλάσει τη συνεργασία μας, γιατί τον έχω στο χέρι»·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. φρ. είναι του χεριού μου·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, τον νικώ με μεγάλη άνεση, με μεγάλη ευκολία: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι»·
- τον κρατώ στο χέρι, έχω στοιχεία εναντίον του: «το ’χω σίγουρο πως δε θα με καρφώσει, γιατί τον κρατώ στο χέρι»·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτόν, τον ξεγελώ όποια ώρα θέλω: «μπορώ όποια ώρα θέλω να του φάω τα λεφτά του, γιατί τον παίζω στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ αποδείχτηκα πως έχω βγει ξεφτέρι, κι όλους τους μάγκες του ντουνιά τους έπαιζα στο χέρι
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω χέρι, τον επιπλήττω, τον μαλώνω αυστηρά: «μόλις γύρισε ο πατέρας του στο σπίτι, του ’βαλε χέρι, γιατί έμαθε πως έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο»·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- του κόβω τα χέρια, παρεμβάλλω σοβαρά εμπόδια, με σκοπό να αναστείλω κάποια εξέλιξή του: «δεν του ’δωσα μια εγγυητική επιστολή που ήθελε για να αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο, και του ’κοψα τα χέρια»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του σφίγγω το χέρι, α. τον χαιρετώ εγκάρδια: «πολύ μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος και, κάθε φορά που τον συναντώ, του σφίγγω το χέρι». β. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την υπεροχή του σε κάτι: «σε θέματα οικονομίας, του σφίγγω το χέρι»·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. του τα φέρνω όλα στα χέρια·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα, τον κατσάδιασα: «μόλις τον συνάντησα, του τα ’πα ένα χεράκι, γιατί δεν ανέχομαι άλλο να με κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη μου»·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες του, είτε γιατί ξέρω πως είναι μεγάλος τεμπέλης είτε γιατί τον έχω κακομαθημένο είτε γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ: «του ’χω μεγάλη αδυναμία αυτού του παιδιού και του τα φέρνω όλα στα χέρια»·
- του τα ’ψαλλα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι ο πατέρας του του τα ’ψαλλε ένα χεράκι, γιατί έμαθε πως είχε κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ, Λευτέρη Λευτεράκη, θα ’ρθω να σου τα ψάλλω ένα χεράκι
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού είπε αυτά τα πράγματα για σένα, του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο»·
- τους φέρνω στα χέρια, γίνομαι αιτία να μαλώσουν, να συμπλακούν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «το ’χει χούι να διαβάλλει τους ανθρώπους, για να τους φέρνει στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), αποσύρομαι από κάπου: «εγώ τραβώ τα χέρια μου απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται ύποπτη»·
- τρίβω τα χέρια μου, αισθάνομαι τόσο μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση, που δεν μπορώ να την κρύψω: «δεν τον χωνεύει καθόλου και, κάθε φορά που τον κατσαδιάζει ο διευθυντής του, αυτός τρίβει τα χέρια του || μόλις τον πληροφόρησαν πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να τρίβει τα χέρια του»·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο, αλλά, όταν μ’ έπιασε στα χέρια του, έφαγα ένα χέρι ξύλο»·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια·
- υψώνω τα χέρια στο Θεό, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για κάτι: «δυστυχώς, μόνο όταν έχουμε ανάγκη υψώνουμε τα χέρια στο Θεό»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. συνηθέστ. υψώνω τα χέρια στο Θεό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), γίνομαι αιτία να συμπλακούν, να μαλώσουν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «είναι τόσο ναζιάρα γυναίκα, που, όπου και να πάει, φέρνει στα χέρια τους άντρες». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες (Λαϊκό τραγούδι)· 
- φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση ή σεβασμό στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «δεν είναι μόνο σεβάσμιος αλλά σωστός κι ακριβοδίκαιος, γι’ αυτό και του φιλώ το χέρι»· βλ. και φρ. σας φιλώ το χέρι·
- φιλώ χέρια, παρακαλώ επίμονα προς όλες τις κατευθύνσεις για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός δεν υπολόγιζε κανέναν και τώρα που ξέπεσε, φιλάει χέρια για να τον βοηθήσουν»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), ενώ το θεωρώ εξασφαλισμένο, ξαφνικά  αντιλαμβάνομαι πως το έχω χάσει: «προηγουμένως άναψα με τον αναπτήρα μου και τον έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέρι με χέρι, δηλώνει άμεση ανταλλαγή ή μεταβίβαση, που γίνεται συνήθως γρήγορα και κρυφά: «ο αναπτήρας πέρασε χέρι με χέρι κι εξαφανίστηκε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ένας νέος, κομψός κι ωραίος, θα μου προσφέρει ένα τσιγάρο μυστικά, χέρι με χέρι μου το προσφέρει και το τραβούμε και οι δυο γλυκά
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, είναι εξυπνότερο να υποκύψεις σε κάποιον, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα ή την ικανότητα να τον αντιμετωπίσεις δυναμικά: «μην κάνεις το μάγκα εκεί που δε σε παίρνει κι αν είσαι έξυπνος, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το»·
- χέρι σε χέρι, βλ. συνηθέστ. από χέρι σε χέρι·
- χέρι χέρι, α. (για πρόσωπα) συντροφικά. (Τραγούδι: βήμα βήμα, χέρι χέρι, κάπου η μοίρα θα μας φέρει). (Λαϊκό τραγούδι: μια καινούρια ζωή ξαναρχίζουμε και πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε). Θυμηθείτε και το πολιτικό σλόγκαν του ΛΑΟΣ: χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη. β. πιασμένοι από τα χέρια: «τους είδα να κάνουν χέρι χέρι βόλτα στην παραλία».
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, τα πολλά χέρια είναι ευλογία, γιατί δουλεύουν, ενώ τα πολλά στόματα δημιουργούν έριδες και διχογνωμίες·
- χτυπώ τα χέρια (μου), βλ. συνηθέστ. χτυπώ παλαμάκια, λ. παλαμάκι. (Παιδικό τραγούδι: χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ,μια και είμαι εγώ παιδί, θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
- χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι, απαιτώ κάτι με έντονο τρόπο, επιμένω δυναμικά στην αξίωσή μου: «αν δε χτυπήσεις το χέρι σου στο τραπέζι, δε θα πάρεις αυτά που σου έχουν τάξει»·
- ψηλά τα χέρια! α. απειλητική προσταγή οπλοφόρου με σκοπό να ακινητοποιήσει κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στη σάλα μας, μασκέ, όλη η πόλη μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι! Ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία).β. έκφραση με την οποία μπαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα κάποιος σε ένα χώρο όπου υπάρχουν φίλοι του, με σκοπό να τους τρομάξει·
- ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια (κάποιον ή κάποιο κόμμα), ψηφίζω φανατικά κάποιον ή κάποιο κόμμα: «τα τελευταία χρόνια ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια τον τάδε υποψήφιο, γιατί βλέπω πως εργάζεται για το καλό του τόπου».

χούφτα

χούφτα κ. φούχτα, η, ουσ. [από το φούχτα (αντιμετάθ.)], η χούφτα. Υποκορ. χουφτίτσα κ. φουχτίτσα, η·
- βάζει τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, ανταμείβεται για τους κόπους του: «είναι απ’ τους λίγους εμπόρους μέσ’ στην αγορά, που μ’ ό,τι καταπιαστεί, στο τέλος βάζει τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει τη χούφτα του κάτω από τη βρύση για να πιει νερό·
- για μια χούφτα, για πολύ μικρή ποσότητα: «πούλησε ολόκληρο σπίτι για μια χούφτα ευρώ || για μια χούφτα δολάρια»·
- έφαγα με τις χούφτες (κάτι), ασχολήθηκα πολύ με κάτι, οπότε απόκτησα και μεγάλη πείρα: «εμένα πρέπει να με συμβουλεύεσαι, γιατί έφαγα με τις χούφτες τις δυσκολίες στη ζωή»·
- έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα ή έφαγε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
- η χούφτα του έχει βγάλει κάλο ή η χούφτα του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
- με τις χούφτες, σε μεγάλες ποσότητες, σε αφθονία: «κουβαλούσε με τις χούφτες όλα τα καλά του κόσμου στο σπίτι του || στα νιάτα του ξόδευε με τις χούφτες τα λεφτά του πατέρα του»·
- μια χούφτα, πολύ μικρός αριθμός: «μια χούφτα άνθρωποι, απέκρουσαν ηρωικά όλες τις επιθέσεις του εχθρού»·
- πνίγεται σε μια χούφτα νερό, βλ. λ. νερό·
- φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα ή φάγαμε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
- χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. φρ. πνίγεται σε μια χούφτα νερό.

χρονοντούλαπο

χρονοντούλαπο, το, ουσ. [<χρόνος + ντουλάπι],  δηλώνει το παρελθόν, τη λήθη: «έχει ξεθάψει απ’ το χρονοντούλαπο τα παλιά ερωτικά γράμματα και αναπολεί τα νιάτα του»·
- βάζω στο χρονοντούλαπο (κάτι) ή βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), παραμερίζω, αχρηστεύω, ξεχνώ κάτι, βάζω στο αρχείο κάτι: «ο ανακριτής έβαλε την υπόθεση στο χρονοντούλαπο || ο δημοκρατικός λαός έβαλε με την ψήφο του τη βασιλεία στο χρονοντούλαπο της ιστορίας». Υπήρξε η αγαπημένη προεκλογική φρ. του Ανδρέα Παπανδρέου·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο (κάτι) ή βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), ξαναφέρνω στην επικαιρότητα, ξαναφέρνω σε χρήση κάτι: «ο ανακριτής έβγαλε απ’ το χρονοντούλαπο την υπόθεση, γιατί παρουσιάστηκαν νέα στοιχεία || η κυβέρνηση έβγαλε απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας έναν μεταξικό νόμο περί απαλλοτριώσεων, για να περάσει το νομοσχέδιο στη Βουλή».  

χωροφύλακας

χωροφύλακας, ο, πλ. χωροφύλακες κ. χωροφυλάκοι, ουσ. [<μτγν. χωροφύλαξ], ο χωροφύλακας. (Λαϊκό τραγούδι: μπάτσοι και χωροφυλάκοι, βρε, μας ξουρίσαν το μουστάκι)· (για τάβλι) το επιπλέον πούλι που βάζει ο παίχτης πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή πάνω σε δική του πόρτα για να μπορεί να χτυπήσει νέο πούλι του αντιπάλου του χωρίς να ξεπλακώσει: «ευτυχώς που είχα χωροφύλακα και τον έπιασα χωρίς να ξεπλακώσω». Συνών. καβαλάρης (2)·
- για να μη στείλεις το χωροφύλακα, έκφραση αστεϊσμού με την οποία επιστρέφουμε στην ημερομηνία που έχουμε συμφωνήσει ή και νωρίτερα από αυτή τα δανεικά χρήματα τα οποία έχουμε πάρει από κάποιον·
- δε θέλω χωροφύλακα ή δε θέλουμε χωροφύλακα, βλ. φρ. χωροφύλακα σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε χωροφύλακα ή δε σε βάλανε χωροφύλακα, βλ. φρ. χωροφύλακα σε βάλαμε(;)·
- δε χρειαζόμαστε χωροφύλακα, ειρωνική έκφραση σε κάποιον που θέλουμε να απαλλαγούμε από τον αδικαιολόγητο έλεγχό του για το πώς κινούμαστε ή πράττουμε: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνω, γιατί δε χρειαζόμαστε χωροφύλακα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- είναι και με το ληστή και με το χωροφύλακα, βλ. φρ. είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ·
- είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ, ειρωνική έκφραση σε άτομο που δεν εκφέρει καθαρά τη γνώμη του, που επιχειρεί μια μεσοβέζικη τοποθέτηση σε κάποιο θέμα ώστε να μην εκτεθεί ή και να ωφεληθεί: «για να μη χαλάσει το χατίρι κανενός, επειδή είναι φίλοι του είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ»·
- είναι και ολίγον χωροφύλαξ και ολίγον αστυφύλαξ, βλ. φρ. είναι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ·
- κάνω το χωροφύλακα, επιτηρώ κάποιον αυστηρά για να μην παρεκτραπεί ή για να δω αν τηρεί ορισμένους κανόνες: «θέλω να είσαι εντάξει εκεί που θα πας, γιατί δε θέλω σε σένα να κάνω το χωροφύλακα»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- τι φοβάσαι, μη στείλω το χωροφύλακα; έκφραση αστεϊσμού που απευθύνουμε στο άτομο που μας επιστρέφει στη συμφωνημένη ημερομηνία ή και νωρίτερα από αυτή τα χρήματα που του δανείσαμε·  
- χωροφύλακα σε βάλαμε; ή χωροφύλακα σε βάλανε; λέγεται επιθετικά σε άτομο που σε μια διαφορά ή σε έναν διαπληκτισμό μας με κάποιον, παίρνει απρόσκλητος το μέρος του ενός ή του άλλου ή εκφέρει τη γνώμη του για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο: «εγώ έχω την εντύπωση πως έχεις άδικο  -Εσένα τι σ’ ενδιαφέρει, χωροφύλακα σε βάλαμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ γιατί χώνεσαι ή το εσύ τι χώνεσαι. Συνών. δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; / καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; / κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; / κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; / κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε; / ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε;

ψαχνό

ψαχνό, το, ουσ. [<μσν.  ψαχνόν <μτγν. επίθ. ψαχνός], το ψαχνό. 1. το βασικότερο, το σημαντικότερο, το ουσιαστικότερο, το επίμαχο σημείο μιας υπόθεσης: «μας είπε μέχρι τώρα χίλια δυο, αλλά για το ψαχνό κουβέντα». Συνών. ψητό. 2. στον πλ. τα ψαχνά, το τμήμα της κοιλιάς κάτω από τον αφαλό, το υπογάστριο ή τα πισινά, ο κώλος: «έφαγε μια κλοτσιά στα ψαχνά». Συνών. τα μαλακά (2). 3. χαρακτηρίζει κείμενο που δεν περιέχει μαθηματικούς τύπους ή διάφορες υποσημειώσεις: «πόσο θα μου στοιχίσει αν σου δώσω να μου γράψεις εκατό σελίδες ψαχνό κείμενο;»·
- βαράω στο ψαχνό, βλ. φρ. ρίχνω στο ψαχνό·
- βουρ στο ψαχνό! βλ. λ.βουρ(!)·
- δε βάζει ψαχνό απάνω του, βλ. συνηθέστ. δε βάζει κρέας απάνω του, λ. κρέας·
- έλα στο ψαχνό, βλ. συνηθέστ. έλα στο ψητό, λ. ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο ψαχνό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο ψαχνό, βλ. λ. νους·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πυροβολώ στο ψαχνό, βλ. φρ. ρίχνω στο ψαχνό·
- ρίχνω στο ψαχνό, πυροβολώ, ιδίως εναντίον πολλών ανθρώπων, με την πρόθεση να σκοτώσω: «όταν οι αστυνομικοί άρχισαν να ρίχνουν στο ψαχνό, οι διαδηλωτές σκορπίστηκαν στους γύρω δρόμους»·
- χτυπώ στο ψαχνό, βλ. φρ. ρίχνω στο ψαχνό.

ψειρού

ψειρού, η, ουσ. [<ψείρα + κατάλ. -ού], (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «είναι πέντε χρόνια στην ψειρού και πρέπει να καθίσει άλλα τόσα». Από το ότι στη φυλακή κολλάει κανείς ψείρες. Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη·
- μπαίνω στην ψειρού, φυλακίζομαι: «είναι η δεύτερη φορά που μπαίνει στην ψειρού». (Λαϊκό τραγούδι: ξηγιόμαστε στα κουτουρού, μέχρι να μπούμε στην ψειρού
- τον βάζω στην ψειρού, βλ. φρ. τον ρίχνω στην ψειρού·
- τον ρίχνω στην ψειρού, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση τον έριξαν στην ψειρού».

ψυγείο

ψυγείο, το, ουσ. [<μτγν. ψυγεῖον], το ψυγείο. 1. κλειστός χώρος όπου επικρατεί υπερβολικό κρύο: «δεν είχαν ανάψει τα καλοριφέρ και το δωμάτιο ήταν σκέτο ψυγείο». 2. άντρας, ιδίως γυναίκα, πολύ ψυχρός στον έρωτα: «είναι όμορφη, δε λέω, αλλά στο κρεβάτι είναι ψυγείο». Συνών. παγωνιέρα (2). Αντίθ. σόμπα·
- βάζω στο ψυγείο (κάποιο θέμα ή κάποια υπόθεση), παύω να προωθώ, παγώνω ένα θέμα ή μια υπόθεση: «ήρθε εντολή από υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, να βάλω στο ψυγείο την υπόθεση με τις παράνομες προμήθειες»· βλ. και φρ. βάζω στον πάγο, λ. πάγος·
- ψυγεία πουλάω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «μήπως ξέρεις εσύ τίποτα για την υπόθεση; -Εγώ δεν ξέρω, ψυγεία πουλάω || μήπως μπορείς να μας πεις ποιος φταίει; -Κανονίστε τα, εγώ ψυγεία πουλάω». Συνώνυμα: δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από χωριό / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά.

ψωμί

ψωμί, το, ουσ. [<μτγν. ψωμίν <ψωμίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψωμός (= μπουκιά)], το ψωμί. Υποκορ. ψωμάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψωμάρα, η (βλ. λ.). Τέλος, οι παλαιότεροι το είχαν ως αμαρτία, ως γρουσουζιά, αν έβλεπαν ψωμί με την επίπεδη επιφάνειά του στραμμένη ψηλά, γιατί θεωρούσαν πως αυτοί που το είχαν, μούντζωναν το Θεό. (Ακολουθούν 76 φρ.)·
- απλώνεται σαν βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- βγάζω το ψωμί μου, βλ. φρ. βγαίνει το ψωμί. (Λαϊκό τραγούδι: μέρα νύχτα εγώ δουλεύω για να βγάλω το ψωμί μου,για να ζήσω τα παιδιά μου μέσ’ σε τούτη τη ζωή)·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, κερδίζω τα προς το ζην με αφάνταστες θυσίες, ταλαιπωρίες και κόπους: «από μικρό παιδί στη φτώχεια, έμαθα να βγάζω το ψωμί μου με ιδρώτα και αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχέ πατέρα, τι τραβάς και πώς κρατιέσαι ακόμα, στον κόσμο αυτόν που κυβερνά το μίσος και το ψέμα, πικρό το βγάζεις το ψωμί με ίδρωτα και αίμα
- βγαίνει το ψωμί, κερδίζω τα απαραίτητα για τη ζωή μου: «μπορεί να μην είμαι πλούσιος, αλλά, απ’ τη στιγμή που βγαίνει το ψωμί, είμαι ευχαριστημένος». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- για ένα καρβέλι ψωμί, βλ. λ. καρβέλι·
- για ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- για μια μπουκιά ψωμί, βλ. λ. μπουκιά·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, βλ. λ. χέρι·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, βλ. λ. χέρι·
- δεν έφαγα γλυκό ψωμί ή δε φάγαμε γλυκό ψωμί, κέρδιζα πάντοτε τα απαραίτητα προς το ζην με πολλές πίκρες και στενοχώριες: «είμαι πολύ κουρασμένος κι απελπισμένος, γιατί μέχρι τώρα δεν έφαγα γλυκό ψωμί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. φρ. δεν έχει να φάει·
- δεν έχει ψωμί να φάει, βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης φτώχειας, είναι πάμφτωχος, λιμοκτονεί: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει ψωμί να φάει». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκίνησα μια Κυριακή, στον Πειραιά τραβάω, ούτε τσιγάρο είχα ’γω, ούτε ψωμί να φάω
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- είναι λίγα τα ψωμιά του ή λίγα είναι τα ψωμιά του, βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, όπου να ’ναι θα πεθάνει: «ο παππούς μας είναι πολύ άρρωστος, κι απ’ ό,τι φαίνεται είναι λίγα τα ψωμιά του»· βλ. και φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- είναι μετρημένα τα ψωμιά του ή μετρημένα είναι τα ψωμιά του, βλ. φρ. είναι λίγα τα ψωμιά του·
- είναι το ψωμί μου, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, μου είναι πάρα πολύ εύκολο να το κάνω, γιατί το κατέχω απόλυτα: «αυτό που για σένα είναι τόσο δύσκολο να κάνεις, για μένα είναι το ψωμί μου, γιατί έχω ασχοληθεί άπειρες φορές με παρόμοια πράγματα»·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, δηλώνει την ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων στην κατανομή των υλικών αγαθών, αυτοί που έχουν πραγματική ανάγκη από κάποιο υλικό αγαθό το στερούνται, ενώ, άλλοι, αν και κατώτεροι, που δεν τους είναι και τόσο απαραίτητο το έχουν άφθονο: «εγώ που σπούδασα ζω φτωχικά κι αυτός, μπιτ αγράμματος, έχει όλα τα καλά του κόσμου, αλλά έτσι είναι στη ζωή· εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα»·
- έφαγε τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- έχασα το ψωμί μου, απολύθηκα από την εργασία μου, έχασα τη δουλειά μου: «λόγω περικοπής δαπανών, προχώρησε η διεύθυνση σε απολύσεις κι έχασα το ψωμί μου, μαζί με δέκα άλλους εργάτες»·  
- έχει πολύ ψωμί, παρουσιάζει κάτι, ιδίως δουλειά, εργασία, μεγάλο ενδιαφέρον από άποψη ωφέλειας ή κέρδους: «σκέφτηκα να κάνω μια δουλειά, που έχει πολύ ψωμί»·
- έχει πολύ ψωμί η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, πρέπει να περάσει ακόμα πολύ καιρός, πρέπει να εργαστώ ακόμα πολύ, για να τελειώσω αυτό που έχω αναλάβει, ή για να φτάσω σε αξία κάποιον που είναι πιο άξιος από εμένα: «η δουλειά προχωράει κανονικά, αλλά, για να την τελειώσω, έχω να φάω ακόμα ψωμιά || είμαι κι εγώ γιατρός, αλλά, για να φτάσω τον τάδε, έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα»· 
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, θα ζήσουμε σε υπερβολική φτώχεια: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, σε λίγο καιρό θα πούμε το ψωμί ψωμάκι». Πρβλ.: κι αν πεις και για την αγορά που μαύρη τηνε λένε, όλου του κόσμου τα παιδιά μάνα ψωμάκι λένε (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, θα αργήσει πολύ ακόμα, για να πετύχει κάτι, γιατί πρέπει να κάνει ή να μάθει ακόμα πολλά: «πες του πως θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να στήσει μια τέτοια επιχείρηση». Συνών. θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να(…)·
- …και ξερό ψωμί, έκφραση με την οποία θέλει να τονίσει κανείς τη φανατική προσήλωσή του σε κάποιον ή σε κάτι, ιδίως για αθλητική ομάδα. Πρωτακούστηκε ως σύνθημα από τους οπαδούς της ποδοσφαιρικής ομάδας του ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης: «ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί»·
- κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως είμαστε αποφασισμένοι να δεχτούμε κάθε φτώχεια, κάθε ταλαιπωρία προκειμένου να…: «κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι για να προκόψει το παιδί μου». (Λαϊκό τραγούδι: δολάρια δε θέλω, πώς να σου το πω; κάλλιο ψωμί, κρεμμύδι κι αυτόνε π’ αγαπώ
- καν ψωμί δεν είχαμε, και πούτσα μέχρι το γόνα, βλ. λ. πούτσα·
- κερδίζω το ψωμί μου, βλ. φρ. βγάζω το ψωμί μου·
- λέει το ψωμί ψωμάκι, είναι υπερβολικά φτωχός, είναι πάμφτωχος: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά, απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του στα χαρτιά, λέει το ψωμί ψωμάκι». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα μου φοράει τσεμπέρι σαν τις μανάδες τις παλιές. Παίρνει την Παναγι’ απ’ το χέρι και τρέχουμε στις γειτονιές και σμίγουνε με τον κοσμάκη που λέει το ψωμί-ψωμάκι
- μου δίνει και τρώω ψωμί ή μου δίνει ψωμί και τρώω, τρέφομαι από αυτόν, κερδίζω τα χρήματα προς το ζην δουλεύοντας στη δουλειά του, στην επιχείρησή του: «αυτόν τον άνθρωπο τον τιμώ και τον εκτιμώ, γιατί μου δίνει και τρώω ψωμί»·  
- μου κόβει το ψωμί (μου), γίνεται με κάποιο τρόπο εμπόδιο στη δουλειά μου: «στέλνει κάθε τόσο μικροπωλητές να στέκονται μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού μου και μου κόβει το ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα εδώ σύρμα εκεί μου σπάει τη χολή μου, ζημιά μου κάνει στη δουλειά, μου κόβει το ψωμί μου)· 
- μου παίρνει το ψωμί (μου), βλ. φρ. μου τρώει το ψωμί (μου)·
- μου πέταξε ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- μου τρώει το ψωμί (μου), με νόμιμα, παράνομα ή αθέμιτα μέσα, μου αποσπά σοβαρά κέρδη από τη δουλειά μου, ή μου στερεί τους πόρους ζωής για προσωπικό του όφελος: «μου τρώει το ψωμί, γιατί ασχολείται με βιομηχανικές προδιαγραφές με το αντικείμενο που ασχολούμαι εγώ βιοτεχνικά || κάνει διάφορες κομπίνες με διάφορους προμηθευτές μου και μου τρώει το ψωμί»·
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, λέγεται στην περίπτωση που ύστερα από μεγάλη περίοδο οικονομικών δοκιμασιών και δυσκολιών τα πράγματα εξομαλύνονται και αρχίζουν να μας έρχονται ευνοϊκά: «επιτέλους άνοιξαν οι δουλειές, να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ξερό ψωμί, που τρώγεται χωρίς άλλο προσφάγι, σκέτο ψωμί: «δεν είχε τίποτε άλλο μαζί του κι έφαγε μόνο ξερό ψωμί»·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, βλ. λ. λόγος·
- όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- περνώ με ψωμί κι ελιά ή περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. φρ. την περνώ με ψωμί κι ελιά ή την περνώ με ψωμί κι ελιές·
- πετώ (σε κάποιον κάτι) όπως πετάνε στο σκύλο το ψωμί, βλ. λ. σκύλος·
- πλάθω ψωμί, ζυμώνω: «η μητέρα πλάθει ψωμί για το σπίτι»·
- πουλιέται σαν ψωμί, βλ. φρ. φεύγει σαν ψωμί· 
- στο ψωμί που τρώω! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «στο ψωμί που τρώω, ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα!»·
- στου σκύλου το προσκέφαλο, ψωμί δεν ξημερώνει, βλ. λ. σκύλος·
- σώθηκαν τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- τα ’φαγε τα ψωμιά του, α. βρίσκεται στα τελευταία του, όπου να ’ναι πεθαίνει: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο παππούς τα ’φαγε τα ψωμιά του». β. (για μηχανήματα, ιδίως για αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες), λόγω της πολλής χρήσης του (της) αχρηστεύτηκε ή θα αχρηστευτεί σε λίγο, οπότε πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία: «το ’χω τριάντα χρόνια αυτό τ’ αυτοκίνητο και δικαιολογημένα τα ’φαγε τα ψωμιά του»·
- τέλειωσαν τα ψωμιά του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα ψωμιά του·
- τη βγάζω με ψωμί κι ελιά ή τη βγάζω με ψωμί κι ελιές, περνώ, ζω πολύ φτωχικά: «τον τελευταίο καιρό δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές και τη βγάζω με ψωμί κι ελιά». Πρβλ. λιαζόταν ξάπλα στην πλατεία κι είχε κρεβάτι μια σπηλιά, ήταν γι’ αυτόν η ευτυχία λίγο ψωμί και μια ελιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- την περνώ με ψωμί κι ελιά ή την περνώ με ψωμί κι ελιές, βλ. φρ. τη βγάζω με ψωμί κι ελιά·
- του ’φαγε το ψωμί, με νόμιμα, παράνομα ή αθέμιτα μέσα, του απέσπασε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, ή του στέρησε τους πόρους ζωής για προσωπικό του όφελος: «δίπλα απ’ το μπακάλικό του άνοιξε κάποιος ένα σούπερ μάρκετ και του ’φαγε το ψωμί || τα ’κανε πλακάκια ο ανταγωνιστής του με τον υπεύθυνο των προμηθειών και του ’φαγε το ψωμί»·
- τρέχω για το ψωμί, αγωνίζομαι για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «κουράστηκα να τρέχω για το ψωμί απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- τρώει το ψωμί χαράμι, δεν είναι άξιος για τίποτα, είναι εντελώς ανίκανος, εντελώς άχρηστος: «μην του αναθέσεις τίποτα, γιατί τρώει το ψωμί χαράμι»·
- τρώω βρόμικο ψωμί, κερδίζω τα απολύτως αναγκαία προς το ζην με πολύ αγώνα και κόπο: «κουράστηκα να τρώω μια ζωή βρόμικο ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε, τρώνε βρώμικο ψωμί, έλεγε ο Μπάτης μια Κυριακή
- τρώω γλυκό ψωμί, κερδίζω τα προς το ζην χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «απ’ τη μέρα που βολεύτηκα στο δημόσιο, τρώω γλυκό ψωμί»·
- τρώω με πόνο το ψωμί μου, κερδίζω τα προς το ζην με μεγάλο κόπο: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη ζωή, τρώω με πόνο το ψωμί μου». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί, πατέρα, γιατί, πατέρα, είσαι θλιμμένος και σκεφτικός, ποια μαύρη σκέψη σε βασανίζει και το ψωμί σου με πόνο τρως
- τρώω πικρό ψωμί, κερδίζω τα προς το ζην με πολύ κόπο και αγώνα: «απ’ τον καιρό που βγήκα στην ζωή, τρώω πικρό ψωμί». Πρβλ.: αυτές γλυκαίνουν το πικρό μας το ψωμί και το φτωχόσπιτό μας φαίνεται παλάτι (Τραγούδι)·
- τρώω ψωμί κι ελιά ή τρώω ψωμί κι ελιές, βλ. συνηθέστ. τη βγάζω με ψωμί κι ελιά·
- τρώω το ψωμί του, βλ. φρ. μου δίνει και τρώω ψωμί·  
- φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, περάσαμε μαζί τα πάνδεινα, μας συνδέουν παλιοί και στενοί δεσμοί: «με τον παππού σου ήρθαμε απ’ τη Μικρασία με την Καταστροφή και φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, μέχρι να ορθοποδήσουμε»·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιά ή φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιές, βλ. συνηθέστ. φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι·
- φεύγει σαν ψωμί, α. (για προϊόντα) πουλιέται με μεγάλη ευκολία, έχει μεγάλη ζήτηση: «έριξε ένα νέο προϊόν στην αγορά, που φεύγει σαν ψωμί». β. (για δουλειές) εξελίσσεται χωρίς καμιά δυσκολία, πανεύκολα: «έχει βάλει το καπέλο του στραβά, γιατί η δουλειά που ανέλαβε φεύγει σαν ψωμί». Από το ότι το ψωμί ως βασική τροφή του ανθρώπου, καταναλώνεται καθημερινά με μεγάλη ευκολία. Συνών. φεύγει σαν σπόρια / φεύγει σαν στραγάλια / φεύγει σαν φιστίκια·
- χαράμι το ψωμί που τρώει, βλ. λ. τρώει το ψωμί χαράμι·
- χάσικο ψωμί, βλ. λ. χάσικος·
- χορταίνω ψωμί, ζω άνετα από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «απ’ τη μέρα που μπήκα στο δημόσιο χορταίνω ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: πού είναι η προκοπή που έχω μες τη μαύρη μου ζωή; Κι αν δουλεύω σαν το σκλάβο δε χορταίνω το ψωμί
- χωριάτικο ψωμί, το καλοζυμωμένο, που είναι σφιχτό και με σκληρή κόρα: «στο σπίτι μας αγοράζουμε χωριάτικο ψωμί που είναι καμωμένο από αγνά υλικά, γιατί το δήθεν πολυτελείας γίνεται σαν λάστιχο, όταν πας να το κόψεις»·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι, για να πετύχει κανείς στο σκοπό του απαιτούνται τα κατάλληλη, τα απαραίτητα μέσα: «πώς πας ν’ αρχίσεις δουλειά χωρίς να έχεις λεφτά! Δεν έχεις μάθει φαίνεται πως ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι»·  
- ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί· 
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, λέγεται ειρωνικά για κείνους, που ενώ στερούνται τα απολύτως αναγκαία, επιζητούν τα περιττά.
- ψωμί και τυρί, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου με το τι(;)· βλ. και λ. τυρί·
- ψωμί κι ελιά, δηλώνει πολύ φτωχική ζωή: «όσοι μεγάλωσαν με ψωμί κι ελιά ξέρουν τι πάει να πει δύσκολη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρα απόφαση ν’ αράξω στη στεριά, καλύτερα ψωμί κι ελιά και μες στην αγκαλιά σου παρά του κόσμου τα καλά και να ’μαι μακριά σου
- ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά, βλ. λ. βασιλιάς·
- ψωμί, παιδεία, ελευθερία, το ιστορικό φοιτητικό σύνθημα κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου·
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.