Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αυτός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αυτός, -ή, -ό, αντων. προς., δεικτ. και οριστ. γεν. αυτουνού, αυτηνής, γεν. πλ. αυτωνών, αιτιατ. αυτουνούς [<αρχ. αὐτός], αυτός. (Λαϊκό τραγούδι: παίζει το χαβά του μ’ ένα ντέφι, όταν αυτουνού του κάνει κέφι).1. λέγεται αντί ονόματος που έχουμε λησμονήσει ή που δε θέλουμε να το πούμε για να μην καταλάβουν οι άλλοι για ποιον πρόκειται: «ήρθε πάλι αυτός και σ’ έψαχνε, κατάλαβες εσύ τώρα για ποιον σου λέω». Πολλές φορές, λέγεται με παράλληλο κλείσιμο του ματιού και για να είμαστε σίγουροι πως ο συνομιλητής μας θα καταλάβει για ποιον ακριβώς του λέμε, κάνουμε και ενδεικτική χειρονομία με κάποιο φυσικό γνώρισμα του ατόμου στο οποίο αναφερόμαστε. Αν π.χ. έχει μεγάλη μύτη, σέρνουμε τα δάχτυλά μας πάνω στη μύτη μας υπονοώντας το μέγεθος, αν έχει μεγάλα αφτιά, σπρώχνουμε προς τα έξω με τις παλάμες μας τα αφτιά μας κ.λπ. 2α. το αρσ. ως ουσ. ο αυτός, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, της κ.λπ. ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «πέρασε η τάδε με τον αυτό της». β. ο κώλος: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας κλοτσιά στον αυτό σου». 3. το θηλ. ως ουσ. η αυτή, συνοδευόμενο από την κτητ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.  η ερωμένη, η γκόμενα: «πέρασε ο τάδε με την αυτή του». Είναι και φορές που ακούγεται: «πέρασε ο αυτός με την αυτή του». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα αυτά (βλ. λ.). 5. σε κλητ. αυτέ, λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά του: «αυτέ, που βρίσκεται η τάδε διεύθυνση;». 6α. ως επιφών. αμηχανίας αυτά! όταν πάψει πια η κουβέντα να έχει ενδιαφέρον ή όταν η κουβέντα δε λέει να εξελιχθεί προς τον επιθυμητό στόχο. (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή περνά) β. εκφράζει δυσαρέσκεια από τη συνεχιζόμενη επίσκεψη κάποιου, με την πρόθεση να του δώσουμε να καταλάβει ότι πέρασε η ώρα. (Ακολουθούν 286 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. λ.άλλος·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός  πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. λ. άλλος·
- αλλού αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. λ. αλλού·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- αμάν αυτό το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, βλ. λ. νόμος·
- απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, βλ. λ. περιμένω·
- άρον άρον, σταύρωσον αυτόν, βλ. λ. σταυρώνω·
- άσ’ αυτά του κώλου! βλ. λ. κώλος·
- άσ’ τ’ αυτά, μη μου δικαιολογείσαι, μη προσπαθείς να δικαιολογηθείς: «άργησα να έρθω, γιατί είχε πολύ κίνηση στο δρόμο. -Άσ’ τ’ αυτά»·
- άσ’ τον αυτόν, (υποτιμητικά) αγνόησέ τον, μην τον υπολογίζεις: «στην περίπτωση που θα χρειαστούμε βοήθεια, θα μπορέσουμε ν’ αποταθούμε στον τάδε. -Άσ’ τον αυτόν, γιατί είναι βουτηγμένος στα χρέη»·
- άσε αυτά που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- άσχετα μ’ αυτό, βλ. λ. άσχετος·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. λ. έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. λ. ταινία·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! βλ. λ. σινεμάς·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. λ. κινηματογράφος·
- αυτά δεν περνάνε σε μας ή αυτά δε περνάνε σε μένα ή αυτά σε μας δεν περνάνε ή αυτά σε μένα δεν περνάνε, λέγεται με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως προσπαθεί να μας εξαπατήσει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις τώρα εκατό χιλιάρικα, θα σου δώσω αύριο εκατόν πενήντα. -Αυτά δεν περνάνε σε μας»· έκφραση με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μα ς επιβληθεί και έχει την έννοια πως δεν το φοβόμαστε: «μη μου βάζεις τις φωνές, γιατί αυτά σε μας δεν περνάνε». Συνήθως της φρ. προτάσσεται ειρωνικά το άσε. (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα δεν περνούν αυτά και κρύψε το σπαθί σου, γιατί μαστούρης θα γινώ και θα ’ρθω στο τσαρδί σου). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτά δεν πιάνουν σε μας ή αυτά δεν πιάνουν σε μένα, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- αυτά είναι λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά είναι παλιά κουλούρια, βλ. λ. κουλούρι·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά έχει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αυτά λοιπόν, καταληκτική φρ. με την οποία ανακεφαλαιώνουμε όλα όσα είπαμε ή διηγηθήκαμε προηγουμένως. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας
- αυτά να σου λείπουν! βλ. φρ. να σου λείπουν αυτά(!)·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- ατά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις τον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που λες! καταληκτική έκφραση ύστερα από διήγηση διάφορων γεγονότων και που έχει και μια διάθεση κρίσης·
- αυτά που ξέρεις (που ήξερες) να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- αυτά τ’ ακούω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- αυτή είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, βλ. λ. στάνη·
- αυτή (αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- αυτή κι αν δεν είναι μπόμπα! ή αυτή κι αν είναι μπόμπα! βλ. λ. μπόμπα·
- αυτή τη δόση, βλ. λ. δόση·
- αυτό δεν πληρώνεται, είναι ανώτερο κάθε ανταπόδοσης: «αυτό που μου ’κανες, δεν πληρώνεται όσο και να προσπαθήσω», δηλ. δεν ξεπληρώνεται·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, δεν έχει σχέση με αυτό που κουβεντιάζεται αυτή τη στιγμή, είναι διαφορετικό: «πρόσεχε τι λες, γιατί αυτό είν’ άλλο απ’ αυτό που είπα»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ όλο! περίμενα κάτι περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είν’ όλο, μόνο αυτό και τίποτα περισσότερο ή δυσκολότερο·
- αυτό είναι, α. έκφραση επιδοκιμασίας για την πράξη ή τα λόγια κάποιου: «μόλις τον δω θα τον σπάσω στο ξύλο. -Αυτό είναι». β. δηλώνει και έμφαση για την εμπνευσμένη λύση που δίνουμε ή δίνει κάποιος σε κάποια δυσκολία, σε κάποιο πρόβλημα, ιδίως κατασκευαστικό· 
- αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα, είναι πρωτάκουστο: «χωρίς να τον γνωρίζεις του ζήτησες ένα εκατομμύριο! Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα»· βλ. και λ. άγραφος·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- αυτό είναι για το κούφιο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- αυτό είναι δική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι δική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι δικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι δικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι δικό μου καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι δικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι κι άλλο δεν είναι, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι τελειότατο: «τέτοιο αυτοκίνητο μάλιστα. Αυτό είναι κι άλλο δεν είναι». β. έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή τη χρησιμότητα κάποιου πράγματος. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτό είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- αυτό είναι προσωπικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- αυτό είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- αυτό είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- αυτό είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτό είναι το ευχαριστώ, δηλώνει την αποδοκιμασία μας για την αγνώμονα στάση κάποιου απέναντί μας: «κάθε φορά που είχε ανάγκη τον βοηθούσα κι αυτός πήγε και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον μου. Αυτό είναι το ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για σένα έμεινα γυμνός και πεινασμένος, μα συ με πούλησες κι αυτό ήταν το φχαριστώ).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το φίλε μου ή το δικέ μου· βλ. και φρ. για το ευχαριστώ, λ. ευχαριστώ·
- αυτό είναι το λιγότερο, βλ. λ. λίγος·
- αυτό είναι το φαΐ μου, βλ. λ. φαΐ·
- αυτό θα πει ατυχία, βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη, βλ. λ. τύχη·
- αυτό θα το δούμε, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως τα πράγματα δε θα γίνουν έτσι όπως θέλει ή όπως επιδιώκει: «εγώ θα μεταφέρω το φράχτη ένα μέτρο πιο μέσα. -Αυτό θα το δούμε»·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- αυτό κι αν δεν είναι! ή αυτό κι αν είναι!  είναι κραυγαλέο: «αυτό κι αν δεν είναι λάθος! || αυτό κι αν είναι βλακεία!»·
- αυτό κι αυτό, για υπαινικτική αναφορά σε πράγματα που είναι ήδη γνωστά από την προηγούμενη κουβέντα με το συνομιλητή μας: «θα γίνει αυτό και αυτό, μου λέει, και δε μ’ άφησε περιθώρια να σκεφτώ». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο συνομιλητής με κάθε αυτό που λέει ανεβοκατεβάζει σπασμωδικά το χέρι του·
- αυτό μάλιστα, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι απόλυτα παραδεκτό για καλό ή για κακό: «αυτό μάλιστα, μπορώ να πω πως είναι ένα αυτοκίνητο της προκοπής || αυτό μάλιστα, είναι μεγάλη απατεωνιά»·
- αυτό μας έλειπε! ή αυτό μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν κοντά στη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε προκύπτει και κάποια άλλη. Συνήθως μετά το αυτό ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτό μας χρειαζόταν! ή αυτό μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτό μας έλειπε(!)·
- αυτό μετράει, αυτό έχει ουσία, σημασία, αυτό είναι υπολογίσιμο: «μόνο αυτό που μας είπες τώρα μετράει για την υπόθεση, γιατί όλα τ’ άλλα ήταν μπαρούφες»·
- αυτό να λέγεται, α. είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «θα ’ρθει μαζί με τη γυναίκα του; -Αυτό να λέγεται». β. έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε τα λόγια κάποιου: «να δεις πως, αν τον κοντράρει, θα τον σπάσει ο άλλος στο ξύλο έτσι γίγαντας που είναι. -Αυτό να λέγεται»·
- αυτό να μου πεις! αυτό που μου λες είναι πέρα για πέρα σωστό, έχεις απόλυτο δίκαιο: «σήμερα όλοι ενδιαφέρονται μόνο για το τομάρι τους. -Αυτό να μου πεις!»·
- αυτό ξαναπές το, βλ. λ. ξαναλέω·
- αυτό πάει πολύ! λέγεται για λόγο, ενέργεια ή πράξη, που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο, γιατί ξεπερνάει τα όρια: «να βρίζεις εμένα, πάει στο διάβολο, αλλά να βρίζεις και τη μάνα μου, αυτό πάει πολύ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται απειλητικά το ε ή το α·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; α. έκφραση απορίας, όταν κοντά στα τόσα κακά που ακούμε για κάποιον προστίθεται και ένα καινούργιο, που το επικροτούμε, ή όταν κοντά στις τόσες δυσκολίες, που μας αναφέρει κάποιος για κάτι, προστίθεται και κάποια καινούρια, που την αναγνωρίζουμε, που την υπολογίζουμε: «δεν είναι μόνο αλήτης, μπεκρής και χαρτοπαίχτης, αλλά και μεγάλος απατεώνας. -Αυτό πάλι που το βάζεις; || έξω απ’ όλες τις άλλες δυσκολίες για το σήκωμα της οικοδομής, έχω και την απεργία των εργατών. -Αυτό πάλι που το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. β. δηλώνει και την εξάντληση κάθε ορίου υπομονής, γιατί κοντά στα τόσα κακά ή στις τόσες δυσκολίες που υπάρχουν προστίθεται και ακόμα μία: «δε φτάνει που είχα πυρετό κι έκανα και κάθε τόσο εμετό, όπως πήγαινα στην τουαλέτα στραμπούλισα και το πόδι μου. -Αυτό πάλι πού το βάζεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·  
- αυτό πάλι πού το πας; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό πάλι τι σου λέει; βλ. φρ. αυτό πάλι πού το βάζεις(;)·
- αυτό παραπάει! βλ. φρ. αυτό πάει πολύ(!)·
- αυτό που ακούς! βλ. φρ. αυτό που σου λέω(!)·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- αυτό πού κολλάει; (για λόγια ή πράξεις) ποιανού λόγου ή πράξης αποτελεί συνέχεια αυτό που λες ή κάνεις: «αυτό που λες (κάνεις) δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πού κολλάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που λες (είπες) έχει πολύ (μεγάλο) βάθος, βλ. λ. βάθος·
- αυτό που μετράει, αυτό που έχει ουσία, σημασία, αυτό που λαμβάνεται υπόψη, υπολογίζεται, που πρέπει να ληφθεί υπόψη: «αυτό που μετράει στη δίκη είναι η κατάθεση του τάδε»·
- αυτό πού πάει; (για λόγια ή πράξεις), βλ. συνηθέστ. αυτό πού κολλάει(;)·
- αυτό που σου λέω! κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον που αντιλέγει σε αυτό που του λέμε: «μόλις έρθει το φορτηγό, θα πάρεις άλλους δυο εργάτες και θα το ξεφορτώσετε. -Μα εγώ σχόλασα. -Αυτό που σου λέω!·
- αυτό το έργο το ’χω ξαναδεί, βλ. λ. έργο· 
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αυτός είναι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. φρ. αυτός είναι κι άλλος δεν είναι·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, α. είναι μοναδικός σε κάποια τέχνη ή σε κάποιο επάγγελμα: «θα πας στον τάδε μηχανικό να επισκευάσεις τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». β. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, έχει την εντύπωση πως αυτός είναι κι άλλος δεν είναι». γ. ειρωνική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε την αξία ή την ικανότητα κάποιου σε κάτι, με την έννοια ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που είναι ίσοι ή και ανώτεροι από αυτόν. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
- αυτός είσαι! α. θαυμαστική έκφραση με την οποία επιδοκιμάζουμε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος. β. λέγεται και ειρωνικά για τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου. Συνήθως και στις δυο περιπτώσεις, ιδίως όμως στη δεύτερη, μετά τη φρ. ακολουθεί το μεγάλε ή το παίδαρε·
- αυτός κι αν δεν είναι! ή αυτός κι αν είναι! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ξεπερνάει τα όρια για κάτι καλό ή κακό: «αυτός κι αν δεν είναι τίμιος! || αυτός κι αν είναι απατεώνας!»·
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, βλ. λ. τύχη·
- αυτός μάλιστα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι απόλυτα παραδεκτό για κάτι καλό ή κακό: «αυτός μάλιστα, είναι καλός μηχανικός || αυτός μάλιστα, είναι μεγάλος αλήτης»·
- αυτός μας έλειπε! ή αυτός μου ’λειπε! έκφραση δυσαρέσκειας, όταν σε κάποια δύσκολη ή φορτισμένη στιγμή που περνάμε έρχεται και κάποιος ανεπιθύμητος. Συνήθως μετά το αυτός ακολουθεί το δα και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το τώρα ή το μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αυτός μας χρειαζόταν! ή αυτός μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτός μας έλειπε(!)·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, βλ. λ. λύκος·
- αυτός τα ’χτισε αυτά, βλ. λ. χτίζω·
- αυτός το δικό του, βλ. λ. δικός·
- γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- γι’ αυτό, α. εισάγει ή επαναλαμβάνει αιτία ή σκοπό: «κάνεις συνέχεια κοπάνες, γι’ αυτό θ’ απολυθείς || γι’ αυτό ήρθες, για να με συγχύσεις!». β. έκφραση με την οποία αποφεύγουμε να επεξηγήσουμε ή να λύσουμε την απορία κάποιου που μας ρωτάει για κάτι με το γιατί: «γιατί το κάνεις έτσι; -Γι’ αυτό»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. ένας·
- γούστα είν’ αυτά, βλ. λ. γούστο·
- δε μας τα ’πες αυτά! βλ. λ. είπα·
- δε σταματάς αυτό το τροπάρι; βλ. λ. τροπάρι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδάκια! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) η δουλειά σου, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι ζωή αυτή! ή δεν είναι αυτή ζωή! βλ. λ. ζωή·
- δεν είναι κατάσταση αυτή! ή δεν είναι αυτή κατάσταση! βλ. λ. κατάσταση·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά! ή δεν είναι αυτά σόι πράγματα ή είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. λ. τρόπος·
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; βλ. λ. κοκκινίζω·
- δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά, βλ. λ. μασάω·
- δεν τα σηκώνω αυτά ή δεν τα σηκώνουμε αυτά, βλ. λ. σηκώνω·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, βλ. λ. τρώω·
- δουλειά είν’ αυτή! ή είναι δουλειά αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της, βλ. λ. κόσμος·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του, βλ. λ. κόσμος·
- είναι απ’ αυτές, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πόρνη: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε μέσα στη γειτονιά πως είναι απ’ αυτές, δε θέλει καμιά να της κάνει παρέα»·
- είναι απ’ αυτούς, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγους είναι πούστης: «δεν μπορώ να το πιστέψω πως ένα τόσο ωραίο παλικάρι είναι απ’ αυτούς»·
- είναι ένα και το αυτό, βλ. λ. ένας·
- είναι ένας (κι) αυτός! ή είναι (κι) αυτός ένας! ή σου είναι ένας (κι) αυτός! ή σου είναι (κι) αυτός ένας! βλ. λ. ένας·
- είναι κάτι κι αυτό ή κάτι είναι κι αυτό, αν και δεν είναι μεγάλο και σπουδαίο, εντούτοις είναι υπολογίσιμο: «θα μου πεις πως έχει μόνο μερικά λεφτουδάκια στην άκρη, όμως είναι κάτι κι αυτό για να ξεκινήσει τη δουλειά του || την τελευταία στιγμή κατάλαβε το λάθος του και ζήτησε συγνώμη. -Κάτι είναι κι αυτό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι μία αυτή! βλ. λ. μία·
- είναι πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι τρόπος αυτός! βλ. λ. τρόπος·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκολώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- ένας λόγος είναι αυτός, βλ. λ. λόγος·
- εκτός αυτού, εκτός από αυτό, επιπλέον: «εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε || εκτός αυτού, πρέπει να ελέγχουμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο»·
- εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, α. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος στο συνομιλητή του πως δε βγήκε καθόλου από το σπίτι του: «πού πήγα το Σαββατοκύριακο; Εντός εκτός κι επί τ’ αυτά, φίλε μου». β. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως δεν υπάρχει καμιά καλυτέρευση της δουλειάς και γενικά της ζωής μας·
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και..., βλ. λ. δεκάρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και..., βλ. λ. δραχμή·
- έπιασε κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. λ. παράς·
- έπιασε κι αυτός πέντε φράγκα και..., βλ. λ. φράγκο·
- εσύ το λες αυτό! είναι δυνατό να λες εσύ τέτοιο πράγμα(!): «λες πως συμπαθείς αυτόν τον άνθρωπο, όμως εσύ το λες αυτό, που τον έκλεισες στη φυλακή για ένα ψωροεκατομμύριο!»·
- εσύ το λες αυτό, είναι προσωπική σου γνώμη, προσωπική σου άποψη: «να δεις που στο τέλος θα ’ρθει και θα μας ζητήσει συγνώμη. -Εσύ το λες αυτό, γιατί εγώ έχω διαφορετική γνώμη»·  
- έχει αυτό το κάτι ή έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- έχει αυτό το κατιτίς, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. λ. ζωή·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! βλ. λ. ζωή·
- ζωή κι αυτή! βλ. λ. ζωή·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! βλ. λ. τύχη·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; βλ. λ. θέλω·
- καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- … και χαρά σ’ αυτόν που…, βλ. λ. χαρά·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και μ’ αυτά, τονίζει τις ανόητες, τις απαράδεκτες ενέργειες ή πράξεις κάποιων που μας αναγκάζουν να προβούμε σε μια ενέργεια: «κάθε τόσο μαλώματα, φασαρίες, κατηγόριες ο ένας εναντίον του άλλου, και μ’ αυτά, πήρα την απόφαση να ξεκόψω απ’ την παρέα τους»· βλ. και φρ. κι αυτά κι αυτά· 
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- και τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας στα λεγόμενα κάποιου: «με ειδοποίησε ο τάδε πως δε θα ’ρθει το βράδυ στη συγκέντρωση. -Και τι μ’ αυτό;». β. τι σημασία έχει αυτό(;): «και τι μ’ αυτό που είναι ανεψιός του διευθυντή; Εδώ όλοι δουλεύουν κανονικά»· βλ. και φρ. τι μ’ αυτό(;)· 
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλό κι αυτό! βλ. λ. καλός·
- καλός κι αυτός! βλ. λ. καλός·
- κατ’ αυτή την έννοια, βλ. λ. έννοια2·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…, βλ. λ. κέρατο·
- κι αυτά κι αυτά, τονίζει συνήθως τις ανόητες ενέργειες κάποιου, που στο τέλος αποβαίνουν σε βάρος του: «γλέντια, ξενύχτια, ποτά, τσιγάρα, κι αυτά κι αυτά τον έστειλαν μια ώρα αρχύτερα»· βλ. και φρ. και μ’ αυτά·
- κι αυτός με τα δικά του ή κι αυτός τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- κι αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- κι αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- μ’ αυτά και μ’ αυτά, α. με την επανάληψη των ίδιων λόγων ή πράξεων που έχουν ήδη εκτεθεί προηγουμένως στο συνομιλητή μας: «ήμουν συνέχεια κοντά του και τον συμβούλευα και μ’ αυτά και μ’ αυτά νοικοκυρεύτηκε ο άνθρωπος || του πήρες τα μυαλά με τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου και μ’ αυτά και μ’ αυτά τον κατάστρεψες τον άνθρωπο». β. με τα ίδια γνωστά και συνηθισμένα, που επαναλαμβάνονται διαρκώς: «βαρέθηκα ν’ ασχολούμαι συνέχεια μ’ αυτά και μ’ αυτά»·
- μ’ αυτά και με κείνα, με την κουβέντα, με τη συζήτηση και χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβουμε: «πιάσαμε την κουβέντα και μ’ αυτά και με κείνα πέρασε η ώρα»·
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, βλ. λ. πλευρό·
- μ’ αυτό τον καημό πήγε, βλ. λ. καημός·
- μη μας το κάνεις αυτό! ή μη μου το κάνεις αυτό! βλ. λ. κάνω·
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. λ. κουβέντα·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, βλ. λ. καλός·
- να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να σου λείπουν αυτά! α. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική ή απειλητική διάθεση να σταματήσει να λέει ή να κάνει πράγματα που έχουμε καταλάβει πως κύριος σκοπός του είναι μας ξεγελάσει ή να μας πείσει για κάτι για το οποίο όμως έχουμε διαφορετική γνώμη ή άποψη. β. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον με ειρωνική διάθεση να πάψει να δικαιολογείται για κάτι, γιατί δεν πιστεύουμε στις δικαιολογίες του·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό, βλ. λ. Θεός·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, α. λέγεται για άτομο που από ανάγκη προσκολλάται συνειδητά ή ασυνείδητα σε μια παρέα ή σε ένα σύνολο ανθρώπων ιδίως όταν αυτοί πηγαίνουν για δουλειά: «όταν βλέπει τους άλλους να πηγαίνουν στο γιαπί για δουλειά, τρέχει κι αυτός μαζί τους κι όπου δυο κι αυτός τρεις μήπως και τον προσλάβουν». β. λέγεται για άτομο που μπορούμε να το βρούμε σε όλες τις παρέες ή για άτομο που μπορεί να κάνει με όλες τις παρέες: «είναι γνωστός σ’ όλη την πόλη, κι όπου δυο κι αυτός τρεις || είναι γνωστός σ’ όλους τους κοσμικούς κύκλους, κι όπου δυο κι αυτός τρεις»·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, βλ. λ. βιολί·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- πάνε αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, άλλαξε η κατάσταση, άλλαξαν οι συνθήκες: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε νέος διευθυντής, σ’ αυτό το εργοστάσιο πέφτει σκληρή δουλειά και πάνε αυτά που ήξερες || τώρα με την αλλαγή της κυβέρνησης, θα είστε κι εσείς όπως όλοι οι άλλοι, και πάνε αυτά που ξέρατε». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- παρ’ όλ’ αυτά, βλ. λ. όλος·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. φρ. ποιος το ’πε αυτό;
- ποιος το ’πε αυτό; λέγεται για γνώμη ή εντολή που την αποκρούομε, γιατί τη θεωρούμε λανθασμένη ή έξω από τη δικαιοδοσία κάποιου: «μετά τη λήξη της απεργίας όλα θ’ αρχίσουν να δουλεύουν ρολόι στο εργοστάσιο. -Ποιος το ’πε αυτό; Εδώ ετοιμάζονται για νέα απεργία || απαγορεύεται ν’ απομακρυνθείς απ’ τη θέση σου. -Ποιος το ’πε αυτό; Εγώ πήρα άδεια απ’ το διευθυντή»·
- πού ακούστηκε αυτό! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για παράλογη, ανήκουστη πράξη ή ενέργεια: «πού ακούστηκε αυτό να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις! || είσαι τρελός, που θέλεις να γίνεις συνέταιρος σε μια τόσο μεγάλη δουλειά, χωρίς να βάλεις ούτε δραχμή; Πού ακούστηκε αυτό!». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; βλ. λ. κατάσταση·
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. λ. βιόλα1·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; βλ. λ. χαβάς·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το γράφει αυτό; έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «πού το γράφει αυτό, να σου δώσω χωρίς λόγο ένα εκατομμύριο;». Άλλες φορές προτάσσεται της φρ. και άλλες ακολουθεί το όχι πες μου·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- πώς αυτό; βλ. λ. πώς·
- πώς (κι) ήταν αυτό και…; βλ. λ. πώς·
- πώς το λες αυτό! βλ. λ. λέω·
- (ρε) τ’ είν’ αυτά! α. επιφωνηματική έκφραση απορίας, αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη στάση κάποιου ατόμου που δε μας συμφέρει, δε μας εξυπηρετεί ή μας προσβάλλει, και πιο σπάνια επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού: «ρε τ’ είν’ αυτά που μου λες! || ρε τ’ είν’ αυτά που κάνεις, δεν ντρέπεσαι λιγάκι!». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα κοιτάς μηχανικά, χαρά στην πονηριά σου, άλλα μου λένε τα χείλη σου, ρε τ’ είν’ αυτά, και άλλα η καρδιά σου). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το ρε. β. επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δε συμπεριφέρεται σωστά, που συμπεριφέρεται ανάγωγα ή παράλογα: «θα πάψεις, επιτέλους, να μεθοκοπάς οικογενειάρχης άνθρωπος; Τ’ είν’ αυτά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, ρε τ’ είν’ αυτά, μυαλό πια δεν αλλάζεις)· 
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, βλ. λ. μάθημα·
- σε μας δεν περνάνε αυτά ή σε μένα δεν περνάνε αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε μας δεν πιάνουν αυτά ή σε μένα δεν πιάνουν αυτά, βλ. φρ. αυτά δεν περνάνε σε μας·
- σε ποιόν τα πουλάς αυτά; βλ. λ. ποιος·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στ’ αυτά μας! ή στ’ αυτά μου! βλ. συνηθέστ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- σταμάτα αυτό το τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι(ο)·
- συμβαίνουν (κι) αυτά, βλ. λ. συμβαίνω·
- τα αυτά του αυτού (της αυτής), οι ίδιες δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται σε βάρος κάποιου: «τι κάνει ο τάδε; -Όπως πάντα, τα αυτά του αυτού»·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, βλ. λ. περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- τι άνθρωπος κι αυτός! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! βλ. λ. βιόλα1·
- τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! βλ. λ. βιολί·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- τι έχει να κάνει αυτό; δεν έχει καμιά σχέση, δεν εξηγείται ή δε συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «τι έχει να κάνει αυτό με το συγκεκριμένο πρόβλημα;»·
- τι έχει να κάνει αυτός; το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά σχέση, είναι άσχετο με κάποια υπόθεση: «τι έχει να κάνει αυτός με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε;»·
- τι καμώματα είν’ αυτά; βλ. λ. καμώματα·
- τι κατάσταση είναι αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! βλ. λ. κατάσταση·
- τι μ’ αυτό; α. έκφραση αδιαφορίας σε αυτά που μας λέει κάποιος: «θα ’ρθει και ο τάδε μαζί μας. -Τι μ’ αυτό;». (Τραγούδι: έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει τι μ’ αυτό κι ας παίζουν τ’ άστρα με τα σύννεφα κρυφτό). β. δεν έχει καμιά σημασία: «τι μ’ αυτό που είναι ο γιος του τάδε; Εδώ δεν κάνουμε χατίρια». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν χωριστούμε τι μ’ αυτό, γιατί να σε τρομάζει, μία ζωή καλύτερη εσένα σου ταιριάζει). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε· βλ. και φρ. και τι μ’ αυτό(;)·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. λ. μέρα·
- τι ’ν’ αυτά; βλ. φρ. τι ’ν’ αυτά που λες(;)·
- τι ’ν’ αυτά που κάνεις; κάνεις απαράδεκτα πράγματα: «κάθε βράδυ γυρίζεις μεθυσμένος στο σπίτι, τι ’ν’ αυτά που κάνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι στις τρεις επήγες χθες να κοιμηθείς, τρελό κορίτσι, τι είν’ αυτά που κάνεις; Για κάτσε φρόνιμα και να συγκεντρωθείς, γιατί αλλιώς στην ψάθα θα πεθάνεις
- τι ’ν’ αυτά που λες; λες απαράδεκτα πράγματα: «υποστηρίζεις πως έβαλε χέρι στο ταμείο σου, τι ’ν’ αυτά που λες;». (Λαϊκό τραγούδι: πως έχω άλληνε μου λες, για κάτσε τ’ είν’ αυτά που λες; Μη μου ζαλίζεις το μυαλό, εσένα μόνο αγαπώ
- τι να σου κάνει κι αυτός! βλ. λ. κάνω·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! βλ. λ. παιδί·
- τι πράγματα είν’ αυτά; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι πράμα είν’ αυτός! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι ρεζιλίκια είν’ αυτά! βλ. λ. ρεζιλίκι·
- τι σκατά είν’ αυτό; βλ. λ. σκατά·
- τι ’ταν αυτό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. ξαφνικός·
- τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός! βλ. λ. χαβάς·
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι, τους ανθρώπους τους χαρακτηρίζουν τα έργα και όχι τα λόγια: «εσύ μπορείς να λες ό,τι θέλεις πως είσαι, αλλά το να λες πως είσαι αυτό που είσαι, δε σημαίνει ότι και είσαι»· βλ. και φρ. στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, λ. Ελλάδα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό το χέρι ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει, βλ. λ. ψιχαλίζει·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, βλ. λ. χαιρετώ.

αλεπού

αλεπού, η, ουσ. [<μσν. ἀλουπού <αρχ. ἀλώπηξ], η αλεπού. 1. άνθρωπος παμπόνηρος, πανούργος: «πρόσεχέ τον καλά, γιατί είναι μεγάλη αλεπού και μπορεί να σε ξεγελάσει». (Λαϊκό τραγούδι: σαν δω πως μου πατάς πολύ τον κάλο κι αν έχω κάποιο ντέρτι θα το βγάλω κι αλλού τον έρωτα θα κυνηγώ και θα σου δείξω αλεπού ποιος είμ’ εγώ). 2. ο κλέφτης: «έλα δω, ρε αλεπού, εσύ πήρες τον αναπτήρα μου;». Από το ότι η αλεπού είναι πολύ επιτήδεια να μπαίνει μέσα στα κοτέτσια και να αρπάζει τις κότες. 3. παλτό, ιδίως γυναικείο, από γούνα αλεπούς: «όταν του αρέσει πολύ μια γκόμενα, της κάνει δώρο αμέσως μια αλεπού». Υποκορ. αλεπουδίτσα, η κ. αλεπουδάκι, το (βλ. λ.) κ. αλεπόπουλο, το. (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, λέγεται στην περίπτωση που αναθέτουν τη φύλαξη κάποιων πραγμάτων σε άτομο που είναι αναξιόπιστο. Συνών. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα·
- έγινε της αλεπούς ο γάμος, βλ. λ. γάμος·
- είναι μια αλεπού! ή σου είναι μια αλεπού! είναι πανέξυπνος, παμπόνηρος: «πρέπει να ’χεις το νου σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μια αλεπού!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το μα τι αλεπού(!)·
- είναι μια γριά αλεπού! ή σου είναι μια γριά αλεπού! λέγεται για ηλικιωμένο άτομο που είναι πανέξυπνο, παμπόνηρο: «είσαι μικρός ακόμα για να κάνεις τον έξυπνο στον τάδε, γιατί σου είναι μια γριά αλεπού!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει·
- είναι πονηρή αλεπού, βλ. φρ. είναι μια αλεπού(!)·
- εκεί που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει πού είναι ο τάδε ή πού πήγε ο τάδε ή που είναι αφημένο το τάδε αντικείμενο·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, ακόμη και οι έξυπνοι άνθρωποι βρίσκουν το μάστορά τους από άλλους, που είναι πιο έξυπνοι από τους ίδιους: «εσύ μας κάνεις τον πονηρό και τον έξυπνο, αλλά έχε και το νου σου, γιατί κι η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει»·  
- η αλεπού εκατό, τ’ αλεπουδάκια εκατόν πέντε, γίνεται; (ενν. χρονών), λέγεται ειρωνικά, όταν κάποιος νέος θέλει να δείξει πως είναι πιο έξυπνος ή πιο έμπειρος από έναν μεγαλύτερό του, ο οποίος όμως λόγω ηλικίας διαθέτει και πιο μεγάλη πείρα και πιο πολλές γνώσεις σε όλους τους τομείς της ζωής από αυτόν. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δε γίνεται. Συνών. έλα παππού μου να σου δείξω πού το ’χ’ η γιαγιά μου·
- η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες, λέγεται για τους ισχυρούς, τους έξυπνους ή τους πλεονέκτες που δε μένουν ικανοποιημένοι με μικρά οφέλη: «με την προμήθεια που μου ζητούσε για να μου δώσει τη δουλειά, ίσα που έβγαζα τα έξοδά μου, γιατί η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει, βλ. φρ. η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, τα παιδιά παίρνουν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «προκομμένοι οι γονείς, προκομμένα και τα παιδιά τους, γιατί η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε»·  
- η αλεπού, όταν πεινάει, προσκυνάει, ο έξυπνος άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κάποια δύσκολη θέση, ξέρει και ελίσσεται: «είναι καπάτσος άνθρωπος, κι όταν έχει ανάγκη ρίχνει τα μούτρα του, γιατί η αλεπού, όταν πεινάει, προσκυνάει»·  
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, α. ο καθένας σκέφτεται, ποθεί να γίνει ή να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ: «από καιρό έχει βάλει στο μάτι τη θέση του διευθυντή, γιατί, βλέπεις, η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που επιθυμούμε πολύ μια γυναίκα που όμως μας είναι αδύνατο να την κατακτήσουμε. Συνών. η αλεπού με το νου της κοκόρια μαγειρεύει / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται / όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, ο έξυπνος άνθρωπος, δεν κάνει το ίδιο σφάλμα δυο φορές: «αφού την πάτησε μια φορά δεν την ξαναπατάει, γιατί η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα». Πρβλ. τό δίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός σοφοῦ·
- η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται, όσο έξυπνος και είναι κάποιος και να ξέρει να φυλάγεται, έρχεται η στιγμή που πιάνεται με τον πιο εύκολο τρόπο ή για τον πιο ασήμαντο λόγο, επειδή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και δεν παίρνει τις απαραίτητες προφυλάξεις: «μη μας κάνεις τον πονηρό και τον έξυπνο, γιατί η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται». Συνών. το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται·
- κολοβή αλεπού, άνθρωπος πανέξυπνος, που για το λόγο αυτό είναι επικίνδυνος για μας: «πρόσεχε τι δουλειά θα κάνεις μαζί του, γιατί είναι κολοβή αλεπού». Αναφορά στον αισώπειο μύθο σύμφωνα με τον οποίο, η αλεπού, η οποία έχασε την ουρά της σε κάποιο δόκανο, προσπαθούσε να πείσει τις άλλες αλεπούδες πως γι’ αυτό το λόγο ήταν ομορφότερη από αυτές, με την ελπίδα να κόψουν και οι άλλες τις ουρές τους, ώστε να μη νιώθει μειονεκτικά·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, ό,τι δε μπορεί κάποιος να πετύχει, το θεωρεί ανάξιο λόγου και προσποιείται πως δεν ενδιαφέρεται. (Λαϊκό τραγούδι: τα βρίσκεις όλα μπόσικα, μα όμως, τι χαμπάρια, όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια).Αναφορά στον αισώπειο μύθο·
- όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, ο πονηρός ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, προσποιείται τον φρόνιμο, τον αδιάφορο, μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή για να δράσει προς όφελός του: «πρόσεχέ τον, και μην τον βλέπεις έτσι μουλωχτό. Απλώς έχει κάτι οικονομικές σφίξεις κι όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται»·
- ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω, λέγεται για όσους δεν έχουν δοσοληψίες, πάρε δώσε με τους άλλους και για το λόγο αυτό, δε δίνουν δικαιολογία, αφορμή για προστριβές: «εγώ έχω το κεφάλι μου ήσυχο και δεν έχω να χωρίσω τίποτα με κανέναν, γιατί ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω»·
- σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
- σώγαμπρος, αλεπού γδαρμένη, βλ. λ. σώγαμπρος·
- τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; βλ. φρ. τι θέλει η αλεπού στο παζάρι(;)·
- τι ζητά η αλεπού στο παζάρι; βλ. φρ. τι θέλει η αλεπού στο παζάρι(;)·
- τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; α. λέγεται για άτομα, που βρίσκονται σε ένα χώρο όπου εκθέτουν οι ίδιοι τον εαυτό τους σε κίνδυνο ή που αναμειγνύονται σε υποθέσεις που δεν είναι της αρμοδιότητάς τους ή που δεν τους αφορούν. β. λέγεται από ένοχο, που αποφεύγει τον τόπο όπου μπορεί να αποκαλυφθεί το έγκλημά του, το παράπτωμά του.

αλλού

αλλού, επίρρ. [<μσν. ἀλλοῦ <αρχ. ἄλλος], αλλού. 1. σε άλλο μέρος, σε άλλο τόπο: «τον έστειλα στο σπίτι σου κι αυτός ο βλάκας πήγε αλλού». 2. σε άλλον άνθρωπο: «τον έστειλα σε σένα κι αυτός πήγε αλλού». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια). (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αγαπώ αλλού, α. έχω ήδη κάποια ερωτική σχέση, είμαι δεσμευμένος: «όμορφη η κοπέλα που μου γνώρισες, αλλά δεν είμαι για τίποτα περισσότερο, γιατί αγαπώ αλλού». β. έχω διαφορετικά ενδιαφέροντα από εκείνα που είχα: «κάποτε διασκέδαζα κι εγώ στα μπουζούκια, εδώ και πολλά χρόνια όμως αγαπώ αλλού»·
- αλλού αυτά! λέγεται σε ψεύτες ή υποκριτές που δε γίνονται πια από εμάς πιστευτοί (και τους προτρέπουμε αόριστα να πάνε σε άλλους να πούνε τις ψευτιές τους ή να πάνε σε άλλους να τους κοροϊδέψουν ή να τους εξαπατήσουν). Συνοδεύεται συνήθως από απωθητική χειρονομία ή χειρονομία αδιαφορίας·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- αλλού βρέχει, α. λέγεται για άτομο που δεν προσέχει, που του είναι αδιάφορο αυτό που λέγεται ή που συμβαίνει: «μια ώρα τον συμβουλεύω, αλλά αυτός αλλού βρέχει». β. δεν υπάρχει καθόλου κατανόηση, υπάρχει πλήρης αδιαφορία: «τους είπα χίλιες φορές να τακτοποιήσουν αυτά τα πράγματα, αλλά αυτοί αλλού βρέχει». Συνών. πέρα βρέχει·
- αλλού βρέχει και βροντά, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- αλλού γι’ αλλού, σε διάφορες μεριές, εδώ κι εκεί, ακατάστατα: «αφήνει αλλού γι αλλού τα πράγματά του και, όταν τα χρειαστεί, κάνει με τις ώρες να τα βρει»·
- αλλού κι αλλού μπορεί να…, βλ. φρ. αλλού κι αλλού ξέρει να(…)·
- αλλού κι αλλού ξέρει να…, λέγεται για άτομο που δε συμπεριφέρεται και σε εμάς με τον τρόπο με τον οποίο  συμπεριφέρεται σε άλλους, ενώ θα θέλαμε να μας συμπεριφερθεί το ίδιο: «αλλού κι αλλού ξέρει να δίνει τα χρέη του, ενώ σε μας κάνει το κορόιδο»·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, βλ. λ. Γιάννης·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!)·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!). Πρβλ.: αυτά τα ψευτομάγκικα αλλού να πουλήσεις και σαν ιππότης μίλα μου, αν θες να με κερδίσεις (Λαϊκό τραγούδι)·
- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, βλ. λ. παπάς·
- αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται, α. είναι αποπροσανατολισμένος, μπερδεμένος, δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «έχει τέτοιο μπέρδεμα στη δουλειά του, που αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται ο φουκαράς». β. είναι πολύ μεθυσμένος και περπατάει παραπατώντας επικίνδυνα: «πρόσεχέ τον όταν πίνει πολύ, γιατί αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται και μπορεί να πέσει στη μέση του δρόμου»· βλ. και φρ. εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, λ. εδώ·
- αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα (θαύμα), βλ. λ. όνειρο·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- αλλού το πάει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, επιδιώκει κάτι διαφορετικό από αυτό που δείχνει: «απ’ ό,τι λέει, θέλει να σε βοηθήσει, αλλά πρέπει να προσέχεις, γιατί έχω την εντύπωση πως αλλού το πάει»·
- αλλού τρως και πίνεις, (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), α. λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που έχει ένα άντρα για να της εξυπηρετεί τις βιοτικές της ανάγκες και έναν άλλον για να της εξυπηρετεί τις σεξουαλικές. β. (γενικά) λέγεται για άτομο που, ενώ εξυπηρετείται ή βοηθιέται συστηματικά από κάποιον, όταν του παρουσιάζεται κάποια ευχέρεια, προσφέρει σε άλλον·
- βρίσκεται αλλού, α. (στη νεοαργκό) δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, ζει στον κόσμο του: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί βρίσκεται αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βρίσκεται υπό την επήρεια του ναρκωτικού: «δεν καταλαβαίνει τίποτα, γιατί βρίσκεται αλλού»· βλ. και φρ. είναι αλλού·
- εδώ μένω κι αλλού φουρνίζω, βλ. λ. φουρνίζω·
- εδώ πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. φρ. πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού·
- είναι αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι ονειροπαρμένος, είναι εκτός τόπου και χρόνου: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι αλλού». β. αγαπάει άλλον (άλλη): «πολύ μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα, αλλά δυστυχώς είναι αλλού». γ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι ναρκομανής: «δεν τον κάνει κανείς παρέα, γιατί είναι αλλού»· βλ. και φρ. βρίσκεται αλλού·
- είναι αλλού νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι αλλού ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είναι απ’ αλλού, (αόριστα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι από διαφορετικό τόπο ή χώρα από ό,τι εμείς: «εγώ είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού || εγώ είμαι απ’ την  Ελλάδα, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού, κι αν δεν κάνω λάθος απ’ την Ισπανία»·
- είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού, είναι πολύ αφηρημένος: «πώς να καταλάβει τι του λέω, αφού είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού»·
- είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- είναι στο πολύ αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι πολύ ονειροπαρμένος, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στο πολύ αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι πολύ εξαρτημένος από τα ναρκωτικά: «είναι στο πολύ αλλού αυτός ο τύπος και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα»·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, βλ. λ. ζωή·
- έχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει άλλού το νου του, βλ. λ. νους·
- η ζωή είναι αλλού, βλ. λ. ζωή·
- ήρθε απ’ αλλού, ήρθε από διαφορετικό δρόμο ή από άλλο τόπο ή χώρα: «εγώ ήρθα απ’ τον περιφερειακό κι ο τάδε ήρθε απ’ αλλού || ο τάδε ήρθε απ’ τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο δείνα ήρθε απ’ αλλού || ο αδερφός μου ήρθε απ’ τη Γερμανία κι ο φίλος του απ’ αλλού»·
- και τα πρόβατα σαν ξεπορτίσουν, πάν’ αλλού για να βοσκήσουν, βλ. λ. πρόβατο·
- μ’ έστειλε αλλού, (στη νεοαργκό) α. (για ποτά) μέθυσα πάρα πολύ, δεν ήξερα τι μου γινόταν από το μεθύσι: «ήταν τόσο μπόμπα το ουίσκι, που με την πρώτη γουλιά μ’ έστειλε αλλού». β. δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικής σχέσης, έφαγα χυλόπιτα: «μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η γυναίκα, αλλά μόλις τις τα ’ριξα μ’ έστειλε αλλού». Συνών. μ’ έστειλε για τσάι· 
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. λ. Θεός·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- πατάει αλλού και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πατάει αλλού κι αλλού, παραπατάει από το πολύ μεθύσι που έχει ή βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού: «τον είδα άγρια μεσάνυχτα, που γυρνούσε στο σπίτι του, και πατούσε πάλι αλλού κι αλλού»·
- πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πού αλλού; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος βρίσκεται εκεί που συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού είναι (ο τάδε): «πού είναι το φιλαράκι σου; -Πού αλλού; Στο μπαρ»·
- πού αλλού, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν βρίσκεται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος στο μέρος που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται εκεί: «πάλι στο μπαρ είναι ο φίλος σου; -Πού αλλού». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το πάει αλλού, βλ. φρ. αλλού το πάει·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- φέρνει τη συζήτηση αλλού, βλ. λ. συζήτηση·
- φέρνει την κουβέντα αλλού, βλ. λ. κουβέντα.

άνθρωπος

άνθρωπος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄνθρωπος], ο άνθρωπος. 1. αυτός που διακατέχεται από ηθικές αρχές και ευγενικά αισθήματα και συμπεριφέρεται στο συνάνθρωπό του με σεβασμό, με αγάπη: «τι να την κάνω εγώ τη μόρφωση που έχεις, απ’ τη στιγμή που δεν είσαι άνθρωπος!». 2. με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «σήμερα θα βγω με τον άνθρωπό μου || την είδα με τον άνθρωπό της να κάνει βόλτα στην παραλία». 3. ως έκφραση συμπάθειας με την έννοια ο κακόμοιρος, ο κακότυχος, ο δύστυχος: «τον έσπασαν στο ξύλο οι αλήτες τον άνθρωπο». 4. προσφώνηση σε άτομο που δεν γνωρίζουμε το όνομά του: «ποιο δρόμο πρέπει να πάρω, άνθρωπέ μου, για να πάω στο Λευκό Πύργο;». 5. το άτομο ως μονάδα: «πόσους ανθρώπους χωράει αυτή η αίθουσα;». Ακόμα και σήμερα, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε ορισμένες  περιοχές της επαρχίας η λ. άνθρωπος έχει τη σημασία του άντρας κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, τρεις γυναίκες κι ένας φαντάρος». 6α. στον πλ. οι άνθρωποι κ. οι ανθρώποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα: «οι άνθρωποι πηγαίνουν απ’ το στραβό στο χειρότερο». β. (γενικά) ο κόσμος: «κάθε απόγευμα στην παραλία αρκετοί άνθρωποι κάνουν βόλτα». Υποκορ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το κ. ανθρωπάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 243 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αγαθός άνθρωπος, άνθρωπος αφελής, απλοϊκός: «τον βρήκες αγαθό άνθρωπο και τον κοροϊδεύεις»·
- άγιος άνθρωπος, καλός, τίμιος, θρήσκος: «δεν πιστεύω να είπε αυτός κακό για σένα, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι άγιος άνθρωπος»·
- άγουρος άνθρωπος, άτομο του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η σωματική, ιδίως η πνευματική του ανάπτυξη: «δεν μπορεί να πάρει μια σωστή απόφαση, γιατί είναι άγουρος άνθρωπος ακόμα». Αντίθ. ώριμος άνθρωπος·
- άδειος άνθρωπος, που δεν έχει διόλου αισθήματα, που δεν έχει διόλου ψυχική και πνευματική υπόσταση, που δεν έχει ηθικές αξίες: «δεν μπορεί να καταλάβει αυτός από ανθρώπινες σχέσεις, γιατί είναι άδειος άνθρωπος»·
- ακέραιος άνθρωπος, που είναι πολύ έντιμος, πολύ ηθικός, πολύ ευσυνείδητος: «όλοι μέσα στη γειτονιά τον εκτιμούν και τον υπολήπτονται, γιατί είναι ακέραιος άνθρωπος»·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλφα άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, καλός, τίμιος, μπεσαλής: «χάρηκα πολύ που τον γνώρισα, γιατί είναι άλφα άνθρωπος»·
- ανάποδος άνθρωπος, α. που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος». β. άνθρωπος που ρέπει στις αταξίες: «δεν μπορεί να καθίσει μια στιγμή ήσυχος, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος»·
- άνθρωπέ μου! επιτείνει τη δυσφορία ή τη δυσαρέσκειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || δε σου ’πα χίλιες φορές, άνθρωπέ μου, να σκέφτεσαι πρώτα και μετά να μιλάς!»· επιτείνει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας στο συγκεκριμένο άτομο: «αμάν, βρε άνθρωπέ μου, πώς δεν πρόσεξες και χτύπησες! || έλα, άνθρωπέ μου, να καθίσεις μαζί μας!»·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, που δεν παρουσιάζει καμιά ψυχική ομορφιά·
- άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; βλ. λ. ακάλεστος·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων, που είναι πάρα πολύ σωστός, που είναι εξαιρετικός, εξαίσιος: «όλοι επιθυμούν την παρέα του, γιατί είναι άνθρωπος είκοσι τεσσάρων καρατίων». Από το ότι τα 24 καράτια δηλώνουν την απόλυτη καθαρότητα του χρυσού·
- άνθρωπος εξώλης και προώλης, βλ. φρ. άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού·
- άνθρωπος καθωσπρέπει, άνθρωπος ευυπόληπτος, ευγενικός, αξιοπρεπής, άψογος, που κινείται και συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες εμφάνισης και συμπεριφοράς: «όλοι θέλουν να κάνουν παρέα μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος καθωσπρέπει»·
- άνθρωπος κατωτάτης υποστάθμης, επιτείνει το άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος κενός περιεχομένου, βλ. φρ. άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο·
- άνθρωπος κλειδί, αυτός που κατέχει καθοριστική θέση σε ένα κόμμα, έναν οργανισμό, μια επιχείρηση ή αυτός, που γνωρίζει αυτό που μπορεί να δώσει τη λύση σε ένα μυστήριο: «άνθρωπος κλειδί της κυβέρνησης είναι ο τάδε || άνθρωπος κλειδί στην υπόθεση της εξαφάνισης του γνωστού επιχειρηματία, είναι ο τάδε»·
- άνθρωπος με αισθήματα, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, που έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «μόνο ένας άνθρωπος με αισθήματα βοηθάει συνήθως το συνάνθρωπό του»· 
- Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, που διέπεται από άκρως ανθρωπιστικά αισθήματα: «ο ένας του ο γιος είναι μεγάλο κάθαρμα, αλλά ο άλλος είναι Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο»·
- άνθρωπος με βάθος, που έχει ψυχικό και πνευματικό περιεχόμενο, που προβληματίζεται, που δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων: «δίνει πάντα βάση στα λόγια του, γιατί είναι άνθρωπος με βάθος»·
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, που δεν αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο, τον πραγματικό του χαρακτήρα, που συμπεριφέρεται ανάλογα με το συμφέρον του, ο διπρόσωπος, ο διμούτσουνος, ο υποκριτής, ο ψεύτης: «μη δίνεις βάση σ’ αυτόν τον τύπο, γιατί είναι άνθρωπος με δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις πότε θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο»·
- άνθρωπος με καρδιά, α. που έχει πλούσιο συναισθηματικό κόσμο: «αν του ζητήσεις να σε βοηθήσει, δε θα σου τ’ αρνηθεί, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά». β. που έχει γενναιότητα, παλικαριά, που είναι γενναίος, άφοβος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος με καρδιά»·
- άνθρωπος με μυαλό, που είναι συνετός, που έχει φρόνηση: «είναι άνθρωπος με μυαλό και παίρνει πάντοτε σωστές αποφάσεις»·
- άνθρωπος με πυγμή, που είναι δυναμικός, που επιβάλλεται σε ένα κύκλο ατόμων: «για να πάει μπροστά το εργοστάσιο, θα πρέπει  να διευθύνει ένας άνθρωπος με πυγμή»·
- άνθρωπος με χαρακτήρα, που έχει ποιότητα ήθους, συμπεριφοράς, που είναι ηθικός, ακέραιος: «έναν τέτοιο άνθρωπο με χαρακτήρα, όπως είναι ο φίλος μου, όλοι θα ήθελαν να τον έχουν φίλο»·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, οι αδιάντροποι και οι αναιδείς άνθρωποι είναι ενοχλητικοί: «να προσέχεις τους ανθρώπους που διαλέγεις για φίλους σου, γιατί, άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος»·
- άνθρωπος περιωπής, που κατέχει σπουδαία κοινωνική θέση, που είναι μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους, που είναι γενικά αποδεκτός από όλους: «όλοι τον υπολήπτονται, γιατί είναι άνθρωπος περιωπής»·
- άνθρωπος στη θάλασσα! έκφραση στην περίπτωση που πέφτει κάποιος στη θάλασσα από πλοίο που ταξιδεύει·
- άνθρωπος τελευταίας υποστάθμης, βλ. φρ. άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης·
- άνθρωπος της αγοράς, που είναι έξυπνος, καπάτσος, ανοιχτομάτης, που είναι του εμπορίου και των συναλλαγών: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί, τα καταφέρνει, γιατί είναι άνθρωπος της αγοράς»·
- άνθρωπος της αράδας, που είναι κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ παρέα με ανθρώπους της αράδας»·
- άνθρωπος της δεκάρας (της δραχμής, της πεντάρας, του φράγκου), α. που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω παρτίδες με ανθρώπους της δεκάρας σαν και του λόγου σου». β. είναι και φορές που αναφέρεται σε άνθρωπο υπερβολικά τσιγκούνη·
- άνθρωπος της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- άνθρωπος της δράσης, που είναι ενεργητικός, δραστήριος: «δεν μπορεί να καθίσει στιγμή ήσυχος στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος της δράσης»·
- άνθρωπος της εκκλησίας, αυτός που πηγαίνει ανελλιπώς στην εκκλησία για την άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων του και, κατ’ επέκταση, χωρίς να είναι κανόνας ή βέβαιο, ο καλός χριστιανός: «αυτός λέει πάντα την αλήθεια, γιατί είναι άνθρωπος της εκκλησίας»·
- άνθρωπος της εποχής, ο σύγχρονος άνθρωπος που επιδιώκει να ανεβεί επιχειρηματικά και κοινωνικά, που επιδιώκει να αποκτήσει κοινωνική ή πολιτική δύναμη μέσω της δουλειάς και των χρημάτων του, που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τη διαπλοκή προς όφελός του: «ο τάδε ήταν ένας άνθρωπος της εποχής και είχε βλέψεις να κυριαρχήσει στο χώρο των μεταφορών || ένας άνθρωπος της εποχής δε δεσμεύεται μ’ ένα κόμμα, αλλά βοηθάει όσα περισσότερα μπορεί, γιατί θα ’ρθει κάποια μέρα, που θα ζητήσει να του εξαργυρώσουν αυτή του τη βοήθεια»·
- άνθρωπος της θάλασσας, α. ο έμπειρος ναυτικός: «ένας άνθρωπος της θάλασσας ξέρει να παλεύει με τα κύματα». β. (γενικά) ο ναυτικός, ο ψαράς: «έχω γνωστό έναν άνθρωπο της θάλασσας, που μου φέρνει πάντα φρέσκο ψάρι»·
- άνθρωπος της καρπαζιάς, που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, που όλοι τον υποτιμούν και τον εμπαίζουν: «δεν ήταν ποτέ δυνατόν να βάλουμε στην παρέα μας έναν τέτοιον άνθρωπο της καρπαζιάς!»·
- άνθρωπος της μπαμπεσιάς, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «μην του έχεις καθόλου εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος της μπαμπεσιάς και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει»·
- άνθρωπος της νύχτας, α. αυτός που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, ο νυχτόβιος: «όλοι μέσα στην παρέα τους είναι άνθρωποι της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: της νύχτας άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω δικαίωμα να σ’ αγαπώ). β. αυτός που είναι αμφίβολης ηθικής: «δεν πρέπει να ’χεις ποτέ εμπιστοσύνη σ’ έναν άνθρωπο της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς). γ. που εργάζεται σε δουλειές που αναπτύσσουν δραστηριότητα τη νύχτα: «οι άνθρωποι της νύχτας είναι κι αυτοί άνθρωποι που παλεύουν για το νυχτοκάματό τους»·
- άνθρωπος της πένας, ο συγγραφέας: «γενικά οι άνθρωποι της πένας είναι αγαπητοί απ’ το πλατύ κοινό»·
- άνθρωπος της πιάτσας, άνθρωπος καπάτσος, καταφερτζής, ανοιχτομάτης: «δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανένας, γιατί είναι άνθρωπος της πιάτσας»·
- άνθρωπος της πλάκας, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, άνθρωπος ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «πήγες κι εσύ να πάρεις συμβουλή από έναν άνθρωπο της πλάκας κι ήθελες και να προκόψεις!»·
- άνθρωπος της πόλης, αυτός που δεν μπορεί να ξεκόψει από τους έντονους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής της πόλης, που δεν έχει συνηθίσει ή δεν μπορεί να ζήσει σε αγροτική περιοχή: «με το ρυθμό που έχει μάθει να ζει ο άνθρωπος της πόλης θα τρελαθεί, αν αναγκαστεί να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο απομονωμένο χωριό || εγώ είμαι άνθρωπος της πόλης και δεν μπορώ να κάνω χωρίς θόρυβο, χωρίς ένταση, χωρίς καυσαέριο, βρε αδερφέ, κατάλαβες;»·
- άνθρωπος της πουτάνας, άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πριν μπλέξει μ’ αυτόν τον άνθρωπο της πουτάνας, ήταν μια χαρά παιδί»·
- άνθρωπος της πουτανιάς, α. που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έχει μπλέξει μ’ έναν άνθρωπο της πουτανιάς και πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο». β. ο πουτανιάρης (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουστιάς, που δεν μπορεί να του έχει κανείς εμπιστοσύνη, ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «έδωσε βάση στα λόγια του, χωρίς να ξέρει ότι είναι άνθρωπος της πουστιάς»·
- άνθρωπος της σειράς, α. άνθρωπος κοινός, συνηθισμένος, ανάξιος λόγου, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξης: «δεν κάνει ποτέ του παρέα με ανθρώπους της σειράς». β. που είναι τακτικός, τυπικός, νοικοκύρης: «ο ένας του γιος είναι μεγάλος τσαπατσούλης, ενώ ο άλλος είναι άνθρωπος της σειράς»·
- άνθρωπος της σφαλιάρας, βλ. φρ. άνθρωπος της καρπαζιάς·
- άνθρωπος της τσόχας, ο μανιώδης χαρτοπαίχτης ή ο μανιώδης παίχτης ζαριών: «έχεις δει ποτέ κανέναν άνθρωπο της τσόχας να κάνει λεφτά;»·
- άνθρωπος της φυλακής, αυτός που μπαινοβγαίνει στη φυλακή: «δεν τον πολυβλέπουνε στην οικογένειά του, γιατί είναι άνθρωπος της φυλακής»·
- άνθρωπος της ψυχής, που είναι πονόψυχος: «αν όντως έχεις ανάγκη από βοήθεια, θα σε βοηθήσει ο τάδε, γιατί είναι άνθρωπος της ψυχής»·
- άνθρωπος του βιβλίου, που αγαπάει το διάβασμα, ο φιλαναγνώστης: «έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη στο σπίτι του, γιατί είναι άνθρωπος του βιβλίου»·
- άνθρωπος του διαβόλου, α. που είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός: «κάποια μέρα θα μπλέξεις, αφού κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο του διαβόλου». β. ο διαβολάνθρωπος (βλ. λ. )·
- άνθρωπος του δρόμου, ο αλήτης: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του δρόμου, πάει απ’ το κακό στο χειρότερο αυτό το παιδί»·
- άνθρωπος του έλα να δεις, α. ο παλιάνθρωπος, ο απατεώνας: «είναι άνθρωπος του έλα να δεις, γι’ αυτό μην μπλέκεις μαζί του». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος: «πάντρεψε την κόρη του μ’ έναν άνθρωπο του έλα να δεις και τώρα τραβάει τα μαλλιά του»·
- άνθρωπος του Θεού, α. ο ενάρετος, ο ευλαβής, ο θρήσκος: «δε βλαστημάει ποτέ, γιατί είναι άνθρωπος του Θεού». β. ο κληρικός: «ποτέ δε βρίζει τα θεία μπροστά σ’ έναν άνθρωπο του Θεού»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, α. αυτός που ανήκει στην υψηλή κοινωνία, στην αριστοκρατία, ο αριστοκράτης: «ήταν στη δεξίωση μόνο άνθρωποι του καλού κόσμου». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας εντελώς το αντίθετο, ιδίως τον απατεώνα·
- άνθρωπος του καναπέ, άνθρωπος που είναι καλομαθημένος και τεμπέλης: «πήγε κι έκανε δουλειά μ’ έναν άνθρωπο του καναπέ, και περίμενε να προκόψει!»·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, άνθρωπος πάρα πολύ καλός, εξαιρετικός: «πρώτη φορά που γνώρισες κι εσύ έναν άνθρωπο του κάτσε καλά»· βλ. και φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος του καφενείου, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο καφενείο, που ξοδεύει τις ώρες του στο καφενείο, που είναι τακτικός θαμώνας του καφενείου, ο καφενόβιος: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έγινε άνθρωπος του καφενείου || απ’ τη μέρα που βγήκε στη σύνταξη, έγινε κι αυτός άνθρωπος του καφενείου»·
- άνθρωπος του κερατά, ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο του κερατά, σίγουρα θα καταστραφεί»·
- άνθρωπος του κλότσου και του μπάτσου, άνθρωπος χωρίς καμιά υπόληψη, που όλοι τον υποτιμούν, τον περιφρονούν, που τον φέρονται με σκληρό, με βάναυσο τρόπο: «πάει να σκάσει ο πατέρας της απ’ το κακό του, γιατί θέλει να παντρευτεί μ’ έναν άνθρωπο του κλότσου και του μπάτσου»·
- άνθρωπος του κόσμου, α. ο κοσμικός, ο κοσμοπολίτης: «σαν άνθρωπος του κόσμου που είναι, πηγαίνει κάθε τόσο σε χορούς και δεξιώσεις». β. που είναι ανεκτικός, που συμπεριφέρεται ευγενικά, που του αρέσει η συναναστροφή, οι παρέες: «δεν πιστεύω να σε αποπάρει, γιατί είναι άνθρωπος του κόσμου || είναι πρόσχαρος κι ευγενικός και γενικά είναι άνθρωπος του κόσμου»·
- άνθρωπος του κρασιού, βλ. συνηθέστ. άνθρωπος του ποτηριού·
- άνθρωπος του λαού, (ιδίως για πολιτικούς) που προέρχεται από το λαό, που έχει λαϊκή καταγωγή ή που ενδιαφέρεται σοβαρά για τα προβλήματα του λαού: «απ’ όλους τους πολιτικούς των τελευταίων χρόνων μόνο ο τάδε είναι άνθρωπος του λαού και γι’ αυτό, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, παίρνει τις περισσότερες ψήφους απ’ όλους»· βλ. και φρ. παιδί του λαού, λ. παιδί·
- άνθρωπος του λιμανιού, α. ο λιμενεργάτης: «οι άνθρωποι του λιμανιού δουλεύουν πολύ σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους». β. (υποτιμητικά ή υβριστικά) που συμπεριφέρεται ανάγωγα, χυδαία, που είναι χαμηλού επιπέδου: «οι άνθρωποι του λιμανιού συνήθως δεν έχουν ούτε ευγένεια ούτε τρόπους»·
- άνθρωπος του μπαρ, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στα μπαρ, που ξοδεύει τις ώρες του στα μπαρ, που είναι τακτικός θαμώνας των μπαρ, ο μπαρόβιος: «ψάξε στα μπαράκια του κέντρου κι εκεί κάπου θα τον βρεις, γιατί είναι άνθρωπος του μπαρ»·
- άνθρωπος του πεζοδρομίου, α. άνθρωπος έξυπνος, πολύ έμπειρος: «δεν μπορείς να ξεγελάσεις εύκολα τους ανθρώπους του πεζοδρομίου». β. άνθρωπος που ανήκει, που προέρχεται από τον υπόκοσμο: «οι άνθρωποι του πεζοδρομίου έχουν δικό τους κώδικα τιμής»· βλ. λ. και φρ. άνθρωπος του δρόμου·
- άνθρωπος του ποτηριού, α. που του αρέσει το ποτό, που του αρέσει να πίνει: «όλοι μέσα στην παρέα του είναι άνθρωποι του ποτηριού και κάθε βράδυ τα πίνουν στο ταβερνάκι της γειτονιάς τους». β. ο πότης, ο μπεκρής: «δεν τη θέλανε για νύφη, επειδή ο πατέρας της ήταν άνθρωπος του ποτηριού»·
- άνθρωπος του σαλονιού ή άνθρωπος των σαλονιών, που είναι της καλής κοινωνίας, των κοσμικών κύκλων, ο κοσμικός: «σαν άνθρωπος του σαλονιού που είναι, τον γνωρίζει όλη η αριστοκρατία»·
- άνθρωπος του σιναφιού, που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα, ιδίως παράνομη, που ανήκει στον ίδιο χώρο: «οι άνθρωποι του σιναφιού υποστηρίζονται μεταξύ τους || να ρωτήσουμε και τον τάδε, που είναι άνθρωπος του σιναφιού»·
- άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, α. ο μεγάλος παλιάνθρωπος, ο μεγάλος απατεώνας: «έμπλεξε μ’ έναν άνθρωπο του σκοινιού και του παλουκιού κι έχει συνέχεια τραβήγματα με τις αστυνομίες». β. άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος, εντελώς φαύλος, εξώλης και προώλης, που του χρειάζεται δηλ. κρέμασμα ή ανασκολοπισμός: «μετά το γάμο του αποδείχτηκε άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού»·
- άνθρωπος του σπιτιού, που βρίσκει ευχαρίστηση να περνάει τις ελεύθερες ώρες του στο σπίτι του με την οικογένειά του, ο σπιτόγατος: «δεν έρχεται μαζί μας στις βραδινές εξόδους μας, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. είναι άνθρωπος του σπιτιού·
- άνθρωπος του υποκόσμου, αυτός που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας έξω από τους ηθικούς και κοινωνικούς νόμους της, ο παράνομος: «δεν έχω δει άνθρωπο του υποκόσμου που να μην έχει κακό τέλος»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. φρ. άνθρωπος του έλα να δεις·
- άνθρωπος των άκρων, που ενεργεί υπέρμετρα, υπερβολικά, που φτάνει μια υπόθεση μέχρι το τέλος της από πείσμα ή για λόγους αντεκδίκησης: «πρόσεχε μην του κάνεις καμιά πουστιά, γιατί είναι άνθρωπος των άκρων και θα σε κυνηγήσει, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι»·
- άνθρωπος των γραμμάτων, α. που ασχολείται με τη φιλολογία ή τη λογοτεχνία, που είναι φιλόλογος ή λογοτέχνης: «τον έναν του το γιο τον έκανε τεχνίτη, ενώ τον άλλον άνθρωπο των γραμμάτων». β. (γενικά) αυτός που είναι πολύ μορφωμένος: «είναι λάτρης της μουσικής και άνθρωπος των γραμμάτων»·
- άνθρωπος των τύπων, α. που δεν είναι εκδηλωτικός, που συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «είναι άνθρωπος των τύπων και δεν ξανοίγεται εύκολα με τους άλλους». β. που είναι σχολαστικός, γραφειοκράτης: «έπεσα πάνω σ’ έναν άνθρωπο των τύπων και για μια υπογραφή μου άλλαξε την Παναγία»·
- άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, που είναι χαμηλού ηθικού επιπέδου, που είναι αχρείος, φαύλος: «δεν τον βάλαμε στην παρέα μας, γιατί είναι άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης»·
- άνθρωπος χαμηλών τόνων, που συμπεριφέρεται ή συνδιαλέγεται ήρεμα, χωρίς να παρουσιάζει εξάρσεις: «γενικά στη ζωή του υπήρξε άνθρωπος χαμηλών τόνων»·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, που είναι σκληρός, άκαρδος: «γνώρισα πολλούς σκληρούς ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοιον άνθρωπο χωρίς καρδιά πρώτη μου φορά γνωρίζω»·
- άνθρωπος χωρίς μυαλό, ο άμυαλος: «πέφτει από γκάφα σε γκάφα, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς μυαλό»·
- άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, που δεν έχει πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: «δεν έχει καμιά ηθική αξία μέσα του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο»·
- άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, που είναι άβουλος, που άγεται και φέρεται από τον καθένα χωρίς μεγάλη δυσκολία: «η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα»·
- άνθρωπος χωρίς συνείδηση, που είναι ασυνείδητος: «ξέχνα πως είσαι φίλος του και μην υπολογίζεις στη βοήθειά του, γιατί είναι άνθρωπος χωρίς συνείδηση»· 
- ανοιχτός άνθρωπος, α. άνθρωπος ευχάριστος, πρόσχαρος, καταδεκτικός: «όλοι τον θέλουν στην παρέα τους, γιατί είναι ανοιχτός άνθρωπος». β. που δημιουργεί με ευκολία νέες παρέες, νέες συναναστροφές: «δεν είναι καθόλου δύσκολος στις παρέες του, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος». γ. που είναι πρόθυμος να συζητήσει και να προβληματιστεί σε καθετί καινούργιο, που είναι ανοιχτόμυαλος, σύγχρονος, μοντέρνος: «δεν είναι καθόλου δογματικός, ίσα ίσα μάλιστα, είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος»·
- ανώτερος άνθρωπος, που έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο και για το λόγο αυτό δεν κρατάει κακίες, δεν έχει μνησικακία: «τον έχουν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι ανώτερος άνθρωπος»·
- ατόφιος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, ειλικρινής, ντόμπρος: «υπάρχουν δυστυχώς λίγοι ατόφιοι άνθρωποι σαν και το φίλο σου»·
- βέρος άνθρωπος, που είναι γνήσιος, αληθινός, ντόμπρος: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι βέρος άνθρωπος και δεν πρόκειται ποτέ να με πουλήσει»·
- βήτα άνθρωπος, που δεν είναι εντάξει, που δεν είναι καθώς πρέπει: «δεν τον θέλουμε στην παρέα μας, γιατί είναι βήτα άνθρωπος». Αναφορά στο εμπόρευμα βήτα διαλογής·
- βρήκες άνθρωπο! αμφισβήτηση στα λόγια κάποιου που μας λέει ότι βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο για να του τελειώσει κάποια δουλειά του, ενώ εμείς είμαστε σίγουροι για την ανικανότητα ή την ακαταλληλότητά του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- βρίσκω τον άνθρωπο, α. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια συγκεκριμένη δουλειά, που αδυνατούσα να την τελειώσω: «ήταν πολύ μπερδεμένη δουλειά, αλλά βρήκε τον άνθρωπο για να του την τελειώσει». β. βρίσκω τον κατάλληλο άνθρωπο για να μου τελειώσει μια παράνομη δουλειά: «αν θέλεις να ξεκάνεις τον τάδε, μπορώ να σου βρω τον άνθρωπο να τακτοποιήσει την υπόθεση»·
- βρίσκω τον άνθρωπό μου, βρίσκω τον ερωτικό μου σύντροφο, το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη μέρα που βρήκε τον άνθρωπό του, δεν πηγαίνει μ’ άλλη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου, προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- βρόμικος άνθρωπος, α. που ζει ή που ενεργεί ανήθικα, πρόστυχα, επιλήψιμα: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος». β. ο απατεώνας: «δε συνεργάζεται κανένας μαζί του, γιατί είναι βρόμικος άνθρωπος»·
- γαμάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι πάρα πολύ ωραίος, πάρα πολύ όμορφος, πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ εντάξει: «προχτές γνώρισα ένα πολύ γαμάτο άνθρωπο, που θα τον φέρω να τον γνωρίσει και η παρέα μου»·
- γαμιστερός άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος·
- γαρμπάτος άνθρωπος, που είναι κομψοντυμένος, που ενδιαφέρεται για το κομψό ντύσιμο: «προσέχει πάντα το ντύσιμο του, γιατί είναι γαρμπάτος άνθρωπος»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, α. εκνευρίζομαι πάρα πολύ, παραφρονώ: «όταν του θίξεις την τιμή της αδερφής του, γίνεται άλλος άνθρωπος». β. αλλάζω ριζικά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «μόλις βλέπει τη μάνα του, γίνεται άλλος άνθρωπος και κάθεται σούζα || μόλις πιει κάτι παραπάνω, γίνεται άλλος άνθρωπος κι αρχίζει τη φασαρία»·
- γίνομαι άνθρωπος (σωστός), α. αποβάλλω τα ελαττώματά μου, διορθώνομαι: «επιτέλους, έγινες άνθρωπος μετά από τόσες συμβουλές»· ευπρεπίζομαι: «μετά το μπάνιο και το ξύρισμα, έβαλε καινούρια ρούχα κι έγινε άνθρωπος σωστός». β. βελτιώνομαι ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έγινε άνθρωπος σωστός». γ. γίνομαι κοινωνικός: «σιγά σιγά ξανοίχτηκε με τις παρέες κι έγινε κι αυτός άνθρωπος». δ. φέρομαι κόσμια: «για γίνε άνθρωπος, γιατί εδώ δεν είναι όπως ήξερες στους δρόμους»·
- γκαγκάν άνθρωπος, (στη νεοαργκό) που είναι εύθυμος, ευχάριστος, καθώς πρέπει: «έναν τέτοιο γκαγκάν άνθρωπο, τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας»·
- γκανιάν άνθρωπος, που μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί, που μπορεί να ποντάρει επάνω του, που πρέπει να τον θεωρεί σίγουρο ως προς τη συμπεριφορά του: «σε τέτοιο γκανιάν άνθρωπο, μπορείς να εμπιστευτείς άφοβα τον πόνο σου». Από την ορολογία του ιπποδρόμου, όπου το γκανιάν άλογο είναι αυτό που τερματίζει πρώτο στην κούρσα·
- γκαραντί άνθρωπος, που είναι σίγουρος, σταθερός στις σχέσεις του, που κρατάει το λόγο του, που είναι εγγυημένος ως προς το χαρακτήρα του: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, γιατί είναι γκαραντί άνθρωπος». Αναφορά στην εγγύηση που δίνει η κατασκευάστρια εταιρία σε αυτόν που αγοράζει το προϊόν της·
- γλυκανάλατος άνθρωπος, που δεν είναι ευχάριστος, που είναι ανούσιος, σαχλός: «πώς να βάλεις τέτοιον γλυκανάλατο άνθρωπο στην παρέα σου!»·
- γλυκός άνθρωπος, που είναι τρυφερός, αγαπητός, αξιαγάπητος, χαριτωμένος: «είναι τόσο γλυκός άνθρωπος, που δεν μπορείς να του αρνηθείς τίποτα»·
- γουστόζικος άνθρωπος, που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: «τον θέλουμε όλοι στην παρέα μας, γιατί είναι γουστόζικος άνθρωπος και περνάμε ωραία μαζί του»·
- δε βλέπω άνθρωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «κάνει τόσο κρύο, που δε βλέπεις άνθρωπο στους δρόμους»·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δε βλέπω άνθρωπο·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, με τις πράξεις του ή τη συμπεριφορά του ξεσηκώνει, σκανδαλίζει, βάζει σε πειρασμό τους άλλους: «αποφασίσαμε για ένα διάστημα να σταματήσουμε τις βραδινές εξόδους μας και ν’ ασχοληθούμε με τις οικογένειές μας, όμως, αυτός ο αφιλότιμος, δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει, γιατί κάθε βράδυ, μας παρασέρνει  και πηγαίνουμε στα μπουζούκια || δεν αφήνει άνθρωπο ν’ αγιάσει αυτή η γυναίκα, γιατί κυκλοφορεί πάντα μ’ ένα πολύ προκλητικό ντύσιμο»·
- δεν είμαι άνθρωπος εγώ; ή δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ; ή δεν είμαστε άνθρωποι εμείς; ή δεν είμαστε άνθρωποι κι εμείς; βλ. φρ. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να γεννηθώ φτωχός παράπονο με πιάνει, δεν είμαι άνθρωπος εγώ, μάνα δε μ’ έχει κάνει;). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι άνθρωπος να… ή δεν είναι άνθρωπος που…, δε συνηθίζει, δεν είναι του χαρακτήρα του να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «δεν είναι άνθρωπος να χολοσκάει με τον ξένο πόνο || δεν είναι άνθρωπος που αρνιέται τη βοήθειά του || δεν είναι άνθρωπος που μπορεί να πει ψέματα»·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, είναι μπλεγμένος σε ύποπτες, σε παράνομες υποθέσεις, είναι απατεώνας: «μην του δείχνεις εμπιστοσύνη, γιατί δεν είναι καθαρός άνθρωπος»·
- δεν έχω δει ανθρώπου πρόσωπο, δεν είδα απολύτως κανέναν: «εδώ και μια βδομάδα κλείστηκε στο σπίτι και δεν έχει δει ανθρώπου πρόσωπο»·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, δεν έχω κανένα πρόβλημα, καμιά διένεξη, καμιά διαφορά με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, γιατί να μη του μιλάω; || αυτός είναι που σε κατηγόρησε; -Όχι, δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), λ. τίποτα·
- δεν πατάει άνθρωπος, στον χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος δεν παρατηρείται εμπορική κίνηση, γενικά, δεν παρατηρείται κίνηση, δεν πηγαίνει κανένας: «άνοιξε ένα ωραίο μπαράκι στη γειτονιά μου, αλλά, επειδή είναι απόμερο, δεν πατάει άνθρωπος || το χειμώνα με τα κρύα η παραλία είναι έρημη, γιατί δεν πατάει άνθρωπος»·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, δεν μπορεί να το σκεφτεί, να το συλλάβει ή να το κατανοήσει: «έχει τέτοιες δυνατότητες σήμερα η τεχνολογία, που δεν το φτάνει ανθρώπου νους»·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν υπάρχει κανένας, επικρατεί ερημιά: «και να φωνάξω δε θα μ’ ακούσει κανένας, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ όλη την περιοχή»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι (ενν. για να δει αυτά που κάνεις και αν είναι καλά, να σε υποστηρίξει ή, αν είναι κακά, να σε συμβουλέψει): «δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει πως με λίγη βοήθεια θα πάει μπροστά αυτό το παιδί; || δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι να δει τις βλακείες που κάνει αυτός ο άνθρωπος και να τον συμβουλέψει;»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. φρ. δεν υπάρχει άνθρωπος·
- διαβολεμένος άνθρωπος, βλ. λ. διαβολάνθρωπος·
- δικαιώματα του ανθρώπου, βλ. φρ. ανθρώπινα δικαιώματα, βλ. λ. ανθρώπινος·
- διφορούμενος άνθρωπος, που δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά αν είναι καλός ή κακός·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
- έγινε άνθρωπος! ειρωνική αμφισβήτηση για την αλλαγή προς το καλύτερο ή για την οικονομική βελτίωση κάποιου που μας αναφέρει κάποιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και κλείνει με το τώρα κι αυτός: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έγινε το καλύτερο παιδί. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος, σαν να μην ξέρουμε πως ξενοκοιμάται! || σώθηκε απ’ τη μέρα που κέρδισε στο τζόκερ. -Ναι μωρέ, έγινε άνθρωπος τώρα κι αυτός, σαν να μην ξέρουμε πως δεν έχει σκοπό να ξεχρεώσει τα χρέη του!»·
- έγινε ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;), α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα μαζί σας, εγώ άνθρωπος δεν είμαι;». β.έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ, ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω να τα σπάσω κι εγώ στα μπουζούκια, εγώ δεν είμαι άνθρωπος;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δηλαδή. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. νους·
- εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, βλ. λ. μυαλό·
- είναι ανάποδος άνθρωπος, έχει κακό χαρακτήρα, είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί είναι ανάποδος άνθρωπος και θα σου δημιουργήσει προβλήματα»·
- είναι άνθρωποί μου, είναι δικοί μου, υποτακτικοί μου, μπράβοι μου, βρίσκονται στη δούλεψή μου: «αφού ήξερες πως είναι άνθρωποί μου, γιατί δεν τους άφησες να περάσουν;»·
- είναι άνθρωπος, είναι σωστός, καλός, καλοπροαίρετος, έχει ψυχικά χαρίσματα: «όσο για το φίλο σου, μάλιστα, αυτός είναι άνθρωπος»·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι άνθρωπος σπαθί, βλ. λ. σπαθί·
- είναι άνθρωπος της κατάστασης, είναι άνθρωπος που πρόσκειται ή που είναι έμπιστος της κυβέρνησης ή κάποιας άλλης εξουσίας: «αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ν’ απευθυνθείς στον τάδε, που είναι άνθρωπος της κατάστασης»·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, αν και έχει όλον τον καιρό μπροστά του για να τελειώσει ή να διεκπεραιώσει μια δουλειά ή μια υπόθεση, συνηθίζει να ενεργοποιείται έντονα λίγο πριν εκπνεύσει η διορία που είχε, και προφταίνει να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει: «ως γνωστό, οι Έλληνες είναι άνθρωποι της τελευταίας στιγμής κι εκεί που φαίνεται πως θα εκτεθούν, στο τέλος τα δίνουν όλα και βγαίνουν ασπροπρόσωποι, όπως έγινε και με την Ολυμπιάδα»·  
- είναι άνθρωπος του και πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι άνθρωπος του σπιτιού, ανήκει στο συγγενικό περιβάλλον, είναι συγγενής, οικείος: «έρχεται και μ’ επισκέπτεται οποιαδήποτε ώρα, γιατί είναι άνθρωπος του σπιτιού»· βλ. και φρ. άνθρωπος του σπιτιού·
- είναι άνθρωπος του συμφέροντος, είναι συμφεροντολόγος: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι άνθρωπος του συμφέροντος και θα προσπαθήσει να σε ρίξει»·
- είναι άνθρωπος του τάδε, α. πρόσκειται στον τάδε ή κατευθύνεται από τον τάδε: «είναι άνθρωπος του διευθυντή». β. είναι υποτακτικός του τάδε, είναι μπράβος του, βρίσκεται στη δούλεψή του: «απ’ ό,τι ξέρω, είναι άνθρωπος του λεσχιάρχη»·
- είναι άνθρωπος των καταστάσεων, δεν έχει πολιτική ιδεολογία και πηγαίνει πάντοτε με το κόμμα που καταλαμβάνει την εξουσία: «δεν πολυενδιαφέρεται για τα πολιτικά, γιατί είναι άνθρωπος των καταστάσεων»·
- είναι άρρωστος ο άνθρωπος! βλ. λ. άρρωστος·
- είναι δικός μας άνθρωπος, α. ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς ή στο ίδιο σινάφι με το δικό μας, ιδίως παράνομο: «μίλα αβέρτα, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος». β. είναι του στενού μας περιβάλλοντος: «δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προσκαλέσουμε και τον τάδε, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος»·
- είναι δικός μου άνθρωπος, α. είναι άνθρωπος του συγγενικού μου περιβάλλοντος: «από εδώ ο φίλος μου κι από δω να σε γνωρίσω τον τάδε, που είναι δικός μου άνθρωπος». β. είναι άνθρωπος της εμπιστοσύνης μου, της δούλεψής μου, υποτακτικός μου, μπράβος μου, της συμμορίας μου: «όσοι είναι δικοί μου άνθρωποι, ορκίζονται στ’ όνομά μου»·
- είναι δύσκολος άνθρωπος, είναι στρυφνός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος: «δεν μπορείς να τον ανεχτείς για πολύ καιρό, γιατί είναι δύσκολος άνθρωπος»·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- είναι ο άνθρωπός μας, είναι αυτός που υποπτευόμαστε, αυτός που θεωρούμε ύποπτο: «έχω την εντύπωση πως εκείνος που περπατάει με το κεφάλι κατεβασμένο, είναι ο άνθρωπός μας». Ο πλ., γιατί υποτίθεται πως παρακολουθείται από την αστυνομία ή από την Ασφάλεια· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μου·
- είναι ο άνθρωπός μου, α. είναι ο (η) σύζυγός μου, ο ερωμένος μου, ο γκόμενός μου, η ερωμένη μου, η γκόμενά μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί ’ναι βλέπεις ο άνθρωπός μου). β. είναι ο κατάλληλος, ο ιδανικός για να φέρει σε πέρας μια δουλειά, ιδίως παράνομη: «έχω την εντύπωση πως ο τάδε είναι ο άνθρωπος μου για να μου περάσει τα λαθραία απ’ το τελωνείο»· βλ. και φρ. είναι ο άνθρωπός μας·
- είναι ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. συνηθέστ. είναι το πρόσωπο της ημέρας, λ. πρόσωπο·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, βλ. λ. Θεός·
- εσύ δεν είσαι άνθρωπος, απαξιωτική έκφραση σε βάρος κάποιου ανθρώπου χωρίς αισθήματα: «έκανα τα πάντα να σε βοηθήσω, αλλά εσύ δεν είσαι άνθρωπος να καταλάβεις τις θυσίες του άλλου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ δεν είσαι άνθρωπος τον πόνο μου να νιώσεις, μια μέρα δεν ξημέρωσε χωρίς να με πληγώσεις
- έχει τους ανθρώπους του, έχει τους πληροφοριοδότες του: «ό,τι και να κάνει ο ανταγωνιστής του το μαθαίνει αμέσως, γιατί έχει τους ανθρώπους του»· 
- έχω τον άνθρωπο, βλ. φρ. έχω τον κατάλληλο άνθρωπο, λ. κατάλληλος·
- ζω σαν άνθρωπος, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- ζωντανός άνθρωπος, που είναι πολύ ενεργητικός, που ζει τη ζωή του με γλέντια και διασκεδάσεις: «να καλέσεις και τον τάδε στο πάρτι σου, γιατί είναι ζωντανός άνθρωπος και θα μας δώσει κέφι»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, ο θάνατος: «όλοι μας κάποτε υποκύπτουμε στην κοινή των ανθρώπων μοίρα». Συνών. το κοινό χρέος / το μοιραίο·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. φρ. τρώει άνθρωπο(!)·
- θα φταρνίζεται ο άνθρωπος! έκφραση που λέγεται, όταν σε μια συζήτηση αναφέρεται εκ παραδρομής συχνά πυκνά το όνομα κάποιου που είναι απών·
- ίσιος άνθρωπος, ο ευθύς στο χαρακτήρα, ο ειλικρινής, ο ντόμπρος: «όλοι τον εκτιμούν, γιατί είναι ίσιος άνθρωπος»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- καλέ μου άνθρωπε! α. προσφώνηση με παρακλητική διάθεση σε άτομο του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομά: «καλέ μου άνθρωπε, μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, τι ώρα έχεις;». β. προσφώνηση σε άτομο με προτρεπτική ή απολογητική διάθεση, ιδίως σε περιπτώσεις που προσπαθούμε να επαναφέρουμε μια έντονη συζήτηση σε ήπιο κλίμα: «μη φωνάζεις, καλέ μου άνθρωπε, γιατί με τις φωνές δε θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε || καλέ μου άνθρωπε, αυτό που είπα το είπα μόνο και μόνο για το καλό σου». Από την αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Θανάση Βέγγου· 
- κλειστός άνθρωπος, που δεν είναι εκδηλωτικός, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του, που είναι εσωστρεφής: «δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις τι νιώθει ή τι σκέφτεται, γιατί είναι κλειστός άνθρωπος»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μαλακός άνθρωπος, που είναι ήπιος, πράος: «δεν τον έχω δει ποτέ ν’ αγριεύει, γιατί είναι μαλακός άνθρωπος»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! μια εντελώς φαλλοκρατική αντιμετώπιση της γυναίκας από τον άντρα, αλλά και υποτιμητική στάση του προς τους παθητικούς ομοφυλόφιλους: «δεν κουβεντιάζω ποτέ σοβαρά θέματα με τη γυναίκα μου, γιατί με άνθρωπο που γαμάς, τι κουβέντα να κάνεις!»·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με λάθος άνθρωπο έμπλεξες ή με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή έμπλεξες με λάθος άνθρωπο ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μετρημένος άνθρωπος, που είναι συνετός: «είναι μετρημένος άνθρωπος και όλοι ζητούν τη συμβουλή του»·
- μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, βλ. λ. πήχη·
- μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας  πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, βλ. λ. πορδή·
- μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος, βλ. λ. σταλιά·
- μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, βλ. λ. φορά·
- μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος, βλ. λ. φτυσιά·
- μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος, βλ. λ. φυσηξιά·
- μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, βλ. λ. χαψιά·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. λ. μερίδα·
- μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
- μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
- μισός άνθρωπος, α. ο ανάπηρος: «έπεσε θύμα τροχαίου κι έμεινε μισός άνθρωπος». β. ο μικροκαμωμένος, η μισή μερίδα: «μισός άνθρωπος, ο αφιλότιμος, και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα!»·
- μοναχικός άνθρωπος, βλ. συνηθέστ. μοναχικός τύπος, λ. τύπος·
- μπόσικος άνθρωπος, ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος: «μη συμβουλεύεσαι τον τάδε, γιατί είναι μπόσικος άνθρωπος και δεν πρέπει να δίνεις βάση στα λόγια του»·
- μυστήριος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται περίεργα, παράξενα, ακατανόητα: «είναι μυστήριος άνθρωπος, γι’ αυτό δεν έχει πολλές συμπάθειες μέσα στη γειτονιά»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, είδος κατάρας με την έννοια να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια δυσκολίες και προβλήματα·
- νοικοκύρης άνθρωπος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- νορμάλ άνθρωπος, α. που ζει φυσιολογικά σε μια σειρά και τάξη, που δεν έχει εξάρσεις στη ζωή του: «επειδή είναι γυναίκα που θέλει να κάνει οικογένεια, παντρεύτηκε ένα νορμάλ άνθρωπο». β. (και για τα δυο φύλα) που δεν έχει σεξουαλικές διαστροφές: «δεν παίρνει μέρος στις παρτούζες των φίλων του, γιατί είναι νορμάλ άνθρωπος»·
- ντόμπρος άνθρωπος, που είναι ευθύς, ειλικρινής, ίσιος: «επειδή είναι ντόμπρος άνθρωπος, λέει πάντα την αλήθεια»·
- … ο άνθρωπος! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον που έπαθε κάτι κακό: «βρε, τι κακό που έπαθε στα καλά καθούμενα ο άνθρωπος! || τι να σου κάνει ο άνθρωπος μ’ όλ’ αυτά τα βάσανα που έχει περάσει!»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, χαρακτηρίζει άτομα απλά, συνηθισμένα, ανώνυμα, άτομα που συναντάει κανείς καθημερινά στη ζωή του: «δεν το περίμενε ποτέ κανείς από έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας να εναντιωθεί με τόσο θάρρος σε κοτζάμ υπουργό». Πρβλ.: μ’ αυτό το εισιτήριο που πάω να ταξιδέψω στη διπλανή σας πόρτα πιο ράκος θα επιστρέψω (Λαϊκό τραγούδι). Από το ότι, συνήθως, οι επώνυμοι και οι σπουδαίοι ζουν απομακρυσμένοι και απρόσιτοι·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, λέγεται με έμφαση γι’ αυτόν που αφήνει τις υποχρεώσεις του να σωρεύονται και βιάζεται να τις εκπληρώσει την τελευταία στιγμή: «ο Έλληνας χαρακτηρίζεται ως ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- ο μέσος άνθρωπος, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος άνθρωπος στην Ελλάδα δεν έχει και πολύ καλή σχέση με το βιβλίο»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οικογενειάρχης άνθρωπος, βλ. λ. οικογενειάρχης·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- παστρικός άνθρωπος, α. που είναι καθαρός, νοικοκυρεμένος, αγνός, τίμιος: «είναι παστρικός άνθρωπος κι όλες του τις δουλειές τις κάνει με μεγάλη προσοχή και με το σταυρό στο χέρι». β. (ειρωνικά) άνθρωπος κακοήθης, φαύλος, παλιάνθρωπος: «έμαθα και για σένα τι παστρικός άνθρωπος που είσαι!»·
- πεζός άνθρωπος, που γενικά δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, ο συνηθισμένος, ο βαρετός: «τον χώρισε, γιατί ήταν πολύ πεζός άνθρωπος κι έπληττε φοβερά μαζί του»·
- πέθανε σαν άνθρωπος, πέθανε αξιοπρεπώς: «πέθανε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους γιους και τις νύφες του»·
- περίληψη ανθρώπου, βλ. λ. περίληψη·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, πρέπει να είναι έμφυτο, φυσικό του κάτι για να ενεργεί με τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί: «πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να βοηθάει τους συνανθρώπους του, αλλιώς τους προσπερνάει αδιάφορα». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν)· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, λ. μέσα·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, βλ. λ. ψυχή·
- ρηχός άνθρωπος, που δεν έχει αισθήματα, που δεν έχει ψυχική και πνευματική υπόσταση: «πώς μπορεί να νιώσει τον πόνο σου ένας τόσο ρηχός άνθρωπος!»·
- σαν άνθρωποι, όπως αρμόζει, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους, σε πολιτισμένο περιβάλλον: «πέρνα απ’ το σπίτι μου το βράδυ για να μιλήσουμε σαν άνθρωποι»·
- σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημά μας: «μέθυσα μια φορά, σαν άνθρωπος κι εγώ || σαν άνθρωπος κι εγώ παραφέρθηκα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε φίλε να σου πω αυτό που έχω πάθει, γιατί σαν άνθρωπος κι εγώ έκανα κάτι λάθη). β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν άνθρωπος κι εγώ ήθελα ένα αυτοκίνητο και για το λόγο αυτό πούλησα μια γκαρσονιερίτσα που είχα, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ·  
- σαν ένας άνθρωπος, όλοι μαζί, ενωμένοι: «όλοι οι εργαζόμενοι σαν ένας άνθρωπος απαίτησαν απ’ την εργοδοσία καλύτερη ποιότητα ζωής»·
- σκληρός άνθρωπος, που δεν έχει αγάπη και καλοσύνη για τους συνανθρώπους του, που δε συμπονεί τους άλλους, που είναι σκληρόκαρδος: «από έναν τόσο σκληρό άνθρωπο σαν κι αυτόν, μην περιμένεις ούτε κατανόηση ούτε βοήθεια»·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στραβός άνθρωπος, που είναι δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να κάνεις λεπτό μαζί του, γιατί είναι στραβός άνθρωπος»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, ο αξιοπρεπής άνθρωπος κρατάει πάντα το λόγο του: «τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, κι αφού σου ’δωσε το λόγο του πως θα σε βοηθήσει, θα το κάνει»·  
- τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, βλ. λ. λάθος·
- τι άνθρωπος είσαι! α. έκφραση δυσφορίας για κάποιον που δε μένει ποτέ ευχαριστημένος: «αμάν πια, όλο φέρε και φέρε, τι άνθρωπος είσαι!». β. έκφραση δυσφορίας για τη σκληρότητα που επιδεικνύει κάποιος: «τι άνθρωπος είσαι, που θέλεις να κλείσεις τον άνθρωπο φυλακή επειδή σου χρωστάει εκατό ευρώ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το Παναγία μου ή το Χριστέ μου ή το Θεέ μου και κλείνει με το ρε·
- τι άνθρωπος κι αυτός! α. λέγεται με θαυμασμό για τα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα κάποιου. β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τον κακό χαρακτήρα κάποιου ή για τις κακές ή άστοχες ενέργειες του·
- τι είδους άνθρωπος είναι; βλ. λ. είδος·
- τι θες άνθρωπέ μου! επιθετική έκφραση σε άτομο που επιμένει να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι ή για να του δώσουμε κάτι, ενώ εμείς δεν έχουμε αυτή τη διάθεση: «τι θες άνθρωπέ μου και με σκας! Αφού σου είπα, πως δεν έχω αυτά τα λεφτά που μου ζητάς»·
- τι κάνει ο άνθρωπος! α. λέγεται με θαυμασμό για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι καλλιεργημένος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι σουρωμένος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άνθρωπος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα σπουδαία λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, τι λέει ο άνθρωπος!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άνθρωπος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι λες άνθρωπέ μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή διαμαρτυρίας σε άτομο, που μας ανακοινώνει κάτι που μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε, ή που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «σ’ έψαχνα για να σου πω πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Τι λες άνθρωπέ μου! Πριν μια ώρα κουβέντιαζα μαζί του! || θα ’ρθω αύριο να μου δώσεις πέντε εκατομμύρια και τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα. -Τι λες άνθρωπέ μου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το είσαι με τα καλά σου(;)· 
- τι λογής άνθρωπος είναι; βλ. λ. λογής·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα. Χτες το βράδυ γλεντούσαμε παρέα με τον τάδε και το πρωί πήγε από έμφραγμα καραμπινάτο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. συνηθέστ. τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα·  
- τι σόι άνθρωπος είναι, βλ. λ. σόι·
- τι σου είναι ο άνθρωπος! θαυμαστική έκφραση για το τι μπορεί να πετύχει, να κατορθώσει ο άνθρωπος: «προχώρησε τόσο πολύ η επιστήμη, που μέχρι και οι άντρες, λέει, θα μπορούν να γεννούν παιδιά. -Τι σου είναι ο άνθρωπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- τι φτιαξιά άνθρωπος είναι; βλ. λ. φτιαξιά·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, βλ. λ. πρόσωπο·
- τον κάνω άνθρωπο, τον κάνω να αποβάλει τα ελαττώματά του, τον μορφώνω, τον διορθώνω και γενικά τον ευπρεπίζω, τον κάνω να φέρεται κόσμια ως κοινωνικός άνθρωπος: «ήταν πολύ στραβόξυλο, αλλά, αυτή η γυναίκα που τον παντρεύτηκε, μπόρεσε και τον έκανε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σε κάνω άνθρωπο σύντροφό μου στη ζωή μα γι’ αγάπη τόσο όμορφη δεν επλάστηκες εσύ // σπουδάζει γιο μονάκριβο μακριά στη Γερμανία, για να τον κάνει άνθρωπο μέσα στην κοινωνία
- τρώει άνθρωπο! α. είναι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είναι εξοργισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μη του ζητήσεις καμιά χάρη αυτή τη στιγμή, γιατί τρώει άνθρωπο!». β. υπερασπίζεται σθεναρά αυτό που τον ενδιαφέρει απόλυτα: «γι’ αυτόν μπορείς να πεις ό,τι θες, αλλά αν κάνεις να πεις κάτι για τη γυναίκα του, τρώει άνθρωπο!»·
- υπάρχουν άνθρωποι γι’ άνθρωποι ή υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι, υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι και άξιοι και ανάξιοι και καλοί και κακοί: «στη ζωή δεν είναι όλοι ίδιοι, γιατί υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι»·
- υπόδειγμα ανθρώπου, βλ. λ. υπόδειγμα·
- υπόλοιπο ανθρώπου, βλ. λ. υπόλοιπο·
- υποψία ανθρώπου, βλ. λ. υποψία·
- φακάτος άνθρωπος, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. γαμάτος άνθρωπος· βλ. και λ. φακάτος·
- χοντρός άνθρωπος, βλ. λ. χοντράνθρωπος·
- χρυσός άνθρωπος, που είναι πολύ καλός, καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος: «γνώρισα έναν χρυσό άνθρωπο και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν πεθάνω θα με κλάψουν και θα λένε τι παλικάρι και τι άνθρωπος χρυσός, τώρα πληγώνουν την καρδιά μου και την καίνε και από τις πίκρες έχω μείνει ο μισός
- ώριμος άνθρωπος, που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, στο μέγιστο σημείο της σωματικής, ιδίως της πνευματικής του ανάπτυξης: «τώρα που είναι ώριμος άνθρωπος, μπορεί να παντρευτεί || είναι ώριμος άνθρωπος και μπορεί να κρίνει μόνος του τι πρέπει να κάνει και τι όχι». Αντίθ άγουρος άνθρωπος.

άσχετος

άσχετος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἄσχετος <ά- στερητ. + σχέσις], άσχετος. 1. που δεν έχει σχέση με κάτι, που έχει πλήρη άγνοια, που είναι ανίδεος με το θέμα ή την υπόθεση που κουβεντιάζεται: «ο τάδε είναι άσχετος με τη ληστεία της τράπεζας || είσαι εντελώς άσχετος με την υπόθεση, γι’ αυτό μη μιλάς». 2α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης που δεν ξέρει καλή μπάλα: «τον διώξαμε απ’ την ομάδα, γιατί ήταν άσχετος». β. (για τάβλι) αυτός που δεν ξέρει να παίζει καλό τάβλι: «δεν παίζω τάβλι μαζί σου, γιατί είσαι άσχετος». Επίρρ. άσχετα κ. ασχέτως·
- άσχετα μ’ αυτό, δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που λες: «εσύ δε μου ’πες πως ο τάδε μας κάρφωσε στην Ασφάλεια; -Άσχετα μ’ αυτό, εγώ είπα απλώς πως έμαθα ότι θα πήγαινε στην Ασφάλεια»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι άσχετος, δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που γίνεται ή έγινε ή με αυτό που κουβεντιάστηκε ή κουβεντιάζεται: «εμένα μη με ρωτάτε να σας πω οτιδήποτε, γιατί είμαι άσχετος μ’ αυτά που έγιναν || δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί είμαι άσχετος μ’ αυτά που κουβεντιάζετε»·
- είναι άσχετος από δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τι λε(ς), βρε άσχετε! ή τι λε(ς), ρε άσχετε! τι είναι αυτά που λες, αφού έχεις πλήρη άγνοια για την υπόθεση ή γι’ αυτό που γίνεται λόγος: «τι λε, ρε άσχετε, αφού δεν έγιναν έτσι τα πράγματα:».

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

βάθος

βάθος, το, ουσ. [<αρχ. βάθος], το βάθος. 1. η ουσία, το πιο ουσιαστικό μέρος μιας υπόθεσης, ενός θέματος, κάποιας έννοιας: «πρέπει να εξετάσουμε σε βάθος την υπόθεση για να μπορέσουμε να έχουμε μια συγκεκριμένη εικόνα || δεν μπόρεσε να καταλάβει το βάθος που είχε αυτό που του είπα». 2. το πολύ απομακρυσμένο σημείο: «το πλοίο χάθηκε στο βάθος του πελάγους». (Τραγούδι: και το πλοίο εχάθη στα γαλάζια τα βάθη και δεν κάνω κουράγιο· σιγοτρέμουν τα χείλη και κουνώ το μαντίλι στο μικρό το μουράγιο). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άνθρωπος με βάθος, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή απ’ το βάθος της καρδιάς μου, βλ. λ. καρδιά·
- απ’ τα βάθη της ψυχής μου ή απ’ το βάθος της ψυχής μου, βλ. λ. ψυχή·
- αυτό που λες (είπες) έχει πολύ (μεγάλο) βάθος! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ λέει ανοησίες, πιστεύει πως λέει βαθυστόχαστα πράγματα. Πολλές φορές για εντονότερη ειρωνεία η φρ. κλείνει με το αλλά χρειάζεται σκάφανδρο για να το καταλάβει κανείς·
- βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, βλ. λ. φως·
- είναι ή του ύψους ή του βάθους, βλ. λ. ύψος·
- εις βάθος, βλ. φρ. σε βάθος·
- εκ βάθους καρδίας, βλ. λ. καρδιά·
- εκ βάθους ψυχής, βλ. λ. ψυχή·
- έχει βάθος πάγκου, βλ. λ. πάγκος·
- ή του ύψους ή του βάθους, βλ. λ. ύψος·
- κατά βάθος, στην ουσία, στην πραγματικότητα: «μπορεί να μου φέρεσαι κάπως σκληρά, αλλά κατά βάθος μ’ αγαπάς». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσαι εμένα)·
- με βάθος, με νόημα: «είναι βιβλίο με βάθος || είναι έργο με βάθος»·
- προχωρείτε στο βάθος, (ειρωνικά) φύγε, απομακρύνσου: «ό,τι ήταν να σου δώσω στο ’δωσα, γι’ αυτό προχωρείτε στο βάθος να πάρει και κανένας άλλος σειρά». Από τη στερεότυπη φρ. των εισπρακτόρων, που προτρέπουν κάθε τόσο τους επιβάτες να προχωρήσουν στο εσωτερικό του λεωφορείου, για να επιβιβαστούν και νέοι επιβάτες. Συνών. προχωρείτε στο διάδρομο·
- σε βάθος, στα πιο ουσιαστικά σημεία μιας υπόθεσης, διεξοδικά: «η έρευνα πρέπει να φτάσει σε βάθος για να αποκαλυφθούν οι πραγματικοί ένοχοι»·
- σε βάθος και σε πλάτος, από όλες τις πλευρές, εξονυχιστικά, εξαντλητικά: «το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί σε βάθος και σε πλάτος για να βρεθεί η σωστή λύση». Πρβλ.: το βάθεμα και πλάτεμα της Δημοκρατίας(!) (Πασοκικό σύνθημα)·
- στο βάθος, στο εσωτερικό ενός χώρου: «στο βάθος της σπηλιάς»·
- στο βάθος ή στο βάθος βάθος, στην ουσία, στην πραγματικότητα, κατά βάθος: «μην κοιτάς που σε μαλώνω, στο βάθος βάθος σ’ αγαπώ». (Λαϊκό τραγούδι: αφού στο βάθος θέλεις να με κάνεις πέρα, τι μου τη χάρισες την ταμπακέρα αυτή
- στο βάθος κήπος, βλ. λ. κήπος·
- χαίρε βάθος αμέτρητο(ν)! α. λέγεται ειρωνικά για εκείνον που λέει ή κάνει μεγάλες ανοησίες, μεγάλες βλακείες. β. (για γυναίκες) ειρωνικά ή υποτιμητικά, που έχει συνουσιαστεί με πάρα πολλούς άντρες: «όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά .... χαίρε βάθος αμέτρητο!». Αναφορά στην ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου: Χαῖρε ὕψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοῖς, Χαῖρε βάθος δυσθεόρητον καί ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς…

βερεσέ

βερεσέ, επίρρ. [<τουρκ. veresiye], με πίστωση: «το μαγαζί δεν πουλάει βερεσέ». (Λαϊκό τραγούδι: να αυτό είναι το αλάνι του Περαία το φιντάνι, βερεσέ άμα τα πίνει τα ξεχνάει και δεν τα δίνει). Ακούγεται σπάνια και βερεσέδικα: «βερεσέδικα δεν πουλάω τίποτα»·
- αυτά τ’ ακούω βερεσέ, τα ακούω χωρίς να τα λαβαίνω υπόψη μου, χωρίς να τα υπολογίζω. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα)·
- βερεσέ μάγκας, βλ. λ. μάγκας·
- δίνω βερεσέ, πουλώ με πίστωση: «έχει χάσει πολλά λεφτά από διάφορους μπαταχτσήδες, γι’ αυτό, στο εξής δε δίνει βερεσέ σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να μπει κι αυτός εκεί ν’ αρχίσει και να πίνει, μα είναι φτωχό το μαγαζί και βερεσέ δε δίνει
- έγινε τζάμπα και βερεσέ, βλ. λ. τζάμπα·
- έφυγε τζάμπα και βερεσέ, βλ. λ. τζάμπα·
- έχασε τζάμπα και βερεσέ, βλ. λ. τζάμπα·
- κάνω βερεσέ, πουλώ με πίστωση: «φτουρίσανε οι μπαταχτσήδες, γι’ αυτό δεν κάνω βερεσέ σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μια κι έτυχε να ’ρθεις στη γειτονιά μας να κάτσεις, να γλεντήσουμε μαζί, κι αν δε μας φτάνουνε τα τάλιρά μας μας κάνει βερεσέ το μαγαζί)·  
- πήγε τζάμπα και βερεσέ, βλ. λ. τζάμπα·
- πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- το παίρνω βερεσέ, δεν το λαβαίνω υπόψη μου, δεν το υπολογίζω: «ό,τι και να μου πει, το παίρνω βερεσέ». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πια που το ’χω πιάσει, χίλιους βρίσκω σαν εσέ κι άλλοι μου πουλούν αγάπες, μα τις παίρνω βερεσέ).

βιόλα1

βιόλα1, η ουσ. [<ιταλ. viola], η βιόλα· (στη γλώσσα της αργκό) επαναλαμβανόμενη μέθοδος, τακτική, επαναλαμβανόμενο μέσο για εξαπάτηση: «έχει βρει μια βιόλα και τα κονομάει χωρίς να κάνει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: βρε, μάγκα, συμμορφώσου πια και πάψ’ αυτή τη βιόλα και μη ζητάς καθημερνώς να μου τα παίρνεις όλα
- βαράω την ίδια βιόλα, βλ. φρ. βαράω το ίδιο βιολί. (Λαϊκό τραγούδι: βαράνε τα κορίτσια την ίδια πάντα βιόλα και βρίσκουνε τ’ αγόρια τους και πίνουνε απ’ όλα
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. φρ. πού θα πάει αυτό το βιολί; λ. βιολί·
- τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «τι βιόλα είν’ αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || τι βιόλα είν’ αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || τι βιόλα είν’ αυτή κάθε μεσημέρι, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! / τι κατάσταση είν’ αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! / τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός!

βιολί

βιολί, το, ουσ. [<βενετ. violin], το βιολί. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) η επίμονη ενασχόληση με κάτι, η μονομανία, το χόμπι: «αμάν, αυτό το βιολί, κάθε βράδυ στα μπουζούκια! || τι βιολί που του κόλλησε ξαφνικά με τη συλλογή των γραμματοσήμων!». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι, της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). β. επαναλαμβανόμενη μέθοδος, τακτική, επαναλαμβανόμενο μέσο για εξαπάτηση: «άσε το βιολί, γιατί μια φορά την πάτησα!». 2. στον πλ. τα βιολιά, οι βιολιστές ή κέντρο διασκεδάσεως με ορχήστρα που αποτελείται αποκλειστικά από βιολιά: «το βράδυ πήγαμε και διασκεδάσαμε στα βιολιά». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, πού είναι εκείνα τα παλιά κι εκείνη η νοστιμάδα, που εγλεντούσα με βιολιά κι όλο με αμαξάδα)· βλ. και λ. βιόλα. Υποκορ. βιολάκι, το. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- άλλα βιολιά τώρα ή άλλο βιολί τώρα, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ενεργεί ή συμπεριφέρεται διαφορετικά από ό,τι συνήθως ενεργούσε ή συμπεριφερόταν: «όποιος μου κλαιγόταν, του ’δινα δανεικά, αλλά επειδή δεν άκουσα ποτέ ευχαριστώ από κανέναν, άλλα βιολιά τώρα και τα δανεικά κομμένα»·
- αλλάζω βιολί, ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «όταν βλέπω πως δε με υπολογίζει κάποιος, αλλάζω βιολί και του συμπεριφέρομαι ανάλογα». (Λαϊκό τραγούδι: θα τ’ αλλάξω το βιολί θα ρεφάρω κι όπως πριν θα ’μαι στην πένα, θα τ’ αλλάξω το βιολί, και θα ντρέπομαι πολύ να πονώ για μια γυναίκα σαν και σένα).Συνών. αλλάζω δρόμο (α) / αλλάζω σκοπό / αλλάζω τακτική·   
- αν ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί, βλ. λ. ψωλή·
- αν ήταν το μουνί βιολί, θα το είχανε πολλοί, βλ. λ. μουνί·
- αρχίζω το ίδιο βιολί, βλ. φρ. βαράω το ίδιο βιολί. (Λαϊκό τραγούδι: βρε Παντελή, βρε Παντελή, ξανά μανά μου άρχισες το ίδιο το βιολί
- βαράω το βιολί μου, α. συνεχίζω ανεπηρέαστος την εργασία μου: «ό,τι και να γίνεται, αυτός βαράει το βιολί του». β. επιμένω στα ίδια λόγια, επαναλαμβάνω τα ίδια λόγια: «ύστερα από τόσες πιέσεις, εξακολουθεί να βαράει το βιολί του»·
- βαράω το ίδιο βιολί, α. εξακολουθώ να ασχολούμαι με την ίδια εργασία που έκανα και παλιότερα: «έχω να τον δω πολύ καιρό, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, είναι πάλι στα λεμονάδικα και βαράει το ίδιο βιολί». β. επιμένω συνέχεια στα ίδια λόγια, επαναλαμβάνω συνέχεια τα ίδια λόγια: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια κι αυτός ακόμα βαράει το ίδιο βιολί». γ. επιμένω, εμμένω στην αρχική μου άποψη: «του φέραμε ένα σωρό χειροπιαστές αποδείξεις, όμως αυτός δεν αλλάζει γνώμη κι επιμένει να βαράει το ίδιο βιολί»·
- δεν ξέρω τι βιολί βαράει, δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται δραστήριος άνθρωπος, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι βιολί βαράει»· δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «με μια πρώτη ματιά φαίνεται καλός άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ξέρω τι βιολί βαράει». Συνών. δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ρόλο παίζει / δεν ξέρω τι ώρες κάνει·
- εγώ τι βιολί βαράω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι βιολί βαράω σ’ αυτό το εργοστάσιο κι όλοι ζητάνε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι καπνό φουμάρω! / εγώ τι ρόλο παίζω! / εγώ τι ώρες κάνω(!)·
- εγώ τι βιολί βαράω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου συμμετοχή, η ουσιαστική μου συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση(;); «ο ένας ανέλαβε τη διοίκηση προσωπικού, ο άλλος ανέλαβε τις παραγγελίες, εγώ, ρε παιδιά, τι βιολί βαράω;». Συνών. εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ρόλο παίζω; / εγώ τι ώρες κάνω(;)·
- εδώ μπαίνουν τα βιολιά, ειρωνική έκφραση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει με τα λόγια του: «ήταν μια πανέμορφη γυναίκα και μόλις της ζήτησα να τα φτιάξουμε δέχτηκε με το πρώτο. -Εδώ μπαίνουν τα βιολιά». Από το ότι η ομαδική είσοδος των βιολιών σε μια συμφωνική εκτέλεση είναι εντυπωσιακή·
- η κοιλιά μου παίζει βιολί, βλ. λ. κοιλιά·
- θα κρατήσει πολύ ακόμη αυτό το βιολί; βλ. φρ. πού θα πάει αυτό το βιολί(;)·
- κακό βιολί, κατάσταση ή συνήθεια που εγκυμονεί κινδύνους ή που προκαλεί δυσφορία: «είναι πολύ κακό βιολί τα ναρκωτικά || τι κακό βιολί κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». (Λαϊκό τραγούδι: κακό βιολί αρχίσαμε, βρε μάγκισσα που λες, τον τσακωμό τον πήραμε θαρρώ σχοινί γαϊτάνι
- κι αυτός το βιολί του, α. εξακολουθεί να ασχολείται ανεπηρέαστος με αυτό που τον ευχαριστεί: «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το βιολί του». β. επιμένει στο ίδιο πράγμα, επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια λόγια χωρίς να επηρεάζεται από τίποτα, βαράει το ίδιο βιολί: «του φέραμε ένα σωρό αποδείξεις για την αθωότητά μας κι αυτός το βιολί του, πως είμαστε τάχα ένοχοι»· βλ. και φρ. ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του·
- κι εμείς τι βιολί βαράμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι ή να βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος της βδομάδας χάθηκα . -Κι εμείς τι βιολί βαράμε! || δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι βιολί βαράμε!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ρόλο παίζουμε! / κι εμείς τι ώρες κάνουμε(!)·  
- ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του, α. δεν επηρεάζεται από τίποτα και εξακολουθεί να ασχολείται απερίσπαστος με αυτό που τον ευχαριστεί: «σεισμός να γίνει, καταποντισμός να γίνει, ό,τι και να γίνει αυτός, το βιολί του». β. δεν αλλάξει γνώμη με τίποτα και εμμένει στην αρχική του απόφαση: «κάναμε τα πάντα να του αλλάξουμε γνώμη, τι άλλο να γίνει! Ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του». γ. δεν ενδιαφέρεται καθόλου για όσα κακά συμβαίνουν γύρω του: «υπάρχει τόση δυστυχία γύρω του και καθημερινά παίζονται τόσα δράματα, αλλά, ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του». Συνών. ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του·
- πάω στα βιολιά ή πηγαίνω στα βιολιά, συνηθίζω να πηγαίνω για διασκέδαση σε κέντρα, όπου η ορχήστρα αποτελείται από βιολιά, από βιολιστές: «εσένα σ’ αρέσει να πηγαίνεις στα μπουζούκια, εμένα όμως μ’ αρέσει να πηγαίνω στα βιολιά»·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «που θα πάει αυτό το βιολί να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || που θα πάει αυτό το βιολί να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτό το βιολί κάθε μεσημέρι, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτή η δουλειά; / πού θα πάει αυτή η κατάσταση / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·
- πρώτο βιολί, α. ο αρχιεργάτης: «τον έχω στη δουλειά μου πρώτο βιολί». Από το ότι σε μια ορχήστρα ως πρώτο βιολί ορίζεται ο πιο ικανός, ο πιο δεξιοτέχνης. β. αυτός που παίζει το σπουδαιότερο ρόλο σε μια υπόθεση, αυτός που έχει το πρόσταγμα: «μετά τον υπουργό, το πρώτο βιολί σ’ αυτό το υπουργείο, είναι ο τάδε»·
- τι βιολί βαράει; α. με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση(;): «φαίνεται δραστήριος άνθρωπος, αλλά τι βιολί βαράει;». β. τι είδος άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «φαίνεται καλός άνθρωπος, αλλά τι βιολί βαράει;». Συνών. πώς μετράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει; / τι ώρες κάνει(;)·
- τι βιολί είν’ αυτό! βλ. φρ. τι βιόλα είν’ αυτή! λ. βιόλα·
- το βιολί βιολάκι, επιμονή στην ίδια αντίληψη, στην ίδια τακτική, στην ίδια νοοτροπία, ιδίως αρνητική: «όλοι του λέμε πως το κάπνισμα βλάπτει την υγεία, αλλ’ αυτός το βιολί βιολάκι», δηλ. εξακολουθεί να καπνίζει. (Λαϊκό τραγούδι: σήκω εσύ να κάτσω εγώ, σώπα εσύ να πω εγώ, φύγ’ εσύ να μείνω εγώ και το βιολί βιολάκι).

βλάχος

βλάχος, ο, θηλ. βλάχα, η, ουσ. [<μσν. βλάχος <σλαβ. vlah <αρχ. γερμαν. Walh - Wolk (= λατινόφωνος)], ο βλάχος. 1α. ο  χωριάτης, ο επαρχιώτης, σε αντίθεση με τον κάτοικο της πόλης: «κάθε Σαββατοκύριακο έρχονται οι βλάχοι απ’ την επαρχία και κάνουν βόλτα στην παραλία». β. ο άξεστος, ο αγροίκος, ο αμόρφωτος: «είχε κι ένα βλάχο μαζί του, που τον έκανε ρεζίλι με τη συμπεριφορά του». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι βλάχος στο αλώνι κι όμως μάγκας στο σαλόνι // φύσα, ρούφα, τράβα τονε, πάτα τονε κι άναψ’ τονε. Φύλα τσίλιες για τους βλάχους, κείνους τους δεσμοφυλάκους). 2. ο ανόητος, ο κουτός, ο κουτοπόνηρος: «έμπλεξα μ’ έναν βλάχο και μου ’βγαλε την ψυχή μέχρι να συμφωνήσουμε». 3. ο πρωτόπειρος, ο άπειρος: «πήγε τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα βλάχο μηχανικό, και του το ’κανε βίδες». Οι ερμηνείες που δίνονται στο ουσ. βλάχος και στα σύνθετά του είναι συγκριτικά με τους ανθρώπους των πόλεων, γιατί ο βλάχος, ως άνθρωπος ορεσίβιος, είναι αγνός και τίμιος και δεν έχει την εμπειρία, την πονηριά και την καπατσοσύνη των ανθρώπων των πόλεων. Εξάλλου, από την ιστορία μαθαίνουμε πως οι Βλάχοι, φυλή ελληνικότατη, υπήρξαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα των τριών περασμένων αιώνων δεινότατοι έμποροι στο χώρο της Βαλκανικής αλλά και της Ευρώπης, συγκέντρωσαν στα χέρια τους ισχυρότατη οικονομική δύναμη, δάνεισαν χρήματα σε ευρωπαίους ηγεμόνες και σε Οθωμανούς σουλτάνους, και ας μην ξεχνάμε πως οι μεγαλύτεροι εθνικοί μας ευεργέτες υπήρξαν Βλάχοι. Παρ’ όλες όμως τις υποτιμητικές για τους Βλάχους ερμηνείες που δίνονται στο ουσ. βλάχος, έρχονται και οι παρακάτω φρ., που οι περισσότερες τις αναιρούν. Υποκορ. βλαχάκι, το. Μεγεθ. βλαχάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- εμείς οι βλάχοι όπως λάχει, λέγεται για βολικούς ανθρώπους, που προσαρμόζονται σε οποιεσδήποτε συνθήκες και είναι ολιγαρκείς: «μη στενοχωριέσαι τι θα φάμε και πώς θα κοιμηθούμε, γιατί εμείς οι βλάχοι όπως λάχει»·
- έξυπνος ο βλάχος! βλ. λ. πονηρός ο βλάχος(!)·
- θα το φέρει ο βλάχος το τυρί, θα πραγματοποιηθούν οι προσδοκίες μας, οι πόθοι μας: «μη στενοχωριέστε, γιατί γρήγορα θα περάσουν οι δυσκολίες και θα το φέρει ο βλάχος το τυρί». Από το ότι πολλές φορές λόγω του καιρού οι βλάχοι δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τις πόλεις, πράγμα που γινόταν μόλις καλυτέρευε ο καιρός·
- θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, φόρεσες κι εσύ Χριστέ μου κόκκινα τσαρούχια, α. δηλώνει την καταλυτική δύναμη του χρήματος. β. η αμορφωσιά πολλές φορές δημιουργεί γελοίες καταστάσεις· 
- ξέρει τι έχει ο βλάχος στο ντορβά του, λέγεται για εκείνον που ενεργεί με σιγουριά και εκ του ασφαλούς, γιατί κατέχει απόλυτα την υπόθεση με την οποία έχει καταπιαστεί και είναι απίθανο να αποτύχει: «ό,τι και να κάνει αυτός, δεν αποτυχαίνει, γιατί ξέρει τι έχει ο βλάχος στο ντορβά του»·
- ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει, ο άξεστος, ο αγενής, ο αγροίκος, πολύ δύσκολα αλλάζει χαρακτήρα: «είχες την εντύπωση πως, τώρα που έκανε λεφτά, θα γινόταν και καλύτερος άνθρωπος; Όχι, αγόρι μου, γιατί ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει». Συνών. ο βλάχος κι αν αγίασε, σκατένια δόξα πήρε / ο γάιδαρος είναι γάιδαρος και ας φορεί και σέλα / ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη·
- ο βλάχος κι αν αγίασε, σκατένια δόξα πήρε, βλ. φρ. ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, βλ. λ. δουλειά·
- πονήρεψε ο βλάχος! βλ. φρ. πονηρός ο βλάχος(!)·
- πονηρός ο βλάχος! α. λέγεται θαυμαστικά για εκείνον που, ενώ είμαστε σίγουροι πως θα τον ξεγελάσουμε, αντιλαμβάνεται έγκαιρα την πρόθεσή μας και παίρνει τα μέτρα του. β. απευθύνεται και με ειρωνική διάθεση σε εκείνον που μάταια επιχειρήσαμε να ξεγελάσουμε, όμως λέγεται περισσότερο για να διασκεδάσουμε την αποτυχία μας·
- σου ’χει λάχει να σε κυνηγούν οι βλάχοι; επιθετική απάντηση σε κάποιον που μας αποκάλεσε βλάχο. Πρβλ.: τι σου ’χει λάχει, τι σου ’χει λάχει να σε κυνηγούν οι βλάχοι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, ο άνθρωπος δεν αποχωρίζεται εύκολα τις συνήθειες και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε: «όσα λεφτά κι αν έκανε, πάντα γυρίζει στη φτωχογειτονιά του, γιατί το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά».  

γάτα

γάτα, η, ουσ. [<ιταλ. gatta], η γάτα· άνθρωπος πανέξυπνος, παμπόνηρος: «δεν έχω γνωρίσει πιο γάτα στη ζωή μου απ’ αυτόν τον άνθρωπο!». Μεγεθ. γατάρα, η. Υποκορ. γατίτσα και γατούλα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. γάτος και γατί. (Ακολουθούν 40 φρ.)·
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, αυτό που μου αναθέτεις να κάνω, είναι πάρα πολύ εύκολο για μένα: «δώσε μου κάτι πιο δύσκολο να κάνω, γιατί αυτό το κάνει κι η γάτα μου»·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, είναι ευρέως γνωστό, το ξέρει όλος ο κόσμος: «το Ν.Α.Τ.Ο. άρχισε να βομβαρδίζει τη Σερβία. -Αυτό το ξέρει κι η γάτα μου || το Ν.Α.Τ.Ο., όσο κι αν το παραβλέπουμε και δε θέλουμε να το πιστέψουμε, είναι ένα συνδικάτο στην υπηρεσία των ισχυρών κρατών της Δύσης. -Αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, αλλά σκάσε και κολύμπα!»·
- βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον, ιδίως παράνομο, να βγει από την κρυψώνα του: «ο αρχηγός της συμμορίας είναι εξαφανισμένος, αλλά όλοι εκτιμούν πως, μόλις η αστυνομία βγάλει τη γάτα απ’ το σακί, η συμμορία θα εξαρθρωθεί». Από την εικόνα του ατόμου που εμφανίζει τη γάτα που μεταφέρει μέσα σε σακί, καθώς την απομακρύνει από το σπίτι του. Ως γνωστό, όταν θέλει κάποιος να απομακρύνει τη γάτα του από το σπίτι του, τη βάζει μέσα σ’ ένα σακί για να μη βλέπει τίποτα, γιατί αλλιώς έχει την ικανότητα να αποτυπώσει τη διαδρομή και να επιστρέψει πάλι πίσω, άλλο τώρα πως η γάτα, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, βρίσκει πάλι το δρόμο της επιστροφής·
- γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, ο τεμπέλης δεν πετυχαίνει τίποτα στη ζωή του: «μου λες γιατί δεν πρόκοψε στη ζωή του, σαν να μην ξέρεις πως γάτα που κοιμάται ποντικούς δεν πιάνει»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα, βλ. φρ. δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα·
- δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι μεγάλος γυναικοκατακτητής, επιβάλλει τη σεξουαλική πράξη αδιάκριτα σε όλες τις γυναίκες: «πρόσεχε την κόρη σου απ’ αυτόν τον τύπο, γιατί δεν του ξεφεύγει ούτε θηλυκιά γάτα»·
- είναι γάτα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πανέξυπνο, παμπόνηρο, είναι ατσίδα. (Λαϊκό τραγούδι: είναι γάτα, είναι γάτα, ο κοντός με τη γραβάτα). Πρβλ.: για πελάτες που είναι γάτες (Διαφημιστικό σλόγκαν)·
- είναι γάτα με πέταλα, άνθρωπος πολύ επιτήδειος, πανέξυπνος, ικανότατος: «είναι γάτα με πέταλα αυτός ο τύπος και κανείς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει || είναι γάτα με πέταλα αυτός ο μηχανικός!»·
- είναι γάτα χωρίς νύχια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που προσποιείται τον άγριο, τον σκληρό: «μη δίνεις βάση στις απειλές του, γιατί είναι γάτα χωρίς νύχια»·
- είναι εφτάψυχη σαν γάτα, λέγεται ιδίως για γυναίκα που ξεφεύγει το θάνατο μετά από κάθε σοβαρή ασθένεια ή ατύχημά της: «βρε, απ’ τ’ αεροπλάνο να πέσει, δε θα πάθει τίποτα, γιατί είναι εφτάψυχη σαν γάτα»· βλ. και λ. εφτάψυχος·
- είναι ζηλιάρα σαν γάτα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πολύ ζηλιάρα: «δε χαιρετάει ο φουκαράς καμιά γνωστή μέσα στο δρόμο, γιατί η γυναίκα του είναι ζηλιάρα σαν γάτα»·
- είναι χαδιάρα σαν γάτα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ χαδιάρα: «είναι τυχερό το φιλαράκι μου, γιατί η γυναίκα του είναι χαδιάρα σαν γάτα»·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
- έφυγε σαν βρεγμένη γάτα, έφυγε καταντροπιασμένος, ταπεινωμένος, γιατί αποκαλύφτηκε η ενοχή του για κάτι: «μετά το κατσάδιασμα που έφαγε απ’ το διευθυντή του για την κοπάνα που έκανε, έφυγε σαν βρεγμένη γάτα»·
- η γάτα με τις εννιά ουρές, μαστίγιο από εννιά, δερμάτινες συνήθως, λωρίδες, πιασμένες σε λαβή: «όποιος δε δοκίμασε στην πλάτη του τη γάτα με τις εννιά ουρές, δεν έχει ιδέα τι θα πει πόνος!»·
- η θεωρία της γάτας, η άποψη που υποστηρίζει πως πρέπει να σκεπάζονται οι διάφορες παρανομίες, ιδίως από κάποια εξουσία: «για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο απ’ τη διαγωγή της ιδιαιτέρας του, ο υπουργός προτίμησε τη θεωρία της γάτας». Από τη συνήθεια που έχει η γάτα να σκεπάζει τις ακαθαρσίες της·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! (ειρωνικά) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθει ο τάδε μαζί μας, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει!». Συνών. θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει(!)·
- κάθεται σαν βρεγμένη γάτα, κάθεται φοβισμένος και μαζεμένος μακριά από τους άλλους: «απ’ την ώρα που τον μάλωσε ο πατέρας του, κάθεται στη γωνιά σαν βρεγμένη γάτα»·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, μαζί με τη βοήθεια του Θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς: «έχω τόσες δυσκολίες τον τελευταίο καιρό, που σκέφτομαι να κάνω αγιασμό. -Καλός ο αγιασμός, φίλε μου, αλλά κράτα και μια γάτα». Ίσως αναφορά στον αγιασμό των Θεοφανίων που γίνεται για να φύγουν οι καλικάντζαροι. Πολλές φορές, μετά το αλλά της φρ. ακολουθεί το καλού κακού. Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου· 
- κάνει σαν γάτα στο σακί, αντιδρά πολύ έντονα, αντιδρά σε σημείο παραφοράς: «μην τύχει και του θίξεις τη μάνα του, γιατί κάνει σαν γάτα στο σακί». Από την έντονη αντίδραση της γάτας, όταν τη μεταφέρουμε μέσα σε σακί για να την πετάξουμε, για να τη διώξουμε μακριά από το σπίτι μας. Τη βάζουμε σε σακί για να μη βλέπει το δρόμο και ξαναεπιστρέψει (αυτή όμως, αρκετές φορές βρίσκει πάλι το δρόμο και ξαναεπιστρέφει)·
- μαλώνουν σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος·
- μαύρη γάτα, είναι για τους προληπτικούς το σύμβολο της κακοτυχίας και της γρουσουζιάς: «ξεκίνησε το πρωί για τη δουλειά του, αλλά επέστρεψε αμέσως στο σπίτι, γιατί στην πρώτη γωνιά του δρόμου πετάχτηκε μπροστά του μια μαύρη γάτα»· βλ. και φρ. πάρ’ τον παπά, λ. παπάς·
- όπως πλένεται η γάτα, λέγεται για άτομο ακάθαρτο, που δεν πλένεται ποτέ ολόκληρος αλλά τοπικά: «δεν είναι φανατικός με την καθαριότητα και πλένεται, όπως πλένεται η γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που καθαρίζει με τη γλώσσα το σώμα της, γλείφοντάς το σε διάφορα σημεία·
- όσο πατά η γάτα, α. λέγεται όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι κάποια ενέργειά μας έγινε με πολύ ελαφρό, με ανεπαίσθητο τρόπο (όπως δηλ. πατάει και η γάτα): «τον έδειρες πολύ; -Όχι μωρέ, όσο πατά η γάτα». β. πάρα πολύ λίγο: «ήπιατε πολύ; -Όσο πατά η γάτα». γ. (για τάβλι) λέγεται όταν πιάνουμε πούλι του αντιπάλου σε ένα οποιοδήποτε σημείο με την ελπίδα πως θα αναγκάσουμε τον αντίπαλό μας να ξεπλακώσει δικό μας πούλι ή να τον καθυστερήσουμε, αν είναι πολύ προχωρημένος προς το χώρο του μαζέματός του: «θέλω να τον πιάσω όσο πατά η γάτα κι ύστερα βλέποντας και κάνοντας»·
- όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. συνηθέστ. όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, λ. γάτος·
- ούτε γάτα ούτε ζημιά, λέγεται στην περίπτωση που η έγκαιρη τακτοποίηση κάποιας δυσάρεστης κατάστασης, που προξενήσαμε, δείχνει σαν να μην έγινε τίποτα, οπότε δε συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας ή φόβος για τυχόν κυρώσεις: «μόλις κατάλαβα πως θα με ξεσκέπαζαν, ξανάβαλα τα χρήματα στο ταμείο, κι έτσι ούτε γάτα ούτε ζημιά». Από το ότι οι ζημιές μέσα στο σπίτι, τις πιο πολλές φορές, αποδίδονται από τα παιδιά στη γάτα. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα μικρό βαρκάκι γραμμή για το νησάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά
- ούτε θηλυκιά γάτα, δηλώνει παντελή έλλειψη γυναικείας παρουσίας: «σ’ αυτό το μαγαζί μαζεύονται όλοι οι αλήτες, γι’ αυτό δεν έρχεται ούτε θηλυκιά γάτα»·
- πατάει σαν τη γάτα, ενεργεί με πολλή προσοχή, με πολλή περίσκεψη: «απ’ τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, πατάει σαν τη γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που περπατάει πολύ προσεκτικά·
- πατώ τη γάτα, α. παθαίνω οικονομική ή άλλη σοβαρή ζημιά: «μπλέχτηκα με μια μεγάλη δουλειά και πάτησα τη γάτα». Από την εικόνα του ατόμου που πατάει κατά λάθος τη γάτα του και δέχεται την επίθεσή της. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαν τα μαντάτα σου, πάτησες τη γάτα σου). β. ερωτεύομαι: «πάτησε τη γάτα με μια μικρούλα». (Λαϊκό τραγούδι: πάτησα κι εγώ μια γάτα, που ’χει γαλανά τα μάτια
- ποιος θα κρεμάσει το κουδούνι στη γάτα; βλ. λ. κουδούνι·
- σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος·
- σκαρφαλώνει σαν γάτα ή σκαρφαλώνει σαν τη γάτα, αναρριχάται, ιδίως σε δέντρο, με πολύ μεγάλη ευκινησία και ταχύτητα: «τον κυνηγούσε ένα σκυλί και τον είδα να σκαρφαλώνει σαν γάτα σ’ ένα δέντρο». Από το ότι η γάτα μπορεί και σκαρφαλώνει με μεγάλη ευχέρεια. Συνών. σκαρφαλώνει σαν μαϊμού·
- σκίζω τη γάτα, επιδεικνύω από την αρχή την ισχύ μου ή την ανωτερότητά μου και επιβάλλω την εξουσία μου στο σπίτι, στη δουλειά ή στον κύκλο μου: «ο νέος διευθυντής απ’ την πρώτη κιόλας βδομάδα έσκισε τη γάτα και μας έβαλε τα δυο μας πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- σκίσε τη γάτα, προτροπή σε νιόπαντρο να συμπεριφερθεί δυναμικά από τον πρώτο κιόλας καιρό του γάμου του, για να κατανοήσει η γυναίκα του ότι η εξουσία στο σπίτι είναι αυτός. Συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δυο χέρια, κινούνται με τέτοιο τρόπο, όπως όταν σκίζουμε δυναμικά κάτι·
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, παρά τις ερωτήσεις μας επάνω σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα, επιμένει να μένει σιωπηλό, είτε γιατί δε θέλει να μιλήσει είτε γιατί έχει άγνοια είτε γιατί είναι ένοχο: «γιατί δεν απαντάς σ’ αυτό που σε ρωτάω, σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα;». β. ειρωνικό πείραγμα σε μικρό παιδί που δε μας λέει το όνομα του, παρά τις αλλεπάλληλες σχετικές ερωτήσεις μας·
- τα κουκουλώνει σαν τη γάτα, βλ. φρ. τα σκεπάζει σαν τη γάτα·
- τα σκεπάζει σαν τη γάτα, έχει την ικανότητα να καλύπτει αυτό που τον ενοχοποιεί: «ό,τι στραβό και να κάνει, βρίσκει τον τρόπο να ξεφεύγει, γιατί έχει μάθει να τα σκεπάζει σαν τη γάτα». Από την εικόνα της γάτας, που σκεπάζει τις ακαθαρσίες της·
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, βλ. φρ. παιχνίδι·
- το ’φαγε η γάτα, ειρωνική έκφραση σε μικρό παιδί, που το προτρέπουμε να μας δείξει το πουλάκι του, για να βεβαιωθούμε, δήθεν, πως είναι αγόρι, κι αυτό ντρέπεται να μας το δείξει: «αφού δε μας δείχνεις το πουλάκι σου, σίγουρα το ’φαγε η γάτα»·
- τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι, α. τον κοροϊδεύει απροκάλυπτα: «τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι κι αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα || τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι κι αυτός δε λέει τίποτα». β. τον βασανίζει με μικρά πλήγματα πριν του δώσει το τελειωτικό: «τον έπαιζε μια ώρα όπως η γάτα το ποντίκι, και, όταν τ’ αποφάσισε, του έδωσε μια ξεγυρισμένη και τον ξάπλωσε κάτω»·
- τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα ή φαγώνονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος.

γινάτι

γινάτι κ. ινάτι, το, ουσ. [<τουρκ. inat]. 1. η ανένδοτη ή παράλογη εμμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια, η ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα: «το γινάτι δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν». 2. στον πλ. τα γινάτια, τα καμώματα, τα νάζια. (Λαϊκό τραγούδι: δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια, δεν ποθώ τα ολόγλυκά σου μάτια). Συνών. πείσμα. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αμάν το γινάτι σου! ή αμάν αυτό το γινάτι σου! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για το πείσμα κάποιου, που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια: «αμάν αυτό το γινάτι σου! Ξέχνα, επιτέλους, αυτό που είπα, αφού σου ζήτησα χίλιες φορές συγνώμη!»·
-από γινάτι, βλ. φρ. για (το) γινάτι·
- ας είν’ καλά το γινάτι του! έκφραση που δηλώνει πως θα ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που αρνείται πεισματικά να μας βοηθήσει το άτομο από το οποίο ζητάμε βοήθεια, ή και, αν δεν την ξεπεράσουμε, το μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση της μνησικακίας του·
- βάζω γινάτι, βλ. φρ. το βάζω γινάτι·
- βαστώ γινάτι, βλ. φρ. κρατώ γινάτι·
- γαϊδουρινό γινάτι, βλ. συνηθέστ. γαϊδουρινό πείσμα, λ. πείσμα·
- για (το) γινάτι, μόνο και μόνο επειδή πεισμώσαμε, μόνο και μόνο από εγωιστική επιμονή, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή δε δεχτήκατε να πάμε εκεί που πρότεινα, για γινάτι κι εγώ δε θα ’ρθω μαζί σας». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- έχει γινάτι, είναι πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα, γιατί έχει γινάτι αυτός ο άνθρωπος»·
- κάνω γινάτια, κάνω πείσματα, καμώματα, νάζια: «αφού ξέρω πως μ’ αγαπάς, γιατί κάνεις γινάτια;». (Λαϊκό τραγούδι: γινάτια μη μου κάνεις μη θες να με πεθάνεις, βρε χήρα δε λυπάσαι κακιά πανάθεμά σε;
- κρατώ γινάτι, διατηρώ, τρέφω μνησικακία για κάποιον: «μην του πας πολύ κόντρα και τον εκνευρίσεις, γιατί κρατάει γινάτι και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί του»·
- με γινάτι, με ανένδοτη ή παράλογη επιμονή σε μια γνώμη ή ενέργεια: «άρχισε να δουλεύει με γινάτι τη δουλειά για να την παραδώσει μέσα στις προθεσμίες που είχε  υποσχεθεί». (Λαϊκό τραγούδι: τηνε διώχνω με γινάτι και την άλλη μέρα νάτη, έρχεται με ποντικάκια και μου κάνει κορδελάκια
- με πιάνει το γινάτι, γίνομαι ισχυρογνώμων, επιμένω σε κάτι από αντίδραση, πεισμώνω: «όταν με πιάνει το γινάτι, μην προσπαθείς να μ’ αλλάξεις γνώμη, γιατί δε θα καταφέρεις τίποτα»·
- το βάζω γινάτι, πεισμώνω: «όταν το βάλει γινάτι, δε λέει να βάλει μπουκιά στο στόμα του». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου μου φτάνει για κρεβάτι, αφού την πόρτα σου την άφησες κλειστή. Θα μείνω έξω, μια που το ’βαλες γινάτι κι από το κρύο η καρδιά μου θα σβηστεί)·
- το βάζω γινάτι να…, αποφασίζω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι οπωσδήποτε: «το ’βαλε γινάτι να πάρει φέτος το πτυχίο του»·
- το γινάτι βγάζει μάτι, η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει αυτόν που την έχει: «πάψε να πηγαίνεις κόντρα σε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί το γινάτι βγάζει μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε σου μάθαν όμως κάτι, το γινάτι βγάζει μάτι
- τον βάζω γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- τον έχω γινάτι, θέλω, επιδιώκω να του κάνω κακό, τον εχθρεύομαι: «τον έχω τέτοιο γινάτι απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, που, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον λιώσω»·
- του βαστώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι·
- του κρατώ γινάτι, βλ. φρ. τον έχω γινάτι.

γλώσσα

γλώσσα, η, ουσ. [<αρχ. γλῶσσα], η γλώσσα. 1. η αυθάδεια, η αθυροστομία, η φλυαρία: «για δες γλώσσα ο πιτσιρικάς, χωρίς καμιά ντροπή!». 2. η γνώση μιας ξένης γλώσσας: «θέλεις να πας στη Γαλλία αλλά δε μου είπες· σκαμπάζεις τίποτα από γλώσσα;». (Εβραίικο τραγούδι: τέσσερις γλώσσες μιλώ, τους πουλάω παραμύθια χίλια δυο και τους γίνομαι τσιμπούρι να τους πάρω το μασούρι). 3. οποιοδήποτε μέσο βοηθάει στη συνεννόηση: «η γλώσσα του κορμιού || η γλώσσα των κωφαλάλων αποτελείται από διάφορες εκφραστικές χειρονομίες, που γίνονται με τα δάχτυλα, με τα χέρια». 4. ειδικό κομμάτι δέρματος που ξεκινάει από το εσωτερικό του παπουτσιού και καλύπτει το κουντεπιέ του ποδιού. 5. είδος ψαριού: «για να νιώσεις τη μεγάλη νοστιμιά της γλώσσας πρέπει να τη φας τηγανητή». Υποκορ. γλωσσίτσα κ. γλωσσούλα, η (βλ. λ.) και γλωσσάκι, το. (Ακολουθούν 150 φρ.)·
- αγοραία γλώσσα, η χυδαία, η πρόστυχη γλώσσα, που χρησιμοποιείται με ευκολία από τους λαϊκούς ανθρώπους, από τους ανθρώπους της πιάτσας: «από μικρός μεγάλωσε στους δρόμους και χρησιμοποιεί τόσο αγοραία γλώσσα, που σε κάνει να κοκκινίζεις όταν τον ακούς να μιλάει»·
- ακονίζω τη γλώσσα μου, προετοιμάζομαι να μιλήσω για πολλή ώρα, ιδίως σε έντονο, σε οξύτατο τόνο: «μέχρι να ’ρθει η σειρά ν’ ανεβώ στο βήμα, ακόνιζα τη γλώσσα μου, γιατί έπρεπε να τους τα πω μια και καλή»·
- αμάν αυτή η γλώσσα σου! βλ. φρ. αμάν αυτό το στόμα σου! λ. στόμα·
- αμολάω τη γλώσσα μου, α. λέω απροκάλυπτα αυτά που ξέρω, ιδίως όχι αρεστά για κάποιον: «κοίτα μην αμολήσω τη γλώσσα μου, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας!». β. ομολογώ, προδίδω: «τη στιγμή που είχαμε πιστέψει πως τη γλιτώσαμε, αμόλησε τη γλώσσα του ο τάδε και μας έκαψε»·
- από γλώσσα, παπούτσι, χαρακτηρίζει άτομο που μιλάει σκληρά, επιθετικά, υβριστικά: «είναι καλό παιδί, αλλά από γλώσσα, παπούτσι». Από παρομοίωση της γλώσσας με τη σόλα του παπουτσιού·
- από γλώσσα τι κάνεις; ή από γλώσσα πώς πας; ή από γλώσσα πώς τα πας; μιλάς κάποια ξένη γλώσσα ή τη γλώσσα για την οποία γίνεται λόγος(;): «λέω να σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία, αλλά δε μου είπες, από γλώσσα πώς πας;»·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βαστώ τη γλώσσα μου, δε μιλώ, δεν προδίδω κάποιο μυστικό ή κάτι που ξέρω και που ενοχοποιεί κάποιον: «παρ’ όλα τα λεφτά που του ’δωσε ο τάδε, για να του πει τι είχαμε κουβεντιάσει, βάσταξε τη γλώσσα του και δεν του είπε τίποτα || παρόλο το ξύλο που του ’δωσαν στην Ασφάλεια, βάσταξε τη γλώσσα του και δε μας αποκάλυψε»·
- βγάζω γλώσσα, αυθαδιάζω, αντιμιλώ: «μη βγάζεις γλώσσα σε μένα, γιατί έχεις τα μισά μου χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να κάνεις πια σε μένα την καμπόσα, κάθισε φρόνιμα και μη μου βγάζεις γλώσσα
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. βγάζω γλώσσα μια πιθαμή·
- βγάζω γλώσσα μια πιθαμή, αντιμιλώ, αυθαδιάζω πάρα πολύ: «πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί με το παραμικρό βγάζει γλώσσα μια πιθαμή»·
- βρήκαμε κοινή γλώσσα, υπήρξε αλληλοκατανόηση μεταξύ μας, συμπέσανε οι γνώμες μας, οι απόψεις μας, συνεννοηθήκαμε: «η συζήτηση με τον τάδε υπήρξε ευχάριστη κι εποικοδομητική, γιατί βρήκαμε κοινή γλώσσα»·
- γάνιασε η γλώσσα μου, κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα μιλώντας ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «γάνιασε η γλώσσα μου να σε συμβουλεύω, όμως μυαλό δεν μπόρεσα να σου βάλω». Από το ότι, όταν κάποιος μιλάει πολύ, η γλώσσα του πιάνει ένα λευκό επίχρισμα, που παρομοιάζεται με τη γανάδα·
- για μάζεψε τη γλώσσα σου! απειλητική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προκλητικά ή υβριστικά εναντίον μας ή εναντίον προσώπου που μας ενδιαφέρει, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τη γλώσσα σου, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές!». Το για τονισμένο·
- για συμμάζεψε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. για μάζεψε τη γλώσσα σου! Το για τονισμένο·  
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «η μικρή του η κόρη σε παίρνει το κεφάλι με την πολυλογία της, ενώ η μεγάλη γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στον ισχυρισμό κάποιου πως ο τάδε είναι ολιγόλογος: «ποιος δε μιλάει ο τάδε; Τι να σου πω, γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει!»·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, οι αυθάδεις και οι πολυλογάδες, που έχουν την εντύπωση πως λένε σπουδαία πράγματα, είναι συνήθως άμυαλοι: «τι να πεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που στιγμή δεν κλείνει το στόμα του! Γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι»·  
- γλώσσα που την έχει! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- γλώσσα του πεζοδρομίου, βλ. φρ. αγοραία γλώσσα· 
- γλώσσας μάκρεμα, μυαλού κόντεμα, βλ. φρ. γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι·
- δαγκάνω τη γλώσσα μου, προσπαθώ να συγκρατηθώ για να μη μιλήσω, γιατί θα πω πράγματα κακά ή δυσάρεστα για κάποιον: «όση ώρα αυτός παίνευε τον εαυτό του, ο φίλος του, που τον ξέρει σαν κάλπικη δεκάρα, δάγκανε τη γλώσσα του για να μην τον ξεμπροστιάσει»·
- δάγκασε τη γλώσσα σου! αποτρεπτική έκφραση για να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε κάποιος να συμβεί σε βάρος μας: «έτσι όπως τρέχεις με τ’ αυτοκίνητο, θα σκοτωθούμε. -Δάγκασε τη γλώσσα σου!»·
- δάγκασε τη γλώσσα του, ένιωσε πολύ άσχημα, γιατί, χωρίς να το θέλει, είπε κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, ή αποκάλυψε κάτι που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί: «μόλις κατάλαβε πως αυτόν που κατηγορούσε ήταν δίπλα του, δάγκασε τη γλώσσα του || μόλις του ξέφυγε πάνω στην κουβέντα το μυστικό που του είχε εμπιστευθεί ο τάδε, δάγκασε τη γλώσσα του». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον, όταν δαγκάνει τη γλώσσα του·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. φρ. δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, μιλάει ακατάσχετα, χωρίς να αφήνει κάποιον άλλον να μιλήσει: «όταν αρχίζει και μιλάει, δε λέει να βάλει τη γλώσσα στο στόμα του»·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·  
- δε βαστώ τη γλώσσα μου, α. μιλώ άπρεπα, απερίσκεπτα: «όταν νευριάζω, δε βαστώ τη γλώσσα μου». β. μιλώ άκαιρα: «να ’σαι δίπλα μου να με προσέχεις, όταν μιλώ, γιατί ξεχνιέμαι κάθε τόσο και δε βαστώ τη γλώσσα μου». γ. δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό: «μη μου εμπιστευτείς τίποτα, γιατί δε βαστώ τη γλώσσα μου και μπορεί να το ξεφουρνίσω»·
- δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα! έκφραση μεταμέλειας για κάτι που είπαμε: «πέταξες τη βλακεία σου κι έβαλες τους ανθρώπους να μαλώσουν. -Δε μου κοβόταν καλύτερα η γλώσσα!»·
- δε σταματά η γλώσσα του, μιλάει ακατάσχετα: «όταν αρχίζει να μιλάει, δεν προλαβαίνει να πει τίποτα κανένας άλλος, γιατί δε σταματά η γλώσσα του»·
- δέθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. μου δέθηκε η γλώσσα·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. φρ. δεν κατάπινα τη γλώσσα μου(!)·
- δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! α. έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πόσο πολύ μετανιώσαμε, που μελετούσαμε κάτι κακό για κάποιον, γιατί τελικά το έπαθε: «εγώ του το ’λεγα πως θα σκοτωθεί, έτσι όπως τρέχει με τ’ αυτοκίνητό του, αλλά δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! Πάει ο άνθρωπος!». β. μετάνιωσα που μίλησα, που πήρα μέρος σε κάποια συζήτηση: «δεν κατάπινα τη γλώσσα μου, που μίλησα και στενοχώρησα τον άνθρωπο!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλύτερα·
- δεν κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. δε βαστώ τη γλώσσα μου·
- δεν πάει η γλώσσα μου να…, δυσκολεύομαι, διστάζω να πω, να εκφράσω κάτι, ιδίως κάτι που είναι κακό συνήθως εναντίον κάποιου ή κάποιων: «δεν πάει η γλώσσα μου να κατηγορήσω τον τάδε, γιατί είναι φίλος μου || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω εναντίον του κόμματός μου, γιατί μέσα σ’ αυτό ανδρώθηκα || δεν πάει η γλώσσα μου να μιλήσω κατά των πολιτικών μου συντρόφων»·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- έβγαλε μια γλώσσα να! αντιμίλησε προκλητικά, αυθαδίασε πάρα πολύ: «εγώ του ’πα να προσέχει για το καλό του, κι αυτός έβγαλε μια γλώσσα να!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πιο πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού, ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. έβγαλε μια γλώσσα να(!)·
- είναι άσχημη γλώσσα, βλ. φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- είναι κακιά γλώσσα, βλ. φρ. έχει κακιά γλώσσα·
- είναι καλή γλώσσα, βλ. φρ. έχει καλή γλώσσα·
- είναι κοφτερή γλώσσα, βλ. φρ. έχει κοφτερή γλώσσα·
- είναι μια γλώσσα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα(!)·
- έχει άσχημη γλώσσα, α. αντιμιλά προκλητικά, είναι αυθάδης: «μην του πας κόντρα, γιατί έχει άσχημη γλώσσα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «όταν αρχίζει να βρίζει, σε κάνει να κοκκινίζεις, γιατί έχει άσχημη γλώσσα»·
- έχει γανωμένη γλώσσα, μπορεί να πιει κάποιο ρόφημα, όσο ζεστό και αν είναι αυτό: «μόλις του σερβίρουν τον καφέ, τον πίνει μονορούφι, λες κι έχει γανωμένη γλώσσα»·
- έχει γλυκιά γλώσσα, είναι γλυκομίλητος: «είναι πολύ ευγενικό παιδί κι έχει γλυκιά γλώσσα». (Λαϊκό τραγούδι: ααα αχ, αφράτη μου κοκόνα, μέσα πω πω, απ’ τη Δραπετσώνα. Με πέθανε αυτή η γλυκιά σου γλώσσα, τα σκέρτσα σου τα τόσα 
- έχει κακιά γλώσσα, α. είναι κακεντρεχής, φθονερός: «αν θέλεις να μάθεις κάτι για κάποιον, μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί έχει κακιά γλώσσα και θα σου πει τα χειρότερα πράγματα». β. είναι αισχρολόγος, βρομόστομος: «μην του εναντιώνεσαι, γιατί έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, αν αρχίσει, θα κοκκινίσεις ολόκληρος». γ. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ό,τι κακομελετάει, συμβαίνει, ιδίως στους άλλους: «έχει τόσο κακιά γλώσσα, που, όταν αρχίσει να σε κακομελετάει, είναι αδύνατο να μη σου τύχει κάποιο κακό»· βλ. και φρ. έχει άσχημη γλώσσα·
- έχει καλή γλώσσα, α. είναι ευγενικός και γλυκομίλητος: «μ’ αρέσει ν’ ακούω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει καλή γλώσσα». β. είναι καλός αγορητής: «ο Ανδρέας Παπανδρέου, είχε πολύ καλή γλώσσα»· βλ. και φρ. έχει στρωτή γλώσσα·
- έχει κοφτερή γλώσσα, λέει πάντα θαρρετά τη γνώμη του, την άποψή του, όσο και αν δε συμφέρει ή όσο και αν στενοχωρεί ή πληγώνει κάποιον: «όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, πηγαίνουμε στον τάδε να μας λύσει τη διαφορά, γιατί έχει κοφτερή γλώσσα και λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη»·
- έχει μακριά γλώσσα, αντιμιλάει προκλητικά, αυθαδιάζει πολύ: «είναι όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά έχει μακριά γλώσσα και χάνει απ’ την ομορφιά της»·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. φρ. έχει μακριά γλώσσα·  
- έχει μια γλώσσα! α. αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης: «μην του κάνεις καμιά παρατήρηση, γιατί έχει μια γλώσσα, Θεός να σε φυλάει!». β. είναι πολύ αισχρολόγος, βρομόγλωσσος: «προς Θεού, μην ανοίξει το στόμα του, γιατί έχει μια γλώσσα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το μα τι γλώσσα! ή με το Θεός να σε φυλάει(!)·
- έχει μια γλώσσα να! αντιμιλά προκλητικά, είναι πολύ αυθάδης. Συνήθως η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το ένα χέρι να έρχεται και να δείχνει πάνω από τον καρπό του άλλου χεριού ή συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες να απομακρύνονται αισθητά η μια από την άλλη, θέλοντας να καθορίσουν ένα μεγάλο μέγεθος·
- έχει μια γλώσσα σαν παντόφλα! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. φρ. έχει μια γλώσσα να(!)·
- έχει στρωτή γλώσσα, α. (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι καλογραμμένο: «είναι ενδιαφέρον βιβλίο κι έχει στρωτή γλώσσα». β. (για συγγραφείς) γράφει καλά, κατανοητά: «διαβάζω ευχάριστα τον τάδε συγγραφέα, γιατί έχει στρωτή γλώσσα»·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσα·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, με την ευγένεια μπορούμε να κατορθώσουμε και τα πιο δύσκολα πράγματα, με την ευγένεια ανοίγουν όλες οι πόρτες: «δεν πρέπει να ’σαι αυταρχικός κι απότομος με τους συνανθρώπους σου, αλλά απλός και γλυκομίλητος αν θέλεις να πετύχεις γιατί, αν θες να ξέρεις, η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα». Συνών. ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα·
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, τα λόγια που λέει κάποιος μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα, να προξενήσουν πολύ μεγάλο κακό, πολύ μεγάλη πίκρα σε κάποιον: «να ’σαι προσεκτικός, όταν μιλάς στους συνανθρώπους σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». (Λαϊκό τραγούδι: στους κάμπους ο Αντύπας τρέχει βάζει φωτιές, καρδιές φλογίζει. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, η γλώσσα κόκαλα τσακίζει)· βλ. και φρ. ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται·
- η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια, μερικές φορές καθώς μιλάει κάποιος, στη ροή του λόγου του ξεχνιέται και λέει την αλήθεια που δεν έπρεπε να ειπωθεί: «έπιασαν τον ψευδομάρτυρα στην κουβέντα κι έτσι όπως τον ρωτούσαν συνεχώς του ξέφυγε κι είπε την αλήθεια, γιατί μερικές φορές η γλώσσα λησμονάει και λέει την αλήθεια»·  
- η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, κουράστηκα υπερβολικά, είτε για να φέρω σε πέρας κάποια χειρονακτική εργασία είτε από έντονο τρέξιμο: «η γλώσσα μου έγινε γραβάτα, μέχρι να τελειώσω το φράχτη της αυλής || η γλώσσα μου έγινε γραβάτα τρέχοντας τόση ώρα κάτω απ’ τον ήλιο». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κουραστεί υπερβολικά, ιδίως τρέχοντας, η γλώσσα του κρέμεται έξω από το στόμα του, πράγμα που παρομοιάζεται με γραβάτα, που πέφτει πάνω στο στήθος του άντρα·
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι·
- η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, έγινε σκληρή, τραχιά στην αφή της, ιδίως από υπερβολικό κάπνισμα ή υπερβολική οινοποσία: «όλο το βράδυ πίναμε και καπνίζαμε κι η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι». Από παρομοίωση με την τραχιά σόλα του παπουτσιού, ιδίως του τσαρουχιού·
- η γλώσσα μου έγινε φιόγκος, βλ. φρ. η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος·
- η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή φόβο: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μόλις μου μίλησε, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος || μου είχαν πει ψέματα πως είχε πεθάνει ο τάδε και, μόλις τον είδα ξαφνικά μπροστά μου, η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος»·
- η γλώσσα της κόβει και ράβει, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ φλύαρη, ζαλίζει τους πάντες με τη φλυαρία της: «αν αρχίσει να μιλάει, σου ’ρχεται ζαλάδα, γιατί η γλώσσα της κόβει και ράβει». Η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες, είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο,, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της μαγκιάς, βλ. λ. μαγκιά·
- η γλώσσα της πάει ροδάνι, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, όχι μόνο είναι φλύαρη αλλά μιλάει και πολύ γρήγορα: «δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί η γλώσσα της πάει ροδάνι». Από τον τροχό της κλωστικής μηχανής, που περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα και η αναφορά στη γυναίκα, γιατί υποτίθεται πως οι γυναίκες είναι πιο φλύαρες από τους άντρες, ωστόσο, ισχύει και γι’ αυτούς·
- η γλώσσα της πιάτσας, βλ. λ. πιάτσα·
- η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, ο άνθρωπος πολλές φορές εξυψώνεται στα μάτια των άλλων με τον τρόπο που μιλάει: «να μιλάς πάντα γλυκά κι ευγενικά στους άλλους, γιατί η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο»·
- η γλώσσα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του είναι μέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του θέλει κόντεμα, πρέπει κάποιος να τον χαλιναγωγήσει, γιατί μιλάει άπρεπα, προκλητικά ή επιθετικά: «ο φίλος σου είναι πολύ αθυρόστομος, γι’ αυτό η γλώσσα του θέλει κόντεμα»·
- η γλώσσα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος ή, όταν αναφέρεται σε κάποιον, μιλάει με τα καλύτερα λόγια: «χαίρεσαι ν’ ακούς αυτόν τον άνθρωπο να μιλάει, γιατί η γλώσσα του στάζει μέλι || κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, η γλώσσα του στάζει μέλι»·
- η γλώσσα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του στάζει μέλι·
- η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, μιλάει με πολλή κακία, με πολλή κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «είναι τόσο κακός άνθρωπος, που για όλους η γλώσσα του στάζει φαρμάκι»·
- η γλώσσα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. η γλώσσα του στάζει φαρμάκι·
- η γλώσσα του σπάει κόκαλα, είναι αμείλικτος, όσον αφορά τη γνώμη του, τα λεγόμενά του: «δε χαρίζεται σε κανέναν, γιατί είναι άνθρωπος που η γλώσσα του σπάει κόκαλα»·
- η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. φρ. η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα·
- η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, λέγεται σε κείνον που, όταν μιλάει από παραδρομή ή από απροσεξία, του ξεφεύγει αυτό που θέλει να αποκρύψει και που για μας είναι αυτό ακριβώς που αντιπροσωπεύει την αλήθεια·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου κόψω τη γλώσσα, απειλητική παρατήρηση σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά για μένα ή για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «αν ξαναπείς για μένα τέτοιες αηδίες, θα σου κόψω τη γλώσσα»·
- θα σου ψαλιδίσω τη γλώσσα, ηπιότερη έκφραση από την αμέσως παραπάνω·
- θέλει στρώσιμο η γλώσσα ή θέλει στρώσιμο η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. θέλει χτένισμα η γλώσσα·
- θέλει χτένισμα η γλώσσα ή θέλει χτένισμα η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία, προκειμένου να του δοθεί, από γλωσσική άποψη, τελειότερη ή η τελειωτική μορφή του: «τελείωσα ένα διήγημα, αλλά δεν το ’στειλα ακόμη σε κανένα περιοδικό, γιατί θέλει χτένισμα η γλώσσα του»·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κατάπια τη γλώσσα μου, α. δεν μπόρεσα, δεν τόλμησα να εκφράσω τη γνώμη μου ή την αντίθεσή μου: «μόλις μου ’βαλε ο διευθυντής μου τις φωνές, κατάπια τη γλώσσα μου και δεν είπα τίποτα». β. αποστομώθηκα: «όταν ο άλλος απέδειξε με ντοκουμέντα πως έλεγα ψέματα, κατάπια τη γλώσσα μου». γ. δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, ιδίως από έκπληξη ή φόβο: «είχε μια γκομενάρα δίπλα του, που, όταν μου τη σύστησε, κατάπια τη γλώσσα μου || μόλις αγρίεψε ο άλλος και τράβηξε μαχαίρι, κατάπια τη γλώσσα μου»·
- κόλλησε η γλώσσα μου, στέγνωσε το στόμα μου από υπερβολική δίψα ή συνεχή ομιλία και έχω φτάσει σε σημείο να μην μπορώ να μιλήσω άλλο ή μιλώ με μεγάλη δυσκολία: «κόλλησε η γλώσσα μου απ’ τη δίψα || μιλούσα μια ώρα συνεχώς και στο τέλος κόλλησε η γλώσσα μου και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη»·
- κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. φρ. βαστώ τη γλώσσα μου·
- κρέμασε η γλώσσα μου, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «οι άλλοι ήταν πολύ μπροστά και κρέμασε η γλώσσα μου μέχρι να τους φτάσω». Από την εικόνα του σκύλου που, ύστερα από εξαντλητικό τρέξιμο, αφήνει τη γλώσσα του να κρέμεται έξω από το στόμα του·
- λέει η γλώσσα της πολλά ή λέει πολλά η γλώσσα της, μιλάει πολύ και, κατ’ επέκταση, είναι κουτσομπόλα: «δεν αφήνει άνθρωπο να σταυρώσει λέξη, γιατί λέει η γλώσσα της πολλά || μην αντιληφθεί η τάδε καμιά αταξία σου, γιατί λέει πολλά η γλώσσα της και θα το μάθουν κι οι πέτρες». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα η γλώσσα σου λέει πολλά,σαν τη γαλιάντρα που κελαηδά. Θα σου φύγω βρε γαλιάντρα και θα μείνεις δίχως άντρα
- λύθηκε η γλώσσα μου ή μου λύθηκε η γλώσσα, α. ύστερα από ένα διάστημα δισταγμού, άρχισα να μιλώ με ευκολία: «μόλις πέρασε λίγη ώρα και μπήκα στο πνεύμα της κουβέντας, λύθηκε η γλώσσα μου». β. ύστερα από ένα διάστημα φόβου, άρχισα να μιλώ με θάρρος: «μόλις είδα τους φίλους μου να ’ρχονται, μου λύθηκε η γλώσσα και του τα ’πα χύμα και τσουβαλάτα». γ. ύστερα από ένα διάστημα σιωπής, άρχισα να μιλώ ασταμάτητα: «μόλις λύθηκε η γλώσσα μου, δεν προλάβαινε κανείς να πάρει σειρά για να μιλήσει»·
- μάζεψε τη γλώσσα σου, απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει υποτιμητικά ή υβριστικά σε μας ή και σε πρόσωπο που μας ενδιαφέρει: «αρκετά έκανα υπομονή ν’ ακούω τις βλακείες σου, γι’ αυτό μάζεψε τη γλώσσα σου να μην πλακωθούμε στις μπουνιές». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για τονισμένο·
- μάλλιασε η γλώσσα μου, μιλούσα ασταμάτητα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον, αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα: «μάλλιασε η γλώσσα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός το δικό του»·
- με τρώει η γλώσσα μου, είμαι έτοιμος να πω κάτι που δεν πρέπει να ειπωθεί, είμαι έτοιμος να αποκαλύψω κάποιο μυστικό: «από ώρα με τρώει η γλώσσα μου να πω αυτό που κανένας δεν τολμάει να πει || ώρα τώρα με τρώει η γλώσσα μου ν’ αποκαλύψω τι απατεώνας είναι»·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «φέρ’ τε μου κάποιον άλλον να διαπραγματευτώ μαζί του, γιατί μ’ αυτόν μιλάμε άλλη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλες φορές ακολουθεί το μου φαίνεται·
- μιλάμε την ίδια γλώσσα, συμφωνούμε, συνεννοούμαστε: «με τον τάδε δεν έχω ποτέ πρόβλημα, γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα»·
- μιλώ με απλή γλώσσα ή μιλώ σε απλή γλώσσα, μιλώ απλά, κατανοητά: «θέλω να καταλαβαίνεις αμέσως τι σου λέω, γιατί μιλώ με απλή γλώσσα»·
- μιλώ με τη γλώσσα της λογικής, μιλώ λογικά: «όταν μιλά κανείς με τη γλώσσα της λογικής, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- μιλώ τη γλώσσα της αλήθειας, μιλώ με ειλικρίνεια: «δε θέλω να πάρω το μέρος κανενός, γι’ αυτό θα μιλήσω τη γλώσσα της αλήθειας»·
- μου βγήκε η γλώσσα, κουράστηκα, λαχάνιασα, ιδίως από τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα, μέχρι να σε φτάσω»·
- μου βγήκε η γλώσσα απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα ανάποδα, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή· βλ. και φρ. κρέμασε η γλώσσα μου·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πήχη, βλ. φρ. μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, κουράστηκα πολύ, λαχάνιασα πολύ, ιδίως από εξαντλητικό τρέξιμο: «μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, μέχρι να προφτάσω το λεωφορείο στη στάση». Από την εικόνα του σκύλου, που όταν τρέχει πολύ, βγαίνει από την κούραση η γλώσσα του έξω από το στόμα του·
- μου δέθηκε η γλώσσα, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη από έκπληξη ή από φόβο: «μόλις μου σύστησε τη γυναικάρα που συνόδευε, μου δέθηκε η γλώσσα και δεν μπορούσα να πω τίποτα || την ώρα που πήγα να μιλήσω, με κοίταξε ο άλλος τόσο άγρια, που μου δέθηκε η γλώσσα»·
- μου δένουν τη γλώσσα, με υποχρεώνουν, με εξαναγκάζουν να μη μιλήσω: «μ’ εκβίαζαν πως θα ’βγαζαν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, κι έτσι μου ’δεσαν τη γλώσσα και δεν μπορούσα να πω πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα»·
- μπερδεύεται η γλώσσα μου, δυσκολεύομαι να αρθρώσω τις λέξεις: «δεν μπορώ να πω γρήγορα κανέναν γλωσσοδέτη, γιατί μπερδεύεται η γλώσσα μου»· βλ. και φρ. μπερδεύω τη γλώσσα μου·
- μπερδεύω τη γλώσσα μου, συγχέω τα λόγια μου από ταραχή ή από πρόθεση να αποκρύψω κάτι: «όταν άρχισε να μπερδεύει τη γλώσσα του, κατάλαβα πως κάποιον λάκκο έχει η φάβα». Χάριν αστεϊσμού, η φρ. αυτή εκφέρεται και γλωσσεύω την μπέρδα μου·
- να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας, (συμβουλευτικά) να σκέφτεσαι πολύ, πριν μιλήσεις: «πρέπει να λες μετρημένες κουβέντες εκεί που θα πας και να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας σου»· βλ. και φρ. πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό·
- να μου κοπεί η γλώσσα, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα αποκαλύψει αυτό που θέλει να του εμπιστευτεί ή αυτό που του εμπιστεύτηκε κάποιος: «θέλω να σου πω κάτι, αλλά δε θέλω να το πεις σε κανέναν -Να μου κοπεί η γλώσσα || δε θέλω να πεις σε κανέναν αυτό που σου εμπιστεύτηκα. -Να μου κοπεί η γλώσσα»·
- να μου κόψεις τη γλώσσα, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε τη βεβαιότητα σε κάποιον πως τα πράγματα θα γίνουν ακριβώς έτσι όπως του τα λέμε: «αν δεν έρθει σε λίγο να σου ζητήσει συγγνώμη, να μου κόψεις τη γλώσσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα.. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα, να σου ’λεγα καμπόσα κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβες τη γλώσσα
- να φας τη γλώσσα σου! βλ. φρ. που να φας τη γλώσσα σου(!)·
- νεκρές γλώσσες, αυτές που δε μιλιούνται από κανέναν: «οι γλώσσες των αρχαίων λαών της Μεσοποταμίας είναι νεκρές γλώσσες»·
- ξεράθηκε η γλώσσα μου, βλ. φρ. ξεράθηκε το στόμα μου, λ. στόμα·
- ξύλινη γλώσσα, ομιλία, συνήθως κομματικού περιεχομένου, με μονότονα επαναλαμβανόμενες και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο κομματικές θέσεις, η ανούσια πολιτική συνθηματολογία: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε πάλι σε ξύλινη γλώσσα»·
- οι κακές γλώσσες, (γενικά) οι κουτσομπόλες, οι κουτσομπόληδες, το κουτσομπολιό, που γίνεται με κακεντρέχεια: «οι κακές γλώσσες λένε πως άρχισες πάλι να χαρτοπαίζεις»·
- όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, αυτός που μπορεί και ελέγχει τα νεύρα του, γιατί πάνω στα νεύρα του λέει κανείς σκληρές κουβέντες, γλιτώνει από οδυνηρές περιπέτειες: «όταν τον νευριάσουν, κάνει υπομονή και δε λέει κουβέντα, γιατί όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του»·
- ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ότι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται, πολλές φορές τα λόγια που λέμε για κάποιον μπορούν να προκαλέσουν ανυπολόγιστη ψυχική ή ψυχολογική ζημιά: «να προσέχεις πώς μιλάς για τους άλλους, γιατί ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται»· βλ. και φρ. η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει·
- πέφτω στη γλώσσα (κάποιου), με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει κάποιος: «αν πέσεις στη γλώσσα του, θα σε κάνει άνω κάτω»·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, άρχισε να μιλάει ασταμάτητα και χωρίς δισταγμό: «όταν πήρε η γλώσσα του δρόμο, μίλησε για όλους και για όλα, χωρίς φόβο και πάθος»·
- που να φας τη γλώσσα σου! α. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που, τη στιγμή που κάποιος μελετάει κάτι κακό σε βάρος μας, αυτό μας συμβαίνει: «πρόσεχε μη χτυπήσεις το δάχτυλό σου, έτσι όπως καρφώνεις το καρφί στον τοίχο. -Ωχ, που να φας τη γλώσσα σου!». β. αποτρεπτική έκφραση να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε να συμβεί σε βάρος μας: «πρόσεχε μην πέσεις, έτσι όπως ανεβαίνεις στη σκάλα. -Που να φας τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, (συμβουλευτικά) να μη μιλάς, να μην εκφέρεις κάποια γνώμη, αν πρώτα δε σκεφτείς καλά τι πρέπει να πεις: «όταν πρέπει να δώσεις σε κάποιον το λόγο σου, πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα σου στο μυαλό, γιατί μπορεί μετέπειτα να βγεις εκτεθειμένος»· βλ. και φρ. να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας·
- πρόσεχε τη γλώσσα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε άτομο να είναι κόσμιο στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε θα είναι μόνο οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». β. απειλητική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας, ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «δε θ’ ανεχτώ άλλες κατηγορίες ούτε για μένα ούτε για το φίλο μου, γι’ αυτό πρόσεχε τη γλώσσα σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- πρόσεχε τη γλώσσα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «αν αποφασίσεις να συνεργαστείς μαζί του, ένα σου λέω, πρόσεχε τη γλώσσα του». Συνών. πρόσεχε το στόμα του·  
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; βλ. λ. γάτα·
- στην άκρη της γλώσσας μου το ’χω, λέγεται στην περίπτωση που πλησιάζουμε να θυμηθούμε κάτι, που στριφογυρίζει στο μυαλό μας αόριστα, αλλά που δεν μπορούμε να θυμηθούμε επακριβώς τι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ μωρέ, ενώ συνήθως παρατηρείται χειρονομία κατά την οποία το χέρι κινείται ανεπαίσθητα προς το στόμα, προς την άκρη της γλώσσας·
- στρώνω τη γλώσσα ή στρώνω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. φρ. χτενίζω τη γλώσσα·
- το λέει και κολλάει η γλώσσα του, μιλάει με λαχτάρα, θαυμαστικά για κάποιον ή για κάτι: «αγαπάει πάρα πολύ το γαμπρό του και κάθε φορά που αναφέρεται στ’ όνομά του, το λέει και κολλάει η γλώσσα του || του αρέσει μόνο το τάδε αυτοκίνητο, αφού, το λέει και κολλάει η γλώσσα του»·
- τον παίρνω στη γλώσσα μου, βλ. φρ. τον πιάνω στη γλώσσα μου·
- τον πιάνω στη γλώσσα μου, τον κατηγορώ, τον κακολογώ, τον διαβάλλω: «αυτός μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αλλά, αν τον πιάσω στη γλώσσα μου, δε θα ξέρει πού να κρυφτεί». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ·
- του βγάζω γλώσσα, του αντιμιλώ: «αφού είδες πως ήταν γέρος άνθρωπος, δεν έπρεπε να του βγάλεις γλώσσα»·
- του βγάζω τη γλώσσα, τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ: «όποιον παίρνω στη δουλειά μου, του βγάζω τη γλώσσα || του ’βγαλα τη γλώσσα, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»· β και φρ. του βγάζω τη γλώσσα μου·
- του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, τον εξουθενώνω, τον πεθαίνω στην κούραση: «τον πήρα μαζί μου σε μια μετακόμιση και του ’βγαλα τη γλώσσα ανάποδα»·
- του βγάζω τη γλώσσα απ’ έξω ή του βγάζω τη γλώσσα απ’ όξω ή του βγάζω τη γλώσσα έξω ή του βγάζω τη γλώσσα όξω, τον κατακουράζω, τον καταταλαιπωρώ: «θέλησε να ’ρθει να με βοηθήσει στη δουλειά μου και του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ όξω του φουκαρά! || του ’βγαλα τη γλώσσα απ’ έξω, μέχρι να του επιστρέψω τα δανεικά»·
- του βγάζω τη γλώσσα μου, τον κοροϊδεύω, τον περιπαίζω, τον περιγελώ: «κάθισε απέναντί του και του ’βγαζε συνέχεια τη γλώσσα του». (Λαϊκό τραγούδι: τρέχω να το πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά, τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια
- τρέχει η γλώσσα, (για λογοτεχνικά κείμενα) είναι πολύ καλογραμμένο και διαβάζεται με άνεση, με ευχαρίστηση: «ευχαριστιέσαι να διαβάζεις βιβλίο, όταν τρέχει η γλώσσα» ·
- τρέχει η γλώσσα του, α. είναι πολύ φλύαρος: «έτσι όπως τρέχει η γλώσσα του, δεν αφήνει σε κανέναν να πάρει το λόγο». β. είναι προπέτης: «πάντα έχω τη διάθεση να του προσφέρω, αλλά μου τη δίνει, γιατί τρέχει η γλώσσα του». γ. (για συγγραφείς) είναι καλός συγγραφέας, διαβάζεται ευχάριστα: «έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του τάδε συγγραφέα, γιατί τρέχει η γλώσσα του». Συνών. έχει καλή πένα·
- τροχίζω τη γλώσσα μου, βλ. φρ. ακονίζω τη γλώσσα μου·
- φάε τη γλώσσα σου! βλ. φρ. δάγκασε τη γλώσσα σου!
- φοβάμαι τη γλώσσα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, φοβάμαι μήπως αρχίσει να αναφέρεται στο όνομά μου, γιατί μπορεί να με κακολογήσει ή να αποκαλύψει κάτι που ξέρει για μένα, πράγμα που δε μου είναι επιθυμητό: «δε θέλω ν’ αρχίσει ν’ αναφέρεται στο πρόσωπό μου, γιατί κάποτε του εμπιστεύθηκα κάτι και φοβάμαι τη γλώσσα του»·
- χτενίζω τη γλώσσα ή χτενίζω τη γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) το επεξεργάζομαι από την αρχή, για να διορθώσω τυχόν συντακτικά λάθη ή να του δώσω τελειότερη ή τελειωτική μορφή: «έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα, αλλά δε θα το παραδώσω ακόμη στον εκδότη μου, γιατί θέλω να χτενίσω τη γλώσσα».

γραμμένος

γραμμένος, -η -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. γράφω], γραμμένος. 1. που είναι πάρα πολύ  όμορφος: «συνόδευε μια κοπέλα,. που δεν μπορούσες να ξεκολλήσεις το βλέμμα σου από πάνω της, γιατί ήταν γραμμένη». Πρβλ.: πού ήσουν πέρδικα γραμμένη κι ήρθες το πρωί βρεμένη; -Ήμουνα πέρα στα πλάγια στις δροσιές και στα χορτάρια. Συνών. ζωγραφιστός. 2.(ειδικά για χείλη) που διαγράφονται λεπτά και είναι καλοσχηματισμένα: «τα γραμμένα χείλη της έβαζαν πολλούς άντρας στον πειρασμό». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα χείλη σου τα γραμμένα δυο φιλιά σου μαγεμένα μου φαρμάκωσαν τη ζωή μια Κυριακή, μια Κυριακή!). 3. που έχει καταχωρηθεί σε μια λίστα, σε έναν κατάλογο: «θα εκφωνήσω τα ονόματα κι όποιος δεν είναι γραμμένος, να σηκώσει το χέρι του». 3. το ουδ. ως ουσ. το γραμμένο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- είναι γραμμένο στο γόνατο, βλ. λ. γόνατο·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- είναι γραμμένος στο τεφτέρι ή είναι γραμμένος στα τεφτέρια, βλ. λ. τεφτέρι·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «και πού το βρήκες αυτό γραμμένο, άλλος να σου κάνει άλλος τη ζημιά κι εγώ να στην πληρώνω!». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να ’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο καρδιές). Συνών. πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά(;)·
- πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. φρ. πού το βρήκες αυτό γραμμένο(;)·
- στο δίνω και γραμμένο, σου το εγγυώμαι απόλυτα: «το ότι είναι καλός άνθρωπος, στο δίνω και γραμμένο». (Λαϊκό τραγούδι: κορίτσι μου γιατί μελαγχολείς, πως σ’ αγαπώ στο δίνω και γραμμένο, σου έτυχε στο ζάρι της ζωής καλό παιδί, μα κακομαθημένο
- τα έχω γραμμένα (ενν. όλα στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνη), δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «ότι και να γίνεται σήμερα στον κόσμο, τα έχω γραμμένα»·
- τα έχω γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι (ενν. τα λόγια σου, ατά που μου λες), μελάνι·
- τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τα έχω γραμμένα όλα στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα έχω γραμμένα όλα στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. αρχίδι·
- τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. παπούτσι·
- τα έχω γραμμένα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα τελευταία των υποδημάτων μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. υπόδημα·
- τα έχω γραμμένα στο μουνί μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μουνί·
- τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. τεφτέρι·
- τα έχω γραμμένα στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. πούτσος·
- τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. διάβολος·
- τον έχω γραμμένο (ενν. στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν τον υπολογίζω καθόλου, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα σ’ εκτιμώ πάρα πολύ, αλλά το φίλο σου τον έχω γραμμένο»·
- τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τον έχω γραμμένο στα παλιά μου υποδήματα ή τον έχω γραμμένο στα παλιά των υποδημάτων μου ή τον έχω γραμμένο στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τον έχω γραμμένο στη μαύρη λίστα, βλ. λ. λίστα·
- τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα, βλ. λ. πίνακας·
- τον έχω γραμμένο στο μαυροπίνακα, βλ. λ. μαυροπίνακας·
- τον έχω γραμμένο στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον έχω γραμμένο στο τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον έχω γραμμένο στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος.

γυναίκα

γυναίκα, η, ουσ. [<μσν. γυναῖκα, από το αρχ. γυναῖκα, αιτιατ. του ουσ. γυνή], η γυναίκα. 1. η σύζυγος: «ποιανού γυναίκα είναι αυτή; || πήρε τη γυναίκα του κι έφυγαν διακοπές. (Λαϊκό τραγούδι: έξω απ’ άδικο κι από κακιά γυναίκα, αυτά τα δυο μου καταστρέψαν τη ζωή κι έχω καεί, αχ έχω καεί). 2α. οικιακή βοηθός, που για συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας ή του μήνα, ανάλογα με τη συμφωνία, αναλαμβάνει κυρίως την καθαριότητα του σπιτιού: «κάθε βδομάδα παίρνει γυναίκα, για να τη βοηθάει στην καθαριότητα του σπιτιού». β. η μπέιμπη σίτερ: «είμαστε προσκαλεσμένοι κάπου το βράδυ και θέλω μια γυναίκα για να κρατήσει το μωρό». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) πολύ δειλός άντρας: «είναι τόσο γυναίκα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις λίγο, τρέμει απ’ το φόβο του». Επί γενεές γενεών η γυναίκα θεωρούνταν από τον άντρα ως υποδεέστερο ον, χωρίς να έχει ούτε καν το δικαίωμα της ψήφου. Χρειάστηκαν σκληροί και μακροχρόνιοι αγώνες από εμπνευσμένες και δυναμικές γυναίκες για να μπορέσει να πάρει η γυναίκα, σε άλλες χώρες στις αρχές του 20ου αιώνα, και σε άλλες στα μέσα του ίδιου αιώνα, θέση ισότιμη με αυτή του άντρα μέσα στην κοινωνία. Όμως, ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας, η γυναίκα εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως ισότιμη του άντρα κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, δυο γυναίκες κι ένας φαντάρος (βλ. λ.)» όπου το άνθρωπος ερμηνεύει τον άντρα. 4. στον πλ. οι γυναίκες, γενικά το θηλυκό γένος, ο γυναικόκοσμος: «ό,τι λεφτά βγάζει, τα τρώει με τις γυναίκες». Υποκορ. γυναικάκι, το και γυναικούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. γυναικάρα, η και γυναίκαρος, ο. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγοραία γυναίκα, η πόρνη: «υπάρχει ένας δρόμος κοντά στο λιμάνι, όπου περιφέρονται αγοραίες γυναίκες»·
- αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα, που ο χρόνος δεν έφθειρε την ομορφιά και τη γοητεία της: «είδα τη μητέρα σου στο δρόμο και τη καταχάρηκα, βρε παιδάκι μου. Αιώνια γυναίκα, μπράβο της!»· βλ. και φρ. η αιώνια γυναίκα·
- αλλάζει γυναίκες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, ό,τι παράξενο ή δύσκολο θελήσει η γυναίκα να αποκτήσει ή να πετύχει στο τέλος το καταφέρνει με οποιοδήποτε τίμημα: «από δω μ’ είχε, από κει μ’ είχε στο τέλος της αγόρασα τη γούνα, γιατί, αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός»·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) συνδέομαι ερωτικά με μια γυναίκα που είναι όπως ακριβώς την ήθελα, όπως την ονειρευόμουν: «μόνο αν βρω τη γυναίκα της ζωής μου, θ’ αποφασίσω να παντρευτώ»·
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γίνομαι γυναίκα, γνωρίζω τον έρωτα, δεν είμαι πια παρθένα: «στην εποχή που ζούμε, οι πιο πολλές γίνονται γυναίκες από την εφηβική τους ηλικία»·
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. φρ. βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου·
- γόης φιδιών και γυναικών, βλ. λ. γόης·
- γυναίκα αράχνη, γυναίκα που καταστρέφει τον άντρα που την αγαπάει: «κάποτε ήταν πλούσιος κι ωραίος, αλλά έμπλεξε με μια γυναίκα αράχνη και τώρα είναι για να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες». Αναφορά στην αράχνη μαύρη χήρα, βλ. λ. χήρα·
- γυναίκα δηλητήριο, γυναίκα καταστροφική για έναν άντρα: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα δηλητήριο και τίναξε το σπίτι του στον αέρα»·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, ένας καλοσχηματισμένος και σφριγηλός κώλος ολοκληρώνει την ομορφιά της γυναίκας (όπως ο μόλος ολοκληρώνει την ασφάλεια του λιμανιού)·
- γυναίκα ελαφρών ηθών, γυναίκα με χαλαρούς ηθικούς φραγμούς, ιδίως στα ερωτικά ζητήματα, η πόρνη: «δεν το κρύβει πως είναι γυναίκα ελαφρών ηθών»·
- γυναίκα με τα όλα της, έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα μιας γυναίκας (ομορφιά, καλλίγραμμο κορμί, ήθος, καλά αισθήματα) άσχετα είναι πλούσια ή όχι: «παντρεύτηκε μια πλούσια ο κωλόφαρδος, που είναι και γυναίκα με τα όλα της»·
- γυναίκα μιας βραδιάς, λέγεται για γυναίκα που συνηθίζει να ενδίδει πολύ εύκολα την εφήμερο έρωτα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είναι πόρνη: «μην υπολογίζεις πως θα την ξανασυναντήσεις, γιατί είναι γυναίκα μιας βραδιάς κι ύστερα πού σε είδα πού σε ξέρω». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, λέγεται για γυναίκα που με τον τρόπο της δείχνει να ανταποκρίνεται στο ερωτικό ενδιαφέρον του άντρα: «όρμα της, ρε βλάκα, αφού στο δείχνει καθαρά, γιατί γυναίκα οπού γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς»·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, η γυναίκα που δε συμπεριφέρεται κόσμια, που προκαλεί, δε χαίρει καλής φήμης: «αν θες τη γνώμη μου, δεν είναι γνωστική γυναίκα, γιατί γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή»·
- γυναίκα της νύχτας, α. γυναίκα που συνηθίζει να κυκλοφορεί τη νύχτα, ιδίως διασκεδάζοντας, συνήθως στα μπουζούκια: «τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας και τον σέρνει από μπουζουκτσίδικο σε μπουζουκτσίδικο». β. γυναίκα που εργάζεται τη νύχτα, ιδίως σε μπαρ ή άλλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «είναι γυναίκα της νύχτας, γι’ αυτό, κάθε μέρα ξυπνάει μετά το μεσημέρι». γ. γυναίκα αμφίβολης ηθικής: «άφησε την τάδε, που ήταν κορίτσι από σπίτι, και τα ’μπλεξε με μια γυναίκα της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι της νύχτας η γυναίκα και μη μου λες πως μ’ αγαπάς, τα ίδια λες και σ’ άλλους δέκα τον έρωτά σου τον πουλάς)· 
- γυναίκα του δρόμου, βλ. φρ. γυναίκα του πεζοδρομίου·
- γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη που ψαρεύει τους πελάτες της στο δρόμο: «πολλές γυναίκες του πεζοδρομίου, πάσχουν από διάφορα αφροδίσια». Η αναφορά στο πεζοδρόμιο, γιατί εκεί περπατάει η πόρνη, όταν κυκλοφορεί στους δρόμους για να ψαρέψει τους πελάτες της·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; λέγεται ειρωνικά για τη γυναίκα ασήμαντου ή παρακατιανού συζύγου, που είναι φανερό πως τον απατά: «λέει πως είναι σωστή και τίμια, αλλά τότε, γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι;»·  
- γυναίκα του υποκόσμου, γυναίκα που σχετίζεται με τον υπόκοσμο, που ζει στον υπόκοσμο: «δεν την κάνει καμιά παρέα μέσα στη γειτονιά, γιατί διαδόθηκε πως είναι γυναίκα του υποκόσμου»·
- γυναίκα χταπόδι, που απλώνει, που ρίχνει ταυτόχρονα τα πλοκάμια της προς διάφορους άντρες: «μπορεί να ’ναι μονογαμικό άτομο μια γυναίκα χταπόδι;»·
- δε γνώρισε γυναίκα, (για άντρες) δεν έχει κάνει ακόμη έρωτα με γυναίκα: «έγινε είκοσι χρονώ παλικάρι κι ακόμη δε γνώρισε γυναίκα»·
- δεν έχει γυναίκα, (για άντρες) είναι ανύπαντρος: «ο μόνος απ’ την παρέα μας που δεν έχει γυναίκα είναι ο τάδε»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, συνήθως η γυναίκα δεν κρατάει το λόγο της·
- έκλεισα σαν γυναίκα ή έχω κλείσει σαν γυναίκα, αγάπησα πολύ, αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά σε έναν άντρα και δε με ενδιαφέρουν πια άλλοι άντρες: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άντρα, έχω κλείσει σαν γυναίκα». Η φρ. αποδίδεται στη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, αναφερόμενη στη σχέση της με τον Αντρέα Παπανδρέου·
- ελαφριά γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει χωρίς λόγο στους άντρες: «δεν κάνω κέφι να πάω μαζί της, γιατί είναι ελαφριά γυναίκα»·
- εύκολη γυναίκα, γυναίκα που ενδίδει με ευκολία στους άνδρες: «είναι τόσο εύκολη γυναίκα, που την πηδάς, μόλις την κεράσεις έναν καφέ»·
- έχασε τη γυναίκα του, α. (για άντρες) είναι χήρος: «έχασε τη γυναίκα του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα». β. (σπάνια) τον εγκατέλειψε: «τώρα που έχασε τη γυναίκα του χτυπάει το κεφάλι του»·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, η μυαλωμένη σύζυγος είναι ανεκτίμητη: «αν θέλεις να παντρευτείς, άσε τις πλούσιες και τις όμορφες και βρες μια μυαλωμένη, γιατί έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό»·
- έχω γυναίκα, (για άντρες) είμαι παντρεμένος: «δε μ’ αρέσει να ξενυχτώ μ’ άλλες γυναίκες, γιατί έχω γυναίκα και παιδιά»·
- η αιώνια γυναίκα, λέγεται για γυναίκα που ασχολείται συνεχώς με τον καλλωπισμό της, πώς να παρουσιάσει δηλαδή από αισθητική άποψη καλύτερο τον εαυτό της και που συνήθως έχει μια μόνιμη τάση για ερωτικές περιπέτειες: «μια ώρα την περιμένω να ετοιμαστεί για να βγούμε να φάμε, και δεν ξέρω ακόμη πόσο θα την περιμένω. -Η αιώνια γυναίκα, φίλε μου». (Λαϊκό τραγούδι: και ο πόλεμος στην Τροία πώς επιάστηκε; Η αιώνια γυναίκα ξελογιάστηκε. Δέκα χρόνια η Ελένη μας λαχτάρησε, ώσπου πήγε ο Οδυσσέας και καθάρισε)· βλ. και φρ. αιώνια γυναίκα·
- … η γυναίκα! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποια γυναίκα που έπαθε κάτι κακό: «καθώς επέστρεφε στο σπίτι της τη στρίμωξε σε μια γωνιά και τη βίασε. -Πω, πω τι έπαθε η γυναίκα!»·  
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- η γυναίκα, όταν παντρευτεί, και το μουλάρι, όταν σαμαρωθεί, δείχνουν τις πληγές τους, βλ. λ. πληγή·
- κοιμάμαι με γυναίκα, (για άντρες) περνώ μια ερωτική βραδιά με γυναίκα: «κάθε φορά που πηγαίνω σε ξένη πόλη και μένω σε ξενοδοχείο, κοιμάμαι με γυναίκα»·  
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, η γυναίκα από τη φύση της είναι παμπόνηρη και μπορεί να πετυχαίνει ό,τι βάζει στο μυαλό της: «μη νομίζεις πως είσαι πιο έξυπνος απ’ αυτή, γιατί η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι»·
- κοινή γυναίκα, η πόρνη: «είναι μια κοινή γυναίκα και καμιά δεν τη θέλει στην παρέα της»·
- ξαπλώνω με γυναίκα, (για άντρες) βλ. φρ. πηγαίνω με γυναίκα·
- ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δε θα μπορέσει να περιορίσει το ελεύθερο πνεύμα της γυναίκας: «μην καταπιέζεις τη γυναίκα σου, γιατί ο αέρας κι η γυναίκα δεν κλειδώνονται»·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, στη ζωή πετυχαίνουν αυτοί που είναι αποφασιστικοί και ενεργούν με ταχύτητα, ενώ οι αργοί και αναβλητικοί ζημιώνουν: «σήμερα για να πετύχεις πρέπει να ’σαι σπίρτο και να δρας κεραυνοβόλα, γιατί ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, κατάλαβες ή δεν κατάλαβες»· βλ. και λ. Γρηγόρης·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, βλ. λ. διάβολος·
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα, η φρονιμάδα και η σωστή κρίση της γυναίκας αξίζει πολύ περισσότερο από την ομορφιά·
- παίρνω (για) γυναίκα, (για άντρες), παντρεύομαι. (Λαϊκό τραγούδι: την γκομενίτσα τη γουστάρω και γυναίκα θα την πάρω
- πηγαίνω με γυναίκα, (για άντρες) συνουσιάζομαι: «παρόλο που πλησιάζει τα εβδομήντα του, θέλει κάθε βδομάδα να πηγαίνει με γυναίκα»·
- τελειωμένη γυναίκα, λέγεται για κορίτσι που έχει πρόωρη ανάπτυξη, που έχει σχηματιστεί σωματικά σαν μια γυναίκα: «έχει μια μικρή κόρη, αλλά η αφιλότιμη είναι τελειωμένη γυναίκα»·
- τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις, ο πραγματικός χαρακτήρας της γυναίκας αποκαλύπτεται μετά το γάμο της: «μην κοκορεύεσαι που σου κάνει τώρα όλα τα χατίρια γιατί, τη γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις»·
- τη γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, γυναίκα, της οποίας ο άντρας κατέχει υψηλή ή ισχυρή θέση, δεν τολμούν να την κακολογήσουν φανερά: «μην πιστεύεις στα παινέματα που της κάνουν όταν είναι μπροστά τους γιατί, τη γυναίκα του βασιλιά, κρυφά τη βρίζουν»· 
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) είμαι ο πρώτος που κάνει έρωτα μαζί της, την ξεπαρθενεύω: «έχω μια γλυκιά ανάμνηση απ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί είμαι αυτός που την έκανε γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω γυναίκα όλο μέλι και αίμα με το ρίγος στο δέρμα και τα φρέσκα μαλλιά κι απέ θα σε κάψω, γιατί είσ’ ένα ψέμα η Ελένη της Τροίας, η πληγή η παλιά
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) την παντρεύομαι: «αν δεν την αγαπούσα, δε θα την έκανα γυναίκα μου»·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, ο άντρας που έχει πείρα στις γυναίκες, διαλέγει μια από αυτές που έχουν ωραίο κώλο: «το πρώτο που βλέπει σε μια γυναίκα είναι αν έχει ωραίο κώλο, γιατί του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται». Πρβλ.: γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) ξελόγιασε τη γυναίκα κάποιου άλλου και σύναψε μαζί της ερωτική σχέση ή την παντρεύτηκε: «χρόνια ήταν φίλοι, αλλά, στο τέλος, του ’φαγε τη γυναίκα και την κοπάνησαν κι οι δυο στο εξωτερικό»·
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

δεκάρα

δεκάρα, η, ουσ. [<δέκα + κατάλ. -άρα], η δεκάρα· ασήμαντο χρηματικό ποσό: «δεν μπορείς σήμερα με δεκάρες να στήσεις επιχείρηση». Υποκορ. δεκαρούλα κ. δεκαρίτσα, η κ. δεκαράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: όσα άστρα έχει ο ουρανός να τα ’χα δεκαράκια, να τα ’τρωγα, να τα ’πινα με τα παλικαράκια). (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- άνθρωπος της δεκάρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- για μια δεκάρα, για ασήμαντο, για μηδαμινό χρηματικό ποσό: «είναι ανόητοι, που κάθονται και μαλώνουν για μια δεκάρα!»·
- δε βγάζω δεκάρα (τσακιστή), α. δεν αποκομίζω, δεν κερδίζω το παραμικρό χρηματικό ποσό: «αυτό το μήνα έπεσε τέτοια αναδουλειά, που δεν έβγαλα δεκάρα τσακιστή». β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδω το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «θα την κλείσω την επιχείρηση, γιατί δε βγάζει δεκάρα τσακιστή»·
- δε δίνω δεκάρα (τσακιστή), α. αδιαφορώ τελείως: «δε δίνω δεκάρα τσακιστή γι’ αυτόν τον άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: αμ’ δε, καλογριούλα που για σένα θα γίνω, αμ’ δε, φύγεις δε φύγεις δεκάρα δε δίνω, αμ’ δε, καλέ ). β. δεν πληρώνω τίποτα: «δε δίνω δεκάρα τσακιστή γι’ αυτό το σκάρτο εμπόρευμα»·
- δε μ’ άφησε δεκάρα (τσακιστή), μου κέρδισε όλα μου τα χρήμα, ιδίως σε μπαρμπούτι ή σε χαρτοπαίγνιο: «είχε τέτοια κωλοφαρδία ο κερατά, που δε μ’ άφησε δεκάρα τσακιστή».
- δε σταυρώνω δεκάρα (τσακιστή), δεν μπορώ να κερδίσω ούτε τα ελάχιστα χρήματα, δεν πέφτουν στα χέρια μου καθόλου λεφτά: «με την αναδουλειά που έχει πέσει τον τελευταίο καιρό στην αγορά, δε σταυρώνω δεκάρα τσακιστή»·
- δεκάρα δεκάρα, με σκληρή οικονομία και λίγο λίγο: «μάζεψε δεκάρα δεκάρα τα λεφτά για ν’ αγοράσει κι αυτός ένα αυτοκινητάκι». Συνών. δραχμή δραχμή / πεντάρα πεντάρα / φράγκο φράγκο·
- δεν αξίζει (τσακιστή), α. (για πρόσωπα) είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «μας τον σύστησες για σπουδαίο άνθρωπο, αλλά δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή». β. (για πράγματα) η τιμή του, η αξία του είναι ασήμαντη, μηδαμινή και, κατ’ επέκταση, είναι τελευταίας ποιότητας: «έδωσε ένα κάρο λεφτά και πήρε αυτό το ρολόι, που δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή». Από το ότι στις αρχές του 20ου αιώνα κυκλοφορούσαν κίβδηλες δεκάρες από σκληρό και χοντρό χαρτί και όταν έπεφτε στα χέρια του μπακάλη, του μανάβη, του χασάπη ή του ψαρά κάποια ύποπτη δεκάρα, την τσακίζανε (τη διπλώναμε στα δυο) για να βεβαιωθεί ότι πράγματι είναι κάλπικη· 
- δεν αφήνει δεκάρα (τσακιστή), α.(για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδει το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «σκέφτομαι να κλείσω την επιχείρηση, γιατί δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή». β. (για πρόσωπα) σπαταλάει, ξοδεύει όλα τα κλεφτά του: «κάθε φορά που του πέφτουν λεφτά στα χέρια, μέσα σε δυο τρεις μέρες δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή»·
- δεν έχω απάνω μου δεκάρα (τσακιστή), τυχαίνει να μην έχω μαζί μου καθόλου χρήματα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είμαι φτωχός: «αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σε βοηθήσω, γιατί δεν έχω απάνω μου δεκάρα τσακιστή»·
- δεν έχω δεκάρα (τσακιστή), α. είμαι τελείως άφραγκος: «δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω δεκάρα τσακιστή». β. είμαι τελείως φτωχός: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί δεν έχει δεκάρα τσακιστή». (Λαϊκό τραγούδι: που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα που ’χουν ένα φουστάνι καλό που ’ν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα κι έχουν βλέμμα πικρό και δειλό
- δεν κάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δεκάρα (τσακιστή)·
- δεν κοστίζει δεκάρα (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δεκάρα (τσακιστή)·
- δεν πιάνει δεκάρα (τσακιστή), α. (για πρόσωπα) είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «κάθεσαι και στενοχωριέσαι για έναν άνθρωπο που δεν πιάνει δεκάρα τσακιστή». β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις), δεν αποδίδει το παραμικρό κέρδος: «με τόσες απεργίες, το μαγαζί δεν πιάνει δεκάρα τσακιστή». γ. (για πράγματα), δεν έχει το παραμικρό κόστος, δεν αξίζει τίποτα και, κατ’ επέκταση, είναι τελευταίας ποιότητας: «πέτα το καλύτερα, γιατί δεν πιάνει δεκάρα τσακιστή»·
- δεν πιάνω δεκάρα (τσακιστή), δεν εισπράττω το παραμικρό ποσό, ιδίως γιατί δεν υπάρχει η παραμικρή εμπορική κίνηση: «μ’ αυτή τη νέκρα που έχει πέσει στην αγορά, δεν πιάνω δεκάρα τσακιστή»·
- δεν του μένει δεκάρα (τσακιστή), σπαταλάει, ξοδεύει όλα του τα λεφτά: «μόλις πάρει το μηνιάτικο στα χέρια του, μέσα σε δυο μέρες δεν του μένει δεκάρα τσακιστή»·
- δεν υπάρχει δεκάρα (τσακιστή), έκφραση που δηλώνει παντελή έλλειψη χρημάτων: «μη μου ζητάς δανεικά, γιατί δεν υπάρχει δεκάρα τσακιστή»·
- δυο δεκάρες η οκά ή δυο δεκάρες την οκά (για εμπορεύματα ή πράγματα) με ασήμαντη, με μηδαμινή αξία: «τέτοια ρολόγια μαϊμού δυο δεκάρες η οκά, να σου φέρω εγώ χίλια». (Τραγούδι: ω, αγκινάρες και κουκιά, κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και…, ειρωνική αναφορά σε άτομο που, επειδή ήταν φτωχό και ξαφνικά κέρδισε μερικά χρήματα, νομίζει πως άλλαξε ριζικά η ζωή του: «έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και νομίζει πως έγινε κάποιος»·
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά αξία, καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- με μια δεκάρα, με ασήμαντο, με μηδαμινό χρηματικό ποσό: «ήρθε με μια δεκάρα στην τσέπη κι ήθελε να γίνει συνεταίρος μου»·
- μένω χωρίς δεκάρα (τσακιστή), α. μου τελειώνουν όλα τα χρήματα, ξοδεύω όλα τα χρήματά μου: «δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω, αλλά, κάθε φορά που βγαίνω στην αγορά, μένω χωρίς δεκάρα». β. χάνω όλα μου τα χρήματα σε κάποια εμπορική επιχείρηση: «έπεσε έξω η δουλειά κι έμεινε χωρίς δεκάρα». γ. χάνω όλα τα χρήματά μου σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπαιξα με κάτι χαρτόμουτρα κι έμεινα χωρίς δεκάρα»·
- μετράει και τη δεκάρα, υπολογίζει και το παραμικρό χρηματικό πόσο, είτε επειδή είναι τσιγκούνης είτε επειδή έχει οικονομικές δυσχέρειες: «με την τσιγκουνιά που κουβαλάει, μετράει και τη δεκάρα || με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, μετράει και τη δεκάρα»·
- μέχρι δεκάρα(ς), όλο το χρηματικό ποσό: «του ’δωσες τα δανεικά που του χρωστούσες; -Μέχρι δεκάρα». (Λαϊκό τραγούδι: μέχρι δεκάρα τα ’φαγε κι έμεινε μπατιράκι, τι έπαθες, τι έπαθες καημένε Νικολάκη
- ούτε δεκάρα (τσακιστή), παντελής έλλειψη χρημάτων: «πόσα λεφτά έχεις; -Ούτε δεκάρα»·
- πράγμα της δεκάρας, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τ’ ακουμπώ μέχρι δεκάρα (τσακιστή), α. πληρώνω όλο το ποσό, όλο το λογαριασμό και, κατ’ επέκταση, πληρώνω τοις μετρητοίς: «αγόρασα όλα τα οικιακά σκεύη απ’ το τάδε μαγαζί και τ’ ακούμπησα μέχρι δεκάρα». β. ξοδεύω όλα τα χρήματά μου για κάποιο σκοπό: «αγόρασα ένα οικόπεδο στη Χαλκιδική κι έμεινα πανί με το πανί, γιατί τ’ ακούμπησα μέχρι δεκάρα τσακιστή». γ. ξοδεύω συστηματικά όλα μου τα χρήματα, ιδίως για προσωπική μου διασκέδαση ή απόλαυση: «τ’ ακουμπάει μέχρι δεκάρα στα μπουζούκια || τ’ ακουμπάει μέχρι δεκάρα στα ταξίδια». δ. χάνω συστηματικά όλα μου τα χρήματα σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «είναι μεγάλο κορόιδο, γιατί, ό,τι βγάζει, τ’ ακουμπάει μέχρι δεκάρα στα χαρτιά».
- τα μετράω μέχρι δεκάρα (τσακιστή), πληρώνω όλο το ποσό τοις μετρητοίς για αγορά που έκανα: «κάθε φορά που αγοράζω κάτι, τα μετράω μέχρι δεκάρα κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»· βλ. και φρ. μετράει και τη δεκάρα·
- τα τρώω μέχρι δεκάρα (τσακιστή), ξοδεύω, σπαταλώ όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «όσα λεφτά βγάζω, τα τρώω μέχρι δεκάρα»·
- της δεκάρας, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι χωρίς αξία, χωρίς σημασία: «φίλος της δεκάρας || πράγμα της δεκάρας»·
- τον ξέρω σαν (την) κάλπικη δεκάρα, α. τον γνωρίζω πάρα πολύ καλά, ιδίως τις απατεωνιές του ή τις παρανομίες του: «μη μου λες πως ο τάδε είναι καλός άνθρωπος, γιατί τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα». β. ξέρω όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του: «είμαστε φίλοι από μικρά παιδιά, γι’ αυτό τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα». Συνών. τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο / τον ξέρω σαν την τσέπη μου·
- του μέτρησα και τη δεκάρα, του πλήρωσα όλο το ποσό της μετρητοίς για αγορά που έκανα ή για χρέος που είχα, τον εξόφλησα: «αγόρασα το αυτοκίνητό του και του μέτρησα και τη δεκάρα»·
- χωρίς δεκάρα, α. δωρεάν, τζάμπα: «μου το ’δωσε χωρίς δεκάρα». β. δηλώνει και τέλεια  έλλειψη χρημάτων. (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε, Μανολιό μου, πώς θα βάλουμε στεφάνι στον Άι Γιάννη).

δημοσιογράφος

δημοσιογράφος, ο, η, ουσ. [<νεότ. δημοσιογράφος <δημόσιο- + γράφος], ο δημοσιογράφος·
- αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι, υβριστικό σύνθημα κατά των δημοσιογράφων, ιδίως των τηλεοπτικών συνεργείων, από αναρχικούς ή άλλες περιθωριακές ομάδες, τη στιγμή που αυτοί απαθανατίζουν με το φακό τους τα έκτροπα, τις βιαιότητες και τις καταστροφές που προκαλούν·
- ο δημοσιογράφος, πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, από τη γνώμη που έχει ο κόσμος πως πολλοί δημοσιογράφοι είναι διαπλεκόμενοι ή εξασκούν το επάγγελμά τους με βρόμικο, με εκβιαστικό τρόπο.

δικός

δικός, -ή κ. -ιά, -ό, κτητ. αντων. [<μσν. δικός <μτγν. ἰδικός <αρχ. ἴδιος], ο δικός. 1. (πάντοτε με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) που συνδέεται στενά με κάποιον, ο συγγενής, ο οικείος, ο φίλος: «ήρθε μ’ όλους τους δικούς του». (Λαϊκό τραγούδι: στο πατρικό το σπίτι μου θέλω για να γυρίσω· με τι κουράγιο όμως να μπω και στους δικούς μου τι να πω, πώς να τους αντικρίσω;). 2α. το αρσ. ως ουσ. ο δικός μου, ο άντρας μου, ο σύζυγός μου, ο ερωμένος μου, ο εραστής μου, ο γκόμενός μου: «την είδα που έκανε βόλτα στην παραλία με τον δικό της». β. το θηλ. ως ουσ. η δική μου και η δικιά μου, η γυναίκα μου, η σύζυγός μου, η ερωμένη μου, η γκόμενά μου: «πήρε τη δικιά του κι έφυγε». 3α. δικέ μου! φιλική προσφώνηση σε άτομο που ταιριάζει πολύ στο χαρακτήρα μου, τα ενδιαφέροντα ή τη φιλοσοφία μου για τη ζωή ή που είναι του ίδιου σιναφιού με μένα. (Λαϊκό τραγούδι: για κάθε πράγμα υπάρχει πάντα η φορά η πρώτη, μείνε μακριά απ’ την πρέζα γιατί δε θα ξεμπλέξεις, το στοίχημα ετούτο αν θες να το κερδίσεις, το μόνο που σου θέλω, δικέ μου, μην το παίξεις). β. λέγεται και αντί ονόματος, όταν δε θέλουμε να αποκαλέσουμε κάποιον με το όνομά του ή όταν δε το γνωρίζουμε: «δικέ μου, σε ζητούσε ο τάδε || από πού μπορώ να πάω, δικέ μου, σ’ αυτή τη διεύθυνση;». γ. επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά σε μια διήγηση, χωρίς κανένα λόγο, αλλά μόνο και μόνο από κακιά συνήθεια: «μόλις τους είδα, δικέ μου, φρίκαρα, αλλά, βλέπεις, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, γιατί, δικέ μου, σκέφτηκα πως ήμουν έξω με αναστολή κι αν επενέβαινα, δικέ μου, μπορεί και να μπλεκόμουν άσχημα». (Ακολουθούν 87 φρ.)·   
- απ’ το δικό σου στόμα, βλ. λ. στόμα·
- αρχίζει τα δικά του, βλ. φρ. κάνει τα δικά του. (Λαϊκό τραγούδι: μα μόλις ξανοιχτήκαμε φρεσκάρισε ο μπάτης και η μαργιόλα η θάλασσα, αχ τι καημός, άρχισε τα δικά της
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- (αυτό) είναι δική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- (αυτό) είναι δικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- (αυτό) είναι δικό μου καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- αυτός το δικό του, λέγεται για άτομο που, παρ’ όλες τις συμβουλές μας να κάνει ή να μην κάνει κάτι, αυτό ενεργεί με τον τρόπο που είχε προαποφασίσει, περισσότερο από ξεροκεφαλιά παρά έπειτα από ώριμη σκέψη. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εκεί: «του έλεγα να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ήταν απατεώνας, όμως αυτός εκεί, το δικό του, και βέβαια την πάτησε·
- για δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για καλό δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. λ. καλός·
- για τα δικά σου μάτια, βλ. λ. μάτι·
- για το δικό μου (σου, του, της κ.λπ) καλό ή για το καλό το δικό μου (σου, του, της κ.λπ), βλ. λ. καλός·
- γίνεται πάντα το δικό του, βλ. φρ. κάνει πάντα το δικό του·
- δε μας φτάναν τα δικά μας, μας φέραν κι απ’ την Πέργαμο, α. λέγεται ειρωνικά, ότανκοντά στη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε, προστίθεται και μια άλλη. β. λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε κάποια δυσκολία και έρχεται κάποιος που μας είναι ανεπιθύμητος ή ενοχλητικός. Συνών. δε μας εφτάναν τα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο / τα ’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα·
- δεν είναι δική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν είναι δική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- δεν είναι δικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- δεν είναι δικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- δεν είναι δικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- δεν είναι δικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- δική σου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δική σου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- δικό σου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- δικό σου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- δικό σου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- δικός μας είναι, έκφραση με την οποία πληροφορούμε την ομήγυρη πως το άτομο που μας συνοδεύει ανήκει στον ίδιο πολιτικό ή παράνομο χώρο με τον δικό μας: «εντάξει παιδιά, δικός μας είναι»· βλ. και φρ. είναι δικός μας·
- δικός σου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- δικό σου το μαχαίρι, δικό σου το πεπόνι, βλ. λ. μαχαίρι·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- έγινε δική μου, α. δέχτηκε να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «ένα βράδυ, μετά από δεσμό ολόκληρου μήνα, έγινε δική μου». (Λαϊκό τραγούδι: πως θα γίνω εγώ δική σου, πάψε να το συζητάς. Δε γουστάρω τις παρόλες, σου ξηγήθηκα, στις ταβέρνες και στα καμπαρέ γεννήθηκα). β. δέχτηκε να με παντρευτεί ή με παντρεύτηκε: «μετά από πέντε χρόνια δεσμό έγινε δική μου κι επίσημα». (Λαϊκό τραγούδι: και να της πω τα μυστικά που έχω στην καρδιά μου ότι η κόρη σου καλέ θα γίνει πια δικιά μου
- έγινε το δικό του, βλ. φρ. έκανε το δικό του·
- είναι δικός μας, ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με μας ή στο ίδιο σινάφι με μας, ιδίως παράνομο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι δικός μας || θα τον βάλουμε κι αυτόν στο κόλπο, γιατί είναι δικός μας». (Λαϊκό τραγούδι: ντερβίση μου, να ’ρχόσουνα μια μέρα στο τσαρδί μας, να ’βρισκες τους φίλους μας που ’ναι όλοι δικοί μας)· βλ. και φρ. δικός μας είναι·
- είναι δικό μας παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι δικό μου παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι δικός μας άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι δικός μου, ανήκει στο συγγενικό μου περιβάλλον ή είναι της εμπιστοσύνης μου, της δούλεψης μου, είναι υποτακτικός μου, μπράβος μου, της συμμορίας μου: «όσοι είναι δικοί μου, ορκίζονται στ’ όνομά μου»·
- είναι δικός μου άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- έκανε το δικό του, έκανε αυτό που ήθελε, παρά την αντίθετη γνώμη ή την αντίθεση των άλλων: «φώναξαν, διαμαρτυρήθηκαν, όμως αυτός έκανε το δικό του». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το στο τέλος και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, βλ. λ. δουλειά·
- έχω δικό μου κεραμίδι, βλ. λ. κεραμίδι·
- έχω τα δικά μου, έχω τις έγνοιες μου, τα προβλήματά μου, τις φροντίδες μου: «όταν έχω τα δικά μου, πώς θέλεις να ενδιαφερθώ για τα δικά σου;»·
- ζει στο δικό του κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- η γκαμήλα δε βλέπει τη δική της καμπούρα, βλέπει της αντικρινής της, βλ. λ. γκαμήλα·
- η κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, ξέχασε το δικό της, βλ. λ. κουρούνα· 
- η μισή ντροπή δική μου κι η μισή δική του, βλ. λ. ντροπή·
- θέλει να γίνεται πάντα το δικό του, θέλει να γίνεται πάντα αυτό που επιθυμεί, αυτό που του αρέσει ή αυτό που υποστηρίζει, παρά την αντίθετη γνώμη ή την αντίθεση των άλλων: «δε βγαίνω ποτέ έξω μαζί του για διασκέδαση, γιατί θέλει να γίνεται πάντα το δικό του»· βλ. και φρ. κάνει πάντα το δικό του·
- καθένας ακούει τη δική του μουσική, βλ. λ. μουσική·
- και στα δικά μας! α. ευχή που ανταλλάσσει ένα ζευγάρι ερωτευμένων ή αρραβωνιασμένων, που παρακολούθησε έναν γάμο, με την έννοια να παντρευτούν και αυτοί: «τώρα που πάντρεψες την αδελφή σου και στα δικά μας!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άι ή το άντε ή το άι τώρα ή το άντε τώρα. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον, που αδιαφορεί σε αυτό που του λέμε με το στ’ αρχίδια μας(!). γ. κλείνει προληπτικά κάθε πρότασή μας σε κάποιον, με την εντύπωση πως θα μας αποκριθεί ή πως μας αποκρίνεται νοερά με το αδιάφορο στ’ αρχίδια μας(!): «μόλις βρω το κατάλληλο χρηματικό ποσό, σκέφτομαι να κάνω αυτή τη δουλειά, και στα δικά μας!»·
- και στα δικά σας! ευχή σε ζευγάρι ερωτευμένων ή αρραβωνιασμένων, που παρακολούθησε έναν γάμο, με την έννοια να παντρευτούν και αυτοί: «τώρα που παντρεύτηκαν οι φίλοι σας και στα δικά σας!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τους έδινε κι ευχές, συμπεθέροι, γεια σας, κι όσες λεύτεροι μαθές, άι και στα δικά σας). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άι ή το άντε ή το άιντε ή το άι τώρα ή άντε τώρα ή το άιντε τώρα·
- και στα δικά σου! ευχή σε ελεύθερο άτομο, που παρακολούθησε έναν γάμο, με την έννοια να παντρευτεί: «αφού πάντρεψες την αδερφή σου, και στα δικά σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε ή το άιντε ή το άντε τώρα ή το άιντε τώρα·
- και τα ρέστα δικά σου, βλ. λ. ρέστα·
- και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- κάνει πάντα το δικό του, ενεργεί πάντα όπως του αρέσει, όπως υποστηρίζει ή θεωρεί πως είναι σωστό, παρά την αντίθετη γνώμη των άλλων: «όποιος έχει λεφτά, αγόρι μου, δε λογαριάζει κανέναν και κάνει πάντα το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε γλάστρα στον καιρό της κι η κυρά στον αργαλειό της και το δειλινό ο καλός της κάνει πάντα το δικό της)· βλ. και φρ. θέλει να γίνεται πάντα το δικό του·
- κάνει τα δικά του, α. λέγεται με ειρωνική διάθεση για άτομο που λέει ή κάνει διάφορα πράγματα για να διασκεδάσει την ομήγυρη: «πέρασα απ’ το μπαράκι κι ήταν εκεί ο τάδε, που έκανε τα δικά του». β. λέγεται για άτομο που, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, προσποιείται ή συμπεριφέρεται με τρόπο που μας είναι γνωστός από προηγούμενες φορές: «θέλει να πάρει άδεια απ’ το διευθυντή και κάνει τα δικά του, βηξίματα, δήθεν εμετό και τέτοια || κάθε φορά που θέλει να του δώσω δανεικά, κάνει τα δικά του, ξέρεις εσύ, τον κυνηγάει δήθεν η εφορία, κλάψες και τα παρόμοια». (Λαϊκό τραγούδι: τόσες φορές σε μάλωσε η δόλια η μαμά σου, μα συ κρυφά τη σκάρωνες, παλιόπαιδο, κι έκανες τα δικά σου). γ. λέγεται για κάτι που συμβαίνει με τρόπο που μας είναι γνωστός από άλλες φορές: «κάθε φορά που σηκώνεται αέρας, η θάλασσα κάνει τα δικά της»·
- κάνω το δικό μου, επιβάλλω αυτό που θέλω παρά την αντίθετη γνώμη ή την αντίθεση των άλλων, πετυχαίνω αυτό που επιδιώκω: «όσο κι αν αντιδρούν οι άλλοι, αν δεν κάνω το δικό μου, θα σκάσω»·
- κατά το δικό σου πήχη πανί δε σου πουλούν, βλ. λ. πήχης·
- κι αυτός με τα δικά του ή κι αυτός τα δικά του, λέγεται ειρωνικά ή απαξιωτικά για άτομο, που ενώ συμβαίνουν σοβαρά πράγματα, αυτό ασχολείται με τα προσωπικά του που εντέλει είναι και επουσιώδη: «όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε για τη μείωση των μισθών και των συντάξεων που μελετά η κυβέρνηση, κι αυτός τα δικά του!». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με, πια, αγόρι μου, και τράβα στη δουλειά σου, εδώ καράβια χάνονται κι εσύ με τα δικά σου)· 
- λέει τα δικά του, α. συζητά πράγματα που είναι εντελώς προσωπικά ή επαναλαμβάνει συνέχεια την προσωπική του γνώμη ή άποψη: «εδώ ενδιαφερόμαστε πώς θα ξεπεράσουμε το πρόβλημα κι αυτός λέει τα δικά για το γιο του που είναι στην Ιταλία || όλοι έχουν διαφορετική άποψη για την υπόθεση κι αυτός εξακολουθεί να λέει τα δικά του». β. (υποτιμητικά) λέει ανοησίες, βλακείες: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί αυτός λέει τα δικά του»·
- λέμε τα δικά μας, κουβεντιάζουμε πράγματα που μας συνέδεαν ή που μας συνδέουν: «είχαμε καιρό να βρεθούμε και πίνοντας ένα ποτηράκι λέμε τα δικά μας». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να κουβεντιάσουμε να πούμε τα δικά μας, να ξαναζωντανέψουμε τα ντέρτια τα παλιά μας
- λουφ δικό μου, βλ. λ. λουφ·
- με δικές μου δυνάμεις ή με τις δικές μου δυνάμεις ή με τις δικές μου τις δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με τους δικούς μου όρους, βλ. λ. όρος·
- μην τα θες κι όλα δικά σου! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ενώ όλα του πηγαίνουν καλά στη ζωή του, δυσανασχετεί με την πρώτη αναποδιά ή δυσκολία που του παρουσιάζεται. (Τραγούδι: τώρα ήρθε η σειρά σου για να κλάψει η σειρά σου μην τα θες όλα δικά σου μ’ αγαπάς δε σ’ αγαπώ
- μονά ζυγά δικά του, βλ. λ. μονός·
- μου το ’δωσε για δικό μου, μου το χάρισε: «επειδή είχε δυο στιλό, το ένα μου το ’δωσε για δικό μου»·
- ο δικός σου, α. γενικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «τότε σηκώθηκε ο δικός σου και τους έκανε τ’ αλατιού». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «επειδή έχει λεφτά ο δικός σου, έχει την εντύπωση πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει»·
- ο δικός τους, (στη γλώσσα της φυλακής) ο προδότης, ο καταδότης, ο σπιούνος: «κάθε φορά που βλέπουμε να ’ρχεται ο δικός τους, αλλάζουμε κουβέντα και μιλάμε περί ανέμων και υδάτων»·
- ο παπάς κοιτάει τη δικιά του παπαδιά, βλ. λ. παπάς·
- ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα, βλ. λ. ράφτης·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, βλ. λ. σπίτι·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, βλ. λ.σπίτι·
- πέρασε το δικό του, βλ. φρ. έγινε το δικό του·
- πες το με δικά σου λόγια, βλ. λ. λόγος·
- που ήταν όλη δική του (όλο δικό του), βλ. λ. όλος·
- σημασία ο δικός σου, βλ. λ. σημασία·
- τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους σύκα και δεν ακούγονται, βλ. λ. καρύδι·
- τα δικά μας παιδιά, βλ. λ. παιδί·
- τα δικά σου δικά σου και τα δικά μου δικά σου! α. απευθύνεται στο πρόσωπο που σε κάποια μοιρασιά, μαζί με το μερίδιο που του ανήκει, επιδιώκει να καρπωθεί και το δικό μας μερίδιο. β. λέγεται σε κάποιον, όταν στην περίπτωση κατανομής ευθυνών προσπαθεί να απαλλαγεί των δικών του και να εκμεταλλευτεί την παρουσία μας, να μας προσεταιριστεί, ώστε να καταλογιστούν οι δικές μας θετικές ενέργειες μαζί με τις τυχόν δικές του·
- τα θέλει μονά ζυγά δικά του ή μονά ζυγά δικά του τα θέλει, βλ. λ. μονός·
- τα θέλει όλα δικά του ή όλα δικά του τα θέλει, α. είναι μεγάλος πλεονέκτης, μεγάλος συμφεροντολόγος: «δεν κάνω ποτέ δουλειά μαζί του, γιατί τα θέλει όλα δικά του». β. θέλει να γίνεται πάντα αυτό που επιθυμεί, αυτό που του αρέσει, αυτό που υποστηρίζει: «δε βγαίνω ποτέ μαζί του, γιατί τα θέλει όλα δικά του και με σέρνει πότε από δω και πότε από κει»·
- την έκανα δική μου, α. της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη, τη χάρηκα ερωτικά είτε με δόλο είτε με τη βία είτε με τη θέλησή της: «απ’ τη μέρα που την έκανε δική του, έπαψε να τρέχει πίσω της». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε κάνω ’γω δική μου κι όλα τούτα που μου λες δεν τ’ ακούω ’γω, μικρή μου, κι άφησε τις μαργιολιές). β. την παντρεύτηκα: «αφού είχαμε τρία χρόνια δεσμό, τη ζήτησα απ’ τους δικούς της και την έκανα επίσημα δική μου»·
- της δικιάς σου ο πετροβόλος, βλ. λ. πετροβόλος·
- τι λέει ο δικός σου! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος, άσχετο, αν είναι φίλος μας ή όχι: «πω πω, τι λέει ο δικός σου!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος, άσχετο, αν είναι φίλος μας: «τι λέει μωρέ ο δικός σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- το μαχαίρι για τους οχτρούς κι η ψωλή για τους δικούς, βλ. λ. ψωλή·
- τριχίτσα δική μου ή τριχίτσες δικές μου, βλ. λ. τριχίτσα·
- χαράζω τη δική μου πορεία, βλ. λ. πορεία.

δόντι

δόντι, το, ουσ. [<μσν. δόντι(ον) <ὀδόντιον, υποκορ. του ουσ. ὀδούς], το δόντι. 1. άτομο που ασκεί επιρροή, που έχει δύναμη πολιτική, κοινωνική, οικονομική ή στρατιωτική, το μέσο: «χωρίς δόντι σήμερα δε γίνεται γρήγορα η δουλειά σου». 2. οποιαδήποτε προεξοχή που, από το σχήμα της, μπορούμε να την παρομοιάσουμε με δόντι: «τα δόντια της χτένας». Οι στρατιώτες, ιδίως τον τελευταίο μήνα της απόλυσής τους, χρησιμοποιούν τη χτένα ως αριθμητήριο και αφαιρούν ένα δόντι της για κάθε μέρα που περνά και τους φέρνει πιο κοντά στη μέρα της απόλυσής τους. Πρβλ.: αχ να μέτραγα στη χτένα πότε θα ’ρθει η βραδιά που θα μ’ έφερναν τα τρένα στη γλυκειά σου αγκαλιά (Λαϊκό τραγούδι). Υποκορ. δοντάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. δοντάρα, η. (Ακολουθούν 62 φρ.)·
- ακονίζω τα δόντια μου, προετοιμάζομαι να φάω με μεγάλη όρεξη: «πήρα θέση στο τραπέζι κι ακόνιζα τα δόντια μου, μέχρι να φέρει η μητέρα το φαγητό»· βλ. και φρ. τροχίζω τα δόντια μου·
- αλλάζει δόντια, (για παιδιά) πέφτουν τα δόντια της πρώτης οδοντοφυΐας του και βγαίνουν της δεύτερης: «το παιδί έφτασε σε τέτοια ηλικία, που άρχισε ν’ αλλάζει δόντια». Υπήρχε η παράδοση το πρώτο δόντι που έπεφτε, να το πετάνε πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού με την εξής φράση: το πετάω κοκαλένιο για να μου ’ρθει σιδερένιο, ευχή δηλαδή ή παράκληση τα νέα δόντια που θα βγουν να είναι γερά·
- αυτό είναι για το κούφιο δόντι, λέγεται στην περίπτωση που το ποτό, ιδίως η τροφή που μας δίνει κάποιος, είναι σε πολύ ελάχιστη ποσότητα: «πώς να χορτάσω μ’ αυτό που μου ’βαλες, αφού αυτό είναι για το κούφιο δόντι». Από το ότι η λιγοστή τροφή μπορεί να μπει στην κουφάλα του χαλασμένου μας δοντιού, οπότε εμείς δε θα ευχαριστηθούμε ή δε θα χορτάσουμε ούτε στο ελάχιστο· 
- βάζω δόντι, χρησιμοποιώτις οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές ή πνευματικές γνωριμίες μου, κάθε φορά που επείγομαι να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου, ιδίως σε σχέση με το δημόσιο: «αν δεν έβαζα δόντι, θα έτρεχα ακόμα να τελειώσω τη δουλειά μου || έβαλα δόντι για να πάρω άδεια τις γιορτές». Συνών. βάζω βύσμα / βάζω γλείψιμο / βάζω μέσο·
- βαστώ με τα δόντια (κάτι), βλ. φρ. κρατώ με τα δόντια (κάτι)·
- βγάζει δόντια, (για βρέφη) φυτρώνουν τα πρώτα του δόντια: «το μωρό κλαίει όλη τη νύχτα, γιατί βγάζει δόντια και πονάει»· βλ. και φρ. βγάζω δόντια·
- βγάζω δόντια, έχω τα νεύρα μου, γκρινιάζω συνέχεια: «δεν είναι ώρα να του μιλήσεις, γιατί απ’ το πρωί βγάζει δόντια». Από παρομοίωση του εκνευρισμένου ατόμου με το μωρό, που, όταν βγάζει δόντια, είναι αναστατωμένο από τον πόνο που νιώθει και κλαίει συνέχεια· βλ. και φρ. του βγάζω τα δόντια ·
- βρίζω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βρίζω μουρμουριστά για να μη γίνω αντιληπτός, είτε γιατί φοβάμαι είτε γιατί υπάρχει κάποιος άλλος λόγος: «καθόταν στη γωνία και κάθε τόσο έβριζε μεσ’ απ’ τα δόντια του»·
- γλίτωσα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος·
- γλυκαίνω το δόντι μου, τρώω κάποιο φαγώσιμο που μου αρέσει ή που έχω να το φάω πολύ καιρό: «άφησέ μου να πάρω μια κουταλιά στιφάδο να γλυκάνω το δόντι μου»·
- δείχνω τα δόντια μου, κάνω δυναμική την παρουσία μου, αγριεύω: «όταν βλέπεις πως δε σου συμπεριφέρονται σωστά, δείξε κι εσύ τα δόντια σου!». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν αγριεύει, δείχνει τα δόντια του· βλ. και φρ. του δείχνω τα δόντια μου ·
- δεν είναι για τα δόντια σου, α. (για δουλειές) είναι πάρα πολύ δύσκολη σχετικά με τις γνώσεις ή τις ικανότητές σου ή είναι πάρα πολύ μεγάλη σχετικά με την οικονομική σου κατάσταση: «μην μπλεχτείς μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δεν είναι για τα δόντια σου». β. (για γυναίκες) είναι πολύ πιο όμορφη, ιδίως είναι πολύ ανώτερη κοινωνικά ή οικονομικά, από σένα, οπότε, είναι πολύ δύσκολο να συνάψεις ερωτικό δεσμό μαζί της: «δεν είναι για τα δόντια σου αυτή η γυναίκα, γιατί είναι κόρη εφοπλιστή κι εσύ είσαι γιος εργάτη»·
- δεν έχει να ξύσει το δόντι του, είναι πάμφτωχος: «πήγε να γραφεί στην Πρόνοια, γιατί δεν έχει να ξύσει το δόντι του». Από την εικόνα του ατόμου που λόγω φτώχειας δεν έχει να φάει, οπότε δεν υπάρχει λόγος να ξύσει με οδοντογλυφίδα κάποιο δόντι του για να αφαιρέσει τυχόν τροφές·
- δόντια μαργαριτάρια ή δόντια σαν μαργαριτάρια, δόντια ολόασπρα και γυαλιστερά: «όταν χαμογελάει, φαίνονται τα δόντια της σαν μαργαριτάρια»·
- είναι αρματωμένος (οπλισμένος) ίσαμε τα δόντια ή είναι αρματωμένος (οπλισμένος) μέχρι τα δόντια, είναι τρομερά εξοπλισμένος, είναι πάνοπλος: «ο εχθρός ήταν αρματωμένος ίσαμε τα δόντια»·
- έπεσαν τα δόντια του, έχασε τη δύναμή του, την ισχύ του σε ένα χώρο: «όσο ήταν στο κόμμα, ήταν υπολογίσιμος, απ’ τη μέρα όμως που τον διέγραψαν, έπεσαν τα δόντια του». Από την εικόνα του ατόμου που χάνει τα δόντια του λόγω προχωρημένης ηλικίας. (Λαϊκό τραγούδι: στάχτη γενήκαν τα θεριά. Πέσαν τα δόντια του Βοριά. Γέμισ’ η πλάση με παιδιά και νιόπαντρα ζευγάρια. Χαρά στα παλικάρια)· 
- έχω γερό δόντι, διαθέτω ισχυρή γνωριμία, που ασκεί επιρροή, διαθέτω ισχυρό μέσο: «όλα του τα δάνεια τα παίρνει στο πι και φι, γιατί έχει γερό δόντι στην τράπεζα»·
- έχω δόντι, διαθέτω γνωριμία, που τη χρησιμοποιώ κάθε φορά που επείγομαι να πραγματοποιήσω κάποιο σκοπό μου ή να διεκπεραιώσω κάποια υπόθεσή μου, ιδίως σε σχέση με το δημόσιο: «αν δεν έχεις σήμερα δόντι, δεν τελειώνεις εύκολα τη δουλειά σου || αν έχεις δόντι, είσαι κορόιδο που υπηρετείς ακόμη στα σύνορα». Συνών. έχω βύσμα / έχω γλείψιμο / έχω μέσο (α)·
- έχω μεγάλο δόντι, βλ. φρ. έχω γερό δόντι·
- ήλιος με δόντια, βλ. λ. ήλιος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), βλ. λ. γάιδαρος·
- κόβουν τα δόντια του, διαθέτει ισχυρά μέσα, τα οποία μπορεί και να χρησιμοποιήσει: «μην του πηγαίνεις κόντρα, όταν υπάρχουν κι άλλοι εργάτες μπροστά, γιατί κόβουν τα δόντια του και θα σε στείλει από κει που ήρθες». Συνών. κόβει το σπαθί του·
- κούφιο δόντι, α. που έχει κάνει κοιλότητα, κουφάλα από την τερηδόνα: «πρέπει να πάω στον οδοντογιατρό μου, γιατί πίσω πίσω έχω ένα κούφιο δόντι». β. η γνωριμία, το μέσο που χρησιμοποίησε κάποιος και αποδείχτηκε πως δεν είχε ισχύ: «πήγε πίσω όλη η δουλειά, γιατί το μέσο που έβαλε αποδείχτηκε κούφιο δόντι»·
- κρατώ με τα δόντια (κάποιον ή κάτι), κρατώ, συγκρατώ κάποιον ή κάτι με μεγάλη δυσκολία, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια: «κρατώ με τα δόντια το φίλο μου να μη σε δείρει || κρατώ με τα δόντια αυτή τη δουλειά»·
- λέω μεσ’ απ’ τα δόντια μου, μουρμουρίζω για να μη γίνω αντιληπτός, είτε γιατί φοβάμαι είτε γιατί υπάρχει κάποιος άλλος λόγος: «καθόταν μονάχος στη γωνιά και κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε μεσ’ απ’ τα δόντια του»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- μαύρα δόντια, εκείνα που είναι χαλασμένα, σάπια: «το στόμα του ήταν γεμάτο από μαύρα δόντια»·
- με νύχια και με δόντια, βλ. λ. νύχι·
- με την ψυχή στα δόντια, βλ. λ. ψυχή·
- μην του δείχνεις άσπρο δόντι, μην του συμπεριφέρεσαι με φιλική διάθεση, μην του δίνεις θάρρος: «είναι ύπουλος άνθρωπος, γι’ αυτό μην του δείχνεις άσπρο δόντι». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν συμπεριφέρεται φιλικά σε κάποιον, του χαμογελά, οπότε φαίνονται τα δόντια του·
- μιλώ έξω απ’ τα δόντια, βλ. φρ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια·
- μιλώ μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. φρ. λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου·
- μου πέφτουν τα δόντια, φεύγουν από τη θέση τους λόγω κάποιας ασθένειας, ιδίως ουλίτιδας: «εδώ και μερικές μέρες μου πέφτουν τα δόντια και πηγαίνω κάθε μέρα στον οδοντογιατρό μου για θεραπεία»·
- μουνί με δόντια, βλ. λ. μουνί·
- ξέφυγα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- πάστα για τα δόντια ή πάστα δοντιών, βλ. λ. πάστα·
- πέρασα από του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- πήγε η ψυχή μου στα δόντια μου, βλ. λ. ψυχή·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, λέγεται ειρωνικά για γιατρό, ιδίως οδοντίατρο που είναι άσχετος με το λειτούργημά του, που είναι αλμπάνης: «μην πας να σ’ εξετάσει ο τάδε γιατρός, γιατί πονάει δόντι, βγάζει μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κυρά μου, όπου κι αν πονάς, στη λεωφόρο Αθηνάς θα βρεις το Δόκτωρ Ακαμάτη πονάει δόντι, βγάζει μάτι
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος ένα πρόβλημα εντοπίζοντας και εξουδετερώνοντας τα αίτια που το προκάλεσαν, καταφεύγει σε παράλογες ή παρανοϊκές λύσεις, που τις θεωρεί ριζικές: «πρέπει να βρούμε αυτόν που σαμποτάρισε τη δουλειά κι όχι να διώξουμε όλους τους εργάτες μας, γιατί, με το πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, δε θα τελειώσει ποτέ αυτή η δουλειά»· 
- πονάει το δόντι μου, βλ. συνηθέστ. πονάει το δοντάκι μου, λ. δοντάκι·
- σκάζουν τα δόντια του, (για βρέφη), βλ. φρ. βγάζει δόντια·   
- στο δόντι μου στάθηκε, (για φαγητά), ήταν πάρα πολύ λίγο, δε χόρτασα, δεν το ευχαριστήθηκα: «μας έβαλε να φάμε μια κουτσουλιά και μου στάθηκε στο δόντι»·
- σφίγγω τα δόντια ή σφίγγω τα δόντια μου, α. κάνω κουράγιο, υπομονή, υπομένω: «σφίξε ακόμα λίγο τα δόντια σου, γιατί σε λίγο καιρό θα διορθωθούν τα πράγματα». β. ανέχομαι το κακό φέρσιμο ή τις προσβολές κάποιου: «όση ώρα με κατηγορούσε χωρίς λόγο, έσφιγγα τα δόντια μου κι έδινα τόπο στην οργή»·
- σώθηκα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος
- τα λέω έξω απ’ τα δόντια, μιλώ απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «αυτός δεν έχει την ανάγκη κανενός, γι’ αυτό και τα λέει έξω απ’ τα δόντια»·
- τα σύκα είναι μαλακά, μα χαλούν τα δόντια, είναι ευχάριστες οι υλικές απολαύσεις, όμως στο τέλος βλάπτουν την υγεία μας: «είναι καιρός ν’ αποσυρθώ απ’ τις νυχτερινές διασκεδάσεις, γιατί τα σύκα είναι γλυκά, μα χαλούν τα δόντια»·
- τον βαστώ με τα δόντια, βλ. φρ. τον κρατώ με τα δόντια·
- τον κοιτάζω στα δόντια, τον εξετάζω προσεχτικά αν είναι ικανός, δυνατός για κάποια εργασία: «δεν κάνω αστεία με τη δουλειά μου κι όταν πρόκειται να προσλάβω κάποιον καινούριο εργάτη, τον κοιτάζω στα δόντια». Από το ότι, τουλάχιστο παλιότερα, στις ζωοπανηγύρεις ο αγοραστής έλεγχε τα δόντια του ζώου που αγόραζε (γαϊδούρι, μουλάρι, άλογο), από την υγεία των οποίων διαπίστωνε την ηλικία του, άρα και την αποδοτικότητά του για την εργασία για την οποία το ήθελε. Με παρόμοιο τρόπο (!!!), ιδίως Αμερικάνοι και Άγγλοι αγοραστές  έλεγχαν την ηλικία και την υγεία των μαύρων δούλων τους, που προέρχονταν κυρίως από την Αφρική, όταν τους αγόραζαν από τους δουλεμπόρους για εργασίες στις διάφορες φυτείες τους·   
- τον κρατώ με τα δόντια, τον συγκρατώ παρά τη θέληση του και με μεγάλη προσπάθεια, με μεγάλο κόπο: «μόλις τον είδε, ήθελε να ορμήσει πάνω του, αλλά τον κρατούσα με τα δόντια, μέχρι να εξαφανιστεί ο άλλος»·
- του βγάζω τα δόντια ή (σε περίπτωση διαδοχικής αποδυνάμωσης) του βγάζω τα δόντια ένα ένα, του αφαιρώ κάθε επιχείρημα ή δυνατότητα που θα μπορούσε να με βλάψει: «απ’ τη στιγμή που έχω τη δήλωσή του στα χέρια μου πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, είμαι σίγουρος πως του ’βγαλα τα δόντια, γι’ αυτό κοιμάμαι ήσυχος || ο μάρτυρας κατέθεσε όλα τα γεγονότα με τη σειρά και του ’βγαλε τα δόντια ένα ένα». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν δεν έχει δόντια, είναι ακίνδυνος· βλ. και φρ. βγάζω δόντια ·
- του βγάζω τα δόντια μου, βλ. συνηθέστ. του δείχνω τα δόντια μου·
- του δείχνω τα δόντια μου, τον φοβερίζω προειδοποιητικά: «κάθε φορά που του δείχνω τα δόντια μου, κάνει την οσία Μαρία». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν έρθει σε επαφή με κάποιον άγνωστο, του δείχνει τα δόντια του για να τον φοβίσει·
- του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες, του έριξα τόσο δυνατή γροθιά στο στόμα, που του έσπασα τα δόντια του: «κάποια στιγμή, όπως μαλώναμε, του ’ριξα τέτοια γροθιά στο στόμα, που του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες»·
- του ’πεσαν τα δόντια, έχασε τα ισχυρά επιχειρήματα που είχε, απελπίστηκε εντελώς: «μόλις του δείξανε πως κι αυτός είχε υπογράψει την κατηγορία, του ’πεσαν τα δόντια»·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, του μίλησα αυστηρά, επιτιμητικά και χωρίς να νοιάζομαι αν θα του κακοφανεί ή αν θα τον πικράνω: «με τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει, πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο, γι’ αυτό τον έπιασα μια μέρα και του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια»·
- του ’τριξα τα δόντια (μου), α. τον φοβέρισα έντονα, του έδειξα προειδοποιητικά τις άγριες διαθέσεις μου: «μόλις του ’τριξα τα δόντια μου, σηκώθηκε κι έφυγε». Από την εικόνα του ατόμου που, για να μην ξεσπάσει από την οργή ή το θυμό που τον κατέχει, προσπαθεί να εκτονωθεί τρίζοντας τα δόντια του, πράγμα που δημιουργεί φόβο σε αυτόν που τα ακούει να τρίζουν. β. τον επέπληξα αυστηρά: «μόλις ήρθε η σειρά του, του ’τριξα κι εκείνου τα δόντια, κι ας ήταν αδερφός μου»· βλ. και φρ. τρίζω τα δόντια μου·
- τρίζω τα δόντια μου, κάνω δυναμική την παρουσία μου, αγριεύω, διεκδικώ τα δικαιώματά μου, υπερασπίζομαι το δίκιο μου: «όταν βλέπεις πως δε σου συμπεριφέρονται σωστά, τρίξε κι εσύ τα δόντια σου». Από την εικόνα του ατόμου που, για να κάνει αισθητή την οργή του, τρίζει τα δόντια του· βλ. και φρ. του ’τριξα τα δόντια μου·
- τροχίζω τα δόντια μου, προετοιμάζομαι για δυναμική αναμέτρηση: «μόλις κατάλαβε πως η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, άρχισε να τροχίζει τα δόντια του»· βλ. και φρ. ακονίζω τα δόντια μου·
- χτυπάνε τα δόντια μου, κρυώνω υπερβολικά, τόσο, που τα δόντια μου χτυπάνε μεταξύ τους: «όση ώρα σε περίμενα μέσα στο κρύο, χτυπούσαν τα δόντια μου».

δόση

δόση, η, ουσ. [<αρχ. δόσις <δίδωμι], η δόση. 1. μικρή ποσότητα φαρμάκου, που χορηγείται σε ασθενή σε τακτά χρονικά διαστήματα: «πρωί και βράδυ μετά το φαγητό θα παίρνει τη δόση του απ’ αυτό το σιρόπι». 2. προκαθορισμένο ποσό που δίνεται για την τμηματική εξόφληση εμπορεύματος ή χρέους, ιδίως σε τακτές ημερομηνίες: «αύριο δίνω την τελευταία δόση και ησυχάζω || αγόρασα μια τηλεόραση με δόσεις». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ποσότητα ναρκωτικού για μια χρήση: «αν δεν πάρει τη δόση του, δεν πρόκειται να ηρεμήσει». (Λαϊκό τραγούδι: μακριά απ’ τη δόση προτού στη δώσει, μακριά απ’ τη τζούρα πριν γίνεις σβούρα). 4.(γενικά) μικρή ποσότητα, μικρό ποσό. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- αυτή τη δόση, αυτή τη φορά: «αυτή τη δόση θα σε συγχωρήσω, αλλά στο εξής θέλω να προσέχεις». (Λαϊκό τραγούδι: θες να φύγω το ’χω νιώσει με τη στάση σου αυτή που μου κρατάς και θα φύγω αυτή τη δόση, δεν αντέχω άλλο να με τυραννάς
- έχει μια δόση αλήθεια(ς), αυτό το οποίο λέγεται, δεν είναι ολωσδιόλου ψέμα: «ας εξετάσουμε το πράγμα, γιατί αυτό που μας λέει έχει μια δόση αλήθεια»·
- έχει μια δόση πουστιάς, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι εντελώς άντρας ως προς τις ερωτικές του προτιμήσεις, αλλά παρουσιάζει και ομοφυλοφιλικές τάσεις: «έχει επιτυχίες στις γυναίκες, δε λέω, αλλά μου φαίνεται πως έχει και μια δόση πουστιάς»·
- έχει μια δόση πουτανιάς, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι εντελώς ηθική: «φαίνεται κορίτσι από σπίτι, αλλά έχει και μια δόση πουτανιάς»·
- έχει μια δόση τρέλα(ς), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι ολωσδιόλου γνωστικό: «είναι φρόνιμο παιδί, αλλά ώρες ώρες έχει μια δόση τρέλα»·
- θέλω τη δόση μου, είμαι εξαρτημένος, ιδίως από οινοπνευματώδη ποτά ή ναρκωτικά, και έχω ανάγκη από την ημερήσια ποσότητα που έχω συνηθίσει τον οργανισμό μου για να είμαι ήρεμος ή νηφάλιος: «κάθε βράδυ θέλω τη δόση μου για να μπορέσω να κοιμηθώ, γι’ αυτό πηγαίνω στο ουζερί της γειτονιάς μου»· βλ. και φρ. παίρνω τη δόση μου·
- κάποια δόση, κάποια φορά: «κάποια δόση μου είχες υποσχεθεί πως θα με πάρεις στη δουλειά σου, αλλά ακόμη τίποτα»·
- με δόσεις, α. όχι μετρητοίς, αλλά σε μικρά ποσά που δίνονται σε τακτές ημερομηνίες: «αγόρασα μια τηλεόραση με δόσεις». β. με αργό ρυθμό, όχι απευθείας και οριστικά, λίγο λίγο: «αν ήξερα πως θα μου έδινε με δόσεις τη δουλειά που του ανέθεσα, θα την έδινα σ’ άλλον || μου τελειώνει το καλό κρασί, γι’ αυτό το πίνω με δόσεις»·
- μια δόση, κάποια στιγμή: «γυρνάω μια δόση και τον βλέπω να κόβει βόλτες». (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα, γκρέμισ’ τα μια δόση κι ο λεβέντης θα πληρώσει
- παίρνω τη δόση μου, α. παίρνω την αναγκαία ημερήσια ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού ή ναρκωτικού, για να διατηρούμαι ήρεμος ή νηφάλιος: «κάθε απόγευμα πηγαίνει στο ουζερί και παίρνει τη δόση του». β. αποκτώ ή έρχομαι σε επαφή με κάτι που με ευχαριστεί και με φέρνει σε καλή διάθεση, σε κέφι: «κάθε βράδυ, αν δεν πάρει τη δόση του στα μπουζούκια, δε λέει να κοιμηθεί». γ. μου συμβαίνει κάτι δυσάρεστο, σχεδόν καθημερινά, που μου χαλάει την ψυχική μου διάθεση: «πήγα στο δήμο για ένα πιστοποιητικό και πήρα για σήμερα τη δόση μου, γιατί αγανάκτησα με τη γραφειοκρατία || μέχρι να φτάσω το πρωί στη δουλειά μου, έπεσα σε δυο μποτιλιαρίσματα και πήρα τη δόση μου σήμερα με το παραπάνω»·
- πήρε τη χρυσή δόση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) πήρε θανατηφόρα δόση: «τον βρήκαν παγωμένο στο κρεβάτι του, γιατί πήρε τη χρυσή δόση». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν πουν οι άλλοι τη χρυσή πως πήρα τάχα δόση,η μοναξιά θα ξέρεις αυτή μ’ έχει σκοτώσει
- ρίχνω τη δόση μου, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) παίρνω τη δόση του ναρκωτικού μου με ενδοφλέβια ένεση: «όταν δεν έχει να ρίξει τη δόση του, κάνει σαν τρελός»·
- την προηγούμενη δόση, την προηγούμενη φορά: «την προηγούμενη δόση μου είχες πει άλλα πράγματα»·
- την τελευταία δόση, την τελευταία φορά: «την τελευταία δόση που συναντήθηκαν, άφησαν τα πείσματα κι έδωσαν τα χέρια».

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

δραχμή

δραχμή, η, ουσ. [<αρχ. δραχμή], αρχαία και νεότερη νομισματική μονάδα της Ελλάδας μέχρι το τέλος του 2000, που δυστυχώς αντικαταστάθηκε από το ευρώ. Υποκορ. δραχμίτσα και δραχμούλα, η. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- ανέβηκε η δραχμή, υπερτιμήθηκε: «απ’ τη στιγμή που έπεσε το δολάριο, ανέβηκε η δραχμή»·
- άνθρωπος της δραχμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε βγάζω δραχμή (τσακιστή), α. δεν αποκομίζω, δεν κερδίζω το παραμικρό χρηματικό ποσό: «αυτό το μήνα έπεσε τέτοια αναδουλειά, που δεν έβγαλα δραχμή τσακιστή». β. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδω το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «θα την κλείσω την επιχείρηση, γιατί δε βγάζει δραχμή τσακιστή»·
- δε δίνω δραχμή (τσακιστή), α. δεν πληρώνω τίποτα: «δε δίνω δραχμή τσακιστή γι’ αυτό το σκάρτο εμπόρευμα». β. αδιαφορώ τελείως: «δε δίνω δραχμή γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- δε μ’ άφησε δραχμή (τσακιστή), μου κέρδισε όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε μπαρμπούτι ή σε χαρτοπαίγνιο: «ήξερε να κολλάει τα ζάρια και μέσα σε λίγη ώρα δε μ’ άφησε δραχμή»·
- δε σταυρώνω δραχμή, δεν μπορώ να κερδίσω ούτε τα ελάχιστα χρήματα, δεν πέφτουν στα χέρια μου καθόλου λεφτά: «τον τελευταίο καιρό, με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά δε σταυρώνω δραχμή»·
- δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή), α. (για πρόσωπα) είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «μας τον σύστησες για σπουδαίο άνθρωπο, αλλά δεν αξίζει δραχμή τσακιστή». β. (για εμπορεύματα ή πράγματα) η αξία του είναι ασήμαντη, μηδαμινή, είναι τελευταίας ποιότητας: «έδωσε ένα κάρο λεφτά και πήρε αυτό το πράγμα, που δεν αξίζει δραχμή τσακιστή»·
- δεν αφήνει δραχμή για δραχμή, είναι πολύ σπάταλος: «μόλις πάρει το μισθό στα χέρια του, μέσα σε λίγες μέρες δεν αφήνει δραχμή για δραχμή»·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, είναι μεγάλος τσιγκούνης, σκύβει και μαζεύει ακόμη και τη δραχμή που του πέφτει: «αυτός δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω κι εσύ νομίζεις πως θα πάει να κάνει έξοδα για να διασκεδάσει!»·
- δεν αφήνει δραχμή (τσακιστή), α. (για δουλειές ή επιχειρήσεις) δεν αποδίδει το παραμικρό χρηματικό κέρδος: «σκέφτομαι να κλείσω την επιχείρηση, γιατί δεν αφήνει δραχμή τσακιστή». β. (για πρόσωπα) είναι τσιγκούνης, λογαριάζει ακόμη και τη δραχμή: «τόσα χρόνια τρώει σ’ αυτό το εστιατόριο και δεν έχει αφήσει δραχμή στα γκαρσόνια για πουρμπουάρ»·
- δεν έχω απάνω μου δραχμή (τσακιστή), τυχαίνει να μην έχω μαζί μου καθόλου χρήματα, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ότι είμαι φτωχός: «αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σε βοηθήσω, γιατί δεν έχω απάνω μου δραχμή τσακιστή»·
- δεν έχω δραχμή (τσακιστή), α. είμαι τελείως άφραγκος: «δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω δραχμή τσακιστή». β. είμαι τελείως φτωχός: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί δεν έχει δραχμή τσακιστή»·
- δεν κάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν κοστίζει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν πιάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αξίζει δραχμή (τσακιστή)·
- δεν πιάνω δραχμή (τσακιστή), βλ. φρ. δε βγάζω δραχμή·
- δεν του μένει δραχμή (τσακιστή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, σπαταλάει, ξοδεύει όλα του τα λεφτά: «μόλις πάρει το μηνιάτικο στα χέρια του, σε δυο μέρες δεν του μένει δραχμή τσακιστή»·
- δεν υπάρχει δραχμή (τσακιστή), δηλώνει τέλεια έλλειψη χρημάτων: «δεν μπορώ να σε βοηθήσω, φίλε μου, γιατί δεν υπάρχει δραχμή τσακιστή»·
- δραχμή δραχμή, με σκληρή οικονομία και λίγο λίγο: «για ν’ αγοράσω αυτό το διαμερισματάκι, μάζεψα το ποσό δραχμή δραχμή». Συνών. δεκάρα δεκάρα / πεντάρα πεντάρα / φράγκο φράγκο·
- έπεσε η δραχμή, υποτιμήθηκε: «απ’ τη στιγμή που ανέβηκε το δολάριο, έπεσε η δραχμή»·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και…, βλ. φρ. έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και…, λ. δεκάρα·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες: «όπως πάει η οικονομία, σε λίγο καιρό θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα»·
- θέλει και τη δραχμή, βλ. φρ. περιμένει και τη δραχμή·
- λέει τη δραχμή δραχμούλα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες: «μην του ζητάς δανεικά, γιατί λέει τη δραχμή δραχμούλα ο φουκαράς»·
- με μια δραχμή, με ασήμαντο, με μηδαμινό χρηματικό ποσό: «ήρθε με μια δραχμή στην τσέπη κι ήθελε να γίνει συνεταίρος»·
- μένω χωρίς δραχμή (τσακιστή), α. μου τελειώνουν όλα τα χρήματα, ξοδεύω όλα τα χρήματά μου: «δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω, αλλά κάθε φορά που βγαίνω στην αγορά μένω χωρίς δραχμή». β. χάνω όλα μου τα χρήματα σε κάποια εμπορική επιχείρηση ή επένδυση: «έπεσε έξω η δουλειά του κι έμεινε χωρίς δραχμή»·
- μετράει και τη δραχμή, υπολογίζει και το παραμικρό ποσό, είτε επειδή έχει οικονομική στενότητα είτε επειδή είναι τσιγκούνης: «με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, μετράει και τη δραχμή || παντρεύτηκε μ’ έναν τύπο, που μετράει και τη δραχμή και είναι όλο καβγάδες»·
- μέχρι δραχμή(ς), όλο το χρηματικό ποσό: «του ’δωσες τα δανεικά που του χρωστούσες; -Μέχρι δραχμή». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα όχι και τα μη, να τα μασάς μέχρι δραχμή
- ούτε δραχμή (τσακιστή), παντελής έλλειψη χρημάτων: «πόσα λεφτά έχεις; -Ούτε δραχμή τσακιστή»·
- περιμένει και τη δραχμή, είναι μεγάλος τσιγκούνης: «είναι αδύνατο να σου δανείσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, γιατί αυτός, αγόρι μου, περιμένει και τη δραχμή». Από την εικόνα του ατόμου που, σε κάποια πληρωμή για κάποια αγορά που κάνει, περιμένει να πάρει ρέστα ακόμη και τη δραχμή·
- τ’ ακουμπώ μέχρι δραχμή (τσακιστή), α.πληρώνω όλο το ποσό, όλο το λογαριασμό και, κατ’ επέκταση, πληρώνω τοις μετρητοίς: «αγόρασα όλα τα οικιακά σκεύη απ’ το τάδε μαγαζί και τ’ ακούμπησα μέχρι δραχμή». β. ξοδεύω όλα τα χρήματά μου για κάποιο σκοπό: «αγόρασα ένα οικόπεδο στη Χαλκιδική κι έμεινα πανί με το πανί, γιατί τ’ ακούμπησα μέχρι δραχμή». γ. ξοδεύω συστηματικά όλα μου τα χρήματα, ιδίως για προσωπική μου διασκέδαση ή απόλαυση: «τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα μπουζούκια || τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα ταξίδια». δ. χάνω συστηματικά όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε τυχερά παιχνίδια: «είναι μεγάλο κορόιδο, γιατί, ό,τι βγάζει, τ’ ακουμπάει μέχρι δραχμή στα χαρτιά»·
- τα μετράω μέχρι δραχμή (τσακιστή), πληρώνω όλο το ποσό, όλο το λογαριασμό και, κατ’ επέκταση, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγοράζω τα πληρώνω μέχρι δραχμή κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- τα τρώω μέχρι δραχμή (τσακιστή), ξοδεύω, σπαταλώ όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «όσα λεφτά βγάζω, τα τρώω μέχρι δραχμή, γιατί μια ζωή την έχουμε»·
- της δραχμής ή της μιας δραχμής, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι χωρίς αξία, χωρίς σημασία: «άνθρωπος της δραχμής || πράγμα της δραχμής». (Τραγούδι: της μιας δραχμής τα γιασεμιά, που τα πουλάνε τα παιδάκια
- του μέτρησα και τη δραχμή, του πλήρωσα όλο το ποσό τοις μετρητοίς, τον εξόφλησα: «αγόρασα τ’ αυτοκίνητό του και του μέτρησα και τη δραχμή»·
- χωρίς δραχμή, α. δωρεάν, τζάμπα: «μου το ’δωσε χωρίς δραχμή». β. δηλώνει παντελή έλλειψη χρημάτων: «χωρίς δραχμή, δεν μπορεί να πάει κανείς πουθενά».

είπα

είπα, ρ. [αόρ. του ρ. λέγω], είπα. 1. σκέφτηκα, αποφάσισα. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω // κάτω στον Πειραιά, στο μουράγιο, είπα να σκοτωθώμα τον άγιο). 2. στην προστακτ. πες, υπόθεσε. (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα πες πως πέρασε, χάδια και φιλιά σε κέρασε). 3. ως επιφών. είπα! τραγουδιστικό επιφών. της Μαρίκας Νίνου· βλ. και λ. λέω. (Ακολουθούν 251 φρ.)·
- άκου να σου πω! ή άκουσε να σου πω! βλ. λ. ακούω·
- άλλο να σου πω κι άλλο να ακούσεις, βλ. λ. άλλος·
- απ’ το πες πες, βλ. φρ. απ’ το λέγε λέγε, λ. λέω·
- απόψε θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- αρκεί που το ’πες, βλ. λ. αρκεί·
- ας πει ό,τι θέλει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- ας πούμε, α. ας υποθέσουμε: «ας πούμε πως έρχεται αυτή τη στιγμή και σου ζητάει εξηγήσεις ο αδερφός της γκόμενάς σου. Τι θα κάνεις;». β. λέγεται στην περίπτωση που προτείνουμε κάτι σε κάποιον: «πού να τρέχουμε βραδιάτικα; -Ας πούμε στα μπουζούκια». γ. παραδείγματος χάρη: «παίρνουμε τρία ποτά και τα αναμειγνύουμε, ας πούμε, ούζο, ουίσκι και βότκα. Ξέρετε τι θα προκύψει; Χειροβομβίδα!». δ. επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά από κάποιον σε μια διήγησή του: «όπως ερχόμουν, ήρθα ας πούμε φάτσα κάρτα με τον ανταγωνιστή μου και ας πούμε συμφωνήσαμε να πουλάμε στην ίδια τιμή τα εμπορεύματά μας, γιατί ας πούμε συμφέρει και στους δυο μας»·
- ας πούμε πως… ή ας πούμε ότι…, βλ. φρ. πες πως(…)·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, βλ. λ. πλένω·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, έκφραση που λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί για κάποιο ατόπημά του ή για να μας πείσει για κάτι, που θα αποβεί προς όφελός του: «εμένα μη μου λες πως άργησες, επειδή είχε πολλή κίνηση στο δρόμο, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, όταν αργούσαν στη δουλειά τους || είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω όλα όσα μ’ αραδιάζεις για επιτυχίες και κέρδη, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, που ήθελαν μα με βάλουν στο χέρι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·
- αυτό θα πει ατυχία! βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη! βλ. λ. τύχη·
- αυτό να μου πεις! βλ. λ. αυτός·
- γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
- για να πούμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- για να πω τη μαύρη αλήθεια ή για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αλήθεια ή για να πούμε την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- για να πω την καθαρή αλήθεια ή για να πούμε την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πάσα αλήθεια ή για να πούμε την πάσα αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πικρή αλήθεια ή για να πούμε την πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να σου πω! απειλητική έκφραση σε ενοχλητικό άτομο: «για να σου πω, δε σταματάς, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Το για τονισμένο. Συνών. για να δεις(!)·
- δε θα πει τίποτα! βλ. φρ. δε λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε θα πεις λέξη, βλ. λ. λέξη· 
- δε μας τα ’πες αυτά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας στην πρόταση κάποιου η οποία κλείνει μια συζήτηση που, ανάλογα, τη θεωρούμε συμφέρουσα, εποικοδομητική ή απαράδεκτη: «μόλις τελειώσει η δουλειά, ο καθένας απ’ τους εργάτες θα πάρει πριμ κι από ένα σεβαστό ποσό. -Δε μας τα ’πες αυτά! || μόλις τελειώσει η δουλειά, όλοι οι εργάτες θ’ απολυθούν. -Δε μας τα ’πες αυτά!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
- δε σ’ είπαμε και καμπούρη! βλ. λ. καμπούρης·
- δε χρειάζεται να πω πως… ή δε χρειάζεται να πω ότι…, βλ. λ. χρειάζομαι·
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα σε κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο σε κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεν είπα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε αχ ή δεν πρόλαβε να πει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν είπε γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν είπε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
- δεν είπες να…, δε θέλησες, δεν αποφάσισες: «δεν είπες να περάσεις μια φορά απ’ το γραφείο μου, να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες
- δεν μπορώ να πω, βλ. λ. δε λέω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει…, α. έχει άγνοια για κάτι, δεν έχει εμπειρία αναφορικά με κάτι, στερείται τη σημασία του: «είναι τόσο αγράμματος, που δεν ξέρει τι θα πει βιβλίο || ζει απομονωμένος σ’ ένα καλύβι και δεν ξέρει τι θα πει ηλεκτρισμός || όποιος δεν πόνεσε όσο πόνεσα εγώ, δεν ξέρει τι πάει να πει πόνος». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που δε γνώριζε την πραγματική αξία που είχε κάποιος ή κάτι: «ήρθε να με δείρει ο τάδε, αλλά δεν ήξερε τι θα πει άντρας με καρδιά || ήθελε να κάνουμε μια κόντρα με τ’ αυτοκίνητά μας, αλλά δεν ήξερε τι πάει να πει Πόρσε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες, Μπενίτο μου, το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα 
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρω τι να πω! αδυνατώ να εκφέρω γνώμη, αδυνατώ να πω το παραμικρό για κάτι που μου αναφέρουν, και που με εκπλήσσει αρνητικά: «έπιασαν το γιο του τάδε με ναρκωτικά. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί είχα την εντύπωση πως αυτό το παιδί ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά || ο τάδε με την τάδε χώρισαν. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί αυτοί ήταν τόσο ερωτευμένοι!»· 
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- εδώ θα τα πούμε όλα, επιθετική ή προκλητική έκφραση σε κάποιον για ξεκαθάρισμα της στάσης ή της θέσης μας πάνω σε κάποιο θέμα με τη διεξοδική συζήτηση που θα ακολουθήσει: «δε θέλω υπεκφυγές και μασημένα λόγια, γιατί, μια και βρεθήκαμε, εδώ θα τα πούμε όλα»·
- είπα και ελάλησα, μίλησα κατηγορηματικά: «είπα και ελάλησα και δε θέλω αντιρρήσεις». (Λαϊκό τραγούδι: και το δικό μου το κρασί σταλιά νερό δεν παίρνει· το είπα και το λάλησα: ό,τι απαιτώ θα γένει!
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, βλ. λ. αμαρτία·
- είπα κι εγώ! α. έκφραση που επιβεβαιώνει θετικά ή αρνητικά την υποψία μας για την απόφαση κάποιου να έρθει να μας συναντήσει: «ήρθα να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μη μου τα έφερνες) || ήρθα να σου πω, πως δεν έχω να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μου τα επιστρέψεις)». β. έκφραση που επικροτεί την απόφαση του συνομιλητή μας να πράξει σύμφωνα με την κοινή λογική: «μπορεί να μ’ έριξε στη δουλειά, αλλά, επειδή είναι αδερφός μου, δε θα του κάνω μήνυση. -Είπα κι εγώ!». γ. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως ποτέ δεν ήταν δυνατό να συμβεί αυτό που μας αναφέρεται, γιατί είναι ανάρμοστο, αταίριαστο, απαράδεκτο: «κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει τον πατέρα του, αλλά την τελευταία στιγμή συνήλθε και το κατέβασε ντροπιασμένος. -Είπα κι εγώ!», δηλ. αν ήταν ποτέ δυνατό να χτυπήσει τον πατέρα του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι·
- είπα, ξείπα, αναιρώ όσα είπα ή όσα υποσχέθηκα: «μου είχες υποσχεθεί πως θα μου ’δινες εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα. -Είπα, ξείπα»·
- είπα ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- είπα την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λέξεις παραπάνω, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είπε τη μαγική λέξη, βλ. λ. λέξη·
- είπες τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- έλα να σου πω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- ένα λόγο είπα, βλ. λ. λόγος·
- έννοια σου και θα τα πούμε! βλ. λ. έννοια1·
- έτσι σου είπαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έχω να πω (κάτι), α. (για πνευματικούς δημιουργούς) λέγεται στην περίπτωση που έχω σημαντικά πράγματα να εκφράσω: «δε θα τον δεις να βγαίνει κάθε τόσο στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά, όταν έχει να πει κάτι, γράφει ένα βιβλίο || όταν έχει να πει κάτι αυτός ο ζωγράφος, κάνει μια έκθεση ζωγραφικής». β. λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε ή να εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι: «δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι για το άτομό του, αν όμως ρωτήσεις εμένα, έχω να πω ότι είναι καλός άνθρωπος»·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- θα πει, σημαίνει, δηλώνει: «αυτό που σου λέω θα πει πως δε θα κάνουμε μαζί τη δουλειά, κατάλαβες;». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκας θα πει κιμπάρης, μάγκας θα πει σωστός μποέμης και ντερβίσης και πάντα κοσμικός, μποέμης και ντερβίσης και Θεσσαλονικιός)· βλ. και φρ. τι θα πει·
- θα πεις κι ένα τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, βλ. λ. δραχμή·
- θα πούμε το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, βλ. λ. ψωμί·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σου πω δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- θα σου πω δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- θα τα πούμε, α. (απειλητικά) θα έρθει ο καιρός που θα δώσουμε τις απαραίτητες εξηγήσεις, που θα εξηγηθούμε, που θα λογαριαστούμε: «τώρα που με βρήκες στις δυσκολίες μου, μου κάνεις το μάγκα, αλλά θα τα πούμε». β. θα μαλώσουμε, θα έρθουμε στα χέρια: «όποτε θέλεις, είμαι στη διάθεσή σου και τότε θα τα πούμε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ποτέ συναντηθούμε, τότε θα τα ξαναπούμε, τότε θα λογαριαστούμε, τότε οι δυο μας θα τα πούμε). Πολλές φορές, ακολουθεί το ένα χεράκι·
- θα το πει το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα του το πούμε κι άμα θέλει ή θα του το πω κι άμα θέλει, (ειρωνικά) αναφορά σε υποτιθέμενο πρόσωπο, από το οποίο υποτίθεται πως πρέπει να πάρουμε την άδεια, όταν μας ζητάει κάποιος οικονομική ή άλλη εξυπηρέτηση και δε θέλουμε ή δεν έχουμε σκοπό να τον εξυπηρετήσουμε: «δάνεισέ μου σε παρακαλώ εκατό χιλιάρικα. -Θα του το πούμε κι άμα θέλει». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. λ. έξω·
- θα του το πω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- θέλω να πω, βλ. λ. θέλω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- και πες πες ή κι απ’ το πες πες, βλ. φρ. και λέγε λέγε, λ. λέω·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, βλ. λ. παιδί·
- κάτι μας είπες τώρα! βλ. λ. κάτι·
- κάτι πάει να πει, βλ. λ. κάτι·
- κι όπως σου είπα ή κι όπως είπαμε, έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε στο συνομιλητή μας αυτό που του είπαμε ή του υποσχεθήκαμε προηγουμένως, με σκοπό να τον ενθαρρύνουμε: «εσύ ξεκίνα τη δουλειά, κι όπως σου είπα. Εδώ είμ’ εγώ || πήγαινε να τη ζητήσεις απ’ τον πατέρα της, κι όπως είπαμε. Θα πω τα καλύτερα λόγια για σένα»·
- μας τα ’παν άλλοι (ενν. τα κάλαντα), α. δηλώνει την άρνηση κάποιου, όταν τα παιδιά του ζητούν την άδεια να του ψάλλουν τα κάλαντα, με το στερεότυπο να τα πούμε; Η άρνηση αυτή έγκειται στο ότι άλλα παιδιά προηγουμένως του έψαλαν τα κάλαντα. β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει κάτι που δεν είμαστε διαθετειμένος να του το δώσουμε. γ. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας αναγγέλλει κάτι που μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή· βλ. και φρ. μας τα ’παν κι άλλοι·
- μας τα ’παν κι άλλοι, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας απειλεί φραστικά, με την έννοια πως και άλλοι μας απείλησαν, αλλά βρέθηκαν εκτεθειμένοι: «αν πεις ξανά κακό για μένα, θα σε σπάσω στο ξύλο. -Μας τα ’παν κι άλλοι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·  
- με το πες πες, βλ. φρ. με το λέγε λέγε, λ. λέω·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μέχρι να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- μέχρι να πεις ένα, βλ. λ. ένας·
- μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα, βλ. λ. καλημέρα·
- μέχρι να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- μέχρι να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- μέχρι να πεις τρία, βλ. λ. τρία·
- μη μου (το) πεις! έκφραση με την οποία αρνούμαστε προσωρινά σε κάποιον να μας πει κάτι που υποπτευόμαστε πως είναι κακό ή δυσάρεστο. (Τραγούδι: μη μου το πεις, οι παλιοί μας φίλοι μην το πεις για πάντα φύγαν). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι· βλ. και φρ. μη μου (το) λες! λ. λέω·
- μην πεις για να μη σου πούνε, βλ. φρ. μη λες για να μη σου λένε, λ. λέω·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις λέξη! ή να μην πεις λέξη! βλ. λ. λέξη·  
- μην πεις μιλιά! ή να μην πεις μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. λ. δεσπότης·
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. λ. πάπας·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην το πεις ούτε του παπά, βλ. λ. παπάς·
- μην το πεις πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- μην το πεις σε κανέναν, βλ. λ. κανένας·
- μια κουβέντα είπα, βλ. λ. κουβέντα·
- μόλις είπα να..., μόλις αποφάσισα, τη στιγμή που αποφάσισα να…: «μόλις είπα να σου τηλεφωνήσω, μου τηλεφώνησες εσύ»·
- μου ’πες σου ’πα, βλ. φρ. τα μου ’πες σου ’πα·
- μου το ’πε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου το ’πε ένα πουλάκι ή μου το ’πε το πουλάκι, βλ. λ.πουλάκι·
- μπορώ να πω, βλ. λ. μπορώ·
- να πούμε ή να ’ούμ’ ή να ’ούμε, έκφραση που αναφέρεται συχνά πυκνά στην κουβέντα κάποιου χωρίς λόγο, αλλά μόνο και μόνο από κακιά συνήθεια: «ήταν, να πούμε, αυτή με την αδερφή της και τη στιγμή, να πούμε, που μ’ είδε, έκανε να ’ούμ’ σαν τρελή απ’ τη χαρά της»·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο ριζάφτι, βλ. λ. παπάς·
- να τα πούμε; (ενν. τα κάλαντα), στερεότυπη έκφραση των παιδιών, όταν ζητούν την άδεια από κάποιον νοικοκύρη, νοικοκυρά ή καταστηματάρχη να του ψάλλουν τα κάλαντα·
- να του το πούμε κι άμα θέλει ή να του το πω κι άμα θέλει , βλ. φρ. θα του το πούμε κι άμα θέλει·
- ξέρω τι θα πει ή ξέρω τι πάει να πει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε την εμπειρία μας για κάτι δυσάρεστο, κακό ή επίπονο, ξέρω τι σημαίνει: «εμένα μη μου μιλάς για φτώχεια, γιατί ξέρω τι πάει να πει φτώχεια || εμένα μη μου μιλάς για κούραση, γιατί στις οικοδομές που δουλεύω ξέρω τι θα πει κούραση»·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός· 
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- όπως σου είπα, βλ. λ. όπως·
- όσο να πεις, βλ. λ. όσος·
- ό,τι θέλει ας πει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να σου πω είναι ψέμα ή ό,τι και να σου πω θα είναι ψέμα, βλ. λ.ψέμα·
- ό,τι και να του πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ αφεντικό! βλ. λ. αφεντικό·
- ούτε αχ δε θα πω, βλ. λ. ούτε·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει, βλ. λ. πάπας·
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. λ. παπάς·
- παρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πες αλεύρι! βλ. λ. αλεύρι·
- πες για τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες μας κι άλλα γούμενε, βλ. λ. γούμενος·
- πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- πες ο ένας, πες ο άλλος, (ιδίως με αρνητική διάθεση) κατά τη διάρκεια της κουβέντας, με σταδιακή ανταλλαγή λόγων: «πες ο ένας, πες ο άλλος σε λίγο ήρθε η στιγμή που πιάστηκαν στα χέρια». Πρβλ.: κάτι μου ’πε, κάτι είπα το αγόρι μου κι εγώ, κάναμε καβγά μεγάλο, φτάσαμε στο χωρισμό! (Λαϊκό τραγούδι)·
- πες ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- πες πως… ή πες ότι…, υπόθεσε ή πάρ’ το ως δεδομένο: «πες πως έρχεται τώρα αυτός που σε κυνηγάει, τι θα κάνεις; || πες ότι σου πέφτει το λαχείο, τι θα κάνεις;»·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- πες τα (ενν. τα κάλαντα), θετική απάντηση σε παιδί που με τη φρ. να τα πούμε; μας ζητάει την άδεια να μας πει τα κάλαντα· 
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες τα χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το! προτροπή σε κάποιον που βλέπουμε πως διστάζει να μας πει αυτό που θέλει·
- πες το καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- πες το κι έγινε, έκφραση που δηλώνει πως είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε αμέσως  την επιθυμία κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: πες το κι έγινε, πες το κι έγινε μωρό μου
- πες το με δικά σου λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες το χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το ψέμα! ή πες το ψέματα! βλ. λ. ψέμα·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του δυο λέξεις! βλ. λ. λέξη·
- πες του δυο λόγια! βλ. λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του καμιά λέξη! βλ. λ. λέξη·
- πες του κανένα λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες του χαιρετίσματα, βλ. λ. χαιρετίσματα·
- ποιος το ’πε; δηλώνει έντονη ή ειρωνική άρνηση να συμμορφωθούμε προς τις υποδείξεις κάποιου: «απαγορεύεται να μπεις μέσα. -Ποιος το ’πε;»·
- πόσες φορές σου το ’πα! βλ. λ. φορά·
- πώς είπατε; ή πώς είπες; βλ. λ. πώς·
- σ’ είπαμε γριά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σ’ είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σαν πολλά μας τα ’πες! ή σαν πολλά μου τα ’πες! βλ. λ. πολύς·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στάσου να σου πω, βλ. λ. στέκομαι·
- στο ’πα, σε προειδοποίησα. (Δημοτικό τραγούδι: στο ’πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς
- συ είπας, ειρωνική έκφραση, με την οποία επιβεβαιώνουμε τα λόγια του συνομιλητή μας, μόνο και μόνο για να τον μειώσουμε: «πιστεύεις πως εγώ έκλεψα τον αναπτήρα σου; -Συ είπας». Απάντηση που έδωσε ο Χριστός στον Ιούδα, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, όταν τον ρώτησε αν ήταν αυτός που θα τον παρέδιδε στους διώκτες του, καθώς και στον Καϊάφα, όταν τον ρώτησε αν ήταν ο Υιός του Θεού. Πρβλ: ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι, ραββί; λέγει αὐτῷ· σύ εἶπας (Ματθ. κς΄ 25) || σύ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ εἶπας (Ματθ. κς΄ 64)·
- τα είπαμε, κουβεντιάσαμε το επίμαχο θέμα: «αφού τα είπαμε, γιατί επανέρχεσαι στα ίδια;». (Λαϊκό τραγούδι: χτύπα με φίλε, χτύπα με, πάρε μαχαίρι, τρύπα με, είμαι τρελή, τα είπαμε, χτύπα και ξαναχτύπα με
- τα είπαμε απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- τα μου ’πες σου ’πα, οι συνεχείς υπεκφυγές, οι δικαιολογίες, οι συνεχείς υπαναχωρήσεις: «θέλω ν’ αφήσεις τα μου ’πες σου ’πα και να μου μιλήσεις καθαρά και ξάστερα || άσε τα μου ’πες σου ’πα και πες μου πότε θα μου φέρεις τα λεφτά που μου χρωστάς». (Λαϊκό τραγούδι: σε βαρέθηκα και σπάσε και τα μου ’πες σου ’πα άσε, όλο θα και θα και θα, σπάσε βρε παραμυθά
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- τα ’πε νεράκι, βλ. λ. νεράκι·
- τα ’πε νερό, βλ. λ. νερό·
- τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- τα σου ’πα μου ’πες, α. οι δικαιολογίες, οι υπεκφυγές: «άσε τα σου ’πα μου ’πες και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». β. οι συνεννοήσεις ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «νομίζω πως δε συμφώνησαν, γιατί είναι ακόμα στα σου ’πα μου ’πες»·
- την είπε! (ενν. την ανοησία του, την κοτσάνα του), βλ. φρ. την πέταξε! λ. πετώ·
- τι είπαμε! έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε σε κάποιον, τη στιγμή που ετοιμάζεται να ενεργήσει αντίθετα με την υπόδειξη ή τη συμβουλή μας που προηγήθηκε, πως υποσχέθηκε ότι θα την τηρήσει· βλ. και φρ. τι λέγαμε! λ. λέω·
- τι είπε; δηλώνει έκπληξη ή δυσφορία για αυτά που είπε κάποιος αναφορικά με μας: «είπε πως του χρωστάς ένα εκατομμύριο. -Τι είπε; || είπε πως άμα σε συναντήσει θα σε σπάσει στο ξύλο. -Τι είπε;»·
- τι είπε τώρα! δηλώνει κατάπληξη στα λεγόμενα κάποιου: «αν θες να μάθεις, ο τάδε χώρισε. -Τι είπε τώρα! Αυτός μόλις προχτές παντρεύτηκε!». Ο ομιλών στρέφει το βλέμμα του σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που βρίσκεται ο συνομιλητής του, σαν να απευθύνεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο·  
- τι ήθελα και το ’πα; βλ. λ. θέλω·
- τι θα πει, α. τι σημαίνει, ποια είναι η ερμηνεία του: «τι θα πει λιμοκοντόρος;». β. δηλώνει αντίρρηση ή αποδοκιμασία: «τι θα πει έφυγες επειδή έφυγαν κι οι άλλοι!». γ. δεν έχει την παραμικρή σημασία, δε σημαίνει τίποτε: «τι θα πει πως είναι φτωχός! Έχει κι αυτός δικαιώματα στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: τι θα πει που είμαι πενηντάρης, λίγα θα δώσεις πολλά θα πάρεις)· βλ. και φρ. θα πει·
- τι θες να πεις, βλ. λ. θέλω·
- τι να πει! έκφραση ειρωνείας σε άτομο που, παρ’ όλες τις κατηγορίες που εκτοξεύουμε εναντίον του, δεν μπορεί να βρει καμιά δικαιολογία για να υπερασπίσει τον εαυτό του: «είναι ξενύχτης, μέθυσος, χαρτοπαίχτης, παραμελεί το σπίτι του, αλλά και άλλα τόσα να του καταμαρτυρήσω, τι να πει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τι να πεις! έκφραση αδιαφορίας για κάτι δυσάρεστο, που επαναλαμβάνεται συχνά: «δυο αδέρφια είναι κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μαλώνουν σαν τα κοπρόσκυλα. -Τι να πεις!»·
- τι να πούμε τι! βλ. συνηθέστ. τι να λέμε τώρα! λ. λέω. (Λαϊκό τραγούδι: τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε
- τι να πω; α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν έχουμε καμιά δικαιολογία για κάποια άδικη, παράλογη ή παράνομη πράξη μας: «γιατί χτύπησες μικρό παιδί, ρε; -Τι να πω; || γιατί έβρισες γέρο άνθρωπο; -Τι να πω; || γιατί έφυγες χωρίς άδεια απ’ τη δουλειά σου; -Τι να πω;». (Λαϊκό τραγούδι: στο πατρικό το σπίτι μου θέλω για να γυρίσω· με τι κουράγιο όμως να μπω και στους δικούς μου τι να πω, πώς να τους αντικρίσω;). β. λέγεται και στην περίπτωση που δεν μπορούμε να εκφράσουμε με σιγουριά, με βεβαιότητα μια γνώμη για κάποιον ή για κάτι: «ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Τι να πω; || μπορείς να με διαφωτίσεις σχετικά με τις προδιαγραφές του τάδε αυτοκινήτου; -Τι να πω;»· 
- τι να πω και τι ν’ αφήσω! δηλώνει έντονη πίκρα και απογοήτευση για τις πολλές και δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει κάποιος στη ζωή του και που δεν ξέρει ποια να αναφέρει για να παραπονεθεί: «πέρασες πολλές δυσκολίες στη ζωή σου; -Τι να πω και τι ν’ αφήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: τι να πω και τι ν’ αφήσω,ποια φωτιά να πρωτοσβήσω
- τι να σου πω τώρα! α. έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας για την παράλογη συμπεριφορά, ιδίως απαίτηση κάποιου. β. έκφραση αγανάκτησης ή αποδοκιμασίας σε άτομο που ενήργησε λανθασμένα, που ενήργησε διαφορετικά από ό,τι του υποδείξαμε, ή που επιμένει σε κάτι που είναι λανθασμένο·
- τι πάει να πει, βλ. φρ. τι παναπεί, λ. παναπεί·
- το είπε έτσι, βλ. λ. έτσι·
- το ’πε και το ’κανε, πραγματοποίησε την επιθυμία που είχε εκφράσει ή την απειλή, που είχε εκτοξεύσει εναντίον κάποιου: «ήθελε ν’ αγοράσει το πιο καλό αυτοκίνητο μέσ’ στην πόλη· ε, το ’πε και το ’κανε || είχε υποσχεθεί πως, όπου τον δει θα τον δείρει και το ’πε και το ’κανε γιατί, μόλις τον συνάντησε, τον έσπασε στο ξύλο»·
- το ’πε νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το ’πε νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το ’πε το ποίημα, βλ. λ. ποίημα· 
- τον (την) είπαν (ακολουθεί κάποιο όνομα), τον (την) βάφτισαν, τον (την) ονόμασαν: «την προηγούμενη Κυριακή βάφτισε το γιο του και τον είπαν Αλέξανδρο». Συνών. τον (την) έβγαλαν·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, βλ. λ. χρόνος·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του τα ’πα μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα κατάμουτρα, βλ. λ. κατάμουτρα·
- του τα ’πα μαζεμένα, βλ. λ. μαζεμένος·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φόρα παρτίδα, βλ. λ. φόρα2·
- του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- του τα ’πα χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- ώσπου να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- ώσπου να πεις ένα, βλ. λ. ένα·
- ώσπου να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- ώσπου να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- ώσπου να πεις τρία, βλ. λ. τρία.

ένας

ένας κ. ένα, αριθμητ. [από το ένα, αιτιατ. του αρχ. εἷς], ένας. 1. συναντιέται και ως αόρ. αντων. κάποιος, κάποιο: «ήρθε ένας και σε ζητούσε || πιάσε μου ένα αναψυκτικό, ένα όποιο να ’ναι». 2. το αρσ. με άρθρο ο ένας, ο μοναδικός, ο αξεπέραστος. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς, κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσαι εμένα)· βλ. και λ. μια κ. μία. (Ακολουθούν 533 φρ.)·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλο το ’να (κι) άλλο τ’ άλλο, βλ. λ. άλλος·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- αμολάω έναν (ενν. πόρδο), βλ. λ. αμολάω·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αξίζει ένα βασίλειο ή αξίζει όσο ένα βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ. αφτί·
- απ’ τον έναν στον άλλον, διαδοχικά από άτομο σε άτομο: «η είδηση απ’ τον έναν στον άλλον μαθεύτηκε γρήγορα μέσα στη γειτονιά»·
- από ένα πρόβατο δυο δέρματα δε βγαίνουν, βλ. λ. πρόβατο·
- από ένα κριάρι δυο τομάρια, βλ. λ. κριάρι·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
- αφήνω έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. λ. θέμα·
- βάζω ένα όριο, βλ. λ. όριο·
- βάζω ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- βάζω ένα τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, βλ. λ. λιθάρι·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βάλε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- (βάλε) μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βλ. λ. δαχτυλάκι·
- (βάλε) μου ένα δάχτυλο, (για ποτά) βλ. λ. δάχτυλο·
- βρήκαμε έναν κοινό παρονομαστή, βλ. λ. παρονομαστής·
- βρίσκω έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- για ένα καρβέλι ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- για ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- για ένα όνειρο ζούμε, βλ. λ. ζούμε·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. λ. πιάτο·
- για ένα πιάτο φακή, βλ. λ. φακή·
- για ένα τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- για ένα φεγγάρι, βλ. λ. φεγγάρι·
- για ένα φιλότιμο ζούμε, βλ. λ. φιλότιμο·
- γίναμε ένα μάτσο χάλια, βλ. λ. χάλι·
- γίνεται ένα δράμα, βλ. λ. δράμα·
- γίνεται ένα σώμα, βλ. λ. σώμα·
- γίνομαι ένα (με κάποιον ή με κάτι), συμφωνώ απόλυτα με κάποιον, συμμαχώ, παίρνω πάντα το μέρος του, ταυτίζομαι μαζί του ή με κάτι: «ό,τι και να πει, ό,τι και να κάνει ο τάδε, αυτός γίνεται ένα μαζί του || έπεσε μέσα στο σωρό κι έγινε ένα με το μπαμπάκι, που το είχαν για επεξεργασία». (Λαϊκό τραγούδι: μην τους προσέχεις και γίνεσαι ένα μ’ αυτά τα φίδια τα φαρμακερά // αργά, είναι πια αργά να τη λησμονήσω, να φύγω, να κάνω πίσω, αργά, είναι πια αργά, έχω γίνει ένα με τη φωτιά
- γίνομαι ένα και το αυτό (με κάποιον ή με κάτι), βλ. φρ. γίνομαι ένα (με κάποιον ή με κάτι)·
- γίνομαι ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- γίνομαι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- δε δίνω έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δε δίνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- δε λέει έναν καλό λόγο για κανένα, βλ. λ. λόγος·
- δεν αξίζει (κάνει, κοστίζει, πιάνει) έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, βλ. λ. ρούχο·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν παρέλειψε ούτε ένα και, βλ. λ. και·
- δεν πρόσθεσε ούτε ένα και, βλ. λ. και·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. λ. μάτι·
- δίνω ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- δίνω ένα σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- δίνω ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- δίνω (έναν) τράκο, βλ. λ. τράκος·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, βλ. λ. μάτι·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, βλ. λ. πόδι·
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, βλ. λ. χέρι·
- δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κωλομέρι·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κώλος·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- έγινε (ένα) ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- έγινε ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- έγινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), όνειρο·
- έγινε ένα σώμα, βλ. λ. σώμα·
- είμαι ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- είμαι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είμαι ένα πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- είμαι ένα πτώμα και μισό, βλ. λ. πτώμα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, βλ. λ. χωριό·
- είμαστ’ ένα τίποτα ή ένα τίποτα είμαστε, βλ. λ. τίποτα·
- είμαστ’ όλες ένα μάτσο βιόλες! βλ. λ. βιόλα2·
- είναι έν’ αρχίδι και μισό, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. γεννημένος·
- είναι διαλεγμένα ένα κι ένα, βλ. λ. διαλεγμένος·
- είναι διαλεγμένοι ένας κι ένας, βλ. λ. διαλεγμένος·
- είναι ένα δράμα για να…, βλ. λ. δράμα·
- είναι ένα ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- είναι ένα ζώο και μισό, βλ. λ. ζώο·
- είναι ένα και γη, βλ. λ. γη·
- είναι ένα και τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- είναι ένα και το αυτό, α. το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν παρουσιάζει κανέναν ενδιαφέρον για κάποιον ή κάποιους, είναι εντελώς αδιάφορος: «είτε βρίσκεται είτε δε βρίσκεται στην παρέα μας, είναι ένα και το αυτό || είτε έχω αυτοκίνητο είτε δεν έχω, είναι ένα και το αυτό, γιατί δεν το έχω καθόλου ανάγκη». β. δεν είναι διαφορετικό πράγμα, είναι το ίδιο πράγμα: «αυτό που μου λες είναι ένα και το αυτό μ’ αυτό που σου λέω τόση ώρα»·
- είναι ένα και χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είναι ένα κέρατο αυτός! βλ. λ. κέρατο·
- είναι ένα κομμάτι μάλαμα, βλ. λ. μάλαμα·
- είναι ένα κομπολόι από…, βλ. λ. κομπολόι·
- είναι ένα κρεβάτι κρέας, βλ. λ. κρέας·
- είναι ένα μάτσο κόκαλα, βλ. λ. κόκαλο·
- είναι ένα μάτσο κρέας, βλ. λ. κρέας·
- είναι ένα μάτσο χάλια, βλ. λ. χάλι·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. λ. όνειρο·
- είναι ένα πανί, βλ. λ. πανί·
- είναι ένα στόμα! βλ. λ. στόμα·
- είναι ένα σώμα μια ψυχή, (για ζευγάρια) βλ. λ. σώμα·
- είναι ένα τακίμι, (για δυο ή και περισσότερα άτομα) βλ. λ. τακίμι·
- είναι ένα τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- είναι ένας βλάκας και μισός, βλ. λ. βλάκας·
- είναι ένας (κι) αυτός! ή είναι (κι) αυτός ένας! ή σου είναι ένας (κι) αυτός! ή σου είναι (κι) αυτός ένας! α. είναι αμφίβολης ηθικής, έχει πολύ κακή φήμη, είναι ξακουστός για την κακή του δράση: «πρόσεχε τον πάρα πολύ, γιατί είναι ένας  αυτός!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ο Θεός να σε φυλάει. β. είναι πολυμήχανος, πανέξυπνος, δύσκολα τα βγάζει κανείς πέρα μαζί του: «σου είναι ένας αυτός, που, ό,τι του περάσει απ’ το μυαλό, το καταφέρνει στη στιγμή!»·
- είναι ένας μαλάκας και μισός, βλ. λ. μαλάκας·
- είναι ένας του δρόμου, βλ. λ. δρόμος·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. καμωμένος·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι ο καπετάν ένας, βλ. λ. καπετάν·
- είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, βλ. λ. βήμα·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, λέγεται σε περίπτωση παρέας ή ομάδας δυο ή περισσότερων ατόμων που συναγωνίζονται μεταξύ τους στις κακές επιδόσεις, που έχουν πολλά κουσούρια σε βαθμό που να μην μπορεί να ξεχωρίσει ούτε στο ελάχιστο κάποιος καλύτερος: «έχει δυο γιους ο φουκαράς, που είναι πάρ’ τον έναν και χτύπα τον άλλον || η παρέα τους είναι πάρ’ τον έναν και χτύπα τον άλλον». Συνών. είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. φρ. είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι στο παρά ένα, α. βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής του καταστροφής: «μετά το αποτυχημένο άνοιγμα που έκανε στη δουλειά του, είναι στο παρά ένα». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί γνωμάτευσαν πως ο άρρωστος είναι στο παρά ένα»·
- είσαι ’συ ένας! κολακευτική έκφραση σε αγαπημένο ή οικείο άτομο που έκανε κάποια πονηριά, κάποια σκανταλιά ή έφερε σε πέρας κάτι που πιστεύαμε πως δε θα μπορέσει να φέρει. Συνοδεύεται σχεδόν πάντα με κούνημα του κεφαλιού αριστερά δεξιά και με πλατύ χαμόγελο και είναι και φορές που λέγεται εν είδει ταχταρίσματος· 
- έκανε ένα μεγάλο μηδενικό, βλ. λ. μηδενικός·
- έμεινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. λ. όνειρο·
- ένα αλλά τι ένα, βλ. φρ. ένα τι(;)·
- ένα - δύο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η γρήγορη εναλλαγή της μπάλας μεταξύ δυο επιθετικών συμπαιχτών με σκοπό να υπερφαλαγγιστεί η αντίπαλη άμυνα: «αυτοί οι δυο παίχτες έχουν μάθει να παίζουν τέλεια το ένα - δύο»·
- ένα βήμα από…, βλ. λ. βήμα·
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. λ. κώλος·
- ένα για να κρεμώ το καπέλο μου, (για τάβλι) βλ. λ.καπέλο·
- ένα δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- ένα δράμι, βλ. λ. δράμι·
- ένα δύο ή ένα δύο, εν δυό, γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα, επαναλαμβανόμενο, για το συγχρονισμό του βηματισμού των αθλητών ή των στρατιωτών. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ αύριο μ’ ένα-δυο στητός, στην Κως θα περπατάω κι αντίς για τις γλυκειές πενιές, ύμνους θα τραγουδάω
- ένα, δύο, τρία! βλ. φρ. με το ένα, με το δύο, με το τρία! (Τραγούδι: ένα, δύο, τρία  οπ το ’ριξα στο σορολόπ)·
- ένα δύο τρία, γαμιέται η διαιτησία, βλ. λ. γαμιέμαι·
- ένα είναι το κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- ένα ένα, α. το ένα μετά το άλλο στη σειρά: «πες τα ένα ένα, γιατί έτσι που τα λες μαζωμένα, δεν καταλαβαίνω τίποτα». β. το καθένα χωριστά: «επειδή τα κουτιά είναι βαριά, θα τα παίρνεις ένα ένα για να τα κατεβάσεις στο υπόγειο». (Λαϊκό τραγούδι: βασανιστήρια μου έκανες πολλά και η αγάπη που σου είχα πήγε στράφι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και ένα ένα στο δεφτέρι του τα γράφει). γ. διαδοχικά: «ένα ένα κλείνουν τα ξενυχτάδικα»·
- ένα επί δύο (ενν. μέτρο), (για χώρους) βλ. λ. δυο·
- ένα εσύ, ένα εγώ, βλ. λ. εγώ·
- ένα έτσι να κάνω…, βλ. λ. κάνω·
- ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα θαύμα μόνο μας σώνει ή ένα θαύμα μόνο θα με σώσει ή ένα θαύμα μόνο με σώνει, βλ. λ. θαύμα·
- ένα και να καίει, α. λέγεται για πράξη που έγινε για μια και μοναδική φορά και που μας άφησε έντονες εντυπώσεις, ιδίως κακές ή, αν οι εντυπώσεις ήταν καλές, δεν επαναλήφθηκε. β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ειρωνική έκφραση των φιλάθλων, που κέρδισε η ομάδα τους, προς τους φιλάθλους της ομάδας που ηττήθηκε με ένα γκολ, που όμως ήταν αρκετό για να χάσει το παιχνίδι·
- ένα και να τσούζει, βλ. φρ. ένα και να καίει·
- ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. κάρο·
- ένα κάρο φορές, βλ. λ. κάρο·
- ένα κι ένα, ό,τι πιο ταιριαστό, ό,τι πιο κατάλληλο για την περίπτωση ή την περίσταση, ό,τι πιο αποτελεσματικό: «αυτό που μου ’πες, είναι ένα κι ένα για να τον ξεμπροστιάσω τον αληταρά! || αυτό που μου ’φερες, είναι ένα κι ένα για τη γωνία του σαλονιού μου || αυτό το φάρμακο είναι ένα κι ένα για τη διάρροια»·
- ένα κι ένα κάνουν δύο ή ένα κι ένα ίσον δύο, κατηγορηματική δήλωση για καλό ή για κακό που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: «δε θα το κουνήσεις απ’ τη θέση σου, αν δε σου δώσω την άδεια, ένα κι ένα κάνουν δύο || αν σε πιάσω να κάνεις πάλι κοπάνα, θα σε απολύσω, ένα κι ένα κάνουν δύο». (Λαϊκό τραγούδι: ένα κι ένα κάνουν δύο, λένε μες το καφενείο
- ένα κλικ, βλ. λ. κλικ·
- ένα κομμάτι απ’ την πίτα, βλ. λ. πίτα·
- ένα κομμάτι απ’ την τούρτα, βλ. λ. τούρτα·
- ένα κόσμο…, βλ. λ. κόσμος·
- ένα λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
- ένα λόγο είπα, βλ. λ. λόγος·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- ένα μυαλό κι αυτό ρωμαίικο! βλ. λ. μυαλό·
- ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! βλ. λ. μυαλό·
- ένα νερό, βλ. λ. νερό·
- ένα όπα είναι, βλ. λ. όπα·
- ένα παραπάνω, ένα επιπλέον: «σου ζήτησα δέκα χιλιάρικα και μου ’δωσες ένα παραπάνω». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω
- ένα παραπάνω που…, ένας λόγος περισσότερο, κυρίως γιατί: «πρέπει να ντυθείς καλά πριν βγεις έξω, ένα παραπάνω που είσαι κρυωμένος»·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ. πιάτο·
- ένα προς ένα, με προσοχή, ένα ένα και λεπτομερειακά: «για ν’ αγοράσει ένα κιλό, εξέτασε ένα προς ένα όλα τα μήλα». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε πάλι σούρωσα, στη γειτονιά σου τα ’πια, με πνίξαν τα παράπονα κι ένα προς ένα τα ’πα!
- ένα σου και ένα μου, α. λέγεται για κάποιον που δεν υποχωρεί στις συστάσεις που του γίνονται και αντιλέγει με τον ίδιο επιθετικό τρόπο που του μιλούν, ή αντιπαραθέτει επιχειρήματα που αντικρούουν εκείνα του συνομιλητή του: «σ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης με το διευθυντή του ήταν ένα σου και ένα μου». β. δηλώνει δίκαια μοιρασιά ανάμεσα σε δύο άτομα: «δεν πρέπει να είναι κανείς στενοχωρημένος μεταξύ μας, γιατί η μοιρασιά έγινε ένα σου και ένα μου»· βλ. και φρ. μία σου και μία μου, λ. μία·
- ένα στην παγωνιέρα, βλ. λ. παγωνιέρα·
- ένα στον πάγο, βλ. λ. πάγος·
- ένα σωρό, μεγάλο πλήθος: «στη συγκέντρωση υπήρχε ένα σωρό κόσμος || στη γενική συνέλευση ακούστηκαν ένα σωρό γνώμες»·
- ένα σωρό φορές, βλ. λ. φορά·
- ένα τι, δηλώνει κάτι ελάχιστο, ασήμαντο ως προς την ποιότητα ή την ποσότητα: «βάλε μου ένα τι ζάχαρη στον καφέ || ήθελα ένα τι ακόμα για να τρακάρω || το θέλω ένα τι μικρότερο || το θέλω ένα τι μεγαλύτερο»·
- ένα τι; δηλώνει έκπληξη στην περίπτωση που μας αναφέρεται κάτι ως ελάχιστο, ενώ εμείς έχουμε εντελώς διαφορετική γνώμη: «μετά τη δουλειά μου ’δωσε κι ένα τι περισσότερο απ’ ό,τι μου είχε υποσχεθεί. -Ένα τι; Αυτός, αγόρι μου, σου ’δωσε τα διπλάσια κι εσύ το λες ένα τι;». Συνών. ένα αλλά τι ένα·  
- ένα το κρατούμενο, βλ. λ. κρατούμενο·
- ένα τριαντάφυλλο δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ.τριαντάφυλλο·
- ένα τρίτο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- ένα τσιγάρο δρόμος, βλ. λ. τσιγάρο·
- ένα φεγγάρι, βλ. λ. φεγγάρι·
- ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. χελιδόνι·
- ένα ψίχουλο, βλ. λ. ψίχουλο·
- έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι ύστερα έκλεισε, βλ. λ. εργοστάσιο·
- έναν καιρό, βλ. λ. καιρός·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έναν προς έναν, τον καθένα ξεχωριστά και με μεγάλη προσοχή: «διάλεξε όλους τους υπαλλήλους του έναν προς έναν || τους αποχαιρέτησε όλους έναν προς έναν»·
- ένας αλλά λέων, βλ. λ. λέων·
- ένας αλλά τι ένας, βλ. φρ. ένας αλλά λέων·
- ένας δρόμος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ένας δυο ή ένας δύο, πάρα πολύ λίγοι, ελάχιστοι: «ήταν ένας δυο και φώναζαν δυνατά, για να φανεί πως είχε επιτυχία η συγκέντρωση». (Λαϊκό τραγούδι: στο ζεϊμπέκικο Γρηγόρη, ένας δύο οι μαστόροι
- ένας είναι ένας, δυο είναι έντεκα, τρεις είναι εκατόν έντεκα, δηλώνει πως όταν εμπιστευόμαστε σε κάποιον ένα μυστικό, αυτό διαδίδεται από τον έναν στον άλλον με μεγάλη ταχύτητα, με γεωμετρική πρόοδο·
- ένας ένας, α. ο ένας μετά τον άλλον στη σειρά, ιδίως σε περίπτωση διανομής: «ένας ένας παιδιά, όλοι θα πάρετε». β. ο καθένας χωριστά: «συνεννοηθείτε τι ακριβώς ζητάτε και βγάλτε μια κοινή απόφαση, για να μην έρχεται ένας ένας να λέει το κοντό του και το μακρύ του». γ. διαδοχικά: «ένας ένας καθαρίζουν οι επιχειρηματίες»·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, βλ. λ.Θεός·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., βλ. λ. Θεός·
- ένας ίσον ένας, δύο ίσον έντεκα, έντεκα ίσον εκατόν έντεκα, βλ. φρ. χείλι με χείλι το μαθαίνουν χίλιοι, λ. χείλι·
- ένας κάποιος…, βλ. λ. κάποιος·
- ένας κι ένας, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια συνάθροιση ή ομάδα βρίσκονται μαζεμένα εκλεκτά πρόσωπα, ή ειρωνικά μεγάλοι κακοποιοί διάφορων ειδικοτήτων: «στη δεξίωση του τάδε ήταν όλοι ένας κι ένας, γιατροί, δικηγόροι, καλλιτέχνες || θέλησε να κάνει μια μεγάλη κομπίνα κι όσους διάλεξε για να πάρουν μέρος, ήταν όλοι ένας κι ένας». (Λαϊκό τραγούδι: στου Λινάρδου την ταβέρνα βλέπεις πρόσωπα μοντέρνα· πάνε όλοι, ένας κι ένας, οι αστέρες της ταβέρνας
- ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. κούκος·
- ένας λόγος είναι αυτός, βλ. λ. λόγος·
- ένας λόγος είναι να..., βλ. λ. λόγος·
- ένας προς ένας, αναμέτρηση ανάμεσα σε δυο άτομα: «αν θέλεις να λογαριαστούμε, έλα ένας προς ένας και μην κουβαλήσεις πάλι όλη την παρέα σου»· βλ. και φρ. έναν προς έναν·
- ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο μας σώνει ή ένας σεισμός μόνο θα με σώσει ή ένας σεισμός μόνο με σώνει, βλ. λ. σεισμός·
- ένας τοίχος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας τοίχος, βλ. λ. τοίχος·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, βλ. λ. ταύρος·
- ενός ανδρός αρχή, βλ. λ. αρχή·
- ενός κακού μύρια έπονται, βλ. λ. κακός·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, βλ. λ.δουλειά·
- ενός λεπτού σιγή, βλ. λ. σιγή·
- έριξε ένα τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- έφαγα ένα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- έφαγα ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- έφαγα ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- έφαγα ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγ’ ένα βάρος από πάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- έχει ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ.πρά(γ)μα·
- έχει ένα σκάλωμα, βλ. λ. σκάλωμα·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχω έναν κόμπο στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- έχει έναν κώλο να! βλ. λ. κώλος·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. λ. κώλος·
- έχει έναν κουβά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχουμε ένα γεια, βλ. λ. γεια·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω έν’ αγκάθι στην καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω έν’ αγκάθι στο μυαλό, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. βάρος·
- έχω ένα βάρος στην ψυχή, βλ. λ. βάρος
- έχω ένα ζόρι! βλ. λ. ζόρι·
- έχω ένα καρφί στην καρδιά, βλ. λ. καρφί·
- έχω ένα σίγουρο, βλ. λ. σίγουρος·
- έχω έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχω έναν άσο στο μανίκι μου, βλ. λ. άσος·
- ζω ένα παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, βλ. λ. αλεπού·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήταν ένα άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- ήταν ένα κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ.χέρι·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θέλει έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- … και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. μάτι·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου, παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
- κάνε ένα όπα, βλ. λ. όπα·
- κάνε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- κάνω ένα ριπλέι, βλ. λ. ριπλέι·
- κάνω έναν αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. λ. μούτρο·
- κι είχα ένα ντέρτι! ή κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα ντέρτι! βλ. λ. ντέρτι·
- κι είχα ένα σεβντά! ή κι έχω ένα σεβντά! ή κι είχαμε ένα σεβντά! ή κι έχουμε ένα σεβντά! βλ. λ. σεβντάς·
- κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι έχω έναν γκαϊλέ! ή κι είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν γκαϊλέ! βλ. λ. γκαϊλές·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! βλ. λ. καημός·
- κι είχα έναν νταλκά! ή κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά! βλ. λ. νταλκάς·
- κλέβω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, βλ. λ. μάτι·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. λ.μάτι·
- κούρσα για ένα άλογο, βλ. λ. κούρσα·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. λ. μούτρο·
- κρύβω έναν άσο στο μανίκι μου, βλ. λ. άσος·
- λένε ένα σωρό (για κάποιον), βλ. λ. σωρός·
- λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, βλ. λ. λίγος·   
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μ’ ένα λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μ’ ένα πόνο, βλ. λ. πόνος·
- μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, βλ. λ. σμπάρο·
- μ’ ένα στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μ’ ένα φύσημα τ’ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- μ’ έναν αέρα διαφορά, βλ. λ. αέρας·
- μ’ έναν όρο, βλ. λ. όρος·
- μ’ έριξε έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- με το ’να και με τ’ άλλο, α. με διάφορα κόλπα, τερτίπια, νάζια, καμώματα, με διάφορα σκέρτσα: «με το ’να και με τ’ άλλο τον κατάφερε να της αγοράσει τη γούνα που ήθελε». β. με διάφορες ευκαιρίες, με διάφορες ευκαιριακές δουλειές: «από μικρός ήταν στην πιάτσα και με το ’να και με τ’ άλλο τον είδαμε μια μέρα μεγαλέμπορο». γ. με διάφορες άστοχες ενέργειες ή ατυχίες: «κάποτε είχε μεγάλη περιουσία, αλλά με το ’να και με τ’ άλλο έμεινε χωρίς φράγκο»·
- με το ένα, αμέσως, ταχύτατα: «μόλις της ζήτησε δαχτυλίδι, με το ένα πήγε και της το αγόρασε». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα με το ένα ρε θα σου πάρω καναπέ, χάρη θέλω από σένα, αμάν, αμάν, ωχ, πες πουλάκι μου το ναι
- με το ένα, με το άλλο, α. κάνοντας διαφορετικά πράγματα, διαφορετικές εργασίες: «στην αρχή ήταν πλανόδιος μανάβης, αλλά με το ένα, με το άλλο, πρόκοψε στη ζωή του και δημιούργησε αλυσίδα από σούπερ μάρκετ». β. κάνοντας συνεχείς προσπάθειες, ιδίως προς νουθεσία κάποιου: «στην αρχή δεν έπαιρνε από λόγια, αλλά με το ένα, με το άλλο, μπόρεσα και τον απομάκρυνα απ’ τις παλιοπαρέες του»·
- με το ένα, με το δύο, με το τρία! παράγγελμα για συγχρονισμό δυο ή μιας ομάδας ανθρώπων να ενεργήσουν ταυτόχρονα, ιδίως στην προσπάθειά τους να σηκώσουν ή να τραβήξουν κάποιο βαρύ αντικείμενο, προσπάθεια που γίνεται μόλις ειπωθεί το τρία. Το με το ένα, με το δύο, προετοιμάζει την ομάδα για το τελικό με το τρία· βλ. και φρ. αλά ούνα, αλά ντούε, αλά τρε, λ. αλά·
- με το φίλο φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, βλ. λ. φίλος·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ή μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι να πεις ένα, βλ. φρ. ώσπου να πεις ένα·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρις ενός, μέχρι και τον τελευταίο: «προκειμένου να μη παραδοθούν, σκοτώθηκαν μέχρις ενός»·
- μέχρις ενός βαθμού, βλ. λ. βαθμός·
- μέχρις ενός ορίου, βλ. λ. όριο·
- μέχρις ενός σημείου, βλ. λ. σημείο·
- μια ο ένας, μια ο άλλος, βλ. λ. μια·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου βγήκε έν’ αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- μου πάει έξι κι ένα, βλ. έξι κι ένα·
- μου ’πεσε ένα τυχερό, βλ. λ. τυχερό·
- μου πέταξε ένα κοκαλάκι, βλ. λ. κοκαλάκι·
- μου πέταξε ένα κομμάτι ψωμί, βλ. λ. κομμάτι·
- μου το ’πε ένα πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- μου ’φυγ’ ένα βάρος, βλ. λ. βάρος·
- να μην προλάβω να κάνω ένα βήμα, βλ. λ. βήμα·
- να χάψουμ’ έναν ποντικόν! βλ. λ. ποντικός·
- νούμερο ένα, βλ. λ. νούμερο·
- ξεκλέβω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- ξεκλέβω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- ξηγιέμαι ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- ξηγιέμαι ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- ξηγιέμαι ένα φιστίκι, βλ. λ. φιστίκι·
- ξηγιέμαι ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο ένας κι ο άλλος, α. άνθρωποι της σειράς, ανάξιοι λόγου, αφερέγγυοι, που κανείς δεν μπορεί να τους εμπιστευτεί, να πάρει στα σοβαρά αυτά που λένε ή αυτά που υπόσχονται: «ήταν μαζεμένοι ο ένας κι ο άλλος, σε μια εταιρεία της συμφοράς κι είχαν την εντύπωση πως θα ’βρισκαν χρηματοδότη, αλλά πού τέτοιο πράγμα!». β. ο καθένας, ο οποιοσδήποτε, άνθρωποι τυχαίοι: «κάθεται κι ακούει τον έναν και τον άλλον και παρασύρεται». γ. διάφοροι μη επώνυμοι άνθρωποι: «δε στενοχωριέμαι καθόλου για το τι λέει ο ένας κι ο άλλος»·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος· 
- ο ένας με τον άλλον, α. αυτά τα δυο άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, μεταξύ τους: «συνεννοήθηκαν ο ένας με τον άλλον και μου ’φαγαν τη δουλειά». β. από άτομο σε άτομο διαδοχικά: «δεν ήθελε πολύ, γιατί ο ένας με τον άλλον μαθεύτηκε το μυστικό του σ’ όλη τη γειτονιά»
- ο ένας, ο άλλος, περιλαμβάνονται σε αυτή τη φρ. διάφοροι άντρες που συνοδεύουν, χωρίς να κατονομάζονται, αυτούς που έχουμε ήδη αναφέρει με τα ονόματά τους: «ήταν ο Γιάννης, ο Νίκος, ο Γιώργος, ο ένας, ο άλλος»·
- ο ένας πάνω στον άλλον, α. δηλώνει μεγάλο συνωστισμό, ιδίως σε μεταφορικό μέσο: «μέσα στο λεωφορείο, ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον». β. απανωτά, διαδοχικά και χωρίς παύση: «έρχονταν ο ένας πάνω στον άλλον και δεν προλάβαινα να τους εξυπηρετήσω»·
- ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, λέγεται σε περιπτώσεις που δυο άνθρωποι είναι απομακρυσμένοι όχι μόνο τοπικά, αλλά και ως στάση ζωής, ως κοσμοθεωρία: «έμειναν κούκοι στη ζωή τους, γιατί τα δυο παιδιά τους βρίσκονται ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή || μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε, ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, σου λέω»·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας της βρομούσε (κι) άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, βλ. λ. κοντός·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο πάσα ένας, ο καθένας, ο τυχαίος: «δεν μπορεί να ’ρχεται ο πάσα ένας και να μου ζητάει βοήθεια»·
- ο υπ’ αριθμόν ένα, βλ. λ. αριθμός·
- ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, βλ. λ. κίνδυνος·
- όλα έχουν ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε, βλ. λ. καζάνι·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουνε, βλ. λ. καζάνι·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο·
- όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, ένα απ’ τα δυο θε να σπάσει, βλ. λ. σταμνί·
- ούτ’ ένα πράσινο φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παίζεται ένα δράμα, βλ. λ. δράμα·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω ένα μπίστο, βλ. λ. μπίστο·
- παίρνω ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- παίρνω ένα σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- παίρνω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- πάρ’ ένα αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), βλ. λ. ξύλο·
- πάρ’ ένα παπάρι, βλ. λ. παπάρι·
- παράσταση για έναν ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- πας για ένα, α. προς το παρόν είσαι καλύτερος από μένα και το παραδέχομαι. Λέγεται συνήθως κατά το παιχνίδι του ταβλιού και σημαίνει: κέρδισες ένα παιχνίδι και εγώ κανένα ή έχεις ένα παιχνίδι περισσότερο από μένα. β. σου χρωστώ ένα: «δώσε μου ένα χιλιάρικο και πας για ένα». γ. υπολείπεται να σου δώσω ακόμα ένα: «σου πήρα δέκα χιλιάρικα, πάρε πίσω τα εννιά και πας για ένα»·
- πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος! βλ. λ. πάσα·
- πάτησε ένα τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- πάω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- περνώ ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες ο ένας, πες ο άλλος, βλ. λ. είπα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πετώ ένα υπονοούμενο, βλ. λ. υπονοούμενο·
- πετώ έναν λόγο, βλ. λ. λόγος·
- πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πήρα έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα ένα τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- πήρα έναν ύπνο! βλ. λ. ύπνος·
- πήρα έναν φόβο! βλ. λ. φόβος·
- πιάνω ένα θέμα, βλ. λ. θέμα·
- πιάνω έναν χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- πίνει ένα βαρέλι στην καθισιά, βαρέλι·
- πίνουμε ένα ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. λ. πλάκα·
- πνέει (ένας) άνεμος…, βλ. λ. άνεμος·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- ρίχνω ένα βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα·
- ρίχνω ένα βλέφαρο, βλ. λ. βλέφαρο·
- ρίχνω ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- ρίχνω ένα σουτ, βλ. λ. σουτ·
- ρίχνω ένα τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- ρίχνω ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- ρίχνω ένα φιστίκι, βλ. λ. φιστίκι·
- ρίχνω ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- ρίχνω έναν πρωινό, βλ. λ. πρωινός·
- ρίχνω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- ρίχνω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει ένα όριο, βλ. λ.πρά(γ)μα·
- σαν ένας άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- σκάω ένα χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- στέλνω ένα φιλί, βλ. λ. φιλί·
- στο παρά ένα, λίγο πριν γίνει κάτι οριστικά και αμετάκλητα, την τελευταία στιγμή: «βρήκα κίνηση στο δρόμο κι έφτασα στο παρά ένα, λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες || έπεσα πάνω σε μια διαδήλωση και πρόλαβα το αεροπλάνο στο παρά ένα»·
- στρώνω ένα καρέ, βλ. λ. καρέ·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- τα ρίχνω (όλα) έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τα ρίχνω (όλα) έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσο·
- τα φέρνω έξι κι ένα, βλ. λ. έξι κι ένα·
- της δίνω ένα σάνφιστικ, βλ. λ. σάνφιστικ·
- της δίνω ένα σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- της έριξα ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- της έριξα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- της πάτησα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- της πατώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- της περνώ ένα χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- της τράβηξα ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- της τράβηξα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- τι σου είναι ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, βλ. λ. άνθρωπος·
- το ’κανα ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, βλ. λ. χέρι·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο σου μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το ένα φέρνει τ’ άλλο, λέγεται για διαδοχική εξέλιξη γεγονότων ή καταστάσεων: «δεν ξέρουμε ακόμα πώς θα εξελιχθεί η οικονομική κρίση, γιατί το ένα φέρνει τ’ άλλο και δεν έχει κατασταλάξει τίποτα || στην αρχή αντάλλαξαν δυο σκληρές κουβέντες κι ύστερα από λίγο το ένα έφερε τ’ άλλο και πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: το ένα φέρνει τ’ άλλο κι αφού σ’ αγάπησα απ’ το δικό μου δρόμο για σε ξεστράτισα
- το ένα, το άλλο, δηλώνει διαφορετικά πράγματα, που συνοδεύουν εκείνα που ήδη έχουμε κατονομάσει: «κάτω στο υπόγειο έχω τα εργαλεία της κηπουρικής, διάφορα ανταλλακτικά του αυτοκινήτου, παλιά έπιπλα, το ένα, το άλλο || δεν κάθεται ποτέ ήσυχος και πάντα θέλει το ένα, το άλλο». (Τραγούδι: έλεγα πως θα περάσεις, είναι πέρασμα μεγάλο, από δω περνούνε όλοι και για τόνα και για τάλλο
- το κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- το ’να και τ’ άλλο, α. διάφορα αντικείμενα χωρίς ιδιαίτερη αξία: «μαζεύει το ’να και τ’ άλλο και δεν έχει πια μέρος για να τα βάλει». β. διάφορες υποθέσεις συνήθως όχι σημαντικές: «μπερδεύεται με το ’να και τ’ άλλο κι αποσπάται απ’ τη δουλειά του»·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, α. διαδοχικά, απανωτά, μαζεμένα: «τα κακά μου ’ρχονται το ’να πάνω στ’ άλλο και δεν ξέρω τι να κάνω». β. (για πράγματα) στοιβαγμένα: «τα κασόνια ήταν στη γωνία το ’να πάνω στ’ άλλο με τάξη»·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), βλ. λ. χέρι·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον έκανε ένα ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- τον έκανε ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον έκανε ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον έκανε έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τον έχω στο ένα πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τον κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- τον πέταξε έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τον ρίχνω έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τον ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τον φέρνω σ’ ένα λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- του άστραψα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του άστραψα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του άστραψα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του άστραψα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του άστραψα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του βάζω (του κάνω, του πατώ, του τραβώ) ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του βγάζω τα δόντια ένα ένα, βλ. λ. δόντι·
- του βγάζω τα νύχια ένα ένα, βλ. λ. νύχι·
- του δίνω ένα (έναν) τράκο, βλ. λ. τράκος·
- του δίνω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του δίνω ένα μάθημα ή του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του δίνω ένα σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του ’δωσα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’δωσα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’δωσα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’δωσα ένα τσάφκο, βλ. λ. τσάφκο·
- του ’δωσα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’δωσα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του κάθισα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του κάθισα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του κάθισα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του κάθισα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκο·
- του κάθισα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του κάνω ένα πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- του ’κοψα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’κοψα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’κοψα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’κοψα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’κοψα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του πατώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του πατώ ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του πατώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του πατώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του πατώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του περνώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του περνώ ένα μπερντάχι, βλ. λ. μπερντάχι·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ.χέρι·
- του ’ριξα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’ριξα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του ’ριξα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’ριξα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’ριξα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του ρίχνω ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του ρίχνω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του ρίχνω ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- του ρίχνω ένα μπερντάχι, βλ. λ. μπερντάχι·
- του ρίχνω ένα μπουκέτο, βλ. λ. μπουκέτο·
- του ρίχνω ένα φάσκελο, βλ. λ. φάσκελο·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του ρίχνω ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του ρίχνω ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του ρίχνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του ’σκασα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’σκασα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’σκασα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’σκασα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’σκασα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του (της) σκάω ένα φιλί, βλ. λ. φιλί·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·  
- του τα βγάζεις ένα ένα με την πένσα ή του τα παίρνεις ένα ένα με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. πένσα·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα παίρνεις ένα ένα με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τανάλια·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα παίρνεις ένα ένα με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τιρμπουσόν·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις ένα ένα με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιγκέλι·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα παίρνεις ένα ένα με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιμπίδα·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τα ’ψάλλα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τραβώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του τραβώ ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του τράβηξα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του τράβηξα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του τράβηξα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του τράβηξα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του τράβηξα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του τραβώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του τραβώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του τραβώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους βάζω σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους ρίχνω όλους έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- τους ρίχνω όλους έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- τραβώ ένα ζόρι! βλ. λ. ζόρι·
- τραβώ ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- τραβώ ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- τραβώ ένα φιστίκι, βλ. λ. φιστίκι·
- τραβώ ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- τραβώ έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- τραβώ έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- τρώει εν’ αρνί στην καθισιά, βλ. λ. αρνί·
- τρώει ένα βόδι στην καθισιά, βλ. λ. βόδι·
- τρώω ένα βιράρισμα, βλ. λ. βιράρισμα·
- τρώω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο.
- υπό έναν όρο, βλ. λ. όρος·
- υποχωρώ ένα βήμα, βλ. λ. βήμα·
- υψώνεται ένας τοίχος ανάμεσά τους, βλ. λ. τοίχος·
- φέρνω σ’ ένα λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- φυσάει (ένας) άνεμος… ή φύσηξ’ (ένας) άνεμος…, βλ. λ. άνεμος·
- χάρισέ μου ένα βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα·
- χάρισέ μου ένα φιλί (φιλάκι), βλ. λ. φιλί·
- χάρισέ μου ένα χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- χάρισέ μου μια ματιά, βλ. λ. ματιά·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ.εχθρός·
- ως ένα βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- ως ένα όριο, βλ. λ. όριο·
- ως ένα σημείο, βλ. λ. σημείο·
- ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- ώσπου να πεις ένα, πάρα πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «πήγε στο σπίτι του να πάρει λεφτά κι ώσπου να πεις ένα, ήταν πάλι πίσω». Συνών. ώσπου να πεις άλφα / ώσπου να πεις αμήν / ώσπου να πεις κρεμμύδι / ώσπου να πεις κύμινο / ώσπου να πεις τρία·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

έννοια2

έννοια2, η, ουσ. [<αρχ. έννοια <εν +  νους], η έννοια· η σημασία, το νόημα: «ακόμη δεν κατάλαβα ποια είναι η έννοια των λόγων σου || ποια είναι η έννοια αυτού του παραδείγματός σου;»·
- κατ’ αυτή την έννοια, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, με αυτή τη λογική: «αν νομίζεις πως, με το δυναμικό τρόπο που σκέφτεσαι ν’ ακολουθήσεις, θα πάρεις τα λεφτά που σου χρωστάει, κατ’ αυτή την έννοια, μπορώ να πω πως έχεις δίκιο»·
- κατά κάποια έννοια, (γενικά και αόριστα) σύμφωνα με το σκεπτικό, με τη λογική που ακολουθήθηκε: «μπορεί να έγιναν και ορισμένα λάθη στην εξέλιξη της δουλειάς, γιατί κατά κάποια έννοια κανείς δεν είναι αλάνθαστος»· 
- με τη στενή έννοια του όρου, με την ακριβή, την ειδική σημασία και όχι με τη γενική και αόριστη: «πρέπει να κάνεις αιματηρές οικονομίες, με τη στενή έννοια του όρου, αν θέλεις να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι»·
- με την πλατιά έννοια του όρου, με τη γενική και αόριστη σημασία και όχι με την ακριβή, την ειδική: «θέλω να πω με την πλατιά έννοια του όρου πως γενικά η αγάπη ομορφαίνει τη ζωή του ανθρώπου».

έργο

έργο, το, ουσ. [<αρχ. ἔργον], το έργο. 1. πράξη, καλή ή κακή: «το αν είναι καλός ή κακός άνθρωπος, θα το δείξουν τα έργα του». 2. οτιδήποτε είναι υποχρέωση ή καθήκον κάποιου: «έργο του δάσκαλου είναι να μάθει στα παιδιά γράμματα || έργο του δικηγόρου είναι η υπεράσπιση κάθε κατηγορουμένου || έργο του γιατρού είναι η θεραπεία του ασθενή του || έργο της Πολιτείας είναι η ευημερία και η ασφάλεια των πολιτών». 3. λογοτεχνικό ή θεατρικό κείμενο ή καλλιτεχνική δημιουργία: «έχω στη βιβλιοθήκη μου όλα τα έργα του τάδε συγγραφέα || αυτός ο πίνακας είναι έργο του τάδε ζωγράφου». 4. κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία, ή θεατρική παράσταση: «τι έργο παίζει ο τάδε κινηματογράφος; || μόλις τελείωσε το έργο οι θεατές έτρεξαν στα καμαρίνια του πρωταγωνιστή για να του πάρουν αυτόγραφο || να σου τηλεφωνήσω σε μισή ώρα γιατί τώρα βλέπω ένα έργο στην τηλεόραση;». Υποκορ. εργάκι, το. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! βλ. φρ. έργο γυρίζουμε! Συνών. αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! / αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! / αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο(!)·
- αυτό το έργο το ’χω ξαναδεί, βλ. φρ. το ’δα το έργο·
- γυρίζω έργο, βλ. συνηθέστ. γυρίζω ταινία, λ. ταινία·
- είναι έργο ζωής, έργο, ιδίως πνευματικό, για το οποίο απαιτείται να αφιερώσει ή που αφιερώνει κανείς τη μεγαλύτερη περίοδο της ζωής του για να το πραγματοποιήσει: «η σύνταξη ενός ορθογραφικού και ερμηνευτικού λεξικού είναι έργο ζωής πολλών επιστημόνων || το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας είναι έργο ζωής του συγγραφέα, γιατί επί σαράντα πέντε χρόνια ασχολούνταν για την πραγμάτωσή του»· 
- είναι έργο του…, δηλώνει το αποτέλεσμα κάποιας ενέργειας, κάποιας δραστηριότητας: «το σπασμένο βάζο είναι έργο του Γιαννάκη || το Βαφοπούλειο πνευματικό κέντρο είναι έργο του ποιητή Γ. Βαφόπουλου»·
- είναι ευχής έργο, βλ. λ. ευχή·
- επί το έργον, α. προτρεπτική φρ. να ασχοληθούμε με τη δουλειά που μας έχει ανατεθεί ή να αρχίσουμε μια διαδικασία: «παιδιά, όλα τα οικοδομικά υλικά έχουν έρθει, γι’ αυτό επί το έργον || το τραπέζι είναι στρωμένο, καθίστε και επί το έργον», δηλ. αρχίστε να χτίζετε ή αρχίστε να τρώτε. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμπρός. β.έκφραση που δηλώνει τη συνέπεια, την προσήλωση σε κάτι, ιδίως επάγγελμα ή οικογένεια, ή την αμεσότητα στην ερωτική δραστηριότητα: «μην τον υπολογίζεις για μπαρότσαρκα, γιατί απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε είναι επί το έργον || μόλις βρει γκόμενα, απ’ το δεύτερο κιόλας ραντεβού πέφτει επί το έργον»·
- έργα και ημέρες (κάποιου), (υποτιμητικά) λέγεται για το ταραγμένο παρελθόν κάποιου: «ύστερα από μεγάλη έρευνα ο τάδε δημοσιογράφος δημοσιεύει τα έργα και τις ημέρες του τάδε δήθεν προοδευτικού υπουργού επί των ημερών της χούντας»·
- έργα (κι) όχι λόγια! μόνιμη απαίτηση του λαού, που απευθύνεται στους πολιτικούς μας με τις αμέτρητες προεκλογικές υποσχέσεις και τα ατελείωτα θα· 
- έργο βιτρίνας, βλ. λ. βιτρίνα·
- έργο γυρίζουμε! έκφραση θαυμασμού, απορίας ή έκπληξης για κάτι απίθανο ή παράδοξο που συμβαίνει και μας θυμίζει κινηματογραφικό έργο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σε μια χαράδρα είκοσι μέτρα βάθος και δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. -Έργο γυρίζουμε!». Από το ότι στα κινηματογραφικά έργα είναι δυνατά ή αληθοφανή ακόμη και τα πιο απίθανα ή δύσκολα πράγματα. Συνών. ταινία γυρίζουμε(!)·
- έργο εποχής, κινηματογραφικό έργο, που αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: «είδαμε ένα έργο εποχής, που αναφερόταν στη γαλλική επανάσταση»·
- θα ήταν ευχής έργο, βλ. λ. ευχή·
- καταναγκαστικά έργα, οτιδήποτε θεωρείται δυσάρεστο, κοπιαστικό, εξαντλητικό, που μας επιβάλλουν να το κάνουμε, συνήθως χωρίς τη θέλησή μας, ή που το κάνουμε λόγω μεγάλης ανάγκης: «θέλω να πάει να μάθει μια ξένη γλώσσα, αλλά γκρινιάζει κάθε τόσο, γιατί το θεωρεί καταναγκαστικά έργα || αυτό που κάνει δε λέγεται δουλειά, αλλά καταναγκαστικά έργα». Αναφορά στην ομώνυμη δικαστική ποινή που επιβαλλόταν σε εγκληματίες και είχε ως σκοπό τη σωματική τους εξάντληση από τη σκληρότατη χειρονακτική εργασία, ιδίως σε δημόσια έργα·
- Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού για το μεγαλείο του Θεού· επιφωνηματική έκφραση, που δηλώνει απορία, έκπληξη, ειρωνεία ή δυσαρέσκεια, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής με τον οποίο λέγεται. Πολλές φορές, η φρ. λέγεται με ταυτόχρονο σταυροκόπημα·
- ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο, βλ. λ. διάβολος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- πού το παίζει αυτό το έργο; ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας λέει ή μας ζητάει παράλογα, παράξενα πράγματα: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα; -Πού το παίζει αυτό το έργο;»·
- ρούχα εποχής, βλ. λ. ρούχο·
- το ’δα το έργο ή το ’χω δει το έργο, είμαι ενημερωμένος, ξέρω πώς έγινε το πράγμα ή τι συμβαίνει ή συνέβη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην κουράζεσαι να μου πεις πώς έγιναν τα πράγματα γιατί το ’χω δει το έργο». 

εφημερίδα

εφημερίδα, η, ουσ. [<μτγν. ἐφημερίς], η εφημερίδα· κουτσομπόλης άντρας ή γυναίκα, που του αρέσει να μαθαίνει μυστικά των άλλων και να τα σχολιάζει: «πήγε κι εμπιστεύτηκε τον πόνο του στην εφημερίδα της γειτονιάς κι ακόμη το φυσάει και δεν κρυώνει, γιατί το ’μαθαν όλοι». Από το ότι, οτιδήποτε δημοσιεύεται στην εφημερίδα, μπορεί να γίνει σε όλους γνωστό. Υποκορ. εφημεριδούλα, η·
- βγάζω εφημερίδα, α. προδίδω μυστικό: «μόλις του εμπιστευτεί κανείς κάτι, το βγάζει αμέσως εφημερίδα». β. κοινολογώ τις κακές ιδιότητες ή μυστικές ενέργειες κάποιου, ιδίως τις παράνομες: «ποιος έβγαλε εφημερίδα ότι είμαι χαρτοπαίχτης; || ποιος έβγαλε εφημερίδα ότι είμαι έμπορος ναρκωτικών;»·
- θα μας γράψουν οι εφημερίδες! (απειλητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλο κακό: «αν συνεχίσεις να μου τη μπαίνεις, σε λίγο καιρό θα μας γράψουν οι εφημερίδες, να το ξέρεις!». Πρβλ.: σκέψου καλά λοιπόν προτού το παρακάνουμε, γιατί αν μαλώσουμε, βεντέτα θα το κάνουμε και θα μας γράψουνε “Τα Νέα” και τους δυο, στην πρώτη στήλη θα είσαι συ και δίπλα εγώ (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. θα γίνουμε πρωτοσέλιδο·
- πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων, βλ. λ. ψιλός·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα, λέγεται για γυναίκα που είναι πολύ ψυχρή στον έρωτα ή εντελώς αμέτοχη κατά τη σεξουαλική πράξη: «ωραία γυναίκα, δε λέω, αλλά τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα». Συνών. τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό / τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι / τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα / τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα·
- τον διαβάζω σαν εφημερίδα, αντιλαμβάνομαι με μεγάλη ευκολία τις κρυφές σκέψεις του: «σε μένα δεν μπορεί να προσποιηθεί, γιατί τον διαβάζω σαν εφημερίδα!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ όμως σε διαβάζω σαν εφημερίδα, κι αυτό συμβαίνει απ’ τη στιγμή που σ’ είδα
- τον (την) πέταξε σαν διαβασμένη εφημερίδα, τον (την) εγκατέλειψε αδιαφορώντας για την τύχη του: «αφού πρώτα τον εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε, ύστερα τον πέταξε σαν διαβασμένη εφημερίδα». Από την αδιαφορία που δείχνουμε για την εφημερίδα που την έχουμε διαβάσει και που την αφήνουμε τυχαία όπου να ’ναι.

ζήτημα

ζήτημα, το, ουσ. [<αρχ. ζήτημα], το ζήτημα· η υπόθεση, το πρόβλημα που ερευνώ, εξετάζω ή συζητώ: «έχουμε να κουβεντιάσουμε πολλά ζητήματα». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αλλάζει το ζήτημα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει για κάποιον ή για κάτι, ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «απ’ τη στιγμή που δεν είσαι εσύ ο σπιούνος αλλάζει το ζήτημα, και με συγχωρείς που δε σου φερόμουν καλά». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το θέμα / αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα·
- (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «να μη σε νοιάζει τι θα κάνω και τι θα πω, όταν με φωνάξει ο διευθυντής στο γραφείο του, γιατί αυτό είναι δικό μου ζήτημα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για μεγαλύτερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου ζήτημα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα·
- βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, οργανώνω διεξοδική συζήτηση για κάτι που με ή μας απασχολεί σοβαρά: «απ’ τη στιγμή που ο τάδε έβαλε ένα ζήτημα στο τραπέζι, πρέπει ο καθένας να πει υπεύθυνα τη γνώμη του». Συνών. βάζω ένα θέμα στο τραπέζι·
- βάζω ζήτημα, βάζω κάποιο θέμα να συζητηθεί ή να εξεταστεί με περισσότερη προσοχή: «ενώ είχαμε συμφωνήσει σε όλα, ο τάδε έβαλε ζήτημα αν ήταν σωστός ο πέμπτος όρος του συμβολαίου». Συνών. βάζω θέμα·
- δε γίνεται ζήτημα, βλ. φρ. δεν υπάρχει ζήτημα·
- δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «τι υλικά πρέπει να παραγγείλουμε για να μη σταματήσει η δουλειά; -Δεν είναι δικό μου ζήτημα». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «όπως πάει ο τάδε θα χρεοκοπήσει». -Δεν είναι δικό μου ζήτημα». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου ·
- δεν είναι ζήτημα, βλ. φρ. δεν υπάρχει ζήτημα·
- δεν υπάρχει ζήτημα, δεν υπάρχει λόγος να συζητήσει κανείς κάτι, δεν υπάρχει διαφορά που να αξίζει τον κόπο να συζητηθεί: «δεν υπάρχει ζήτημα να καθόμαστε να κουβεντιάζουμε για τέτοια μικροπράγματα». Συνών. δεν υπάρχει θέμα / δεν υπάρχει πρόβλημα·
- δημιουργώ ζήτημα, ζητώ να συζητηθεί ή να εξεταστεί κάποιο θέμα με περισσότερη προσοχή: «ο τάδε δημιούργησε ζήτημα αν έπρεπε να παρευρίσκεται στη συνεδρίαση και ο πρώην πρόεδρος». Συνών. δημιουργώ θέμα / δημιουργώ πρόβλημα·
- δημιουργώ ζητήματα, δημιουργώ διενέξεις, έριδες, έκρυθμες καταστάσεις: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί δημιουργεί συνέχεια ζητήματα». Συνών. δημιουργώ θέματα / δημιουργώ προβλήματα·
- διαφέρει το ζήτημα, βλ. φρ. αλλάζει το ζήτημα·
- δικό σου ζήτημα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, αποτελεί προσωπική σου υπόθεση: «πώς θα μπορέσω να τελειώσω τόση πολλή δουλειά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; -Δικό σου ζήτημα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έγινε ανατολικό ζήτημα, α. δημιουργήθηκε έντονη και ατελείωτη συζήτηση χωρίς αποτέλεσμα: «ενώ ήταν όλα έτοιμα ν’ αρχίσει η ψηφοφορία, ξαφνικά, έγινε ανατολικό ζήτημα αν έπρεπε να ψηφίσουν κι αυτοί που είχαν εγγραφεί πρόσφατα στο σωματείο». β. κατ’ επέκταση, δηλώνει κάθε χρονίζον και δυσεπίλυτο πρόβλημα: «η καταπολέμηση των ναρκωτικών έγινε ανατολικό ζήτημα». Αναφορά στο διπλωματικό πρόβλημα για την τύχη των Βαλκανικών εδαφών των Στενών και της Μ. Ασίας μπροστά στη διαφαινόμενη πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου αιώνα· βλ. και φρ. το κάνω ανατολικό ζήτημα·
- έγινε ζήτημα, α. αναφέρθηκε, συζητήθηκε: «κατά τη διάρκεια της συζήτησης, έγινε ζήτημα και το θέμα των ναρκωτικών». β. σχολιάστηκε, έγινε θέμα κουτσομπολιού: «έγινε ζήτημα η χθεσινή σου απουσία απ’ τη δουλειά || έγινε ζήτημα η επίσκεψη του τάδε υπουργού στο εργοστάσιο»·
- έγινε κυπριακό ζήτημα, βλ. φρ. έγινε ανατολικό ζήτημα. Αναφορά στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου που εντάθηκε μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου·
- έγινε μεσανατολικό ζήτημα, βλ. φρ. έγινε ανατολικό ζήτημα. Αναφορά στο πολιτικό πρόβλημα της Παλαιστίνης που υφίσταται από το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ·
- έγινε ομηρικό ζήτημα, δημιουργήθηκε έντονη και ατελείωτη συζήτηση χωρίς αποτέλεσμα: «έγινε ομηρικό ζήτημα ποιος απ’ τους δυο έπρεπε να διευθύνει τη συνεδρίαση». Αναφορά στο φιλολογικό πρόβλημα που αφορά την πατρότητα και τον τρόπο σύνθεσης των ομηρικών επών· βλ. και φρ. το κάνω ομηρικό ζήτημα·
- είναι ζήτημα αν…, λέγεται για κάτι που θεωρείται αβέβαιο, αμφίβολο, απίθανο: «είναι ζήτημα αν υπήρχαν πενήντα άτομα στη συγκέντρωση || είναι ζήτημα αν του ’μεινε καμιά δραχμή απ’ όλη την περιουσία του»·
- είναι ζήτημα αρχής, βλ. λ. αρχή·
- είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, πρόκειται για κάτι πολύ ζωτικό, πολύ σημαντικό θέμα, από το οποίο εξαρτάται σημαντικά το μέλλον: «πες του να ’ρθει οπωσδήποτε, γιατί είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου»·
- είναι ζήτημα χρόνου, δηλώνει πως κάτι θα γίνει σίγουρα  και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «η πτώση της κυβέρνησης είναι ζήτημα χρόνου»·
- έτσι έχει το ζήτημα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να ξεχάσετε κάθε άλλη εκδοχή, γιατί έτσι έχει το ζήτημα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το θέμα / έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα·
- κάνω ζήτημα ή το κάνω ζήτημα, δημιουργώ πρόβλημα, ζητώ να συζητηθεί ή να εξεταστεί κάποιο θέμα με περισσότερη προσοχή: «αν την ξανακάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά, θα το κάνω ζήτημα στη διεύθυνση το αν πρέπει να μείνεις άλλο στο εργοστάσιο»·
- μη γίνει ζήτημα, βλ. φρ. μη δημιουργείς ζήτημα·
- μη δημιουργείς ζήτημα, μην προκαλείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς ζήτημα, επειδή άργησα πέντε λεφτά να έρθω στη δουλειά!». Συνών. μη δημιουργείς θέμα / μη δημιουργείς πρόβλημα·
- μην κάνεις ζήτημα, βλ. φρ. μη δημιουργείς ζήτημα·
- μπαίνει ζήτημα ή μπαίνει το ζήτημα, δημιουργείται πρόβλημα, είναι ανάγκη να συζητηθεί ή να εξετασθεί κάτι με περισσότερη προσοχή για να βρεθεί λύση: «όταν γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί, μπήκε ζήτημα και ήρθε η πεθερά μου να μείνει μαζί μας για να το φυλάει || εδώ μπαίνει το ζήτημα, κι αν καταφέρεις να δώσεις απάντηση θα σε παραδεχτώ»·
- προσωπικό σου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω ανατολικό ζήτημα, α. προκαλώ έντονη και ατελείωτη συζήτηση, χωρίς να καταλήξει αυτή σε κάποιο αποτέλεσμα: «το αν έπρεπε ή όχι να παραβρίσκεται στη συνεδρίαση και ο πρώην πρόεδρος το έκανε ανατολικό ζήτημα και στο τέλος αναβλήθηκε η συνεδρίαση επ’ αόριστο. β. (ειρωνικά) περιπλέκω ένα ασήμαντο γεγονός ή θέμα χωρίς λόγο και αιτία: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί το παραμικρό το κάνει ανατολικό ζήτημα»·
- το κάνω κυπριακό ζήτημα, βλ. φρ. το κάνω ανατολικό ζήτημα·
- το κάνω μεσανατολικό ζήτημα, βλ. φρ. το κάνω ανατολικό ζήτημα·
- το κάνω ομηρικό ζήτημα, βλ. φρ. το κάνω ανατολικό ζήτημα·
- φλέγον ζήτημα, σπουδαίο, επίκαιρο ζήτημα που απασχολεί έντονα κάποιον ή κάποιους: «το φλέγον ζήτημα των τελευταίων ημερών είναι η παραίτηση του υπουργού Οικονομικών».

ζω

ζω, ρ. [<αρχ. ζῶ], ζω. 1. πορίζομαι τα μέσα της συντήρησής μου στη ζωή: «ζω από τη δουλειά μου || ζω απ’ την τέχνη μου». 2. περνώ, πορεύομαι, ακολουθώ έναν τρόπο ζωής: «ζω με μεγάλες στενοχώριες || ζει στην καλοπέραση || ζουν στην αλητεία». 3. μένω σε κάποιον τόπο: «ζω στη Θεσσαλονίκη». 4. διατρέφω, συντηρώ κάποιον άλλον: «ζει μια γυναίκα και δυο παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τις θάλασσες για να σε ζήσω και σαν κυρία να σε κρατήσω). 5. συγκατοικώ με κάποιον: «ζει με τη μητέρα του». (Τραγούδι: δεν μπορεί, δεν μπορεί, κάπου θα συναντηθούμε, δεν μπορεί, δεν μπορεί στο ίδιο σπίτι ζούμε). 6. γίνομαι μάρτυρας, αποκτώ άμεση εμπειρία και γνώση: «έζησα τη φρίκη του εμφύλιου πολέμου λεπτό προς λεπτό». 7. αισθάνομαι κάτι σαν να είναι δικό μου: «ήταν τόσο αγαπημένοι, που ο ένας ζούσε τον πόνο του άλλου || ο ηθοποιός ζούσε το ρόλο του». 8. στο γ΄ εν. πρόσ. ζει, (για κάποιον ή για κάτι σπουδαίο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας) αναφέρεται συνήθως ως σύνθημα με την έννοια παραμένει ζωντανό(ς) στη μνήμη μας, στη μνήμη των ανθρώπων: «ο Λαμπράκης ζει || το Πολυτεχνείο ζει || Αντρέα (Παπανδρέου) ζεις, εσύ μας οδηγείς || ο Παναγούλης ζει || αδέρφια ζείτε, εσείς μας οδηγείτε», συγκινητική ομαδική ιαχή των φιλάθλων της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιώς κατά το ετήσιο μνημόσυνο που γίνεται κάθε 8 Φεβρουαρίου εις μνήμην των 21φιλάθλων που, στις 8 Φεβρουαρίου του 1981, μετά τη λήξη του αγώνα Ολυμπιακός Α.Ε.Κ. όπου η ομάδα του Πειραιά πέτυχε περιφανή νίκη (6-0), καταπλακώθηκαν κι έχασαν τη ζωή τους κατά την έξοδό τους από τη θύρα 7 του σταδίου. 9. στο α΄ πλ. πρόσ. του ενεστ. ζούμε, επιβιώνω και δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς είσαι. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. 10. προστακτ. αορ. ζήσε, προτροπή σε κάποιον να ζήσει τη ζωή του με γλέντια και διασκεδάσεις: «ζήσε, γιατί περνούν τα χρόνια». (Ακολουθούν 95 φρ.)· 
- βαριέται που ζει, βλ. λ. βαριέμαι·
- για ένα όνομα ζούμε, βλ. λ. όνομα·
- για ένα φιλότιμο ζούμε, βλ. λ. φιλότιμο·
- για μια τιμή ζούμε, βλ. λ. τιμή·
- ζει αγάδικα, βλ. λ. αγάδικος·
- ζει απ’ το βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- ζει δε ζει, είναι αμφίβολο αν θα ζήσει: «ο άρρωστος ζει δε ζει»·
- ζει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ζει και βασιλεύει, α. ευδαιμονεί, είναι σε μεγάλη υπόληψη ή σε πολύ καλή κατάσταση. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνει ο τάδε. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και τον κόσμο κυριεύει. Από την απάντηση, σύμφωνα με το θρύλο, των ναυτικών στην ερώτηση της γοργόνας ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; -Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Αν η απάντηση ήταν διαφορετική, τότε η γοργόνα βούλιαζε το καράβι. β. (για καταστάσεις) είναι πολύ διαδομένη, έχει μεγάλη άνθηση, ακμάζει: «όσα μέτρα κι αν πάρουν, η φοροδιαφυγή ζει και βασιλεύει».
- ζει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε) ή ζει στη σκιά (του τάδε), βλ. λ. σκιά·
- ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει με όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- ζει με τη σκιά του, βλ. λ. σκιά·
- ζει μονάχος, βλ. λ. μονάχος·
- ζει μόνος, βλ. λ. μόνος·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει πίσω απ’ τον ήλιο, βλ. λ. ήλιος·
- ζει σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- ζει σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
- ζει σαν ζώο ή ζει σαν το ζώο, βλ. λ. ζώο·
- ζει σαν καλόγερος, βλ. λ. καλόγερος·
- ζει σαν καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
- ζει σαν κούκος ή ζει σαν τον κούκο, βλ. λ. κούκος·
- ζει σαν κουκουβάγια ή ζει σαν την κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- ζει σαν μαχαραγιάς, βλ. λ. μαχαραγιάς·
- ζει σαν μπέης, βλ. λ. μπέης·
- ζει σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
- ζει σαν πρίγκιπας, βλ. λ. πρίγκιπας·
- ζει σαν σκυλί ή ζει σαν το σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- ζει σαν τυφλοπόντικας ή ζει σαν τον τυφλοπόντικα, βλ. λ. τυφλοπόντικας·
- ζει σαν φακίρης, βλ. λ. φακίρης·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. λ. εποχή·
- ζει σε άλλον αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει σε άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ζει σε χρυσό κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- ζει σκυλίσια ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ζει στα σύννεφα, βλ. λ. σύννεφο·
- ζει στη σελήνη, βλ. λ. σελήνη·
- ζει στη σκιά, βλ. λ. σκιά·
- ζει στο βούρκο, βλ. λ. βούρκος·
- ζει στο μαύρο (το) σκοτάδι ή ζει στο σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- ζει στο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- ζει στο φεγγάρι, βλ. λ. φεγγάρι·
- ζει στον Άρη, βλ. φρ. ζει σε άλλο πλανήτη·
- ζει στον κόσμο του ή ζει στο δικό του κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζει το όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- ζει το σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- ζήσε Μάη (μου) να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), βλ. λ. τριφύλλι·
- ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), βλ. συνηθέστ. ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι)·
- ζουν σαν γουρούνια ή ζουν σαν τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- ζω ανθρωπινά, βλ. λ. ανθρωπινός·
- ζω άστατη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ζω έξω, βλ. λ. έξω·
- ζω ζωή ανθρωπινή, βλ. λ. ζωή·
- ζω ζωή παραμυθένια, βλ. λ. ζωή·
- ζω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- ζω καλά, βλ. λ. καλός·
- ζω με αέρα ή ζω με τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ζω σε σαλόνια ή ζω στα σαλόνια, βλ. λ. σαλόνι·
- ζω στην αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- ζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- ζω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- ζω τη ζωούλα μου, βλ. λ. ζωούλα·
- ζω τρομερές στιγμές, βλ. λ. στιγμή·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, φρ. με την οποία κλείνουν συνήθως τα παραμύθια·
- να ζει κανείς ή να μη ζει! αγωνιώδες φιλοσοφικό ερώτημα που θέτει κανείς στον εαυτό του, ιδίως σε περιόδους που είναι απογοητευμένους από τη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: γίνανε οι πίκρες μου βουνό κι αναρωτιέμαι και απορώ έτσι που έγινε η ζωή, να ζει κανείς ή να μη ζει). Αναφορά στον Άμλετ του Σέξπηρ: to be or not to be·      
- να ζήσεις! α. ευχή για τα γενέθλια ή την ονομαστική γιορτή κάποιου. β. παρακλητική έκφραση σε κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι για μας: «να ζήσεις, πετάξου μέχρι το σπίτι μου να μου φέρεις κάτι! || να ζήσεις, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || να ζήσεις, μη μου κάνεις μήνυση!». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και κάνε έλεος, βρε Ντίνα μου, να ζήσεις, σε πίκρες και σε βάσανα να μη μ’ απαρατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. γ. θαυμαστική έκφραση σε άτομο που επικροτούμε κάποια ενέργειά του. Πολλές φορές, τη φρ. συνήθως ακολουθούν το παιδί μου ή το παλικάρι μου ή το λεβέντη μου. (Λαϊκό τραγούδι: στολίστηκες, κυρά μου, στην πένα στο καντίνι, να ζήσει κι ο λεβέντης, ο λεβέντης που σε ντύνει)·  
- να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, βλ. λ. βουνό·
- να ζήσεις χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- να ζήσετε! ευχή για μακροζωία που δίνεται σε νεόνυμφους·
-  να ζήσετε, να γεράσετε και ν’ ασπρομαλλιάσετε! βλ. φρ. να ζήσετε(!)·
- να ζήσετε να τον θυμόσαστε! ευχή σε συγγενείς εκλιπόντος·
- να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, βλ. λ. βουνό·
- να μη ζήσω! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη ζήσω!»·
- να μου ζήσεις! έκφραση επιδοκιμασίας σε κάποιον, που έκανε κάτι που μας ευχαριστεί: «να μου ζήσεις, παλικάρι μου, καλά έκανες και τον έδειρες τον αλήτη!». (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις,είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι
- να σας ζήσει! ευχή σε γονείς νεογέννητου·
- να σας ζήσουν! ευχή σε γονείς νεόνυμφων·
- να σου ζήσει! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον να είναι πάντα καλά το άτομο που τον ενδιαφέρει: «να σου ζήσει η καινούρια σου γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου βρε καραντερβίση, η ντερβίσω να σου ζήσει). β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, του οποίου το συγγενικό πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος είναι κακής διαγωγής: «αν είναι γιος σου αυτός ο αληταράς, να σου ζήσει!». γ. πολλές φορές, ακούγεται και ως ευχετική έκφραση σε κάποιον που απόκτησε κάτι καινούριο: «μπα μπα, τι βλέπω, καινούριο αυτοκίνητο; Να σου ζήσει!»·
- να σου ζήσει ο διάδοχος! βλ. λ. διάδοχος·
- ξέρει και ζει ή ξέρει να ζει, ζει με γλέντια και διασκεδάσεις, χωρίς να υπολογίζει τα έξοδα: «κι άλλοι έχουν τα λεφτά του, με τη διαφορά όμως που αυτός ξέρει και ζει»·
- ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, λέγεται στην περίπτωση που μας υπόσχεται κάποιος πως θα μας δώσει κάτι, ή πως θα διευθετήσει κάποια υπόθεσή μας εν καιρώ, και δηλώνει την αβεβαιότητά μας για το μέλλον. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ωωω! μέχρι τότε ή το ωωω! ως τότε και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μέχρι τότε ή το ως τότε·
- πού ζεις; έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που αγνοεί κάτι πολύ σημαντικό ή συνηθισμένο, ή που είναι εκτός πραγματικότητας. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μα ή το καλά ή το καλά εσύ και κλείνει με το ρε παιδάκι μου ή το ρε παιδί μου ή το άνθρωπέ μου·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο πεθαίνουμε, σήμερα·
- το βαφτίζω το μυρώνω άρα ζήσει άρα μη ζήσει, λέγεται για αυτούς που εκπληρώνουν τυπικά μόνο τις υποχρεώσεις τους και αδιαφορούν για τα περαιτέρω: «εγώ δεν ενδιαφέρομαι για υπαλλήλους το βαφτίζω το μυρώνω άρα ζήσει άρα μη ζήσει, αλλά για υπαλλήλους που θα πονούν την επιχείρησή μου»·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
- το ψέμα δε ζει για να γεράσει, βλ. λ. ψέμα·
- το ψέμα δε ζει για να παλιώσει, βλ. λ. ψέμα·
- τον ζω, α. του προσφέρω τα απαραίτητα για να ζήσει: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε τον ζω, γιατί είναι φίλος μου». β. τον συναναστρέφομαι: «τον ξέρω καλά, γιατί τον ζω χρόνια»·
- τον ζω από κοντά, βλ. λ. κοντά.

ζωή

ζωή, η, ουσ. [<αρχ. ζωή], η ζωή. 1. το σύνολο των γεγονότων που συμβαίνουν από τη γέννηση ως το θάνατο, ο τρόπος με τον οποίο περνάμε το βίο μας: «περνάει η ζωή και δεν το παίρνεις χαμπάρι || ήταν δύσκολη η ζωή στα χρόνια των παππούδων μας || με τη ζωή που έκανε, πάλι καλά που άντεξε και τόσο πολύ». 2. το περιβάλλον, οι εξωτερικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος ή ένας ζωντανός οργανισμός: «η ζωή στην Αθήνα έχει γίνει αφόρητη || προτιμώ τη ζωή στο χωριό || η ζωή του λυκόσκυλου σε διαμέρισμα είναι πολύ δύσκολη». 3. η ζωντάνια, η ζωτικότητα: «αυτός ο άνθρωπος είναι όλος ζωή και δύναμη». 4. η διάρκεια ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης, η οντότητα μιας αφηρημένης έννοιας: «η λογοτεχνική ζωή του τόπου || η ζωή της επιχείρησης εξαρτάται από τη σωστή διαχείριση του κεφαλαίου». Υποκορ. ζωίτσα κ. ζωούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 229 φρ.)·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, βλ. λ. αγάπη·
- άδεια ζωή, ζωή χωρίς σκοπό, χωρίς ενδιαφέροντα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, είναι άδεια η ζωή του»·
- ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- ακούω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- αλλάζω ζωή, μεταβάλλω τη ζωή μου προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «ήταν πολύ αλήτης, αλλά, απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη γυναίκα, άλλαξε ζωή και συμμαζεύτηκε || ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά, αλλά, απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, άλλαξε ζωή και καταστράφηκε». (Τραγούδι: με τι χαρά με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας. λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή // αυτός που μου ’χε υποσχεθεί πως θα μ’ αλλάξει τη ζωή κι αυτός δεν είχε μες στα στήθια του ψυχή (Λαϊκό τραγούδι))·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, από το ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις βγαίνουν τόσα απρόβλεπτα έξοδα, που πολλές φορές, φέρνουν σε μεγάλη απόγνωση αυτόν που τις έχει αναλάβει·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, αντιμετωπίζω δυναμικά, αποφασιστικά τη ζωή μου, ιδίως όταν αντιμετωπίζω δυσκολίες: «αν δεν άρπαζε τη ζωή απ’ τα μαλλιά μετά τη χρεοκοπία του, τώρα θα ήταν στα θυμαράκια»·
- άστατη ζωή, ζωή με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «η άστατη ζωή έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ατόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ζωή μου άστατη,μ’ αρέσει η ελευθερία, σαν τους τσιγγάνους που δε ζουν στην ίδια πολιτεία
- αυτά έχει η ζωή, δηλώνει την άσχημη πλευρά της ζωής, τις αδικίες που γίνονται στη ζωή, χωρίς να μπορεί κανείς να επέμβει: «τόσο όμορφο παλικάρι και να είναι κουτσό! -Αυτά έχει η ζωή || ο ένας χέζεται στο τάλιρο κι ο άλλος δίπλα του δεν έχει να φάει! -Αυτά έχει η ζωή!». (Λαϊκό τραγούδι: στην ερημιά μου, φτωχή καρδιά μου, κράτα γερά κι εσύ με αναμνήσεις τώρα θα ζήσεις, αυτά έχει η ζωή)· βλ. και φρ. έτσι είναι η ζωή·
- αφαιρώ τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω: «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή του άλλου || η αφαίρεση της ζωής κάποιου είναι κακουργηματική πράξη»·
- αφήνω τη ζωή, πεθαίνω: «άφησε τη ζωή σε βαθιά γεράματα». (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η κακιά στιγμή, για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή,μπουζούκι θα σε σπάσω
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. φρ. στοιχηματίζω τη ζωή μου·
- βάζω τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι τόσο σίγουρος για κάτι, που στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή: «βάζω τη ζωή μου πως αυτός μας κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- βαρέθηκα τη ζωή μου! έκφραση απηυδισμένου ατόμου από την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «απ’ το ένα στραβό στ’ άλλο, απ’ τη μια ατυχία στην άλλη, βαρέθηκα τη ζωή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το μα το Θεό·
- βγαίνω στη ζωή, μπαίνω στη βιοπάλη: «έμεινε ορφανός στην παιδική ηλικία, γι’ αυτό βγήκε νωρίς στη ζωή»·
- βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι ετοιμοθάνατος ή είναι στα πρόθυρα μεγάλης οικονομικής καταστροφής:  «είναι μια βδομάδα τώρα που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο οι γιατροί || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου»·
- βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ή βρίσκεται στα τέλη της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκεται στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- γαϊδουρινό πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. πρόσωπο·
- γαμώ τη ζωή μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ τη ζωή μου, τίποτα δεν πάει καλά στη δουλειά μου!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ, π.χ. γαμώ τη ζωή μου γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- για ζωή και για θάνατο, βλ. συνηθέστ. για μια ζωή·
- για μια ζωή, λέγεται για αντικείμενο ή για κατάσταση που προβλέπεται να έχει μεγάλη διάρκεια, που δε θα χρειαστεί να το αλλάξουμε ή να το αναθεωρήσουμε ή που δε θα διαφοροποιηθεί όσο ζούμε: «το αγοράζεις τώρα ακριβό, αλλά θα το έχεις για μια ζωή || έχει τόσα λεφτά, που μπορεί να κάθεται χωρίς να δουλεύει για μια ζωή || η αγάπη μου για σένα θα είναι για μια ζωή»·
- για ολόκληρη ζωή, βλ. φρ. για μια ζωή·
- γλεντώ τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις: «ό,τι βγάζει, τα τρώει, γιατί έχει μάθει να γλεντάει τη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε σαν πεθάνω τι θα πούνε, πέθανε κάποιο παιδί, πέθανε ένας λεβέντης που γλεντούσε τη ζωή
- γλυκιά ζωή, η περίφημη ντόλτσε βίτα  (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: σε πλάνεψε η ντόλτσε βίτα, αυτή που λεν’ ζωή γλυκιά και κάθε μέρα κατεβαίνεις της κοινωνίας τα σκαλιά
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- δε δείχνει σημεία ζωής ή δε δείχνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε δίνει σημεία ζωής ή δε δίνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε φτάνει μια ζωή, χρειάζεται αφάνταστα μεγάλο χρονικό διάστημα: «για να μπορέσει να ορθοποδήσει αυτή η επιχείρηση δε φτάνει μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα σ’ αγαπώ, που έχουν ειπωθεί, θέλω να σου τα πω, όμως δε φτάνει μια ζωή
- δεν είναι αυτή ζωή! ή δεν είναι ζωή αυτή! έκφραση απογοήτευσης κάποιου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα το Θεό·
- δεν έχει ζωή, α. (για πρόσωπα) πρόκειται να πεθάνει, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάσισαν πως δεν έχει ζωή». β. (για μηχανήματα) είναι εντελώς φθαρμένο, οπότε θεωρείται χωρίς μέλλον: «σκέφτομαι ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω δεν έχει ζωή». γ. (για καταστάσεις) δεν έχει μεγάλη διάρκεια, βαδίζει προς το τέλος της: «έτσι όπως πάνε, δεν έχει ζωή η σχέση τους και σύντομα θα το διαλύσουν»·
- δεν έχει ζωή μέσα του, είναι πολύ μαλθακός, πολύ αδύναμος ή πολύ δειλός: «αφού δεν έχει ζωή μέσα του, πώς να μαλώσω μαζί του! || τρέξε, πήδησε κι εσύ μαζί με τ’ άλλα παιδιά, δεν έχεις ζωή μέσα σου;»·
- δίνω ζωή, α. δημιουργώ ζωντάνια, κέφι σε μια ομάδα ανθρώπων: «σε λίγο θα μας έπαιρνε ο ύπνος, αν δεν ερχόταν ο τάδε να δώσει ζωή στο πάρτι μας». β. (για γιατρούς) κάνω διάγνωση για παράταση ζωής σε ασθενή: «μετά την εξέταση που του ’κανε, του ’δωσε ένα χρόνο ζωή ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: με μια ματιά δίνεις ζωή, με μια ματιά σκοτώνεις, αν θες με ρίχνεις στη φωτιά, αν θέλεις με γλιτώνεις!
- δίνω και τη ζωή μου ή δίνω τη ζωή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: «δίνω τη ζωή μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για να αποκτήσω κάτι: «έδωσα τη ζωή μου για να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». γ. λαχταρώ υπερβολικά να αποκτήσω κάτι: «δίνω και τη ζωή μου για να πάρω αυτό τ’ αυτοκίνητο». δ. δίνω τα πάντα, θυσιάζω, θυσιάζομαι: «δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’δινα και τη ζωή μου ακόμα, για να σε φίλαγα, νεράιδα μου, στο στόμα
- δίνω μάχη για τη ζωή ή δίνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. λ. μάχη·
- δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος της Αλβανίας πολλοί Έλληνες έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- διπλή ζωή, η εκτός από τη συνηθισμένη, από την καθημερινή και κοινωνικά αποδεκτή, που έχει κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «η διπλή ζωή του ανθρώπου αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται». (Λαϊκό τραγούδι: μες στη ζωή μου τη διπλή ζητώ μια λύση, γιατί ’ναι άβυσσος ο δρόμος που τραβώ, είναι μαρτύριο να σ’ αγκαλιάζει άλλος και γω για άλλονε, για άλλον, λαχταρώ)· 
- δυο πόρτες έχει η ζωή, βλ. λ. πόρτα·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, αυτοκτόνησε: επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την ντροπή, έβαλε τέλος στη ζωή του»·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: σε παρακαλώ απόψε την ψυχή μου βρες και κόψε, πάρε την αναπνοή μου βάλε τέρμα στη ζωή μου
- έγινε η ζωή μου κόλαση, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαρτύριο, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαύρη, υποφέρω τα πάνδεινα: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές μου, έγινε η ζωή μου μαύρη»·
- έδωσε τέλος στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- έδωσε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, διέτρεξα στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο σφοδρή η τράκα, που είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου». Από το ότι έχει αναφερθεί πως, όταν κάποιος αντιμετωπίζει στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο, βλέπει να ξετυλίγεται με κινηματογραφική ταχύτητα μπροστά στα μάτια του όλη του η ζωή·
- είδα το φως της ζωής, βλ. λ. φως·
- είναι γεμάτος ζωή, έχει ζωντάνια, δύναμη, ενεργητικότητα: «παρόλη την ηλικία του είναι γεμάτος ζωή»·
- είναι για δέκα ζωές (κάτι), α. είναι άφθονο, υπάρχει άφθονο: «το χρήμα που έχει αυτός ο άνθρωπος, είναι για δέκα ζωές». β. (για πράγματα ή μηχανήματα) είναι πάρα πολύ ανθεκτικό, είναι κατάγερο: «έκανα μια βιβλιοθήκη από μαόνι για δέκα ζωές || αγόρασα ένα μοτέρ για να τραβάει νερό, που είναι για δέκα ζωές»·
- είναι έργο ζωής, βλ. λ. έργο·
- είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι η ζωή μου (κάποιος ή κάτι), αποτελεί ό,τι το πολυτιμότερο έχω: «αυτή η γυναίκα είναι η ζωή μου || αυτή η επιχείρηση είναι η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι η ζωή μου,η αναπνοή μου, μ’ άναψες φωτιά μέσα στην καρδιά, δεν αντέχω πια
- είναι μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. φρ. βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου·
- είναι όλος ζωή, βλ. φρ. είναι γεμάτος ζωή·
- είναι στο τέλος της ζωής του ή είναι στα τέλη της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι στο τέλος της ζωής του»·
- είναι στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, τα πράγματα στη ζωή μας δεν έρχονται πάντα όπως τα σχεδιάζουμε, όπως τα υπολογίζουμε: «όταν μπλέχτηκα με το εμπόριο είχα μεγάλα όνειρα, αλλά εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, γιατί δεν κατάφερα να προκόψω»·
- έπιασε το νόημα της ζωής, βλ. λ. νόημα·
- έρχομαι στη ζωή, γεννιέμαι: «κάθε λεπτό που περνάει, έρχεται στη ζωή κι ένα παιδί»·
- έτσι είναι η ζωή, αυτή είναι συνήθως η κατάσταση, αυτή είναι συνήθως η πραγματικότητα και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε: «απ’ τη στιγμή που έτσι είναι η ζωή, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είν’ η ζωή και πως να την αλλάξεις, άλλος κλαίει κι άλλος γελάει δηλαδή)· βλ. και φρ. αυτά έχει η ζωή·
- εφ’ όρου ζωής, βλ. φρ. για μια ζωή· βλ. και λ. όρος·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, α. είναι πολύπειρος λόγω των πολλών δοκιμασιών που πέρασε στη ζωή του: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν, γιατί είναι άνθρωπος που έφαγε τη ζωή με το κουτάλι». β. γνώρισε όλες τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως τις υλικές: «είναι μπουχτισμένος από γλέντια και διασκεδάσεις, γιατί έφαγε τη ζωή με το κουτάλι»·
- έφαγε τη ζωή του, α. την ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τη ζωή του για να σπουδάσει αυτά τα παιδιά». β. την έζησε τζάμπα, ανώφελα, την κατάστρεψε: «έφαγε τη ζωή της κοντά του, γιατί αποδείχτηκε μεγάλο κάθαρμα»· 
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, βλ. λ. ξύλο·
- έφεραν στη ζωή, (για ζευγάρια) δημιούργησαν ζωή, γέννησαν: «λίγο καιρό μετά το γάμο τους έφεραν στη ζωή ένα όμορφο κοριτσάκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κανέναν δε μισώ για ό,τι κι αν μου κάνουν, άλλοι με φέραν στη ζωή κι άλλοι θα με πεθάνουν)· βλ. και φρ. φέρνω στη ζωή·  
- έχασε τη ζωή του, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε: «έχασε τη ζωή του σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα || έχασε τη ζωή του στον πόλεμο»·
- έχει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- έχει η ζωή γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια της ζωής: «τώρα που είσαι πλούσιος να ρίχνεις κι από καμιά ματιά στους φτωχούς, γιατί έχει η ζωή γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει η ζωή γυρίσματα, έχει και μονοπάτια, γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα και χτίζονται παλάτια!). Συνών. έχει ο καιρός γυρίσματα·
- έχω πείρα της ζωής, βλ. λ. πείρα·
- ζει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- ζει σκυλίσια ζωή, βλ. φρ. κάνει σκυλίσια ζωή·
- ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. κάνω ζωή ανθρωπινή·
- ζω ζωή παραμυθένια, ζω μέσα σε πλούτο που ξεπερνά την πραγματικότητα: «είναι από πολύ πλούσιο σόι κι από μικρός ζει ζωή παραμυθένια»·
- ζω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- ζω ζωή χρυσή, ζω πάρα πολύ ευχάριστα και πλούσια, ζω μέσα στην ευτυχία: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει ζωή χρυσή». (Τραγούδι: καθ’ ένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή
- ζω τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις χωρίς να υπολογίζω τα έξοδα: «κάποτε δούλευε σαν το σκυλί, αλλά απ’ τη μέρα που τα κονόμησε, ζει τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε τη ζωή σου ζήσε και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι
- ζωή ανθρωπινή, αυτή που ζει κανείς καλά και χωρίς οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «χωρίς παράδες, δεν μπορεί να ζήσει κανείς ζωή ανθρωπινή»·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. φρ. ζωή κι αυτή! (α)·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεγάλη απελπισία για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η ζωή, όπου παράλληλα γίνεται και λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λ. ζωή και Ζωίτσα (υποκορ. του κυρίου ονόματος Ζωή) και στις λ. θάνατος και Θανάσης (κύριο όνομα)·
- ζωή κι αυτή! α. επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει την απογοήτευσή μας για τη ζωή, γιατί μας παρουσιάζεται συνεχώς με δυσκολίες: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά. -Ζωή κι αυτή!». β. λέγεται και με θαυμαστική διάθεση και με κάποια διάθεση ζήλιας για τη ζωή κάποιου που είναι γεμάτη από ανέσεις και πλούτη: «γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πούπουλα. -Ζωή κι αυτή!»·
- ζωή μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «τι έχεις, ζωή μου, κι είσαι στενοχωρημένο! || πού θέλεις να σε πάω, ζωή μου, διακοπές το καλοκαίρι!»·
- ζωή να ’χεις! α. δίνεται ως ευχή σε άτομο που μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που περιμένει να του δοθεί κάτι ή να εξυπηρετηθεί από κάποιον, ιδίως κρατικό οργανισμό, και έχει την έννοια πως θα περιμένει πάρα πολύ: «περιμένω τη νομιμοποίηση του αυθαίρετου που έχω στη Χαλκιδική. -Ζωή να ’χεις!»·
- ζωή παραμυθένια, που η ευτυχία και ο πλούτος της ξεπερνούν την πραγματικότητα: «από μικρός λαχταρούσε μια ζωή παραμυθένια, αλλά πέθανε φτωχός και δυστυχισμένος»·
- ζωή σε λόγου μας! ευχή για μακροημέρευση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους όσοι παρευρίσκονται σε μια κηδεία. (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, ζωή σε λόγου μας, πάει κι ο Θοδωρής, είναι γιατί το έκοψε κι απ’ την ταβέρνα ξέκοψε, τον χάσαμε νωρίς
- ζωή σε λόγου σας! ευχή για μακροημέρευση σε στενούς συγγενείς εκλιπόντος·
- ζωή σε μας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου μας(!)·
- ζωή σε σας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου σας(!)·
- ζωή στα κατσικομούλαρά μας! λέγεται ειρωνικά για κάτι που συνέβη και δε μας προκαλεί την παραμικρή έκπληξη ή για κάτι που συνέβη και πιστεύουμε πως καλώς συνέβη. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή στα κατσικομούλαρά μας,πέθανε ο Θύμιος, συμφορά μας. Μας άφησε γεια το δειλινό εκατόν δώδεκα χρονώ).
- ζωή της ζωής μου! προσφώνηση με την οποία δείχνουμε την απέραντη αγάπη, την απέραντη λατρεία στον ερωτικό μας σύντροφο. (Λαϊκό τραγούδι: φιλί μου, κορμί μου, ψυχή μου, φωτιά μου κι αγρύπνια μου, ζωή της ζωής μου, καρδιά μου, τρελά καρδιοχτύπια μου
- ζωή χαρισάμενη, ζωή ευχάριστη, χαρούμενη, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες: «από μικρός λαχταρούσα μια ζωή χαρισάμενη, αλλά αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». Από την καταληκτική φρ. του Αναστάσιμου Ύμνου ζωή χαρισάμενος, που ο απλός λαός, συσχέτισε με τη χαρά·
- ζωή χρυσή, ζωή πλούσια, ευτυχισμένη: «όλοι λαχταρούν μια χρυσή ζωή, πόσοι όμως μπορούν και τη ζουν!». (Λαϊκό τραγούδι: με ζουρνάδες και νταούλια και καλό κρασί κι όμορφα κορίτσια θέλω, να ζωή χρυσή)· 
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, είναι απαραίτητο να βλέπουμε και την ευχάριστη πλευρά της ζωής: «ελάτε να το ρίξουμε έξω, ελάτε να γελάσουμε, γιατί ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι». Πρβλ.: βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος
- η αιώνια ζωή, η μεταθανάτιος ζωή, ιδίως στον Παράδεισο, ως απολαβή των ενάρετων ανθρώπων: «όσο ζούσε, όλη του η προσπάθεια ήταν να κερδίσει την αιώνια ζωή»·
- η άλλη ζωή, α. η μετά θάνατον ζωή, ο θάνατος. (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω να σ’ αγαπήσω πάλι). β. σύμφωνα με τις θεωρίες περί μετεμψύχωσης, το προηγούμενο στάδιο ζωής, όπου η ψυχή μας κατοικούσε σε άλλο σώμα ή και βρισκόταν σε άλλη έμβρυα κατάσταση: «εγώ στην άλλη ζωή θα πρέπει να ήμουν πρόβατο, γι’ αυτό είμαι τόσο θύμα»·
- η άνοιξη της ζωής, βλ. λ. άνοιξη·
- η αρένα της ζωής, βλ. λ. αρένα·
- η γραμμή της ζωής, βλ. λ. γραμμή·
- η εδώ ζωή, η ζωή που τώρα ζούμε, η επίγεια ζωή: «όλες οι αδικίες πληρώνονται στην εδώ ζωή»·
- η ζωή δεν είναι όνειρο, η ζωή είναι σκληρή, δύσκολη: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να προκόψεις, γιατί η ζωή δεν είναι όνειρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι όνειρο η ζωή, δεν είναι πανηγύρι. Απόψε που χωρίζουμε, είναι πικρό ποτήρι
- η ζωή είναι αλλού, α. άλλο είναι το νόημα της ζωής, αλλού βρίσκεται η ομορφιά της ζωής: «σκοτώνεσαι βλάκα μέρα νύχτα στη δουλειά, ενώ η ζωή είναι αλλού: γλέντια, ξενύχτια, γυναίκες, έι, ξύπνα!». β. το νόημα της ζωής βρίσκεται σε κάτι άλλο σοβαρότερο, ουσιαστικότερο: «άσε τα γλέντια και τα ξενύχτια, γιατί η ζωή είναι αλλού: η δημιουργία, η προσφορά στην κοινωνία, η οικογένεια!»·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, η ζωή για άλλους είναι δύσκολη και για άλλους εύκολη, άλλος υποφέρει και άλλος βρίσκει τον τρόπο να περνάει ευχάριστα. Η λέξη αγγούρι με την οποία παραλληλίζεται η ζωή επιδέχεται δυο ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, το αγγούρι εκλαμβάνεται με την πρώτη του έννοια, ως κηπευτικό, που άλλοι, όταν το τρώνε, νιώθουν δυσφορία στο στομάχι και άλλοι νιώθουν ευχαρίστηση από τη δροσιά του· με τη δεύτερη ερμηνεία, αγγούρι θεωρείται το πέος, και σημαίνει πως άλλοι, όταν υφίστανται τη σεξουαλική πράξη, υποφέρουν από τον πόνο και άλλοι την ευχαριστιούνται. Βέβαια, κάποιος άλλος μπορεί να δώσει άλλες ερμηνείες· βλ. και φρ. ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, λ. κόσμος·
- η ζωή κυλάει σαν νεράκι ή η ζωή κυλάει σαν το νεράκι, η ζωή φεύγει πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε: «προσπάθησε να δημιουργήσεις κάτι τώρα που είσαι νέος, γιατί η ζωή κυλάει σαν νεράκι και κάποια μέρα θα ξυπνήσεις γέρος χωρίς να το καταλάβεις». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή κυλάει σαν το νεράκι όπου μπαίνει μες τ’ αυλάκι. Και κυλάει, και κυλάει πίσω δεν ξαναγυρνάει)· 
- η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή ή η ζωή μου κρέμεται σε μια κλωστή, κινδυνεύει άμεσα: «αν δεν κάνω την εγχείρηση που μου υπέδειξαν οι γιατροί, η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή»·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. φρ. η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή·
- η ζωή μου χαμογελάει ή μου χαμογελάει η ζωή, οι δουλειές μου, οι υποθέσεις στη ζωή μου, μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ ικανοποιημένος, γιατί η ζωή μου χαμογελάει»·
- η ζωή να περνά, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα ή αδιαφορία για τον τρόπο με την οποίο ζει κανείς τη ζωή του, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα για την καθημερινότητά κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- η ζωή σου ο θάνατός μου ή ο θάνατός σου η ζωή μου, έκφραση που δηλώνει τη σκληρή ανταγωνιστική στάση ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, δεν υπάρχει μεσαία λύση, ο ένας πρέπει να κερδίσει και ο άλλος να χάσει, η δική μου επιτυχία προϋποθέτει ή συνεπάγεται τη δική σου αποτυχία: «στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο δεν αντιγράφει κανείς, γιατί εκεί είναι ο θάνατος σου η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή σου ο θάνατός μου, μέσα στην ψευτιά του κόσμου // ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα, γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- η μεγάλη ζωή, η πλούσια σε υλικές απολαύσεις: «πολλοί λαχταρούν τη μεγάλη ζωή, λίγοι όμως μπορούν να τη ζήσουν»·
- η μέλλουσα ζωή, βλ. φρ. η άλλη ζωή·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- θερίζω ζωές, α. μακελεύω, εξολοθρεύω: «ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος θέρισε πολλές ζωές». β. (για επιδημικές νόσους) εξοντώνω μαζικά: «ο λοιμός θέρισε πολλές ζωές»·
- θυσιάζω τη ζωή μου, προσφέρω τη ζωή μου, σκοτώνομαι, ιδίως για κάποιο σκοπό, για κάποια ιδέα: «πολλά παλικάρια θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, λέγεται σαν υπενθύμιση σε αυτούς που ξοδεύουν τα λεφτά τους σε γλέντια και διασκεδάσεις, χωρίς να νοιάζονται για τα γεράματά τους, ή για το αν θα αφήσουν κάποια περιουσία στους απογόνους τους·
- κάνει διπλή ζωή, εκτός από τη συνηθισμένη, την καθημερινή ζωή που είναι κοινωνικά αποδεκτή, έχει και κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «ήταν ένας άνθρωπος αξιοσέβαστος και πέσαμε όλοι απ’ τα σύννεφα, όταν μάθαμε πως κάνει διπλή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αφού σου άρεσε διπλή ζωή να κάνεις, να καείς, να γίνεις στάχτη, να πεθάνεις!
- κάνει κλειστή ζωή, ζει αποτραβηγμένος από την κοινωνία, από την επικαιρότητα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, κάνει κλειστή ζωή»·
- κάνει τρελή ζωή, ζει πολύ άστατα: «απ’ τη μέρα που χώρισε, κάνει τρελή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αν πεθάνω, από σένα θα πεθάνω κι αν θα σβήσω απ’ τον καημό μου θα χαθώ! Γιατί άρχισα τρελή ζωή να κάνω και στο δρόμο μου στραβά να περπατώ!
- κάνω άστατη ζωή, ζω με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «δεν τον θέλει κανένας για γαμπρό του, γιατί κάνει άστατη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός
- κάνω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά·
- κάνω ζωή παραμυθένια, βλ. φρ. περνώ ζωή παραμυθένια·
- κάνω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. φρ. περνώ ζωή χρυσή·
- κάνω μαύρη ζωή, ζω με μεγάλα βάσανα, δυσκολίες, πίκρες, ταλαιπωρίες, φτώχεια και δυστυχία: «με πιάνει το παράπονο, γιατί όλοι χαίρονται τη ζωή τους και μόνο εγώ κάνω μαύρη ζωή». (Δημοτικό τραγούδι: μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι
- κάνω σκυλίσια ζωή, ζω σε απάνθρωπες συνθήκες, ζω με στερήσεις και βάσανα, υποφέρω αφάνταστα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, κάνει σκυλίσια ζωή». Από την εικόνα του σκύλου, που δεν έχει αφεντικό και ως εκ τούτου δεν έχει μόνιμη κατοικία και εξασφαλισμένη τροφή και περιφέρεται χειμώνα καλοκαίρι στους δρόμους·
- κάνω τη ζωή μου, βλ. φρ. ζω τη ζωή μου·
- κάνω τη μεγάλη ζωή, ζω μέσα σε πλούτο και σε υλικές απολαύσεις: «κάποτε έκανε τη μεγάλη ζωή, ώσπου ξεκοκάλισε την περιουσία που βρήκε απ’ τον πατέρα του, και τώρα κάνει τράκες απ’ τον έναν και τον άλλον»·
- κερδίζω τη ζωή μου, πορίζομαι τα μέσα για τη συντήρησή μου: «έχω μάθει να κερδίζω τη ζωή μου κάνοντας ένα σωρό δουλειές»·
- κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή! στερεότυπη έκφραση, όταν βλέπουμε ή ακούμε ότι κάποιος φροντίζει υπέρμετρα το σκυλί του: «έχει το σκυλί του με τα μπιφτέκια του, με τις μπριζόλες του, με τα φρίσκις του, με τους γιατρούς του, κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή!». Το υπονοούμενο της φρ. είναι πως εμείς ως άνθρωποι ζούμε πολύ χειρότερα από το συγκεκριμένο σκυλί·  
- κόπηκε το νήμα της ζωής του, βλ. λ. νήμα·
- κόστος ζωής, βλ. λ. κόστος·
- λέει την ιστορία της ζωής του, βλ. λ. ιστορία·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, βλ. λ. πρόβλημα·
- μαύρη ζωή, ζωή γεμάτη δυσκολίες, πίκρες, κακουχίες, φτώχεια, δυστυχία: «κοντά σου πέρασα μαύρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω Μανταλένα, Μανταλένα δε σε ξεχνώ
- μαύρη σελίδα της ζωής, βλ. λ. σελίδα·
- μαύρισε η ζωή μου, βλ. φρ. κάνω μαύρη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: σε πήραν απ’ τα χέρια μου, κοντεύει κι άλλος χρόνος και τη ζωή μου μαύρισε της μοναξιάς ο πόνος)·
- μια ζωή, διαρκώς, συστηματικά, από πάντα: «μια ζωή χάνει τα λεφτά του στα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλεις, μου το είπες, μια ζωή το ίδιο λες και γυρνώ σαν τους αλήτες, που δεν ξέρουνε γιορτές)· βλ. και φρ. για μια ζωή·
- μια ζωή την έχουμε, τυπικό δείγμα της λαϊκής νεοελληνικής ιδεολογίας, μέσω της οποίας δικαιολογεί κάποιος την τάση που έχει να γευτεί τις χαρές της ζωής, να ζήσει ανέμελα. (Λαϊκό τραγούδι: μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση ή μου ’κανε κόλαση τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη ή μου ’κανε μαύρη τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα κοντά σου πως θα βρω στοργή, πως θα μου γιατρέψεις κάθε μου πληγή, μα εσύ μου κάνεις μαύρη τη ζωή και αντί για μάννα με κερνάς χολή)·
- μου μαύρισε τη ζωή, με τη στάση του ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου μου προξένησε πολλά βάσανα, πολλές ταλαιπωρίες, πολλές πίκρες και δυστυχίες: «μου μαύρισε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το σπουδάσω»·
- μου σμπαράλιασε τη ζωή, κατάστρεψε ανεπανόρθωτα τη ζωή μου: «εγώ τον είχα για τον καλύτερο φίλο μου κι αυτός μου σμπαράλιασε τη ζωή, γιατί πήγε και τα ’φτιαξε με τη γυναίκα μου»·
- μου ’τυχε στο ζάρι της ζωής, βλ. λ. ζάρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, μου κατέστρεψε, έφθειρε, εξάντλησε τη ζωή μου με τη στάση ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου: «μου ’φαγε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το φέρω στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό
- μπαίνω στη ζωή, αρχίζω να δουλεύω για να εξασφαλίσω τα αναγκαία για τη συντήρησή μου, μπαίνω στη βιοπάλη: «τώρα τα βρίσκεις όλα έτοιμα απ’ τους γονείς σου, όταν μπεις όμως κι εσύ στη ζωή, τότε θα καταλάβεις τι εστί βερίκοκο!»·
- μπαίνω στη ζωή (κάποιου, κάποιας), α. συνδέομαι, ιδίως ερωτικά, με κάποιον (κάποια): «απ’ τη μέρα που μπήκε η τάδε στη ζωή του,έγινε το πιο φρόνιμο παιδί της παρέας μας || μπήκε στη ζωή του η τάδε και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα». β. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις κάποιου ατόμου: «απ’ τη μέρα που μπήκε στη ζωή μου, μου δημιουργεί συνέχεια προβλήματα»·
- να μη χαρώ τη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τη ζωή μου!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- να χαρείς τη ζωή σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τη ζωή σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέρω τη ζωή, έχω μεγάλη πείρα ιδίως των δυσκολιών που έχει η ζωή: «πριν κάνεις οτιδήποτε θέλω να με συμβουλεύεσαι, γιατί ξέρω τη ζωή καλύτερα απ’ τον καθένα»·
- ο δρόμος της ζωής, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. λ. δρόμος·
- ο (η) σύντροφος της ζωής, βλ. λ. σύντροφος·
- ο χειμώνας της ζωής, βλ. λ. χειμώνας·
- οι γκίνιες της ζωής, βλ. λ. γκίνια·
- οι κόποι μιας ζωής, βλ. λ. κόπος·
- οι ξέμπαρκοι της ζωής, βλ. λ. ξέμπαρκος·
- οι χαρές της ζωής, βλ. λ. χαρά·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, γι’ αυτό δε χρειάζονται τα μίση και τα πάθη». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, βλ. λ. σπίτι·
- όπως τα φέρει η ζωή, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη: «αποφάσισε κι αυτός να παντρευτεί κι όπως τα φέρει η ζωή»·
- παθαίνω την πλάκα της ζωής μου, βλ. λ. πλάκα·
- παίζεται η ζωή μου, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου·
- παίζω τη ζωή μου, την εκθέτω σε μεγάλο κίνδυνο, την διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «ένας εργάτης οικοδομών παίζει κάθε μέρα τη ζωή του εκεί ψηλά στις σκαλωσιές». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα με σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου. Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι κορόνα γράμματα· βλ. και λ. κορόνα·
- παίρνω τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω, τον δολοφονώ: «έβγαλε το μαχαίρι του και μ’ ένα χτύπημα στην καρδιά του πήρε τη ζωή»·
- παίρνω τη ζωή μου (έτσι) όπως (μου) έρχεται, αντιμετωπίζω τις δύσκολες καταστάσεις που προκύπτουν με στωικότητα: «ο γιατρός με συμβούλεψε να μην έχω άγχος, γι’ αυτό παίρνω τη ζωή μου έτσι όπως έρχεται»·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, κάνω λανθασμένη, εσφαλμένη επιλογή, ακολουθώ λανθασμένο, εσφαλμένο δρόμο για να πετύχω στη ζωή μου: «όποιος παίρνει τη ζωή του λάθος, έρχεται δυστυχώς κάποια στιγμή που το πληρώνει ακριβά». (Τραγούδι: με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή
- πεζή ζωή, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που καθημερινά επαναλαμβάνεται μονότονα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, ζει μια ήσυχη πεζή ζωή και είναι ευτυχισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι, που μας τα κάνετ’ όλα ρόιδο στην πεζή μας τη ζωή, δε θα με γράψεις για κορόιδο την αυγή
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- περνώ απ’ τη ζωή (κάποιου), γνωρίζω κάποιον και διαδραματίζω σοβαρό ρόλο στη ζωή του: «αν δεν περνούσε απ’ τη ζωή μου αυτή η γυναίκα, δε θα είχα γνωρίσει τον πραγματικό έρωτα». (Λαϊκό τραγούδι: να σ’ αγαπώ κουράστηκα, βαριά σε καταράστηκα· απ’ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες με γέρασες
- περνώ ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, ζω ξέγνοιαστα, πλουσιοπάροχα, χωρίς έγνοιες και φροντίδες: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, περνάει ζωή και κότα». Από το ότι παλιά το να τρώει κανείς συχνά κότα ήταν δείγμα πλούτου και καλοπέρασης. (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι δε θα ’χουμε ανάγκη από φώτα, θα την περνούμε μια χαρά ζωή και κότα, βρε θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά να μη μας πιάνει ξεροβόρι παγωνιά
- περνώ ζωή παραμυθένια, ζω τόσο ευτυχισμένα και πλούσια, που η ζωή μου κυλά σαν να ζω σε παραμύθι: «οι δουλειές μου πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, παντρεύτηκα και μια καλή γυναίκα, με την οποία έκανα και δυο παιδιά κι έτσι περνώ ζωή παραμυθένια»·
- περνώ ζωή πασαλίδικη, βλ. συνηθέστ. περνώ ζωή χρυσή·
- περνώ ζωή χαρισάμενη, ζω ζωή ευχάριστη, ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη: «τον αγαπάει τόσο πολύ η γυναίκα του, που περνάει ζωή χαρισάμενη κοντά της»· βλ. και φρ. ζωή χαρισάμενη·
- περνώ ζωή χρυσή, ζω πλούσια και ευτυχισμένα. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή χρυσή περνούσαμε τις νύχτες με φεγγάρι στης Σαλονίκης τις δροσιές μέσα στο Μπεξινάρι
- πικρή ζωή, ζωή με θλίψεις και στενοχώριες: «δε μπορώ ν’ αντέξω άλλο τέτοια πικρή ζωή»·
- πληρώνω με τη ζωή μου ή πληρώνω με την ίδια μου τη ζωή, θυσιάζομαι κυριολεκτικά ή μεταφορικά: «πλήρωσε με τη ζωή του για να σώσει τα παιδιά του μέσα απ’ το φλεγόμενο σπίτι || πλήρωσε με τη ζωή του για να σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω τα βράδια στη θύμησή σου κι είναι το δάκρυ κατακλυσμός που ’χεις πληρώσει με τη ζωή σου να μην περάσει ο φασισμός
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, ανάλογα με τις πράξεις σου, τις ενέργειές σου είναι και οι απολαβές σου: «μην παραπονιέσαι που ζεις φτωχικά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, ποτέ δε θέλησες να δουλέψεις σκληρά στη ζωή σου και σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις»·
- σημαδεύω τη ζωή μου, πέφτω σε μεγάλο παράπτωμα που επενεργεί αρνητικά στην υπόλοιπη ζωή μου, συνδέω την ύπαρξη μου με κάτι συνήθως πολύ αρνητικό: «σημάδεψε τη ζωή του με την κατάχρηση που έκανε και τώρα δεν μπορεί να βρει πουθενά δουλειά»·
- σκόρπισε η ζωή μου, διαλύθηκε, καταστράφηκε: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου έχω την εντύπωση πως σκόρπισε η ζωή μου». (Τραγούδι: σκόρπισε η ζωή μου χάμου σαν το βότσαλο της άμμου
- σκυλίσια ζωή, πολύ σκληρή ζωή, μέσα σε κακουχίες, στερήσεις και απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε γνώρισε τη σκυλίσια ζωή, δεν έμαθε τι εστί μεγάλος πόνος»·
- σμπαράλιασε η ζωή μου, καταστράφηκε ανεπανόρθωτα: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, σμπαράλιασε η ζωή μου»·
- στη ζωή και στο θάνατο, αιώνια, για πάντα, σε οποιαδήποτε περίσταση: «θα ’μαστε μαζί στη ζωή και στο θάνατο». Συνήθως δίνεται ως όρκος μεταξύ ερωτευμένων ή νεόνυμφων. (Λαϊκό τραγούδι: πες το ότι θα ’μαστε μαζί και στο θάνατο και στη ζωή
- στη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «στη ζωή μου, ακριβώς έτσι όπως στα λέω έγιναν τα πράγματα»·
- στη ζωή της πεθεράς μου! όρκος που δίνεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και για να παραδεχτεί ο συνομιλητής μας ότι λέει ψέματα. Από το ότι πολλοί άντρες δε διατηρούν καλές σχέσεις με τις πεθερές τους·
- στη ζωή των παιδιών μου! ισχυρότερος όρκος από τον παραπάνω·
- στο τέλος της ζωής του ή στα τέλη της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί στο τέλος της ζωής του, είδε όλα του τα παιδιά να είναι μονοιασμένα»·
- στοιχηματίζω τη ζωή μου ή στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «στοιχηματίζω τη ζωή μου πως θα ’ρθει να σου ζητήσει συγνώμη»·   
- τ’ αστροπελέκια της ζωής, βλ. λ. αστροπελέκι·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, βλ. λ. λεφτά·
- τα ναυάγια της ζωής, βλ. λ. ναυάγιο·
- τα χαστούκια της ζωής ή της ζωής τα χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- τερμάτισε τη ζωή του, α. αυτοκτόνησε: «επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την κατακραυγή του κόσμου, τερμάτισε τη ζωή του πέφτοντας απ’ τη ταράτσα του σπιτιού του». β. (πιο σπάνια) πέθανε: «τερμάτισε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του»·
- το τέλος της ζωής, βλ. λ. τέλος·
- το τέρμα της ζωής, βλ. λ. τέρμα·
- το σχολείο της ζωής, βλ. λ. σχολείο·
- το φθινόπωρο της ζωής, βλ. λ. φθινόπωρο·
- το φιλί της ζωής, βλ. λ. φιλί·
- τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου, έπαψα να τον σκέφτομαι, έπαψα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που υπήρξε αχάριστος σε μένα, που τον βοήθησα αμέτρητες φορές, τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου»·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, τον κατάστρεψε οικονομικά η τάση που είχε να ζει σε πλούσιες υλικές απολαύσεις: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά τον έφαγε η μεγάλη ζωή και τώρα ζει με δανεικά»·
- του αφαίρεσε τη ζωή, βλ. φρ. του πήρε τη ζωή·
- του θέρισε τη ζωή, τον σκότωσε, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «καθώς περνούσε κανονικά από τις διαβάσεις, έπεσε απάνω του ένας μεθυσμένος οδηγός και του θέρισε τη ζωή»·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: μονά ζυγά τα θες όλα δικά σου και με πληγώνεις με τα πείσματά σου, άλλα λες το βράδυ κι άλλα το πρωί, μαρτύριο μου έχεις κάνει τη ζωή
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ, του δυσκόλεψα τόσο πολύ τη ζωή, ώστε του έγινε αφόρητη: «επειδή ήταν τεμπέλης, τον πήρα στη δουλειά μου και του ’κανα τη ζωή μαύρη, μέχρι να μάθει να δουλεύει || είναι τόσο ζηλιάρα η γυναίκα του, που του ’κανε τη ζωή μαύρη με τις ζήλιες της». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σε βλέπω βροχερή στιγμή δεν ησυχάζω· μαύρη μου κάνεις τη ζωή και βαριαναστενάζω
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. συνηθέστ. του ’κανα τη ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή πατίνι, βλ. φρ. του ’κανα ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ: «του ’κανε τη ζωή ποδήλατο η γυναίκα του με την γκρίνια της». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει υπερβολική κούραση μετά από πολύωρη βόλτα με το ποδήλατό του·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, του δημιούργησα απανωτά προβλήματα, ιδίως για λόγους εκδίκησης: «πολύ το ευχαριστήθηκα που του ’κανα τη ζωή δύσκολη, γιατί είναι καρφί της Ασφάλειας»·
- του κόβω το νήμα της ζωής, βλ. λ. νήμα·
- του κόστισε τη ζωή, είχε ως συνέπεια το θάνατό του: «το πάθος του για τα ναρκωτικά του κόστισε τη ζωή»·
- του πήρε τη ζωή, τον δολοφόνησε, τον σκότωσε, τον θανάτωσε: «τον βρήκε μέσα στο μπαράκι κι εκεί μπροστά στον κόσμο έβγαλε το πιστόλι του και με τρεις πιστολιές του πήρε τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: φαίνεται μαραζώσανε το άμοιρο κορμί μου κι ο χάρος είν’ στα πρόθυρα να πάρει τη ζωή μου
- του ρίχνω τα μπινελίκια της ζωής του, βλ. λ. μπινελίκι·
- του ρίχνω τα πουστριλίκια της ζωής του, βλ. λ. πουστριλίκια·
- του στοίχισε τη ζωή, βλ. φρ. του κόστισε τη ζωή·
- του χάρισαν τη ζωή, (για θανατοποινίτες) δεν τον εκτέλεσαν, του έδωσαν χάρη: «λίγο καιρό πριν τον οδηγήσουν στο απόσπασμα, του χάρισαν τη ζωή». Ο πλ., επειδή η χάρη που δίνεται σε ένα θανατοποινίτη δεν εξαρτάται από ένα άτομο. Στη χώρα μας έχει καταργηθεί η ποινή του θανάτου·
- του χάρισε τη ζωή, δεν τον σκότωσε, ενώ θα μπορούσε: «την τελευταία στιγμή πέταξε μακριά το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του και του χάρισε τη ζωή»·
- του χρωστώ τη ζωή μου, τον αναγνωρίζω ως σωτήρα μου, γιατί με έσωσε από βέβαιο θάνατο: «αυτόν το γιατρό που βλέπεις του χρωστώ τη ζωή μου»·
- τρίφτηκε στη ζωή, απόκτησε πείρα από τη συνεχή βιοπάλη: «από μικρός στην πιάτσα τρίφτηκε στη ζωή και τώρα δε τον ξεγελάει κανείς»·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω τη ζωή μου, φθείρομαι: «δεν το καταλαβαίνεις πως τρως τη ζωή σου μ’ αυτές τις ανοησίες που ασχολείσαι; || είναι πανέξυπνο παιδί κι απορώ πώς τρώει τη ζωή του μ’ αυτές τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει!»·
- φέρνω στη ζωή, (για γυναίκες) γεννώ: «αυτή η κοντούλα και μικροκαμωμένη που βλέπεις, έφερε στη ζωή εφτά παιδιά!»· βλ. και φρ. έφεραν στη ζωή·
- φεύγω απ’ τη ζωή, πεθαίνω: «έφυγε ευτυχισμένος απ’ τη ζωή του, γιατί είδε τα παιδιά του να προκόβουν». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω
- χαίρομαι τη ζωή (μου), την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις ή με αυτά που με ευχαριστούν ιδιαίτερα: «δε βάζω ούτε δραχμή στην τράπεζα, γιατί με τα λεφτά που βγάζω χαίρομαι τη ζωή μου || όταν έχω λεύτερο καιρό χαίρομαι τη ζωή μου στο ύπαιθρο». (Τραγούδι: στη ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει, καπετάνιε τη ζωή για να χαρείς, ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούρια αγάπη κοίταξε να βρεις
- χαλώ τη ζωή μου, ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που οδηγούμαι σε δύσκολες καταστάσεις, που οδηγούμαι στην καταστροφή μου: «δεν κατηγορώ κανένα, γιατί με τα ξενύχτια και τα μεθύσια μου χάλασα μονάχος τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα
- χάνω τη ζωή μου, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «από την τάδε επιδημία έχασαν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι || στον τελευταίο σεισμό έχασαν τη ζωή τους πολλά άτομα». (Λαϊκό τραγούδι: μη με πληγώνεις και πονώ, άσε με για να γειάνω, καθημερινώς αισθάνομαι πως τη ζωή μου χάνω
- χάνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. φρ. μάχη·
- χαραμίζω τη ζωή μου, ζω χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι εποικοδομητικό, ζω ανώφελα και, κατ’ επέκταση, καταστρέφομαι: «οι φίλοι μου σπούδαζαν ή έστηναν δουλειές κι εγώ χαράμιζα τη ζωή μου σε γλέντια και ξενύχτια». (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά με τη βλάμισσα που χαράμισα τη ζωή μου, με ρεστάρισε, στραπατσάρισε το τσαρδί μου).  

θέλω

θέλω, ρ. [<αρχ. θέλω], θέλω. 1. απαιτώ, αξιώνω: «θέλω να γίνει μόνο μ’ αυτό τον τρόπο». 2. έχω την επιθυμία, ψάχνω: «θέλω να φύγω || θέλω ένα ποτήρι νερό || θέλω τον τάδε». 3. επιδιώκω: «θέλω το καλό σου». 4. δέχομαι: «δε τον θέλω εδώ μέσα || δε θέλει ν’ ακούσει ούτε λέξη || τον μόνο που θέλει είναι ο τάδε». 5. επιτρέπω: «αν θέλει το αφεντικό μου να μου δώσει άδεια, καλώς, αλλιώς δε δικαιούμαι». 6. έχω ανάγκη: «θέλω ακόμη πολλά χρήματα για να τελειώσω την οικοδομή || θέλει το μεσημεριανό του ύπνο για να σταθεί στα πόδια του τ’ απόγευμα». 7. ως άκλ. ουσ. το, τα θέλω, αυτό, αυτά που θέλει, που επιθυμεί κάποιος να αποκτήσει: «ν’ αφήσεις τα ζητώ και τα θέλω και να δουλέψεις, αν θέλεις να τ’ αποκτήσεις»· βλ. και φρ. τα θέλει. (Ακολουθούν 324 φρ.)·
- άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, πρέπει να ακούμε όλες τις εκδοχές μιας υπόθεσης αλλά πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε την αλήθεια, γιατί όλα όσα ακούμε δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «μην εκφέρεις αμέσως τη γνώμη σου και, για να είσαι σίγουρος, άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε»·
- άλλο που δε θέλω, βλ. λ. άλλος·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- άμα θέλω να σε βρίσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. αφορμή·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- αν θέλει ο Θεός ή Θεού θέλοντος, βλ. λ. Θεός·
- αν θες (θέλεις) κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, βλ. λ. καλός·
- άντρα θέλω, τώρα τον θέλω ή άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, βλ. λ. άντρας·
- ας γίνει ό,τι θέλει ή ας γίνει ό,τι θέλει να γίνει βλ. φρ. ό,τι θέλει ας γίνει ή ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει·
- ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να κάνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει·
- ας λέει ό,τι θέλει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας λέει·
- ας πει ό,τι θέλει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν, βλ. λ. ταΐζω·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλ’ η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μουνί στην έρημο, το θέλει και ξυρισμένο, βλ. λ. μουνί·
- για δες μούρη να θέλει να ... ή για δες μούρη που θέλει να...., βλ. λ. μούρη·
- γυναίκα που γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν θέλεις τη φιλάς, βλ. λ. γυναίκα·
- δε θέλει  ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει μυαλό ή δε θέλει και πολύ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δε θέλει πολύ, βλ. φρ. πολύς·
- δε θέλει ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει φιλοσοφία, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε θέλω αμάν, ζαμάν, βλ. λ. αμάν·
- δε θέλω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δε θέλω δικηγόρο ή δε θέλουμε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- δε θέλω καϊμακάμη ή δε θέλουμε καϊμακάμη, βλ. λ. καϊμακάμης·
- δε θέλω κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε θέλουμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας, βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε θέλω κεχαγιά στον πούτσο μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στον πούτσο μας, βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε θέλω κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δε θέλω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε θέλω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δε θέλω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δε θέλω μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δε θέλω ν’ ακούσω (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ.ακούω·
- δε θέλω ν’ ακούσω, βλ. λ. ακούω·
- δε θέλω να ξέρω, βλ. λ. ξέρω·
- δε θέλω να σε ξέρω, βλ. λ. ξέρω·
- δε θέλω να τον δω ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- δε θέλω ντερβέναγα ή δε θέλουμε ντερβέναγα, βλ. λ. ντερβέναγας·
- δε θέλω ου! βλ. λ. ου(!)·
- δε θέλω ούτε την καλημέρα του, βλ. λ. καλημέρα·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, βλ. λ. λόγος·
- δε θέλω πολλά πολλά μαζί του, βλ. λ. πολύς·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, βλ. λ. κουβέντα·
- δε θέλω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- δε θέλω τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- δε θέλω τσικ, βλ. λ. τσικ·
- δε θέλω τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δε θέλω χωροφύλακα ή δε θέλουμε χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
- δε μας θέλει η μπάλα σήμερα ή δε μας θέλει σήμερα η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- (δε) με θέλει (κάτι), (δεν) εξελίσσεται κάτι σύμφωνα με τις προσδοκίες μου, αποτυχαίνω συστηματικά να φέρω σε πέρας αυτό που επιδιώκω: «τόσον καιρό πολεμάω να τελειώσω αυτή τη δουλειά, αλλά φαίνεται δε με θέλει, γιατί ακόμα τυραννιέμαι». Συνών. (δε) μου βγαίνει (κάτι)·
- δεν τον θέλει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- δεν τον θέλει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- δεν τον θέλει το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- δεν τον θέλει το φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- δεν τον θέλει το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- εδώ σε θέλω (ενν. να σταθείς, να φανείς άξιος, παλικάρι), βλ. λ. εδώ·
- εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα, βλ. λ. κάβουρας·
- εδώ σε θέλω μάστορα, βλ. λ. μάστορας·
- είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει στρούγκα ή είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει τυροπωλείο, βλ. λ. τυρί·
- είναι και να σε θέλει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- είναι και να σε θέλει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- είναι και να σε θέλει το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- είναι και να σε θέλει το φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- είναι και να σε θέλει το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- έλα που σε θέλω, βλ. λ. έλα·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ.πιάτο·
- έτσι θέλω, βλ. λ. έτσι·
- έτσι σε θέλω, βλ. λ. έτσι·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- η γκαμήλα, αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της, βλ. λ. γκαμήλα·
- η γλώσσα του θέλει κόντεμα, βλ. λ. γλώσσα·
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- η ξέγνοιαστη ψωλή θέλει μουνί ν’ αρμέξει, βλ. λ. ψωλή·
- η παντρειά και το τσουκάλι θέλουν μαστοριά μεγάλη, βλ. λ. παντρειά·
- η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πουτάνα·
- η πραμάτεια θέλει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι, βλ. λ. τέχνη·
- η φτώχεια θέλει καλοπέραση, βλ. λ. φτώχεια·
- η χάρη θέλει αντίχαρη, βλ. λ. χάρη·
- η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη, βλ. λ. χάρη·
- η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη μένει, βλ. λ. χάρη·
- ήθελές τα κι έπαθές τα, βλ. φρ. τα ’θελες και τα ’παθες. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελές τα κι έπαθές τα αρχηγέ και σάπιε γιε, σύρτε τώρα για να πάρτε απ’ του Φάληρο καφέ)·
- θα ήθελα να σημειώσω, βλ. λ. σημειώνω·
- θα ’θελες; λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας ανακοινώνει κάτι σύμφωνα με τις προσδοκίες του, πράγμα που είναι εντελώς απίθανο να συμβεί: «η ομάδα μου θα βγει πρωταθλήτρια. -Θα ’θελες; Εδώ κινδυνεύει να υποβιβαστεί»·  
- θα του το πούμε κι άμα θέλει ή θα του το πω κι άμα θέλει, βλ. λ. είπα·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, βλ. λ. αφτί·
- θέλει βρεγμένο το παξιμάδι, βλ. λ. παξιμάδι·
- θέλει γαμήσι, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ.γαμήσι·
- θέλει γδάρσιμο, βλ. λ. γδάρσιμο·
- θέλει γερά κότσια (κάτι), βλ. λ. κότσι·
- θέλει γιαούρτωμα, βλ. λ. γιαούρτωμα·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) βλ. λ. χέρι·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, βλ. λ. αέρας·
- θέλει ζίλια ή θέλει τα ζίλια του ή τα θέλει τα ζίλια του, βλ. λ. ζίλι·
- θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά της, βλ. λ. γατί·
- θέλει και ρέστα ή θέλει και τα ρέστα ή θέλει και ρέστα από πάνω ή θέλει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- θέλει (και) ρώτημα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει και τα πρόβατα σωστά και το λύκο χορτάτο, βλ. λ. πρόβατο·
- θέλει και τη δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- θέλει και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο, βλ. λ. πίτα·
- θέλει καιρό για να…, βλ. λ. καιρός·
- θέλει καρμανιόλα, βλ. λ. καρμανιόλα·
- θέλει καρπαζιές ή θέλει τις καρπαζιές του ή τις θέλει τις καρπαζιές του, βλ. λ. καρπαζιά·
- θέλει κλοτσιές ή θέλει τις κλοτσιές του ή τις θέλει τις κλοτσιές του, βλ. λ. κλοτσιά·
- θέλει κοκό, βλ. λ. κοκό·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει κουβέντα το πράμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- θέλει κρέμασμα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλει κρέμασμα απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θέλει κώλο, βλ. λ. κώλος·
- θέλει μαγκιά, βλ. λ. μαγκιά·
- θέλει μουνί, το θέλει και στο πιάτο, βλ. λ. μουνί·
- θέλει μπάτσα ή θέλει μπάτσες ή θέλει τα μπάτσα του ή θέλει τις μπάτσες του ή τα θέλει τα μπάτσα του ή τις θέλει τις μπάτσες του, βλ. λ. μπάτσα·
- θέλει μπουγέλωμα, βλ. λ. μπουγέλωμα·
- θέλει μπουνιές ή θέλει τις μπουνιές του ή τις θέλει τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- θέλει ν’ αγιάσει, αλλά δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι, βλ. λ. διάβολος·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- θέλει να γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- θέλει να του κατεβάσουν το φεγγάρι, βλ. λ. φεγγάρι·
- θέλει νεφρά ή θέλει νεφρό, βλ. λ. νεφρό·
- θέλει ντουφέκισμα, βλ. λ. ντουφέκισμα·
- θέλει παλικαριά, βλ. λ. παλικαριά·
- θέλει παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι(ο)·
- θέλει πνίξιμο, βλ. λ. πνίξιμο·
- θέλει πολύ! ή πολύ θέλει! βλ. λ. πολύς·
- θέλει σιάξιμο η γραβάτα του, βλ. λ. σιάξιμο·
- θέλει σιάξιμο ο γιακάς του, βλ. λ. σιάξιμο·
- θέλει σκαμπίλια ή θέλει τα σκαμπίλια του ή τα θέλει τα σκαμπίλια του, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- θέλει σκέψη το πράγμα, βλ. λ. σκέψη·
- θέλει σκότωμα, βλ. λ. σκότωμα·
- θέλει σούβλισμα, βλ. λ. σούβλισμα·
- θέλει στρώσιμο η γλώσσα ή θέλει στρώσιμο η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. λ. γλώσσα·
- θέλει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέλει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέλει σφαλιάρες ή θέλει τις σφαλιάρες του ή τις θέλει τις σφαλιάρες του, βλ. λ. σφαλιάρα·
- θέλει σφαλιάρωμα, βλ. λ. σφαλιάρωμα·
- θέλει σφάξιμο, βλ. λ. σφάξιμο·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει τη γωνιά του, βλ. λ. γωνιά·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ. λ. φαΐ·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. λ. αφτί·
- θέλει τσαγανό, βλ. λ. τσαγανός·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει φάπες ή θέλει τις φάπες του ή θέλει φάπες, βλ. λ. φάπα·
- θέλει φιλοσοφία; βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει φιλοσοφία! ή θέλει (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει χαστούκια ή θέλει τα χαστούκια του ή τα θέλει τα χαστούκια του, βλ. λ. χαστούκι·
- θέλει χτένισμα η γλώσσα ή θέλει χτένισμα η γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. λ. γλώσσα·
- θέλει ψυχίατρο, βλ. λ. ψυχίατρος·
- θέλει ώρα ή θέλει ώρες (κάτι), βλ. λ. ώρα·
- θέλεις δε θέλεις ή θες δε θέλεις ή θες δε θες, με το ζόρι, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «θέλεις δε θέλεις, θα κάνεις αυτό που σου λέω || θέλεις δε θέλεις, θα πας και θα του ζητήσεις συγνώμη». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα // πάρ’ την καρδιά σου, πάρ’ την ψυχή σου, κάθε δικό σου πάρ’ το μαζί σου, μα θες δε θέλεις θα μου αφήσεις τις αναμνήσεις, τις αναμνήσεις // το κορίτσι θα το πάρω, με στεφάνι και κουμπάρο· θες δε θες, εσύ, κυρά μου, θε να γίνεις πεθερά μου
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; έκφραση απορίας ή έκφραση και με επιθετική διάθεση προς το συνομιλητή μας που μας λέει ή μας ζητά παράλογα πράγματα: «το σωστό είναι να παρατηθείς από τη θέση του διευθυντή για να την αναλάβω εγώ. -Θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν;»·
- θέλεις σιάξιμο ή θες σιάξιμο, βλ. λ. σιάξιμο·
- θέλεις σιδέρωμα ή θες σιδέρωμα, βλ. λ. σιδέρωμα·
- θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- θέλοντας και μη, αναγκαστικά, με το ζόρι, ετσιθελικά: «θα κάνεις αυτό που σου λέω θέλοντας και μη». (Λαϊκό τραγούδι: κάποτε θα ’ρθει η στιγμή να νιώσεις, θέλοντας και μη, πως είμ’ εγώ για σένα, φως μου, το χρυσάφι όλου του κόσμου
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- θέλω γδάρσιμο, βλ. λ. γδάρσιμο·
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- θέλω καιρό για να…, βλ. λ. καιρός·
- θέλω κακά ή θέλω κακά μου ή θέλω τα κακά μου, βλ. λ. κακός·
- θέλω καρμανιόλα, βλ. λ. καρμανιόλα·
- θέλω κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- θέλω κρέμασμα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θέλω μα ή θέλω μάκια, βλ. λ. μα·
- θέλω μπου, βλ. λ. μπου2·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- θέλω να μείνει μεταξύ μας (κάτι), βλ. λ. μεταξύ·
- θέλω να πιστεύω πως… ή θέλω να πιστεύω ότι…, ελπίζω πως…, ελπίζω ότι…: «θέλω να πιστεύω πως θ’ ανταποκριθεί στην πρόσκλησή μου»·
- θέλω να πω, εννοώ: «μ’ αυτά που σου λέω, θέλω να πω πως τίποτα δεν είναι απίθανο να συμβεί || ειλικρινά σου λέω, δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλεις να πεις»·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- θέλω να φάω και το πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- θέλω ντουφέκισμα, βλ. λ. ντουφέκισμα·
- θέλω ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- θέλω πιπί ή θέλω πιπί μου, βλ. λ. πιπί·
- θέλω πνίξιμο, βλ. λ. πνίξιμο·
- θέλω σκότωμα, βλ. λ. σκότωμα·
- θέλω σούβλισμα, βλ. λ. σούβλισμα·
- θέλω σφάξιμο, βλ. λ. σφάξιμο·
- θέλω τη δόση μου, βλ. λ. δόση·
- θέλω το κακό του, βλ. λ. κακός·
- θέλω το καλό του, βλ. λ. καλός·
- θέλω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- θέλω τσίσια ή θέλω τσίσια μου ή θέλω τα τσίσια μου, βλ. λ. τσίσ(ι)α·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, Θεός·
- θες να…, α. εισάγει ερώτηση που εκφράζει ανησυχία: «θες να θύμωσε που ξέχασα να τον καλέσω; || θες να φύγει χωρίς να πληρώσει;». β. εισάγει πρόταση που εκφράζει επιθυμία: «θες να μου τύχει το λαχείο;». Συνών. λες να(…) ·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, βλ. λ. δουλειά·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- κατά πώς θέλω, έτσι όπως θέλω, σύμφωνα με τον τρόπο που θέλω: «εσύ μη χώνεσαι, γιατί θα ενεργήσω κατά πώς θέλω». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ.κεφάλι·
- κι ο άγιος θέλει φοβέρα, βλ. λ. φοβέρα·
- λέγε λέγε το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει, βλ. λ.κοπέλι·
- λέει ό,τι θέλει, βλ. λ. λέω·
- λίγο ήθελε να..., βλ. λ. λίγος·
- λίγο θέλω να..., βλ. λ. λίγος·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, βλ. λ. κώλος·
- μανούλι, θες κουλούρι; βλ. λ. μανούλι·
- με θέλει (ενν. η τύχη, το ζάρι, το χαρτί), με ευνοεί: «τώρα που με θέλει, τώρα θα σηκωθώ να φύγω;»·
- με το έτσι θέλω, βλ. λ. έτσι·
- μην τα θες κι όλα δικά σου! βλ. λ. δικός·
- μήπως τι ήθελα; μήπως αυτό που ζητούσα, που ήθελα, ήταν κάτι σπουδαίο; δεν ήταν κάτι σπουδαίο αυτό που ζητούσα, που ήθελα: «μήπως τι ήθελα και μου ’βαλες τις φωνές; Να σταθώ για λίγο στο άνοιγμα της πόρτας για να μη βρέχομαι απ’ τη βροχή || μήπως τι ήθελα ο καημένος; Να αντιμετωπίσει και μένα όπως αντιμετωπίζει όλους τους άλλους»·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μονά ζυγά τα θέλει δικά του ή τα θέλει μονά ζυγά δικά του, βλ. λ. μονός·
- μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. μοναχός·
- να του το πούμε κι άμα θέλει ή να του το πω κι άμα θέλει, βλ. λ. είπα·
- ο άντρας θέλει κλάσιμο και η μαγκιά λουστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- ο γάμος θέλει τούμπανα και η εκκλησία ψάλτη, βλ. λ. γάμος·
- ο δικηγόρος δικηγόρεψη δε θέλει, βλ. λ. δικηγόρος·
- ο μεγάλος γάτος θέλει τρυφερά ποντίκια, βλ. λ.γάτος·
- οι λύκοι θέλουν πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. λ.όποιος·
- όπως θες (θέλεις), βλ. λ. όπως·
- όπως θες (θέλεις) πάρ’ το ή πάρ’ το όπως θέλεις (θες), βλ. λ. όπως·
- όσα λες, πούτσα θες! βλ. λ. πούτσα·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, βλ. λ. Θεός·
- όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. πηδώ·
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! βλ. λ. φίλος·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν καλοθερίζουνε, γεια σου κυρ-Αριστείδη, κι όταν αλωνίζουνε, τι θέλεις βρε κασίδη, βλ. λ. κασίδης·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του βλ. λ. φως·
- πόσα θες να μας τρελάνεις! βλ. λ. τρελαίνω·
- πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα, βλ. λ. χώρα·
- σαν δε θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. γριά·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- σαν θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. γριά·
- σε θέλω, α. σε χρειάζομαι: «πήγαινε σπίτι, γιατί σε θέλει ο πατέρας σου». β. σε ποθώ, σε λαχταρώ. (Τραγούδι: τεκέρο σημαίνει σε θέλω, τεκέρο θα πει σ’ αγαπώ, τεκέρο αμόρε τεκέρο και το καπέλο μου στραβά φορώ)· βλ. και φρ. τη θέλω και τον θέλω·
- σου θέλω, σου χρωστώ, σου οφείλω: «μετά απ’ αυτά που σου ’δωσα, σου θέλω ακόμα εκατό χιλιάρικα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, βλ. λ.πόρτα·
- τα θέλει (ενν. το μουνί της), η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, επιδιώκει να έρθει σε σεξουαλική επαφή με άντρα, τον προκαλεί ερωτικά, έχει έντονη σεξουαλική ζωή: «δε φταίω μόνο εγώ, κι αυτή τα ’θελε || όταν έχω καιρό να πάω με γυναίκα, τα ρίχνω στην τάδε που τα θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: τα ’θελε η μάνα σου τα ’θελες κι εσύ, τα σύκα τα καρύδια και το γλυκό κρασί).Συνών. τα ζητάει / το δουλεύει·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. λ. κώλος·
- τα θέλει ο οργανισμός σου! βλ. λ. οργανισμός·
- τα θέλει ο πισινός σου! βλ. λ. πισινός·
- τα θέλει όλα δικά του ή όλα δικά του τα θέλει, βλ. λ. δικός·
- τα θέλει όλα έτοιμα ή όλα έτοιμα τα θέλει, βλ. λ. έτοιμος·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, βλ. λ. πιάτο·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, βλ. λ. πόδι·
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι του τα θέλει, βλ. λ. χέρι·
- τα θέλει όλα στην εντέλεια ή όλα στην εντέλεια τα θέλει, βλ. λ. εντέλεια·
- τα θέλει όλα χαζίρι ή όλα χαζίρι τα θέλει, βλ. λ. χαζίρι·
- τα θέλει το κωλαράκι σου! (κωλαράκος σου!), βλ. λ. κωλαράκι·
- τα ’θελες και τα ’παθες, επιζητούσες, επιδίωκες να πάθεις ό,τι κακό έπαθες: «αφού πήγες να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα, τα ’θελες και τα ’παθες να πας στο νοσοκομείο!». (Τραγούδι: τα ’θελες και τα ’παθες,άπιστη καρδιά, τώρα που μ’ αγάπησες δε σε θέλω πια
- τα καλά του Γιάννη θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, βλ. λ. Γιάννης·
- τα καράβια θέλουν ναύτες και τ’ αμπέλια αμπελουργούς, βλ. λ. ναύτης·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι·
- τα νύχια σου μην κόψεις, αν θέλεις να προκόψεις, βλ. λ. νύχι·
- τη θέλω, (για άντρες) την ποθώ ερωτικά: «αυτή τη γυναίκα πολύ τη θέλω»·
- την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, ο έρωτας μας κάνει να μη βλέπουμε τα ελαττώματα του ανθρώπου που αγαπάμε: «τι με νοιάζει κι αν δεν είναι γυναίκα της τάξης μου. Εγώ την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, κατάλαβες;»·
- τι ήθελα; βλ. φρ. μήπως τι ήθελα(;)·
- τι ήθελα και το ’κανα; δηλώνει μετάνοια για κάτι που κάναμε: «τι ήθελα και το ’κανα εκείνο το πάρτι, και μαζεύτηκε η σάρα και η μάρα της γειτονιάς;»·
- τι ήθελα και το ’πα; δηλώνει μετάνοια για κάτι που είπαμε: «τι ήθελα και το ’πα πως τον είδα στο ουζερί, και θύμωσε η γυναίκα του;»·
- τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. λ. αλεπού·
- τι θες άνθρωπέ μου! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι θες καημένε κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα; βλ. λ. κάβουρας·
- τι θες να πεις; τι εννοείς(;): «τι θες να πεις, άλλοι ενδιαφέρονται για σένα;»·
- τι πράγμα θέλεις; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι στ’ ανάθεμα θέλει; βλ. λ. ανάθεμα·
- τι στα κομμάτια θέλει; βλ. λ. κομμάτι·
- τι στην ευχή θέλει; βλ. λ. ευχή·
- τι στην οργή θέλει; βλ. λ. οργή·
- τι στο δαίμονα θέλει; βλ. λ. δαίμονας·
- τι στο διάβολο θέλει; βλ. λ. διάβολος·
- τι στο καλό ήθελα να…, βλ. λ. καλός·
- τι στο καλό θέλει; βλ. λ. καλός·
- τι στον κόρακα θέλει; βλ. λ. κόρακας·
- τι τα ’θελα τα λούσα! βλ. λ. λούσο·
- τι τα ’θελα τα μπικουτί! βλ. λ. μπικουτί·
- τι τα θες, βλ. φρ. τι τα θες, τι τα γυρεύεις. (Λαϊκό τραγούδι: το πορτοφόλι, τι τα θες,έχει μεγάλη χάρη, σε κάθε δύσκολη στιγμή σε βγάζει παλικάρι // τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή, θα γελάς, ή θα κλαις, βράδυ και πρωί
- τι τα θες, τι τα γυρεύεις, όπως και να σκεφτείς, όπως και να εξετάσεις μια υπόθεση ή μια κατάσταση, δεν αλλάζει, οπότε περιττεύει κάθε κουβέντα, κάθε συζήτηση, αδιαφόρησε. (Τραγούδι: τι τα θες, τι τα γυρεύεις δε μ’ αγαπάς, μέρα νύχτα με παιδεύεις, με τυραννάς
- τι την ήθελα τη μιζαμπλί! βλ. λ. μιζαμπλί·
- τι την ήθελα την περμανάντ! βλ. λ. περμανάντ·
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το θέλω το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- το καλό που σου θέλω, βλ. λ. καλός·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- το μπελά σου θες! ή το μπελά σου θέλεις! βλ. λ. μπελάς·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- τον θέλει η μπάλα ή τον θέλει κι η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον θέλει η τύχη ή τον θέλει κι η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- τον (την) θέλει ο φακός, βλ. λ. φακός·
- τον θέλει το ζάρι ή τον θέλει και το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- τον θέλει το φύλλο ή τον θέλει και το φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- τον θέλει το χαρτί ή τον θέλει και το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- τον θέλω, α. (για γυναίκες) τον ποθώ ερωτικά: «αυτόν τον άντρα πολύ τον θέλω». β. (στη γλώσσα της αργκό) επιδιώκω την καταστροφή του, το θάνατό του: «έμαθε πως τον θέλουν οι μπράβοι της νύχτας κι εξαφανίστηκε απ’ την πιάτσα»·
- τον κάνω ό,τι θέλω ή τον κάνω όπως θέλω, βλ. λ. κάνω·
- χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. λ. χωριό·
- χωρίς να το θέλω, ακούσια: «τον πάτησα χωρίς να το θέλω || τον λέρωσα χωρίς να το θέλω || τον χτύπησα χωρίς να το θέλω».

θέμα

θέμα, το, ουσ. [<αρχ. θέμα], το θέμα. 1. το ζήτημα, το αντικείμενο μιας συζήτησης, μιας έρευνας ή μιας εργασίας ή το ζήτημα που δίνεται προς ανάπτυξη στις εξετάσεις: «τι θέμα κουβεντιάζετε, ρε παιδιά; || ευτυχώς, είχα διαβάσει το θέμα που έπεσε στις εξετάσεις, κι έτσι έγραψα μια χαρά». 2. η ουσία ενός ζητήματος ή μιας υπόθεσης, ο επιδιωκόμενος σκοπός: «δε μ’ ενδιαφέρει που υπολογίζατε σε μένα, το θέμα είναι πως εγώ δεν μπορώ να  ’ρθω || πρέπει να βρούμε τρόπο να πείσουμε τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά, γιατί στο εξής αυτό είναι το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: το θέμα είναι να τη βρω κι από τα δύσκολα να βγω). (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αβανταδόρικο θέμα, θέμα, ζήτημα, υπόθεση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που προξενεί το ενδιαφέρον του πολύ κόσμου. Χρησιμοποιείται ιδίως στη δημοσιογραφία και στην τηλεόραση: «ο τάδε δημοσιογράφος ασχολείται μόνο με αβανταδόρικα θέματα || τον τελευταίο καιρό όλες οι τηλεοράσεις ασχολούνται με τους σεισμούς, γιατί είναι πολύ αβανταδόρικο θέμα»· 
- αλλάζει θέμα, οδηγεί τη συζήτηση αλλού, ιδίως όταν δεν τον συμφέρουν αυτά που λέγονται, αυτά που συζητούνται: «κάθε φορά που γίνεται λόγος για καταχρήσεις αλλάζει θέμα, γιατί κάποτε κι αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης στην οποία δούλευε»·
- αλλάζει το θέμα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει για κάποιον ή για κάτι ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «τώρα που έμαθα ποιος ήταν αυτός που με κατηγόρησε αλλάζει το θέμα και σε θεωρώ πάλι φίλο μου». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα·
- (αυτό) είναι δικό μου θέμα, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δικό μου θέμα». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση αμέσως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου θέμα·
- βάζω θέμα, βλ. φρ. βάζω ζήτημα, λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. φρ. βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, λ. ζήτημα·
- δε γεννάται θέμα, είναι ανάξιο λόγου, ανάξιο συζήτησης, δεν πρέπει διόλου να μας απασχολεί: «δε γεννάται θέμα για πέντε πενταροδεκάρες που έδωσα παραπάνω»·
- δε γίνεται θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δεν είναι θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «μήπως ξέρεις αν φορτώθηκαν οι παραγγελίες των πελατών; -Δεν είναι δικό μου θέμα». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «μπορείς να μου πεις πού θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δεν είναι δικό μου θέμα». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά / δεν είναι δική μου υπόθεση / δεν είναι δικό μου ζήτημα / δεν είναι δικό μου καπέλο / δεν είναι δικό μου πρόβλημα / δεν είναι δικός μου λογαριασμός·   
- δεν μπαίνει θέμα, βλ. συνηθέστ. δε γεννάται θέμα·
- δεν υπάρχει θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δημιουργώ θέμα, βλ. φρ. δημιουργώ ζήτημα, λ. ζήτημα·
- δημιουργώ θέματα, βλ. φρ. δημιουργώ ζητήματα, λ. ζήτημα·
- διαφέρει το θέμα, βλ. φρ. αλλάζει το θέμα·
- δικό σου θέμα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «τι να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου θέμα || σκοπεύω ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, εσύ τι λες; -Δικό σου θέμα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός· βλ. και φρ. προσωπικό σου θέμα·
- έγινε θέμα, βλ. φρ. έγινε ζήτημα, λ. ζήτημα·
- έγινε το θέμα της ημέρας, συζητείται ευρέως κάποιο γεγονός, αποτελεί προσωρινά το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης: «η αποκάλυψη από τον Τύπο για τις μίζες του τάδε υπουργού έγινε το θέμα της ημέρας»·
- είναι εκτός θέματος, α. δεν έχει αντιληφθεί το αντικείμενο, το θέμα της συζήτησης και λέει άλλα αντί άλλων: «σταμάτα να μιλάς, γιατί είσαι εκτός θέματος». β. (γενικά) δεν συντονίζεται στο κλίμα της παρέας: «μια ζωή εκτός θέματος θα είναι αυτό το παιδί και δεν μπορεί να στεριώσει σε μια παρέα». Αναφορά στο μάθημα της έκθεσης που δεν ανταποκρίνεται στο θέμα που δόθηκε, και συνεπώς βαθμολογείται με χαμηλό βαθμό·
- είναι θέμα χρόνου, βλ. φρ. είναι ζήτημα χρόνου, λ. ζήτημα·
- έκλεισε το θέμα, α. έκφραση με επιθετική διάθεση στην περίπτωση που δε θέλουμε να επανέλθουμε σε κάποιο θέμα ή γεγονός, επειδή έχουμε συνήθως αρνητική θέση ή άποψη: «τι θα γίνει, κύριε διευθυντά, με κείνη την αυξησούλα; -Έκλεισε το θέμα». Ταυτόχρονα παρατηρείται μια βιαστική αρνητική χειρονομία. Συνών. έκλεισε η συζήτηση. β. έκφραση που δηλώνει την επιτυχή ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, μιας επιδίωξης: «την ανέλαβες τη δουλειά που μου ’λεγες; -Έκλεισε το θέμα»·
- έτσι έχει το θέμα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος της παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να μην πιστέψετε ό,τι κι αν σας πουν, γιατί έτσι έχει το θέμα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέμα Σ.Ο.Σ., (για μαθητές, σπουδαστές) αναμενόμενο ζήτημα προς ανάπτυξη στις εξετάσεις, και για το λόγο αυτό, πολύ καλά διαβασμένο από τους μαθητές: «ευτυχώς έπεσαν θέματα Σ.Ο.Σ. και οι περισσότεροι μαθητές έγραψαν καλά»·
- καλύπτω το θέμα, το αναλύω διεξοδικά, το εκθέτω αναλυτικά: «ποιος κάλυψε το θέμα των ναρκωτικών;»·
- κάνω θέμα, θέτω σε συζήτηση κάποιο ζήτημα ή κάποια υπόθεση: «δεν πιστεύω να κάνεις θέμα στο διευθυντή που άργησα το πρωί μισή ωρίτσα!»· βλ. και φρ. το κάνω θέμα·
- κλείνω το θέμα, μιλώ τελευταίος για κάποιο θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση και το τελειώνω, το ολοκληρώνω: «ποιος θα κλείσει το θέμα της σημερινής μας συζήτησης;». Συνών. κλείνω τη συζήτηση·
- μη γίνει θέμα, βλ. φρ. μη δημιουργείς θέμα·
- μη δημιουργείς θέμα, μην προκαλείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς θέμα χωρίς σπουδαίο λόγο». Συνών. μη δημιουργείς ζήτημα / μη δημιουργείς πρόβλημα·
- μην κάνεις θέμα, βλ. φρ. μη δημιουργείς θέμα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. φρ. πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο·
- πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, συνεχώς αλλάζω αντικείμενο λόγου, δεν υπάρχει συνοχή σε αυτά που λέω: «στο τέλος μας μπέρδεψε όλους, γιατί συνέχεια πηδούσε απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο»·
- πιάνω ένα θέμα, θίγω ένα ζήτημα, επιλέγω να ασχοληθώ με ένα ζήτημα: «κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας έπιασε ο τάδε ένα θέμα για τα ναρκωτικά || πιάσε ένα θέμα να κουβεντιάσουμε»·
- πιάνω θέμα, (για μαθητές, σπουδαστές) μαντεύω τι ζήτημα θα δοθεί προς ανάπτυξη στις εξετάσεις και το διαβάζω πάρα πολύ καλά: «δίναμε το μάθημα της Ιστορίας κι έπιασα θέμα»·  
- προσωπικό σου θέμα, βλ. φρ. δικό σου θέμα·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- στήνει θέματα, δημιουργεί, κατασκευάζει διάφορες εκρηκτικές καταστάσεις για να γίνεται λόγος γύρω από το όνομά του, για να διαφημιστεί: «η τάδε τραγουδίστρια, κάθε τόσο στήνει θέματα στα παράθυρα της τηλεόρασης για διαφημιστικούς λόγους»·
- το κάνω ολόκληρο θέμα, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα επουσιώδες γεγονός, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μια φορά του αρνήθηκα κάτι και το ’κανε ολόκληρο θέμα || του κέρασα τα ούζα που ήπιαμε και το ’κανε ολόκληρο θέμα». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα / το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι· βλ. και φρ. κάνω θέμα·
- φλέγον θέμα, σπουδαίο, επίκαιρο γεγονός που απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη: «το φλέγον θέμα των τελευταίων ημερών είναι η αναγγελία των πρόωρων εκλογών».

Θεός

Θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο Θεός. 1. κάθε πρόσωπο που λατρεύουμε ή που σεβόμαστε υπερβολικά: «έχει τον πατέρα του σαν Θεό». (Τραγούδι: ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, αγαπούλα μου, φως μου, δε σκεφτόσουν πως ήσουνα μόνο εσύ ο Θεός μου). 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο παντογνώστης: «ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, Θεός είσαι που ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα έτσι;». 3. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του Κ. Καραμανλή από τους πολιτικούς φίλους του και ειρωνικός από τους πολιτικούς αντιπάλους του: «όλοι περιμένουν με αγωνία τι θα δηλώσει ο Θεός για την πολιτική κατάσταση». 4. αυτός που είναι πολύ ικανός σε αυτό με το οποίο ασχολείται: «ο Ν. Γκάλης υπήρξε ο Θεός του μπάσκετ», εξ ου και οι θαυμαστικές ιαχές των οπαδών της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζε παλιότερα ο Γκάλης: είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός. Υποκορ. Θεούλης, ο και Θεουλάκης, ο· βλ. και λ. θεός. (Ακολουθούν 257 φρ.)·
- αδικία απ’ το Θεό, βλ. λ. αδικία·
- άι στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- άκρη Θεού, βλ. λ. άκρη·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, άλλα θέλουν, επιθυμούν οι άνθρωποι και άλλα ο Θεός αποφασίζει: «είχα αποφασίσει να πάω με την οικογένειά μου διακοπές, όμως αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί, βλέπεις, άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει». Πρβλ. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει·  
- αν θέλει ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, ο άνθρωπος θεωρεί φυσικό να απορρίπτει ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει·
- Ανάσταση Θεέ μου! (Θεούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- ανθρωπάκι του Θεού, βλ. λ. ανθρωπάκι·
- άνθρωπος του Θεού, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άντε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, από τα άγρια μεσάνυχτα: «σηκώθηκε απ’ τη νύχτα του Θεού να πάει στη δουλειά του»·
- απ’ το Θεό να το ’βρεις! α. ευχή σε κάποιον να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό που μας έκανε. «απ’ το Θεό να το ’βρεις, παιδάκι μου, για το καλό που μου ’κανες!» β. πιο συχνά ως κατάρα σε κάποιον να τιμωρηθεί από το Θεό για το κακό που μας έκανε. (Δημοτικό τραγούδι: ο πόλεμος αρχίνησε στο τέλος του Οχτώβρη κι ο κερατάς ο Μουσουλή (= Μουσολίνης) απ’ το Θεό να το ’βρει
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «ε ρε και να σου τύχαινε, λέει, το λαχείο! -Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί!». Είναι και φορές που λέγεται και με παικτική διάθεση στον τύπο απ’ το στόμα σου και στου Θεού το ους(!)·
- από Θεού, βλ. συνηθέστ. εκ Θεού·
- αρνάκι του Θεού, βλ. λ. αρνάκι·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, έκφραση με την οποία απευχόμαστε να συμβεί το κακό για το οποίο γίνεται λόγος: «ας μην το δώσει ο Θεός να πάθεις κι εσύ το κακό που έπαθα εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου
- ας τον κρίνει ο Θεός, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον στην κρίση του Θεού επειδή αδυνατούμε να τον κρίνουμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αμαρτίας του: «αφού χτυπάει τους γέρους γονείς του, ας τον κρίνει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: με ντρόπιασε στους φίλους μου, πήγε να με πεθάνει· ας τηνε κρίνει ο Θεός, γι’ αυτά που μου ’χει κάνει
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκομαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- γαμώ το Θεό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «όλα τα λάθη, γαμώ το Θεό μου, εγώ θα τα κάνω!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ το Θεό σου, αυτή την γκρίνια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως παραπάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, βλ. λ. αύριο·
- για (τ’) όνομα του Θεού! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «για όνομα του Θεού, κάνε κάτι να βοηθήσουμε το παιδί!». β. παρακλητική έκφραση για την αποτροπή κάποιου κακού ή δυσκολίας: «για όνομα του Θεού, μη μας συμβεί κανένα ατύχημα, γιατί στην ερημιά που βρισκόμαστε, χαθήκαμε». γ. έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για κάτι κακό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον: «για τ’ όνομα του Θεού, κόψε επιτέλους αυτό το πιοτό, γιατί θα σε καταστρέψει! || για όνομα του Θεού, μην έχεις κάθε μεσημέρι το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών, γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε!». δ. έκφραση έκπληξης ή αμφισβήτησης για κάτι που βλέπουμε ή που μας λένε: «για όνομα του Θεού, είναι σόι πράγματα να μαλώνουν τ’ αδέρφια! || για όνομα του Θεού, γίνονται σήμερα αυτά που λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το και της Παναγίας·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, λ. πουλί·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- για το Θεό! βλ. φρ. προς Θεού(!)·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, α. αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα, δεν έχω προκοπή: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, δε βλέπει Θεού πρόσωπο». β. είμαι πολύ άτυχος: «σε μένα θα τύχει το λαχείο που δε βλέπω Θεού πρόσωπο!». γ. ζω σε σκοτεινό, σε υπόγειο χώρο, όπου δε φτάνει ο ήλιος: «μένει σ’ ένα υπόγειο διαμερισματάκι και δε βλέπει Θεού πρόσωπο»· βλ. και φρ. δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο·
- δε με σώζει ούτε (ο) Θεός ή δε με σώνει κι ο Θεός, δεν υπάρχει από πουθενά σωτηρία, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξα με τα ναρκωτικά, δε με σώζει ούτε Θεός || έχω τόσα πολλά χρέη, που δε με σώζει ούτε ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός·έχω γίνει μέσ’ στον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, δε σέβεται το Θεό και, κατ’ επέκταση, είναι εντελώς αδίστακτος: «μπορεί για εκατό ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί δε φοβάται ούτε Θεό αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω δε με λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, έκφραση αισιοδοξίας και συμπαράστασης σε δυστυχισμένο άτομο, που του υπενθυμίζουμε τη μεγαλοσύνη και το αμέριστο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο: «βέβαια, σου ’τυχαν πολλές ατυχίες μαζί, αλλά κάνε κουράγιο, γιατί δε χάνει κανέναν ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: ας λένε πως δε χάνει κανέναν ο Θεός,μ’ αδίκησε ο κόσμος, με ξέχασε κι αυτός
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, έκφραση παράπονου από κάποιον, που έχει περιπέσει σε μεγάλη δυσκολία, σε αδιέξοδο·
- δεν έχει Θεό ή δεν έχει το Θεό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αχαρακτήριστο, αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο: «μπροστά σ’ όλους τους επισήμους σκάλιζε με το δάχτυλο τη μύτη του. -Δεν έχει το Θεό του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδίστακτο: «μην ξανοίγεσαι πολύ σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν έχει το Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις·σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, στερεότυπη μοιρολατρική έκφραση, όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες φυσικές καταστροφές ή μεγάλες ατυχίες στη ζωή μας·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, δεν ξέρω πώς ακριβώς συμπεριφέρεται, δε γνωρίζω το χαρακτήρα του: «φαίνεται για καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει»·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε Θεού πρόσωπο»·
- δόξα να ’χει ο Θεός ή δόξα τω Θεώ ή δόξα σοι ο Θεός, δοξαστική επίκληση στο Θεό, όταν είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των πραγμάτων στη ζωή μας ή ως απάντηση ικανοποίησης στην ερώτηση κάποιου τι γίνεσαι ή τι γίνεται ή τι κάνεις ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα. (Λαϊκό τραγούδι: πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δε σε φτάνω, ήλιε μου πόσο είσαι πάνω και δόξα τω Θεώ).Συνών. δόξα ο γιαραμπής ή δόξα τω γιαραμπή·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, μόνο αυτά που μας δίνει ο Θεός έχουν αξία, όπως υγεία, τύχη, μακροζωία κ.ά., ενώ των ανθρώπων που είναι υλικές προσφορές δεν αξίζουν τίποτα: «δε με νοιάζει για τα πλούτη σου, γιατί, δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου, τίποτα δεν είναι»·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο Θεού, βλ. λ. δώρο·
- ε μα το Θεό! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το Θεό, σταμάτα αυτές τις αγριοφωνάρες σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- ε ρε τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
 - έδωσε ο Θεός και…, ευδόκησε: «έδωσε ο Θεός κι έγινε καλά ο άνθρωπος || έδωσε ο Θεός και κατάλαβε το λάθος του»· βλ. και φρ. έκανε ο Θεός και(…)·
- είμαι Θεός, είμαι ο πρώτος και καλύτερος, ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους ή έχω αυτή την εντύπωση: «όταν ήμουν νέος, μέσα στην παρέα μας ήμουν Θεός κι όλοι έκαναν αυτό που τους έλεγα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι βαρεμένος απ’ το Θεό, είναι ανόητος, βλάκας ή τρελός εκ γενετής: «τι να τον βαρέσεις, δε βλέπεις που είναι βαρεμένος απ’ το Θεό!»·
- είναι ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι, Θεέ μου, φύλαγε, α. είναι πολύ επικίνδυνος: «είναι ένας απατεώνας, ο Θεός να σε φυλάει». β. έχει ένα ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό: «είναι ένας μπεκρής, ο Θεός να σε φυλάει». γ. η ασθένεια για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ επικίνδυνη: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για το έιτζ, είναι Θεέ μου φύλαγε»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, λέγεται για κείνους που δρουν ή συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα, απάνθρωπα, και έχει την έννοια πως θα τιμωρηθούν από το Θεό (ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ): «με βρήκες αδύναμο και μ’ εκμεταλλεύεσαι, όμως θέλω να ξέρεις πως είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό, είναι εγκαταλελειμμένος από όλους και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. φρ. είναι, Θεέ μου, φύλαγε·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι σταλμένος απ’ το Θεό, είναι ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, δραστικότατος για καλό ή για κακό: «στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου με βοήθησε ένας παλιόφιλος, λες κι ήταν σταλμένος απ’ το Θεό || τούτη η βροχή είναι σταλμένη απ’ το Θεό || τέτοιο κακό, να ξέρεις, είναι σταλμένο απ’ το Θεό, μήπως και βάλουμε λίγο μυαλό»·
- είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είχε Θεό, υπήρξε πολύ τυχερός, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ατυχήματος: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε Θεό ο άνθρωπος, και τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές»·
- εκ Θεού, που προέρχεται από το Θεό: «αυτή η βροχή ήταν δώρο εκ Θεού || αυτός ο σεισμός ήταν τιμωρία εκ Θεού»·
- εκ Θεού άρξασθαι, σε κάθε ενέργεια ή σε κάθε καινούρια αρχή να επιδιώκεις την ευλογία του Θεού: «αύριο κάνει αγιασμό στο καινούριο του μαγαζί, γιατί εκ Θεού άρξασθαι». Κατάλοιπο του αρχ. ἐκ Διὸς ἄρξασθε· βλ. και φρ. όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει·
- έκανε ο Θεός και…, έκφραση ανακούφισης, επιτέλους: «έκανε ο Θεός κι επέστρεψε κάποια ώρα στο σπίτι ο γιος του, κι έτσι ησύχασε ο άνθρωπος || προς τ’ απόγευμα, έκανε ο Θεός και σταμάτησε ο Βαρδάρης»· βλ. και φρ. έδωσε ο Θεός και(…)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, λίγο πριν απαλλαγούμε από κάποια δυσκολία, από κάποια στενοχώρια και θα ανακουφιζόμασταν, εμφανίστηκε άλλη·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς κάτι (εκτός από το Θεό): «ένας Θεός ξέρει τι στενοχώριες περνάει αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο, σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας Θεός το ξέρει). Συνών. Κύριος οίδε(!)·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., δηλώνει αδυναμία για υπεύθυνη και σαφή πληροφόρηση: «ένας Θεός ξέρει αν αποφασίσει να ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πότε θα ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα || ένας Θεός ξέρει πώς θα ’ρθει με τέτοιον παλιόκαιρο»·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έκφραση που δηλώνει ηθική δέσμευση: «υπόσχομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων πως ποτέ δε θα σ’ αφήσω αβοήθητο»·
- ερημιά Θεού, βλ. λ. ερημιά·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξεκίνησαν όλοι για τη δουλειά»·
- έφτασαν στο Θεό, (για τιμές καταναλωτικών αγαπών) έχουν πολύ μεγάλη, εξωφρενική άνοδο: «αν βγεις στη λαϊκή με τριάντα ευρώ, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις σχεδόν τίποτα, γιατί οι τιμές έφτασαν στο Θεό»·
- έχει ο Θεός! α. έκφραση αισιοδοξίας ή έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρηγορήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ιδίως οικονομική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν θα τον αφήσει έτσι. (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιώτα μου, νταγιάντα κι έχει ο Θεός). β. μοιρολατρική έκφραση για κάποια δυσκολία που μας προέκυψε και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο Θεό, προσδοκώντας τη βοήθειά του: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά θα χρεοκοπήσουμε. -Έχει ο Θεός!»·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου, λ. κόσμος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, είναι εξαφανισμένος από την πιάτσα, ζει σε πλήρη αφάνεια: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε πως ήταν καταχραστής, ζει κρυφά απ’ το Θεό || έχει σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, που ζει κρυφά απ’ το Θεό»·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η βασιλεία του Θεού, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- ήμαρτον Θεέ μου! επιφώνημα έκπληξης ή αγανάκτησης: «ήμαρτον Θεέ μου, γίνονται αυτά τα πράγματα! || ήμαρτον Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει την πρόταση με την οποία αναφερθήκαμε άσχημα σε κάποιον ή τον κατηγορήσαμε, σαν να ζητάμε τη συγγνώμη του Θεού για αυτή μας την ενέργεια: «είναι τόσο κακός, που κάθε βράδυ γυρίζει σουρωμένος και δέρνει τη γυναίκα του, ήμαρτον Θεέ μου!» και συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα·
- θα μας δει ο Θεός, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δε συμπεριφέρεται σωστά στους συνανθρώπους του ή που ζει επιδεικτικά, σπάταλα σε μια γενικά δύσκολη εποχή και έχει την έννοια πως θα τον τιμωρήσει ο Θεός: «δεν είναι σωστό, με τόση φτώχεια που υπάρχει γύρω σου να κάνεις εσύ τόσο προκλητική ζωή, θα μας δει ο Θεός». Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο·
- θα μας κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση που ακούγεται ιδίως από ηλικιωμένους για νεαρούς που προκαλούν δημόσια με τη συμπεριφορά τους·
- θα σε κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που αδικεί απροκάλυπτα κάποιον, επιτιμητική έκφραση σε κάποιον με την οποία του υπενθυμίζουμε τη θεία δίκη: «δεν είναι σωστό να φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στους γονείς σου, γιατί θα σε κάψει ο Θεός»·
- θα σε τιμωρήσει ο Θεός, τελικά δε θα γλιτώσεις την τιμωρία: «μπορεί να τη γλίτωσες στο δικαστήριο με τους ψευδομάρτυρες που κουβάλησες, όμως στο τέλος δε θα τη γλιτώσεις, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις καταστρέψει το ζωή μου, μ’ έκανες κουρέλι εντελώς, κι αν θα τη γλιτώσεις από μένα, θα σε τιμωρήσει ο Θεός)· 
- Θεέ και Κύριε! έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης, για κάτι που βλέπουμε ή ακούμε·
- Θεέ βόηθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή Θεέ βοήθα! ή βοήθα Θεέ μου! επίκληση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ βόηθα να γίνει το παιδί μου καλά! || βόηθα Θεέ μου, να πετύχω στη δουλειά μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! / Χριστέ βόηθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή Χριστέ βοήθα! ή βοήθα Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου! κ. Θε μου! ή Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! ή Θε μου Μεγαλοδύναμε! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Θεέ μου, πώς δεν κατάλαβα ότι ήταν παλιάνθρωπος! || Θεέ μου, πάλι κέρδισε το λαχείο! || Θεέ μου, τι γυναικάρα είναι αυτή! || Θεέ μου, θα σκοτωθούμε! || Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω στ’ αλήθεια, Θεέ μου, δεν μπορώ να σε χάσω ποτέ μου // κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου,κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα // Θεέ μου Μεγαλοδύναμε που είσαι ψηλά εκεί πάνω, ρίξε μου λίγο τουμπεκί στον αργιλέ μου απάνω).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά μου! ή Παναγία μου! / Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), παράκληση στο Θεό να επέμβει υπέρ ημών σε κάποια δύσκολη στιγμή που περνάμε ή να επέμβει γενικά για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση που επικρατεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, (Θεούλη μου) κάνε να…, παρακλητική έκφραση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ μου, κάνε να βρει ο άντρας μου δουλειά || Θεούλη μου, κάνε να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! λέγεται με αγανάκτηση ή έκπληξη στο άκουσμα παράδοξων πληροφοριών, μεγάλης ανοησίας ή ασύστολης ψευδολογίας που μας λέει κάποιος, ή για παράξενα ή παράδοξα πράγματα που βλέπουμε·
- Θεέ μου σχώρα με, έκφραση με την οποία ζητάμε τη συγχώρεση του Θεού, όταν ανακοινώνουμε σε κάποιον τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες κάποιου, ή ακόμα, όταν αναφερόμαστε στις δικές μας: «είναι μπεκρής, χαρτοπαίχτης, παιδεραστής, Θεέ μου σχώρα με». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου σχώρα με,κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).Παρατηρείται σταυροκόπημα, ενώ, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου φύλαγε! επίκληση στο Θεός για προστασία: «Θεέ μου φύλαγε το παιδί από κάθε κακό!». Συνών. παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)· βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, οι ενέργειες του Θεού ή κάποιου ισχυρού ατόμου είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε ή να τις σχολιάζουμε: «άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει || με τόσο χρήμα που διαθέτει, άνθρωπέ μου, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει»·
- Θεός να φυλάει βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον, να συγχωρεθούν όλοι όσοι έχουν πεθάνει στην οικογένειά του, αλλά να συγχωρεθεί και αυτός ο ίδιος, όταν πεθάνει. Λέγεται ιδίως από τους ζητιάνους στο δρόμο ή έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία μετά την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή και πριν από αυτή, όταν μας τη ζητούν με τη στερεότυπη φρ. μια βοήθεια χριστιανοί, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σας·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, να συγχωρεθεί για ό,τι κακό μπορεί να έχει κάνει στη ζωή του: «καλά που ήταν και ο τάδε, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, που με βοήθησε και γλίτωσα τη φυλακή»·
- Θεός σχωρέσ’ το, (ειρωνικά για πράγματα) χάθηκε ή καταστράφηκε ή σίγουρα θα καταστραφεί: «ακόμα για κείνο τ’ αυτοκίνητο που είχα μιλάς, πάει, Θεός σχωρέσ’ το || αφού έδωσες τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν τον ατζαμή, Θεός σχωρέσ’ το»·
- Θεός σχωρέσ’ τον, α. ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εκλιπόντος. β. δηλώνει πως κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, πως σίγουρα θα πεθάνει: «αφού έχει καθολικό καρκίνο ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον»·
- Θεός φυλάξοι! ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Θεός φυλάξοι! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, Θεός φυλάξοι!». Συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα. Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / μακριά από δω! / μακριά από μας(!)· βλ. και φρ. Θεέ μου φύλαγε(!)·
- Θεού θέλοντος, αν θέλει ο Θεός, θα γίνει κάτι που επιθυμώ: «Θεού θέλοντος, όλα θα πάνε καλά»·βλ. και φρ. με το θέλημα του Θεού, λ. θέλημα·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και αν ευνοεί η γενική κατάσταση που επικρατεί για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος όλα θα πάνε καλά»·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, με τη βοήθεια του Θεού, τη γενική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και την καλή πορεία της υγείας μου για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, θα πάω φέτος να κάνω κι εγώ διακοπές στην πολυδιαφημισμένη Χαλκιδική»·   
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ενήργησε όπως σε καθοδηγήσει ο Θεός ή, εντέλει, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα: «εγώ σου είπα πώς έχει η κατάσταση, από δω και πέρα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός»·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, για όλους μεριμνεί ο Θεός: «μη στενοχωριέσαι και όλα θα περάσουν, γιατί κανέναν δε χάνει ο Θεός»·
- … κι άγιος ο Θεός, έκφραση που δηλώνει πως κάτι καλό ή κακόεπαναλαμβάνεται κι έχει διάρκεια: «δουλειά κι άγιος ο Θεός || τεμπελιά κι άγιος ο Θεός»·
- κι ο Θεός βοηθός, ευχετική επίκληση για θεϊκή βοήθεια, ιδίως με την έναρξη κάποιας εργασίας ή προσπάθειας που είναι αμφιβόλου αποτελέσματος: «εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά κι ο Θεός βοηθός»· βλ. και φρ. ο Θεός βοηθός(!)·
- μα το Θεό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε σε κάποιον: «μα το Θεό, δε σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και σκέφτομαι, μα το Θεό,στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, ο όρκος δίνεται μετά την απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός(!)·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, λέγεται για τόπο πολύ απομονωμένο, απομακρυσμένο, ή για άνθρωπο που ζει απομονωμένος: «εδώ που ήρθα, ζω μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα, και να πεθάνω, κανείς δε θα το μάθει»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μάρτυς μου ο Θεός, έκφραση για να βεβαιώσουμε κάποιον πως του λέμε αλήθεια: «μάρτυς μου ο Θεός, όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως στα λέω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, λέγεται στην περίπτωση που γενικά συμβαίνουν πολλά δεινά μαζεμένα:  «απ’ τη μια οι σεισμοί, απ’ την άλλη οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες από δω, τα δυστυχήματα από κει, μας ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, ξαφνικά συμπεριφέρθηκα ανόητα, άστοχα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, τρελά, όπως ποτέ δε συμπεριφερόμουν: «κάποια στιγμή με πήρε ο Θεός τα μυαλά και τους έκανα άνω κάτω με τις αγριοφωνάρες μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λες και·
- με στράβωσε ο Θεός, βλ. φρ. με πήρε ο Θεός τα μυαλά·
- με το ευλογητός ο Θεός ημών, με την αρχή, με το ξεκίνημα μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κάποιας διαδικασίας: «τον πήρα για μια δουλειά που είχα κλείσει και με το ευλογητός ο Θεός ημών ήθελε να τον πληρώσω! || με το ευλογητός ο Θεός ημών της ακροαματικής διαδικασίας, φάνηκε αμέσως ποιος ήταν ο αθώος και ποιος ο ένοχος». Αναφορά στην εκκλησιαστική φρ. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ  εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, με την οποία αρχίζει η κάθε ακολουθία·    
- με το θέλημα του Θεού, βλ. λ. θέλημα·
- με του Θεού τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία του Θεού: «με του Θεού τη χάρη πέρασα όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι
- μένω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- μετά φόβου Θεού, βλ. λ. φόβος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, δε βρήκα από κανέναν και από πουθενά βοήθεια, κυνηγήθηκα από τους πάντες: «ένα διάστημα δεν είχα πού την κεφαλήν κλίνη· μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς πάνω στο κορμί μου, άλλαξ’ ο καιρός μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου). Συνήθως λέγεται με παράπονο ή με ένα αίσθημα εγκατάλειψης·
- μη για όνομα του Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως παράτολμο ή κακό: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού!». Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούμε και το λόγο για τον οποίο αποτρέπουμε το συνομιλητή μας να προβεί στην πράξη που δηλώνει: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί θα σκοτωθούμε! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί έχει μικρά παιδιά να θρέψει!»·
- μη για το Θεό! βλ. φρ. μη για όνομα του Θεού(!)·
- μια χαρά Θεού ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει ο Θεός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός κάθε μέρα στη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’ρχεται, μα το Θεό να… ή μα το Θεό, μου ’ρχεται να…, λέγεται στην περίπτωση που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα νιώθουμε έντονη και ισχυρή την τάση να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον παλιάνθρωπο, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να τον σπάσω στο ξύλο || κάθε φορά που βλέπω αυτόν το φουκαρά, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να βάλω τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- να έχεις την ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! είδος όρκου για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον, αναφορά στη θεϊκή τιμωρία για να τονίσουμε τις καλές μας προθέσεις: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, να με κάψει ο Θεός! || αν κάνω εγώ αυτό το πράγμα, να με κάψει ο Θεός!»·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, λέγεται ως ευχή σε κάποιον, γιατί ο άνθρωπος σε μια δύσκολη στιγμή έχει απεριόριστη αντοχή, οπότε το υπονοούμενο είναι πως, αν του δώσει ο Θεός όσα μπορεί να αντέξει, τότε θα του δώσει πάρα πολλές δυσκολίες· 
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, είδος κατάρας με την έννοια, να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο»·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. φρ. ας μην (το) δώσει ο Θεός·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! είδος κατάρας που απευθύνουμε εναντίον κάποιου·
- νεράκι του Θεού, βλ. λ. νεράκι·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, μετά από περίοδο δυσκολιών, άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση μου, άρχισα πάλι να ευημερώ: «μετά τη βοήθεια που δέχθηκα απ’ το φίλο μου, ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο»·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, ο Θεός δεν τιμωρεί τυχαία τους ανθρώπους: «ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, και νομίζει πως ο Θεός ρίχνει την τιμωρία και σ’ όποιον πάει, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει»·
- ο δούλος (η δούλη) του Θεού, βλ. λ. δούλος·
- ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει κανείς κάποιον και να μην το πληρώσει αργά ή γρήγορα·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, ηπιότερη έκφραση του ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε (βλ. φρ.)·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. συνηθέστ. ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, χαρακτηριστική έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, καθώς βλέπει άλλους να πορεύονται με επιτυχία και προκοπή·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, ο Θεός μπορεί να αργεί πολλές φορές να επέμβει για βοήθεια ή για τιμωρία, αλλά σίγουρα κάποτε επεμβαίνει: «κάποια μέρα θα τιμωρηθείς από τη θεία δικαιοσύνη για το κακό που μου έχεις κάνει, γιατί ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί»·
- ο Θεός ας με συχωρέσει ή ο Θεός να με συχωρέσει, βλ. φρ. Θεέ μου σχώρα με·
- ο Θεός βοηθός! παράκληση ατόμου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να το βοηθήσει· βλ. και φρ. κι ο Θεός βοηθός·
- ο Θεός είναι μεγάλος! α. παρηγορητική υπενθύμιση της μακροθυμίας του Θεού σε περίπτωση απογοήτευσης ή υπενθύμιση της σωτήριας βοήθειας του Θεού σε περίπτωση μεγάλης δυστυχίας: «κάνε λίγο υπομονή και να δεις που όλα θα περάσουν, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε πήρε κάποιος άλλος, ο Θεός είναι μεγάλος). β. δηλώνει πίστη πως τα πράγματα θα διορθωθούν: «μπορεί να περνάω δύσκολες μέρες, αλά ο Θεός είναι μεγάλος κι όλα θα φτιάξουν!»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! μόνο ο Θεός κι εγώ γνωρίζουμε τι βάσανα και τι δυσκολίες πέρασα για να πετύχω κάτι: «ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι πέρασα για ν’ αγοράσω αυτό το σπιτάκι! || ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι τράβηξα για να σπουδάσω τα παιδιά μου!»·
- ο Θεός κι η ψυχή του, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει για θέμα που μας αφορά ή και που αφορά τον ίδιο και που έχει μια διάθεση δυσπιστίας για το αν ενεργήσει σωστά, όπως πρέπει: «εγώ πάντως του ζήτησα συγνώμη. Από εκεί και πέρα ο Θεός κι η ψυχή του || εγώ, ό,τι συμβουλή ήταν να του δώσω, του την έδωσα, τώρα το τι θα κάνει, ο Θεός κι η ψυχή του»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «δεν ξέρεις πόσο θέλω να γίνει καλά ο πατέρας σου! -Ο Θεός κι ο λόγος σου! || ε ρε και να σου τύχει το λαχείο που αγόρασες! -Ο Θεός κι ο λόγος σου!»·
- ο Θεός μαζί σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας ενέργειάς του·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει. (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει αν… (Λαϊκό τραγούδι: κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό, τη βαλίτσα μας στο χέρι κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε σταθμό
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του, ευχή σε κάποιον που πέθανε·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), παράκληση κάποιου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να τον βοηθήσει·
- ο Θεός να δώσει! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «πολύ θα χαρώ, αν περάσει ο γιος σου στο πανεπιστήμιο! -Ο Θεός να δώσει»·
- ο Θεός να ευδοκήσει! βλ. φρ. ο Θεός να δώσει(!)·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. φρ. ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!)·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ευχή να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφέρομαι ή να μην είναι έτσι το κακό που λέω για κάποιον, μακάρι να διαψευστώ: «άκουσα πως ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη || ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά έμαθα πως η τάδε του τα φοράει του φίλου μας»·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, λέγεται στην περίπτωση που απευχόμαστε να συμβεί και σε μας το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε: «έμεινε ολομόναχος στη ζωή, γιατί έχασε όλη του την οικογένεια σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. -Ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό»·
- ο Θεός να μη το δώσει, ευχή για να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφερόμαστε·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, έκφραση με την οποία δείχνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας σε πολυαγαπημένο μας πρόσωπο·
- ο Θεός να σ’ ευλογεί, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να έχει την ευλογία του Θεού: «ο Θεός να σ’ ευλογεί, φίλε μου, που με βοήθησες»·
- ο Θεός να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, ευχή ατόμου, που βοηθήσαμε, να αποζημιωθούμε από το Θεό ή κατάρα ατόμου, που του κάναμε κάποιο κακό, να τιμωρηθούμε από το Θεό·
- ο Θεός να σε φυλάει, ευχή σε κάποιον να έχει την προστασία του Θεού: «ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους κακούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: Σακραμέντο και Νοτάη ο Θεός να σε φυλάει. Πέρασα κι από το Φρίσκο όλο μπελαλήδες βρίσκω
- ο Θεός να σε φωτίσει ή να σε φωτίσει ο Θεός ευχή σε κάποιον να τον καθοδηγήσει ο Θεός, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει με τον ορθό, το σωστό, τον ενδεδειγμένο τρόπο, να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση: «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό εύχομαι να σε φωτίσει ο Θεός να κάνεις το σωστό»·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να τον καθοδηγεί ο Θεός, ώστε να ενεργεί ορθά, σωστά, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλή·
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρει δεξιά, ευχή σε κάποιον, που βασανίζεται από κάποιο πρόβλημα, να βρεθεί ευνοϊκή λύση, να έχει αίσια κατάληξη·
- ο Θεός να στα φέρνει (πάντα) δεξιά, ευχή σε κάποιον, που μας πληροφορεί πως γενικά όλα τα πράγματα στη ζωή του πηγαίνουν ευνοϊκά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν ευνοϊκά, ή ευχή σε κάποιον, που μας βοήθησε, να είναι ευτυχισμένος, χωρίς προβλήματα·
- ο Θεός να το κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά χρηστικότητα είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω ακαταλληλότητας ή, και αν την έχει, είναι μηδαμινή ή και επικίνδυνη:  «αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο, γιατί φοβάσαι και να μπεις μέσα || αγόρασε ένα διαμέρισμα, αλλά ο Θεός να το κάνει διαμέρισμα, γιατί είναι στο υπόγειο μιας παλιάς οικοδομής»·
- ο Θεός να τον κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που το αποδίδουν ή, και αν τις έχει, είναι μηδαμινές: «θα πάω στο γιατρό μου για μια εξέταση. -Ο Θεός να τον κάνει γιατρό αυτόν τον κομπογιαννίτη || έδωσα την υπόθεσή μου σ’ έναν δικηγόρο, αλλά ο Θεός να τον κάνει δικηγόρο, γιατί είναι απ’ τους μεγαλύτερους χασοδίκες»·
- ο Θεός να φυλάει! βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, δηλώνει εμμονή σε κάποια απόφασή μας: «ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, εγώ δεν αποσύρω τη μήνυση που του ’κανα || ο Θεός ο ίδιος να με παρακαλέσει να μην πάω, εγώ θα πάω για να του μπω στο μάτι»·
- ο Θεός πάντα το καλό, ευχετική προσφώνηση ανάμεσα σε πότες, την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους να πιουν. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και (κι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, έκφραση που δηλώνει πως η τύχη είναι ευμετάβλητη και συνήθως απευθύνεται προειδοποιητικά σε κείνους που παινεύονται για την καλή τους τύχη: «μην κοκορεύεσαι για την καλή σου τύχη, γιατί ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει»· βλ. και φρ. ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, ο Θεός στέλνει τις μεγάλες στενοχώριες, τις μεγάλες συμφορές, τα μεγάλα βάρη, σε κείνους που μπορούν να τα αντέξουν: «ό,τι κακό και να σου τύχει εσένα, δε σε φοβάμαι, γιατί ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι»·
- ο Θεός της Ελλάδας, βλ. λ. Ελλάδα·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, παράλληλα με τη φροντίδα του Θεού, πρέπει και εμείς να φροντίζουμε για τα προς το ζην: «εσύ την άραξες στο σπίτι σου και τα περιμένεις όλα απ’ το Θεό. Βέβαια, ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά». Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «γι’ αυτόν δεν πρέπει ν’ ανησυχείς, γιατί ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει». Συνών. αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο Λόγος του Θεού, βλ. λ. λόγος·
- ο Νόμος του Θεού, βλ. λ. νόμος·
- οίκος (του) Θεού, βλ. λ. οίκος·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, όποιον αγαπά ο Θεός τον υποβάλλει σε δοκιμασίες: «η στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες που σου τυχαίνουν, γιατί όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει». Πρβλ.:
ν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. (Παύλου Προς Εβραίους, ιβ΄ 6]·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, όποιος ελεεί φτωχό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. Η φρ. υπάρχει γραμμένη σε πολλές εκκλησίες·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεού: «δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή, γιατί όλα γίνονται όπως ορίσει ο Θεός»·
- οργή Θεού, βλ. λ. οργή·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, παρ’ όλη την εργατικότητα του ανθρώπου αν δεν υπάρχει και η θεϊκή βούληση, τότε δε θα μπορέσει να προκόψει·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, είναι και φορές που η ατυχία μας εμποδίζει να απολαύσουμε τα οφέλη από τις προσπάθειές μας, τα αγαθά τον κόπων μας: «καμιά φορά έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή, που, όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί»·   
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών, όταν έχουμε την προστασία του Θεού, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα κακό από οποιονδήποτε·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι γι’ αυτά που λέει και κάνει, γιατί, όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, από το ότι, τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου είναι ρευστά, απρόβλεπτα και εξαρτιόνται από τη βούληση του Θεού: «πάνε ν’ ανάψεις κανένα κεράκι τώρα που ξεκινάς καινούρια δουλειά, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει»·    
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα πραγματοποιήσουμε ή δε θα αφήσουμε να πραγματοποιηθεί κάτι που τον συμφέρει ή που τον ωφελεί: «δε θα τον πάρω στη δουλειά μου, ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει || δε θα του δώσω την άδεια που θέλει, ούτε το Θεό μπάρμπα  να ’χει»·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παιδιά του Θεού, βλ. λ. παιδί·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγε στο Θεό, πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο σχωρεμένος και σίγουρα η ψυχή του πήγε στο Θεό». Συνηθισμένη δικαιολογία σε μικρό παιδί για το θάνατο ατόμου της οικογενείας του·
- πλάσμα του Θεού, βλ. λ. πλάσμα·
- πλούσια, Θεέ μου, τα ελέη σου! ή πλούσια τα ελέη του Θεού! αναφώνηση ευχαριστίας προς το Θεό για την αφθονία αγαθών, ιδίως τροφών που υπάρχουν σε ένα τραπέζι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! ξέσπασε με τέτοια οργή και μανία, που προξενούσε φόβο: «μόλις μας είδε να τεμπελιάζουμε, άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!»·
- προβατάκι του Θεού, βλ. λ. προβατάκι·
- προς Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό, ή έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας για κάτι κακό που μας προσάπτει κάποιος: «προς Θεού, πρέπει να προσέχουμε καλά μη μας συμβεί κανένα κακό! || μα τι λες, προς Θεού, ούτε που το σκέφτηκα να σε κατηγορήσω!»·
- πρώτα ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, έκφραση με την οποία θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία του καλού γείτονα: «ο καλός γείτονας είναι μεγάλη τύχη για κάποιον, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου»·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! α. έχω εξαντληθεί σωματικά ή οικονομικά: «ήταν τόσο κουραστική σήμερα η δουλειά, που πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! || έπεσε τέτοια αναδουλειά στο μαγαζί και το πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει!». β. μετά βίας συγκρατώ τα νεύρα μου, μετά βίας συγκρατιέμαι να μην ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου: «λέει τέτοιες ανοησίες και πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μόνο ή το μονάχα, ενώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άρθρο το·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. φρ. πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει(!)·
- σε τι Θεό πιστεύεις; λέγεται σε άτομο που συμπεριφέρεται με μεγάλη σκληρότητα και δηλώνει συνήθως παράκληση να συμπεριφερθεί πιο ήπια ή με επιείκεια: «μην τον κλείσεις φυλακή για μια κωλοεπιταγή, που δεν είχε να σου πληρώσει, σε τι Θεό πιστεύεις;»·
- σημαδεμένος απ’ το Θεό, αυτός που είναι ανάπηρος, σακάτης εκ γενετής: «τον τρώει ένα σαράκι, γιατί έχει ένα παιδί σημαδεμένο απ’ το Θεό»·
- στην ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- στο Θεό σου! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού! (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;)·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κάποιον, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ενεργεί, για την απόκτηση ζωτικών αναγκών στη ζωή του·
- συν Θεώ, με τη βοήθεια του Θεού: «συν Θεώ όλα θα πάνε καλά»·
- τ’ αγαθά του Θεού, βλ. λ. αγαθό·
- τα ελέη του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τα καλά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών: «τα καλά του Θεού έχουμε, δε μας λείπει τίποτα»·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- τέρμα Θεού, βλ. λ. τέρμα·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέρμα·
- τι Θεό λατρεύει, βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύει·
- τι Θεό λατρεύεις; βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύεις(;)·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πολλές φορές, τη φρ. προτάσσεται το πω πω ή το ε ρε·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. φρ. τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό·
- τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό, υποτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το χτυπήσουμε, γιατί η μεγάλη βλακεία του, η μεγάλη ανοησία του θεωρούμε πως είναι χτύπημα από το Θεό· 
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το Θεό, ειρωνική έκφραση ή έκφραση φιλοφροσύνης στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση ή άλλη διευκόλυνση που του κάναμε·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. φρ. το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, λ. παπάς·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), το λατρεύω, το αγαπώ πάρα πολύ, ιδίως το χρήμα: «όλοι στην οικογένειά μου ήταν τσιγκούνηδες άνθρωποι κι έτσι έμαθα κι εγώ να ’χω σαν Θεό το χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: την έσπασες στα γρήγορα, γι’ άλλο κορόιδο τρέχεις, γιατί το χρήμα αγαπάς και για Θεό το έχεις!
- τον αγαπάει σαν Θεό, τον υπεραγαπά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν τον αγαπάει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος το ’πε πως εγώ σε ξεχνώ, εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα στο κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ
- τον βλέπει σαν Θεό, τον υπεραγαπά, τον λατρεύει: «ο άντρας της δε της χαλάει χατίρι κι αυτή τον βλέπει σαν Θεό»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκανα Θεό ή τον έχω κάνει Θεό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Θεό να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα || τον έκανα Θεό ν’ αποσύρει τη μήνυση κι ευτυχώς που τον έπεισα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχω κάνει Θεό μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ γύρνα πίσω
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, πρόκειται για πολύ τυχερό, για πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο: «με ό,τι καταπιαστεί, βγάζει ένα σωρό λεφτά, λες και τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια»·  
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό μου ή τον έχω σαν Θεό (μου), τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ: «μην πεις κουβέντα για τον πατέρα του, γιατί τον έχει Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για μάννα μου έδωσες χολή
- τον κοιτάζω σαν Θεό, τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ και παράλληλα τον σέβομαι υπερβολικά: «τους γονείς του τους κοιτάζει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, σαν Θεό μου σε κοιτώ, αχ, σε λατρεύω σ’ αγαπώ· μα εσύ αδιαφορείς, δε γυρίζεις να με δεις
- τον ξέχασε ο Θεός, είναι υπέργηρος: «μη ρωτάς πόσο χρονών είναι, τον ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. μας ξέχασε ο Θεός·
- τον πήρε ο Θεός, πέθανε: «είναι μήνες τώρα που τον πήρε ο Θεός». Πρβλ. Άγιε μου Γιώργη γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τιμώρησε ο Θεός, τελικά δε γλίτωσε την τιμωρία: «μπορεί να ξέφυγε απ’ τους ανθρώπους, αλλά στο τέλος τον τιμώρησε ο Θεός»·
- του βγάζω το Θεό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε το Θεό μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μπορεί να του βγάζω το Θεό ανάποδα κάθε μέρα, επειδή του ανέθεσα δύσκολη δουλειά, αλλά τον πληρώνω διπλάσια». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του γαμώ το Θεό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον είδε που ενοχλούσε έγκυο γυναίκα κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε το Θεό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας του πως ήταν πάλι πιωμένος του γάμησε το Θεό || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε το Θεό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά.Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του Θεού το χρόνια δε σώνονται, α. λέγεται για τους βιαστικούς και ανυπόμονους ανθρώπους: «σιγά, ρε άνθρωπέ μου, μη βιάζεσαι, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται». β. λέγεται από αυτούς που δε βιάζονται, που αφήνουν για το μέλλον αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα, που αναβάλλουν συνεχώς: «έλα μωρέ, γιατί να βιαστώ, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται»· 
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. φρ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, λέγεται για την αφθονία υλικών αγαθών που έχει κάποιος, και που συνεχώς προστίθενται και άλλα: «πώς να μην είναι ευτυχισμένος, απ’ τη στιγμή που του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι;»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του χρωστάει ο Θεός, λέγεται για άτομο που, με ό,τι καταπιάνεται, κερδίζει με ευκολία πάρα πολλά λεφτά: «μην απορείς για το χρήμα που βγάζει αυτός ο άνθρωπος, γιατί του χρωστάει ο Θεός»·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! βλ. λ. ύψιστος·
- υψώνω τα χέρια μου στο Θεό, βλ. λ. χέρι·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, προκλήθηκε μεγάλη, ανυπολόγιστη καταστροφή από φυσικά κυρίως αίτια ή στοιχεία: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο || έγιναν τέτοιες πλημμύρες, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο»·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, βλ. λ. ψωλή.

ιστορία

ιστορία, η, ουσ. [<αρχ. ἱστορία], η ιστορία. 1. υπόθεση που τραβάει σε μάκρος: «θα κρατήσει πολύ ακόμα αυτή η ιστορία;». 2. μπελάς, βάσανο, δυσάρεστη ή περίπλοκη υπόθεση, μπερδεμένη κατάσταση: «δε θα σε πάρω μαζί μου, γιατί μου δημιουργείς συνέχεια ιστορίες || έμπλεξα με μια ιστορία και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». 3. το ψέμα: «άσε τις ιστορίες και πες μου την αλήθεια». 4. φανταστική διήγηση, φαντασιοπληξία: «τι ιστορίες είναι αυτές που μου λες!». 5α. το πρόσωπο με το οποίο έχουμε ερωτική σχέση: «έχω ραντεβού με την ιστορία μου, όχι όμως του Παπανδρέου, αλλά με τη δικιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ιστορία μου,αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο, είσαι αρρώστια μου μες τα στήθια μου και πώς θα σε βγάλω). β. η ερωτική σχέση: «είχα μια ιστορία με την τάδε, αλλά είναι καιρός που το διαλύσαμε». (Τραγούδι: στην ιστορία μας ο φίλος αυτός, είχε έναν ρόλο παίξει τελευταίο κι όπως με κοίταζε στα μάτια σκυφτός, μ’ έκανε αγάπη μου αδιάκοπα να κλαίω). Υποκορ. ιστοριούλα, η. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ανοίγω ιστορία ή ανοίγω ιστορίες, δημιουργώ κακό προηγούμενο από άστοχη ενέργειά μου, δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «αφού άνοιξες ιστορίες μ’ αυτόν τον άνθρωπο, δε σε καλοβλέπω». (Λαϊκό τραγούδι: οι κακές πληροφορίες, σου ανοίξαν ιστορίες
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση: «αυτό που λες είν’ άλλη ιστορία, για την οποία έχω πλήρη άγνοια». (Λαϊκό τραγούδι: αιτία ήταν η τιμή που χάθηκε η Τροία, το δείξαν οι αρχαίοι μας που ’χαν πυγμή κι αντρεία κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είν’ άλλη ιστορία). Συνών. αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- για να τελειώνει η ιστορία, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δίνουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση που συνήθως δε μας ευνοεί ή δε μας συμφέρει, ή για να δώσουμε τέλος σε μια υπόθεση ή κατάσταση, που μας ενοχλεί ή μας προβληματίζει: «όταν αντιληφθώ πως δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με κάποιον, υποχωρώ για να τελειώνει η ιστορία || στην περίπτωση που πρόκειται να γίνει καβγάς και να ’χουμε τραβήγματα με τις αστυνομίες, κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να τελειώνει η ιστορία || επειδή καιρό βρισκόμαστε σε συνεχείς διενέξεις, έδωσα όπως όπως ένα τέλος για να τελειώνει η ιστορία ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. έκλεισε η ιστορία·
- γράφω ιστορία, α. εκτελώ τόσο σημαντικό έργο ή μου συμβαίνει τόσο σπουδαίο ή παράξενο γεγονός, που θα μείνει στις επερχόμενες γενιές ή που θα μνημονεύομαι από τις επερχόμενες γενιές: «με την κατασκευή του Μετρό η κυβέρνηση γράφει ιστορία || έγραψε ιστορία με τις ανδραγαθίες του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν θα με φάνε τ’ άγρια θηρία, θα με γράψει και η ιστορία). β. καταγράφω διάφορα προσωπικά που έχουν σχέση με τον περίγυρό μου ή καταγράφω διάφορα γενικά συμβάντα που επηρεάζουν την κοινωνία: «πρώτα κάνει ένα σωρό βλακείες κι ύστερα κάθεται και γράφει ιστορία για να θυμάται». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή καρδιά που μένεις μοναχή στου κόσμου την κακία, καρδιά πικρή της πίκρας πάρε το χαρτί και γράψε ιστορία
- είναι μια πονεμένη ιστορία, βλ. λ. πονεμένος·
- έκλεισε η ιστορία, η υπόθεση ή ο ερωτικός δεσμός έπαψε να υπάρχει, δεν υφίσταται πια: «τι γίνεται με τη μήνυση που σου είχε κάνει ο τάδε; -Έκλεισε η ιστορία || τι γίνεται με την τάδε; -Έκλεισε η ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε, μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή· βλ. και φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- έχει ραντεβού με την ιστορία, καλείται να αντιμετωπίσει μια σπουδαία και καθοριστική υπόθεση, που θα έχει αντίκτυπο στο μέλλον του. Συνήθως χρησιμοποιείται για συλλογικές προσπάθειες ή από πολιτικούς: «η χώρα μας πρέπει να πετύχει οπωσδήποτε στους Ολυμπιακούς του 2004, γιατί έχει ραντεβού με την ιστορία || την Κυριακή η ομάδα μας έχει ραντεβού με την ιστορία, γιατί, αν κερδίσει, θα παίξει για πρώτη φορά στο τελικό της διοργάνωσης». Επίσης υπήρξε ένα από τα πρώτα συνθήματα του πασοκικού κινήματος, πριν αναλάβει για πρώτη φορά την εξουσία το 1981·
- έχω ιστορίες, έχω προβλήματα, έχω μπελάδες με κάποιον ή με κάτι: «αν θα ’ρθει ο τάδε στην εκδρομή, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί έχω ιστορίες μαζί του || έχω ιστορίες με τ’ αυτοκίνητό μου και το τρέχω κάθε τόσο στο συνεργείο». (Λαϊκό τραγούδι: βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, γιατί θα μπλέξεις άσχημα και θα ’χεις ιστορίες
- η ιστορία δε γυρίζει πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «το θέμα είναι πως ο γιος του σκοτώθηκε κι απ’ ό,τι ξέρεις, η ιστορία δε γυρίζει πίσω»·
- ιστορίες για αγρίους ή ιστορίες με αγρίους ή ιστορίες για αρκούδες ή ιστορίες με αρκούδες ή ιστορίες για θηρία ή ιστορίες με θηρία ή ιστορίες για Ινδιάνους ή ιστορίες με Ινδιάνους ή ιστορίες για φαντάσματα ή ιστορίες με φαντάσματα ή ιστορίες για φίδια ή ιστορίες με φίδια, λέγεται στην περίπτωση που ακούγονται από κάποιον απίθανα, απίστευτα, απαράδεκτα πράγματα, που υποτιμούν τη νοημοσύνη μας: «μας έλεγε μια ώρα ιστορίες για αγρίους κι εμείς, θέλαμε δε θέλαμε, καθόμασταν και τον ακούγαμε». (Τραγούδι: για κυρίες και κυρίους ιστορίες για αγρίους, θα ακούσεις, θα γελάσεις και το νόημα θα χάσεις
- και τελειώνει η ιστορία, βλ. φρ. για να τελειώνει η ιστορία·
- κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. κάνω θέμα, λ. θέμα·
- κάνω ιστορίες, δημιουργώ προβλήματα, δημιουργώ φασαρίες: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου πάμε, κάνει ιστορίες»·
- καυτή ιστορία, υπόθεση με ερωτικό περιεχόμενο ιδιαίτερα προκλητικό, ερεθιστικό: «κάνουμε πώς και πώς να ’ρθει στην παρέα μας, γιατί μας διηγείται διάφορες καυτές ιστορίες επώνυμων ανθρώπων»·
- λέει την ιστορία της ζωής του, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δίνει υπερβολικά μεγάλη έκταση σε κάποια διήγησή του: «του ζητήσαμε να μας πει πώς πέρασαν στην εκδρομή κι αυτός μας λέει την ιστορία της ζωής του»·
- μεγάλη ιστορία, υπόθεση που απαιτεί χρόνο και διάθεση για να εξιστορηθεί από κάποιον, γιατί είναι πολύπλοκη ή μπερδεμένη: «τι έγινε με κείνη την υπόθεση; -Τι να σου λέω, μεγάλη ιστορία»·
- μου άνοιξε ιστορία ή μου άνοιξε ιστορίες, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε ιστορίες»·
- παλιά ιστορία, γεγονός που διαδραματίστηκε κάποτε στο παρελθόν και ιδίως ερωτικός δεσμός: «δε μιλιόμαστε, γιατί έχουμε μια παλιά ιστορία που δε λέμε να την ξεπεράσουμε || δεν έχω τίποτα τώρα με την κυρία, αλλά τη χαιρετώ, γιατί είναι μια παλιά ιστορία». (Λαϊκό τραγούδι: με μια αγάπη καινούρια θα χαράξω πορεία, εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία, βλ. λ. θέση·
- ροζ ιστορία, βλ. λ. ροζ·
- το κάνω ιστορία, βλ. συνηθέστ. το κάνω θέμα, λ. θέμα·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, βλ. λ. ποτάμι.

καημός

καημός, ο, ουσ. [<μσν. καημός, από τον αόρ. κάηκα του ρ. καίγομαι + κατάλ. -μος], ο καημός. 1. μεγάλος ερωτικός πόθος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, έχει καημό για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτά μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε). 2. στενοχώρια, λύπη, παράπονο που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία: «έχει μεγάλο καημό, γιατί ο γιος του δεν πέρασε πάλι στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν θα γυρνάμε στο σπίτι την αυγή, να μ’ αγκαλιάζεις με αγάπη, με στοργή, μες τα φιλιά σου ο καημός μου να πνιγεί και όπου βγει). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, έλα να σε στείλω κάπου. -Άλλον καημό δεν είχα! Το ξέρεις πω μόλις τελειώσω τη δουλειά που κάνω, πρέπει να μεταφέρω στο υπόγειο το εμπόρευμα που ξεφόρτωσε το φορτηγό πάνω στο πεζοδρόμιο; || πρέπει να πάμε κι εμείς στη γιορτή του τάδε. -Άλλον καημό δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να βάλεις ένα χεράκι να τακτοποιήσω το υπόγειο; -Άλλο καημό δεν είχαμε! Έχω τόσες δουλειές, που δεν αδειάζω || μην ξεχάσεις να μου φέρεις την αθλητική φόρμα που σου ζήτησα. -Άλλο καημό δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στη φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα· 
- βάζω καημό, στενοχωριέμαι, λυπούμαι, παραπονιέμαι, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε κάποια επιθυμία μου: «έβαλε καημό, επειδή δεν πήγε διακοπές το καλοκαίρι || μόλις του πάει κάτι λίγο στραβά, βάζει καημό ο βλάκας». (Λαϊκό τραγούδι: αγόρι μου γλυκό σε πονώ, μην αμφιβάλεις και καημό μη βάλεις στον κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ 
- έξω ντέρτια και καημοί! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω φτώχεια και καημοί! βλ. λ. φτώχεια·
- καημό το ’χω, α. έχω έντονη επιθυμία να πραγματοποιήσω κάτι: «καημό το ’χω αυτό το ταξίδι». β. νιώθω έντονη λύπη, έντονο παράπονο, που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία μου: «καημό το ’χω να μου ’ρθουν κι εμένα μια φορά τα πράγματα ευνοϊκά»·
- καθένας με τον καημό του, καθένας σκέφτεται, μιλάει, ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν, που τον ταλαιπωρούν: «είναι ανθρώπινο ν’ ασχολείται ο καθένας με τον καημό του». (Λαϊκό τραγούδι: καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του έτσ’ είμαστε όλοι εμείς οι ναυτικοί). Συνών. καθένας με τον πόνο του· βλ. και φρ. καθένας με το πρόβλημά του, λ. πρόβλημα·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθεις ακριβώς στην ώρα του ραντεβού μας, θα σηκωθώ και θα φύγω. -Κι είχα έναν καημό!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- λέω τον καημό μου, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που με απασχολεί έντονα και μου δημιουργεί ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που λέω τον καημό μου στο φίλο μου, νιώθω καλύτερα»·
- μ’ αυτόν τον καημό πήγε, βλ. φρ. πήγε με τον καημό·
- με δέρνει ο καημός ή με δέρνουν οι καημοί, υποφέρω από κάποιον ψυχικό ή ερωτικό πόνο: «με δέρνει ο καημός, επειδή για τρίτη χρονιά δεν πέρασε ο γιος μου στο πανεπιστήμιο || με δέρνει ο καημός γι’ αυτή τη γυναίκα κι ούτε που τη νοιάζει». (Λαϊκό τραγούδι: μικρή νησιωτοπούλα, σαν κύμα του γιαλού με δέρνει ο καημός σου και έχασα το νου). Στον τύπο με δέρνει ένας καημός! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι καημός(!)·
- με τρώει ο καημός, με φθείρει ψυχικά: «με τρώει ο καημός απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν τρέχει τίποτα κι ούτε καημός με τρώει· αν είν’ καλά, βρε μάγκες μου, το μαύρο κομπολόι
- πήγε με τον καημό, πέθανε χωρίς να προλάβει να ζήσει κάτι που επιθυμούσε πολύ ή χωρίς να διευθετήσει μια στενόχωρη κατάσταση, χωρίς να απαλλαγεί από μια πηγή δυστυχίας: «πήγε με τον καημό να δει κάποτε το γιο του στον ίσιο δρόμο! || πήγε με τον καημό να δει την κόρη του αποκαταστημένη»· βλ. και φρ. τον έφαγε ο καημός·
- πνίγω τον καημό μου, δεν αφήνω να εκδηλωθεί κάποιος ψυχικός ή ερωτικός μου πόνος: «παρόλο το θάνατο του πατέρα μου πνίγω τον καημό μου, για να μη στενοχωρώ την οικογένειά μου || κάθε φορά που τη βλέπω πνίγω τον καημό μου, για να μην της δίνω χαρά που μ’ απέρριψε»· 
- το ’χω καημό, βλ. φρ. καημό το ’χω·
- τον έφαγε ο καημός, πέθανε από έντονη λύπη, γιατί δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει κάτι που επιθυμούσε: «δεν μπόρεσε να γλιτώσει την επιχείρησή του απ’ τη χρεοκοπία και τον έφαγε ο καημός»· βλ. και φρ. πήγε με τον καημό·
- του ’φυγε ο καημός, πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του: «επιτέλους, αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και του ’φυγε ο καημός».
 καθαρίζομαι, ρ. [<καθαρίζω], καθαρίζομαι. 1. σκοτώνομαι: «μέχρι τώρα καθαρίστηκαν κι απ’ τις δυο συμμορίες πέντε άτομα». 2. πεθαίνω: «στην Κατοχή καθαρίστηκε ένα σωρό κόσμος από την πείνα». 3. απαλλάσσομαι από κάτι που είναι βλαβερό, επιζήμιο ή άχρηστο, επανέρχομαι στη φυσιολογική κατάσταση, ξεκαθαρίζομαι: «πρέπει να καθαριστεί απ’ τους ημέτερους η διοίκηση για να μπορέσουν να μπουν οι σωστές βάσεις για την ανάπτυξη || τώρα που καθαρίστηκε η θέση σου, μπορείς να ξανακυκλοφορήσεις χωρίς να φοβάσαι τίποτα». 4. χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε τυχερό παιχνίδι: «κάθισα να παίξω μ’ ένα σωρό λεφτά και καθαρίστηκα εντελώς». (Λαϊκό τραγούδι: και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, ωσότου να καθαριστούν, τον αργιλέ να θυμηθούν).

καλός

καλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. καλός], καλός. 1. που είναι αγαθός, φιλικός, σπλαχνικός, αγαπητός, δίκαιος, καλοκάγαθος, τίμιος: «καλός άνθρωπος || καλή γυναίκα». 2α. επιτείνει το θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου: «καλός πατέρας || καλό παιδί || καλή παρέα || καλός πούστης || καλή πουτάνα || καλό κουμάσι || τι να σου πω, καλό φίλο διάλεξες!». (Λαϊκό τραγούδι: σαν καλή, καλή κυρία το ’σκασε στην ευκαιρία κι όλο πόζα και στολίδια βγήκε σ’ άλλα κεραμίδια). β. επιτείνει τα θετικά ενός ανθρώπου ή ενός αντικειμένου: «καλός μάστορας || καλός μηχανικός || καλός ποδοσφαιριστής || καλός καλλιτέχνης || δε μου βγήκε καλό το καινούργιο πλυντήριο». 3. (για καταστάσεις ή αντιδράσεις) επιτείνει το σημείο το οποίο συμφωνεί με τις προσδοκίες μας ή τις εκπληρώνει: «του ’δωσα ένα καλό χαστούκι, που είδε τον ουρανό σφοντύλι || πήρε μια καλή αύξηση και μπόρεσε να βουλώσει κάτι τρύπες». 4. (σε ευχές) αίσιος, ευνοϊκός: «να ’χεις καλό δρόμο || να ’χεις καλά γεράματα || να ’χει καλό τέλος η προσπάθειά σου». 5. το αρσ. ως ουσ. ο καλός, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρώων: «ο ηθοποιός Νίκος Περγιάλης, υπήρξε ο καλός του ελληνικού κινηματογράφου». 6. το αρσ. ως ουσ. ο καλός (μαζί με τις αντωνυμίες μου, σου, του, της) ο σύζυγος, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «ήρθε η τάδε με τον καλό της». (Δημοτικό τραγούδι: τάκου τάκου ο αργαλειός μου να σου κι έρχεται ο καλός μου). 7. το θηλ. ως ουσ. η καλή, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρωίδων: «η καλή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου υπήρξε η Ελένη Ζαφειρίου». 8. το θηλ. ως ουσ. η καλή (μαζί με τις αντων. μου, σου, του) η σύζυγος, η ερωμένη, η φιλενάδα: «πήρε την καλή του κι έφυγαν για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: και στ’ ορκίζομαι, καλή μου, να το θυμηθείς πως απόψε όλη νύχτα δε θα κοιμηθείς). 9α. το θηλ. ως ουσ. η καλή, η εμφανίσιμη, η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος: «πάνω στη βιασύνη του δε φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την καλή». β. η τελευταία αναμέτρηση σε ένα παιχνίδι, που το αποτέλεσμα ακυρώνει κάθε προηγούμενο και δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους αντιπάλους: «υπάρχει μεγάλη αγωνία σ’ όλους και τα στοιχήματα πέφτουν βροχή, γιατί θα παίξουν στο τάβλι την καλή». 10α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, η καλή πράξη: «δεν περνάει μέρα, που να μην κάνει το καλό». β. ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: «με τα λόγια όλοι θέλουν το καλό του τόπου μας!». γ. το καθαρογραμμένο αντίγραφο προχειρογραμμένου πρωτοτύπου: «αν καθαρόγραψες το συμβόλαιο, φέρε μου το καλό να το υπογράψω». δ. το επίσημο τετράδιο εργασιών μαθητή: «έλυσα πρώτα τις ασκήσεις στο πρόχειρο και τώρα θα τις περάσω στο καλό». Συνών. καθαρό (7α, β). 11. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καλά, τα υλικά αγαθά. (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, αφού έχω την αγάπη μου κοντά μου). 12α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, ρούχο που το χρησιμοποιούμε ως επίσημο και που, λόγω φτώχειας, δεν έχουμε δεύτερο για αλλαγή: «έχει ένα καλό πουκάμισοκαι το προσέχει σαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα, που ’χουν ένα φουστάνι καλό,που ’ν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα κι έχουν βλέμμα πικρό και δειλό).β. (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) το ρούχο που θεωρούμε ξεχωριστό, που το έχουμε αδυναμία: «ξεχώρισε και φόρεσε το καλό του πουκάμισο, αυτό που έχει την εντύπωση πως τον ομορφαίνει». 13.στον πλ. ως ουσ. τα καλά (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) τα επίσημα ρούχα: «φόρεσε τα καλά του και πήγε στο χορό || το βράδυ θα ’ρθετε όλοι με τα καλά σας». 14α. η κλητ. καλέ! ως επιφών. δηλώνει παράκληση, απορία, θαυμασμό ή ειρωνεία: «καλέ, βοήθησέ με λίγο! || καλέ, τι ’ν’ αυτά που λες! || πώς μεγάλωσες, καλέ!». (Λαϊκό τραγούδι: σιγά, καλέ, σιγά αμαξά την άμαξα, γιατί είναι μέσα η βλάμισσα).β. η κλητ. καλέ, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «καλέ, ποιον δρόμο πρέπει να πάρω για να βγω στο Βαρδάρι;». γ. πολλές φορές, προηγείται του ονόματος, δηλώνοντας παράκληση ή δυσφορία: «καλέ Γιώργο, φέρε μου  ένα ποτήρι νερό || καλέ Νίκο, πάψε να κάνεις φασαρία». δ. λέγεται και αντί ονόματος που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το αναφέρουμε: «να πάρω, καλέ, για λίγο τ’ αυτοκίνητό σου για να πεταχτώ μέχρι το σπίτι;». (Λαϊκό τραγούδι: και να της πω τα μυστικά που έχω στην καρδιά μου ότι η κόρη σου, καλέ,θα γίνει πια δικιά μου). 15. με άρθρο καλέ, ο, η (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της) (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωμένος, η ερωμένη, ο γκόμενος, η γκόμενα: «την είδα να σουλατσάρει με τον καλέ της στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’σαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θα ’μαι καλέ σου και θα σ’ ανάβω, μάγκα μου, εγώ το ναργιλέ σου). 16α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλά! έκφραση αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε: «όλο το βράδυ ήμουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. -Καλά!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία, που επιβάλλει στο συνομιλητή μας να πάψει να μιλάει άλλο. β. με παρατεταμένο το άλφα καλάαα! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, που όταν συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού επιτείνει την απειλή: «δεν έχω να σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω, τι θα μου κάνεις δηλαδή -Καλάαα!». 18. διατυπώνει δυσμενή ή μειωτική κρίση για κάποιον ή για κάτι: «καλό φίλο έχεις! || καλή γυναίκα διάλεξες! || καλό αυτοκίνητο αγόρασες!». Συνήθως άλλες φορές προτάσσεται και άλλες ακολουθεί το τι να σου πω ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ. Συνών. ωραίος (4). 19α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλό!θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή για κάτι που μας δείχνουν: «κάποια στιγμή σηκώθηκε ο τάδε και τον μαύρισε στο ξύλο. -Καλό! || σ’ αρέσει το καινούριο αυτοκίνητο που αγόρασα; -Καλό!»· βλ. και φρ. καλό ε! β. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο με παρατεταμένο το όμικρον καλόοοο! θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή μας δείχνουν ή όταν εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι που μας εντυπωσίασε πολύ: «σ’ αρέσει το καινούριο μου αυτοκίνητο; -Καλόοο! || ήταν καλό το έργο που είδες; -Καλόοο!». Επίρρ. καλά, α. ευχάριστα, ωραία, συμπαθητικά: «όλοι περάσαμε καλά στην εκδρομή». β. καλώς (βλ. λ.). Υποκορ. καλούλης, -α, -ι κ. καλούλικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 657 φρ.)·
- α εσύ είσαι καλός! έκφραση έκπληξης , απορίας ή δυσφορίας για άτομο που λέει ή υποστηρίζει άλλα από αυτά που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως, ή που αναιρεί ξαφνικά τα συμφωνηθέντα·
- α καλάααα!…, α. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει κάτι με την εντύπωση πως μας μεταφέρει κάποιο νέο, ενώ στην πραγματικότητα μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, που, ενώ φοβόμαστε πως θα μας πει κάτι που δε μας συμφέρει μας λέει κάτι που είναι εντελώς άσχετο με τους φόβους μας·
- α στο καλό σου! ή άι στο καλό! α. ευχετική έκφραση, ιδίως σε άτομο, που μας έκανε να γελάσουμε με κάτι που μας είπε ή με κάτι που έκανε μόνο και μόνο για να γελάσουμε. Συνήθως συνοδεύεται από χαριεντισμό χτυπώντας τον ελαφρά στο στήθος του με το ένα ή και με τα δυο μας χέρια. β. έκφραση απορίας ή αγανάκτησης: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άι στο καλό, αυτός δεν έχει να φάει! || άι στο καλό, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!»· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άι στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- ακούγεται καλά (κάποιος), α. είναι καλά στην υγεία του: «όχι μόνο ακούγεται καλά, αλλά λυγίζει και σίδερα». β. είναι ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος: «έχεις δει εσύ κάποιον που ακούγεται καλά, να μην είναι ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα;»·
- ακούω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «ακούω καλά, θέλεις να χωρίσουμε;»·
- ακούω καλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στο καλό, ρε παιδάκι μου, να κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω! || άμε στο καλό σου, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!». Συνών. άμε στη δουλειά σου(!)· βλ. και φρ. στο καλό(!)·  
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, έκφραση με την οποία θέτουμε προϋποθέσεις για μια καλή σχέση με κάποιον: «αν θες να τα ’χουμε καλά, θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου». Είναι και φορές που η φρ., ακολουθεί τις προϋποθέσεις που τίθενται, ενώ άλλες φορές αυτές οι προϋποθέσεις προτάσσονται: «θέλω να ’ρχεσαι στην ώρα σου, να μην κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά και να ’σαι ευγενικός με τους πελάτες, αν θες να τα ’χουμε καλά || αν θες να τα ’χουμε καλά, πρέπει να τηρείς τους κανόνες της επιχείρησης». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα με όπως σε κοιτώ και την καρδιά μου πάρ’ τη κι αν θες να τα ’χουμε καλά,να μη με λες μπερμπάντη
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. λ. κουβέντα·
- άναψε η συζήτηση για τα καλά, βλ. λ. συζήτηση·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άντε καλά! ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος με την έννοια μην κουράζεσαι να με πείσεις, μην κουράζεσαι να μας πείσεις, σε πιστεύω, σε πιστεύουμε: «όλο το βράδυ όλες οι γυναίκες με γυρόφερναν σαν τρελές, κι έτσι να έκανα το δαχτυλάκι μου, θα ’πεφταν όλες στα πόδια μου. -Άντε καλά!». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με αλλεπάλληλα ελαφρά χτυπηματάκια με την παλάμη στη ράχη του συνομιλητή·
- άντε καλέ! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «άντε καλέ, που θέλεις να πιστέψω τέτοιες μπαρούφες! || άντε καλέ, που η τάδε είναι η ομορφότερη της παρέας! || άντε καλέ, που τον πίστεψες πως θα σε πάρει μαζί του!». β. ειρωνική επιφωνηματική έκφραση σε θηλυπρεπή που τον βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·  
- άντε στο καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που ξεκινάει για κάπου: «άντε στο καλό και να μου φιλήσεις τους δικούς σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το παιδί μου ή το παιδάκι μου όταν η ευχή δίνεται από ηλικιωμένο άτομο. β. απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στο καλό, πριν με πιάσουν τα νεύρα και σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, κόψε, στρίβε και άντε στο καλό!).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, βλ. λ. Παναγιώταινα·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το καλό, (για προϊόντα) από αυτό που είναι καλής ποιότητας: «θέλω να μου βάλεις ένα κιλό τυρί, αλλά απ’ το καλό || βάλε μου να πιω ένα ουισκάκι, αλλά απ’ το καλό». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, Μεμέτη μου, με σε περνώ το ντέρτι μου, φουμάρω μαύρο απ’ το καλό εγώ μαζί με τη Μαριώ
- άρχισε τα καλά (του τάδε), λέγεται ειρωνικά ή και με δυσαρέσκεια ή δυσφορία για κάποιον που μιμείται την κακή συμπεριφορά ή ακολουθεί τις κακές συνήθειες κάποιου: «άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο || άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μπεκροπίνει || άρχισε κι αυτός τα καλά του φίλου του και χαρτοπαίζει»·
- ας είν’ καλά…, έκφραση με την οποία αδιαφορούμε για το κακό ή το δυσάρεστο που πάθαμε και δείχνουμε όλη την προτίμησή μας σε αυτό που αναφέρουμε: «δε με νοιάζει που έχασα τα λεφτά, ας είν’ καλά η υγεία μου»·  
- ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, ευχετική έκφραση, ιδίως για οικείο άτομο, να είναι καλά στην υγεία του και ας κάνει απρέπειες: «πάλι η γιαγιά σου τα ’βαλε χωρίς λόγο με τη γειτόνισσα. -Ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει»·
- ας είν’ καλά το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- ας είν’ καλά το πείσμα σου! βλ. λ. πείσμα·
- ας είσαι καλά, έκφραση ευχαριστίας σε άτομο που μας βοήθησε: «ας είσαι καλά, φιλαράκι μου, γιατί χωρίς τη βοήθειά σου δε θα κατάφερνα να ξεπεράσω τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν»·
- ας είσαι καλά που…, ειρωνική έκφραση ή έκφραση παράπονου σε άτομο που δε φέρθηκε καλά απέναντί μας, ιδίως που δε μας βοήθησε, ενώ θα μπορούσε να μας βοηθήσει: «τι έμαθα, ήσουν στο νοσοκομείο; -Ας είσαι καλά που ήρθες να με δεις || είναι αλήθεια πως έχασες εκείνη τη δουλειά; -Ας είσαι καλά που με βοήθησες να την πάρω»·
- ας κάνει καλά μόνος του, ας βρει τρόπο μόνος του να συνεχίσει μια δουλειά, μια υπόθεση ή να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται: «όσο μπορούσα να τον βοηθήσω, τον βοήθησα, από δω και πέρα όμως ας κάνει καλά μόνος του»·
- ας τα λέμε καλά, περίπου καλά, σχετικά καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα·
- άσ’ τα να πάνε στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ τα να πάνε στην ευχή(!)·
- άσ’ το να πάει στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ το να πάει στην ευχή(!)·
- άσ’ τον να πάει στο καλό! α. μην τον απασχολείς άλλο, άφησέ τον στην ησυχία του: «αφού ξέρεις πως δε συμμετείχε στον καβγά ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». β. (συμβουλευτικά ή απαξιωτικά για ενοχλητικό ή εριστικό άτομο) μην κάνεις φασαρία και ασ’ τον να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «αφού βλέπεις πως είναι ξεροκέφαλος ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του Θεού ή του Θεού και της Παναγίας. Συνών. άσ’ τον να πάει στην ευχή(!)·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτός (εσύ) και τα καλά του (σου), αρνητική έκφραση σε κάποιον ή για κάτι, που παρά τα υποτιθέμενα καλά που μπορεί να έχει ή να κρύβει, εντούτοις μας είναι ανεπιθύμητος. (Δημοτικό τραγούδι: αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσύ και τα καλά σου, σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη)· 
- αχ καλέ! α. θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει ταχταρίσματος σε λατρευτό μας πρόσωπο. Συνήθως το καλέ επαναλαμβανόμενο: «αχ, καλέ καλέ τι όμορφο παιδάκι που έχω εγώ!». Συνοδεύεται από χάδια στα μαλλιά ή από ελαφρά τσιμπηματάκια στα μάγουλα. β. ειρωνικό επιφώνημα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας· βλ. και φρ. καλέ άντες(!)·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βασίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω τα καλά μου, ντύνομαι με τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή, βάζω τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία»·
- βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- βάλ’ το καλά στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγήκε σε καλό, (γενικά) ενέργεια ή προσπάθεια εξελίχθηκε θετικά: «αποθήκευε ο κόσμος συνεχώς τρόφιμα κι εντέλει βγήκε σε καλό, γιατί σε λίγο καιρό υπήρξαν θεαματικές ανατιμήσεις»· 
- βλέπω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «ρε παιδιά, βλέπω καλά; Κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βρε άντε στο καλό! ή ρε άντε στο καλό! απειλητική έκφραση με την οποία υποδεικνύουμε σε κάποιον να φύγει από κοντά μας, γιατί μας έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός, ή για να μην του κάνουμε κάποιο κακό: «βρε άντε στο καλό, που επιμένεις να πεις κι εσύ τη γνώμη σου! || ρε άντε στο καλό μη σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, άντε στρίβε, ρε άντε στο καλό, γιατί αν σε γραπώσω σου παίρνω το λαιμό). Συνήθως παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να τινάζεται με διεύθυνση προς τα μπρος και πλάγια. Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το παιδάκι μου ή το άνθρωπέ μου·  
- βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έμεινε αμετάπειστο παρά τις συνεχείς μας προσπάθειες να το κάνουμε να αλλάξει γνώμη για κάτι: «βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τον είχα με τις ώρες για ν’ αποσύρει τη μήνυση, αυτός όμως εκεί, τίποτα!»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ.μέρα·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βρίσκεται σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- βρίσκομαι στις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός· 
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, βλ. λ. ψάρι·
- γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος ή γελάει καλά, που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- για καλά, βλ. φρ. για τα καλά·
- για καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- για καλό, α. λόγος ή ενέργεια που γίνεται με καλή πρόθεση: «εγώ το ’πα για καλό || εγώ το ’κανα για καλό». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «πήρα για καλό μαζί μου και την ομπρέλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: τις φιλινάδες να προσέχεις για καλό, είναι ζηλιάρες θέλουν πάντα το κακό)· βλ. και φρ. για καλό και για κακό·
- για καλό ήρθες; έκφραση που επιβεβαιώνει τις υποψίες μας πως η επίσκεψη κάποιου ατόμου θα μας στενοχωρήσει: «ήρθα να μου δώσεις κάτι δανεικά. -Για καλό ήρθες; || ήρθα να μου δώσεις τα δανεικά που μου χρωστάς. -Για καλό ήρθες; ». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ, είπα κι εγώ·
- για καλό και για κακό, α. για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρε για καλό και για κακό μαζί του και την ομπρέλα». Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν Ασφαλιστικής Εταιρείας: «για καλό και για κακό Ασπίς - Πρόνοια». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «επειδή υπάρχουν πολλά κλεφτρόνια στη γειτονιά, έβαλε για καλό και για κακό έναν συναγερμό στο σπίτι του»·
- για καλό μου (σου, του, της κ.λπ.) ή για δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για καλό δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.). (Λαϊκό τραγούδι: άλλαξε αν θέλεις, για καλό σου, τακτική, θα είσ’ αιτία που θα πάω φυλακή // μη με πάρεις στο λαιμό σου, άκου για καλό δικό σου, θέλω, φως μου, να σε παντρευτώ, θέλω να νοικοκυρευτώ )·
- για να ’χουμε και καλό ρώτημα ή για να ’χουμε καλό ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- για τα καλά, α. πολύ ικανοποιητικά: «ματσώθηκα για τα καλά». β. υπερβολικά: «έφαγα για τα καλά || εξαντλήθηκα για τα καλά». γ. απόλυτα, εντελώς, τελείως: «βολεύτηκα για τα καλά στο δημόσιο». δ. ολοκληρωτικά: «μαλώσαμε για τα καλά και δε θα του ξαναμιλήσω». (Λαϊκό τραγούδι: ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικράκι, ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικρό για τα καλά
- για το καλό, λέγεται για τη δικαιολόγηση χειρονομίας ή πράξης που γίνεται εθιμοτυπικά: «μια κι ήρθε στο σπίτι μου, του τράταρα ένα ουζάκι έτσι για το καλό || αφού μου ’φερε καλά νέα το παιδί, του ’δωσα κι εγώ ένα χαρτζιλικάκι για το καλό»·
- για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.) ή για το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για το καλό το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), για προσωπικό μου (σου, του, της κ.λπ) όφελος, για την προκοπή μου (σου, του, της κ.λπ): «ξέρω πως, ό,τι κάνεις, το κάνεις για το καλό μου και σ’ ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: πολλές φορές σου μίλησα εγώ, για το καλό σου, κι ας ήμουνα το θύμα σου το πρώτο το δικό σου // βάλε μυαλό για το δικό σου το καλό. Άλλαξε γνώμη, άλλαξε και στο τσαρδί σου άραξε
- για το καλό του χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- γίνομαι καλά, γιατρεύομαι, θεραπεύομαι: «είχα ένα πρόβλημα με την υγεία μου, αλλά, έπειτα απ’ τη θεραπεία που έκανα, έγινα καλά»·
- γίνομαι καλός, συμπεριφέρομαι ήπια, με καλοσύνη: «όσο σκληρός κι αν λένε πως είμαι στη δουλειά μου, όταν βλέπω πως όλοι δουλεύουν κανονικά, γίνομαι καλός»·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γράφω στο καλό, βλ. φρ. γράφω στο καθαρό, λ. καθαρός·
- δε βγαίνει σε καλό (κάτι), δεν έχει καλή κατάληξη: «η γκρίνια δε βγαίνει σε καλό». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι· το γρι-γρι-γρι να πάψεις και σε καλό δε βγαίνει
- δε βλέπω καλό, δε βοηθιέμαι, δεν ευεργετούμαι: «τώρα που έπεσα οικονομικά, δε βλέπω καλό από κανέναν
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, α. (για πρόσωπα) έχει πολλά αρνητικά, δε διορθώνεται με τίποτα  ή έχει μεγάλο πάθος σε κάτι, ιδίως όχι καλό, και δεν υπάρχει προοπτική καλυτέρευσής του: «είναι τόσο τρελός, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μεγάλος γυναικάς, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μανιώδης χαρτοπαίχτης, που δε γίνεται καλά με τίποτα». β. (για μηχανήματα) έχει ανεπανόρθωτη βλάβη, είναι πια άχρηστο: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητο, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
- δε θα (σου) βγει σε καλό, η ενέργεια, η πράξη, όπως γίνεται ή όπως έγινε, θα έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος σου: «αυτή η κατάληψη του εργοστασίου που ετοιμάζετε, δε θα σας βγει σε καλό || δε θα σου βγει σε καλό που αντιμιλάς το διευθυντή σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα σου βγούνε σε καλό όλ’ αυτά που κάνεις, αλανιάρικο, κοίταξε να μαζευτείς και μυαλό να βάνεις, παιχνιδιάρικο  
- δε θα τα πάμε καλά, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του, επειδή συνεχίζει να ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας ή επειδή, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις μας, συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός: «αν συνεχίσεις να βάζεις εμπόδια στη δουλειά μου, δε θα τα πάμε καλά || αν, παρά τις συστάσεις μου, συνεχίσεις να ενοχλείς την αδερφή μου, δε θα τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε μας τα λες καλά, έκφραση αμφισβήτησης, δυσφορίας στα λεγόμενα κάποιου, που δεν είναι αυτά που θέλαμε ή που περιμέναμε να ακούσουμε: «δε μας τα λες καλά, γιατί εγώ ξέρω πως αλλιώς έγιναν τα πράγματα || μια και σε βρήκα, δώσε μου εκείνα τα δανεικά που μου χρωστάς. -Δε μας τα λες καλά, γιατί γι’ άλλο πράγμα συναντηθήκαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δε με βλέπω καλά, α.  έκφραση επίγνωσης για την τιμωρία που με περιμένει: «αν μάθει ο διευθυντής πως έκανα πάλι κοπάνα, δε με βλέπω καλά». β. έκφραση επίγνωσης για την κακή πορεία της υγείας μου: «τον τελευταίο καιρό δε με βλέπω καλά, γι’ αυτό πρέπει να πάω να με δει ο γιατρός μου»· βλ. και φρ. δε σε βλέπω καλά·
- δε μου ’ρχεται καλά να…, έχω δυσκολίες, έχω αναστολές να συμπεριφερθώ ή να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεσή μου, με τη φιλοσοφία μου ή την κατάστασή μου: «δε μου ’ρχεται καλά να πάω μαζί τους στο γλέντι, γιατί πριν δυο μήνες πέθανε ο πατέρας μου || δε μου ’ρχεται καλά να τα βάλω με γέρο άνθρωπο || δε μου ’ρχεται καλά να μην του κάνω παρέα, επειδή είναι φτωχός»·
- δε μου στέκει καλά ή δε μου στέκεται καλά, (για είδη ένδυσης) δεν εφαρμόζει καλά επάνω μου είτε γιατί είναι κακοραμμένο είτε γιατί δεν είναι στα μέτρα μου: «το σακάκι δε μου στέκεται καλά στους ώμους»·
- δε μου φέρθηκε καλά, μου συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα ή δε με βοήθησε: «πήγα να του ζητήσω κάτι πληροφορίες για τη δουλειά και δε μου φέρθηκε καλά, γιατί μ’ έβαλε τις φωνές || είμαι πικραμένος μαζί του, γιατί, όταν ζήτησα τη βοήθειά του, δε μου φέρθηκε καλά»·
- δε σε βλέπω καλά, α. η εργασιακή σου θέση είναι επισφαλής ή πρόκειται να σου συμβεί κάποιο κακό για κάποια πράξη ή ενέργειά σου: «αν μάθει ο διευθυντής για το έλλειμμα που υπάρχει στο ταμείο, δε σε βλέπω καλά || αν μάθει ο αδερφός της ότι τα ’χεις μαζί της, δε σε βλέπω καλά». β. από την κακή όψη του προσώπου σου, αντιλαμβάνομαι πως έχεις πρόβλημα υγείας: «να πας να σε κοιτάξει κανένας γιατρός, γιατί τον τελευταίο καιρό δε σε βλέπω καλά»· βλ. και φρ. δε με βλέπω καλά·
- δε στέκει καλά ή δε στέκεται καλά, α. δεν είναι καλά στην υγεία του ή δεν έχει σώας τας φρένας του: «απ’ την όψη του προσώπου του κατάλαβα πως δε στέκει καλά ο τάδε || μη τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν στέκει καλά». β. δε βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «μη του ζητήσεις ούτε ευρώ, γιατί απ’ ότι ξέρω δε στέκεται καλά»· βλ. και φρ. στέκει καλά·
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δε χρωστάει καλό σε κανέναν ή καλό δε χρωστάει σε κανέναν ή σε κανέναν δε χρωστάει καλό, δεν έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, είναι ανάλγητος, σκληρόκαρδος: «όσο και να ’χεις ανάγκη, δε σε βοηθάει, γιατί δε χρωστάει καλό σε κανέναν». (Τραγούδι: και γράφ’ τον κόσμο στα παλιά σου τα παπούτσια κι έλα κράτα με σφιχτά καλό κανένας δε χρωστά
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δεν ακούγομαι καλά, α. έχω κάποια κρυφή στενοχώρια, που όμως γίνεται αντιληπτή στους άλλους από τον τρόπο της ομιλίας μου: «όσο και να θέλει να προσποιηθεί τον χαρούμενο, εγώ που τον ξέρω χρόνια καταλαβαίνω πως δεν ακούγεται καλά». β. δε βρίσκομαι καλά στην υγεία μου: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν ακούγομαι καλά»·
- δεν είδα καλό από κανέναν, όλοι μου συμπεριφέρθηκαν εχθρικά ή αδιάφορα, δεν είχα τη βοήθεια κανενός: «όταν μου ’τυχαν κάτι αναποδιές, δεν είδα καλό από κανέναν»·
- δεν είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστος: «έκανα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήμουν καλά»·
- δεν είμαστε καλά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε ή για κάτι που βλέπουμε: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν είμαστε καλά, πριν μια ώρα ήμασταν μαζί! || δεν είμαστε καλά, πάλι σουρωμένος είσαι!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι για καλό, λέγεται για κάτι που μπορεί να αποβεί σε βάρος μας, που προμηνύει κάτι κακό: «να ξέρεις πως αυτό το υπονοούμενο που πέταξε δεν είναι για καλό». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χαμε τι να ’χαμε δυο αμπάρια να ’χαμε για να ρίχνουμε τ’ αγόρια τ’ άτιμα τα μεσοφόρια που δεν είναι για καλό. Τζουμ τριαλαρό
- δεν είναι δήθεν και καλά, βλ. λ. δήθεν·
- δεν είναι καλά πράγματα αυτά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. λ. λογικός·
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν είναι στα καλά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράλογα και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος!». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν είσαι καλά! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητάει ή μας λέει παράλογα, παράδοξα πράγματα: «δεν είσαι καλά που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || δεν είσαι καλά που θα πας κολυμπώντας στο άλλο νησί!»·
- δεν είσαι με τα καλά σου! βλ. φρ. δεν είσαι καλά(!)· 
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν ήρθε για καλό, λέγεται για κάποιον που η παρουσία του σε ένα χώρο προμηνύει καβγά, φασαρία: «απ’ τη στιγμή που έμαθε πως τον κατηγόρησες κι ήρθε στο μπαράκι που συχνάζεις, να ξέρεις πως δεν ήρθε για καλό»·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν πάει καλά, α. (για πρόσωπα) πάσχει πνευματικά, έχει διανοητικό πρόβλημα: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν πάει καλά». β. έχει οικονομικές δυσκολίες: «μη ζητάς απ’ αυτόν δανεικά, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά». γ. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν αποδίδει: «έχει μια βιοτεχνία εσωρούχων, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά και προβληματίζεται αν θα την κρατήσει». δ. (για μηχανήματα) παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη λειτουργία του: «προχτές έβγαλα τ’ αυτοκίνητο απ’ το συνεργείο, αλλά πάλι δεν πάει καλά»·
- δεν παίρνει με το καλό, αντιμετωπίζεται μόνο δυναμικά με λόγια ή με έργα: «πρέπει να του ρίξεις κανένα βρισίδι, γιατί δεν παίρνει με το καλό || πρέπει να τον τραβήξεις ένα χέρι ξύλο, γιατί δεν παίρνει με το καλό»·
- δεν πάμε καλά, (γενικά) η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική ζωή παρουσιάζει προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, είναι δυσοίωνη ή εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει στα εργατικά συνδικάτα, δεν πάμε καλά || απ’ τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, δεν πάμε καλά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν πας καλά! έκφραση απορίας προς κάποιον που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «δεν πας καλά που θα σου δανείσω δέκα εκατομμύρια, επειδή είσαι γνωστός του φίλου μου!». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- δεν πας καλά, α. δεν είναι η σωστή πορεία, η σωστή κατεύθυνση, δεν είναι ο σωστός δρόμος αυτός που ακολουθείς για να φτάσεις στον προορισμό σου: «δεν πας καλά απ’ αυτόν το δρόμο για το Βαρδάρι». β. δεν είναι ο σωστός, ο ενδεδειγμένος τρόπος αυτός με τον οποίο ενεργείς για να φέρεις σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεσή σου: «δεν πας καλά, αν θέλεις να πάρεις το δάνειο που σου χρειάζεται»·  
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. φρ. δεν πατάς γερά·
- δεν περπατάς καλά, δεν ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά, έντιμα: «απ’ τη μέρα που έμπλεξες μ’ αυτή την παλιοπαρέα, δεν περπατάς καλά». Συνών. περπατάς στραβά·
- δεν τα πάμε καλά, α. δεν υπάρχει αρμονική σχέση μεταξύ μας: «όπου να ’ναι θα χωρίσω με τη γυναίκα μου, γιατί δεν τα πάμε καλά». β. έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί δεν τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν τα πάω καλά με..., α. δεν έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «δεν τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι κουτσομπόλης || δεν τα πάω καλά με το κάπνισμα || δεν τα πάω καλά με το ποτό». β. δε συνηθίζω κάτι: «δεν τα πάω καλά με τις εκδρομές»·
- δεν τα ’χουμε καλά, έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «δεν τα ’χουμε καλά, γι’ αυτό και δε μιλιόμαστε»·
- δεν το βλέπω καλά, (για αντικείμενα) δε βρίσκεται τοποθετημένο σε σίγουρη θέση και υπάρχει φόβος να πάθει κάποια βλάβη: «δεν το βλέπω καλά το κάδρο, όπως το κρέμασες στον τοίχο σε τόσο μικρό καρφάκι || πάρε από δω το βάζο, γιατί δεν το βλέπω καλά»·
- δεν το ’πιασα καλά! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για να κάνω ένα ταξίδι στο εξωτερικό; -Δεν το ’πιασα καλά!»· βλ. και φρ. α. δεν το ’πιασα καλά. β. δεν το ’πιασα! λ. πιάνω·
- δεν το ’πιασα καλά, δεν κατάλαβα καλά τι ακριβώς μου είπες, επανάλαβε αυτό που είπες, γιατί δεν το άκουσα ή δεν το κατάλαβα καλά: «πέρασε απ’ το μπαράκι ο αδερφός σου και ρωτούσε για σένα. -Δεν το ’πιασα καλά»· βλ. και φρ. δεν το ’πιασα καλά(!)·  
- δεν το ’χω σε καλό, το θεωρώ κακό οιωνό: «δεν το ’χω σε καλό, όταν βλέπω το πρωί μαύρη γάτα»·
- δεν τον βλέπω καλά, έχω την εντύπωση πως δεν είναι καλά στην υγεία του ή πως δεν είναι σε καλή οικονομική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό δεν τον βλέπω καλά, γιατί όλο βήχει || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί μετά τη ζημιά που έπαθε στο χρηματιστήριο δεν τον βλέπω καλά»·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δίνω το καλό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δουλεύω καλά, έχω ικανοποιητική πελατεία, είμαι ευχαριστημένος από την εμπορική κίνηση που κάνω στο μαγαζί μου: «δεν ξέρω οι άλλοι πώς δουλεύουν, πάντως εγώ δουλεύω καλά»·
- ε καλάααα! έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει, αν κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας κάτι που επιδιώκαμε, και μάλιστα δηλώνει πως το κατορθώσαμε με μεγάλη ευκολία: «τι έγινε ρε με την τάδε, την έριξες; -Ε καλάααα! || τι έγινε με τη δουλειά που είχες αναλάβει, την τέλειωσες; -Ε καλάααα!». Συνήθως παρατηρείται χαμόγελο επιτυχίας, που πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε και κάτσε καλά μέσα στο κέντρο» β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε το κάτσε καλά». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, έγινε το κάτσε καλά απ’ τον κόσμο για ένα εισιτήριο, γιατί σε λίγο άρχιζε το ματς». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά  που… ή να ’μαι καλά εγώ που..., δηλώνει την άμεση συμμετοχή ή ενέργειά μας για την επίτευξη κάποιου σκοπού ή για την αποφυγή κάποιας ανεπιθύμητης κατάστασης σε βάρος του συνομιλητή μας ή σε βάρος κάποιου, σε μένα οφείλεται που…: «εγώ να ’μαι καλά που μίλησα στο διευθυντή, γιατί αλλιώς δε θα την έπαιρνε τη δουλειά || να ’μαι εγώ καλά που τον παρακάλεσα και απέσυρε τη μήνυση που είχε σε βάρος σου || να ’μαι καλά εγώ που σε βοήθησα, γιατί αλλιώς δε τη γλίτωνες τη φυλακή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·   
- έδεσε για καλά ή έδεσε για τα καλά, α. (για πρόσωπα) σταθεροποιήθηκε, τακτοποιήθηκε απόλυτα, ιδίως σε κάποια θέση εργασίας: «βολεύτηκε στην τράπεζα κι έδεσε για τα καλά». β. επισκέφτηκε κάποιον σε ένα χώρο και παρέμεινε πολύ περισσότερο από το επιτρεπτό όριο: «ήρθε στο γραφείο μου να πιει έναν καφέ κι έδεσε για καλά». γ. εγκαταστάθηκε μόνιμα σε ένα τόπο: «ήρθε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, και επειδή του άρεσε η πόλη, έδεσε για καλά». δ. (για δουλειές ή υποθέσεις) ύστερα από τις κατάλληλες ενέργειες σταθεροποιήθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα: «μετά το δάνειο που πήρα η δουλειά έδεσε για τα καλά»·
- εδώ οι καλές οι πίπες! βλ. λ. πίπα·
- εδώ το καλό κουλούρι! βλ. λ. κουλούρι·
- εδώ το καλό το γάλα! βλ. λ. γάλα·
- εδώ το καλό το πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είδα καλό (από κάποιον), μου συμπεριφέρθηκε κάποιος με ενδιαφέρον, με αγάπη, με βοήθησε: «στις αναποδιές που μου ’τυχαν, μόνο απ’ τον τάδε είδα καλό»·
- είδες καλά; έλεγξες προσεκτικά(;): «είδες καλά αν τα κλειδιά είναι στο γραφείο μου; || είδες καλά αν κλείδωσα την πόρτα;»·
- είμαι απ’ τους καλούς ή είμαι με τους καλούς, είμαι άνθρωπος του νόμου, είμαι αστυνομικός: «πάψε να φοβάσαι, γιατί είμαι απ’ τους καλούς». Πέρασε σε κοινή χρήση από τα αστυνομικά έργα·
- είμαι καλά, έχω καλή υγεία, είμαι υγιής: «πριν από καιρό είχα κάτι προβλήματα με την καρδιά μου, αλλά τώρα είμαι καλά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καλά, καρδιά μου. Μη μου ανησυχείς. Εγώ, δεν πέφτω χάμου για να με λυπηθείς
- είμαι με τα καλά μου, είμαι ντυμένος με την επίσημη ενδυμασία μου, με τα επίσημα ρούχα μου: «δεν μπορώ να φορτωθώ αυτό το βρομοτσούβαλο, γιατί βλέπεις πως είμαι με τα καλά μου»· βλ. και φρ. είμαι στα καλά μου·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είμαι στα καλά μου, βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση, σκέφτομαι λογικά: «μα και βέβαια είμαι στα καλά μου που θέλω πίσω τα λεφτά που σου δάνεισα»· βλ. και φρ. είμαι στις καλές μου·
- είμαι στις καλές μου, είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, είμαι ευδιάθετος, έχω κέφια: «έχουν καταλάβει πως, όταν είμαι στις καλές μου, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ τίποτα, κι έρχονται και μου ζητούν τα πιο απίθανα πράγματα»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι από καλή οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι καλή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι καλό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- είναι καλός μέχρι βλακείας, βλ. λ. βλακεία·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- είσαι με τα καλά σου! ή είσαι στα καλά σου! έκφραση αμφισβήτησης για την καλή ψυχολογική ή για την ορθή διανοητική κατάσταση του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «είσαι στα καλά σου, που θέλεις να κάνεις το γύρο του κόσμου με τα πόδια!»· βλ. και φρ. τι λες άνθρωπέ μου; λ. άνθρωπος·
- είχε καλή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε καλό τέλος, βλ. λ. τέλος
- έκανε την καλή του, πλούτισε νόμιμα ή παράνομα: «δούλεψε σκληρά στην ξενιτιά, ώσπου έκανε την καλή του και γύρισε στο χωριό του || μπλέχτηκε στην εισαγωγή κάποιον λαθραίων τσιγάρων, έκανε την καλή του κι αποσύρθηκε»· βλ. και φρ. έπιασε την καλή·
- έλα στα καλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «έλα στα καλά σου, που θέλεις χωρίς δραχμή να μου αρχίσεις επιχειρήσεις». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπιασε τα καλά (του τάδε), βλ. συνηθέστ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- έπιασε την καλή, πλούτισε από παράνομη ιδίως δραστηριότητα: «έμπλεξε με διάφορες σκοτεινές δουλειές της νύχτας κι έπιασε την καλή»· βλ. και φρ. έκανε την καλή του·
- έφυγε μια και καλή, έφυγε για πάντα από έναν τόπο: «παντρεύτηκε στο εξωτερικό κι έφυγε μια και καλή απ’ την Ελλάδα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει και τα καλά του, δεν έχει μόνο ελαττώματα αλλά έχει και προτερήματα: «δεν μπορούμε να τον απορρίψουμε εντελώς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει και τα καλά του»·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, βλ. λ.πλευρά·
- έχει καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει καλή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχει καλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει καλή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει καλό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει καλό κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει καλό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- έχει καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει καλό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει καλούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει όλα τα καλά του, έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό παιδί έχει όλα τα καλά του, γιατί κατάγεται από πλούσια οικογένεια». (Τραγούδι: ο κυρ Μέντιος με την γκρίζα την ουρά δε συνήθιζε καπίστρι να φορά, είχε όλα τα καλά του και τα γαϊδουράγκαθά του, τα ξινά και πονηρά
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει και τις θετικές και τις αρνητικές του πλευρές: «αυτός ο άνθρωπος έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί, όταν είναι στα κέφια του δε χαλάει σε κανέναν χατίρι, όταν όμως έχει στα νεύρα του, δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό || αυτή η λιτότητα έχει τα καλά της, έχει και τα κακά της, γιατί, ενώ περνάμε τώρα δύσκολα, θα ’ρθει καιρός που θα τρώμε με χρυσά κουτάλια || είναι σπουδαίο αυτοκίνητο, δε λέω, αλλά έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί μπορείς να ταξιδεύεις άνετα και με ασφάλεια, αλλά από βενζίνη καίει όσο τρία αυτοκίνητα μαζί»·
- έχει τα καλά (του τάδε), βρίσκεται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση με τον τάδε ή πάσχει από την ίδια αρρώστια που πάσχει και ο τάδε: «τι έχει ο Θανάσης κι είναι στενοχωρημένος; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, θα χωρίσει κι αυτός με τη γυναίκα του || τι έχει ο Θανάσης και τρέχει όλο στους γιατρούς; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί και σ’ αυτόν παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά»·       
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, βλ. λ. μαρτυρία·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχει το καλό ότι…, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το προτέρημα, το πλεονέκτημα ότι…, που απαλύνει κάποιο ελάττωμα που αναφέραμε: «μπορεί να πίνει, αλλά έχει το καλό ότι, όταν πίνει, δεν οδηγεί || μπορεί να περνάμε περίοδο λιτότητας, αλλά αυτή η λιτότητα έχει το καλό ότι θα φέρει την ευημερία || μπορεί να είναι μεγάλο αυτοκίνητο, αλλά έχει το καλό ότι δεν καίει πολύ»·
- εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
- έχω καλές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω καλό σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω τις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- ζω καλά, ζω χωρίς στερήσεις, καλοζώ: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, ζω καλά»·
- η καλή γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
- η καλή κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
- η καλή μεριά, (για υφάσματα), βλ. λ. μεριά·
- η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, βλ. λ. νοικοκύρης·
- η καλή σου! αναφέρεται μειωτικά για κάποια που ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της: «ήρθε η καλή σου απρόσκλητη και μας έκανε άνω κάτω!»·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. λ. εποχή·
- η ώρα η καλή! βλ. λ. ώρα·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μια και καλή, εγκαταστάθηκε μόνιμα σε έναν τόπο: «του άρεσε τόσο πολύ η Θεσσαλονίκη, που ήρθε μια και καλή»·
- θα γίνει και κάτσε καλά ή θα γίνει το κάτσε καλά, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν εξακολουθήσεις να κάνεις φασαρία, θα γίνει το κάτσε καλά». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο του τάδε, γιατί απ’ ό,τι λένε θα γίνει και κάτσε καλά». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, μη στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα σε κάνω καλά, απειλητική έκφραση σε κάποιον με την έννοια του ξυλοδαρμού: «μόλις γυρίσουμε στο σπίτι, παλιόπαιδο, θα σε κάνω καλά»·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα να καταφέρεις τον δείνα· τον τάδε θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν φοβάσαι να τα βάλεις μαζί του, άσ’ τον, γιατί θα τον κάνω καλά εγώ»·
- θα φας καλά! α. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, πως μπορεί να κερδίσει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με κάποια γυναίκα: «πήγαινε να της κάνεις πρόταση να τα φτιάξεις μαζί της και θα φας καλά!». β. (απειλητικά) θα σε διορθώσω, θα σε τιμωρήσω σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «γύρνα το βράδυ στο σπίτι και θα φας καλά!»·
- θέλω το καλό του, ενδιαφέρομαι για την πρόοδό του, για την προκοπή του: «είναι πολύ καλό παιδί, γι’ αυτό θέλω το καλό του»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, βλ. λ. εμπόδιο·
- κάθεσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον, στον οποίο πρόκειται να ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κάθεσαι καλά στην καρέκλα σου; βλ. λ. καρέκλα·
- κάθισε καλά, βλ. φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά, δεν κάνω αταξίες, είμαι φρόνιμος: «όποιος δεν κάθεται καλά, θα τρώει ξύλο»· βλ. και φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και καλά, α. δήθεν, τάχα: «τα πάντα βρίσκονταν σε διάλυση και προσπαθούσε να με πείσει ότι και καλά δεν υπήρχε πρόβλημα». β. δηλώνει απαξίωση, άρνηση ή δυσφορία για κάτι το οποίο θεωρούν πως είναι η μόνη επιδίωξή μας: «ναι μωρέ, νομίζεις και καλά πως δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πλούτη και καλά μ’ αρέσει η φτώχεια κι η εργατιά κι αν παντρευτώ με τον καιρό θέλω εργάτη για να βρω
- και καλά μουνιά στους πούτσους μας! ή και καλό μουνί στον πούτσο μας! βλ. λ. μουνί·
- και κάτσε καλά! α. έκφραση υπερβολής για κάτι καλό που συνέβη: «στην εκδρομή περάσαμε και κάτσε καλά!», δηλ. περάσαμε πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ευχάριστα. β. έκφραση υπερβολής για κάτι κακό που συνέβη: «περάσαμε μια ταλαιπωρία και κάτσε καλά!», δηλ. καταταλαιπωρηθήκαμε. Συνών. και γαμώ!·
- και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, βλ. λ. δεχούμενα·
- καλά… (ακολουθεί χρονικός προσδιορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε έτσι, καλά Χριστούγεννα θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλές… και καλό(…)·
- καλά αποτελέσματα! βλ. λ. αποτέλεσμα·
- καλά γεράματα! βλ. λ. γεράματα·
- καλά δεξίματα! βλ. λ. δέξιμο·
- καλά θα κάνεις να…, α. πρέπει, επιβάλλεται να…: «καλά θα κάνεις να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος || καλά θα κάνεις να πας να χαιρετήσεις το νέο διευθυντή, γιατί έτσι είναι το πρέπον». β. λέγεται και υπό τύπον απειλής: «καλά θα κάνεις να πάψεις να ενοχλείς την κόρη μου»·
- καλά και…, βλ. φρ. καλά που(…)·
- καλά και άγια, βλ. λ. άγιος·
- καλά και περίκαλα, βλ. φρ. καλά κι ολόκαλα·
- καλά και όσια, βλ. λ. όσιος·
- καλά και σώνει, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: τι θες τα σούρτα φέρτα μπρος στο σπίτι της, καλά και σώνει πας να μπεις στη μύτη της
- καλά! καλά! έκφραση αμφισβήτησης ή ειρωνείας στα λεγόμενα κάποιου: «το πρωί έπινα καφέ με τον τάδε υπουργό. -Καλά! καλά!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία που με αλλεπάλληλο κούνημα της παλάμης μας προς το μέρος του συνομιλητή μας του επιβάλλουμε να πάψει να μιλάει άλλο ·
- καλά καλά, εντελώς, α. τελείως: «θέλω να τελειώσεις πρώτα καλά καλά τη δουλειά σου, κι ύστερα έλα να κουβεντιάσουμε || έφαγε καλά καλά στο σπίτι κι ύστερα ξεκίνησε για τη νυχτερινή διασκέδασή του». β. πριν ακόμη: «ακόμη δεν έμαθε καλά καλά τι πάει να πει ζωή και θέλει παντρειά». γ. πάρα πολύ καλά: «πέρασες καλά στο πάρτι; -Καλά καλά»·
- καλά καλά δεν…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως, μόλις κάναμε ή έγινε κάτι, επακολούθησε και κάτι άλλο: «καλά καλά δεν μπήκα το πρωί στο γραφείο μου κι ήρθε ο τάδε να μου ζητήσει δανεικά || καλά καλά δεν ήρθε απ’ το εξωτερικό κι αναγκάστηκε να φύγει αμέσως»· 
- καλά κάνω, α. έκφραση βεβαιότητας για την ορθότητα των ενεργειών μου στην ερώτηση απορίας κάποιου τι κάνεις; (με την έννοια, γιατί ενεργείς με αυτόν τον τρόπο;) ή έκφραση αδιαφορίας στην ίδια ερώτηση, με την έννοια να μη σε ενδιαφέρει πώς ενεργώ: «μα τι κάνεις, δε γίνεται έτσι η δουλειά. -Καλά κάνω || έτσι όπως χειρίζεσαι το θέμα θ’ αποτύχεις. -Καλά κάνω». β. έκφραση αδιαφορίας  για τον κακό χαρακτηρισμό που μας απευθύνει κάποιος: «είσαι μεγάλος τζαναμπέτης. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλος απατεώνας. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλο κορόιδο. -Καλά κάνω»·
- καλά κέρδη! βλ. λ. κέρδος·
- καλά κι ολόκαλα, πάρα πολύ καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν είμαστε καλά στην υγεία μας ή αν πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας·
- καλά κρασιά! βλ. λ. κρασί·
- καλά λέει! βλ. λ. λέω·
- καλά λέει ή καλά τα λέει, βλ. λ. λέω·
- καλά μας τα λες! με τα λόγια φαίνεται εύκολο να πραγματοποιηθεί αυτό που κουβεντιάζουμε, αλλά σίγουρα στην πράξη είναι διαφορετικά: «καλά μας τα λες! Αλλά χωρίς λεφτά σε πληροφορώ πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!»·
- καλά μυαλά! βλ. λ. μυαλό·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- καλά να πάθει! ή καλά να τα πάθει! έκφραση ικανοποίησης με χαιρέκακη ή εκδικητική διάθεση για άτομο που απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του ή που έπαθε κάτι κακό: «το ’μαθες που ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του; -Καλά να πάθει, γιατί δε μου το ’δωσε τότε που του το ζήτησα! || το ’μαθες πως ο τάδε βάρεσε κανόνι; -Καλά να πάθει, γιατί, όταν του ζήτησα κάποτε να με βοηθήσει, μου ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ωχ που δηλώνει την ικανοποίηση και συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία η παλάμη σέρνεται ελαφρά στο στήθος από το λαιμό προς την κοιλιά ή συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία ο αντίχειρας, ο δείκτης και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες τους κινούνται μπροστά στο στήθος από πάνω προς τα κάτω. Αρκετές φορές, παράλληλα με την κίνηση ακούγεται και ο ήχος ελαφριού φιλιού·
- καλά να πάθω ή καλά να τα πάθω, από τη στιγμή που δεν άκουσα κάποιον ή κάποιους που με συμβούλευαν να μην ασχοληθώ με κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ή εργασία, τώραπου απέτυχα, ας υποστώ τις συνέπειες. (Λαϊκό τραγούδι: καλά να πάθω, για να δω τώρα ποιος μ’ αγαπάει και ποιος στα μπατιρήματα την πόρτα μου χτυπάει
- καλά να ’σαι! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος τα λόγια του συνομιλητή του, που έχουν αρνητική σημασία για κάποιον ή για κάτι, σίγουρα: «αυτός, με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, σίγουρα μια μέρα θα καταλήξει στη φυλακή. -Καλά να ’σαι! || είναι τόσο σαπιοκάραβο που όπου να ’ναι θα βουλιάξει. -Καλά να ’σαι!». β. χωρίς καμιά αμφιβολία, με πλήρη βεβαιότητα: «είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει στην ώρα του; -Καλά να ’σαι, γιατί του είπα πως θα ’ναι κι η τάδε που τη γουστάρει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω παρατεταμένο. Συνών. όπως σε βλέπω και με βλέπεις·
- καλά νιάτα, κακά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·  
- καλά ντε! έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που απαιτεί πιεστικά να κάνουμε κάτι: «στο ’πα χίλιες φορές πως μέχρι το βράδυ θέλω να τελειώσεις τη δουλειά. -Καλά ντε!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μη βαράς ή τι βαράς ή με το μη σπρώχνεις ή τι σπρώχνεις·
- καλά ξεμπερδέματα! βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- καλά ξετελέματα βλ. λ. ξετέλεμα·
- καλά ξυπνητούρια! βλ. λ. ξυπνητούρια·
- καλά πάμε! απογοητευτική διαπίστωση για την πορεία κάποιας εργασίας, διαδικασίας ή υπόθεσης, που δεν εξελίσσεται καθόλου ικανοποιητικά: «μας ακύρωσαν όλες τις παραγγελίες. -Καλά πάμε! || η τράπεζα απέρριψε το δάνειο που ζητήσαμε. -Καλά πάμε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μάλιστα ή το ωραία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- καλά που…, ευτυχώς που…: «είχα μείνει χωρίς λεφτά και καλά που ’ρθε ο τάδε και γλίτωσα το ρεζίλεμα»·
- καλά που το μυρίστηκα, ευτυχώς που το προαισθάνθηκα, που το πρόβλεψα, που το υποπτεύθηκα, ιδίως κάτι κακό: «καλά που το μυρίστηκα πως θα γινόταν φασαρία και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: καλά που την ανθίστηκα τη μόρτικια τη φτιάξη και το μπεγλέρι στο τσαρδί το είχα μπουζουριάσει
- καλά σαράντα! βλ. λ. σαράντα·
- καλά σημάδια ή καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- καλά στερνά! βλ. λ. στερνό·
- καλά στέφανα! βλ. λ. στέφανο·
- καλά στεφανώματα! βλ. λ. στεφανώματα·
- καλά τέλη! βλ. λ. τέλος·
- καλά του ’κανες! έκφραση ικανοποίησης για τη δίκαιη τιμωρία ατόμου από κάποιον: «αφού ενοχλούσε όλον τον κόσμο, καλά του ’κανες και τον πλάκωσες στο ξύλο!». Συνήθως μετά τη φρ. ακούγονται διάφοροι χαρακτηρισμοί όπως του αλήτη, του παλιάνθρωπου (κ.ά.)·
- καλά τώρα! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «η κόρη του τάδε παντρεύεται τον τάδε εργοστασιάρχη. -Καλά τώρα, αυτή είναι κακάσχημη! || ο τάδε μου είπε πως θα χτίσει μια βίλα στη Χαλκιδική. -Καλά τώρα, αυτός με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»·  
- καλά Χριστούγεννα!  ειρωνική έκφραση σε κάποιον που, επιτέλους, μετά από καιρό αποφάσισε να ενδιαφερθεί για κάτι, που ή έχει ήδη τελειώσει ή έχει προχωρήσει αρκετά από κάποιον άλλον: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά, θα μου τη δώσετε; -Καλά Χριστούγεννα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ή το τώρα που ξύπνησες·
- καλέ άντε(ς)! α. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «αν μου δώσεις εκατό χιλιάδες σήμερα, σε μια βδομάδα θα σου επιστρέψω διακόσιες. -Καλέ άντες!». β. ειρωνικό πείραγμα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Συνήθως συνοδεύεται από τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω και πλάγια, με την παλάμη του ενός χεριού να κάνει μια περιστροφική κίνηση μπροστά στο πρόσωπο και την παλάμη του άλλου χεριού να ακουμπάει διπλωμένη πλάγια στη μέση, τρόπος με τον οποίο μιμούνται οι πούστηδες τις γυναίκες, ή συνοδεύεται από ένα ξεφώνημα που και αυτό μιμείται τη γυναίκα·
- καλέ, αφού δε φυσάει, γιατί κουνιέσαι; βλ. λ. κουνιέμαι·
- καλέ μου άνθρωπε! βλ. λ. άνθρωπος·
- καλέ σώπα! βλ. λ. σώπα·
- καλέ τι μας λες! ή καλέ τι μας λέτε! βλ. λ. λέω·
- καλές… (ακολουθεί χρονική ένδειξη, ώρα), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτό που συμβαίνει θα διαρκέσει, θα παραταθεί αρκετή ακόμη ώρα: «έτσι όπως δουλεύουμε, καλές εφτά θα τελειώσουμε || με την καθυστέρηση που είχαμε, καλές δέκα θα φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. καλά… και καλό(…)·
- καλές γιορτές! βλ. λ. γιορτή·
- καλές διακοπές! βλ. λ. διακοπή·
- καλές τέχνες, βλ. λ. τέχνη·
- καλή… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε με τόσο αργό ρυθμό, καλή Πρωτοχρονιά θα παραδώσουμε τη δουλειά»· 
- καλή ανάπαυση! βλ. λ. ανάπαυση·
- καλή Ανάσταση! βλ. λ. Ανάσταση·
- καλή ανάρρωση! βλ. λ. ανάρρωση·
- καλή αντάμωση! ή καλές αντάμωσες! βλ. λ. αντάμωση·
- καλή αρχή! βλ. λ. αρχή·
- καλή αρχή και καλό τέλος! βλ. λ. αρχή·
- καλή αυριανή! (ενν. ημέρα), βλ. λ. αυριανός·
- καλή βδομάδα! βλ. λ. βδομάδα·
- καλή διαμονή! βλ. λ. διαμονή·
- καλή διασκέδαση! βλ. λ. διασκέδαση·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών), βλ. λ. εξήγηση·
- καλή επιτυχία! βλ. λ. επιτυχία·
- καλή ευκολία! βλ. λ. ευκολία·
- καλή ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- καλή ησυχία! βλ. λ. ησυχία·
- καλή καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, βλ. λ. καρδιά·
- καλή κοινωνία! βλ. λ. κοινωνία·
- καλή κυρία! βλ. λ. κυρία·
- καλή λευτεριά! βλ. λ. λευτεριά·
- καλή μοίρα! βλ. λ. μοίρα·
- καλή όρεξη! βλ. λ. όρεξη·
- καλή παρηγοριά! βλ. λ. παρηγοριά·
- καλή πάστα, βλ. λ. πάστα·
- καλή πατρίδα! βλ. λ. πατρίδα·
- καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- καλή πράξη, βλ. λ. πράξη·
- καλή ’σαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλή Σαρακοστή! βλ. λ. σαρακοστή·
- καλή σου μέρα! βλ. λ. μέρα·
- καλή σου νύχτα! βλ. λ. νύχτα·
- καλή τη πίστει, βλ. λ. πίστη·
- καλή του ώρα! βλ. λ. ώρα·
- καλή τύχη! βλ. λ. τύχη·
- καλή φάση, βλ. λ. φάση·
- καλή φώτιση! βλ. λ. φώτιση·
- καλή χρονιά! βλ. λ. χρονιά·
- καλή χωσιά! βλ. λ. χωσιά·
- καλή ψαριά! βλ. λ. ψαριά·
- καλή ψυχή! βλ. λ. ψυχή·
- καλή ώρα σαν..., βλ. λ. ώρα·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), βλ. λ. ώρα·
- καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- καλό… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει , αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε μ’ αυτό το ρυθμό, καλό καλοκαίρι θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλά… και καλές… και καλή(…)·
- καλό ακούγεται, έκφραση με την οποία επικροτούμε αρχικά την πρόταση του συνομιλητή μας, χωρίς όμως να θεωρούμε δεδομένη την αποδοχή μας ή τη συμμετοχή μας: «με τα λεφτά που θα ρίξεις, αν θελήσεις να συνεταιριστείς μαζί μου, θα μπορέσουμε να κατακλείσουμε την αγορά με αυτό το είδος που έχει μεγάλη ζήτηση. -Καλό ακούγεται»· βλ. και φρ. ακούγεται καλά (κάποιος)·
- καλό, ε! έκφραση αυτοθαυμασμού, όταν θεωρούμε πως αυτό που είπαμε ήταν πολύ πετυχημένο, ή έκφραση με την οποία επιζητούμε την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας σε αυτό που είπαμε και που το θεωρούμε πολύ πετυχημένο·
- καλό αλλά λίγο, λέγεται για προσφορά που είναι ανεπαρκής ή μέτρια, ιδίως για φαγητό: «ότι φάγαμε ήταν καλό αλλά λίγο || σ’ άρεσε το φαγητό; -Καλό αλλά λίγο»·
- καλό βόλι! βλ. λ. βόλι·
- καλό βράδυ! βλ. λ. βράδυ·
- καλό δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλό είναι να υπάρχει, λέγεται για αγορά πράγματος, που μπορεί, όταν το αγοράζουμε, να μη μας είναι απαραίτητο, ενδέχεται όμως κάποτε να μας χρειαστεί: «πάρ’ το τώρα που το βρήκες σε καλή τιμή, γιατί καλό είναι να υπάρχει σ’ ένα σπίτι»·
- καλό ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- καλό και τούτο! βλ. φρ. καλό κι αυτό(!)·
- καλό καλοκαίρι! βλ. λ. καλοκαίρι·
- καλό κατευόδιο! βλ. λ. κατευόδιο·
- καλό κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- καλό κι αυτό! έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράλογο που μας ζητάει ή που μας λέει κάποιος: «θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη, καλό κι αυτό!»·
- καλό κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- καλό κουμάσι και του λόγου σου! βλ. λ. κουμάσι·
- καλό λέει! (γενικά) πάρα πολύ καλό: «ήταν καλό το φαγητό; -Καλό λέει! || ήταν καλό το έργο; -Καλό λέει!»·
- καλό μεσημέρι! βλ. λ. μεσημέρι·
- καλό μεσημέριασμα! βλ. λ. μεσημέριασμα·
- καλό μήνα! βλ. λ. μήνας·
- καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- καλό ξημέρωμα! βλ. λ. ξημέρωμα·
- καλό παιδί, βλ. λ. παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλό παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- καλό Πάσχα! βλ. λ. Πάσχα·
- καλό ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- καλό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- καλό στέριωμα! βλ. λ. στέριωμα·
- καλό ταξίδι! ή καλό σου ταξίδι! βλ. λ. ταξίδι·
- καλό τέλος! βλ. λ. τέλος·
- καλό τυχερό! βλ. λ. τυχερό·
- καλό υπόλοιπο! βλ. λ. υπόλοιπο·
- καλό φάρμακο, βλ. λ. φάρμακο·
- καλό χειμώνα! βλ. λ. χειμώνας·
- καλό χερικό, βλ. λ. χερικό·
- καλό(ν) ύπνο! βλ. λ. ύπνος·
- καλός αλλά λίγος, λέγεται για κάποιον που γενικά είναι ανεπαρκής, είναι μέτριος: «καλός είναι ο φίλος σου, αλλά λίγος || καλός μηχανικός αλλά λίγος || καλός συγγραφέας αλλά λίγος»·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός είναι και τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητά παράλογα, παράδοξα πράγματα: «θέλει τόσα λεφτά χωρίς να μου υπογράψει μια απόδειξη; Καλός είναι και τούτος!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά, σαν να ψάχνει ο ομιλών να δει κάποιον για να του δείξει, υποτίθεται, το άτομο στο οποίο αναφέρεται· βλ. και φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός είναι κι αυτός! λέγεται με δυσαρέσκεια για άτομο που δεν αποδείχτηκε καλό, που δεν αποδείχτηκε εντάξει: «καλά, όταν είχες ανάγκη δε σε βοήθησε ούτε ο φίλος σου; -Καλός είναι κι αυτός!»· βλ. και φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός είσαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλός κι άγιος, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι άγιος… (ακολουθεί κύριο όνομα) αλλά…, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι όσιος, βλ. λ. όσιος·
- καλός και τούτος! βλ. φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- καλός κι αυτός! βλ. φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός κύριος! βλ. λ. κύριος·
- καλός μαλάκας και του λόγου σου! βλ. λ. μαλάκας·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, βλ. λ. γάτα·
- καλός πολίτης! βλ. λ. πολίτης·
- καλού κακού, για κάθε πιθανή περίπτωση ή περίσταση, για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρα καλού κακού και το παλτό μαζί μου»·
- καλούς απογόνους! βλ. λ. απόγονος·
- καλούς κληρονόμους! βλ. λ. κληρονόμος·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε καλά, ενδιαφέρσου, ενεργοποιήσου, βρες τη λύση: «όσο μπορούσα να σε βοηθήσω σε βοήθησα, από δω και πέρα κάνε καλά». Πολλές φορές, άλλοτε μετά το ρ. της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακούγεται το εσύ·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλό, ενεργώ ευεργετικά στην υγεία, ωφελώ: «τα θαλάσσια μπάνια κάνουν καλό»· (γενικά) επενεργώ ευεργετικά: «αυτός ο άνθρωπος κάνει καλό σε όλους»·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: ρουλέτα είναι η ζωή και τσόχα η κοινωνία, άλλος την κάνει την καλή κι άλλος δεν έχει μία
- κάνω το καλό, ενεργώ ευεργετικά, επ’ ωφελεία: «όταν μπορώ, κάνω το καλό σ’ όποιον έχει ανάγκη». (Λαϊκό τραγούδι: χάρε μου, σε παρακαλώ, αν θέλεις, κάμε το καλό· ένα κορμί που λιώνει θ’ αναπάψεις – πια δε βαστώ, πια δε βαστώ
- κάνω τον καλό, προσποιούμαι τον καλό: «εμένα μη μου κάνεις τον καλό, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι»·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- κατά τ’ άλλα καλά, βλ. λ. άλλος·
- κάτσε καλά! α. (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) μη συμπεριφέρεσαι ανάρμοστα, άστοχα, μην κάνεις φασαρία, μην ατακτείς: «κάτσε καλά, γιατί θα φας ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουν ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά). Ακούστηκε πολύ ως σύνθημα κατά του υπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη στη διάρκεια των μαθητικών διαδηλώσεων κατά της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του στην Παιδεία: κάτσε καλά, κάτσε καλά, Γεράσιμε, Γεράσιμε, κάτσε καλά(!). β.(για πολλούς) κάτσετε καλά! (Λαϊκό τραγούδι: όμορφα τους μιλήσανε στο καπηλειό του Ντάλα – α! ρε μάγκες, κάτσετε καλά αχ, σαν τα παιδιά τα άλλα)·  
- κι εσύ και το καλό σου, απαξιωτική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι και με ό,τι άλλο καλό συνεπάγεται η επαφή μας μαζί του: «επειδή είσαι πλούσιος, έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να μας κάνεις ό,τι θέλεις, ε άντε λοιπόν κι εσύ και το καλό σου». (Δημοτικό τραγούδι: αχ παναθεμά σε, ξενιτιά, τζιβαέρι μου, κι εσύ και το καλό σου,σιγανά, σιγανά, σιγανά πατάω στη γη
- κι ο χορός καλά κρατεί, βλ. λ. χορός·
- κόβω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κοιμάται του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- κοίτα καλά, α. πρόσεχε, πρόσεξε: «κοίτα καλά, γιατί με τις παλιοπαρέες που έμπλεξες θα το φας το κεφάλι σου». β. έλεγξε προσεκτικά: «κοίτα καλά αν ξέχασα τα κλειδιά στο γραφείο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Νικολή, κοίτα καλά μη μας κάναν ζούλα το λουλά, μη μας πήραν το καλάμι κι απομείνουμε χαρμάνι
- κοίταξε καλά! απειλητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται με τρόπο που μας ενοχλεί ή μας θίγει: «κοίταξε καλά, γιατί αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε πετάξω έξω απ’ την τάξη! || κοίταξε καλά, γιατί αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!»·
- κρατήσου καλά! βλ. φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κρατιέμαι καλά, α. έχω πολλά χρήματα: «όσο κρατιέμαι καλά, δεν έχω την ανάγκη κανενός». β. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου: «παρ’ όλη την ηλικία μου κρατιέμαι καλά»·
- κρατιέσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον στον οποίο πρόκειται να του ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κάθεσαι καλά(;)·
- λέγε τα καλά να ’ρχονται καλά, ευχετική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα· βλ. και λ. καλομελετώ·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λίγα και καλά, βλ. λ. λίγος·
- λίγα λόγια και καλά, βλ. λ. λόγος·
- λίγα χρόνια και καλά, βλ. λ. χρόνος·
- μα καλά..., εισάγει έκφραση απορίας: «μα καλά, έχεις σκοπό να τα βάλεις μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο! || μα καλά, θα διαλύσεις την οικογένειά σου γι’ αυτή την παρδαλή;»·
- μα τι στο καλό! έκφραση έκπληξης ή απορίας για κάτι αρνητικό που διαρκεί: «μα τι στο καλό, πάλι όχι είπε! || μα τι στο καλό, ακόμη δεν ήρθε! || μα τι στο καλό, πάλι βρέχει! || μα το στο καλό, πάλι μεθυσμένος είσαι!»·
- με καλή παρέα και στην Κόλαση, βλ. λ. παρέα·
- με καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- με το καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με κάτι ή που έχει την πρόθεση να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάτι, ή σε κάποιον που μας αναφέρει πως σε λίγο καιρό περιμένει να εξελιχθεί κάτι επ’ ωφελεία του: «αύριο κάνω τα εγκαίνια του μαγαζιού μου. -Με το καλό! || σκέφτομαι να επεκτείνω τη δουλειά μου. -Με το καλό! || σ’ ένα μήνα απολύεται ο γιος μου απ’ το στρατό. -Με το καλό!». β. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας ανακοινώνει πως φεύγει για ταξίδι ή πως πρόκειται να ταξιδέψει: «φεύγω για Ρόδο και τρέχω να προλάβω τ’ αεροπλάνο. -Με το καλό! || την άλλη βδομάδα θα πάω στην Αθήνα για μια δουλειά. -Με το καλό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό, με ήπιο τρόπο, ήρεμα: «προσπάθησα να τον συμβουλέψω με το καλό, γιατί είναι πολύ νευρικό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: με το καλό δεν πιάνεσαι, με το κακό σε πήρα, με τα μυαλά που κυβερνάς, πάλι θα μείνεις χήρα
- με το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), λέγεται στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι ή πόδι, αν είμαστε δεξιόχειρες, ή το αριστερό χέρι ή πόδι, αν είμαστε αριστερόχειρες: «σημάδεψα προσεκτικά κι έριξα την πέτρα με το καλό μου || έστησα την μπάλα και την κλότσησα με το καλό μου»·
- με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι ή για μακροχρόνια απουσία: «πήγαινε τώρα στο στρατό να υπηρετήσεις τη θητεία σου και με το καλό να γυρίσεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να μας μπει και με το καλό να μας βγει, ευχή με διάθεση αστεϊσμού που ανταλλάσσουν δυο άτομα μεταξύ του την πρωτοχρονιά ή την πρώτη του μηνός, με την έννοια ο χρόνος ή ο μήνας που μπαίνει να περάσει χωρίς προβλήματα·
- με το καλό να πας! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που έχει την πρόθεση να αναχωρήσει για κάπου: «όταν τελειώσω το στρατιωτικό μου, θα πάω στη Γερμανία να συνεχίσω τις σπουδές μου. -Με το καλό να πας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι. Πρβλ.: σαν πας στην Καλαμάτα και ’ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντίλι να δέσω στο λαιμό (Δημοτικό τραγούδι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- μήπως δε βλέπω καλά; βλ. φρ. βλέπω καλά(;)·
- μια και καλή, α. οριστικά, τελειωτικά: «θέλω να ξεμπερδεύω μια και καλή μαζί σου». (Τραγούδι: κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη μια και καλή θα σε ξεγράψω). β. (για ενέργεια) με μια προσπάθεια, σε μια προσπάθεια: «έριξε στο στόχο του και πέτυχε μια και καλή». γ. συνεχόμενα, όχι τμηματικά: «σήκωσε το ποτήρι του κι ήπιε μια και καλή το ουίσκι»· βλ. και φρ. μια κι έξω, λ. έξω·
- μιλώ καλά; βλ. φρ. τα λέω καλά (;)·
- μόνο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- μου βγήκε σε καλό, η επιλογή που έκανα εξελίχθηκε υπέρ εμού, επ’ ωφελεία μου: «πήρα μέρος στο συνεταιρισμό τους με μισή καρδιά, αλλά στο τέλος μου βγήκε σε καλό, γιατί η δουλειά πήγε περίφημα»·
- μπα σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.) έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι αρνητικό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον ή από κάτι, και που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο: «μπα σε καλό μου, πώς κάνω τέτοια λάθη! || μπα σε καλό σου, πάλι μεθυσμένος είσαι! || μπα σε καλό του, πάλι έμεινε χωρίς λεφτά! || μπα σε καλό σου, πάλι εσύ θα πληρώσεις! || μπα σε καλό του, πάλι έχει δυνατά την τηλεόρασή του!»· βλ. και φρ. σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ)·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την αρνητική μας στάση ή τοποθέτηση για κάποιον ή για κάτι: «αν δε φέρνεις αντιρρήσεις σ’ αυτό που σου λέει, δε θα σ’ αφήσει ποτέ αβοήθητο. -Να λείπει κι αυτός και το καλό του, που θα χάσω την ανεξαρτησία μου || αν δεν έχεις λεφτά, θα σ’ αγοράσω εγώ τ’ αυτοκίνητο. -Να λείπει κι αυτό το καλό του, γιατί δε θέλω να σκοτωθώ»·
- ναι καλά! βλ. φρ. καλά τώρα(!)·
- να μη δεις καλό, είδος κατάρας, με την έννοια να μην προκόψεις στη ζωή σου·
- … νάν’ καλά, ευχετική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι που μας βοηθάει, μας συμπαραστέκεται ή μας κάνει χαρούμενους ή ευτυχισμένους για κάτι: «αγόρασε ό,τι θέλεις, κούκλα μου, τα λεφτά νάν’ καλά || η υγεία νάν’ καλά κι από λεφτά δουλεύεις και τ΄ αποκτάς || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, νάν’ καλά ο φίλος του που τον περιμάζεψε». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε βλάμισσα καλά, το πορτοφόλι νάν’ καλά, στα μπουζούκια σ’ έχω φέρει για να σπάσουμε νταλγκά
- να πας στο καλό! α. ευχετική έκφραση κατά την αναχώρηση κάποιου: «αφού ήρθε η ώρα να φύγεις, να πας στο καλό!». (Λαϊκό τραγούδι: μες στα μάτια κοίταξέ με τελευταία πια φορά. Στο καλό να πας, καλή μου, πάντα να περνάς καλά). β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας λέει πως θα φύγει, και μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του·
- να ’σαι καλά! α. φιλοφρονητική απάντηση στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος ύστερα από την εξυπηρέτηση που του κάναμε. β. ευχή σε κάποιον για υγεία. (Λαϊκό τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά
- να ’σαι καλά που…, α. έκφραση με την οποία επιβραβεύουμε την κίνηση ή την ενέργεια κάποιου, με την έννοια ευτυχώς που…: «να ’σαι καλά που με βοήθησες, γιατί αλλιώς δε θα τη γλίτωνα τη φυλακή». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «έμαθα πως ήσουν άρρωστος. -Να ’σαι καλά που ήρθες και με είδες!»·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, βλ. λ. βελέντζα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- ναι και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά·
- ντε και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλεις ντε καλά σώνει να πεθάνει δηλαδή
- ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του, βλ. λ. ξεμπερδεύω·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξεσήκωσε τα καλά (του τάδε), βλ. φρ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- ο αχ καλέ, βλ. λ. αχ·
- ο δρόμος του καλού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός πάντα το καλό, βλ. λ. Θεός·
- ο καλός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ο καλός καλό δεν έχει, τον έντιμο άνθρωπο δεν τον αφήνουν να προκόψει στη ζωή του: «κοίτα να συμπεριφερθείς ανάλογα σ’ αυτούς που σ’ εχθρεύονται, γιατί ο καλός καλό δεν έχει». (Λαϊκό τραγούδι: ο καλός, ο καλός καλό δεν έχει, μόνος στο σκοτάδι τρέχει. Της καρδιάς, της καρδιάς του το χρυσάφι, το πουλάνε στο σαράφη
- ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται, βλ. λ. καραβοκύρης·
- ο καλός κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο καλός ο γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό σου πιο καλός, βλ. λ. γείτονας·
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, βλ. λ. καπετάνιος·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο καλός σου, αναφέρεται μειωτικά για κάποιον του οποίου το όνομα ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε: «ήρθε πρωί πρωί ο καλός σου και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, βλ. λ. ποντικός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- οι παλιές καλές μέρες! βλ. λ. μέρα·
- όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. λ. όλος·
- όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ. λ. όλος·
- όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα τα καλά εκείνα που σου τάζει
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- όλο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. ψωριάρης·
- όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όταν με το καλό…, δηλώνει τον ερχομό κάποιας περιόδου που θα έρθει φυσιολογικά: «όταν με το καλό τελειώσεις το Λύκειο, θα σε στείλω για σπουδές στο εξωτερικό». Ακούγεται και σε περίπτωση θανάτου: «όταν με το καλό πεθάνω, όλη η περιουσία μου θα γίνει δική σου», δηλ. όταν πεθάνω φυσιολογικά, πλήρης ημερών·
- όψη, θρέψη καλή, βλ. λ. όψη·
- πάει καλά! α. δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή των λόγων κάποιου: «αφού λες πως σε μια βδομάδα θα μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, πάει καλά!». β. έκφραση που δηλώνει δυσφορία και αφήνει υπονοούμενο για περαιτέρω δυσμενή εξέλιξη: «δε θέλεις να μου πληρώσεις αυτά που μου χρωστάς; Πάει καλά!»·
- πάει καλά, (για ασθενείς) η υγεία του εξελίσσεται ομαλά, βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης: «πήγα στο νοσοκομείο να δω το φίλο μου και διαπίστωσα πως πάει καλά»· βλ. και φρ. πάμε καλά·
- πάει καλά; α. έχει σώας τας φρένας του; είναι καλά στα μυαλά του (;): «πάει καλά, ο άνθρωπος, που θέλει να πάει με τα πόδια στην Αθήνα;». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φίλε, τι ώρα έχεις; -Δώδεκα. -Πάει καλά;»· βλ. και φρ. πας καλά(;)·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- πάλι καλά που…, α. έκφραση ανακούφισης ή ικανοποίησης, που δηλώνει πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει χειρότερα από ό,τι έγιναν: «τρακάραμε μ’ ένα αυτοκίνητο που ερχόταν απ’ την αντίθεση κατεύθυνση, αλλά πάλι καλά που δε σκοτωθήκαμε». β. δηλώνει και ειρωνεία: «δηλαδή, αν δε συμφωνήσεις μ’ αυτά που γράφονται στο συμβόλαιο, δε θα το υπογράψεις; -Πάλι καλά που το κατάλαβες»·
- πάμε καλά, ικανοποιητική διαπίστωση για την πορεία εργασίας, διαδικασίας, υπόθεσης ή γενικά των πραγμάτων που μπορούν να απασχολούν έναν άνθρωπο. Γνωστή και η φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή έξω πάμε καλά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. πάει καλά·
- πάντα καλά, ευχή σε άτομο, που στην ερώτηση πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, απαντάει καλά·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πας καλά; α. έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά που πιστεύεις πως αν πέσεις απ’ τον έβδομο όροφο δε θα πάθεις τίποτα; || πας καλά που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου, θέλεις να σου πληρώσω ένα εκατομμύριο;». Μερικές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φιλαράκι, τι ώρα έχεις; -Δέκα. -Πας καλά;». Συνών. πας σωστά(;)· βλ. και φρ. πάει καλά (;)· 
- πας καλά με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πατώ καλά, βλ. φρ. πατώ γερά, λ. γερός·
- πάω καλά, η υγεία μου, τα οικονομικά μου και γενικά η ζωή μου εξελίσσεται καλά, ομαλά: «κάποτε είχα προβλήματα, αλλά τώρα πάω καλά»·
- πάω καλά; α. είναι σωστή η πορεία, η κατεύθυνσή μου, είναι σωστός ο δρόμος που ακολουθώ για να φτάσω στον προορισμό μου(;): «πάω καλά για το Λευκό Πύργο;». β. είναι σωστός, είναι ενδεδειγμένος ο τρόπος με τον οποίο ενεργώ για να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που ξέρεις, πάω καλά για να πάρω το δάνειο ή μήπως χρειάζεται να κάνω κάτι διαφορετικό;»·
- περνώ καλά ή την περνώ καλά, ζω καλά, ευχάριστα: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου, γιατί περνώ καλά». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοιον άντρα έχω βρει, μάνα μ’, να με παντρευτεί και θα την περνώ καλά μες τα χάδια τα πολλά
- περνώ στο καλό, βλ. φρ. περνώ στο καθαρό, λ. καθαρός·
- περπατώ καλά, συμπεριφέρομαι σωστά, έντιμα: «μάθε να περπατάς καλά, αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου το αποδείξει πως περπάτησε καλά, όσο και να είμαι ιππότης θα τιμωρηθεί σκληρά
- περπατώ καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγαινε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή, πλουτίζω, ιδίως ανέλπιστα ή ραγδαία, εκμεταλλευόμενος διάφορες ευνοϊκές καταστάσεις: «μόλις βγήκε το κόμμα του, με δυο τρεις καλές δουλειές που πήρε, έπιασε την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου· πήγα να πιάσω την καλή κι έμεινα ρέστος και ταπί κι έχασα τα λεφτά μου
- πιαστήκαμε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκαν για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- ποιο καλό; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι μας προέκυψε κάτι καλό: «αφού τον βοήθησες όλο και κάτι καλό θα έκανε για σένα. -Ποιο καλό; Ούτε τα ναύλα δε μου ’δωσε για να γυρίσω πίσω»·
- ποιο το καλό; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν είχαμε την ανάλογη ευνοϊκή αντιμετώπιση την οποία περιμέναμε ή απαιτούσαμε από κάποιον: «εγώ έγινα θυσία να τον εξυπηρετήσω και ποιο το καλό; Όταν ζήτησα κάποτε τη βοήθειά του έκανε πως δε μας ήξερε»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- πότε με το καλό; έκφραση ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο χρόνο, όταν μας αναγγέλλει κάποιος αόριστα πως θα επιχειρήσει κάτι ή πως περιμένει να του συμβεί κάποιο ευχάριστο γεγονός: «σκοπεύω να παντρευτώ. -Πότε με το καλό; || σκοπεύω ν’ ανοίξω ένα μπαράκι. -Πότε με το καλό; || σήμερα μου τηλεφώνησε ο γιος μου πως θα ’ρθει απ’ το εξωτερικό. -Πότε με το καλό;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο καλό είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, αλλά δε γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο καλό είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω απ’ το μεσημέρι! || πού στο καλό είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο καλό ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε στη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο καλό ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο καλό πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο καλό πήγε ο χαρτοφύλακάς μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο καλό πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο καλό πήγες και σε ψάχνω απ’ το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- πώς στο καλό! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο καλό ζουν μέσα σε τόση φτώχεια!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο καλό έδειρε αυτόν τον άντρακλα!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς την ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στον κόρακα(!)·
- ρε, κανένας (κάνας) καλόοοος! επιφωνηματική έκφραση ή έκφραση απελπισίας στην περίπτωση που αντιμετωπίζει κάποιος συνεχώς άτομα που συμπεριφέρονται παράλογα ή που δε συμπεριφέρονται με τιμιότητα·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- σαν δε μας τα λες καλά! ή σαν να μη μας τα λες καλά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου. Λέγεται και με κάποια ειρωνική διάθεση: «μου φαίνεται σαν να μη μας τα λες καλά, γιατί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τάδε, τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά»·
- σαν καλά (να) μ’ ακούγεται! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχικά μας  ικανοποιεί, μας ενδιαφέρει αυτό που μας λέει, που μας προτείνει κάποιος, γιατί έχουμε την εντύπωση πως θα εξελιχθεί προς όφελός μας: «για πες μου περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί σαν καλά μ’ ακούγεται!»·
- σαν καλά (να) μας τα λες! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχίζουμε να αποδεχόμαστε, να συμφωνούμε με τα λεγόμενα κάποιου, που αρχικά είχαμε αμφιβολίες ή δισταγμούς: «τώρα που το καλοσκέφτομαι, έχω την εντύπωση πως σαν καλά μας τα λες!»·
- σαν τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- σε καλή μεριά! βλ. λ. μεριά·
- σε καλή τιμή, βλ. λ. τιμή·
- σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.), α. έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που κάναμε, ενώ δεν έπρεπε ή δε θέλαμε να το κάνουμε: «σε καλό μου, πώς μπόρεσα κι αντιμίλησα στον πατέρα μου! || σε καλό σου, ήταν διαγωγή αυτή! || πώς σε καλό του, είπε τέτοιο λόγο για σένα!». (Λαϊκό τραγούδι: σε καλό μου, Παναγιά μου, πούλησα τον μπαγλαμά μου). β. έκφραση που δηλώνει ευχάριστη έκπληξη για κάτι που λέμε ή μας λένε και που το θεωρούμε ευχάριστο, διασκεδαστικό ή ευρηματικό. γ. ευχετική έκφραση από εμάς τους ίδιους για τον εαυτό μας, επειδή φταρνιστήκαμε, ή σε άτομο που φταρνίστηκε, με την έννοια να έχουμε καλή υγεία, γιατί το φτάρνισμα θεωρείται πρόδρομος κρυολογήματος. Παλαιότερα όμως η ευχετική αυτή έκφραση δινόταν και για το λόγο ότι επικρατούσε η αντίληψη πως κατά τη διάρκεια του φταρνίσματος έβγαιναν ή έμπαιναν διάφορα κακοποιά πνεύματα στον άνθρωπο που είτε με τον ένα τρόπο (βγαίνοντας) είτε με τον άλλο (μπαίνοντας) θα του έκαναν κακό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα. Συνών. γεια μου! (σου! του! της!) / γείτσες(!)·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- σε καλό να μου βγει!  α. ευχή που δίνει κάποιος στον εαυτό του, όταν αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις, που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται διφορούμενα σημάδια. Τέτοιες καταστάσεις που επιδέχονται ευχετική παρέμβαση εκ μέρους μας είναι: όταν μας τρώει (= φαγουρίζει) η δεξιά μας παλάμη, γιατί υπάρχει η αντίληψη, πως θα δώσουμε λεφτά ή πως θα φάμε ξύλο· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη. β.  όταν παίζει το ματοτσίνορό μας, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα δούμε κάποιο άτομο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να δούμε άτομο που είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). γ. όταν φταρνιζόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας θυμάται (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι το άτομο που μας θυμάται να είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). δ. όταν βουίζει το αριστερό μας αφτί, γιατί η αντίληψη είναι πως θα ακούσουμε κάτι κακό· βλ. και φρ. ποιο αφτί μου βουίζει; λ αφτί. ε. όταν μας φαγουρίζει η μύτη ή όταν χασμουριόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας κακομελετάει. στ. όταν γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα μας προκύψει μια μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ., θα μας βγει ξινό το γέλιο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου·
- σε καλό σου! ή στο καλό σου! α. έκφραση συμπάθειας σε άτομο που μας διασκεδάζει με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, πάλι μ’ έκανες και γέλασα!». β. έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που μας ενοχλεί συστηματικά με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το μπα·
- σκέψου καλά! ή σκέψου το καλά! (προειδοποιητικά ή συμβουλευτικά) πρόσεξε πολύ, πριν αποφασίσεις: «σκέψου καλά, πριν κάνεις αυτόν το συνεταιρισμό μαζί του! || σκέψου το καλά, πριν πάρεις την απόφαση να διακόψεις τις σπουδές σου»· βλ. και φρ. μπα σε καλό σου(!)·
- στα καλά, απόλυτα, εντελώς, τελείως: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος μάλωσαν στα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: στη Δραπετσώνα θα ’ρθω ένα βραδάκι και θα μεθύσω με ούζα στα καλά, θα τραγουδήσω ν’ ακούσεις τι μεράκι τι πόνο έχω για σένα στην καρδιά)· βλ. και φρ. για τα καλά·
- στα καλά καθούμενα ή στα καλά του καθούμενου ή στα καλά του καθουμένου ή στα καλά των καθουμένων, α. εντελώς αναπάντεχα, εντελώς απρόβλεπτα: «κι εκεί που ήμασταν ξαπλαρωμένοι στην αμμουδιά και κάναμε ηλιοθεραπεία, στα καλά καθούμενα μαύρισε ο ουρανός κι άρχισε να βρέχει!». β. χωρίς σοβαρή αφορμή, χωρίς σοβαρό λόγο: «ήρθε στα καλά καθούμενα κι άρχισε να φωνάζει και να μας απειλεί πως θα μας δείρει». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ’φταιξα αχ, Γιάννη μου, τη στάμνα να μου σπάσεις και στα καλά καθούμενα φωτιά να μου ανάψεις)· βλ. και λ. καθούμενος·
- στέκει καλά ή στέκεται καλά, είναι καλά στην υγεία του ή βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «παρ’ όλα τα χρόνια του στέκεται καλά || είχε κάτι δυσκολίες στη δουλειά του, αλλά τώρα στέκεται πάλι καλά»·
- στην αναβροχιά καλό (είν’) και το χαλάζι, βλ. λ. αναβροχιά·
- στο καλό! α. ευχή ως απάντηση στο αντίο που μας λέει κάποιο άτομο τη στιγμή που φεύγει, και συνοδεύεται από διάφορες χειρονομίες. Ιδιαίτερα, όταν αυτός που φεύγει, ιδίως για ταξίδι, και έχει ήδη απομακρυνθεί, τότε ακολουθούν χειρονομίες, όπως ανέμισμα μαντιλιού στον αέρα, σήκωμα της παλάμης που κινείται ρυθμικά δεξιά αριστερά σκίζοντας με τις κόψεις της τον αέρα ή σήκωμα της παλάμης με τα δάχτυλα να κινούνται αλλεπάλληλα όλα μαζί ή με τα δάχτυλα (δείκτη και μεσαίο) να σχηματίζουν V, που είναι το σήμα της νίκης. (Λαϊκό τραγούδι: στο καλό καημέ μου πικρέ κι αγαπημένε, και μην κλάψεις για μένα ποτέ, οι άντρες δεν κλαίνε, δεν κλαίνε). β. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας είναι ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. (Λαϊκό τραγούδι: αν θες να φύγεις, στο καλό,εγώ δε σε κρατάω, για μένα κάποιος θα βρεθεί, χαμένος δε θα πάω // μη χτυπιέσαι και κάνεις σαν τρελή· έφυγε και πάει το πουλί· δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, φύγε, στρίψε, και άντε στο καλό
- στο καλό και με τη νίκη! βλ. λ. νίκη·
- στο καλό και να μας γράφεις! α. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας ήταν ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. β. αποχαιρετισμός με διάθεση αστεϊσμού, από τη στιγμή που, το άτομο που φεύγει, δεν πάει μακριά ή που θα το ξαναδούμε σε σύντομο χρονικό διάστημα·
- στο καλό κι απ’ το πεζοδρόμιο! βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- στο λέω για καλό σου, σε προειδοποιώ για το συμφέρον σου: «πάψε να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, στο λέω για καλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορίτσι ανήλικο, στο λέω για καλό σου και βάλτο στο μυαλό σου· φωτιά μου βάζεις στην καρδιά κι είμαι πατέρας με παιδιά
- στον παλιό καλό καιρό! βλ. λ. καιρός·
- σύρε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- σώνει και καλά, με το ζόρι, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «ήρθε πρωί πρωί και σώνει και καλά ήθελε να του δώσω δανεικά». Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά του ενός χεριού να χτυπάει ρυθμικά μέσα στην ανοιχτή παλάμη του άλλου χεριού. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πονηροί μου κάναν μπλόκο στης γκόμενας το μαχαλά και μου πουλάγαν νταηλίκι να φύγω σώνει και καλά
- τα καλά και συμφέροντα, βλ. λ. συμφέρον·
- τα καλά κόποις κτώνται, βλ. λ. κόπος·
- τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, βλ. λ. Γιάννης·
- τα καλά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- τα λέω καλά; έκφραση με την οποία κλείνει ο ομιλητής την κουβέντα του, σαν να ζητάει από το συνομιλητή του να επιβεβαιώσει την ορθότητα των λόγων του: «κάνε τα πάντα να χωρίσεις την κόρη σου απ’ αυτόν τον αλήτη, γιατί, έτσι πωρωμένος που είναι, θα τη βγάλει στο καλντερίμι. Τα λέω καλά;»·
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- τα πάμε καλά, οι σχέσεις μας είναι αρμονικές: «δεν έχω κανένα παράπονο απ’ το συνέταιρό μου, γιατί απ’ την αρχή του συνεταιρισμού μας τα πάμε καλά»·
- τα πάω καλά με…, έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι καλό παιδί || τα πάω καλά με το ποτό κι αν δεν πιω το βράδυ τα ουισκάκια μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ»·
- τα πήγε καλά, αντεπεξήλθε με επιτυχία σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή ενέργειά του ή σε κάτι που του αναθέσαμε να διεκπεραιώσει: «τα πήγε καλά με την καινούρια του δουλειά || τα πήγε καλά στις εξετάσεις που έδωσε || τα πήγε καλά με την υπόθεση που του ανέθεσα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα ’χουμε καλά, βλ. φρ. τα πάμε καλά·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
- την έπαθα για καλά ή την έπαθα για τα καλά, βλ. φρ. την πάτησα για καλά. (Λαϊκό τραγούδι: φοβάμαι μήπως τηνε πάθω για καλά, κι απ’ την αγάπη μη μου στρίψουν τα μυαλά 
- την πάτησα για καλά ή την πάτησα για τα καλά, α. έπαθα ολοκληρωτική καταστροφή, βρίσκομαι σε αδιέξοδο: «μπλέχτηκα με δουλειά που δεν την ήξερα και την πάτησα για τα καλά». β. ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την πάτησα για τα καλά μαζί της»·
- την ποτίζω καλά, βλ. λ. ποτίζω·
- την ταΐζω καλά, βλ. λ. ταΐζω·
- τι καλά! έκφραση ικανοποίησης για κάτι που μας είναι πολύ αρεστό: «θα είναι και ο τάδε το βράδυ στην παρέα μας. -Τι καλά! || μου είπε ο τάδε να σου δώσω αυτό το ποσό. -Τι καλά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το αχ·
- τι καλά, καλάθια! βλ. λ. καλάθι·
- τι καλά, καλάμια! βλ. λ. καλάμι·
- τι λες καλέ! βλ. λ. λέω·
- τι στο καλό! α. έκφραση που δηλώνει εκνευρισμό ή δυσφορία: «τι στο καλό θέλει τέτοια ώρα μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να κάνει κάτι που θεωρούμε πως του είναι εύκολο ή όταν θέλουμε να του δώσουμε θάρρος να κάνει κάτι που θέλει αλλά διστάζει: «τι στο καλό, δεν μπορείς να πηδήξεις αυτό το μικρό χαντάκι! || εσύ έχεις κάνει τόσα και τόσα και τώρα, τι στο καλό, κωλώνεις σ’ αυτό το τιποτένιο!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο καλό έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο καλό έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο καλό έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο καλό έγινες τώρα που σε χρειάζομαι!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!) ·
- τι στο καλό έπαθε; α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη συμπεριφορά κάποιου ατόμου, που, πολλές φορές, μας είναι ακατανόητη: «τι στο καλό έπαθε ο τάδε και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο;». β. (για μηχανήματα) έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κακή λειτουργία ή για βλάβη, που, πολλές φορές, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «τι στο καλό έπαθε και σβήνει κάθε τόσο η μηχανή;»·
- τι στο καλό ήθελα και… ή τι στο καλό ήθελα να…, έκφραση με την οποία δείχνουμε  πως μετανιώσαμε γι’ αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «τι στο καλό ήθελα να μιλήσω και παρεξηγήθηκα! || τι στο καλό ήθελα να τον φωνάξω στην παρέα μας, αφού ήξερα πως είναι καβγατζής! || τι στο καλό ήθελα και πήγα, αφού ήμουν σίγουρος πως δε θα περνούσα καλά!»·
- τι στο καλό θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο καλό θέλει πρωί πρωί». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο καλό κάνεις! επιφωνηματική έκφραση απορίας σε κάποιον που ασχολείται με πράγματα που είναι έξω από τις οδηγίες μας ή από την ορθή διαδικασία. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης·
- το δέκα το καλό, βλ. λ. δέκα·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το δύο το καλό, βλ. λ. δύο·
- το καλό είναι που… ή το καλό είναι πως… ή το καλό είναι ότι, α. το ευχάριστο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση είναι που…, είναι πως…, είναι ότι: «το καλό είναι που, ενώ ο καιρός ήταν χάλια, ξαφνικά άρχισε ν’ ανοίγει || το καλό είναι πως μια τυχαία συνάντηση εξελίχθηκε σε μεγάλη φιλία || το καλό είναι ότι, κάθε φορά που συναντάω τον τάδε, διασκεδάζω αφάνταστα». β. λέγεται και με αρνητική ή ειρωνική διάθεση: «το καλό είναι ότι, αντί να μου επιστρέψει τα λεφτά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), το δεξί χέρι ή πόδι του δεξιόχειρα ή το αριστερό χέρι ή πόδι του αριστερόχειρα: «σήκωσα το καλό μου και του άστραψα μια μπάτσα || σήκωσα το καλό μου και του κοπάνησα μια κλοτσιά»·
- το καλό να λέγεται, α. πρέπει να παραδεχόμαστε κάτι που είναι καλό, που έχει αξία: «τ’ αυτοκίνητό σου είναι πολύ πιο καλό απ’ το δικό μου, το καλό να λέγεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που τρώμε κάποιο πολύ νόστιμο φαγητό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. το σωστό να λέγεται, λ. σωστός κ. το ωραίο να λέγεται, λ. ωραίος·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το καλό που σου θέλω, α. έκφραση με την οποία προειδοποιούμε κάποιον από ενδιαφέρον να προσέχει τις ενέργειές του: «το καλό που σου θέλω, μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». β. απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να αλλάξει τακτική απέναντί μας, γιατί θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του: «το καλό που σου θέλω, πάψε να ενοχλείς την κόρη μου, γιατί θα σε σαπίσω στο ξύλο»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δεν το χωρίζουν, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, βλ. λ. όνομα·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, βλ. λ. πόδι·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πράγμα·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- το ’μαθε καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ’μαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), βλ. λ. μοναστήρι·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το ’χω για καλό ή το ’χω σε καλό, θεωρώ πως είναι καλόςοιωνός κάτι: «το ’χω για καλό όταν δω στον ουρανό να πετάει άσπρο περιστέρι»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έκανα καλά, τον θεράπευσα: «γύρισε σ’ ένα σωρό γιατρούς και μόνο εγώ μπόρεσα και τον έκανα καλά»· βλ. και φρ. τον κάνω καλά·
- τον έμαθα απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον έμαθα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έπιασα με το καλό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό·
- τον κάνω καλά, τον τιθασεύω, τον υποτάσσω, τον νικώ, του επιβάλλομαι: «είναι τόσο άτακτος, που μόνο εσύ μπορείς να τον κάνεις καλά || τον κάνω καλά και μ’ ένα χέρι»· βλ. και φρ. τον έκανα καλά·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, γνωρίζω καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική πλευρά: «έλα σε μένα να σου πω τι καπνό φουμάρει αυτός ο τύπος, γιατί τον ξέρω απ’ την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο μου κάνανε πολλές για μάνα και πατέρα, μα ’γω σας ξέρω απ’ την καλή και μην κουράζεσαι, κι εσύ που μας ορκίζεσαι, θα φύγεις κάποια μέρα). Αναφορά  στην εξωτερική πλευρά του υφάσματος·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, γνωρίζω πάρα πολύ καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική του πλευρά: «πάμε να ρωτήσουμε τον τάδε γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον ξέρει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη». Αναφορά στην εξωτερική και τη μέσα πλευρά του υφάσματος·
- τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα με το καλό, του συμπεριφέρθηκα με ήπιο, με ευγενικό τρόπο: «τον πήρα με το καλό κι άρχισα να τον συμβουλεύω»·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, δοκίμασα όλες τις τακτικές, όλους τους τρόπους: «τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, αλλά αυτός δεν έλεγε ν’ αλλάξει γνώμη»·
- τον στόλισε για τα καλά, τον καθύβρισε: «τον τσάκωσε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά του και τον στόλισε για τα καλά»·
- τόσο καλά! α. θαυμαστική έκφραση σε κάποιον που μας διηγείται αναλυτικά κάποια επιτυχία του ή ευτυχισμένη στιγμή του: «έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι και στο τέλος ένας ένας ήρθαν και μου σφίξανε το χέρι. -Τόσο καλά! || δε θα ξαναπεράσω τόσο όμορφο καλοκαίρι, όπως πέρασα φέτος μ’ αυτή τη γυναίκα. -Τόσο καλά!». β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει αναλυτικά κάποια αποτυχία ή δυστυχία του: «πλημμύρισε το υπόγειο, έγινε βραχυκύκλωμα απ’ τα νερά κι όσες παραγγελίες έστειλα μου τις επέστρεψαν ως απαράδεκτες. -Τόσο καλά!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, βλ. λ. Αβραάμ·
- του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- του ’στριψε για καλά ή του ’στριψε για τα καλά, συμπεριφέρεται εντελώς παράλογα, τρελάθηκε οριστικά: «απ’ τη μέρα που του ’στριψε για καλά, δεν ξέρουμε πώς να του συμπεριφερθούμε || του ’στριψε για τα καλά και τον έκλεισαν στο τρελάδικο»·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές, του μίλησα ντόμπρα και σταράτα ή με συμβουλευτική ή ελεγκτική διάθεση: «τον κάλεσα στο γραφείο μου και του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, για να μην έχει ψευδαισθήσεις». Αναφορά στην εξωτερική και μέσα πλευρά του υφάσματος·
- του τα ’πα μια και καλή, του μίλησα αυστηρά και εφ’ όλης της ύλης: «του τα ’πα μια και καλή για να μην επανέρχομαι στο ίδιο θέμα»·
- του τα ’ψαλα απ’ την καλή, τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «του τα ’ψαλα απ’ την καλή μήπως και βάλει μυαλό, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τράβα στο καλό! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια, δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο, και τράβα στο καλό
- τρώω καλά, α. έχω συνέχεια ερωτικές κατακτήσεις και απολαμβάνω το σεξ: «έχω μπει σε μια παρέα από γυναίκες και τρώω καλά». β. αποκομίζω αρκετά κέρδη από μια δουλειά, από μια επιχείρηση: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και τρώει καλά»·
- τσακώνω την καλή ή την τσακώνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: θα ρίξω πάλι μια ζαριά, ίσως τα οικονομήσω, ή θα τσακώσω την καλή ή όλα θα τ’ αφήσω
- των αγίων τα καλά, βλ. λ. άγιος·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει, με καλοσύνη: «όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, μόνο ο τάδε μου φέρθηκε καλά». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά,πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια
- φέρομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- φορώ τα καλά μου, φορώ τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή φορώ τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία». (Τραγούδι: του παραδείσου τα παιδιά πίνουν τα βράδια τσικουδιά φοράνε τα καλά τους. Ρίχνουν ευχές, ρίχνουν φωνές σε συνειδήσεις ταπεινές του μήκους και του πλάτους
- χαίρω καλής φήμης, βλ. λ. φήμη·
- χειρονομία καλής θελήσεως, βλ. λ. χειρονομία·
- χίλιοι καλοί χωράνε, βλ. λ. χίλιοι·
- χρόνια καλά! βλ. λ. χρόνος·
- ώρα καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος.

καμώματα

καμώματα, τα, ουσ. [ πλ. του ουσ. κάμωμα <καμώνω]. 1. ακκισμοί, πείσματα, νάζια, ιδίως από γυναίκα, για να προκαλέσει κάποιον άντρα. (Λαϊκό τραγούδι: Δημητρούλα, Δημητρούλα, άσε τα καμώματα, γλέντα το ντουνιά, τώρα που ’σαι νια, όμορφη Θεσσαλονικιά). 2. ενοχλητική, παράξενη ή επιτηδευμένη συμπεριφορά, που έχει ως σκοπό να προκαλέσει την προσοχή ή την περιέργεια των άλλων: «ξαφνικά άρχισε να κάνει κάτι παράξενα καμώματα κι όλοι άρχισαν να τον σχολιάζουν». 3. (ειρωνικά) πράξεις αξιοκατάκριτες, οι αταξίες: «έλα τώρα να σου πω για τα καμώματα του γιου σου». Συνών. κατορθώματα (3)·
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι καμώματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου που μας ενοχλεί, που μας προβληματίζει: «επιτέλους, αποφάσισε, ναι ή όχι. Τι καμώματα είν’ αυτά μια ναι και μια όχι;». (Δημοτικό τραγούδι: -Δεν την παίρνω. -Θα την πάρεις. -Άλλα λόγια λέτε, ρε παιδιά. Τι καμώματα είν’ ετούτα με το ζόρι παντρειά!). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Συνών. τι πράγματα είν’ αυτά;

καπέλο

καπέλο, το, ουσ. [<ιταλ. capello], το καπέλο. 1. η παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος από τον έμπορο και το ποσό αυτής της αύξησης: «το καπέλο απαγορεύεται δια ροπάλου από την αγορανομία || πόσο καπέλο πλήρωσες γι’ αυτό το κρέας;». 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα καπέλου: «κιτρίνισε το καπέλο του πορτατίφ, γι’ αυτό αγόρασα ένα καινούριο». 3. όρος του κουμ καν: «σταμάτησα να παίζω, γιατί είχα βάλει δυο καπέλα». 4. (στη νεοαργκό) το όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός: «μόλις έκαναν οι φοιτητές γιούργια, τα καπέλα υποχώρησαν πίσω απ’ τις κλούβες τους». Υποκορ. καπελάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αγοράζω με καπέλο, αγοράζω με παράνομη αύξηση της τιμής του εμπορεύματος από τον έμπορο, καθώς και αυτό το ποσό που πληρώνω: «αγόρασα κρέας με καπέλο || αγόρασα κρέας με πενήντα λεπτά καπέλο στο κιλό»·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, είναι ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «το τι θα κάνεις εσύ στη δουλειά σου, αυτό είν’ άλλο καπέλο, εδώ όμως θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, αφορά άλλον, είναι υπόθεση άλλου προσώπου: «εγώ είμαι υπεύθυνος σ’ αυτόν τον τομέα· για όλα τ’ άλλα που λέτε είν’ αλλουνού καπέλο». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο,εγώ πήρα το δικό μου και καθάρισα
- (αυτό) είναι δικό μου καπέλο, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω εγώ, αυτό είναι δικό μου καπέλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- βάζω καπέλο, α. αυξάνω παράνομα την τιμή εμπορεύματος: «όσοι ξέρουν, δεν ψωνίζουν απ’ τον τάδε, γιατί βάζει καπέλο σ’ όλα τα εμπορεύματά του». β. (για κουμ καν) περνώ το επιτρεπτό όριο συγκέντρωσης βαθμών (καίγομαι) και συνεχίζω το παιχνίδι μου με χρηματικό πρόστιμο·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έβαλε το καπέλο του στραβά»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, α. αναγνωρίζω, παραδέχομαι απόλυτα την ανωτερότητα κάποιου: «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, βγάζω το καπέλο μου και το πατώ». β. είμαι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού: «όταν με βλέπετε να βγάζω το καπέλο μου και να το πατώ, να μη μου λέτε κουβέντα, αν θέλετε το καλό σας». Από την εικόνα του πολύ εκνευρισμένου ατόμου, που πάνω στο θυμό του, στον εκνευρισμό του, επειδή θέλει κάπου να ξεσπάσει, βγάζει και ποδοπατά το καπέλο του·  
- γίναμε μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- γούστο μου και καπέλο μου! βλ. λ. γούστο·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα! α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας: «τι θα κάνουμε με την ακρίβεια που υπάρχει στην αγορά; -Δε γαμείς ψηλά καπέλα, όπως όλοι κι εμείς!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πάψει να ασχολείται με κάτι το οποίο θεωρούμε ότι είναι ανάξιο, ανόητο: «προσπαθώ να επιδιορθώσω αυτό το ηλεκτρικό σίδερο. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα! Δε βλέπεις ότι είναι παλιά τεχνολογίας;». γ.  έκφραση τέλειας αδιαφορίας για την αριστοκρατία ή για την άρχουσα τάξη: «θα ’ναι μαζεμένοι όλοι οι επίσημοι. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα!»·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ότι και το παραπάνω, με το και παπούτσια ελβιέλα χάριν ομοιοκαταληξίας·
- δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικό μου καπέλο να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε τα τσανάκια μας, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, γιατί δεν είναι δικό μου καπέλο». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δικό σου καπέλο, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου καπέλο». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έγινα (σαν) μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, βλ. λ. δουλειά·
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- ένα για να κρεμώ το καπέλο μου, (για τάβλι) ειρωνική έκφραση του νικητή του πρώτου παιχνιδιού, για να πειράξει τον αντίπαλό του, με την έννοια ότι, αφού κέρδισε το πρώτο παιχνίδι, δεν υπάρχει ο φόβος να χάσει την παρτίδα με 5-0 ή με 7-0, κάτι που θεωρείται πολύ ταπεινωτικό για έναν καλό ταβλαδόρο·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. φρ. βάζω το καπέλο μου στραβά·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. φρ. θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, λ. καπελάκι·
- θα σου πέσει το καπέλο; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αρνείται να μας βοηθήσει σε μια χειρωνακτική εργασία: «γιατί δε βάζεις κι εσύ ένα χεράκι να τελειώσω, φοβάσαι πως θα σου πέσει το καπέλο;». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς σκύβει να σηκώσει κάτι, υπάρχει κίνδυνος να του πέσει το καπέλο του·
- θα φάω το καπέλο μου, είμαι απολύτως βέβαιος πως τα πράγματα έγιναν ή θα γίνουν έτσι ακριβώς όπως τα λέω: «αν δε γίνουν τα πράγματα όπως τα λέω, θα φάω το καπέλο μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρεμώ το καπέλο μου, βολεύομαι, περνώ καλά, βρίσκω έτοιμη μια κατάσταση και επωφελούμαι: «αυτόν μην τον κλαις, γιατί, όπως του’ χει στρωμένη δουλειά ο πατέρας του, θα μπει και θα κρεμάσει το καπέλο του». Από την εικόνα του άντρα, που, όταν επιστρέφει στο σπίτι του, κρεμάει το καπέλο του στην κρεμάστρα και δέχεται τις περιποιήσεις της γυναίκας του χωρίς να συμμετέχει στις δουλειές του σπιτιού»·
- μαγκιά μου και καπέλο μου! βλ. λ. μαγκιά·
- παίρνω το καπέλο μου και φεύγω, βλ. φρ. παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, λ. καπελάκι·
- πουλώ με καπέλο, πουλώ με παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος: «όσοι αγοράζουν με καπέλο, είναι κορόιδα || τον έπιασε η αγορανομία, γιατί πουλούσε κρέας με καπέλο»·
- τα κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα ψηλά καπέλα, α. οι επίσημοι κρατικοί παράγοντες, οι κρατικοί αξιωματούχοι: «μετά το σεισμό ήρθαν τα ψηλά καπέλα για να εκτιμήσουν από κοντά τις ζημιές». β. οι πλουτοκράτες, η πλουτοκρατία, η αριστοκρατία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ψηλά καπέλα, κάνει πως δε μας γνωρίζει»·
- το ’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- του ’βαλα καπέλο, δεν πλήρωσα το λογαριασμό που του όφειλα ή δεν του επέστρεψα τα δανεικά: «δεν πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί θα με θυμηθεί τ’ αφεντικό που του ’βαλα καπέλο την προηγούμενη φορά || αν είναι κι ο τάδε στην παρέα τους, εγώ δεν έρχομαι, γιατί του ’βαλα καπέλο κάτι λεφτά που του είχα δανειστεί». Συνών. του ’βαλα φέσι·
- του βγάζω το καπέλο (μου), αναγνωρίζω, παραδέχομαι την ανωτερότητά του, αποκαλύπτομαι μπροστά του (και για το λόγο αυτό, βγάζω το καπέλο μου μόλις τον συναντήσω, ως ένδειξη θαυμασμού, εκτίμησης, σεβασμού ή παραδοχής της ανωτερότητάς του): «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, του βγάζω το καπέλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω, και οι ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο). Το βγάλσιμο του καπέλου ή το ελαφρό ανασήκωμά του αποτελεί για τους άντρες και τρόπο χαιρετισμού που είναι ανάλογος με το καπέλο και την κοινωνική τάξη του ατόμου στο οποίο απευθύνεται. Απλούστερος χαιρετισμός, που μπορεί να θεωρηθεί βιαστικός ή και αδιάφορος, αποτελεί το ελαφρό άγγιγμα του γύρου του καπέλου με την άκρη του δείκτη που πετάγεται μπροστά και ξεχωρίζει από τα άλλα δάχτυλα ή το ελαφρό πιάσιμο με τον αντίχειρα και το δείκτη. Τέλος, μπαίνοντας σε ορισμένους χώρους, όπως είναι η εκκλησία ή το δικαστήριο, αυτός που φορά καπέλο το βγάζει λόγω σεβασμού·
- φορώ το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως, γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «αυτός φορά το καπέλο του στραβά, γιατί έχει θείο Αμερικάνο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με δεις να φορώ στραβά το καπέλο να ξέρεις πως επέτυχε το κόλπο που εθέλω).

κατάσταση

κατάσταση, η, ουσ. [<αρχ. κατάστασις <καθίστημι], η κατάσταση. 1. οι συνθήκες στις οποίες βρίσκεται κάποιος ή κάτι σε δεδομένη στιγμή: «δεν ξέρω σε τι κατάσταση τον άφησες εσύ, αλλά εγώ δεν τον είδα καθόλου καλά || σε τι κατάσταση βρίσκεται τ’ αυτοκίνητο;». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε τη θέση σου μ’ αυτή σου την κατάσταση, θακάνω επανάσταση). 2. η δυνατότητα που διαθέτει κάποιος να ενεργήσει: «δεν ήμουν σε κατάσταση να καταλάβω τι μου έλεγε, γιατί μόλις είχα ξυπνήσει». 3. οι κοινωνικές ή οι οικονομικές συνθήκες που υπάρχουν σε δεδομένο τόπο και χρόνο: «τον τελευταίο καιρό η κατάσταση στην πατρίδα μας δεν είναι καθόλου καλή». (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βρίσκεται σ’ άσχημη κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. συνηθέστ. βρίσκεται σε κακή κατάσταση·
- βρίσκεται σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) δεν είναι καλά διατηρημένο, παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη χρήση ή τη λειτουργία του: «η τσάπα βρίσκεται σε κακή κατάσταση και πρέπει ν’ αγοράσω καινούρια || τ’ αυτοκίνητο βρίσκεται σε κακή κατάσταση και πρέπει να το δει ο μηχανικός»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση·
- βρίσκεται σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) είναι καλά διατηρημένο, δεν παρουσιάζει πρόβλημα ως προς τη χρήση ή τη λειτουργία του: «το σερβίτσιο μας βρίσκεται σε καλή κατάσταση || τ’ αυτοκίνητό μου βρίσκεται σε καλή κατάσταση»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση, από άποψη υγείας, ψυχολογίας ή οικονομικών βρίσκομαι σε δεινή θέση: «ο γιατρός μου μου ανακοίνωσε πως βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση || δεν μπορώ ν’ ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου, γιατί βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση·
- βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, από άποψη οικονομικών βρίσκομαι σε δεινή θέση: «δεν μπορώ να σου δανείσω ούτε ένα ευρώ, γιατί βρίσκομαι σε κακή κατάσταση»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση·
- βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, από άποψη υγείας, ψυχολογίας ή οικονομικών δεν παρουσιάζω κανένα πρόβλημα: «μετά τις εξετάσεις που έκανα, ο γιατρός μου είπε πως βρίσκομαι σε καλή κατάσταση || τώρα που βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, μπορώ να σου δανείσω το ποσό που σου χρειάζεται»·  
- γίνομαι κύριος της καταστάσεως, βλ. φρ. παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου·
- δεν είμαι σε κατάσταση να…, δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι, ιδίως λόγω υγείας ή κακών οικονομικών: «δεν είμαι σε κατάσταση να βγαίνω έξω μ’ αυτό το κρύο, γιατί πάσχω απ’ τα πνευμόνια μου και δεν πρέπει να κρυολογήσω || δεν είμαι σε κατάσταση να σε βοηθήσω οικονομικά, γιατί κι εγώ περνώ δύσκολα»· βλ. και φρ. δεν είμαι σε θέση να…, λ. θέση·
- δεν είναι κατάσταση αυτή! βλ. φρ. πού θα πάει αυτή η κατάσταση(;)·
- δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να… ή η κατάστασή μου δεν το επιτρέπει να…, δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα ή τη θέληση να συμμετέχω κάπου, ιδίως λόγω υγείας ή κακών οικονομικών: «θα ήθελα να ’ρθω μαζί σας, αλλά δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι || καταλαβαίνω την ανησυχία σου, αλλά δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να σου δώσω δανεικά, γιατί κι εγώ περνώ δυσκολίες»· βλ. και φρ. δεν το επιτρέπει η θέση μου να…, λ. θέση·
- δημιουργώ κατάσταση ή δημιουργώ καταστάσεις, δημιουργώ επεισόδιο, δημιουργώ φασαρία, φασαρίες: «με το παραμικρό δημιουργεί καταστάσεις»·
- είμαι κύριος της καταστάσεως, έχω τον έλεγχο μιας υπόθεσης ή μιας ομάδας ανθρώπων: «πες του να μην ανησυχεί, γιατί εξακολουθώ και είμαι κύριος της καταστάσεως»·
- είμαι σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση·
- είμαι σε κακή κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση·
- είναι άνθρωπος της κατάστασης, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι άνθρωπος των καταστάσεων, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι άσχημη η κατάσταση, η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι ταραγμένη, επικίνδυνη, παρατηρείται κοινωνική ή οικονομική αναταραχή, απειλείται από σοβαρούς κινδύνους: «είναι άσχημη η κατάσταση και πολλοί φοβούνται μήπως ξεσπάσει και κανένας πόλεμος!»·
- είναι άσχημη η κατάστασή του, βρίσκεται σε δεινή θέση από άποψη υγείας ή οικονομικών: «τον πήγαν στο νοσοκομείο, γιατί, απ’ ό,τι μου είπε ο αδερφός του, είναι άσχημη η κατάστασή του || μην τολμήσεις να του ζητήσεις δανεικά, γιατί είναι άσχημη η κατάστασή του»·
- είναι κακή η κατάσταση, βλ. φρ. είναι άσχημη η κατάσταση·
- είναι κακή η κατάστασή του, βλ. φρ. είναι άσχημη η κατάστασή του·
- είναι καλή η κατάσταση, η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι ομαλή, ήρεμη, παρατηρείται κοινωνική ή οικονομική ομαλότητα, σιγουριά: «τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας είναι καλή η κατάσταση»·
- είναι καλή η κατάστασή του, από άποψη υγείας ή οικονομικών βρίσκεται σε καλή θέση: «πήγα και τον είδα στο νοσοκομείο και διαπίστωσα πως είναι καλή η κατάστασή του || είναι καλή η κατάστασή του για να του ζητήσω κάτι δανεικά που μου χρειάζονται;»·
- είναι σ’ άσχημη κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. συνηθέστ. βρίσκεται σε κακή κατάσταση·
- είναι σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση, βλ. λ. ενδιαφέρουσα·
- είναι σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. φρ. βρίσκεται σε κακή κατάσταση·
- είναι σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. φρ. βρίσκεται σε καλή κατάσταση·
- ελέγχω την κατάσταση, ελέγχω τις συνθήκες που επικρατούν σε ένα χώρο, σε μια ομάδα ανθρώπων ή σε ένα κράτος ή καταστέλλω τις δυσάρεστες καταστάσεις που είχαν παρουσιαστεί: «παρ’ όλες τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατών, ο διευθυντής του εργοστασίου ελέγχει την κατάσταση || η κυβέρνηση δήλωσες πως ελέγχει την κατάσταση στο χώρο της οικονομίας»·  
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, δεν μπορώ να διευθύνω, να καθοδηγήσω, έχασα τον έλεγχο μιας υπόθεσης, μιας ομάδας ανθρώπων ή ενός λαού και εγκυμονούν διάφοροι κίνδυνοι: «η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια της κυβέρνησης και οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν σ’ όλη τη χώρα»·
- κάνω κατάσταση, α. δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για να κατακτήσω μια γυναίκα: «πήγε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι και προσπαθούσε να κάνει κατάσταση με την γκόμενα». β. δημιουργώ περιουσία: «τόσα χρόνια στη Γερμανία έκανε καλή κατάσταση». γ. δημιουργώ κατάλληλες συνθήκες σε μια παρέα, ώστε να περάσει ευχάριστα: «θα κάνει κανείς καμιά κατάσταση για να τη βρούμε;». δ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δημιουργώ παιχνίδι, στήνω παιχνίδι, οργανώνω καρέ: «άντε, ρε φίλε, κάνε καμιά κατάσταση να περάσει η ώρα»·
- κατάσταση αναμονής, βλ. λ. αναμονή·
- κατάσταση είναι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι κατάσταση αυτή(!)·
- κατάσταση έκτακτης ανάγκης, βλ. λ. ανάγκη·
- κατάσταση πολιορκίας, βλ. λ. πολιορκία·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, αναλαμβάνω τη διεύθυνση, την καθοδήγηση, τον έλεγχο μιας υπόθεσης ή μιας ομάδας ανθρώπων: «αναγκάστηκα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου, γιατί τα πάντα πήγαιναν στραβά στην επιχείρηση»·
- ποια είναι η κατάστασή του; α. σε τι οικονομική κατάσταση βρίσκεται(;): «μήπως ξέρεις ποια είναι η κατάσταση του τάδε, γιατί μου πρότεινε να συνεταιριστούμε; || καλό παιδί φαίνεται, όμως για πες μου ποια είναι η κατάστασή του;». β. πώς είναι από άποψη υγείας(;): «για πες μου εσύ που πήγες και τον είδες στο νοσοκομείο, ποια είναι η κατάστασή του;»·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; α. έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «δεν είναι κατάσταση αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι κατάσταση αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια!». β. έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου από ενοχλητική πράξη ή ενέργεια, που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «δεν είναι κατάσταση αυτή, κάθε μεσημέρι, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτό βιολί; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς(;)·
- ροκ καταστάσεις, βλ. λ. ροκ·
- συμβιβάζομαι με την κατάσταση, προσαρμόζομαι στο κλίμα, στη νοοτροπία που επικρατεί: «στην αρχή του φαίνονταν όλα δύσκολα, αλλά με τον καιρό συμβιβάστηκε με την κατάσταση»·
- σώζω την κατάσταση, προλαβαίνω τα χειρότερα, ενεργώ ώστε να αποφευχθεί μια καταστροφή: «δεν είχε να πληρώσει το δάνειο που είχε πάρει από την τράπεζα και θα του παίρνανε το σπίτι που είχε βάλει υποθήκη, ευτυχώς όμως του ’δωσε λεφτά ο φίλος του κι έσωσε την κατάσταση»·
- την πήδηξα την κατάσταση, βλ. φρ. την πήδηξα τη δουλειά, λ. δουλειά·
- τι κατάσταση είν’ αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! βλ. φρ. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Συνών. τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! / τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! / τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός(!)·
- φυσική κατάσταση, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται από άποψη σωματικής υγείας κάποιο άτομο: «βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση ο τάδε αθλητής; || από άποψη φυσικής κατάστασης είναι μια χαρά».

κατιτίς

κατιτίς, αόρ. αντων. [<κατιτί + κατάλ. -ς]. 1. κάτι, κάποιο πράγμα: «μήπως θέλεις να συ φέρω κατιτίς απ’ την αγορά; || έδωσε σ’ όλους δώρα, έδωσε και σε μένα κατιτίς». 2. ως άκλ. ουσ. το κατιτίς, το επιπλέον, το ιδιαίτερο, το παραπάνω: «ο γιος σου μεγάλωσε κι όσο να πεις, θέλει το κατιτίς του»·
- έχει αυτό το κατιτίς, το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίζει, να εντυπωσιάζει, αλλά που δεν μπορούμε να το εντοπίσουμε, να το περιγράψουμε, να το αναφέρουμε επακριβώς: «δεν μπορώ να πω πως είναι όμορφη γυναίκα, αλλά έχει αυτό το κατιτίς, που σε κάνει να τη βάλεις αμέσως στην καρδιά σου || δεν είναι κανένα σπουδαίο αυτοκίνητο, αλλά έχει αυτό το κατιτίς, που σε κάνει να θέλεις να το αποκτήσεις». Πρβλ.: μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις, γιατί πάνω σου με τραβάει κατιτί, μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις και στην αγκαλιά μου θα πέσεις (Τραγούδι)·
- έχει το κατιτίς του, έχει, διαθέτει κάποια περιουσία: «είναι δουλευτάρης άνθρωπος κι έχει και το κατιτίς του || είναι καλή κοπέλα, γεννημένη για σπίτι, κι έχει και το κατιτίς της».       

κέρατο

κέρατο, το, ουσ. [<μσν. κέρατον, από τα κέρατα, πλ. του αρχ. ουσ. κέρας], το κέρατο. 1. η συζυγική απιστία, το κεράτωμα: «λένε πως στην υψηλή κοινωνία το κέρατο το ’χουν για σπορ! || στη λεγόμενη αριστοκρατία το κέρατο πάει σύννεφο». 2. άνθρωπος ανάποδος, ενοχλητικός, δύστροπος, πεισματάρης, στρυφνός, τυραννικός: «είναι τέτοιο κέρατο αυτός ο άνθρωπος, που σε βγάζει την πίστη ανάποδα, αν μπλέξεις μαζί του!». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το μαχαίρι, η κάμα, αλλά και το περίστροφο, το πιστόλι: «έπεσε με το κέρατο πάνω του και του τρύπησε την καρδιά || κάποια στιγμή έβγαλε το κέρατο απ’ την τσέπη του και του την άναψε». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «θα το κόψω το κέρατο, γιατί δεν το αντέχω άλλο». Υποκορ. κερατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- βγάζει τα κέρατά του, κερδίζει πάρα πολλά χρήματα από τη δουλειά του: «έχει ένα φασφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και βγάζει τα κέρατά του». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- γαμώ το κέρατό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. (Τραγούδι: και το τρίτο είναι δικό μας, γαμώ το κέρατό μας, αγάπη μου γλυκιά). Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το κέρατό σου! ή σου γαμώ το κέρατο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω, γαμώ το κέρατό σου, που σε ψάχνω και δε σε βρίσκω, όταν σε χρειάζομαι! || σου γαμώ το κέρατο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς την άδειά μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο! ή δε βλέπεις τα κέρατά σου τα δίφορα! α. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που, ενώ οι εργασίες του πηγαίνουν πολύ άσχημα, προσφέρεται να συμβουλέψει άλλους πώς να πάνε καλά οι εργασίες τους. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που, ενώ η γυναίκα του τον απατά, αυτός προσφέρεται να συμβουλέψει άλλους πώς να φερθούν στις γυναίκες τους, για να φανούνε σκληροί και κυρίαρχοι στο γάμο τους ή στον ερωτικό τους δεσμό·
- δε βλέπεις το κέρατό σου το τράγειο! βλ. φρ. δε βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο(!)·
- είναι διάβολος με κέρατα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι ένα κέρατο αυτός! θαυμαστική έκφραση που επιτείνει τα προτερήματα ή τα ελαττώματα κάποιου: «τι λες, θα μπορέσει να μου τελειώσει τη δουλειά; -Είναι ένα κέρατο αυτός! || είναι ένα κέρατο αυτός, που, αν σου πάρει δανεικά, θα σου βγάλει την ψυχή μέχρι να σου τα επιστρέψει»·
- ήλιος με κέρατα, βλ. λ. ήλιος·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…; τι περισσότερο διαθέτει (διέθετε) αυτός από εμένα και…: «και βέβαια μπορώ κι εγώ να το κάνω, τι δηλαδή, κέρατα είχε αυτός και το ’κανε;»·
- κέρατο βερνικωμένο, άνθρωπος ανυποχώρητος, ισχυρογνώμονας, σκληρός, τυραννικός: «εγώ σου λέω πως αυτός ο άνθρωπος είναι κέρατο βερνικωμένο, κι αφού έμπλεξες μαζί του, δε θα ξεμπλέξεις εύκολα»·
- όσο κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, βλ. λ. κερατάς·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, η μακροχρόνια απουσία του συζύγου από το σπίτι οδηγεί τη σύζυγο στη συζυγική απιστία: «άσε τα μεγάλα ταξίδια χωρίς τη γυναίκα σου, και να ’χεις πάντα κατά νου αυτό που έλεγαν οι πιο παλιοί, ότι δηλαδή, όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει»· 
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- … τα κέρατά μου (σου, του κ.λπ.), πάρα πολύ, σε υπερβολική ποσότητα: «πήγα στο μπαράκι κι ήπια πάλι τα κέρατά μου || τέλος του μηνός έχω πληρωμές και πρέπει να πληρώσω τα κέρατά μου || μπλέξαμε όλη η παρέα κι ήπιαμε τα κέρατά μας || είναι πολύ προβληματισμένος, γιατί χρωστάει τα κέρατά του»·
- το κέρατό μου (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ το κέρατό μου·
- το κέρατό σου (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ το κέρατό σου·
- το κέρατό σου το δίφορο! ή τα κέρατά σου τα δίφορα! (ενν. γαμώ) α. λέγεται από αγανακτισμένο ή εκνευρισμένο άτομο σε κάποιον, που δεν μπορεί ή που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέει: «τα κέρατά σου τα δίφορα, που σου ζήτησα να μου φέρεις αυτό το πράγμα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά: «τα κέρατά σου τα δίφορα που σου είπα εγώ τέτοιο πράγμα!» Από την εικόνα εκείνου του άντρα που δεν εννοεί να πιστέψει κάποιον, που του λέει συνέχεια πως η γυναίκα του τον απατά συστηματικά, πράγμα που θα έπρεπε να το είχε καταλάβει προ πολλού, γιατί, κοντά στο κέρατο που του φύτεψε η γυναίκα του, καρποφόρησε και άλλο·
- το κέρατό σου το τράγειο! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου σε κάποιον, που δεν μπορεί ή που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέει: «το κέρατό σου το τράγειο, που σου ’πα να κάνεις αυτό το πράγμα!». Από την εικόνα του κέρατου του τραγιού, που είναι πολύ ενδεικτικό. Εκστομίζεται και ως βρισιά σε κερατά·
- του (της) βάζει (το) κέρατο ή του (της) βάζει (τα) κέρατα, βλ. φρ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του γαμώ το κέρατο, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, σηκώθηκε απ’ την παρέα του κι εκεί μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του γάμησε το κέρατο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το κέρατο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του (της) περνάει (το) κέρατο ή του (της) περνάει (τα) κέρατα, βλ. φρ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του (της) φοράει (το) κέρατο ή του (της) φοράει (τα) κέρατα, τον (την) απατά: «χρόνια του φοράει το κέρατο κι αυτός δεν έχει πάρει ακόμα μυρουδιά || αν μάθει πως της φοράει κέρατα, θα του βγάλει τα μάτια»·
- του (της) φυτεύει (το) κέρατο ή του (της) φυτεύει (τα) κέρατα, βλ. συνηθέστ. του (της) φοράει (το) κέρατο·
- του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, οι πράξεις του φτωχού ανθρώπου, ιδίως οι παράνομες παίρνουν δημοσιότητα και σχολιάζονται ενώ του πλούσιου και ισχυρού αποσιωπούνται: «αν ήταν κανένας πλούσιος δε θα μαθαίναμε τίποτα γι’ αυτή τη λοβιτούρα αλλά, βλέπεις, του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο»· βλ. και φρ. τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους είναι σύκα και δεν ακούγονται, λ. καρύδι·
- τρώει κέρατο, κερατώνεται από το ερωτικό ή συζυγικό του ταίρι: «μόλις αντιλήφθηκε πως τρώει κέρατο, τη χώρισε χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κέρδος κέρατα! βλ. λ. κέρδος·
- χωρίς κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια! βλ. λ. κέρδος.

κεφάλαιο

κεφάλαιο, το, ουσ. [<αρχ. κεφάλαιον, ουδ. του επιθ. κεφάλαιος <κεφαλή], το κεφάλαιο. 1. μεγάλη επιφάνεια χρημάτων και, κατ’ επέκταση, η πλουτοκρατία: «αν δεν έχεις κεφάλαιο σήμερα, δεν πας μπροστά || το κεφάλαιο καταπιέζει την εργατική τάξη || κάτω το κεφάλαιο!». 2. οτιδήποτε είναι σημαντικό, πολύτιμο για το κοινωνικό σύνολο, για την κοινωνία: «οι συγγραφείς μας αποτελούν το πνευματικό κεφάλαιο του τόπου μας». 3. τμήμα της ζωής ή της ιστορίας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων, ενός λαού, ενός έθνους: «η περίοδο της δικτατορίας αποτελεί ένα κεφάλαιο ντροπής για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας»·
- ανοίγω νέο κεφάλαιο, αρχίζω νέα χρονική περίοδο στη ζωή μου μετά από ένα διάστημα όχι ιδιαίτερα ευχάριστο: «μέχρι τώρα ό,τι έγινε έγινε κι από σήμερα ανοίγω νέο κεφάλαιο»·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, αποτελεί ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «αυτό που μου λες δεν έχει καμιά σχέση με τη συζήτησή μας, γιατί αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είναι άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το κεφάλαιο έκλεισε, αυτή η υπόθεση, αυτή η περίπτωση έχει τελειώσει. Συνήθως αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο όχι ιδιαίτερα ευχάριστη: «πώς τα πας με το γάμο σου; -Αυτό το κεφάλαιο έκλεισε για μένα»·
- έχω ένα άλφα κεφάλαιο, βλ. λ. άλφα·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια.

κινηματογράφος

κινηματογράφος ή κινηματόγραφος, ο, ουσ. [<γαλλ. cinematographe <ελλ. κίνημα + γράφω], ο κινηματογράφος·
- αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο! βλ. φρ. αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! λ. έργο·
- βουβός κινηματογράφος, λέγεται για τις ταινίες εκείνες στις οποίες δεν υπήρχε ήχος: «ο περίφημος Σαρλώ ξεκίνησε από την εποχή του βουβού κινηματογράφου». Πρβλ.: σάμπως σε βουβή ταινία, μια πολιτεία χοροπηδά, δρόμοι, ανθρωπάκια και γραφεία, πολυκατοικίες και κουρσάκια ιδιωτικά (Τραγούδι).

κλάνω

κλάνω, ρ. [<μσν. κλάνω, από το ἔκλασα, αόρ. του αρχ. ρ. κλάω-ῶ], κλάνω. 1. φοβάμαι, δειλιάζω: «μόλις τους είδε όλους μαζεμένους, έκλασε και την κοπάνησε». 2. αγνοώ, περιφρονώ τελείως κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να κλάνω τους ανθρώπους που έχουν την ανάγκη μου». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) επηρεάζομαι υπερβολικά από τη χρήση ναρκωτικού: «την άκουσες καθόλου με το πράμα που σου ’δωσα; -Άρχισα να κλάνω». Από το ότι, όποιος μεθύσει από ποτό ή ναρκωτικό, δεν μπορεί να συγκρατήσει τις πορδές του, πολλές φορές, μάλιστα, τα κάνει και απάνω του. (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- άλογο κλάνει, βλ. λ. άλογο·
- αν κλάνει ο γάιδαρος τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, λ. γάιδαρος·
- ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, βλ. λ. καλός·
- γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι, βλ. λ. γάιδαρος·
- γιατί κλάνει το γατί, βλ. λ. γατί·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δεν τον κλάνεις! μην τον υπολογίζεις, περιφρόνησέ τον, αγνόησέ τον: «δεν τον κλάνεις, μωρέ, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι για τέτοιον παλιάνθρωπο!». Συνών. δεν τον κατουράς! / δεν τον χέζεις(!)·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; βλ. λ. γαϊδούρι·
- εγώ μιλώ κι εσύ κλάνεις, βλ. λ. εγώ·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. φρ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- εκεί που κλάνει η αλεπού και φωνάζει παππού, βλ. λ. αλεπού·
- έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, βλ. λ. νύφη·
- έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια ή θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια ή θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα μας κλάσεις τον πούτσο ή θα μου κλάσεις τον πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- θα μας τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα μου τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια), δε θα μου κάνεις τίποτα, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να μου κάνεις κάτι, σε πληροφορώ πως θα μου τα κλάσεις»·
- θα μου τον κλάσεις (ενν. τον πούτσο), βλ. συνηθέστ. θα μας τα κλάσεις (ενν. τ’ αρχίδια)·
- θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια) ή θα πάρεις φόρα και θα μου τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. φόρα1·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, βλ. λ. γαϊδούρι·
- κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει, είναι πολύ μεγάλος τεμπέλης: «δεν υπάρχει περίπτωση να σου τελειώσει τη δουλειά αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει»·
- κλάνει απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- κλάνει ο νοικοκύρης, χέζει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- κλάνω μαλλί, βλ. λ. μαλλί·
- κλάνω μέντα ή κλάνω μέντες, βλ. λ. μέντα·
- κλάνω πατάτες, βλ. λ. πατάτα·
- κλάνω φιστίκι ή κλάνω φιστίκια, βλ. λ. φιστίκι·
- κλάσαν οι άντρες και βγήκες εσύ, βλ. λ. άντρας·
- κλάσαν οι μάγκες και βγήκες εσύ, βλ. λ. μάγκας·
- κλάσε μας! (ενν. τ’ αρχίδια), α. άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς: «αμάν, ρε παιδάκι μου, μ’ αυτή την γκρίνια σου, κλάσε μας, επιτέλους, να τελειώνουμε!». β. δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε φοβάμαι: «κλάσε μας ρε, που νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε!»·
- κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, βλ. λ. κώλος·
- μιλάμε ή κλάνουμε, βλ. λ. μιλώ·
- μου ’κλάσε τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- μου ’κλάσε τον πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- να κλάνεις όλη νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει, βλ. λ. παπάς·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- όποιος σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου, βλ. λ. χέζω·
- όταν κλάνεις, σβήνει η λάμπα; βλ. λ. λάμπα·
- όταν ο άρχοντας κλάνει, ο λαός το παρακάνει, βλ. λ. άρχοντας·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- πέρσι έκλασε, φέτος βρόμισε, βλ. λ. πέρσι·
- σ’ είπαμε, γριά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. φρ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- σ’ είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. φρ. του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις, βλ. λ. παιδί·
- τα κλάνω, α. φοβάμαι, δειλιάζω, τρομοκρατούμαι: «μόλις τους είδα να ’ρχονται όλοι μαζί καταπάνω μου, τα ’κλασα και το ’βαλα στα πόδια». β. τα παρατώ, τα εγκαταλείπω, δεν τα υπολογίζω: «επειδή κανένας δεν άκουγε τις συμβουλές του, κι αυτός τα ’κλασε κι έφυγε || του ’διναν ένα σωρό λεφτά και τα ’κλασε»·
- την κλάνω, φοβάμαι, δειλιάζω: «κι εσύ θα την έκλανες, αν ορμούσαν επάνω σου δέκα νοματαίοι μαζεμένοι»· βλ. και φρ. την έχω κλασμένη, λ. κλασμένος·
- τον κλάνω, βλ. συνηθέστ. τον έχω κλασμένο, λ. κλασμένος·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, του επιτρέψαμε να κάνει κάτι και αυτός, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, το έκανε στο έπακρο: «του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε ο παλιομαλάκας, γιατί του επέτρεψα να βάλει κάνα δυο στην αίθουσα χωρίς εισιτήριο κι αυτός έμπασε ολόκληρο τσούρμο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.

κλήδονας

κλήδονας, ο, ουσ. [<αρχ. κληδών (= προγνωστικός ήχος)], λαϊκό έθιμο·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα ή αυτά είναι λόγια του κλήδονα ή λόγια του κλήδονα, δεν είναι σοβαρά λόγια, είναι ψέματα ή υπερβολές: «αυτά που μας λες, τα λεν στον κλήδονα και μην περιμένεις να σε πιστέψουμε || μην πιστεύετε αυτά που σας λέει, γιατί αυτά είναι λόγια του κλήδονα || άντε, βρε κουτέ, που κάθεσαι και δίνεις πίστη σε λόγια του κλήδονα». Από το ότι, κατά το έθιμο του κλήδονα, που τελείται στις 24 Ιουνίου, παραμονή της γιορτής της Γέννησης του Ιωάννου του Προδρόμου, προλέγονται πάντοτε ευχάριστα πράγματα, ιδίως για τις ανύπαντρες γυναίκες, όπου μαντεύεται το όνομα του μελλοντικού τους συζύγου.

κοκκινίζω

κοκκινίζω, ρ. [<μτγν. κοκκινίζω <κόκκινος], κοκκινίζω· το δέρμα του προσώπου μου γίνεται κόκκινο, ιδίως από ντροπή, συστολή, ζέστη, κρύο ή έντονο θυμό: «είναι πολύ ντροπαλό παιδί και μόλις κάνεις πως το μαλώνεις, κοκκινίζει αμέσως || κοκκίνισαν τα μάγουλά του απ’ τη ζέστη || κοκκίνισε η μύτη του απ’ το κρύο || να τον δεις πώς κοκκινίζει, όταν είναι θυμωμένος και ωρύεται!». (Τραγούδι: σου μιλώ και κοκκινίζεις, τι να φανταστώ; Όσο θάβεις το σποράκι, τόσο βγάνει ανθό
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; (επιτιμητικά) δεν ντρέπεσαι με αυτά που λες(;)·
- είναι (για) να κοκκινίζεις, πρόκειται για πολύ αισχρές κουβέντες, για πολύ αισχρές βρισιές: «όταν αρχίζει να βρίζει, είναι για να κοκκινίζεις»·
- κοκκινίζω σαν παντζάρι ή κοκκινίζω σαν το παντζάρι, βλ. λ. παντζάρι·
- κοκκινίζω σαν παπαρούνα ή κοκκινίζω σαν την παπαρούνα, βλ. λ. παπαρούνα·
- κοκκινίζω σαν τριαντάφυλλο ή κοκκινίζω σαν το τριαντάφυλλο, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά ή κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μη με κάνεις και κοκκινίζω ή μη με κάνεις να κοκκινίζω, α. έκφραση μετριοφροσύνης, που πολλές φορές λέγεται και υπό τύπον αστεϊσμού, όταν μας κάνει κάποιος διάφορες φιλοφρονήσεις. β. επίσης, η έκφραση λέγεται τις πιο πολλές φορές υπό τύπον αστεϊσμού και όταν μας αναφέρει κάποιος κάτι που έχει σχέση με τα ερωτικά, με τα σεξουαλικά·
- στο λέω και κοκκινίζω! α. έκφραση μετριοφροσύνης, που πολλές φορές λέγεται και υπό τύπον αστεϊσμού, όταν λέμε σε κάποιον για κάποια επιτυχία μας: «όχι για να το παινευτώ, αλλά πέρασα πρώτος στο πανεπιστήμιο· στο λέω και κοκκινίζω || όλοι παραδέχονται πως είμαι ο ομορφότερος της παρέας· στο λέω και κοκκινίζω!». β. επίσης, η έκφραση λέγεται τις πιο πολλές φορές υπό τύπον αστεϊσμού και όταν αναφέρομαι σε κάτι που έχει σχέση με τα ερωτικά, με τα σεξουαλικά: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα και την ξέσκισα· στο λέω και κοκκινίζω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να. 

κολόνια

κολόνια, η, ουσ. [<γαλλ. eau de Cologne (= νερό της Κολονίας)], αρωματικό υγρό, άρωμα: «έριξε λίγη κολόνια επάνω του για να μυρίζει όμορφα»·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, λέγεται ειρωνικά για δυσάρεστη ή ενοχλητική υπόθεση ή κατάσταση που διαιωνίζεται: «υπόσχεστε πως θα καθαρίσετε τα σχολεία απ’ τα κακοποιά στοιχεία, αλλά δεν κάνετε τίποτα κι αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια»·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι.

κόσμος

κόσμος, ο, ουσ. [<αρχ. κόσμος], ο κόσμος. 1. η οικουμένη, η ανθρωπότητα: «γύρισα όλο τον κόσμο». 2. κάθε οργανωμένο σύστημα ζωής και δραστηριότητας: «ο κόσμος των πιθήκων || ο κόσμος του χρηματιστηρίου». 3. πνευματική ή επαγγελματική τάξη ανθρώπων: «ο κόσμος των γραμμάτων καταδικάζει κάθε απόπειρα για λογοκρισία || ο ιατρικός κόσμος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάπλωση του έιτζ». 4. η κοινωνία: «μην περιμένεις απ’ τον κόσμο ν’ αναγνωρίσει τα καλά που του έχεις κάνει». 5. η ζωή: «έτσι είναι ο κόσμος, άλλοι γεννιούνται κι άλλοι πεθαίνουν». 6. πλήθος ανθρώπων: «στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής είχε πολύ κόσμο». 7. οι επισκέπτες, οι καλεσμένοι: «χτες ήταν η γιορτή του πατέρα μου κι είχαμε κόσμο στο σπίτι». (Ακολουθούν 149 φρ.)·
- άλλαξε ο κόσμος ή ο κόσμος άλλαξε, ο χαρακτήρας του ανθρώπου μεταβλήθηκε, ιδίως προς το χειρότερο: «δεν μπορείς να έχεις σήμερα σε κανέναν εμπιστοσύνη, γιατί άλλαξε ο κόσμος». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί, είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια
- ανά τον κόσμο, από όλον τον κόσμο γενικά: «κατέγραψε τα ταξίδια του ανά τον κόσμο και τα εξέδωσε σ’ ένα βιβλίο»·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- άνθρωπος του κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντίκρισε τον κόσμο, γεννήθηκε: «αντίκρισε τον κόσμο μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- από καταβολής κόσμου, βλ. λ. καταβολή·
- από κτίσεως κόσμου, βλ. λ. κτίση·
- αρπάζεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος, βλ. λ. κόμπος·
- ας τον κόσμο να σφυρίζει, μην ενδιαφέρεσαι, αδιαφόρησε για το τι λέει ο κόσμος: «εμείς θα παντρευτούμε κι ας τον κόσμο να σφυρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: αγκαλιά θε να βρεθούμε, κούκλα μου μελαχρινή, κι ας τον κόσμο να σφυράει κι ό,τι θέλει ας πει
- ατσίγαρος κόσμος, (στη γλώσσα της αργκό) η φτωχολογιά: «μέσα στον ατσίγαρο κόσμο μπορείς να βρεις τα πιο καλά παιδιά»·
- βγαίνω στον κόσμο, α. αρχίζω να αντιμετωπίζω τη ζωή, βγαίνω στη βιοπάλη: «από μικρός βγήκε στον κόσμο και κατάλαβε πως η ζωή είναι ένας ατέλειωτος αγώνας». β. αρχίζω να συναναστρέφομαι τον κόσμο, αρχίζω τις συναναστροφές, αρχίζω να ζω ως κοινωνικό ον: «μόλις μεγάλωσε και βγήκε στον κόσμο, έκανε αμέσως παρέες, γιατί είναι συμπαθητικό παιδί». γ. κατ’ επέκταση, αποφυλακίζομαι: «μόλις βγήκε στον κόσμο μετά από τρία χρόνια φυλακή, έψαξε να βρει τους παλιούς του φίλους». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έπεσα στα σίδερα, ξανά στον κόσμο βγήκα, γι’ αυτήν που πήγα να χαθώ, σαν γύρισα στο σπίτι μου, σ’ άλλη αγκαλιά τη βρήκα
- βλέπω μαύρο τον κόσμο ή βλέπω τον κόσμο μαύρο, είμαι πολύ πικραμένος, στενοχωρημένος, είμαι πολύ απαισιόδοξος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, βλέπει τον κόσμο μαύρο». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γύρω μου·
- βούιξε ο κόσμος ή βούιξε ο κόσμος όλος ή βούιξε όλος ο κόσμος, το μυστικό που αποκαλύφθηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε έντονα: «βούιξε ο κόσμος όλος για το θάνατο του τάδε κι εσύ δεν πήρες χαμπάρι;»·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- βρίσκεται σ’ άλλο κόσμο ή βρίσκεται σ’ άλλους κόσμους, βλ. συνηθέστ. βρίσκεται στον κόσμο του·
- βρίσκεται στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! επιφωνηματική έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λένε ή που βλέπουμε: «μέχρι χτες ήταν πάμφτωχος και μ’ ένα τζόκερ έγινε ζάπλουτος. -Για δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο!». Πρβλ.: για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους (Δημοτικό). Πολλές φορές, μετά το δε(ς) ακολουθεί το ρε·       
- για τα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- για τίποτα στον κόσμο, για κανέναν λόγο, με κανένα αντάλλαγμα: «για τίποτα στον κόσμο δεν ξαναπάω σε κείνο το μαγαζί || δε θα προδώσω το φίλο μου για τίποτα στον κόσμο»·
- γυάλινος κόσμος, ο ψεύτικος: «μέσα σ’ αυτό το γυάλινο κόσμο που ζούμε είναι να μην έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, για να κάνω μια καινούρια κοινωνία άλληνε
- δε χάθηκε δα ο κόσμος ή δε χάθηκε κι ο κόσμος, βλ. φρ. δε χάλασε δα ο κόσμος·
- δε χάλασε δα ο κόσμος ή δε χάλασε κι ο κόσμος, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο αυτό που συνέβη, δεν πρέπει να ανησυχούμε, γιατί είναι ασήμαντο: «μια γρατζουνιά έγινε στ’ αυτοκίνητό σου, δε χάλασε κι ο κόσμος || εκατό ευρώ ξοδέψαμε, δε χάλασε δα κι ο κόσμος || μη στενοχωριέσαι για τον αναπτήρα που έχασες, δε χάλασε κι ο κόσμος»·
- δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν είναι για κόσμο, α. έχει τόσο κακό ντύσιμο ή τόσο κακή συμπεριφορά, που δεν μπορούμε να τον παρουσιάσουμε στον κόσμο: «κάνει τόσο χαζό ντύσιμο, που δεν είναι για κόσμο || δεν τον παίρνω ποτέ μαζί μου, γιατί έχει τέτοιο βρομόστομα που δεν είναι για κόσμο». β. βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, δεν είναι για κόσμο || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν είναι για κόσμο»·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο ή δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δουλεύει όλο τον κόσμο, εξαπατά συστηματικά αυτούς με τους οποίους συνεργάζεται ή κοροϊδεύει συστηματικά όλους τους γνωστούς του για να τους αποσπάσει κάποιο όφελος: «μη τον βλέπεις που παριστάνει τον αγαθό, γιατί στην πραγματικότητα είναι μια σουπιά που δουλεύει όλο τον κόσμο»· βλ. και φρ. κοροϊδεύει τον κόσμο·
- έγινε η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- έγινε χαλασμός κόσμου, βλ. λ. χαλασμός·
- εδώ ο κόσμος καίγεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται, έκφραση που δηλώνει ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία, ιδίως οικονομική, μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, μεγάλο πρόβλημα, που δείχνει να το αγνοεί το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός έχει το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις || εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός θέλει να κάνει επέκταση στη δουλειά του»·
- εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες τι ζητάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες τι ζητάτε; βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί χτενίζεται, (και για τα δυο φύλα) λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανθρώπους που αδιαφορούν για τα κοινά ή που, ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα. Με τη φρ. αυτή, αξίζει να θυμηθούμε την επίσκεψη του Ζισκάρ ντ’ Εστέν στην Ελλάδα το 1976, κατά την οποία οι Έλληνες, θέλοντας να διακωμωδήσουν την προσπάθεια του Γάλλου προέδρου να απευθύνει χαιρετισμό στα ελληνικά στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή, σκάρωσαν την ακόλουθη γαλλικούρα: εντό ο κοσμός κάιγετάει κάι το μοϊνί χτενίζετάει. Συνών. η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν, βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτή το μουνί της ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτή το μουνί της, (ιδίως για γυναίκες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός το καυλί του ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το καυλί του, (ιδίως για άντρες) βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- εδώ ο κόσμος πνίγεται και η κούρβα λούζεται, βλ. συνηθέστ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται·
- είναι μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·
- είναι στον κόσμο του, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του·
- είναι του κόσμου, ανήκει στους κοσμικούς κύκλους, είναι κοσμοπολίτης: «ξέρει πάντοτε και σε κάθε περίπτωση πώς θα συμπεριφερθεί, γιατί είναι του κόσμου»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έμεινε μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. φρ. ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο·  
- ένα κόσμο…, δηλώνει πολύ μεγάλη ποσότητα, ένα σωρό: «έδωσε ένα κόσμο λεφτά κι αγόρασε σκάρτο πράγμα || κάθε φορά δίνει ένα κόσμο υποσχέσεις πως θα διορθωθεί, αλλά πάντα στο τέλος κάνει το δικό του»·
- έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι: «ήρθα στον κόσμο μια μέρα του καλοκαιριού, από φτωχούς αλλά τίμιους γονείς || κάθε μέρα έρχονται στον κόσμο χιλιάδες παιδιά»·
- έτσι είναι ο κόσμος, βλ. συνηθέστ. έτσι είναι η ζωή, λ. ζωή·
- έφαγα τον κόσμο, α. έψαξα παντού για να βρω κάποιον ή κάτι: «έφαγα τον κόσμο να σε βρω || έφαγα τον κόσμο να βρω το μολύβι μου κι εγώ το κρατούσα στα χέρια μου». β. κατέβαλα μύριες όσες προσπάθειες για να πετύχω κάτι: «έφαγα τον κόσμο για να πάρω αυτή τη δουλειά»·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, ζαλίστηκα, μου ήρθε σκοτοδίνη, λιποθύμησα: «σηκώθηκα απότομα και για μια στιγμή έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου || μόλις δέχτηκα την πέτρα στο κεφάλι, έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου και σωριάστηκα κάτω»·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, α. έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό δεν του ’χει λείψει τίποτα κι έχει όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου). β. (για καταστήματα) έχει αφθονία υλικών αγαθών, δεν του λείπει τίποτα: «ψωνίζω πάντα απ’ το τάδε σούπερ μάρκετ, γιατί έχει όλα τα καλά του κόσμου».
- έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα: «ο άνθρωπος αυτός έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, γι’ αυτό και είναι ευπρόσδεκτος σ’ όλες τις παρέες»·
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: καλύτερα ψωμί κι ελιά και μες την αγκαλιά σου παρά του κόσμου τα καλά και να ’μαι μακριά σου
- έχει του κόσμου…, έχει σε μεγάλη ποσότητα κάτι: «αυτός ο άνθρωπος έχει του κόσμου τα λεφτά || έχει του κόσμου τις αρετές || έχει του κόσμου τις κακίες || έχει του κόσμου τα διαμερίσματα»·
- έχω κόσμο, έχω επισκέψεις, έχω καλεσμένους: «δεν μπορείτε να μπείτε στο γραφείο του, γιατί έχει κόσμο || δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας, γιατί θα ’χω κόσμο στο σπίτι»·
- ζει μακριά απ’ τον κόσμο, α.  ζει σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο, σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή  ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «επειδή σιχάθηκε τους ανθρώπους, βρήκε ένα σπιτάκι στην ερημιά και ζει μακριά απ’ τον κόσμο». β. δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις που συντελούνται στον κόσμο, στην επικοινωνία, στην επιστήμη: «αυτός έχει μείνει στην εποχή του τηλέγραφου, γιατί ζει μακριά απ’ τον κόσμο»·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, ζει χωρίς οικογένεια, συγγενείς ή φίλους, είναι ολομόναχος στη ζωή: «απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα, κλείστηκε στον εαυτό του και ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο»·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. φρ. ζει στον κόσμο του· 
- ζει στον κόσμο του ή ζει στο δικό του κόσμο, δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, δεν έχει επαφή με τη σύγχρονη  πραγματικότητα, ονειροβατεί: «μην περιμένεις να καταλάβει και πολλά πράγματα απ’ αυτά που του λες, γιατί ζει στον κόσμο του». Πρβλ.: δεν άντεξε τον πόνο του κι έσβησε με τον κόσμος του, τον κλάψαν μόνο τα παιδιά, γιατί είχε παιδική καρδιά (Λαϊκό τραγούδι)·
- η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- η ψυχή του σύμπαντος κόσμου, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε ο κόσμος ανάποδα, συντελέστηκαν μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, σπουδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις: «την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την τραμπούκικη Αγγλοαμερικανική πολεμική πολιτική, υπέρ δήθεν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων || την τελευταία δεκαετία ήρθε ο κόσμος ανάποδα με την πρόοδο της επιστήμης». Πρβλ.: άντε θύμα άντε ψώνιο άντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς (Τραγούδι)·
- ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. φρ. ήρθε ο κόσμος ανάποδα·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- κάνει του κόσμου…, κάνει σε ποσότητα κάτι, επαναλαμβάνει πάρα πολύ συχνά κάτι: «αυτός ο άνθρωπος κάνει του κόσμου τις αγαθοεργίες || κάνει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τις μαλακίες || κάνει του κόσμου τις εξυπηρετήσεις»·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση: «για ψύλλου πήδημα είναι ικανός να κάνει τον κόσμο άνω κάτω». β. εντείνω όλες μου τις προσπάθειες για να βρω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «έκανα τον κόσμο άνω κάτω για να σε βρω || έκανα τον κόσμο άνω κάτω μέχρι να πάρω αυτή τη θέση»·
- κατά κόσμον, (για ιερωμένους ή μοναχούς) το κοσμικό όνομά του, σε αντιδιαστολή με το ιερατικό: «ο πατήρ Ονούφριος, κατά κόσμον Βασίλειος»·
- κοροϊδεύει τον κόσμο, προσποιείται πως ασχολείται με κάτι χωρίς να προσφέρει, χωρίς να παράγει έργο: «γυρίζει με περισπούδαστο ύφος όλη τη μέρα με μια τσάντα στο χέρι, αλλά κοροϊδεύει τον κόσμο, γιατί δεν κάνει τίποτα»·
- κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη, πικρή διαπίστωση για τη ματαιότητα της ζωής, αφού κάποια στιγμή πεθαίνουμε·
- κόσμος και κοσμάκης! πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που παρίσταται ιδίως σε μια συγκέντρωση, πολλοί και διάφοροι: «στην υποδοχή του αρχηγού μας μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης! || όταν ο καιρός είναι καλός, κόσμος και κοσμάκης βγαίνει στην παραλία για να κάνει τη βόλτα του»·
- κόσμος και κόσμος! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης(!)·
- κόσμος και λαός! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και λαός χάντρες απ’ το κομπολόι που ’χασ’ ο Θεός)·
- κόσμος και ντουνιάς! βλ. συνηθέστ. κόσμος και κοσμάκης! (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε το φτωχολόι κόσμος και ντουνιάς της ανάγκης καραβάνι και της ορφανιάς)·
- λόγια του κόσμου, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, με κατατρόμαξε: «πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου μέσ’ στο σκοτάδι και μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. τον έστειλε στον άλλο κόσμο·
- με τίποτα στον κόσμο, με κανένα τρόπο, με κανένα αντάλλαγμα: «δεν πάω με τίποτα στον κόσμο σε κείνο το μαγαζί, γιατί μαζεύεται όλη η αλητεία της περιοχής || με τίποτα στον κόσμο δε θα προδώσω το φίλο μου»·
- μένει το μάτι του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- μικρός που είναι ο κόσμος! έκφραση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού ή χαράς στην περίπτωση που συναντάμε τυχαία κάποιον γνωστό μας σε μέρος που ούτε καν μπορούσαμε να υποπτευθούμε ποτέ πως θα τον συναντούσαμε: «καθώς ανέβαινα με το τουριστικό γκρουπ τον Αμαζόνιο, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν παλιόφιλο, που είχα χρόνια να τον δω. -Μικρός που είναι ο κόσμος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε βρε ή το για δες τι ή το τι·
- να βουίξει ο κόσμος ή να βουίξει ο κόσμος όλος ή να βουίξει όλος ο κόσμος, να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο κάτι, να το μάθει όλος ο κόσμος: «θα ξεσκεπάσω τις απατεωνιές σου, να βουίξει ο κόσμος όλος || βούιξε όλος ο κόσμος με την είδηση του χρηματισμού του τάδε υπουργού»·
- νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου, επιδιώκει να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, θέλει να ασχολούνται όλοι μαζί του και στενοχωριέται ή θυμώνει, όταν συμβαίνει το αντίθετο: «είναι πολύ κουραστικός άνθρωπος, γιατί νομίζει πως είναι το κέντρο του κόσμου»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, αναστατώνω τον κόσμο, ιδίως από τις άγριες φωνές μου ή από τον έντονο θόρυβο που προκαλώ: «ήρθε μεσημεριάτικα και ξεσήκωσε τον κόσμο στο πόδι με τις αγριοφωνάρες του»·
- ο άλλος κόσμος, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή, ο Άδης. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα μανούλα μου γλυκιά στον άλλο κόσμο φεύγω, μια χάρη μόνο υστερνή μανούλα σου γυρεύω
- ο έξω κόσμος, αυτοί που ζουν ελεύθεροι στην κοινωνία σε αντιδιαστολή με κείνους που βρίσκονται στη φυλακή: «ο έξω κόσμος χαίρεται κι εγώ σαπίζω στα σίδερα». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στης Αίγινας τα κάτεργα κλεισμένος κι από τον έξω κόσμο περιφρονημένος
- ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
- ο καλός κόσμος, η υψηλή κοινωνία, η αριστοκρατία: «δυστυχώς, ο καλός κόσμος δύσκολα καταλαβαίνει τα βάσανα του απλού λαού»· βλ. και φρ. όλος ο καλός ο κόσμος·
- ο κάτω κόσμος, ο Άδης σε αντιδιαστολή με τον κόσμο που βρίσκεται στη ζωή (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω, να σ’ αγαπήσω πάλι
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, στην κοινωνία μας, στη ζωή μας, δε βρίσκονται όλοι στον ίδιο οικονομικό ή πνευματικό επίπεδο, άλλοι ευημερούν και άλλοι δυστυχούν: «δε βρίσκονται όλοι στην ίδια ευχάριστη θέση με σένα γιατί, ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν»· βλ. και φρ. η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, λ. ζωή·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη ταραχή, μεγάλη καταστροφή: «με το σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω»·
- ο κόσμος (όλος) να καεί, βλ. φρ. ο κόσμος (όλος) να χαλάσει·
- ο κόσμος (όλος) να χαλάσει, α. οτιδήποτε και να γίνει, χωρίς αμφιβολία, χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες ή οι δυσκολίες, εξάπαντος, οπωσδήποτε: «ο κόσμος να χαλάσει, εγώ θα την παντρευτώ || ο κόσμος θα χαλάσει, αυτός θα κάνει πάλι αυτό που θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: έχει και μια μελαχρινή, που είναι όλο νάζι, κι αν δεν της πάρω δυο φιλιά, ο κόσμος να χαλάσει). β. έκφραση τέλειας αδιαφορίας, ιδίως για όσα κακά συμβαίνουν γύρω μας: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν του καίγεται καρφί»·
- ο κόσμος πάει κι έρχεται, κυκλοφορεί διαρκώς, έρχεται και παρέρχεται, η ζωή συνεχίζεται. (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είναι, μπάρμπα Γιάννη, ο κόσμος πάει κι έρχεται κι αν κονταίνει το φουστάνι, μη σου κακοφαίνεται
- ο κόσμος της νύχτας, α. όσοι έχουν δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά τη νύχτα ή σχετίζονται με τα κυκλώματα των κέντρων διασκεδάσεως, των μπαρ ή των χαρτοπαιχτικών λεσχών: «ο κόσμος της νύχτας έχει τους δικούς του άγραφους νόμους». β. όλοι όσοι συνηθίζουν να διασκεδάζουν τη νύχτα: «ο κόσμος της νύχτας λίγο πολύ γνωρίζονται μεταξύ τους»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο, είναι κοινό μυστικό, έχει ήδη διαδοθεί παντού: «ο κόσμος το ’χει τούμπανο πως χώρισε ο τάδε κι αυτός ήρθε να μου το πει για νέο»·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που προσπαθεί να αποσιωπήσει κάποιο μυστικό του, που ήδη έχει ευρέως κοινολογηθεί. (Λαϊκό τραγούδι: βούιξε όλη η γειτονιά το πήρανε χαμπάρι, ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι
- ο κόσμος του θεάματος, όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, το τραγούδι ή άλλα καλλιτεχνικά σόου, ιδίως σε νυχτερινά κέντρα: «στον κόσμο του θεάματος, ασχολούνται καθημερινά πολλά άτομα || στον κόσμο του θεάματος υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός»·
- ο πάνω κόσμος, ο κόσμος που βρίσκεται στη ζωή, οι ζωντανοί άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους νεκρούς, με αυτούς που βρίσκονται στον Άδη: «όλος ο πάνω κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει τα συνταρακτικά νέα». (Λαϊκό τραγούδι: τέρμα θα ρίξω εις τη ζωή, χρυσή μου, ν’ αποθάνω, γιατί βαρέθηκα να ζω στον κόσμο τον επάνω
- ο πολύς κόσμος, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα σε αντιδιαστολή με τους λίγους, που είναι οι πλούσιοι: «τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, θα πλήξουν τον πολύ κόσμο»·
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. φρ. τα καλά όλου του κόσμου·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «ξόδευε τα λεφτά που βγάζεις, βρε ανόητε, γιατί όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη είμαστε περαστικοί, πριν τον νιώσουμε, τον ζούμε και περνούμε βιαστικοί).Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή·
- όλος ο καλός ο κόσμος, α. λέγεται στην περίπτωση, που σε ένα χώρο βρίσκονται συγκεντρωμένα άτομα που ξεχωρίζουν μέσα σε ένα σύνολο για τα πλούτη τους, την κοινωνική τους ισχύ ή την πνευματική τους ανωτερότητα: «στη δεξίωση του τάδε βιομηχάνου ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος». β. λέγεται στην περίπτωση, που σε κάποιο χώρο βρίσκει κάποιος συγκεντρωμένα όλα τα άτομα της παρέας του: «μπα μπα, τι βλέπω! Όλος ο καλός ο κόσμος σήμερα βρίσκεται εδώ». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν σε κάποιο χώρο δει κάποιος συγκεντρωμένα πολλά άτομα του ίδιου φυράματος: «πήγα στην τάδε χαρτοπαιχτική λέσχη κι ήταν μαζεμένος όλος ο καλός ο κόσμος»·
- όλος ο κόσμος, όλοι: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με παλιοπαρέες, όλος ο κόσμος τον κατηγορεί»·
- όλος ο κόσμος δώδεκα κι η Πόλη δεκαπέντε, βλ. λ. Πόλη·
- όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος, λέγεται ειρωνικά για τις ασχήμιες και τις αδικίες του κόσμου. Αναφορά σε ποίημα του Διον. Σολωμού·
- όπου κόσμος και Κοσμάς, λέγεται και κείνους που από καλή διάθεση και καλοσύνη, ενδιαφέρονται για τα προβλήματα και τις στενοχώριες των άλλων: «όπου κόσμος και Κοσμάς αυτός ο άνθρωπος και δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο». Ίσως αναφορά στον Κοσμά τον Αιτωλό·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- πάρε κόσμε! ή πάρ’ τε κόσμε! προτρεπτική έκφραση μικροπωλητή προς τους περαστικούς να αγοράσουν από το εμπόρευμά του. Πολλές φορές, ακούγεται ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο πάρτε, πάρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτεπαρτε! με παράληψη του κόσμε(!)·
- περάστε κόσμε! προτρεπτική έκφραση κράχτη που εργάζεται έξω από την είσοδο καταστήματος προς τους περαστικούς να μπουν μέσα στο κατάστημα για να αγοράσουν. Από τη συνεχιζόμενη και χωρίς διακοπή επανάληψη της φρ., φτάνει στο σημείο να ακούγεται ένα μονότονο ράστεραστεραστεραστεραστεραστε με παράληψη του κόσμε(!)· βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·  
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- πήγε στον άλλον κόσμο, πέθανε: «πέρασαν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πήγε ο τάδε στον άλλο κόσμος»·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλον κόσμο, βλ. λ. διαβατήριο·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, καβγαδίζει, μαλώνει με τον καθένα, ιδίως επειδή είναι ιδιότροπος, εριστικός: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο και μας δημιουργεί προβλήματα»·
- σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τον κόσμο, βλ. φρ. σηκώνω τον κόσμο στο πόδι·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση με φωνές και φασαρία, κάνω τον κόσμο να ανησυχήσει ή να διαμαρτυρηθεί: «κάθε φορά που μαλώνουν αυτά τα δυο αδέρφια, σηκώνουν τον κόσμο στο πόδι»·
- στα πέρατα του κόσμου ή ως τα πέρατα του κόσμου, βλ. λ. πέρατα·
- στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει, βλ. λ. σφαίρα·
- τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. φρ. πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο·
- τα καλά όλου του κόσμου, όλα τα υλικά αγαθά: «είναι τόσο νοικοκύρης, που κουβαλάει στο σπίτι του τα καλά όλου του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, όταν έχω την αγάπη μου κοντά μου
- τα ύστερα του κόσμου! βλ. λ. ύστερα·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, είναι θυμωμένος με τους πάντες, όλοι του φταίνε: «δεν πήρε μια δουλειά που την είχε σίγουρη και τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο»·
- τι μικρός που είναι ο κόσμος! βλ. φρ. μικρός που είναι ο κόσμος(!)·  
- τι σου είναι ο κόσμος! έκφραση για να δηλώσουμε την κακία του κόσμου: «μόλις χρεοκόπησε, τρελάθηκαν όλοι απ’ τη χαρά τους. -Τι σου είναι ο κόσμος!». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το βρε και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτός·
- το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, βλ. λ. επάγγελμα·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, βλ. λ. χέρι·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, α. τον δολοφόνησε, τον σκότωσε: «τον παραμόνεψε ένα βράδυ με το πιστόλι στο χέρι και μόλις τον είδε, με δυο σφαίρες στην καρδιά τον έστειλε στον άλλο κόσμο». β. προκάλεσε το θάνατό του: «η ηρωίνη τον έστειλε στον άλλο κόσμο»· βλ. και φρ. μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο·
- τον έφεραν στον κόσμο, (για γονείς) τον γέννησαν: «τον έφεραν στον κόσμο τρία χρόνια ύστερα απ’ το γάμο τους»·
- τον έφερε στον κόσμο, (για γυναίκα) τον γέννησε: «τον έφερε στον κόσμο μια τίμια κι εργατική γυναίκα». (Τραγούδι: ο Γιώργος, το αλάνι, η κορμάρα γεννήθηκε στην Ξάνθη το ’50, τον έφερε στον κόσμο η Φροσάρα η αλανιάρα που έκανε, αγάπη μου, σουξέ στα πανηγύρια
- τον τρέμει ο κόσμος, τον φοβούνται πάρα πολύ: «είναι τόσο άγριος, που τον τρέμει ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να ’μουνα πασάς ο κόσμος να με τρέμει, να ’χα στην εξουσία μου το πιο όμορφο χαρέμι
- του κόσμου…, δηλώνει μεγάλο μέγεθος, μεγάλη ποσότητα, αφθονία: «στο τάδε μαγαζί υπάρχουν του κόσμου τα εμπορεύματα || λέει του κόσμου τις βλακείες || κάνει του κόσμου τα λάθη». (Τραγούδι: ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά μπροστά σου δεν τα βάνω
- τρέμε κόσμε! α. έκφραση ενθουσιασμού, ιδίως έπειτα από κάποια σπουδαία επιτυχία μας: «τώρα που κέρδισα στο τζόκερ, τρέμε κόσμε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που παριστάνει το σκληρό·
- τρέξε κόσμε! ή τρέχα κόσμε! βλ. φρ. πάρε κόσμε(!)·
- υπάρχει κόσμος για κόσμος ή υπάρχει κόσμος και κόσμος, βλ. συνηθέστ. υπάρχουν άνθρωποι για άνθρωποι, λ. άνθρωπος·
- φέρνει τη συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- φέρνω στον κόσμο, (για γυναίκες) γεννώ: «μικρή μικρή παντρεύτηκε κι έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά»·
- φέρνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. φρ. κάνω τον κόσμο άνω κάτω·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, βλ. λ. όρεξη·
- χάθηκε απ’ τον κόσμο, διέκοψε κάθε φιλική ή κοινωνική συναναστροφή, εγκατέλειψε τα εγκόσμια, απομονώθηκε κάπου: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, χάθηκε απ’ τον κόσμο || από τότε που χρεοκόπησε, χάθηκε απ’ τον κόσμο»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου·
- χάθηκε στον κόσμο του, βυθίστηκε σε ονειροπολήσεις: «πήγε κι έκατσε στην άκρη της παραλίας και σε λίγο χάθηκε στον κόσμο του»·
- χαλάει κόσμο, (για θεατρικά, κινηματογραφικά ή άλλα καλλιτεχνικά έργα) παρουσιάζει μεγάλη κοσμοσυρροή, έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία: «να πας να δεις το τάδε έργο, γιατί έμαθα πως χαλάει κόσμο || το καινούριο βιβλίο του τάδε συγγραφέα χαλάει κόσμο»·
- χαλάει ο κόσμος, παρατηρούνται έντονα φυσικά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές (βροχή, αέρας, χιόνι): «απ’ το πρωί έξω χαλάει ο κόσμος»· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χάλασα τον κόσμο, βλ. φρ. έφαγα τον κόσμο·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, βλ. λ. Θεός·
- χάλασε ο κόσμος, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «στα χρόνια μας υπήρχε φιλότιμο, αλλά στη σημερινή εποχή χάλασε ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου, τη γνώμη άλλαξε και πρόσεξε λιγάκι, γιατί ο κόσμος χάλασε, τρελό μου Χριστινάκι
- χαλώ κόσμο, προκαλώ μεγάλη εντύπωση, μεγάλο ενθουσιασμό: «χάλασες κόσμο πάλι χτες βράδυ στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: ο Στράτος ο τεμπέλης με το Βραχνό το Μάρκο που χάλαγε ο κόσμος σαν βγαίνανε στο πάλκο)· βλ. και φρ. χαλάει κόσμο·
- χαλώ τον κόσμο, α. φωνάζω δυνατά, προξενώ μεγάλο θόρυβο, μεγάλη αναστάτωση με τις φωνές μου: «όταν γύρισε και δε σε βρήκε στο σπίτι, χάλασε τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: σε μπελά θε να με βάλεις, Ελενάκι, αν δε με πάρεις, θα μεθύσω, θα τα σπάσω και τον κόσμο θα χαλάσω).β. κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι: «χάλασα τον κόσμο για να βάλω το γιο μου στο δημόσιο και στο τέλος το πέτυχα». γ. δημιουργώ κοινωνική αναστάτωση: «τα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης, χάλασαν τον κόσμο»·
- χάνω τον κόσμο, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «κάθε Σαββατοκύριακο χάνουν τον κόσμο ένα σωρό άνθρωποι πάνω στην άσφαλτο». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω κρυφά και σκέπτομαι ότι θα πεθάνω και η αιτία θα ’σαι ’συ όπου τον κόσμο χάνω).

κουβέντα

κουβέντα, η, ουσ. [<μσν. κομβέντος <λατιν. conventus], κουβέντα. 1.  φιλική συνομιλία, φιλική συζήτηση: «πιάσανε με τις ώρες την κουβέντα || με την κουβέντα πέρασε η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: κουβέντες λιγάκι μελό, ας κάνουμε για το καλό). 2. ως επιφών. κουβέντα! έκφραση με την οποία απαγορεύουμε σε κάποιον να μιλήσει, να απαντήσει σε αυτά που του είπαμε. Πολλές φορές, προτάσσεται το σουτ(!). Υποκορ. κουβεντούλα, η. (Λαϊκό τραγούδι: σταράτα πάντα εγώ μιλώ δυο κουβεντούλες θα σου πω). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλάζω μια κουβέντα (με κάποιον), έχω με κάποιον μια σύντομη συνομιλία: «τον είδα τυχαία στο δρόμο κι αλλάξαμε μια κουβέντα για τις δουλειές μας»·
- αλλάζω κουβέντα ή αλλάζω την κουβέντα, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- αλλάξαμε κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- αλλάξαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- άναψε η κουβέντα, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση, λ. συζήτηση·
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. φρ. άναψε η συζήτηση για τα καλά, λ. συζήτηση·
- ανοίγω κουβέντα ή ανοίγω την κουβέντα, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση, λ. συζήτηση·
- ανοίξαμε κουβέντα, βλ. φρ. ανοίξαμε συζήτηση, λ. συζήτηση·
- από κουβέντα σε κουβέντα, βλ. συνηθέστ. από λόγο σε λόγο, λ. λόγος·
- αρχίζω την κουβέντα, βλ. φρ. αρχίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- αρχίζω την ψιλή κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψιλοκουβεντιάζω·
- αφήνω την κουβέντα στη μέση, παύω να μιλώ χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «δεν αφήνω ποτέ την κουβέντα στη μέση, αν δεν πω πρώτα αυτό που θέλω να πω»·
- γαμάς κουβέντα, εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ αστειεύεσαι ή δεν προσέχεις καθόλου αυτά που σου λέω, ή αλλάζεις ξαφνικά θέμα και δεν αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μια ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς μου συμβαίνει κι εσύ γαμάς κουβέντα»·
- για δυο κουβέντες, χωρίς να ειπωθεί κάτι σοβαρό ή προσβλητικό, χωρίς λόγο: «δεν είναι σωστά πράγματα, για δυο κουβέντες, να ’στε μαλωμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- για να γίνεται κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που κουβεντιάζουν δυο άτομα ή μια ομάδα θέματα περί ανέμων και υδάτων απλώς για να συζητούν, για να περνά η ώρα: «λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του έτσι, για να γίνεται κουβέντα». Συνών. για να γίνεται μουχαμπέτι·
- γυρίζω την κουβέντα, βλ. φρ. γυρίζω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γίνεται κουβέντα, βλ. φρ. δε γίνεται συζήτηση, λ. συζήτηση·
- δε γυρίζει κουβέντα, δεν αντιμιλάει: «έχει τόση καλή γυναίκα που ό,τι και να της πει δε γυρίζει κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: για χατίρι σου μπατίρησα, μια κουβέντα δε σου γύρισα· ε, ρε φίλε μου, χαλάλι και να το ’βρεις από άλλη
- δε δέχομαι κουβέντα, δεν ανέχομαι καμιά αντίρρηση: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε δέχομαι κουβέντα»·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. φρ. δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα·
- δε θέλω κουβέντα, δε θέλω να ακουστεί τίποτα, ιδίως παράπονο, αντίρρηση, αμφιβολία, είμαι αποφασισμένος να κάνω αυτό που εγώ νομίζω σωστό και να το επιβάλλω και στους άλλους: «θα κάνετε αυτό που σας λέω και δε θέλω κουβέντα». Συνών. δε θέλω λέξη / δε θέλω μιλιά·  βλ. και φρ. δε σηκώνω κουβέντα·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καθαρός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του»·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. φρ. δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, λ. λόγος. Πρβλ.: κανείς καλή κουβέντα δεν θα πει που αγάπησες και αγαπάς ακόμα (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται αντιρρήσεις σε αυτό που λέει ή κάνει και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ αυστηρός ή ολιγόλογος: «δεν έχω σχέσεις μαζί του, γιατί δε σηκώνει πολλές κουβέντες κι εγώ τέτοιους ανθρώπους δεν τους πάω»·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, κατηγορηματική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε, χωρίς να προβάλει καμιά δικαιολογία: «θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ και δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα»·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα·
- δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν, δε λέει ποτέ κάποιον επαινετικό λόγο για κανέναν, συνηθίζει να κακολογεί τους πάντες: «αν θέλεις να μάθεις για το ποιόν κάποιου, μην ρωτήσεις ποτέ τον τάδε, γιατί δε χρωστάει καλή κουβέντα για κανέναν»·
- δε χωράει κουβέντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι αυτονόητο, είναι σίγουρο: «για να γίνει ένα μάτσο σίδερα τέτοιο αυτοκίνητο, δε χωράει κουβέντα πως ο οδηγός του έτρεχε σαν τρελός!»·
- δεν ακούει κουβέντα, βλ. φρ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- δεν αλλάξαμε κουβέντα, α. δεν είχαμε την παραμικρή συνομιλία: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, δεν αλλάξαμε κουβέντα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε. β.δεν είχαμε την παραμικρή διαφωνία, δε μαλώσαμε ή δε διαπληκτιστήκαμε ποτέ: «είμαστε είκοσι χρόνια φίλοι κι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας δεν αλλάξαμε κουβέντα»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, δεν αφήνει λεκτική πρόκληση αναπάντητη: «αν του πετάξεις κάποιο υπονοούμενο και το καταλάβει, θα σ’ απαντήσει αμέσως, γιατί δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω»·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. φρ. δεν είπε κουβέντα·
- δεν είπε κουβέντα, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε καθόλου: «όση ώρα τον κατηγορούσε ο άλλος, ο δικός σου δεν είπε κουβέντα»·
- δεν έχουμε πολλές κουβέντες, αν και γνωριζόμαστε, εντούτοις δεν έχουμε ιδιαίτερες φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις μαζί του: «μένουμε χρόνια με τον τάδε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν έχουμε πολλές κουβέντες». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεταξύ μας·
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν παίρνει από κουβέντα, είναι αμετάπειστος, δε δέχεται να συζητήσει με κάποιον ένα πρόβλημά του, κάνει του κεφαλιού του: «πώς να συνεννοηθείς μαζί του, που δεν παίρνει από κουβέντα!»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, λ. λέξη·
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. συνηθέστ. δεν παίρνει (από) κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε δυο λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημες κουβέντες·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε πικρά λόγια, λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. φρ. είπαμε σκληρά λόγια, λ. λόγος·
- είχαμε την κουβέντα σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε την κουβέντα σου με τα παιδιά»·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- ζυγιάζω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. ζυγιάζω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- ζυγιασμένες κουβέντες, βλ. φρ. μετρημένες κουβέντες·
- η κουβέντα το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να του αποδίδω ιδιαίτερη σημασία ή χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν: «μια που η κουβέντα το φέρνει, πες μου έκανες τίποτα μ’ εκείνο που σου είχα ζητήσει;». Συνών. ο λόγος το φέρνει·
- η κουβέντα ήρθε και… ή ήρθε η κουβέντα και…, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης αναφέρθηκε και…: «καθώς είχαμε θυμηθεί τα σχολικά μας χρόνια, η κουβέντα ήρθε και στον παλιό μας γυμνασιάρχη»·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. φρ. ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, λ. λόγος·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! απειλητική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια πως θα τον βρίσουμε·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- θέλει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα θέλει κουβέντα, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξετασθεί, πρέπει να συζητηθεί: «δεν μπορώ ακόμα να πάρω απόφαση, γιατί θέλει κουβέντα το πράγμα»·
- καθαρές κουβέντες, βλ. φρ. παστρικές κουβέντες·
- κάνω κουβέντα, α. συνομιλώ, συζητώ: «επειδή είχαμε λεύτερο χρόνο, κάναμε κουβέντα για χίλια δυο πράγματα». β. αναφέρω, αναφέρομαι σε συγκεκριμένο ζήτημα: «κάθε τόσο κάνεις κουβέντα για τα λάθη των άλλων και δε βλέπεις τα δικά σου || θα του κάνω κουβέντα σήμερα και μετά βλέπουμε»· βλ. και φρ. κάνω λόγο·
- κλείνω την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- κόβω την κουβέντα στη μέση, διακόπτω μια συνομιλία, μια συζήτηση, την αφήνω ατελείωτη: «ήρθε ο τάδε και μας έκοψε την κουβέντα στη μέση»· βλ. και φρ. αφήνω την κουβέντα στη μέση·
- κουβέντα θ’ ανοίξουμε; α. έκφραση με την οποία αποπαίρνουμε κάποιον που μας ζητάει να του αναλύσουμε κάτι που του λέμε ή που μας διακόπτει κάθε τόσο ζητώντας επεξηγήσεις. β. (γενικά) έκφραση που δηλώνει άρνηση για συζήτηση: «πώς πήγε η δουλειά σου το μήνα που μας πέρασε; -Κουβέντα θ’ ανοίξουμε;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κουβέντα θα κάνουμε; βλ. φρ. κουβέντα θ’ ανοίξουμε(;)·
- κουβέντα να γίνεται, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, συζήτηση που γίνεται απλώς για να περνάει η ώρα: «δεν κουβεντιάζουμε για τίποτα σπουδαία πράγματα, κουβέντα να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το να, έτσι. Συνών. λόγος να γίνεται·
- κουβέντα στην κουβέντα ή κουβέντα την κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λόγο στο λόγο, λ. λόγος·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- κουβέντες του ποδαριού, βλ. συνηθέστ. λόγια του ποδαριού, λ. λόγος·
- κούφιες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. συνηθέστ. λέει τον τελευταίο λόγο, λ. λόγος·
- λέει φρόνιμες κουβέντες, λέει συνετές κουβέντες, μιλάει με περίσκεψη: «πρέπει ν’ ακούς προσεχτικά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί λέει φρόνιμες κουβέντες»·
- λέω μπόσικες κουβέντες, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δεν πρέπει να λες μπόσικες κουβέντες»·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με δυο κουβέντες, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια, λ. λόγος·
- με μια κουβέντα, βλ. φρ. με δυο κουβέντες·
- με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «με την κουβέντα, χωρίς να το καταλάβει, αποκάλυψε τους συνεργάτες του || με την κουβέντα ξεχαστήκαμε κι αργήσαμε να πάμε στα σπίτια μας»·
- μεγάλη κουβέντα, α. λόγος που έχει μεγάλη βαρύτητα, είτε θετικά είτε αρνητικά: «πρόσεχε πάρα πολύ καλά τι λες, γιατί τώρα πέταξες μεγάλη κουβέντα και θα πιαστούμε στα χέρια || ξέρεις τι μεγάλη κουβέντα είναι αυτή που είπες, μακάρι να σκέφτονταν κι άλλοι σαν κι εσένα!». (Λαϊκό τραγούδι: ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη, πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δε τα φας, όταν πεθάνεις, θα στα φάνε κάποιοι άλλοι). β. υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε, που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθεί. (Τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’ αγαπάω, όπου κι αν πάω για σένα ρωτώ
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μένει εδώ η κουβέντα, ό,τι είπαμε, είπαμε, διακόπτουμε τη συζήτηση: «επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, μένει εδώ η κουβέντα || επειδή πέρασε η ώρα, μένει εδώ η κουβέντα και τα λέμε πάλι αύριο»·
- μεσοβέζικες κουβέντες, που δεν είναι ξεκάθαρες, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «αν θέλεις να συνεννοηθούμε θα μου μιλήσεις ξεκάθαρα, γιατί απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες κουβέντες»·
- μετράω τις κουβέντες μου, βλ. φρ. μετράω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- μετρημένες κουβέντες, κουβέντες σεμνές, σωστές, συνετές, που λέγονται ύστερα από πολλή σκέψη: «μορφωμένοι άνθρωποι ήταν και με δυο τρεις μετρημένες κουβέντες συνεννοήθηκαν»·
- μη γαμάς κουβέντα! άκουσέ με επιτέλους με προσοχή, πρόσεξε αυτά που σου λέω και μην αλλάζεις ξαφνικά θέμα χωρίς να με αφήνεις να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου: «μη γαμάς κάθε τόσο κουβέντα, μωρ’ αδερφάκι μου, κι άκουσε αυτά που έχω να σου πω!»·
- μη γίνει κουβέντα, παρακλητική ή συμβουλευτική έκφραση, από το άτομο που μας εμπιστεύτηκε ή που έχει την πρόθεση να μας εμπιστευτεί κάτι, να μην το διαδώσουμε, να μην το κοινολογήσουμε: «κι ό,τι σου ’πα, μη γίνει κουβέντα || θέλω να σου πω τον πόνο μου, αλλά μη γίνει κουβέντα». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
- μη σου ξεφύγει κουβέντα, προτροπή σε κάποιον που του έχουμε εμπιστευτεί κάτι, να μη ξεγελαστεί, να μη ξεχαστεί και το αποκαλύψει: «μη σου ξεφύγει κουβέντα απ’ ό,τι σου είπα, γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες»· 
- μην ακούσω κουβέντα! ή να μην ακούσω κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. δε θέλω δεύτερη κουβέντα·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα· βλ. και φρ. μην το κάνεις θέμα, λ. θέμα·
- μια και το ’φερε η κουβέντα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να αναφέρουμε κάτι σχετικό με αυτό που μόλις αναφέρθηκε: «επειδή ο τάδε αναφέρθηκε στα ναρκωτικά, θα ήθελα, μια και το ’φερε η κουβέντα, να προσθέσω και τα εξής»·  
- μια κουβέντα είναι αυτή, βλ. φρ. ένας λόγος είναι αυτός, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είναι να…, βλ. φρ. ένας λόγος είναι να…, λ. λόγος·
- μια κουβέντα είπα, δεν είπα τίποτε σπουδαίο, δεν είχε σημασία αυτό που είπα, ένα αστείο είπα, πλάκα έκανα: «μια κουβέντα είπα κι αυτός παρεξηγήθηκε». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ·
- μπόσικες κουβέντες, αυτές που λέγονται με επιπολαιότητα: «όταν μιλάς μαζί μου θέλω να είσαι σοβαρός, γιατί δεν θέλω μπόσικες κουβέντες»·
- να λείπουν οι πολλές κουβέντες, βλ. συνηθέστ. να λείπουν τα πολλά λόγια·
- ξεκάρφωτες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτα λόγια, λ. λόγος·
- ξεκρέμαστες κουβέντες, βλ. φρ. ξεκάρφωτες κουβέντες·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- παστρικές κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ειλικρίνεια, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μπορούμε να κουβεντιάσουμε οποιοδήποτε θέμα, αλλά θέλω παστρικές κουβέντες για να μην έχουμε παρεξηγήσεις»·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! παράκληση σε κάποιον να μεσολαβήσει κάπου για μας: «πες καμιά καλή κουβέντα στον τάδε μήπως και με πάρει στη δουλειά του!»·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. φρ. πες του δυο λόγια! λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! (παρακλητικά) συμβούλεψέ τον: «πες του καμιά κουβέντα, γιατί εσένα σ’ εκτιμάει και σ’ ακούει!»·
- πετάει κουβέντες, μιλάει χωρίς να σκέφτεται, απερίσκεπτα: «όταν πει λίγο παραπάνω, πετάει κουβέντες χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα μου γκρινιάζεις και κουβέντες μου πετάς· δαχτυλίδια και ρολόγια, βρε, να σου πάρω μου ζητάς
- πετώ μια κουβέντα, υπαινίσσομαι, δε λέω καθαρά αυτό που θέλω, αλλά αφήνω υπονοούμενα: «δεν είναι σωστό να πετάς μια κουβέντα κι έπειτα ν’ αλλάζεις θέμα. Αν έχεις κάτι μαζί μου, έλα να το συζητήσουμε»·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. φρ. πιάνω (την) κουβέντα·
- πιάνω (την) κουβέντα, αρχίζω να κουβεντιάζω, συζητώ, συνομιλώ με κάποιον: «πιάσαμε την κουβέντα για το χθεσινό επεισόδιο || συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και πιάσαμε κουβέντα για τ’ αυριανό ντέρμπι»·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβεντιάζω·
- πικρές κουβέντες, λόγια που πικραίνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρές κουβέντες για τις οποίες μετάνιωσαν αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: από μια πικρή κουβέντα, που μου είπες κάποιο βράδυ, έγιν’ η καρδιά μου μαύρη!
- σε κουβέντα να βρισκόμαστε, βλ. φρ. κουβέντα να γίνεται·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το θέμα, λ. συζήτηση·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα, λ. συζήτηση·
- σκληρές κουβέντες, λόγια που πληγώνουν αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρές κουβέντες»·
- σταράτες κουβέντες, λόγια ξεκάθαρα, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «είναι μαθημένος να λέει σταράτες κουβέντες»·
- στρογγυλές κουβέντες ή στρόγγυλες κουβέντες, λόγια χωρίς περιστροφές, λόγια ξεκάθαρα: «συμφώνησαν αμέσως, γιατί είπαν στρογγυλές κουβέντες»·
- το… είναι μια κουβέντα, είναι πολύ εύκολο να λέει κάποιος πως θα κάνει αυτό που αναφέρει, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα το πραγματοποιήσει: «το να κάνω μια δουλειά είναι μια κουβέντα, πώς γίνεται όμως αυτή η δουλειά μπορείς να μου πεις;»·
- το κάνω ολόκληρη κουβέντα, δίνω μεγάλες διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μη δώσεις βάση στη γνώμη του, γιατί συνηθίζει ένα μικρό γεγονός να το κάνει ολόκληρη κουβέντα || του κέρασα κι εγώ μια φορά και το ’κανε ολόκληρη κουβέντα». Συνών. το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·  
- το ρίχνω στην κουβέντα, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα·
- το στρώνω στην κουβέντα, συζητώ αδιάκοπα για διάφορα θέματα, συζητώ περισσότερο για να περάσει η ώρα μου: «οι πιο πολλοί συνταξιούχοι μαζεύονται στο καφενείο της γειτονιάς και το στρώνουν στην κουβέντα»·
- το ’φερε η κουβέντα, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά, μια και το ’φερε η κουβέντα, ασχοληθήκαμε και μ’ αυτό». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου τι σου είναι το μυαλό. Μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα. Κι όπως το ’φερε η κουβέντα μου ’παν όνειρο κι αυτό. Σήκω πήγαινε στην Άννα του Χειμώνα
- του κάνω κουβέντα, του αναφέρω κάποια υπόθεση που με απασχολεί: «αν του κάνεις κουβέντα για το πρόβλημά σου, μπορεί και να σε βοηθήσει»·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, προκαλώ συζήτηση μαζί του για κάποιο σκοπό ή για να του εκμαιεύσω κάτι: «μόλις τον είδα, του ’πιασα κουβέντα μόνο και μόνο για να τον καθυστερήσω, μέχρι να φύγει απ’ το μπαράκι ο αδερφός της γκόμενάς του || μόλις τον είδα τον έπιασα στην κουβέντα μήπως και του ξεφύγει κάτι για την καινούρια δουλειά που ετοιμάζει»·
- φέρνω την κουβέντα (σε κάτι), βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), λ. συζήτηση·
- φέρνω την κουβέντα αλλού, βλ. φρ. φέρνω τη συζήτηση αλλού, λ. συζήτηση·
- χάνεται για κουβέντα, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για κουβέντα·
- χαμένες κουβέντες, βλ. συνηθέστ. χαμένα λόγια, λ. λόγος·
- χάνουμε τις κουβέντες μας, βλ. φρ. χάνουμε τα λόγια μας, λ. λόγος·
- χάνω τις κουβέντες μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα λόγια μου, λ. λόγος·
- χοντρές κουβέντες, βλ. φρ. χοντρά λόγια, λ. λόγος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς άλλη συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερη κουβέντα»·
- χωρίς κουβέντα, βλ. φρ. χωρίς συζήτηση, λ. συζήτηση·
- χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή αντιλογία: «τα πράγματα, χωρίς πολλές κουβέντες, θα γίνουν έτσι όπως τα λέω». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές, θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις
- ψιλή κουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- ψοφάει για κουβέντα, του αρέσει πάρα πολύ να κουβεντιάζει: «αν αρχίσει την πάρλα, θα πιάσετε ξημερώματα, γιατί ψοφάει για κουβέντα».

κουλούρι

κουλούρι, το, ουσ. [<μσν. κουλλούριν], το κουλούρι. 1. το μηδέν ως σχολικός βαθμός, η κουλούρα. 2. το μικρό κυκλικό ψωμάκι με σουσάμι που πουλάνε στους δρόμους και τους φούρνους: «κουλούρια Θεσσαλονίκης». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- αυτά είναι παλιά κουλούρια, βλ. φρ. φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουρτζής·
- βάζω κουλούρι (κουλουράκι), βλ. συνηθέστ. βάζω κουλούρα, λ. κουλούρα·
- εδώ το καλό κουλούρι! βλ. φρ. κουλούρι τραγανό(!)·
- κουλούρι τραγανό! ή κουλούρια τραγανά! θαυμαστικό επιφώνημα (με μίμηση της φωνή του κουλουρτζή που διαλαλεί το εμπόρευμά του) για όμορφη και σφριγηλή γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- μανούλι, θες κουλούρι; βλ. λ. μανούλι·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
- παίρνω κουλούρι (κουλουράκι), βλ. συνηθέστ. παίρνω κουλούρα, λ. κουλούρα·
- φρέσκα κουλούρια! βλ. φρ. φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουρτζής·
- φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουρτζής, λέγεται για να υπενθυμίσουμε σε κάποιον πως η σπουδαιότητα βρίσκεται σε γεγονότα που έχουν γίνει πρόσφατα και όχι στο παρελθόν: «κάποτε είχατε καλή ομάδα, αλλά, φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουρτζής, γιατί τώρα είστε κουρέλες».

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

λεφτά

λεφτά, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. λεφτό <λεπτόν (= 1/100 της δραχμής και του ευρώ)], τα χρήματα. (Λαϊκό τραγούδι: ας είχα την υγειά μου κι ας ήμουνα φτωχός, τα λεφτά δε με γιατρεύουν το βλέπω δυστυχώς). Πολύ σπάνια ακούγεται και στον ενικό το λεφτό: «υπάρχει κανένα λεφτό να μου δώσεις;». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να σε παντρευτώ δίχως προίκα ούτε λεφτό, θέλω την καρδιά σου, πες το της μαμάς σου). Υποκορ. λεφτάκια κ. λεφτούλια κ. λεφτουδάκια, τα (βλ. λ.). (Ακολουθούν 128 φρ.)·
- αέρα λεφτά! βλ. λ. αέρας·
- αλλάζω λεφτά, βλ. φρ. αλλάζω τα λεφτά μου (β)·
- αλλάζω τα λεφτά, ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα μικρότερης αξίας, κάνω ψιλά: «μπορείς να μ’ αλλάξεις αυτά τα λεφτά σε δεκάρικα;»·
- αλλάζω τα λεφτά μου, α. δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω, γυρίζω τα λεφτά μου: «είναι κακός έμπορος κι όσο κι αν φαίνεται πως έχει δουλειά, μάλλον αλλάζει τα λεφτά του». Συνών. γυρίζω τα λεφτά μου / τζιράρω τα λεφτά μου. β. ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα, κάνω συνάλλαγμα: «επειδή πρόκειται να φύγω στην Αγγλία, πρέπει να πάω στην τράπεζα ν’ αλλάξω τα λεφτά μου με λίρες»·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουν, έκφραση με την οποία αρνείται κανείς να δώσει σε κάποιον το χρηματικό ποσό που του ζητάει δανεικό, υπονοώντας πως είναι γι’ αυτόν υπέρογκο ποσό·
- αξίζει τα λεφτά του, βλ. φρ. τα πιάνει τα λεφτά του·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. φρ. από λεφτά να φαν’ κι οι κότες·
- από λεφτά να φάν’ κι οι κότες, υπάρχουν άφθονα: «ό,τι του κάνει κέφι τ’ αγοράζει αμέσως, γιατί από λεφτά να φάν’ κι οι κότες»·
- αυτά είναι λεφτά! θαυμαστική έκφραση για πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό: «ο τάδε κέρδισε στο τζόκερ ένα δις. -Αυτά είναι λεφτά!»·
- βάζω λεφτά στην τράπεζα, κάνω κατάθεση, αποταμιεύω: «εδώ και πολύ καιρό βάζω λεφτά στην τράπεζα για την προίκα της κόρης μου»·
- βγάζει αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- βγάζει γλυκά λεφτά, κερδίζει χρήματα χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «έχει ένα μπαράκι στο κέντρο της πόλης και βγάζει γλυκά λεφτά»·
- βγάζει ζεστά λεφτά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος συναλλάσσεται τοις μετρητοίς: «έχει ανοίξει ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και βγάζει ζεστά λεφτά»·
- βγάζει καλά λεφτά, κερδίζει αρκετά χρήματα: «έχει ένα φαστφουντάδικο μέσα στην αγορά και κερδίζει καλά λεφτά»·
- βγάζει λεφτά, κερδίζει χρήματα: «είναι έξυπνος άνθρωπος, γιατί, με κάθε δουλειά που κάνει, βγάζει λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: τα φτωχαδάκια ξέρουνε, ξέρουν να τα σκορπάνε και τα λεφτά που βγάζουνε ξέρουν να τα χαλάνε
- βγάζει λεφτά με ουρά, κερδίζει πάρα πολλά λεφτά από τη δουλειά του: «έχει ένα χρυσοχοείο και βγάζει λεφτά με ουρά». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- βγάζει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. φρ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. συνηθέστ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. φρ. βγάζει λεφτά με ουρά·
- βγάζει τρελά λεφτά, α. κερδίζει πολλά χρήματα: «έχει το μεγαλύτερο σούπερ μάρκετ της πόλης μας και βγάζει τρελά λεφτά». β. κερδίζει χρήματα χωρίς κόπο ή χωρίς να διακινδυνεύει σπουδαίο χρηματικό κεφάλαιο: «πάω να σκάσω μ’ αυτό τον άνθρωπο, γιατί χωρίς τίποτα βγάζει τρελά λεφτά»·
- βγάζει χοντρά λεφτά, κερδίζει πολλά λεφτά: «είναι μεγαλέμπορος και βγάζει χοντρά λεφτά»·
- βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα, κάνω ανάληψη: «θέλω ν’ αγοράσω ένα πλυντήριο, γι’ αυτό πάω να βγάλω λεφτά απ’ την τράπεζα»·
- γεννάνε τα λεφτά του, πολλαπλασιάζονται: «έβαλε όλες του τις οικονομίες στο χρηματιστήριο κι από τότε γεννάνε τα λεφτά του»·
- γλεντώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω σε γλέντια και διασκεδάσεις: «εγώ δεν είμαι κορόιδο να κάνω καταθέσεις, εγώ γλεντώ τα λεφτά μου»·
- γλυκά λεφτά, τα χρήματα που κερδίζει κανείς χωρίς ιδιαίτερο κόπο: «κανείς δεν είπε όχι στα γλυκά λεφτά»·
- γυρίζω τα λεφτά μου, δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω: «ο κόσμος βλέπει το μαγαζί γεμάτο και νομίζει πως έχω δουλειά, αλλά εγώ γυρίζω τα λεφτά μου, γιατί έχω ανάγκη από μετρητά». Συνών. αλλάζω τα λεφτά μου (α) / τζιράρω τα λεφτά μου·
- δε βαστώ λεφτά απάνω μου ή δε βαστώ απάνω μου λεφτά, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου·
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. φρ. τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο·
- δε λυπάμαι τα λεφτά ή τα λεφτά δε τα λυπάμαι, τα ξοδεύω χωρίς να τα υπολογίζω: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό δε λυπάμαι τα λεφτά και τα τρώω μέχρι δεκάρας». (Λαϊκό τραγούδι: τα μπουζούκια θα φωνάξω στο τραπέζι μας και θα παίξουνε απόψε για το κέφι μας. Τα λεφτά δεν τα λυπάμαι, όσα έχω θα τα φάμε, χαλάλι σου, για πάρτη σου
- δεν έχω λεφτά απάνω μου ή δεν έχω απάνω μου λεφτά, βλ. φρ. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου·
- δεν κλαίω τα λεφτά μου ή τα λεφτά μου δεν τα κλαίω, τα ξοδεύω με ευχαρίστηση, χωρίς να μετανιώνω: «μ’ αρέσουν οι διασκεδάσεις και δεν κλαίω τα λεφτά μου, όταν πρόκειται να διασκεδάσω». (Λαϊκό τραγούδι: όπα είπα, όπα λέω, τα λεφτά μου δεν τα κλαίω
- δεν κρατώ λεφτά απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου λεφτά, α. φιλοφρονητική συνήθως έκφραση, ιδίως για να ευχαριστήσουμε κάποιον που μας κολακεύει με τα λόγια του ή που θεωρεί πως είμαστε πολύ μικρότεροι από την πραγματική μας ηλικία. Συνών. να σας στείλω λουλούδια. β. δεν τα διαθέτω, δεν τα έχω, δε μου βρίσκονται αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή που μιλάμε (χωρίς αυτό να έχει την έννοια ότι είμαι φτωχός): «πέρνα αύριο απ’ το γραφείο μου να σου δώσω το ποσό που σου χρειάζεται, γιατί τώρα δεν κρατώ λεφτά απάνω μου»·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, δε με υπολογίζει κανείς, δεν έχω την εκτίμηση του κόσμου, χρεοκοπώ ηθικά: «εμένα γιατί δε με φωνάξατε να βοηθήσω, δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου; || φαίνεται πως δεν περνούν πια τα λεφτά μου για να μη με θέλουν στην παρέα τους»·
- δεν περνούν τα λεφτά σου, α. φιλική απαγορευτική έκφραση σε άτομο, όταν μετά από γεύμα, γλέντι ή διασκέδαση προσφέρεται να πληρώσει το λογαριασμό ή να συμμετάσχει στο ρεφενέ. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α εδώ. β. αρνητική έκφραση σε άτομο που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει για να πετύχει κάποιο σκοπό του·
- δεν πιάνει τα λεφτά του ή δεν τα πιάνει τα λεφτά του, α. λέγεται για μηχανήματα ή αντικείμενα που αγοράστηκαν πιο ακριβά από όσο αξίζουν: «νομίζω πως πλήρωσες παραπάνω, γιατί απ’ ότι βλέπω, αυτό τ’ αυτοκίνητο δεν πιάνει τα λεφτά του». β. λέγεται για μηχανήματα ή αντικείμενα που κατά την πώλησή τους το ποσό της αγοράς δεν μπορεί να καλύψει την πραγματική τους αξία: «είναι πολύ καλός πίνακας, αλλά φοβάμαι ότι, αν πουληθεί, δε θα τα πιάσει τα λεφτά του»·
- δεν πονάω τα λεφτά ή τα λεφτά δεν τα πονάω, βλ. φρ. δε λυπάμαι τα λεφτά. (Λαϊκό τραγούδι: άκουσε πενιές που ρίχνει με τον μπαγλαμά σήκω τώρα να χορέψεις τον καρσιλαμά. Τα λεφτά δεν τα πονάω, όσα έχω θα τα φάω, χαλάλι σου, για πάρτη σου)· 
- δουλεύω τα λεφτά μου, τα τοκίζω, ιδίως όχι νόμιμα αλλά ως τοκογλύφος: «θα σου δανείσω αυτά που σου χρειάζονται αλλά, πρέπει να ξέρεις πως εγώ, δουλεύω τα λεφτά μου»·
- έδωσε αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- είμαι στα λεφτά μου, (για χαρτοπαίγνιο)μετά από ένα διάστημα που κέρδιζα ή έχανα βρίσκομαι πάλι με τα ίδια λεφτά που είχα όταν ξεκίνησα να παίζω, ρεφάρω: «όλη τη νύχτα έχανα, αλλά, μόλις γύρισε το φύλλο μου, μέσα σε λίγη ώρα ήμουν πάλι στα λεφτά μου»·
- είναι βουτηγμένος στα λεφτά, έχει πάρα πολλά λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «απ’ τη στιγμή που είναι βουτηγμένος στα λεφτά, μπορεί να ξοδεύει όσα θέλει»·
- είναι γλυκά τα λεφτά, βλ. φρ. είναι γλυκό το χρήμα, λ. χρήμα·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, (στη νεοαργκό) δηλώνει την πλήρη αποδοχή κάποιου ατόμου ή πράγματος: «αυτός είναι ωραίος άνθρωπος, αλλά η γυναίκα του είναι πάρε όλα τα λεφτά || αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι πάρε όλα τα λεφτά»·
- είναι πολλά τα λεφτά, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για κάποιον ή κάτι που προξενεί μεγάλη έκπληξη ή μεγάλο ενδιαφέρον: «ό,τι και να σου πω για τη γυναίκα που συνόδευε θα είναι λίγο, γιατί είναι πολλά τα λεφτά»· 
- ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. κάρο·
- έπηξε στα λεφτά, βλ. φρ. χέστηκε στα λεφτά· 
- έρχομαι στα λεφτά μου, (για χαρτοπαίγνιο) βλ. φρ. είμαι στα λεφτά μου·
- έχει ένα κάρο λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά, είναι πλούσιος: «αυτός κάνει ό,τι θέλει, γιατί έχει λεφτά»·
- έχει λεφτά με ουρά, είναι πολύ πλούσιος: «είναι από τους πρώτους μέσα στην πόλη μας, γιατί έχει λεφτά με ουρά»·
- έχει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. συνηθέστ.. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το καντάρι, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά. (Λαϊκό τραγούδι: είχα λεφτά, πολλά λεφτά, λεφτά με το τσουβάλι, μα τώρα που εφτώχηνα με βλέπουν σα ρετάλι)·
- έχει τα λεφτά, (επιτατικά) είναι πάρα πολύ πλούσιος: «αυτός δεν είναι μόνο πλούσιος, αλλά έχει τα λεφτά». Συνήθως το τα της φρ. τονισμένο·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχει χοντρά λεφτά, βλ. φρ. έχει λεφτά με ουρά·
- έχεις λεφτά για πέταμα; (ειρωνικά) σου περισσεύουν τα λεφτά σου(;): «μα γιατί κάνεις τέτοια ασυλλόγιστα έξοδα, έχεις λεφτά για πέταμα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως·
- ζεστά λεφτά, τα μετρητά: «είδες εσύ ποτέ κανέναν που να λέει όχι στα ζεστά λεφτά;»·
- ζωντανά λεφτά, βλ. φρ. ζεστά λεφτά·
- κάνω καλά λεφτά, κερδίζω αρκετά χρήματα, ιδίως από το εμπόριο: «από μικρός είναι στο εμπόριο κι έκανε καλά λεφτά»·
- κάνω λεφτά, κερδίζω χρήματα, ιδίως από το εμπόριο: «από μικρός είναι στο εμπόριο κι έκανε λεφτά»·
- κάνω τα λεφτά μου…, ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα, κάνω συνάλλαγμα: «επειδή πρόκειται να ταξιδέψω στην Αγγλία, πάω στην τράπεζα να κάνω τα λεφτά μου λίρες»·
- κατέβαινε τα λεφτά! απειλητική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «έλα δω, ρε μπαταχτσή, κατέβαινε τα λεφτά που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε το μαλλί! / κατέβαινε το παραδάκι! / κατέβαινε το χρήμα(!)·
- κλαίω τα λεφτά μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ μετανιωμένος για την αγορά κάποιου αντικειμένου που βγήκε εντελώς άχρηστο ή ακατάλληλο ή για λεφτά που ξόδεψα για νυχτερινή διασκέδαση χωρίς να έχει το ανάλογο αντίκρισμα: «έδωσα τα μαλλιά της κεφαλής μου για ν’ αγοράσω αυτό το πράγμα και τώρα κλαίω τα λεφτά του, γιατί του βγήκε σκάρτο || πήγα στο τάδε κέντρο για να δω το πρόγραμμα, αλλά κλαίω τα λεφτά μου, γιατί ήταν φέσι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ακόμη·
- κόβω καλά λεφτά, κερδίζω πολλά χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά ή επιχείρηση: «απ’ τη μέρα που έριξε στην αγορά αυτό το είδος, κόβει καλά λεφτά || έχει ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και κόβει καλά λεφτά»·
- κόβω λεφτά, κερδίζω χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά ή επιχείρηση: «είναι ο μόνος που φέρνει αυτό το είδος απ’ το εξωτερικό και κόβει λεφτά»· βλ. και φρ. κόβω χρήμα, λ. χρήμα·
- κολυμπάει στα λεφτά, βλ. φρ. κολυμπάει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- λεφτά θα πάρεις, λέγεται στην περίπτωση που προσφέρουμε σε κάποιον καφέ και κατά τη μεταφορά χύσαμε λίγο στο φλιτζάνι του·
- λυπάται τα λεφτά του, είναι πολύ τσιγκούνης: «δεν τον είδα ούτε μια φορά να διασκεδάζει, γιατί λυπάται τα λεφτά του»·
- με τα λεφτά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. συνηθέστ. με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου, λ. παράς·
- με τα λεφτά στο χέρι, με την πρόθεση να πληρώσω κάτι τοις μετρητοίς: «ήρθα ν’ αγοράσω τ’ αυτοκίνητο με τα λεφτά στο χέρι, γι’ αυτό θέλω να μου κάνεις μια καλή έκπτωση»·
- μένω από λεφτά, μου τελειώνουν τα λεφτά που έχω συνήθως επάνω μου: «ήθελα ν’ αγοράσω ακόμη ένα πουκάμισο, αλλά είχα μείνει από λεφτά»·
- να πέφτουν τα λεφτά! κατηγορηματική απαίτηση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου παρέδωσα τη δουλειά, να πέφτουν τα λεφτά!»·
- να τα βράσω τα λεφτά σου! δεν δίνω καμιά αξία, καμιά σημασία στα χρήματα, τα περιφρονώ: «να τα βράσω τα λεφτά σου, γι’ αυτό μη νομίζεις πώς σε κάνω παρέα γι’ αυτά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- ξεσκίζω τα λεφτά μου, τα ξοδεύω μετά μανίας: «απ’ τη στιγμή που είναι τόσο μικρή η ζωή, ξεσκίζω τα λεφτά μου στα γλέντια»·
- ο βήχας, τα λεφτά και ο έρωτας δεν κρύβονται, βλ. λ. έρωτας·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- όλα τα λεφτά, έκφραση με την οποία δείχνουμε τον απεριόριστο θαυμασμό μας για κάποιον ή για κάτι: «ήταν μια γκομενάρα όλα τα λεφτά || σου αρέσει τ’ αυτοκίνητο που αγόρασα; -Όλα τα λεφτά». (Τραγούδι: όλα τα λεφτά, μωρό μου, όλα τα λεφτά για τα δυο σου μάτια που μου πήραν τα μυαλά).Από τη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου, όπου ο παίχτης έχοντας απόλυτη σιγουριά για το φύλλο του ποντάρει όλα τα λεφτά που έχει μπροστά του·
- όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, όποιος είναι ισχυρός οικονομικά, λέει και κάνει ό,τι θέλει: «αυτός μπορεί να βρίζει όλον τον κόσμο γιατί, όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα». Συνών. έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα·
- παίζονται χοντρά λεφτά, διακυβεύονται πολλά χρήματα είτε σε κάποια εμπορική πράξη είτε σε κάποιο χαρτοπαιχτικό καρέ: «πρέπει να πάρουμε υπεύθυνες αποφάσεις, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση παίζονται χοντρά λεφτά || στο τάδε καρέ παίζονται χοντρά λεφτά και σε κανέναν δεν επιτρέπεται να πλησιάσει»·  
- παίζω τα λεφτά μου, τα ποντάρω σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως τα παίζω σε χαρτοπαίγνιο ή τα διακινδυνεύω κάπου με σκοπό το κέρδος: «από μικρός έχει μάθει να παίζει τα λεφτά του κι είναι πάντα άφραγκος || παίζω τα λεφτά μου στο χρηματιστήριο»·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. φρ. παίρνει χοντρά λεφτά·
- παίρνει χοντρά λεφτά, προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι αδρής αμοιβής: «είναι πολύ καλός δικηγόρος και για κάθε υπόθεση που αναλαμβάνει, παίρνει χοντρά λεφτά»· βλ. και φρ. βγάζει χοντρά λεφτά·
- πέσε τα λεφτά! βλ. φρ. να πέφτουν τα λεφτά(!)·
- πεταμένα λεφτά, χρήματα που δαπανήθηκαν ή σπαταλήθηκαν χωρίς ουσιαστικό λόγο ή χωρίς να αποφέρουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα: «μην αγοράζεις αυτό το πράγμα, γιατί είναι πεταμένα λεφτά || πλήρωσα ένα σωρό στους καθηγητές για να τον προγυμνάσουν, αλλά ήταν πεταμένα λεφτά, γιατί ο αχαΐρευτος δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο»·
- πέτσινα λεφτά ή πετσένια λεφτά, το χρηματικό ποσό που έμεινε μόνο στις υποσχέσεις, που, αν και υπογράφηκε σε συναλλαγματική ή επιταγή, ήταν σίγουρο πως δε θα πληρωνόταν από τον οφειλέτη του: «πρόσεχε πολύ τον τάδε έμπορο, γιατί συναλλάσσεται με πέτσινα λεφτά»·
- πετώ τα λεφτά μου (απ’ το παράθυρο), τα διαθέτω για άσκοπη ή ακατάλληλη αγορά, τα ξοδεύω χωρίς λόγο: «πετάει τα λεφτά του σε ασύμφορες αγορές»· βλ. και φρ. σκορπώ τα λεφτά μου·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει καλά λεφτά·
- πιάνει λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει λεφτά·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει τρελά λεφτά·
- πιάνει χοντρά λεφτά, βλ. συνηθέστ. βγάζει χοντρά λεφτά·
- πλέει στα λεφτά, βλ. συνηθέστ. πλέει στο χρήμα, λ. χρήμα·
- πού λεφτά για…, δεν υπάρχουν λεφτά για να πραγματοποιήσω αυτό που αναφέρω αμέσως παρακάτω: «θέλω να στείλω το γιο μου στην Ευρώπη να σπουδάσει, αλλά πού λεφτά για σπουδές»·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω αρκετά χρήματα για κάτι: «ήθελα κι εγώ ένα σπιτάκι στη Χαλκιδική κι έριξα καλά λεφτά για να το χτίσω». β. επενδύω, τοποθετώ αρκετά χρήματα κάπου: «σ’ αυτό το εργοστάσιο έριξα καλά λεφτά, γιατί πιστεύω πως έχει μέλλον»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ρίχνω τα λεφτά μου (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω τα χρήματά μου για κάτι: «μ’ αρέσει το καλό ντύσιμο, γι’ αυτό ρίχνω τα λεφτά μου στα ρούχα». β. επενδύω, τοποθετώ τα χρήματά μου κάπου: «δεν ξοδεύω ούτε ευρώ απ’ ό,τι βγάζω, γιατί ρίχνω τα λεφτά μου σε μια επιχείρηση που έχω με τον αδερφό μου»·
- ρίχνω τρελά λεφτά (για κάτι ή κάπου), α. ξοδεύω πολλά χρήματα για κάτι: «έχει ψώνιο με το ντύσιμο, γι’ αυτό ρίχνει τρελά λεφτά στα ρούχα». β. επενδύω, τοποθετώ πολλά χρήματα κάπου: «έχει ρίξει τρελά λεφτά σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί πιστεύει πως έχει μέλλον»·
- ρίχνω χοντρά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. φρ. ρίχνω τρελά λεφτά·
- σηκώνω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. φρ. βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα·
- σκάω τα λεφτά, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ότι κι αν αγοράζω, σκάω τα λεφτά κι ησυχάζω»·
- σκορπώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω ασυλλόγιστα. (Λαϊκό τραγούδι: με το ’να χέρι τρυφερά να τη χαϊδεύεις, με τ’ άλλο χέρι τα λεφτά σου να σκορπάς)· βλ. και φρ. χαλώ τα λεφτά μου·
- τα βγάζει τα λεφτά του, καλύπτει τα έξοδά του, το κόστος του, κάνει απόσβεση του κεφαλαίου του: «ξόδεψες πολλά γι’ αυτό το μαγαζί, αλλά, αν το δουλέψεις όπως πρέπει, σε κανένα χρόνο τα βγάζει τα λεφτά του»·
- τα βρήκαμε τα λεφτά! βλ. φρ. τα πιάσαμε τα λεφτά(!)·
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, α. απαιτούνται προσπάθειες και κόποι για να πλουτίσει κανείς: «μόνο με τη σκληρή δουλειά μπορεί κανείς να προκόψει, γιατί τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο». β. αρνητική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει δανεικά λεφτά: «θα μου δανείσεις πεντακόσια ευρώ; -Τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο»·
- τα λεφτά δε μυρίζουν, όταν κανείς κερδίζει χρήματα, δεν ενδιαφέρεται από πού προέρχονται αυτά (δηλ. δεν ενδιαφέρεται αν βγαίνουν με νόμιμο ή παράνομο τρόπο): «όταν πρόκειται να κερδίσει, δε διστάζει να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, γιατί τα λεφτά δε μυρίζουν»·
- τα λεφτά δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. φρ. τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο·
- τα λεφτά πάνε στα λεφτά, α. αυτός που έχει χρήματα, έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τέτοιες δουλειές που μπορούν να του αποφέρουν κέρδη και έτσι να αυξήσει τα χρήματά του. β. λέγεται με παράπονο από φτωχό άτομο, όταν μαθαίνει πως στην περιουσία κάποιου πλούσιου, προστίθενται νέα χρήματα, ιδίως από κέρδη που αποκομίζει από κάποιο τυχερό παιχνίδι (λαχείο, λότο, τζόκερ κ.ά.). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, απειλητική έκφραση από οπλισμένο άτομο που επιχειρεί να μας ληστέψει·
- τα λεφτά σταύρωσαν τον Χριστό, δηλώνει πως ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα προκειμένου να κερδίσει, να αποκτήσει χρήματα: «τα λεφτά σταύρωσαν τον Χριστό κι εσύ μου λες αν θα δεχτεί, για ένα τόσο μεγάλο ποσό, να καταθέσει ως ψευδομάρτυρας;». (Λαϊκό τραγούδι: τα λεφτά σταυρώσαν το Χριστό, τα λεφτά τον κόσμο κυβερνάνε κι αν πληγώνεις άλλους, τι μ’ αυτό, τα λεφτά σκεπάζουν ό,τι να ’ναι)·  
- τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του, α. έχει πολλά λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί παντρεύει την κόρη του με κάποιον που τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για άτομο που εσφαλμένα θεωρείται πως είναι πλούσιο: «ποιος είναι πλούσιος, ο τάδε; Τι να σου πω, τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του»·
- τα πιάσαμε τα λεφτά! ειρωνική έκφραση, όταν έρχεται ξαφνικά κάποιος ανεπιθύμητος στην παρέα μας ή, όταν μας τυχαίνει απρόβλεπτα κάποια κακοτυχία ή δυσκολία και δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε στη συνέχεια. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- τα πιάνει τα λεφτά του, (για αντικείμενα) μπορεί να πουληθεί όσο αγοράστηκε, γι’ αυτό καλώς αγοράστηκε. «ό,τι ώρα και να το πουλήσω, τα πιάνει τα λεφτά του»· βλ. και φρ. τα ’χει τα λεφτά του·
- τα ’χει τα λεφτά του, (για αντικείμενα) σωστά αγοράστηκε όσο αγοράστηκε, γιατί ανταποκρίνεται στην αξία του: «το πλήρωσα λίγο ακριβά, αλλά τα ’χει τα λεφτά του»· βλ. και φρ. τα πιάνει τα λεφτά του·
- τζιράρω τα λεφτά μου, δεν κερδίζω τίποτα από μια εμπορική πράξη, πουλώ όσο αγοράζω: «μην κοιτάς που μπαίνει κόσμος στο μαγαζί, γιατί, με την ακρίβεια που υπάρχει, τζιράρω τα λεφτά μου». Συνών. αλλάζω τα λεφτά μου (α) / γυρίζω τα λεφτά μου·
- την πήρε για τα λεφτά της, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος παντρεύτηκε κάποια, μόνο και μόνο επειδή ήταν πλούσια: «για να παντρευτεί μια τόσο άσχημη γυναίκα, πάει να πει πως την πήρε για τα λεφτά της». Πρβλ.: μήπως σε προξενεύουνε καμιά για τα προικιά της; Θα σου χτυπάει στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον αγόρασε με τα λεφτά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, παντρεύτηκε κάποιον, δίνοντάς του μεγάλη προίκα: «μπορεί να είναι άσχημη, αλλά πήρε τον ομορφότερο άντρα της περιοχής μας, γιατί τον αγόρασε με τα λεφτά της»·
- του ’πεσαν πολλά λεφτά, του έτυχαν πολλά λεφτά από λαχείο ή κληρονομιά: «κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου και του ’πεσαν πολλά λεφτά || είχε ένα θείο στην Αμερική και με το θάνατό του του ’πεσαν πολλά λεφτά»·
- του τραβάει λεφτά, του αποσπά έντεχνα λεφτά: «κάνει την ερωτευμένη μαζί του και κάθε τόσο του τραβάει λεφτά»·
- τραβώ λεφτά, κάνω ανάληψη, αποσύρω λεφτά, ιδίως από τράπεζα: «περίμενε να πάω στην τράπεζα να τραβήξω λεφτά κι έρχομαι να σε πληρώσω»·
- τρελάθηκε στα λεφτά, βλ. φρ. χέστηκε στα λεφτά·
- τρώω τα λεφτά μου, τα ξοδεύω, τα σπαταλώ: «επειδή μια ζωή την έχουμε, εγώ τρώω τα λεφτά μου και δε νοιάζομαι για καταθέσεις»·
- φεύγουν πολλά λεφτά, δίνω, ξοδεύω πολλά χρήματα: «κάθε μήνα έχω καλές εισπράξεις, αλλά φεύγουν και πολλά λεφτά, γιατί έχω πολλά έξοδα». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαμε να γλεντήσουμε να φύγει το μαράζι κι αν φύγανε πολλά λεφτά,χαλάλι, δεν πειράζει
- χαλώ τα λεφτά μου, τα ξοδεύω ασυλλόγιστα, ιδίως σε διασκεδάσεις: «δε βάζει τίποτα στην τράπεζα, γιατί έχει μάθει να χαλάει τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. σκορπώ τα λεφτά μου·
- χαλώ τα λεφτά μου με..., ανταλλάσσω τα χρήματά μου με κάποιο ξένο νόμισμα: «χαλώ τα λεφτά μου με δολάρια»·
- χαραμίζω τα λεφτά μου, ξοδεύω τα λεφτά μου ανώφελα, άδικα, τα σπαταλώ χωρίς λόγο: «όποιος χαραμίζει τα λεφτά του, είναι ανόητος»·
- χέζεται στα λεφτά, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «χέζεται στα λεφτά ο άνθρωπος και κάθε χρόνο αλλάζει αυτοκίνητο». Συνών. χέζεται στο τάλιρο / χέζεται στο χρήμα·
- χέστηκε στα λεφτά, κέρδισε πάρα πολλά χρήματα: «έκανε μια καινούρια δουλειά και χέστηκε στα λεφτά». Συνών. χέστηκε στο τάλιρο / χέστηκε στο χρήμα.

λογαριασμός

λογαριασμός, ουσ. [<μσν. λογαριασμός <λογαριάζω], ο λογαριασμός. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- ανοίγω λογαριασμό, α. αρχίζω να έχω οικονομικές δοσοληψίες, οικονομικό αλισβερίσι με κάποιον: «απ’ τη μέρα που άνοιξα λογαριασμό με τον τάδε, έχω συνεχώς προβλήματα». β. καταθέτω ένα χρηματικό ποσό σε κάποια τράπεζα: «άνοιξα λογαριασμό στην τάδε τράπεζα για να μην έχω τα χρήματα στο ταμείο μου»· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμούς·
- ανοίγω λογαριασμούς, δημιουργώ έχθρα με κάποιον, δημιουργώ κακό προηγούμενο: «απ’ τη στιγμή που άνοιξες λογαριασμούς μαζί του, πρέπει να προσέχεις, γιατί είναι πολύ εκδικητικός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: ωραία την περνάγαμε, φίνα κι αγαπημένα κι εσύ αγάπαγες πολύ κι εγώ τρελά εσένα! Μα γρήγορα λογαριασμούς μου άνοιξες, μπαμπέσα, κι ένα δεφτέρι που κρατώ, τα γράφει όλα μέσα)· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμό·
- ανοιχτοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι διαμάχες μεταξύ δυο ή περισσότερων ανθρώπων που διατηρούνται στην επικαιρότητα: «στην παρέα μας λύνουμε κάθε διαφορά για να μη διατηρούνται ανοιχτοί λογαριασμοί»·
- ανοιχτός λογαριασμός, ο αλληλόχρεος, ο τρεχούμενος λογαριασμός: «αγόρασε ό,τι θέλεις και μην πληρώσεις, γιατί έχω με τον πατέρα σου του ανοιχτό λογαριασμό»·
- (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω με τη δουλειά μου, είναι δικός μου λογαριασμός». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα·
- (αυτό) είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- αφήνω ανοιχτό λογαριασμό (με κάποιον), ή αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), διατηρώ σε εκκρεμότητα κοινωνικές διαφορές, διαμάχες ή υποθέσεις με κάποιον: «έχω σκοπό να φύγω απ’ αυτή την πόλη και δε θ’ αφήσω ανοιχτό λογαριασμό με κανέναν». (Τραγούδι: κολλημένη μαζί σου σε αλήτη δεσμό μεταξύ μας αφήσαμε ανοιχτό λογαριασμό 
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε λογαριασμό, α.τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω, ιδίως οικονομικές: «τώρα που έβαλα σ’ έναν λογαριασμό τα οικονομικά μου, μπορώ να πάω κι εγώ ένα ταξιδάκι». β. διευθετώ, τακτοποιώ ένα χώρο: «αν δε βάλεις πρώτα σε λογαριασμό το δωμάτιό σου, δεν έχει να πας πουθενά»· βλ. και φρ. τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- βάζω στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), υπολογίζω, συνυπολογίζω: «βάλε στο λογαριασμό κι εμένα για να πληρώσω το μερίδιό μου || θα βάλω στο λογαριασμό και το κουκλάκι που κρατάτε;»·
- βαστώ (το) λογαριασμό, βλ. φρ. κρατώ (το) λογαριασμό·
- βγαίνω απ’ το λογαριασμό (μου), παρασύρομαι σε έξοδα, βγαίνω από το οικονομικό μου πρόγραμμα: «πριν από μια βδομάδα πάντρεψα την κόρη μου και βγήκα απ’ το λογαριασμό μου»·
- βρίσκω λογαριασμό, διευθετώ, ρυθμίζω μια υπόθεση: «ήταν πολύ μπερδεμένα τα πράγματα, αλλά ρώτα από δω, ρώτα από κει, στο τέλος βρήκα λογαριασμό»·
- για λογαριασμό (κάποιου), λέγεται όταν ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου ή για το συμφέρον κάποιου: «θα υπογράψω για λογαριασμό του τάδε || εργάζεται για λογαριασμό κάποιας ξένης δύναμης»·
- για λογαριασμό μου, α. για μένα: «εγώ μιλώ μόνο για λογαριασμό μου». β. για δικό μου όφελος: «θέλω να μου πεις τι θα ’χω για λογαριασμό μου αν τελειώσω πιο νωρίς τη δουλειά»·
- δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό, α. κάνει ό,τι θέλει, ό,τι του αρέσει, ενεργεί αυθαίρετα χωρίς να υπολογίζει κανέναν: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν». β. δε λογοδοτεί σε κανέναν για τις πράξεις του: «απ’ τη στιγμή που είναι το αφεντικό της επιχείρησης, δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα θα τα πίνω και λογαριασμό δε δίνω!). Πρβλ.: δεν παίρνεις λογαριασμό, δε δίνεις λογαριασμό (Διαφημιστικό σλόγκαν εταιρίας κινητής τηλεφωνίας)·
- δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικός μου λογαριασμός να ελέγχω, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ για αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «πες του κανέναν καλό λόγο μήπως και συμμορφωθεί. -Δεν είναι δικός μου λογαριασμός». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημά ή δεν είναι πρόβλημά μου·
- δικός σου λογαριασμός, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου ζήτημα, αποτελεί προσωπική σου υπόθεση: «πώς θα μπορέσω να ’βρω τόσο γρήγορα τα λεφτά που μου ζητάς; -Δικός σου λογαριασμός». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα·  
- δίνω λογαριασμό (σε κάποιον), λογοδοτώ: «θα ’ρθει κάποτε η μέρα, που θα δώσεις λογαριασμό για τις πράξεις σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους τους δήθεν άσ’ τους να λένε, λογαριασμό δε θα τους δώσω πια ξανά, έχω βαδίσει δρόμους που καίνε κι έχω περάσει ανηφόρες και στενά
- δίνω το λογαριασμό (σε κάποιον), αποδίδω ταμείο σε κάποιον: «δε μου ’δωσες ακόμη το λογαριασμό της ημέρας»·
- είναι λογαριασμός, είναι υπολογίσιμο, είναι σημαντικό κάτι: «στη θέση που βρίσκομαι, ακόμη και η παραμικρή βοήθειά σου είναι λογαριασμός για μένα || το να ξοδεύει κανείς εκατό χιλιάδες στα μπουζούκια, βεβαίως και είναι λογαριασμός»·
- εισπράττω το λογαριασμό, αναγκάζομαι να υποστώ τις συνέπειες για κακή ενέργεια άλλου: «δεν αντέχω άλλο να εισπράττω το λογαριασμό για δικές σου ανοησίες»·
- ενήμερος λογαριασμός, βλ. λ. ενήμερος·
- έρχομαι σε λογαριασμό, τακτοποιούμαι οικονομικά και γενικά η ζωή μου κυλάει ομαλά: «τώρα που ήρθα σε λογαριασμό, μπορώ κι εγώ να ξεκουραστώ λιγάκι || κάθε φορά που έρχομαι σε λογαριασμό, όλο και κάτι στραβό μου συμβαίνει κι αρχίζουν πάλι τα τραβήγματα»·
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω κοινωνικές εκκρεμότητες, κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, έχω εκκρεμείς υποθέσεις με κάποιον: «αν είναι και ο τάδε στο πάρτι, εγώ δε θα ’ρθω γιατί έχω ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του»·
- έχω παλιούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω παλιές διαφορές, παλιές διαμάχες με κάποιον: «αν έρθει ο τάδε εγώ δεν έρχομαι, γιατί έχουμε παλιούς λογαριασμούς»·
- έχω λογαριασμό, α. έχω κάπου κατατεθειμένα χρήματα στο όνομά μου: «μόνο στην τάδε τράπεζα έχω λογαριασμό». β. έχω αλληλόχρεη οικονομική συνεργασία με κάποιον: «ψώνισε ό,τι θέλεις απ’ το μαγαζί του, αλλά μην πληρώσεις, γιατί έχω λογαριασμό μαζί του»·
- ζητώ λογαριασμό (από κάποιον), απαιτώ από κάποιον να λογοδοτήσει: «τώρα κάνε ό,τι θέλεις, αλλά θα ’ρθει κάποια στιγμή που θα σου ζητήσω λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το κόλπο συχνά το παίζεις δεν θα κρατήσει πολύ καιρό, γιατί το θύμα, όταν ξυπνήσει, θα σου ζητήσει λογαριασμό
- κανονίζω τους λογαριασμούς μου, βλ. φρ. κλείνω τους λογαριασμούς μου·
- κάνω λάθος λογαριασμό, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λογαριασμό, σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, λογαριάζω: «κάνω λογαριασμό να πάω ένα ταξιδάκι μόλις τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- κάνω λογαριασμό χωρίς (δίχως) τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- κάνω το λογαριασμό, ελέγχω λίστα με αριθμούς για να βρω ή για να επαληθεύσω το γινόμενο: «όταν είναι να πληρώσω κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό κι έπειτα πληρώνω»·
- κάνω το λογαριασμό μου, υπολογίζω τα έξοδα ή τις ενέργειες που έχω τη δυνατότητα να κάνω: «πριν ξεκινήσω για κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό μου»·
- κίνηση λογαριασμού, α. οι καταθέσεις και οι αναλήψεις από έναν τραπεζικό λογαριασμό: «μήπως έχεις κανένα πρόβλημα και τον τελευταίο καιρό δεν παρουσιάζεις κίνηση λογαριασμού;». β. η ξεχρέωση και η εκ νέου χρέωση κάποιου τραπεζικού λογαριασμού: «η κίνηση λογαριασμού δείχνει πως ο πελάτης βρίσκεται σε κάποια εργασιακή δραστηριότητα»·
- κινώ το λογαριασμό, α. κάνω καταθέσεις και αναλήψεις από κάποιον τραπεζικό λογαριασμό: «όταν κινείς το λογαριασμό, έχεις άλλο πρόσωπο στην τράπεζα». β. ξεχρεώνω και χρεώνω εκ νέου κάποιο τραπεζικό λογαριασμό: «όταν η τράπεζα βλέπει ότι κινείς το λογαριασμό, μπορεί να σε βοηθήσει πιο εύκολα»· 
- κλείνω λογαριασμό, ελέγχω τι χρωστώ ή τι μου χρωστάει κάποιος: «είναι καιρός πια να κλείσουμε λογαριασμό γιατί, όσο τον αφήνουμε, υπάρχει φόβος να μην μπορούμε να βγάλουμε άκρη»· βλ. και φρ. κλείνω το λογαριασμό·
- κλείνω το λογαριασμό, α. πληρώνω το χρηματικό ποσό που χρωστώ ή πληρώνομαι από κάποιον το χρηματικό ποσό που μου χρωστάει: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε αυτόν το λογαριασμό, μπορούμε ν’ ανοίξουμε έναν καινούριο». β. παίρνω όλο το χρηματικό ποσό που είχα κατατεθειμένο σε μια τράπεζα: «έκλεισα το λογαριασμό με την τάδε τράπεζα κι άρχισα να συνεργάζομαι με μια άλλη»· βλ. και φρ. κλείνω λογαριασμό·
- κλείνω τους λογαριασμούς μου, α. διευθετώ, τακτοποιώ οικονομικές ή ταμειακές μου εκκρεμότητες: «πρέπει να κλείσω τους λογαριασμούς μου, γιατί την άλλη βδομάδα θα λείψω στο εξωτερικό». β. διευθετώ, τακτοποιώ διάφορες κοινωνικές μου εκκρεμότητες: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε τους λογαριασμούς μας, αρχίσαμε να κάνουμε πάλι παρέα»·
- κλειστός λογαριασμός, χρηματικό ποσό που καταθέτουμε στην τράπεζα με προθεσμία ανάληψης: «όταν έχεις κάποιο ποσό σε κλειστό λογαριασμό, τότε παίρνεις μεγαλύτερο τόκο»·
- κοινός λογαριασμός, τραπεζικός λογαριασμός όπου δικαιούχοι είναι δυο ή και περισσότερα άτομα: «έχω έναν κοινό λογαριασμό με τη γυναίκα μου στην τάδε τράπεζα»·
- κρατώ (το) λογαριασμό, α. καταγράφω έσοδα και έξοδα, διαχειρίζομαι χρήματα: «ποιος απ’ όλους κρατούσε το λογαριασμό της επιχείρησης τον τελευταίο καιρό;». β. παρακολουθώ, καταγράφω προσεκτικά τις ενέργειές μου ή τις ενέργειες κάποιου: «ξέρουμε ανά πάσα στιγμή τι έκανε και τι είπε, γιατί κρατούσα λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αν κράταγα λογαριασμό με πόσες τα ’χω φτιάξει μέχρι διακόσια αριθμό, μπράβο μου! μπορεί και να ’χω φτάσει
- λογαριασμό θα σου δώσω; δεν υπάρχει κανένας λόγος να σου πω πώς θα ενεργήσω ή γιατί ενεργώ με αυτόν το συγκεκριμένο τρόπο: «εγώ θα κάνω αυτό που νομίζω σωστό, λογαριασμό θα σου δώσω;»·
- λογαριασμοί του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- λογαριασμός κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- λογαριασμός όψεως, τραπεζικός λογαριασμός, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρήματα, όποτε θέλει: «έχω δημιουργήσει ένα λογαριασμό όψεως, στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες μου»·
- λυπάμαι για λογαριασμό του, δηλώνει τη λύπη ή την απογοήτευσή μου για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- μπαίνω σε λογαριασμό ή μπαίνω σ’ έναν λογαριασμό ή μπαίνω σε κάποιον λογαριασμό, μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, νοικοκυρεύομαι, συμμορφώνομαι: «μόλις παντρεύτηκε, άφησε τα ξενύχτια και μπήκε σ’ έναν λογαριασμό»·
- μπακαλίστικοι λογαριασμοί, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- ντρέπομαι για λογαριασμό του, δηλώνει πως ντρέπομαι για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών, βλ. λ. ξεκαθάρισμα·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, η τίμια οικονομική συναλλαγή, η σωστή συμπεριφορά, η σωστή εξήγηση είναι αυτή που δεν επιτρέπει ή που απομακρύνει τις παρεξηγήσεις·
- παγώνω το λογαριασμό, δεν πραγματοποιώ καμιά κίνηση του τραπεζικού μου λογαριασμού: «μέχρι να βρω μια σίγουρη επένδυση, πάγωσα το λογαριασμό που είχα στην τάδε τράπεζα»·   
- παλιοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, οι εκκρεμείς υποθέσεις που υπάρχουν πριν από πολύ καιρό: «οι παλιοί λογαριασμοί μεταξύ τους στέκουν εμπόδιο στην αναθέρμανση της φιλίας τους»·
- παραφουσκωμένος λογαριασμός, που είναι κατά πολύ περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «περάσαμε ωραία στο κέντρο, αλλά στο τέλος μαλώσαμε, γιατί μας έφεραν παραφουσκωμένο λογαριασμό»·
- παραφουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω κατά πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «δεν ξαναπάμε σ’ εκείνο το κέντρο γιατί πάντα παραφουσκώνει το λογαριασμό»·
- περασμένος λογαριασμός, α. που έχει καταχωρηθεί κανονικά στα λογιστικά βιβλία επιχείρησης: «θέλω να ελέγξεις τα βιβλία για να δεις αν είναι περασμένος αυτός ο λογαριασμός». β. που ανήκει στο παρελθόν, που έχει λήξει ή διευθετηθεί: «ό,τι έκανες, είναι περασμένος λογαριασμός, κοίτα από εδώ και μπρος να συμπεριφερθείς σωστά»·
- πέφτω έξω στους λογαριασμούς μου, λογαριάζω, υπολογίζω λανθασμένα: «υπολόγιζα να τελειώσω μέχρι το τέλους του μηνός τη δουλειά που είχα αναλάβει και να φύγω με την οικογένειά μου ένα ταξιδάκι, αλλά έπεσα έξω στους λογαριασμούς μου, γιατί δεν τέλειωσε η δουλειά»·   
- το άνοιγμα λογαριασμού, βλ. λ. άνοιγμα·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον βάζω σε λογαριασμό, του διευθετώ, του τακτοποιώ τη ζωή του, τον νοικοκυρεύω, τον συμμορφώνω: «ο γιος του ήταν πολύ άτυχος στις διάφορες δουλειές του, αλλά απ’ τη στιγμή που ο πατέρας του τον έβαλε σ’ έναν λογαριασμό, ησύχασε το κεφάλι του || του βρήκε ένα καλό κορίτσι και τον έβαλε σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- τον τάραξα στο λογαριασμό, τον έβαλα να πληρώσει πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «όταν το γκαρσόνι κατάλαβε πως ήταν μεθυσμένος, τον τάραξε στο λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μου πει κανείς πως  μ’ αγαπά πληρώνει τρεις φορές τη μια οκά του βάζω μέσα στο κρασί νερό και τον ταράζω στο λογαριασμό
- τον φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή τον φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή τον φέρνω σε λογαριασμό, α. τον συνετίζω, τον σωφρονίζω, τον συμμορφώνω: «μόνο εσύ μπορείς να τον φέρεις σε κάποιον λογαριασμό, γιατί σε υπολογίζει και σε σέβεται». β. τον νικώ: «εκτός από σένα, δεν μπορεί κανένας άλλος να τον φέρει σε λογαριασμό γιατί είναι δυνατό παιδί»·
- τρεχούμενος λογαριασμός, α. ο αλληλόχρεος, ο ανοιχτός λογαριασμός: «ό,τι ψωνίσεις απ’ τον τάδε, πες του να τα χρεώσει σε μένα, γιατί έχουμε τρεχούμενο λογαριασμό». β. τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο ανάλογα με τις ανάγκες μου καταθέτω ή κάνω αναλήψεις: «έχω έναν τρεχούμενο λογαριασμό στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες της δουλειάς μου»·
- φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή φέρνω σε λογαριασμό, διευθετώ, τακτοποιώ μια μπερδεμένη δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «ήταν πολύ χάλια η επιχείρηση, αλλά κατάφερα να τη φέρω σ’ έναν λογαριασμό || όπως έκανες τη δουλειά, δε θα μπορέσει κανένας να τη φέρει σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. τον φέρνω σε λογαριασμό·
- φουσκωμένος λογαριασμός, που είναι περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «στο τέλος μας έφεραν φουσκωμένο λογαριασμό»·
- φουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «πρόσεχε το τάδε μαγαζί, γιατί φουσκώνουν το λογαριασμό»·
- χάνω το λογαριασμό, δεν ξέρω τι μου γίνεται, μπερδεύομαι, αποδιοργανώνομαι: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που έχασα το λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τον πολύ συλλογισμό, έχασε το λογαριασμό
- χοντρός λογαριασμός, που είναι μεγάλος, υπέρογκος: «χτες βράδυ, όλα τα παιδιά της παρέας ήμασταν στο κέφι και κάναμε χοντρό λογαριασμό στα μπουζούκια».

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

μάθημα

μάθημα, το, ουσ. [<αρχ. μάθημα], το μάθημα· η εμπειρία που αποκτιέται από κάποιο πάθημα: «αφού κατάλαβες τι σημαίνει σπασμένο πόδι, θα σου γίνει μάθημα κι από εδώ και πέρα δε θα ξανανέβεις σε μοτοσικλέτα». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- δίνω μάθημα, (για σπουδαστές) εξετάζομαι γραπτά ή προφορικά σε κάποιο μάθημα: «πρέπει να σκιστώ στο διάβασμα, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω μάθημα»·
- δίνω μαθήματα, (για εκπαιδευτικούς), βλ. φρ. παραδίνω μαθήματα·
- έμαθε το μάθημα απ’ έξω ή το ’μαθε καλά το μάθημα ή το ’μαθε το μάθημα, βλ. φρ. ξέρει το μάθημα απ’ έξω·
- έχω μάθημα, α. (για μαθητές, σπουδαστές) πρέπει να παρακολουθήσω, να διδαχτώ ένα μάθημα κάποια συγκεκριμένη ώρα: «δεν μπορώ να ’ρθω αυτή την ώρα, γιατί έχω μάθημα». β. (για εκπαιδευτικούς) πρέπει να παραδώσω, να διδάξω ένα μάθημα κάποια συγκεκριμένη ώρα: «σε κλείνω τώρα, γιατί χτύπησε το κουδούνι κι έχω μάθημα»·
- κάνω μαθήματα, (γενικά) διδάσκω, διδάσκομαι: «κάνω μάθημα ορθοφωνίας || κάνω μαθήματα αγγλικών || κάνω μαθήματα οδήγησης || κάνω κάτι μαθήματα στον ανεψιό μου, γιατί είναι αδύνατος στα μαθηματικά»·
- κάνω τα μαθήματά μου, (για μαθητές) μελετώ, προετοιμάζομαι για την επόμενη σχολική μέρα: «αν δεν κάνεις τα μαθήματά σου, δεν έχει να πας πουθενά»·
- μου ’γινε μάθημα (κάτι), απόκτησα πείρα από κάτι κακό που μου συνέβη, πράγμα που θα με βοηθήσει να αποφύγω κάτι παρόμοιο στο μέλλον: «δε θα ξαναπιώ τόσο πολύ, γιατί μου ’γινε μάθημα το προηγούμενο μεθύσι μου που με κουρέλιασε». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι αυτό το πάθημα να σου γίνει μάθημα
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω, βλ. φρ. το ξέρει καλά το μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα ή παίρνω ένα καλό μάθημα, τιμωρούμαι παραδειγματικά είτε με αυστηρή επίπληξη είτε με ξυλοδαρμό: «πήγα να μαλώσω μαζί του, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα που θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή»·
- παίρνω μαθήματα, (γενικά) διδάσκομαι: «παίρνω μαθήματα της γαλλικής γλώσσας || παίρνω μαθήματα οδήγησης || παίρνω μαθήματα κολύμβησης»·
- παραδίνω μαθήματα, α. ενεργώ διδακτικά, λειτουργώ με τις πράξεις μου ως υπόδειγμα σε κάποιον ή κάποιους: «με την αξιοπρεπή στάση του τους παρέδωσε μαθήματα ήθους». β. (για εκπαιδευτικούς) παραδίνω σε μαθητές, σε σπουδαστές ιδιαίτερα μαθήματα: «απ’ τα μαθήματα που παραδίνει σε διάφορους μαθητές, εξοικονομεί ένα δεύτερο μισθό».
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, λέγεται χάριν αστεϊσμού ως δικαιολογία κάποιου, που αγνοεί κάτι: «α, δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, γιατί σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος». Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών, όταν ο δάσκαλος τους πιάσει αδιάβαστους·
- τα παθήματα μαθήματα ή το πάθημα μάθημα, βλ. φρ. ο παθός μαθός, λ. παθός·
- το ξέρει καλά το μάθημα, α. είναι απόλυτα κατατοπισμένος γι’ αυτά που πρέπει να πει κάπου, είναι πολύ καλά διαβασμένος, πολύ καλά δασκαλεμένος: «στο δικαστήριο τα ’πε πολύ ωραία, γιατί το ’ξερε καλά το μάθημα». β. έχει βρει έναν τρόπο για να δικαιολογείται πάντα: «βλέπω ξέρεις καλά το μάθημα, κάθε φορά που αργείς να ’ρθεις στη δουλειά!»·
- το ξέρει το μάθημα, βλ. φρ. το ξέρει καλά το μάθημα·
- το πάθημα μου έγινε μάθημα, βλ. λ. πάθημα·
- του δίνω ένα μάθημα ή του δίνω ένα καλό μάθημα, τον τιμωρώ παραδειγματικά είτε με αυστηρή επίπληξη είτε με ξυλοδαρμό: «μου ’κανε συνεχώς τον έξυπνο, αλλά του ’δωσα ένα καλό μάθημα που θα το θυμάται σ’ όλη του τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες Μπενίτο μου το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα).

μασάω

μασάω κ. μασώ, ρ. [<αρχ. μασῶμαι], μασώ. 1. τρώω: «τι θα μασήσουμε σήμερα; || τι μασάς πάλι!». 2. πείθομαι εύκολα, είμαι ευκολόπιστος: «πώς να πάει μπροστά, αφού κάθεται και μασάει ό,τι του λένε!». 3. έχω συστηματικά σοβαρό κέρδος ή ωφέλεια από μια εργασία, υπόθεση ή κατάσταση: «απ’ τη μέρα που βγήκε το κόμμα του, μασάει από χίλιες μεριές || διπλάρωσε έναν πλούσιο κι όλο και κάτι μασάει». 4. ξοδεύω, σπαταλώ: «μάσησε όλη την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που πήρα το πρώτο το λαχείο, τις τετρακόσιες χιλιάδες μετρητά, τώρα θα δείτε πώς γλεντούνε μεγαλείο και πώς μασάνε τις χήνες μια φορά). 5. (για κοπτικά εργαλεία, ιδίως μαχαίρια, ψαλίδια, νυστέρια) συνθλίβω αυτό που κόβω λόγω κακής συντήρησης ή λόγω πολυχρησίας: «το μαχαίρι είναι για πέταμα, γιατί μασάει το κρέας || το ψαλίδι θέλει ακόνισμα, γιατί μασάει το ύφασμα». (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- δε μασάς! α. έκφραση άρνησης με ειρωνική διάθεση: «δώσε μου εκατό χιλιάρικα που τα χρειάζομαι. -Δε μασάς!». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα κόλπα και τέτοιο ψάρι βρε μαγκίτη δε μασάς, πάλι στο ’πα καταλαβαίνεις πως μου έγινες μπελάς). β. είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα έρθουν έτσι όπως τα θέλεις ή έτσι όπως σε συμφέρουν. (Λαϊκό τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, στο λέω: δε μασάς σε πήρα μυρωδιά·
- δε μασάω! ή δε μασάμε! α. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω αυτά που μου λέει κάποιος και, κατ’ επέκταση, δεν ξεγελιέμαι: «άσε, φίλε, μην κουράζεσαι, γιατί δε μασάμε!». β. δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κάποιον που μου συμπεριφέρεται προκλητικά: «εμένα μη μ’ αγριεύεις, γιατί δε μασάω!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δε μασάω άντερα, βλ. λ. άντερο·
- δε μασάω κουτόχορτο ή δε μασάμε κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- δε μασάω σανό ή δε μασάμε σανό, βλ. λ. σανός·
- δε μασάω χόρτα ή δε μασάω χόρτο ή δε μασάμε χόρτα ή δε μασάμε χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά, α. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω αυτά που μου λες και κατ’ επέκταση, δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, να με εξαπατήσεις, να με κοροϊδέψεις: «άσε τα κόλπα, γιατί δεν τα μασάω αυτά». (Λαϊκό τραγούδι: στην πιάτσα που μεγάλωσα αυτά δεν τα μασάμε· κι άσε, λοιπόν, τις μηχανές αφού δε σου περνάνε). Συνών. δεν τα τρώω αυτά. β. απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά, που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας φοβίσει ή να μας επιβληθεί και έχει την έννοια πως δεν το φοβόμαστε, πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να τον πιστέψουμε: «σε μένα μην κάνεις τον άγριο, γιατί δεν τα μασάμε αυτά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρ. της φρ. το εγώ ή το εμείς. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν τα σηκώνω αυτά / δεν τα τρώω αυτά·
- είναι (για) να μασάς κουκιά και να τα φτύνεις, βλ. λ. κουκί·
- καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς, βλ. λ. μιλώ·
- μασάει η κατσίκα ταραμά; βλ. λ. κατσίκα·
- μασάει κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- μασάει σανό, βλ. λ. σανός·
- μασάει σίδερα και τα φτύνει πινέζες, βλ. λ. σίδερο·
- μασάει τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- μασάει χόρτα ή μασάει χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- μασάω κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- μασάω σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- μασάω τη φόλα, βλ. λ. φόλα·
- μασάω τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μασάω τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- μη μασάς! προτρεπτική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον, να μην πιστεύει αυτά που του λένε: «μου υποσχέθηκε πως θα μου δώσει όσα χρήματα μου χρειάζονται. -Μη μασάς, γιατί ο τύπος είναι όλο υποσχέσεις!»·
- μη μασάς παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- μου τα μασάς, μου μιλάς με υπεκφυγές, με υπονοούμενα, δε μου λες όλη την αλήθεια: «σου ζήτησα να μου πεις τι ακριβώς έγινε κι εσύ μια ώρα τώρα μου τα μασάς»·
- τα μασάω, κερδίζω πολλά χρήματα, συνήθως όχι από νόμιμη δουλειά ή επιχείρηση: «έχει στήσει ένα στοιχηματζίδικο στη ζούλα και τα μασάει μια χαρά». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μάγκες γυμνασμένοι και ατσίδες στη δουλειά· τα μασάνε με το γάντι και δε βγάζουνε μιλιά
- τα μασάω (ενν. τα λεφτά μου), ξοδεύω τα χρήματά μου ασυλλόγιστα, ιδίως για προσωπική μου ευχαρίστηση: «όσα βγάζει, τα μασάει μέχρι δεκάρα». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν το ’χω ρίξει στην τρελή και τα μασάω μέχρι ψιλή κι αν μόλις πίνω δυο κρασιά, τα πίνω και τα σπάω, μη με παραξηγήσετε συγνώμη σας ζητάω
- τα μασάω (ενν. τα λόγια μου), αποφεύγω, διστάζω να ομολογήσω κάτι, προσπαθώ να αποκρύψω κάτι, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με υπεκφυγές: «εγώ δεν τα μασάω ποτέ κι ό,τι είναι να πω, το λέω καθαρά και ξάστερα»·
- τα μασάω, (γενικά) δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κάποιον ή κάτι: «εγώ κάτι αντράκια σαν και σένα τα μασάω || βάλε μου κάτι πιο δύσκολο να κάνω, γιατί αυτά που μου ’βαλες τα μασάω»·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- τη μασάω μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- τον μασάω, τον κατανικώ με μεγάλη ευκολία: «δεν παλεύει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον μασάω». (Τραγούδι: άμα βλέπω φανταράκια μου ’ρχεται να τρελαθώ τέτοιοι άντρες τον μασάνε τον εχθρό
- του τα μασάω (ενν. τα λεφτά), του αποσπώ συστηματικά χρήματα: «κάνει την ερωτευμένη σ’ ένα γεροντάκι και του τα μασάει». (Λαϊκό τραγούδι: Αρετσού και Δαλαμάγκα, μου τα μάσησε τα φράγκα).

μαστίχα

μαστίχα, η, ουσ. [<μτγν. μαστίχη], η μαστίχα· είδος ηδύποτου: (Λαϊκό τραγούδι: ο δραγουμάνος του Βεζίρη πίνει μαστίχα, ρίχνει τα χαρτιά. Το ’να του μάτι στο Μισίρι τ’ άλλο του μάτι στην Αρβανιτιά
- μασάει μαστίχα, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και μασάει μαστίχα»·
- τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, λέγεται για γυναίκα που είναι πολύ ψυχρή στον έρωτα ή εντελώς αμέτοχη κατά τη σεξουαλική πράξη: «δεν ξαναπάω μαζί της, γιατί τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα». Συνών. τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα / τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό / τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι / τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα·
- τη μασάω μαστίχα, (στη γλώσσα της αργκό) ξεγελιέμαι ή προσποιούμαι πως δεν καταλαβαίνω κάτι: «εγώ δεν τη μασάω μαστίχα, γι’ αυτό άσε τα κόλπα και τις πονηριές || όταν δε θέλω να γίνει φασαρία, τη μασάω μαστίχα, μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έπηξες στο παραμύθι σα να είμαι κουτορνίθι και τη μάσησα μαστίχα κι έχασα ό,τι κι αν είχα). Από την εικόνα του ατόμου που χωρίς να το θέλει καταπίνει τη μαστίχα που μασάει·
- την κάνω μαστίχα, (στη γλώσσα της αργκό) δειλιάζω, κωλώνω, υποχωρώ: «μόλις είδε τον άλλον να ’ρχεται καταπάνω του με άγριες διαθέσεις την έκανε μαστίχα και την κοπάνησε || μόλις φτώχυνα, όλοι την έκαναν μαστίχα και μ’ άφησαν μονάχο». (Λαϊκό τραγούδι: άλλαξαν τα φράγκα χέρια, άλλαξες κι εσύ τσαρδί. Και την έκανες μαστίχα την αγάπη που σου είχα). Συνών. την κάνω καραμέλα (α)·
- το κάνω μαστίχα, (στη γλώσσα της αργκό) επαναλαμβάνω επίμονα κάποιο γεγονός, επανέρχομαι επίμονα σε κάποιο γεγονός: «μια φορά μου ξέφυγε ένας άστοχος λόγος για σένα κι από τότε το ’κανες μαστίχα». Από την εικόνα του ατόμου που μασάει μαστίχα, επαναλαμβάνοντας επίμονα τις ίδιες κινήσεις των σιαγόνων του.

μούτρο

μούτρο, το, ουσ. [<ιταλ. mutria], το μούτρο. 1. ο αλήτης, ο απατεώνας, ο ανήθικος και για το λόγο αυτό ο επικίνδυνος άνθρωπος, ο κακοποιός, ο παλιάνθρωπος: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτό το μούτρο, γιατί σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει και θα ’χεις τραβήγματα». 2α. (χαϊδευτικά) άνθρωπος έξυπνος, παμπόνηρος, καπάτσος: «δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι μεγάλο μούτρο». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήτανε ο Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς που ’φτιαξε τ’ αλογάκι, τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη). β. χαϊδευτική προσφώνηση σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο: «πώς από δω, ρε μούτρο!». Υποκορ. μουτράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μουτράκλα, η. (Ακολουθούν 91 φρ.)·
- απ’ τα μούτρα του φαίνεται (ακολουθεί συνήθως κακός χαρακτηρισμός), από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μπορεί κανείς να καταλάβει το ποιόν του: «απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι εγκληματίας || απ’ τα μούτρα του φαίνεται πως είναι έκφυλος άνθρωπος»·
- βάζω τα μούτρα μου (με κάποιον), επιδιώκω, προσπαθώ να συγκριθώ με κάποιον: «δεν έχεις τα φόντα να βάλεις τα μούτρα σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί αυτός είναι επιστήμονας κι εσύ είσαι ένας απλός εργατάκος». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, που βάζεις βρε τα μούτρα σου με μας τα παλικάρια
- δεν είναι για τα μούτρα μου (σου, του, της κ.λπ. κάποιος ή κάτι), (υποτιμητικά) δεν προορίζεται για μένα (για σένα γι’ αυτόν, γι’ αυτήν κ.λπ), δε μου αξίζει, είναι πολύ πιο ανώτερος από μένα: «αυτή η γυναίκα δεν είναι για τα μούτρα σου || πες του να μη χαίρεται, γιατί η θέση που χηρεύει δεν είναι για τα μούτρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσ’ η κούτρα σου δεν είναι για τα μούτρα σου στη γκόμενά μου μην ξανακολλάς
- δεν έχω μούτρα να..., ντρέπομαι να...: «δεν έχω μούτρα να τον συναντήσω, γιατί τον κατηγόρησα άδικα στον προϊστάμενό του»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να(…)·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, ντρέπομαι ή νιώθω ενοχή για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην τολμώ να συναναστραφώ τους ανθρώπους: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία || απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε η κατάχρηση που έκανα στην εταιρεία μου, δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι μεγάλο μούτρο, είναι μεγάλος απατεώνας, είναι επικίνδυνος κακοποιός: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν, γιατί είναι μεγάλο μούτρο και θα βρεθείς μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβεις»·
- είναι πατάτες για τα μούτρα σου, βλ. λ. πατάτα·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έσπασε τα μούτρα του, α. απέτυχε τελείως, ολοκληρωτικά: «πήγε να κάνει μια δουλειά που δεν την ήξερε κι έσπασε τα μούτρα του». β. απέτυχε να συνάψει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα, γιατί δέχτηκε την άρνησή της: «της έκανε πρόταση να φτιάξουν, αλλά έσπασε τα μούτρα του, γιατί η τύπισσα είναι ερωτευμένη με άλλον». γ. χτύπησε άγρια στο πρόσωπό του: «όπως έτρεχε γλίστρησε κι έσπασε τα μούτρα του πάνω στο πεζοδρόμιο»·
- έφαγε τα μούτρα του, βλ. φρ. έσπασε τα μούτρα του· 
- έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα, έφυγε θυμωμένος: «επειδή του έκανε παρατήρηση ο μπάρμαν να μη φωνάζει, έφυγε με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- έφυγε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με (τα) μούτρα κατεβασμένα·
- έφυγε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- έχει μούτρα και μιλάει! παρ’ όλη την αποτυχία που είχε, εξακολουθεί να προβάλλει ή να υποστηρίζει τη θέση του ή, παρ’ όλα αυτά τα άσχημα που έχει κάνει, εξακολουθεί να προσπαθεί να δικαιολογηθεί: «από μια λανθασμένη κίνησή του χάσαμε ένα σωρό λεφτά κι έχει μούτρα και μιλάει! || τον έπιασαν στα πράσα να βάζει χέρι στο ταμείο κι έχει μούτρα και μιλάει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ακόμα·
- ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα, ήρθε θυμωμένος: «μάλωσε το πρωί με τη γυναίκα του κι ήρθε στο γραφείο με τα μούτρα κατεβασμένα»·
- ήρθε με κρεμασμένα (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·
- ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τα) μούτρα·  
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου σπάσω τα μούτρα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «μη μου κολλάς, γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα»· 
- κάνω μούτρα, θυμώνω, κατσουφιάζω: «μια φορά να μην του δώσεις κάτι που σου ζητάει, κάνει αμέσως μούτρα»·
- κατεβάζω μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα ή κατεβάζω τα μούτρα μου, α. δείχνω έντονα τη δυσαρέσκειά μου, δυσαρεστούμαι, θυμώνω: «επειδή δεν του ’δωσα τα δανεικά που μου ζητούσε, κατέβασε τα μούτρα κι έφυγε». β. νιώθω έντονο παράπονο: «όταν έμαθε πως κόπηκε στις εξετάσεις, κατέβασε τα μούτρα του κι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα». γ. αναγνωρίζω, παραδέχομαι σιωπηρά το σφάλμα μου: «έκανε ένα σωρό βλακείες, κι όταν του ’βαλα τις φωνές, κατέβασε τα μούτρα του και δεν είπε κουβέντα»·
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. φρ. κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη·
- κόβω μούτρο, βλ. συνηθέστ. κόβω μούρη, λ. μούρη·
- κόψε μούτρο και βγάλε συμπέρασμα, βλ. συνηθέστ. κόψε μούρη και βγάλε συμπέρασμα, λ. μούρη·
- κρατώ μούτρα, σκυθρωπιάζω για να κάνω φανερή τη δυσαρέσκειά μου, χολώνομαι: «δεν τον προσκάλεσε ο τάδε στο πάρτι του και κρατάει μούτρα»· βλ. και φρ. κάνω μούτρα·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, θύμωσε, δυσαρεστήθηκε πάρα πολύ, πράγμα που έγινε αμέσως αντιληπτό από την έκφραση του προσώπου του: «δεν του ενέκρινε ο διευθυντής του την άδεια που του ζήτησε και κρέμασε τα μούτρα του ένα πήχη»·
- κρεμώ μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα ή κρεμώ τα μούτρα μου, βλ. φρ. κατεβάζω μούτρα·
- κρύβω τα μούτρα μου, δε βλέπω κάποιον κατάματα από ντροπή, ιδίως από ενοχή (και κατεβάζω το κεφάλι μου έτσι ώστε να μην μπορεί να δει το πρόσωπό μου): «κάθε φορά που συναντιέμαι με τον τάδε κρύβω τα μούτρα μου, γιατί κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο»·
- μας κάνει μούτρα ή μου κάνει μούτρα, είναι θυμωμένος μαζί μου ή προσποιείται το θυμωμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τα βράδια συναντιόμαστε κρυφά απ’ αυτόν, μας κάνει μούτρα || μια φορά δεν του ’κανα τη χάρη που μου ζήτησε και μας κάνει μούτρα || μπορείς να μου πεις γιατί μου κρατάς μούτρα;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με τι μούτρα να…! λέγεται στην περίπτωση που δεν τολμάμε να ενεργήσουμε, να συμπεριφερθούμε όπως θέλουμε ή όπως αρμόζει, γιατί για κάποιο λόγο αισθανόμαστε ντροπή ή ενοχή για κάτι που κάναμε: «με τι μούτρα να τον δω, που κάποτε τον κατηγόρησα χωρίς λόγο! || με τι μούτρα να του ζητήσω δανεικά, απ’ τη στιγμή που του χρωστώ ακόμη απ’ την προηγούμενη φορά που του δανείστηκα! || με τι μούτρα να πάω στο σπίτι του, αφού δεν του ευχήθηκα μια φορά καλορίζικο απ’ τη μέρα που το αγόρασε!»· βλ. και φρ. δεν έχω μούτρα να(…)·
- μου το χτυπάει στα μούτρα, μου αναφέρει, μου υπενθυμίζει συχνά και με προκλητικό ή υποτιμητικό τρόπο κάτι καλό που μου έχει κάνει στο παρελθόν: «με βοήθησε κάποτε και συνέχεια μου το χτυπάει στα μούτρα || μου ’δωσε κάποτε τ’ αυτοκίνητό του και κάθε τόσο μου το χτυπάει στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα σου χτυπά στα μούτρα πως πήρες τα λεφτά της
- μούτρα για σιδέρωμα ή μούτρο για σιδέρωμα, λέγεται για άτομο που είναι άσχημο ή ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «με τέτοια μούτρα για σιδέρωμα, μας περνιέται και για γκόμενος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σπουδαία ή το σπουδαίο· 
- μούτρα για φτύσιμο ή μούτρο για φτύσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρα για χέσιμο ή μούτρο για χέσιμο, βλ. φρ. μούτρα για σιδέρωμα·
- μούτρο αγάνωτο, άνθρωπος τιποτένιος, αναιδής, πρόστυχος, αισχρός: «τον είχαμε για σοβαρό άνθρωπο, αλλά αποδείχτηκε μούτρο αγάνωτο»·
- μούτρο ξεγάνωτο, βλ. φρ. μούτρο αγάνωτο·
- να, στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας που συνήθως συνοδεύεται και από τη χαρακτηριστική χειρονομία της μούντζας·
- να χέσω τα μούτρα σου! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο με την έννοια είσαι άξιος περιφρόνησης: «να χέσω τα μούτρα σου, αφού δεν κατάφερες να τελειώσεις ούτε κι αυτή τη δουλειά!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να χέσω. β. απευθύνεται και με συμπάθεια σε οικείο ή φιλικό άτομο: «έλα δω ρε, να χέσω τα μούτρα σου, πού γυρίζεις απ’ το πρωί και σε ψάχνω για να με βοηθήσεις!»·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, αναφέρεται στην αδιαντροπιά που χαρακτηρίζει τους δυο αυτούς τύπους ανθρώπων, του μεν πρώτου λόγω ανήθικης συμπεριφοράς, του δε δεύτερου λόγω πλούτου και ισχύος που του δίνουν την άνεση να συμπεριφέρεται όπως θέλει·
- ξινίζω τα μούτρα μου, νιώθω έντονη δυσαρέσκεια που τη δείχνω με μορφασμό του προσώπου μου: «μόλις του ανακοίνωσαν πως δε δικαιούται να πάρει άδεια, ξίνισε τα μούτρα του»·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, ανάλογα με τις ενέργειες, τις προσπάθειές σου θα είναι και η ανταμοιβή σου, η απολαβή σου: «αφού δε δούλεψες στη ζωή σου μην παραπονιέσαι που είσαι φτωχός, γιατί ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει»·
- παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, αποχωρώ από κάπου ντροπιασμένος: «μόλις ήρθε ο τάδε και του ’βγαλε τ’ άπλυτα στη φόρα, πήρε τα μούτρα του κι έφυγε»·
- πέφτουν τα μούτρα μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «ισχυριζόταν πως την είχε κάποτε γκόμενα, αλλά, μόλις ήρθε αυτή και του ζήτησε το λόγο, έπεσαν τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κάνει κάτι αξιοκατάκριτο, κατεβάζει το κεφάλι του από ντροπή·
- πέφτω με τα μούτρα, κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο: «κάθε φορά που πλησιάζουν οι εξετάσεις, πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα || μόλις σέρβιραν το φαγητό στα πιάτα, έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ || απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έπεσε με τα μούτρα στο ποτό»·
- πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί, ασχολούμαι, ενδιαφέρομαι συστηματικά για το σεξ: «μόλις κατάλαβε τη γλύκα που έχει η γυναίκα, έπεσε με τα μούτρα στο κεχρί». Αναφέρεται συνήθως σε νεαρό που μετά την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία ασχολείται συστηματικά με τα σεξουαλικά· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- πέφτω με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- πέφτω με τα μούτρα στο ψητό, α. κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό και με ζήλο, ιδίως πέφτω με πάθος στο φαγητό: «όταν ήρθε, μας βρήκε στο τραπέζι κι επειδή τρελαίνεται για μουσακά, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό». β. ασχολούμαι, εργάζομαι εντατικά σε μια δουλειά που μου αποδίδει πολύ: «μόλις είδε πως τα κονομάει μ’ αυτό που κάνει, έπεσε με τα μούτρα στο ψητό»· βλ. και φρ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κεχρί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο κοκό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στο ψητό, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στο ψητό·
- ρίχνω τα μούτρα μου, αφήνω την αδιάλλακτη στάση μου και κάνω πρώτος μια συμβιβαστική χειρονομία: «παρόλο που είμαι μεγαλύτερός του κι έχω και το δίκιο με το μέρος μου, έριξα τα μούτρα μου και θέλησα να συμβιβαστούμε»·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. φρ. ρίχνω τα μούτρα μου·
- σκατά στα μούτρα σου! βλ. λ. σκατά·
- σπάω τα μούτρα μου, α. αποτυχαίνω ολοκληρωτικά: «δε βαρέθηκες, άνθρωπέ μου, να σπας τα μούτρα σου με τις δουλειές που κάνεις;». β. αποτυχαίνω να κατακτήσω μια γυναίκα: «σ’ όποια κάνει πρόταση, σπάει τα μούτρα του, αλλά δεν το βάζει κάτω». γ. χτυπώ άσχημα στο πρόσωπό μου: «σφίχτηκε η καρδιά μου, μόλις τον είδα να πέφτει κάτω και να σπάει τα μούτρα του»·
- στα μούτρα σου! λεκτική ανταπόδοση μούντζας ή ανταπόδοση κακού χαρακτηρισμού. Πρβλ.: αυτό ’ναι χάρισμά σας, στα μούτρα τα δικά σας (Παιδικό τραγούδι)· 
- στραβώνω τα μούτρα μου, βλ. φρ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- στυφίζω τα μούτρα μου, βλ. συνηθέστ. ξινίζω τα μούτρα μου·
- τα ’κανε σαν τα μούτρα του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, τα θαλάσσωσε: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τα μούτρα του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να μου κάνει κάτι σχέδια της οικοδομής και μου τα ’κανε σαν τα μούτρα του»·
- τον αρπάζω απ’ τα μούτρα, ξαφνικά τον στριμώχνω άγρια με κατά μέτωπο επίθεση, ιδίως τον στριμώχνω άγρια απευθύνοντάς του αλλεπάλληλες ερωτήσεις ή επιτιμώντας τον συνεχώς αυστηρά: «μόλις μπήκε μέσα, τον άρπαξα απ’ τα μούτρα και ζητούσα επίμονα να μου πει γιατί με κάρφωσε στο διευθυντή μας»·
- τον παίρνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον πιάνω απ’ τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μούτρα·
- τον φτύνω στα μούτρα, του προσβάλλω την τιμή και την αξιοπρέπειά του, δεν τον υπολογίζω διόλου: «δεν έχεις το δικαίωμα, όσο κι αν δεν τον εκτιμάς, να τον φτύνεις στα μούτρα μπροστά στον κόσμο»·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κανα τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ (σουμπλιμέ, τρικολόρε, τρίο καρό, ψηφιδωτό), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- του ’κανα τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, βλ. λ. πατσάς·
- του ’κανα τα μούτρα πελτέ, βλ. λ. πελτές·
- του κάνω μούτρα, βλ. φρ. του κρατώ μούτρα·
- του κατεβάζω τα μούτρα, βλ. συνηθέστ. του κατεβάζω τη μάπα, λ. μάπα·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του κρατώ μούτρα, είμαι θυμωμένος, χολωμένος μαζί του: «είναι καιρός τώρα που του κρατώ μούτρα, γιατί με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- του ’σπασα τα μούτρα, τον έδειρα άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο: «όταν μ’ εκνεύρισε πολύ, τον έπιασα στα χέρια μου και του ’σπασα τα μούτρα»·
- του τα χτύπησα στα μούτρα, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές: «απ’ τη στιγμή που μου ζήτησε τη γνώμη μου, του τα χτύπησα στα μούτρα κι από δω και πέρα ας κάνει ό,τι θέλει»·
- του το πέταξα στα μούτρα, του επέστρεψα κάτι με απότομο και περιφρονητικό τρόπο: «κάθε φορά που μαλώνουμε, μου ζητάει πίσω το ρολογάκι που μου ’κανε δώρο στη γιορτή μου, οπότε κι εγώ του το πέταξα στα μούτρα  κι ησύχασα»·
- του το ’τριψα στα μούτρα, βλ. φρ. του το ’τριψα στη μούρη, λ. μούρη·
- του το ’φερα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του το χτύπησα στα μούτρα, βλ. φρ. του το πέταξα στα μούτρα·
- του τσαλάκωσα τα μούτρα, τον έδειρα πολύ άγρια χτυπώντας τον στο πρόσωπο, τον ξυλοφόρτωσα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξα στα χέρια μου και του τσαλάκωσα τα μούτρα»·
- του χάλασα τα μούτρα, βλ. φρ. του τσαλάκωσα τα μούτρα·
- τρώω τα μούτρα μου, βλ. φρ. σπάω τα μούτρα μου·
- τσικνίζω τα μούτρα μου, μορφάζω από ειρωνεία ή από δυσαρέσκεια: «κάθε φορά που δεν είναι ευχαριστημένος απ’ τη μοιρασιά, τσικνίζει τα μούτρα του». Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει την τσίκνα του καμένου κρέατος και μορφάζει από αηδία ή από στενοχώρια·
- χαρά στα μούτρα! ή χαρά στο μούτρο! ή χαρά το μούτρο! α. δεν αξίζει τα όσα καλά λέγονται ή γίνονται γι’ αυτόν: «χαρά στα μούτρα, που θέλετε να τον κάνετε και διευθυντή!». β. ειρωνική ή υποτιμητική έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που το θεωρούμε πολύ κατώτερο από εμάς ή από κάποιον άλλον, ή που λέγεται σε κάποιον με παρηγορητική διάθεση, όταν αναφερόμαστε σε ανάξιο άνθρωπο ή σε ενέργεια που δεν αξίζει να τη λάβουμε υπόψη μας: «χαρά στο μούτρο που θέλει να μπει και στην παρέα μας! || χαρά στο μούτρο που θα κάτσεις να στενοχωρηθείς, επειδή είπε αυτές τις ανοησίες για σένα!»·
- χτυπώ στα μούτρα (κάποιου κάτι), μιλώ, επαναλαμβάνω προκλητικά, υποτιμητικά ή προσβλητικά σε κάποιον κάτι: «επειδή κάποτε με βοήθησε, μου το χτυπάει συνέχεια στα μούτρα». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως σε προξενεύουνε καμιά με τα προικιά της; Θα στο χτυπά στα μούτρα σου πως πήρες τα λεφτά της).  

μπάλα

μπάλα, η, ουσ. [<μσν. μπάλα <ιταλ. balla]. 1. το τόπι, η σφαίρα από δέρμα, καουτσούκ ή πλαστικό με το οποίο παίζεται το ποδόσφαιρο και άλλα αθλητικά παιχνίδια: «η μπάλα του ποδοσφαίρου είναι διαφορετική από την μπάλα του μπάσκετ και του βόλεϊ». (Τραγούδι: παρακάλα, παρακάλα στο πλεχτό να πάει η μπάλα, στο δοκάρι μη χτυπήσει τ’ όνειρο μη σταματήσει). 2. γενικά το ποδόσφαιρο: «κάθε Κυριακή πηγαίνουμε στο γήπεδο να δούμε μπάλα». (Λαϊκό τραγούδι: να ξαναγινόμασταν πάλι πιτσιρίκοι με κοντοπαντέλονο μπάλα και τσιλίκι). 3. βλήμα κανονιού ή ντουφεκιού, το βλήμα, το βόλι: «οι μπάλες σφύριζαν δεξιά αριστερά και δεν τολμούσε κανένας να βγάλει το κεφάλι του απ’ τα χαρακώματα». 4. ό,τι έχει ή παίρνει σχήμα σφαιρικό: «μπάλες χιονιού || έκανε το σεντόνι μπάλα και το ’ριξε στο πλυντήριο || έκανε το χαρτί μπάλα και το πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων». 5. συσκευασμένο μεγάλο δέμα εμπορευμάτων: «άρχισαν με το γερανό να φορτώνουν στο πλοίο τις μπάλες με βαμβάκι που υπήρχαν στην προκυμαία || το μηχάνημα έκανε τ’ άχυρο μπάλες και τις πετούσε στην άκρη». Υποκορ. μπαλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- βλέπω μπάλα, παρακολουθώ ως θεατής ποδοσφαιρικό παιχνίδι: «κάθε Κυριακή πηγαίνω στο γήπεδο και βλέπω μπάλα || μην τον ενοχλείς, γιατί είναι στο σαλόνι και βλέπει μπάλα στην τηλεόραση»·
- δε μας θέλει η μπάλα σήμερα ή δε μας θέλει σήμερα η μπάλα, (για ποδόσφαιρο) αν και παίζουμε πολύ καλά, η τύχη μας πάει κόντρα, γιατί η μπάλα δεν μπαίνει στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας: «μα τι γκίνια είναι αυτή! Τους παίζουμε μονότερμα και δεν μπορούμε να βάλουμε γκολ. Δε μας θέλει η μπάλα σήμερα». Λέγεται και για μπάσκετ· 
- δεν τον θέλει η μπάλα, (για ποδοσφαιριστές) δεν τον ευνοεί η τύχη για να αποδώσει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «όσο και να προσπαθεί σήμερα να παίξει καλά ο τάδε παίχτης μας δεν τον θέλει η μπάλα»·
- είναι και να σε θέλει η μπάλα, (για ποδοσφαιριστές) δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα του παίχτη να παίζει καλό ποδόσφαιρο, αλλά και από την εύνοια της τύχης: «δεν είναι μόνο να ’σαι καλός ποδοσφαιριστής, αλλά είναι και να σε θέλει η μπάλα»·
- έσκαψε την μπάλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης για τον οποίο γίνεται λόγος χτύπησε την μπάλα με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή πήρε καμπύλη τροχιά: «ο τάδε παίχτης έσκαψε την μπάλα και την πέρασε πάνω απ’ το κεφάλι του αντιπάλου του». Στην περίπτωση αυτή, το χτύπημα της μπάλας γίνεται με τη μύτη του ποδοσφαιρικού του, που ενεργεί σαν φτυαράκι·
- έχασα την μπάλα ή έχω χάσει την μπάλα, βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση, δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «χρωστάω στον έναν, χρωστάω στον άλλον, άλλοι με χρωστάνε και δε με πληρώνουν, αμάν πια, έχω χάσει την μπάλα και δεν ξέρω τι μου γίνεται». Από την εικόνα του παίχτη που, επειδή οι αντίπαλοί του παίζουν πάρα πολύ καλά, ανταλλάσσοντας με ταχύτητα και τέχνη την μπάλα μεταξύ τους, βρίσκεται σε σύγχυση·
- έχασαν την μπάλα ή έχουν χάσει την μπάλα, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) οι παίχτες της μιας ομάδας βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση, τρέχουν άσκοπα μέσα στο γήπεδο, γιατί οι αντίπαλοί τους παίζουν πάρα πολύ καλά: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που οι άλλοι έχασαν την μπάλα»·     
- έχεις την μπάλα, έκφραση με την οποία δίνουμε τη σειρά σε κάποιον να ενεργήσει, να ενεργοποιηθεί: «θέλω να είσαι έτοιμος, γιατί μετά τον τάδε έχεις την μπάλα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- η κυκλοφορία της μπάλας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. κυκλοφορία·
- η μπάλα είναι στρογγυλή, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται συνήθως για να τονίσει πως το αποτέλεσμα του παιχνιδιού, ανεξάρτητα από την ικανότητα των ομάδων, κατά ένα μεγάλο μέρος εξαρτάται και από την τύχη: «δεν πρέπει να επαναπαυτούμε στο γεγονός ότι αντίπαλοί μας είναι τελευταίοι στη βαθμολογία του πρωταθλήματος, γιατί η μπάλα είναι στρογγυλή»·  
- η μπάλα τιμωρεί, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση εκείνη που μια ομάδα χάνει αλλεπάλληλες ευκαιρίες για να πετύχει γκολ και στο τέλος δέχεται αυτή γκολ, που τις πιο πολλές φορές είναι καθοριστικό για το παιχνίδι·
- κι όποιον πάρει η μπάλα, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε κι όποιον πάρει η μπάλα || πετάει την πέτρα μακριά του κι όποιον πάρει η μπάλα». (Τραγούδι: φύγαμε και πάμε γι’ άλλα άντε κι όποιον πάρει η μπάλα).Αναφορά στο βλήμα του κανονιού. Συνών. κι όποιον πάρει η μπόρα / κι όποιον πάρει ο χάρος / κι όποιον πάρει το ποτάμι·
- κλωτσώ την μπάλα, (για ποδόσφαιρο) δεν κατέχω την τέχνη του ποδοσφαίρου, απλώς χτυπώ την μπάλα με το πόδι: «επειδή κλωτσάει την μπάλα, νομίζει πως μπορεί να γίνει και ποδοσφαιριστής»·
- κυκλοφορεί η μπάλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. κυκλοφορώ·
- μ’ αρέσει η μπάλα, (για ποδόσφαιρο) μου αρέσει να παρακολουθώ ποδόσφαιρο: «κάθε Κυριακή πηγαίνω στο γήπεδο, γιατί μ’ αρέσει η μπάλα»·
- μιλάει με την μπάλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) είναι μεγάλος μπαλαδόρος: «αυτός ο ποδοσφαιριστής μιλάει με την μπάλα και δεν μπορεί κανένας αντίπαλός του να τον μαρκάρει με επιτυχία»·
- παίζει μόνος του μπάλα, α. είναι μοναχικός τύπος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, παίζει μόνος του μπάλα». β. κυριαρχεί απόλυτα σε ένα χώρο: «είναι τόσο ισχυρός έμπορος, που παίζει μόνος του μπάλα στην αγορά»·
- παίζω μπάλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) α. είμαι ποδοσφαιριστής: «παίζω μπάλα στην τάδε ομάδα». β. παίζω ποδόσφαιρο: «τα παιδιά παίζουν μπάλα στην αλάνα». γ. (στη νεοαργκό) συνουσιάζομαι: «παίζω μπάλα με την κυρά μου τρεις φορές τη βδομάδα έτσι, για να μη χάνω τη φόρμα μου»·
- παίξε μπάλα, α. φιλική προτροπή σε άτομο που του παραθέτουμε γεύμα, να αρχίσει να τρώει: «παίξε μπάλα, γιατί, αν ντρέπεσαι, δε θα προλάβεις να φας τίποτα». β. φιλική προτροπή σε κάποιον να οργανώσει και εκ μέρους της παρέας μας τη νυχτερινή μας έξοδο, τη νυχτερινή μας διασκέδαση: «αφού είσαι ο μόνος που ξέρεις όλα τα όμορφα της πόλης, παίξε μπάλα για να περάσουμε ευχάριστα τη βραδιά μας». γ. (στον ερωτικό ή επαγγελματικό τομέα) φιλική προτροπή σε κάποιον να αναλάβει πρωτοβουλία και να αρχίσει να ενεργεί δυναμικά, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του: «έχω την γκόμενα ψημένη, γι’ αυτό παίξε μπάλα || έλα, παίξε μπάλα, γιατί τακτοποίησα όλες τις εκκρεμότητες».  Συνών. κάνε μπεγλέρι / κάνε παιχνίδι·
- παίξτε μπάλα ρεεε! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αγανακτισμένη προτροπή οπαδών ποδοσφαιρικής ομάδας στους παίχτες της, που δεν αποδίδουν αγωνιστικά, να παίξουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Συνών. κάντε παιχνίδι ρεεε(!)·
- παίρνω μπάλα, επισκέπτομαι διαδοχικά όλα τα γνωστά μου στέκια για να βρω κάποιον ή κάτι: «πήρε μπάλα τα μπαράκια για να βρει το φίλο του || πήρα μπάλα τα συνεργεία για να βρω ένα ανταλλακτικό για τ’ αυτοκίνητό μου». Συνών. παίρνω αμπάριζα (γ) / παίρνω σβάρνα (β)·
- πού ’ναι η μπάλα, πού ’ ναι η μπάλα, η μπάλα, πού ’ναι η μπάλα, πού ’ναι η μπάλα η μπάλα! επαναλαμβανόμενη ενθουσιώδης ιαχή πάνω στο ρυθμό ξένου τραγουδιού (quanda namera), όταν οι φίλαθλοι βλέπουν την ομάδα τους να αποδίδει φανταστικό ποδόσφαιρο και οι αντίπαλοι παίχτες από τη σύγχυση που τους κατέχει να δίνουν την εντύπωση πως έχασαν την μπάλα· 
- πουλάει την μπάλα, (για ποδοσφαιριστές) την χάνει κοροϊδίστικα, αδικαιολόγητα: «όποτε του δίνουν πάσα, πουλάει την μπάλα, γαμώτο!»·
- σκάψιμο της μπάλας, βλ. λ. σκάψιμο·
- σκοτώνω την μπάλα, (για μπιτς βόλεϊ) χτυπώ δυνατά την μπάλα για να την στείλω στο αντίπαλο καρέ: «η Ελληνίδα παίχτρια σηκώθηκε και σκότωσε την μπάλα προς το αντίπαλο καρέ». Συνών. τανιάζω την μπάλα·
- στέλνω την μπάλα στα μνήματα, επιδιώκω με την τακτική της κωλυσιεργίας ή του αποπροσανατολισμού της κουβέντας, να αποφύγω τη συζήτηση πάνω σε κάποιο καυτό θέμα που δε με συμφέρει: «επειδή δεν τον συνέφερε ν’ ακούσει την πραγματική αλήθεια, κάθε τόσο έστελνε την μπάλα στα μνήματα».Παρατηρείται κίνηση κατά την οποία το χέρι δείχνει κάπου μακριά. Από τη συνήθη τακτική των παιδιών, που, όταν έπαιζαν μπάλα στην αλάνα και νικούσαν, πετούσαν την μπάλα μακριά από το χώρο του παιχνιδιού τους για καθυστέρηση. Είναι και φορές, που η φρ. ακούγεται στον τύπο η μπάλα στα μνήματα. Προσφιλής έκφραση του βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και πρώην υφυπουργό Αθλητισμού κ. Γιώργου Λιάνη, ο οποίος μάλιστα κατά τα νεανικά του χρόνια υπήρξε και ποδοσφαιριστής του Ηρακλή·   
- στέλνω την μπάλα στην εξέδρα, βλ. φρ. στέλνω την μπάλα στα μνήματα. Παρατηρείται κίνηση κατά την οποία το χέρι δείχνει κάπου μακριά και ψηλά. Από το ότι, όταν μια ομάδα νικάει, οι παίχτες της στέλνουν κάθε τόσο την μπάλα στην εξέδρα για καθυστέρηση. Είναι και φορές, που η φρ. ακούγεται η μπάλα στην εξέδρα·
- στρώνω την μπάλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τη φέρνω με το κεφάλι, το στήθος ή το πόδι μου στη θέση που θέλω, που με ευνοεί για να τη σουτάρω: «έστρωσε την μπάλα με τ’ αριστερό και μ’ ένα δυνατό δεξί την κάρφωσε στα δίχτυα»·
- τανιάζω την μπάλα, (για μπιτς βόλεϊ) χτυπώ δυνατά την μπάλα για να την στείλω στο αντίπαλο καρέ: «τάνιαζε την μπάλα για να μην μπορεί να την αποκρούει ο αντίπαλος παίχτης». Συνών. σκοτώνω την μπάλα·
- τον θέλει η μπάλα ή τον θέλει κι η μπάλα, (για ποδοσφαιριστές) τον ευνοεί: «σε κάθε  φάση που δημιουργείται βγαίνει νικητής, γιατί τον θέλει η μπάλα || είναι καλός παίχτης, δε λέω, αλλά τον θέλει κι η μπάλα»·
- τον πήρε η μπάλα, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του τον πήρε η μπάλα και γυρίζει συνέχεια μεθυσμένος || έκανε πολλά άστοχα ανοίγματα στη δουλειά του, ώσπου στο τέλος τον πήρε η μπάλα». Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπόρα / τον πήρε το ποτάμι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια ομαδική τιμωρία, που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια γενική κρίση, υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «όταν έγινε το λάθος στην παραγγελία αυτός έλλειπε με άδεια, αλλά πάνω στο θυμό τ’ αφεντικού μας τον πήρε κι αυτόν η μπάλα || ήταν ο μόνος ελεύθερος απ’ την παρέα μας και τον καμαρώναμε, αλλά όταν γνώρισε την τάδε τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, γιατί σε λίγο καιρό την παντρεύτηκε || βέβαια αυτός δεν έφταιγε, αλλά όταν άρχισε να τους βρίζει ο διευθυντής τους, τον πήρε κι αυτόν η μπάλα». Αναφορά στο βλήμα του κανονιού. Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπόρα / τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι·
- τον πήρε μπάλα, τον παρέσυρε ορμητικά: «με τα νεύρα που είχε, τον πήρε μπάλα και τον στρίμωξε στη γωνία». Από την εικόνα του παίχτη, που επιτίθεται στην αντίπαλη εστία με την μπάλα στα πόδια του· 
- τσίμπησε την μπάλα, (για ποδοσφαιριστές) μόλις που την ακούμπησε με το πόδι του, την ακούμπησε ανεπαίσθητα με το πόδι του που ήταν όμως αρκετό για να της αλλάξει πορεία: «ο παίχτης μας τσίμπησε την μπάλα με την προβολή του ποδιού του που έκανε και την έστειλε στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας».

μπόρα

μπόρα, η, ουσ. [<ιταλ. bora <λατιν. boreas <ελλ. βορέας]. 1. δυνατή και ξαφνική βροχή που περνάει γρήγορα. 2. η θύελλα, η καταιγίδα: «όσο κρατούσε η μπόρα, δεν ξεμύτισε κανείς απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τι τη θέλεις και την κλείνεις; να μπω μέσα δε μ’ αφήνεις· είναι συννεφιά και μπόρα και τι θ’ απογίνω τώρα;). 3. πολύ δύσκολη κατάσταση: «του έτυχε μεγάλη μπόρα και δεν ξέρει τι να κάνει ο άνθρωπος! || έμεινε κλεισμένος στο σπίτι του, μέχρι να περάσει η μπόρα». (Λαϊκό τραγούδι: αφ’ ότου μας επλάκωσε της Κατοχής η μπόρα,τ’ αντάρτικο εφούντωσε σε όλη μας τη χώρα). 4. στον πλ. οι μπόρες, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες, οι συμφορές: «τον τσάκισαν οι μπόρες της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: μόνος μου, μόνος μου στα βάσανα στις μπόρες κανείς δεν ήρθε να με δει στις δύσκολες τις ώρες). Συνών. αστροπελέκι (3β) / κεραυνός (2)·
- έπιασε (η) μπόρα, άρχισε δυνατή και ξαφνική βροχή: «καθυστέρησα να ’ρθω, γιατί, όπως ερχόμουν, έπιασε μπόρα και μπήκα σ’ ένα μπαράκι, μέχρι να τελειώσει». (Λαϊκό τραγούδι: δώδεκα και πέντε πήγε η ώρα και σε περιμένω στο στενό, άργησες να ’ρθεις και έπιασε η μπόρα στην καρδιά μου και στον ουρανό
- κι όποιον πάρει η μπόρα, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε κι όποιον πάρει η μπόρα || πυροβολούσε στον αέρα κι όποιον πάρει η μπόρα». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει ο χάρος / κι όποιον πάρει το ποτάμι·
- με δέρνουν οι μπόρες, περνώ βάσανα, δύσκολες καταστάσεις: «πώς να προκόψω στη ζωή μου, απ’ τη στιγμή που με δέρνουν συνέχεια οι μπόρες;». (Λαϊκό τραγούδι: και τώρα που σε δέρνουν οι μπόρες στη ζωή, εγώ θα σε γλιτώσω απ’ την καταστροφή). Στον τύπο με δέρνουν κάτι μπόρες! επιτείνεται η έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι μπόρες(!)·
- με χτυπούν μπόρες, περνώ δύσκολες καταστάσεις, βασανίζομαι. (Λαϊκό τραγούδι: με χτυπούνε χίλιες μπόρες κι όμως πού να στηριχθώ, σκαλοπάτι, σκαλοπάτι διαρκώς κατρακυλώ). Στον τύπο με χτυπούν κάτι μπόρες επιτείνεται η έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι μπόρες! Συνών. με χτυπούν αστροπελέκια / με χτυπούν κεραυνοί·
- μπόρα είναι (και) θα περάσει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε σε κάποιον κουράγιο ή θάρρος, να υπομένει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, γιατί, όπως και η μπόρα, έτσι και αυτή, θα είναι παροδική και σύντομη: «κάνε κουράγιο, φίλε μου, μπόρα είναι και θα περάσει»·
- ξέσπασε (η) μπόρα, βλ. φρ. έπιασε (η) μπόρα·
- πέρασε η μπόρα, παρήλθε η δύσκολη κατάσταση: «τώρα που πέρασε η μπόρα, προσπαθώ ν’ ανασυντάξω τις δυνάμεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: αδέρφια ενωθείτε πια που πέρασε η μπόρα και δώσετε τα χέρια σας στη λεύτερή μας χώρα
- πέρασε μπόρα, πέρασε κάποια δύσκολη κατάσταση: «πέρασε μπόρα με το θάνατο του πατέρα του»·
- τον πήρε η μπόρα, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «μετά τη διάλυση της οικογένειάς του τον πήρε η μπόρα και εν τον βλέπω καλά || με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά του, ώσπου τον πήρε η μπόρα και τώρα τη βγάζει με διάφορες τράκες». (Λαϊκό τραγούδι: είναι μεγάλος ο καημός του χωρισμού μας τώρα, με τράβηξε ο ποταμός, με πήρε πια η μπόρα). Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε το ποτάμι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια ομαδική τιμωρία, που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια γενική κρίση, υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «μέχρι τα μεσάνυχτα ήταν ο μόνος κερδισμένος απ’ την παρέα μας, αλλά μέχρι τα ξημερώματα τον πήρε κι αυτόν η μπόρα γιατί τα έχασε όλα στην ρουλέτα || βέβαια αυτός δεν έφταιγε, αλλά όταν άρχισε να τους βρίζει ο διευθυντής τους, τον πήρε κι αυτόν η μπόρα». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι.

νερό

νερό κ. νιρό, το, ουσ. [<πρώιμο μσν. νερόν <μτγν. νηρόν <αρχ. επίθ. νεαρόν ὕδωρ (= φρέσκο νερό)], το νερό. 1. το νερό της βροχής, η βροχή: «τ’ απόγευμα έριξε τόσο νερό, που έπνιξε την πόλη». Πρβλ.: αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα. 2. η επανάληψη του ξεπλύματος ενός ρούχου μετά το πλύσιμό του με σαπούνι ή απορρυπαντικό: «επειδή το πουκάμισο ήταν πολύ λερωμένο το ’κανε δυο νερά». 3. το υγρό που μαζεύεται σε κάποιο σημείο του σώματος από παθολογικά αίτια: «η πληγή του άρχισε να μαζεύει νερό». 4. (για φαγητά) που περιέχουν πολύ περισσότερο νερό ή άλλο υγρό από το κανονικό, το νερομπούλι: «η φασουλάδα ήταν σκέτο νερό». 5α. στον πλ. τα νερά, κυματοειδείς αποχρώσεις σε μάρμαρο, κρύσταλλο ή ξύλο: «τα νερά του ξύλου ήταν εμφανέστατα || τα νερά του μάρμαρου σου έδιναν την εντύπωση πως σχημάτιζαν διάφορες μορφές». β. το αυλάκι που αφήνει πίσω του το σκάφος που πλέει: «κάθε τόσο βουτούσαν οι γλάροι μέσα στα νερά που άφηνε πίσω του το καράβι». γ. λέγεται για θάλασσα ή για τμήμα θάλασσας, ή για ποσότητα νερού ποταμού ή λίμνης: «το πρωί το καράβι μπήκε στα νερά της πατρίδας μας || τα νερά του Αιγαίου || τα νερά του ποταμού πλημμύρισαν τον κάμπο». Υποκορ. νεράκι κ, νιράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 119 φρ.)·
- άγνωστα νερά, περιοχές ή καταστάσεις που δε γνωρίζουμε, στις οποίες δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε ή να συμπεριφερθούμε: «δεν μπορούσα να συμπεριφερθώ με άνεση, γιατί βρισκόμουν σε άγνωστα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάμε πάμε μακριά, σ’ άλλους τόπους σ’ άγνωστα νερά). Από τη ναυτική ορολογία·
- αθάνατο νερό, βλ. λ. αθάνατος·
- ακόμη λέει το νερό μπου, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «δε βλέπει που ακόμη λέει το νερό μπου, θέλει να μου υποδείξει πώς θα επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητο!». Από το ότι το μπου παραπέμπει στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, οι ανοιξιάτικες βροχές είναι πολύ χρήσιμες στη γεωργία·  
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, παρέχω νερό σε μια περιοχή που βρίσκεται σε αρδευτικά κανάλια: «οι υπεύθυνοι άνοιξαν τα νερά για να ποτίσουν οι αγρότες τον κάμπο»·
- ανοίγω το νερό, ανοίγω τη βρύση ή το διακόπτη του δικτύου της ύδρευσης για να τρέξει το νερό: «τώρα που επιδιόρθωσα τη βλάβη, μπορείς ν’ ανοίξεις το νερό»·
- απότομα νερά, (για θάλασσες, ποταμούς, λίμνες) αυτά που βαθαίνουν απότομα και υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψει να πνιγεί κάποιος: «πρόσεχε εκείνο το σημείο, γιατί υπάρχουν απότομα νερά»· 
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, (στη γλώσσα της αργκό) μπλέκομαι σε δουλειές, καταστάσεις ή υποθέσεις που είναι πέρα από τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «από τον καιρό που άρχισε ν’ αρμενίζει σε βαθιά νερά, έχει ένα  σωρό προβλήματα»·
- αρμυρό νερό, το νερό της θάλασσας σε αντιδιαστολή με το νερό των ποταμών και των λιμνών που είναι γλυκό: «κατάπιε πολλούς λεβέντες τ’ αρμυρό νερό». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες το γιαλό, άντε, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό
- βάζω νερό στο κρασί μου, α. μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου: «αν δεν έβαζα νερό στο κρασί μου, θα είχαμε γίνει βίδες». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί του για να μετριάσει τη δύναμη του αλκοόλ. β. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «λέω να βάλω λίγο νερό στο κρασί μου για να μπορέσουμε να κλείσουμε τη συμφωνία»·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, α. τακτοποιώ με επιτυχία τις υποθέσεις μου: «τώρα που έβαλα το νερό στο αυλάκι, μπορώ να πάω κι εγώ διακοπές». β. δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επαγγελματική ή την οικονομική  μου αποκατάσταση: «τώρα που πήρα κι εγώ το πτυχίο του μηχανικού, έβαλα το νερό στ’ αυλάκι»·
- βγάζω νερό, αντλώ: «έφερα το κατάλληλο μηχάνημα για να βγάλω νερό στο χωράφι»·
- βγαίνω απ’ τα νερά μου, βρίσκομαι έξω από το γνωστό περιβάλλον μου και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα: «κάθε φορά που βγαίνω απ’ τα νερά μου, νιώθω σαν μηδενικό». Από την εικόνα του ψαριού που τινάζεται στη στεριά και σπαρταράει τρομαγμένο, ή από την εικόνα του πλοίου που χάνει τη ρότα του και πλέει χωρίς να ξέρει πού πάει·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, έχω κάποιο όφελος, κάποια ωφέλεια: «όλη μου τη ζωή δούλεψα σκληρά και μόνο τον τελευταίο καιρό βλέπω νερό στην αυλή μου || τώρα που βγήκε το κόμμα μας, θα δούμε νερό στην αυλή μας»·
- γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών σε αντιδιαστολή με το νερό της θάλασσας που είναι αρμυρό·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, βλ. λ. ιδέα·
- δεν παίρνει άλλο νερό, η δουλειά ή η υπόθεση δεν μπορεί να μεταβληθεί περαιτέρω προς όφελός μας: «ό,τι κάναμε, κάναμε, γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε, γιατί δεν παίρνει άλλο νερό η υπόθεση». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει τη δυνατότητα να βάλει περισσότερο νερό στο κρασί του, γιατί ήδη έχει βάλει αρκετό·
- έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τα νερά μου·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ένα νερό, ένα ποτήρι νερό: «σε παρακαλώ, μου δίνει ένα νερό;». (Δημοτικό τραγούδι: ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο να πιω
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι, βλ. λ. άγγελος·
- έρχομαι στα νερά του, βλ. συνηθέστ. πάω με τα νερά του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε λοιπόν, άντε, κυρά μου, να πεις στη μάνα σου τη μπλου, πες της να ’ρθει με τα νερά μου κι να μη ξηγιέται φλου, ω, μάμυ μπλου
- έσπασαν τα νερά της, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα του τοκετού ή άρχισε η διαδικασία του τοκετού: «την ώρα που την έβαζαν στο χειρουργείο, έσπασαν τα νερά της και η γέννα είχε ομαλή εξέλιξη»·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, οι προσπάθειές του, ο αγώνας του, για κάποιον λόγο δεν απέδωσε την τελευταία στιγμή τα αναμενόμενα οφέλη, ωφελήματα·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. φρ. έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. φρ. τρέχει νερό στις φλέβες του·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η δουλειά κάνει νερά, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά σηκώνει νερό, βλ. λ. δουλειά·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό ή η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, θα περάσει πολύς καιρός ακόμα για να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι: «φέτος μπήκε στο πανεπιστήμιο και θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα μέχρι να πάρει το πτυχίο του στο χέρι»·
- θα πούμε το νερό νεράκι, θα έχουμε σοβαρή έλλειψη νερού: «αν συνεχιστεί αυτή η ανομβρία, θα πούμε το νερό νεράκι»·
- θολώνω τα νερά, προκαλώ σύγχυση για να καλύψω κάποια πράξη ή ενέργειά μου, ιδίως παράνομη: «όταν θέλει να κάνει κάποια κομπίνα, είναι μάνα στο να θολώνει τα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, μα δε με ξεγελάς, στο λέω καθαρά).Από την εικόνα της σουπιάς, που, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, αφήνει πίσω της μελάνι για να ξεφύγει από το διώκτη της. Συνών. αμολάω μελάνι (β)·
- ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- κανόνι νερού, βλ. λ. κανόνι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω νερά, α. προσπαθώ να ενεργήσω ή ενεργώ διαφορετικά από ότι υποσχέθηκα, δεν κρατώ το λόγο μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα με βοηθήσει, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε νερά». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο γιατρός κάνει νερά, γιατί δεν έχει τυχερά, ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο). Από την εικόνα της βάρκας που κάνει νερά και δεν έχει καμιά σταθερότητα ή κινδυνεύει να βουλιάξει. β. δεν είμαι πιστός στην επίσημη ερωτική μου σχέση, στον επίσημο ερωτικό μου δεσμό ή στο γάμο μου, τσιλημπουρδίζω: «δεν υπάρχει σήμερα κανένας άντρας που να μην κάνει νερά στη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μου το ’παν στο φλιτζάνι, καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά, πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά). γ. (για μηχανήματα) παρουσιάζω προβλήματα στη λειτουργία μου, χρειάζομαι επισκευή ή είμαι για πέταμα: «τις τελευταίες μέρες μου κάνει νερά το αυτοκίνητο και πρέπει να το πάω στο μηχανικό»·
- κάνω νερό, έχω ευκοιλιότητα: «όταν είμαι κρυωμένος κάνω νερό κάθε φορά που ενεργούμαι»·
- κάνω το νερό μου, κατουρώ, αφοδεύω: «πρέπει να πάω στην τουαλέτα, γιατί θέλω να κάνω το νερό μου»·
- κόβω το νερό, διακόπτω την παροχή του: «λόγο των έργων που γίνονται στην τάδε περιοχή, ο Ο.Υ.Θ. έκοψε το νερό»·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, λέγεται γι’ αυτούς που δεν αμείβονται ικανοποιητικά από την εργασία που προσφέρουν σε κάποιον: «έτσι κορόιδο θα είναι μια ζωή, γιατί κουβαλάει κρασί και πίνει νερό»·
- κουβαλάει νερό με το κοφίνι, βλ. λ. κοφίνι·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- μάγκας του γλυκού νερού, βλ. λ. μάγκας·
- μάτι νερού, βλ. λ. νερομάνα·
- με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό, βλ. λ. κόσκινο·
- μέσ’ στο νερό, σιγουρότατα: «μπορεί να πουληθεί πεντακόσια ευρώ μέσ’ στο νερό || είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει κι ο τάδε; -Μέσ’ στο νερό»·
- μήπως έχει κάτι το νερό; ή μήπως έχει το νερό κάτι; α. λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κάποιο τόπο και που συχνά πυκνά επανερχόμαστε σε αυτόν: «μήπως έχει κάτι το νερό και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την πόλη;». Πρβλ.: Θεσσαλονίκη μου, αρχόντισσα μεγάλη, η πιο περήφανη πατρίδα του ντουνιά, Θεσσαλονίκη είσαι μάγισσα μεγάλη κι απ’ το νερό σου όποιος πιει δεν σε ξεχνά! (Λαϊκό τραγούδι). β. λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο τόπο, σε κάποια περιοχή, συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές ή που συμβαίνουν πολύ σπάνια: «μήπως έχει κάτι το νερό στη Μύκονο και όλοι ερωτεύονται με το πρώτο; || στην Κρήτη και η πιο μικρή προσβολή ξεπλένεται με αίμα. -Μήπως έχει το νερό κάτι;». Συνών. στο κρύο το νερό·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μου πάει νερό, α. έχω έντονη διάρροια: «κάθε φορά που κάθομαι σε ρεύμα, μέσα σε λίγη ώρα μου πάει νερό». Συνών. μου πάει ζουμί (α) / μου πάει τσίρλα (α). β. φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «μα και βέβαια μου πάει νερό να τα βάλω μ’ αυτόν το γίγαντα || κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει νερό». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, η δουλειά, η υπόθεση που με απασχολούσε, ύστερα από πολλούς κόπους και προσπάθειες μπήκε στο σωστό δρόμο και ακολουθεί τη φυσική της εξέλιξη: «είχα πολλά προβλήματα με την δουλειά, αλλά τώρα που μπήκε το νερό στ’ αυλάκι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος»·
- νερό κι αλάτι (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε), έκφραση που δηλώνει αποδοχή πρότασης για συμφιλίωση: «τι λες τώρα, θα δώσουμε τα χέρια να φιλιώσουμε; -Νερό κι αλάτι». Από το ότι το νερό λιώνει το αλάτι, εικόνα που επεκτείνεται στο λιώσιμο κάθε ψυχρότητας που χώριζε δυο άτομα·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, μόνο από τους πλούσιους μπορεί να περιμένει κανείς οφέλη: «ψάχνεις λεφτά για την εγχείρηση της γυναίκας σου, αλλά μην τα ζητάς από μας τα φτωχαδάκια και πάνε σε κάναν πλούσιο, γιατί όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- πάω με τα νερά του ή πηγαίνω με τα νερά του, δεν τον εναντιώνομαι, προσποιούμαι πως συμφωνώ μαζί του, συμφωνώ μαζί του ιδίως για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «κάθε φορά που θέλει να πάρει δανεικά από κάποιον, πάει με τα νερά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά // άφησε τα κορδελάκια, όμορφα να την περνάς· πήγαινε με τα νερά μου, βρε, και φιγούρες μη ζητάς
- πάω προς νερού μου, πηγαίνω για κατούρημα ή να αφοδεύσω: «λείπει ο τάδε, γιατί πήγε προς νερού του»·
- πέφτω στο νερό, κολυμπώ: «επειδή το πρωί έβγαλε αέρα, δεν έπεσα στο νερό»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, α. τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι απεριόριστα, γιατί έχω δεχτεί από αυτόν σπουδαία βοήθεια: «πίνω νερό στ’ όνομα του τάδε, γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ’μουν σήμερα φυλακή». β. τον αγαπώ υπερβολικά: «πίνει νερό στ’ όνομα της γυναίκας του»·
- πληρώνω το νερό, πληρώνω στην αρμόδια επιχείρηση το λογαριασμό για την κατανάλωση νερού που έχω κάνει: «ξέχασα να πληρώσω το νερό και φοβάμαι μήπως μου το κόψουν»·
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια γουλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, πελαγώνει, τα χάνει με το παραμικρό πρόβλημα ή με την παραμικρή δυσκολία και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «πρέπει να ’σαι συνέχεια δίπλα να τον συμβουλεύεις, γιατί πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Συνών. πνίγεται στα ρηχά·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, δίνω σε κάποιον επιχειρήματα να αντεπεξέλθει σε μια αντιπαράθεσή του με κάποιον: «αν δεν έριχνες εσύ νερό στο μύλο του, δε θα μπορούσε ν’ αντικρούσει αυτά που υποστήριζα»·
- σαν νερό, λέγεται για οτιδήποτε εξαντλείται πολύ γρήγορα, ιδίως χωρίς να το αντιληφθούμε: «τον άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία κι αυτός την ξόδεψε σαν νερό κάνοντας τη μεγάλη ζωή || πέρασε η ζωή μου σαν νερό». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό,μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- σαν τα κρύα νερά ή σαν τα κρύα τα νερά ή σαν το κρύο νερό ή σαν το κρύο το νερό, (ιδίως για γυναίκα) που είναι πολύ γοητευτική, πολύ όμορφη, πολύ ωραία: «γνώρισα μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά || είναι όμορφη η γκόμενα του τάδε; -Σαν τα κρύα τα νερά»·
- σηκώνει νερό, α. λέγεται για λόγο ή πράξη που προκαλεί αρνητική εντύπωση και επισύρει σοβαρές συνέπειες: «αυτό που είπες σηκώνει νερό και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί μου». β. λέγεται για λόγο ή πράξη που αμφισβητείται και πρέπει να δοθούν διευκρινίσεις: «αυτό που είπες, σηκώνει νερό και πρέπει εδώ και τώρα να μου δώσεις εξηγήσεις». Από την εικόνα πολλών φαγητών που, όταν χυλώσουν, μπορεί κανείς να τα αραιώσει με νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση, για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η υπόθεση»·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, όποιος είναι ολιγαρκής στο φαγητό του έχει πολύ καλή υγεία: «ποτέ δε φουσκώνει την κοιλιά του όταν τρώει, γιατί όπως του έλεγε και ο παππούς του, σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό»·
- στάζει νερό από πάνω μου, τρέχει πολύς ιδρώτας από το κορμί μου: «κάθε φορά που κουράζομαι πολύ, στάζει νερό από πάνω μου»·
- στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα·
- στεκάμενα νερά ή στεκούμενα νερά, τα λιμνάζοντα: «η τάδε περιοχή είναι προβληματική, γιατί υπάρχουν πολλά στεκούμενα νερά || τα στεκάμενα νερά είναι πηγή ασθενειών»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- στο κρύο το νερό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού οφείλεται ώστε στον τόπο, στην περιοχή που βρισκόμαστε, να συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν ή που συμβαίνουν σπάνια σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές: «πού οφείλεται και δε μαλώνετε μεταξύ σας σ’ αυτό το χωριό; -Στο κρύο το νερό || που οφείλεται και στο χωριό σας η κάθε οικογένεια έχει πάνω από τέσσερα παιδιά; -Στο κρύο το νερό || πού οφείλεται και με το παραμικρό μαλώνετε στο χωριό σας; -Στο κρύο το νερό». Συνών. μήπως έχει κάτι το νερό(;)·  
- τα θολά νερά, κατάσταση όπου επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «ποτέ μου δεν ενεργώ στα θολά νερά». (Λαϊκό τραγούδι: τη μελάνη σου αμολούσες πάντα πονηρά, σαν τυφλό με περπατούσες στα θολά νερά
- τα νερά του πλοίου, η γραμμή η οποία  χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας, η ίσαλος γραμμή, τα ίσαλα του πλοίου·
- τα νερά του χαρτιού, εσωτερικές ραβδώσεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να τις δει, να τις ξεχωρίσει: «τα νερά του χαρτιού μπορούν να τα ξεχωρίσουν μόνο πεπειραμένοι χαρτέμποροι και τυπογράφοι». Όταν σκίζεις με τα χέρια σου ένα χαρτί προς τη φορά που είναι τα νερά του, τότε σχίζεται πολύ εύκολα και ίσια, όταν όμως επιχειρήσεις να το σκίσεις με φορά κόντρα προς τα νερά του, τότε σκίζεται κάπως πιο δύσκολα και ποτέ ίσια·
- τα φέρνω ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- ταράζω τα νερά, α. κάνω αίσθηση, προκαλώ, προτείνω κάτι καινούργιο που ανατρέπει τη δεδομένη κατάσταση: «μόλις έριξε το τάδε προϊόν στην αγορά, τάραξε τα νερά και τώρα όλοι προσπαθούν να τον μιμηθούν || το καλό που σου θέλω μην ταράζεις τα νερά, είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι και δεν θ’ αλλάξουν τώρα συμπεριφορά». β. ανακινώ ζήτημα, επαναφέρω στην επικαιρότητα παλιά υπόθεση: «με την πρότασή του, τάραξε τα νερά γύρω απ’ το θέμα των ναρκωτικών». Από την εικόνα της ταραγμένης θάλασσας, της φουρτούνας που φέρνει στην επιφάνεια πράγματα που ήταν στο βυθό·
- ταράζω τα νερά (κάποιου), εμβάλλω ανησυχίες, υπόνοιες σε κάποιον, ιδίως ως προς την ειλικρίνεια των αισθημάτων του ατόμου που τον ενδιαφέρει ερωτικά: «κάπου κάπου ταράζω τα νερά για να με προσέχει περισσότερο, κι αυτό είναι παλιό γυναικείο κόλπο»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
- το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, με την επιμονή και την υπομονή, με τη συνεχή προσπάθεια, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ να φτάσεις στην επιτυχία, γιατί το ήσυχο νερό τρυπάει το βουνό». Συνών. κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη / στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι· 
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- το νερό που καίει, κάθε οινοπνευματώδες ποτό και ιδίως το ουίσκι ή τα διαφανή ποτά (βότκα, τζιν, τεκίλα), επειδή μοιάζουν με το νερό: «βάλε μου ένα από κείνο το νερό που καίει»·
- το νερό της λησμονιάς, βλ. λ. λησμονιά·
- το ξέρω νερό, βλ. φρ. το ξέρω νεράκι, λ. νεράκι·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- του γλυκού νερού, άπειρος, αδέξιος, ακατάρτιστος και, κατ’ επέκταση, επαγγελματίας χωρίς την πείρα του επαγγέλματος που ασκεί, ή άτομο που δεν έχει πείρα στη ζωή του, που δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό που απόκτησε πείρα ένεκα των πολλών δυσκολιών και ταλαιπωριών που παρουσιάζει το ναυτικό επάγγελμα·
- τραβώ νερό, αντλώ: «για να ποτίζω τα λουλούδια του κήπου μου, τραβώ νερό από ένα γειτονικό πηγάδι»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, βλ. λ. μύτη·
- τρέχει νερό στις φλέβες του, α. δε θυμώνει εύκολα, δεν είναι οξύθυμος, είναι πολύ μαλακός, πολύ πράος: «ό,τι και να τον κάνεις, δε θυμώνει, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του». β. κατ’ επέκταση, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δε μαλώνει με κανέναν, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του»·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. λ. ιδρώτας·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- φέρνω με τα νερά μου (κάποιον), βλ. φρ. φέρνω στα νερά μου (κάποιον)·
- φέρνω στα νερά μου (κάποιον), κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου, προσεταιρίζομαι κάποιον: «ήταν τόσο ανένδοτος, που είδα κι έπαθα να τον φέρω στα νερά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά μου να σε φέρω στα νερά μου)·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- χάνεται σε μια κουταλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνω τα νερά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τα νερά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πώς μ’ έμπλεξες, κυρά μου, πώς μ’ έμπλεξες, κυρά, να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά)·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη·
- ψαρεύει σε θολά νερά ή ψαρεύει στα θολά νερά, α. προσπαθεί να αποκομίσει διάφορα προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση στην οποία επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «είναι στο στοιχείο του όταν ψαρεύει σε θολά νερά, γιατί πάντα βγαίνει κερδισμένος». β. ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα, επικίνδυνα με επιδιωκόμενο σκοπό το προσωπικό κέρδος: «πότε έχει και πότε δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάθε τόσο ψαρεύει σε θολά νερά»·    
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.

νόμος

νόμος, ο, ουσ. [<αρχ. νόμος], ο νόμος. 1. ό,τι θεωρείται ιερό, απαραβίαστο, ό,τι έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής: «ο νόμος του Θεού || ο νόμος σ’ αυτό το μαγαζί είμαι εγώ, γι’ αυτό δε σηκώνω αντιρρήσεις || ο λόγος του πατέρα του είναι νόμος γι’ αυτόν». 2. η αστυνομία, η δικαιοσύνη: «κάθε τόσο έχει προβλήματα με το νόμο». (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, το παν εξαρτάται από αυτόν: «αν θέλεις βοήθεια πήγαινε στον τάδε, γιατί απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται»·
- δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, βλ. λ. πίστη·
- έγινε νόμος, καθιερώθηκε κάτι από την εμπειρία που αποκτήθηκε. (Λαϊκό τραγούδι: κάθε πράγμα στον καιρό του και τον Αύγουστο κολιός στη ζωή έγινε νόμος και δε γίνεται αλλιώς
- είμαι εκτός νόμου, είμαι παράνομος: «στον καιρό της χούντας, πολλοί απ’ την παρέα μου ήταν εκτός νόμου || αν χτίσω σ’ αυτό το οικοπεδάκι που δεν είναι οικοδομήσιμο, τότε θα είναι εκτός νόμου»·
- είναι νόμος, βλ. φρ. έγινε νόμος·
- εν ονόματι του νόμου, βλ. λ. όνομα·
- η ανάγκη λύει νόμο, βλ. λ. ανάγκη·
- θέτω εκτός νόμου (κάποιον ή κάτι), χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι παράνομο: «ο εισαγγελέας έθεσε εκτός νόμου όλους τους καταπατητές των δασών || η χούντα έθεσε εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα»·
- και με το νόμο, βλ. φρ. κανονικά και με το νόμο·
- κανονικά και με το νόμο, σύμφωνα με το νόμο, καθ’ όλα νόμιμα, νομότυπα: «όλες του τις δουλειές τις κάνει κανονικά και με το νόμο»·
- νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, βλ. λ. εργάτης·
- ο άγραφος νόμος, α. ο νόμος που δεν υπάρχει γραμμένος σε κανέναν νομικό κώδικα, αλλά που επιβάλλεται από την καθιερωμένη ηθική, από τους εθιμικούς κανόνες της ζωής και που πολλές φορές, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το δικαστήριο. β. οι ιδιαίτεροι κανόνες της πιάτσας που έχουν διαμορφωθεί από την καθιερωμένη ηθική της παράνομης ζωής: «ο άγραφος νόμος της πιάτσας επιβάλλει το νόμο της σιωπής»·
- ο εκτός νόμου, α. ο παράνομος: «μαζεύτηκαν όλοι οι εκτός νόμου κι έκαναν ολόκληρο συνδικάτο». β. (στη γλώσσα της φυλακής) ο τρελός: «κάθε φορά που έρχεται στο θάλαμο αυτός ο εκτός νόμου, όλοι μας καθόμαστε στ’ αβγά μας»·
- ο θείος νόμος, βλ. φρ. ο Νόμος του Θεού·
- ο λόγος του είναι νόμος, βλ. λ. λόγος·
- ο νόμος είναι νόμος, ισχύει το ίδιο για όλους: «παρά την υψηλή κοινωνική θέση σου, δεν μπορώ να παραβλέψω αυτή την παρανομία σου, γιατί ο νόμος είναι νόμος»·
- ο νόμος της ζούγκλας, το δίκαιο του ισχυρότερου: «στις μεγάλες πόλεις επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας»·
- ο νόμος της νύχτας, η συμπεριφορά και οι συνήθειες του κόσμου που έχει δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά τη νύχτα ή σχετίζεται με τα κέντρα διασκεδάσεως, τα μπαρ, τις χαρτοπαιχτικές λέσχες: «όποιος παραβαίνει το νόμο της νύχτας το πληρώνει πολύ ακριβά»·
- ο νόμος της σιωπής, ο πρωταρχικός κανόνας της πιάτσας, που επιβάλλει απόλυτη σιωπή για κάθε παράνομη ή εγκληματική ενέργεια των ανθρώπων του υποκόσμου: «όποιος παραβαίνει το νόμο της σιωπής, μέσα σε λίγο καιρό τον βρίσκουν σε κάποιο χαντάκι»·
- ο νόμος του αίματος, βλ. λ. βεντέτα·
- ο Νόμος του Θεού, οι αρχές της χριστιανικής θρησκείας, ο λόγος του Θεού που παραδόθηκε στους ανθρώπους με τις Δέκα Εντολές: «τηρεί με ευλάβεια το Νόμο του Θεού»·
- ο νόμος του Λιντς, βλ. λ. λιντσάρω·
- ο νόμος του ποδοσφαίρου, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ η μια ομάδα επιτίθεται συνεχώς και χάνει σωρεία ευκαιριών, στο τέλος με ένα αναπάντεχο γκολ κερδίζει το παιχνίδι η άλλη ομάδα· 
- όπως ορίζει ο νόμος, σύμφωνα με το νόμο: «για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, όλα θα γίνουν όπως ορίζει ο νόμος»·
- όργανο του νόμου, βλ. λ. όργανο·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, αυτοδικώ: «όποιος παίρνει το νόμο στα χέρια του, θέτει αμέσως τον εαυτό του εκτός νόμου»·
- πάω με το νόμο, ενεργώ σύμφωνα με αυτό που ορίζει ο νόμος: «όποια δουλειά και να κάνω, πάω πάντα με το νόμο κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου, εφαρμόζεται αυστηρά, σκληρά ο νόμος, ο νόμος τιμωρεί αυστηρά, σκληρά: «ο δικαστής δε χαρίζεται σε κανέναν, κι όταν κάποιος είναι ένοχος πέφτει σκληρά ο πέλεκυς του νόμου»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει σε κάποιον να μη βλέπει, να μην παρακολουθεί κάτι, ιδίως όταν αυτό διαδραματίζεται δημόσια. Ως απάντηση στην παραπάνω φρ. δίνεται η ακόλουθη: και σ’ αυτά υπάρχει νόμος, όταν βλέπουν παρανόμως·
- σκληρός ο νόμος αλλά νόμος, δηλώνει τον υποχρεωτικό κανόνα της πολιτείας: «σκληρός ο νόμος αλλά νόμος, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε να υπάρξει ευνομούμενη πολιτεία»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, βλ. λ. χέρι·
- το χέρι του νόμου, βλ. λ. χέρι·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια.

ξαναλέω

ξαναλέω, ρ. [<ξανά + λέω], λέω ακόμη μια φορά, λέω ξανά: «στο ξαναλέω, αν πεις καμιά βλακεία, θα φας σφαλιάρα». (Δημοτικό τραγούδι: στο ’πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς
- αυτό ξαναπές το, έχεις απόλυτο δίκαιο, συμφωνώ απόλυτα μαζί σου: «τον τελευταίο καιρό η εγκληματικότητα βρίσκεται σε έξαρση και κινδυνεύουμε και μέσα στα ίδια μας τα σπίτια. -Αυτό ξαναπές το»·   
- θα τα ξαναπούμε, απειλητική έκφραση με την έννοια πως η διένεξη ή η διαφορά μας με κάποιον δεν τελείωσε, θα έχει και συνέχεια: «μην έχεις την εντύπωση πως τελειώσαμε, γιατί θα τα ξαναπούμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμείς· βλ. και φρ. τα ξαναλέμε·
- τα ξαναλέμε, θα ξαναβρεθούμε να ξανασυζητήσουμε, να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας. Λέγεται και ως απλός αποχαιρετισμός την ώρα που χωρίζουν οι δυο συνομιλητές. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε·
- το λέω και το ξαναλέω, δηλώνει εμμονή, επιμονή σε κάποια γνώμη ή απόφασή μας που την εκφέρουμε δημόσια: «το λέω και το ξαναλέω πως ο άνθρωπος αυτός είναι αθώος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ.

ξαφνικός

ξαφνικός, -ή, -ό, επίθ. [<ξαφνικός <ἐξαφνικός <επίρρ. ἔξαφνα], ξαφνικός· το ουδ. ως ουσ. το ξαφνικό, απρόοπτο συμβάν, απρόβλεπτο περιστατικό, ιδίως δυσάρεστο ή κακό: «τι ξαφνικό ήταν αυτό που μας έτυχε Θεέ μου!». Επίρρ. ξαφνικά·
- ξαφνικός θάνατος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. θάνατος·
- στα ξαφνικά, αιφνίδια, αναπάντεχα: «ενώ μιλούσαμε ήρεμα και πολιτισμένα, στα ξαφνικά άρχισε να φωνάζει και να φέρεται παράλογα»·
- τι ’ταν αυτό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό, τι ’ταν αυτό το ξαφνικό! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), ειρωνικές ιαχές φιλάθλων που ακούγονται εν χορώ εναντίον των φιλάθλων της αντίπαλης ομάδας που δέχτηκε γκολ ή που νικήθηκε, ιδίως με βαρύ σκορ. Ακούγεται και στο μπάσκετ.

ξέρω

ξέρω, ρ. [<μσν. ξέρω <(ἠ)ξεύρω, από το ἐξεῦρον, αόρ. του ρ. ἐξευρίσκω], ξέρω. Αρκετές φορές, αναφέρεται με παικτική διάθεση και στη μέση φωνή ως ξερένομαι, γνωρίζομαι: «με τον τάδε ξερένομαι πέντε χρόνια || με τον τάδε ξερενόμαστε πέντε χρόνια». (Ακολουθούν 179 φρ.)·
- αλλού κι αλλού ξέρει να…, βλ. λ. αλλού·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- άσε αυτά που ξέρεις! ή άσε εκείνα που ήξερες! πάψε να εφαρμόζεις μεθόδους ή κόλπα που εφάρμοζες ως τώρα για να πετυχαίνεις το σκοπό σου ή για να ξεγελάς τους άλλους. (Λαϊκό τραγούδι: όσο κι αν είσαι έξυπνη, μορτάρα και στα πέριξ κάτσε, λοιπόν, στο τουμπεκί κι άσε αυτά που ξέρεις //εγώ πολλές φορές σου το ’χα πει τη γνώμη σου αυτή ν’ αλλάξεις, να κάτσεις να καλοσκεφτείς και φρόνιμα να κάτσεις, κι άστα εκείνα που ’ξερες και μένα να ξεγράψεις
- αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις ή αυτά που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. φρ. άσε αυτά που ξέρεις(!)·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς θα στα βάλω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ.. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, λ. κώλος·  
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. φρ. αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, λ. κώλος·
- αυτό το ξέρει κι η γάτα μου, βλ. λ. γάτα·
- βάλ’ το εκεί που ξέρεις! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιου πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Το υπονοούμενο είναι να το βάλει στον κώλο του. Συνών. βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον κώλο σου! / βαλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- δε θέλω να ξέρω, έκφραση με την οποία αρνούμαστε να ακούσουμε κάποιον που θέλει να μας πληροφορήσει για κάτι: «άκου να δεις πώς έγιναν τα πράγματα. -Δε θέλω να ξέρω || σε παρακαλώ, δε θέλω να μου πεις τίποτα, γιατί δε θέλω να ξέρω»·
- δε θέλω να σε ξέρω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως διακόπτουμε τις σχέσεις που είχαμε μαζί του: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως με κατηγόρησες, δε θέλω να σε ξέρω». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το ούτε·
- δεν ήξερε από πού να φύγει, βλ. λ. φεύγω· 
- δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, βλ. λ. κότα·
- δεν ξέρει γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν ξέρει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν ξέρει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, βλ. λ. δεξιά·
- δεν ξέρει κανείς από πού βαστάει η σκούφια του ή δεν ξέρει κανείς από πού κρατάει η σκούφια του, βλ. λ. σκούφια·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν ξέρει να βάλει ούτε την υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, βλ. λ. τζίφρα·
- δεν ξέρει να δέσει τα κορδόνια του, βλ. λ. κορδόνι·
- δεν ξέρει να δέσει τα παπούτσια του, βλ. λ. παπούτσι·
- δεν ξέρει να δέσει το βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- δεν ξέρει ούτε το άλφα, βλ. λ. άλφα·
- δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- δεν ξέρει πώς τον (τη) λένε, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- δεν ξέρει την τύφλα του, βλ. λ. τύφλα·
- δεν ξέρει τι έχει, βλ. λ. έχω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει…, βλ. λ. είπα·
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι ή δεν ξέρει το ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι ή δεν ξέρει το όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρει τι κάνει, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρει τι λέει, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρει τι του γίνεται, βλ. λ. γίνομαι·
- δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρει τίποτα για το φόνο, βλ. λ. φόνος·
- δεν ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω! βλ. λ. φτάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, βλ. λ. φωνή·
- δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω, λέγεται στην περίπτωση που βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη και περίπλοκη δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, που καλούμαστε να την ξεδιαλύνουμε και να τη φέρουμε σε αίσιο τέλος: «με κάλεσαν ν’ αναλάβω τη διεύθυνση του εργοστασίου, αλλά είναι τόσο μπερδεμένα τα πράγματα, που δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω»·
- δεν ξέρω, βρείτε τα ή δεν ξέρω, βρέστε τα, βλ. λ. βρίσκω·
- δεν ξέρω, κανονίστε τα, βλ. λ. κανονίζω·
- δεν ξέρω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν ξέρω πού θα βγάλει ή δεν ξέρω τι θα βγάλει, βλ. λ. βγάζω·
- δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, βλ. λ. πατώ·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, βλ. λ. Θεός·
- δεν ξέρω, συζητείστε τα, βλ. λ. συζητώ·
- δεν ξέρω, συνεννοηθείτε, βλ. λ. συνεννοούμαι·
- δεν ξέρω τι βιολί (βιόλα) βαράει, βλ. λ. βιολί·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. λ. νους·
- δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, βλ. λ. καπνός2·
- δεν ξέρω τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρω τι να πω! βλ. λ. είπα·
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρω το ρόλο παίζει, βλ. λ. ρόλος·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, βλ. λ. ώρα·
- δεν ξέρω τις διαθέσεις του, βλ. λ. διάθεση·
- δεν ξέρω τις προθέσεις του, βλ. λ. πρόθεση·
- δεν ξέρω (το) τι και (το) πώς, βλ. λ. πώς·
- δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν τον ξέρει ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας, βλ. λ. θυρωρός·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, όλα τα πράγματα έχουν τον τρόπο τους να ειπωθούν ή να πραγματοποιηθούν χωρίς να θίξουν ή να βλάψουν κάποιον·
- εγώ το ξέρω (μόνο), λέγεται για να επιτείνουμε το μέγεθος κάποιου ψυχικού μας πόνου ή την ένταση κάποιας προσπάθειάς μας: «εγώ το ξέρω μόνο πόσο με σημάδεψε ο θάνατος του πατέρα μου || εγώ το ξέρω μόνο τι τράβηξα για να τελειώσω αυτό το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: γελώ και μες στο γέλιο μου κρύβω μεγάλο πόνο, όλοι με λένε ευτυχή, μα ’γώ το ξέρω μόνο
- εκάκιωσεν ο βάτραχος κι η λίμνη δεν το ξέρει, βλ. λ. βάτραχος·
- εκείνα που ήξερες να τα ξεχάσεις ή εκείνα που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, βλ. λ. Θεός·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε.... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς...., βλ. λ. Θεός·
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, βλ. λ. νους·
- έχεις δίκιο, δεν ξέρεις τι λες, βλ. λ. δίκιο·
- έχεις παράδες, ξέρεις να μιλάς, βλ. λ. παράς·
- η θεία Όλγα ξέρει, βλ. λ. θεία·
- η καρδιά μου το ξέρει! βλ. λ. καρδιά·
- η καρδούλα μου το ξέρει! βλ. λ. καρδούλα·
- η περδικούλα μου το ξέρει! βλ. λ. περδικούλα·
- η ψυχή μου το ξέρει! βλ. λ. ψυχή·
- η ψυχούλα μου το ξέρει! βλ. λ. ψυχούλα·
- θα γίνει δεν ξέρω κι εγώ τι ή θα γίνει κι εγώ δεν ξέρω τι, βλ. λ.γίνομαι·
- ίσα που σε ξέρω, βλ. λ. ίσος·
- κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι ή κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ τι είναι, βλ. λ. κάνω·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος, βλ. λ. ποιος·
- κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο, βλ. λ. κουκούτσι·
- κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, βλ. λ. ξημερώνω·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, βλ. λ. δουλειά·
- λούσε με, χτενίσε με (χτένισέ με), ξέρω ποιος με γέννησε, βλ. λ. γεννώ·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι βλ. λ. ποιος·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω, βλ. λ. πεθαίνω·
- ν’ αφήσεις αυτά που ξέρεις ή ν’ αφήσεις εκείνα που ήξερες, βλ. φρ. να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις·
- να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις ή να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες, να εγκαταλείψεις τις παλιές σου συνήθειες, τα παλιά σου κόλπα, να αλλάξεις συμπεριφορά και να συγχρονιστείς με την παρούσα κατάσταση: «εδώ που ήρθες πρέπει να στρωθείς στη δουλειά και να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες»·
- να το ξέρεις, να είσαι σίγουρος, σε διαβεβαιώνω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο, να το ξέρεις». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου, τις τόσες, θα σ’ αφήσω σου το λέω να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράματα στη θέση τους συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις
- ξέρει γράμματα, βλ. λ. γράμματα·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
- ξέρει και ζει ή ξέρει να ζει, βλ. λ. ζω·
- ξέρει και μιλάει, βλ. φρ. ξέρει τι λέει·
- ξέρει και τρώει, βλ. λ. τρώω·
- ξέρει καλά την αγορά, βλ. λ. αγορά·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξέρει να τρώει, βλ. λ. τρώω·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, βλ. λ. Θεός·
- ξέρει πολλές τρύπες, βλ. λ. τρύπα·
- ξέρει τι έχει ο βλάχος στο ντορβά του, βλ. λ. βλάχος·
- ξέρει τι λέει, βλ. λ. λέω·
- ξέρει τι τρώει, βλ. φρ. ξέρει και τρώει·
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω ή το ξέρει καλά το μάθημα ή το ξέρει το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- ξέρει το ποίημα απ’ έξω ή το ξέρει καλά το ποίημα ή το ξέρει το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- ξέρει φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- ξέρει χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ξέρεις τι; άκου αυτό που θέλω να σου πω: «ξέρεις τι; Θέλω να με βοηθήσεις σ’ αυτή την περίπτωση»·
- ξέρεις τι λες; βλ. λ. λέω·
- ξέρω από πείρα (κάτι), βλ. λ. πείρα·
- ξέρω κι εγώ; (ξέρ’ γω;), δε γνωρίζω: «θα ’ρθει μαζί σου το βράδυ ο τάδε; -Ξέρω κι εγώ;»·
- ξέρω μάγια, βλ. λ. μάγια·
- ξέρω μαγικά, βλ. λ. μαγικά·
- ξέρω μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- ξέρω πόσο άμμο έχει στα νεφρά του, βλ. λ. άμμος·
- ξέρω τα όριά μου, βλ. λ. όριο·
- ξέρω τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ξέρω τι εστί, έχω μεγάλη πείρα, γνωρίζω πολύ καλά κάτι: «ξέρω τι εστί φιλία, γιατί έχω τον καλύτερο φίλο || ξέρω τι εστί πόνος, γιατί πόνεσα πολύ στη ζωή μου»· βλ. και φρ. ξέρω τι θα πει·
- ξέρω τι θα πει ή ξέρω τι πάει να πει, βλ. λ. είπα·
- ξέρω φαρσί (ενν. κάποια ξένη γλώσσα), βλ. λ. φαρσί·
- ξέρω ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- ο Θεός και η ψυχή μου το ξέρουν! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. λ. Θεός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει, βλ. λ. όποιος·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, πολλές φορές αυτούς που δεν τους υπολογίζουμε επειδή τους θεωρούμε κουτούς, γνωρίζουν περισσότερα πράγματα από ό,τι εμείς οι ίδιοι: «ήταν μουλωχτός κι αμίλητος κι έκανε πάντα το κορόιδο, αλλά αποδείχτηκε πως όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς»·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος ή όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ό,τι ξέρεις, ξέρω ή ό,τι ξέρεις εσύ, ξέρω κι εγώ, βλ. λ. ό,τι·
- πάνε αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, βλ. λ. αυτός·
- ποιος ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος ξέρει τι νομίζει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος ξέρει τι σκέφτεται! βλ. λ. ποιος·
- ποιος το ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- ποιος τον ξέρει! βλ. λ. ποιος·
- πού ξέρεις! βλ. λ. πού·
- πού σε είδα, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού σε είδα, βλ. λ. είδα·
- πού με ξέρεις, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού με ξέρεις, λέγεται για τους αχάριστους που αδιαφορούν ή προσποιούνται πως δε γνωρίζουν τους ευεργέτες τους ή για φίλους που για κάποιο λόγο, άγνωστο για μας, ξέκοψαν απ’ την παρέα μας: «όταν δεν είχε μία, ήταν συνέχεια κοντά μου, τώρα όμως που τα κονόμησε πού με ξέρεις πού σε ξέρω || όταν πρωτόρθε άγνωστος στην πόλη ήταν συνέχεια στο στέκι μας, ξαφνικά όμως πού σε ξέρω, πού με ξέρεις». (Λαϊκό τραγούδι: όλα σου τα χάρισα. Κι όταν πια ρεστάρισα, πού με ξέρεις, πού σε ξέρω, μ’ άφησες να υποφέρω
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- σαν να μην ξέρω το βιός μου, βλ. λ. βιός·
- σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω, βλ. λ. νύφη·
- τα (το) ξέρω Απόστολο, βλ. λ. Απόστολος·
- την τύφλα μου ξέρω, βλ. λ. τύφλα·
- το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το ξέρει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το ξέρουν κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- το ξέρουν κι οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- το ξέρω, το έχω υπόψη μου: «το ξέρω πως θα είναι κι ο τάδε στη συγκέντρωση»· βλ. και λ. γιάντες·
- το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. έξω·
- το ξέρω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος: «αυτό τ’ αυτοκίνητο το ξέρω για καλύτερο όλων». Συνών. το ’χω για(…)·
- το ξέρω νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το ξέρω νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το ξέρω ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το ξέρω φαρσί (ενν. το μάθημα), βλ. λ. φαρσί·
- τον ξέρει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- τον ξέρουν κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- τον ξέρουν κι οι πέτρες, βλ. λ. πέτρα.
- τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, βλ. λ. έξω·
- τον (την) ξέρω από τόσο δα παιδάκι, βλ. λ. παιδάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, βλ. λ. καλός·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- τον ξέρω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «τον ξέρω για σοβαρό άνθρωπο || δύσκολα μπορώ να πιστέψω πως δε σου ’δωσε τα λεφτά που του ζήτησες, γιατί τον ξέρω για χουβαρντά». Συνών. τον έχω για(…)·
- τον ξέρω εξ αποστάσεως, βλ. λ. απόσταση·
- τον ξέρω και με ξέρει, γνωριζόμαστε καλά: «τον ξέρω και με ξέρει, γιατί μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά»·
- τον ξέρω σαν ανοιχτό βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- τον ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα, βλ. λ. δεκάρα·
- τον ξέρω σαν την παλάμη μου, βλ. λ. παλάμη·
- τον ξέρω σαν την τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τόσα ξέρει, τόσα λέει, βλ. λ. τόσος.

παιδάκι

παιδάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. παιδί]. 1. το μικρό παιδί: «το πάρκο ήταν γεμάτο από παιδάκια». (Παιδικό τραγούδι: είμ’ ένα καλό παιδάκι, καθαρό σαν το παπάκι). 2. άτομο ανεξαρτήτου ηλικίας που είναι ανίκανο για οτιδήποτε, επειδή δε διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις ή την απαιτούμενη πείρα: «είσαι παιδάκι για να τα βάλεις μαζί μου || είσαι παιδάκι για ν’ αναλάβεις μια τέτοια δουλειά»·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδάκια! α. απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μας επιβληθεί, και έχει την έννοια πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να υποκύψουμε: «εμένα μη μου κάνεις τον καμπόσο, γιατί δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια!». β. επιθετική έκφραση σε άτομο που φανερά ή καλυμμένα επιδιώκει να μας δωροδοκήσει: «αυτά ξέρεις πού να τα βάλεις, γιατί δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· 
- δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι! απειλητική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να μας αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, να μας πάρει στα σοβαρά, γιατί έχουμε τα ανάλογα προσόντα: «θέλω να είσαι πιο ευγενικός μαζί μου, γιατί δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι»·
- μα κι εσύ, ρε παιδάκι μου! έκφραση αγανάκτησης ή διαμαρτυρίας σε κάποιο άτομο που κατά κάποιο τρόπο άθελά του μας έβλαψε: «εντάξει, δε λέω πως πάρκαρα τ’ αυτοκίνητό μου στην καλύτερη θέση, αλλά κι εσύ, ρε παιδάκι μου, δεν πρόσεχες λιγάκι και πήγες κι έπεσες απάνω του!»·
- μα ρε παιδάκι μου! ήπια έκφραση διαμαρτυρίας σε κάποιο άτομο που έχει αντίθετη άποψη από τη δική μας: «μα ρε παιδάκι μου, πόσες φορές θέλεις να στο πω πως δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως μας τα λες!»·
- παιδάκι μου! α. θαυμαστικό επιφώνημα σε όμορφη γυναίκα που περνάει από μπροστά μας: «αμάν, παιδάκι μου, τι είσαι εσύ!». β. επιφώνημα αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας: «αμάν, ρε παιδάκι μου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!»·
- παιδάκι πράμα! έκφραση που δείχνει συμπάθεια σε μικρό παιδί που υποφέρει: «μα είναι σωστό παιδάκι πράμα να δουλεύει στις γαλαρίες!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ, που λες, παιδάκι πράμα,πότε ταμπής, πότε γκαρσόνι, χρόνια να καρτερώ το θάμα που δε ζυγώνει)· βλ. και φρ. παιδί πράμα! λ. παιδί·
- ρε παιδάκι μου, έκφραση που επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά σε μια διήγηση, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά μόνο και μόνο από συνήθεια: «ήταν, ρε παιδάκι μου, αυτός με την παρέα του κι όπως περνούσαν, ρε παιδάκι μου, απ’ το μπαράκι μας μπήκαν μέσα και, ρε παιδάκι μου, έγινε χαμός μόλις με είδαν»·
- τον (την) ξέρω από τόσο δα παιδάκι, τον (την) ξέρω από πολύ μικρή ηλικία: «το γιο του τάδε τον ξέρω από τόσο δα παιδάκι». Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με την παλάμη να έρχεται οριζόντια προς το έδαφος σε ένα ύψος που υποτίθεται πως ήταν το ύψος του παιδιού στη μικρή του ηλικία.

παιδί

παιδί, το, ουσ. [<αρχ. παιδίον, υποκορ. του ουσ. παῖς]. 1. το μικρό αγόρι ή κορίτσι: «δεν είσαι πια παιδί να παίζεις με τις κούκλες». 2. νεαρό γκαρσόνι: «παιδί, ποιος θα ’ρθει να πάρει την παραγγελία;». Συνήθως της λ., στην περίπτωση του καλέσματος ,προτάσσεται το ψιτ. 3. νεαρός υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου για βοηθητικές δουλειές ή μικροθελήματα, που υπηρετεί τους άλλους, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο μικρός του καταστήματος: «στείλε το παιδί να πάρει μια τυρόπιτα || έστειλε το παιδί στην τράπεζα να πληρώσει μια επιταγή». 4. λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε άγνωστο νεαρό: «παιδί, πως θα βρω αυτή την διεύθυνση;». Συνήθως της λ. πολλές φορές προτάσσεται το ψιτ. 5. ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «την είδα με το παιδί της να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είναι αυτός ο αψηλός, ποιος είναι αυτός ο τύπος, άντρας σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). 6. το τέκνο: «έχει τρία παιδιά». 7. (παλιότερα) το αρσενικό νεογέννητο και, κατ’ επέκταση, το καθένα από τα αρσενικά τέκνα μιας οικογένειας. Ακόμη και μέχρι πριν από λίγα χρόνια, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε αρκετές περιοχές της επαρχίας παιδί θεωρούσαν μόνο το αρσενικό τέκνο και έτσι ακουγόταν πολλές φορές το εξής εξωφρενικό: αυτός έχει τρία παιδιά και δυο κορίτσια, με το συμπάθιο. Αυτό το με το συμπάθιο, καταμαρτυρούσε το πόσο υποβιβασμένη ήταν η γυναίκα μέσα στην κοινωνία. Βέβαια, ως εξήγηση, δυο είναι οι λόγοι που οι οικογένειες της επαρχίας ξεχώριζαν τόσο πολύ το αρσενικό παιδί από το κορίτσι και επιζητούσαν με λαχτάρα τη γέννηση αρσενικών τέκνων: ο πρώτος λόγος είναι ότι τα αρσενικά χέρια θεωρούνταν πιο παραγωγικά στα χωράφια και γενικά στις γεωργικές εργασίες· ο δεύτερος ότι με το αρσενικό τέκνο δεν ήταν υποχρεωμένοι οι γονείς να νοιάζονται για προίκα, αφού το έθιμο είναι η νύφη να δίνει προίκα στο γαμπρό. 7. άνθρωπος περασμένης ηλικίας που νεάζει, που παριστάνει το νέο ή που διατηρείται νέος: «εξήντα χρονών παιδί». 8α. στον πλ. τα παιδιά, οι φίλοι, η παρέα αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες: «την Κυριακή όλα τα παιδιά θα πάμε εκδρομή στον Όλυμπο». (Λαϊκό τραγούδι: τα παιδιά, τα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις και δε δίνεις σημασία πια καμιά). β. οι συνάδελφοι, οι σύντροφοι: «ο εχθρός μας είχε περικυκλώσει αλλ’ ευτυχώς είχαν έρθει τα παιδιά απ’ το τάγμα κι έτσι απεγκλωβιστήκαμε». (Τραγούδι: τα παιδιά τους καρτερούσαν του στρατού του λαϊκού και με τις χειροβομβίδες τους εκάναν τ’ αλατιού). 9. (στη γλώσσα της αργκό) οι άντρες της Αμέσου Δράσεως, και γενικά οι μπάτσοι: «λίγα λεπτά μετά το τηλεφώνημα πλάκωσαν τα παιδιά». 10. τα μέλη μιας οργάνωσης, ιδίως παράνομης, τα μέλη μιας συμμορίας: «πάρε μερικά απ’ τα παιδιά και πήγαινε να ξεκαθαρίσεις την κατάσταση». Υποκορ. παιδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αγέννητο το παιδί, αγορασμένη η σκούφια, βλ. λ. σκούφια·
- αλλάζω το παιδί, του φορώ καθαρά ρούχα: «μια στιγμή ν’ αλλάξω το παιδί, που κατουρήθηκε, κι έρχομαι»·
- αμάρτησα για το παιδί μου, ειρωνική έκφραση, που απευθύνεται σε γυναίκα με πλούσια ερωτική δράση: «ξέρω, ξέρω γιατί πας με τόσους πολλούς άντρες, αμάρτησα για το παιδί μου». Αναφορά στις μελό ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου του 1950 και του 1960, όπου η συγκεκριμένη έκφραση αποτελούσε τη συνηθισμένη δικαιολογία της φτωχής μητέρας που ενέδιδε στις ερωτικές προτάσεις των πλούσιων αφεντικών της για να αναθρέψει το παιδί της·
- αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, όποιος θέλει να βρει το δίκαιό του, πρέπει να το απαιτήσει με επιμονή και υπομονή: «πρέπει να πας παλικαρίσια και να του ζητήσεις να επανορθώσει την αδικία που σου έκανε, γιατί, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, λ. γάιδαρος·
- απ’ τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί, βλ. λ. λεχώνα·
- από παιδί, από την παιδική ηλικία: «από παιδί ήταν φρόνιμος και υπάκουος»·
- άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα, συμβαίνει πολλές φορές, όταν κάποιο παιδί γεννηθεί άσχημο, να γίνει όμορφο όταν μεγαλώσει: «μη στενοχωριέσαι που δε γεννήθηκε όμορφος ο γιος σου, γιατί, όπως λέει κι ο λαός, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα»·
- άτιμο παιδί! βλ. λ. άτιμος·
- βαστώ το παιδί, βλ. φρ. κρατώ το παιδί·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- δε γνωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. φρ. δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! λ. παιδάκι·
- δεν είμαστε παιδιά! βλ. φρ. παιδιά είμαστε(!)·
- δεν μπορεί να βαστήξει παιδί, (για γυναίκες) βλ. φρ. δεν μπορεί να κρατήσει παιδί·
- δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, (για γυναίκες) κάνει συνέχεια αποβολές: «χρόνια τρέχουν στους γιατρούς, γιατί δεν μπορεί να βαστήξει παιδί»·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- εγκλημάτησα για το παιδί μου, βλ. φρ. αμάρτησα για το παιδί μου·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις, βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, α. έχει όλα τα προτερήματα του πατέρα του. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως έχει όλα τα ελαττώματα του πατέρα του·
- είναι δικό μας παιδί, είναι του περιβάλλοντός μας ή ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς: «πρέπει να τον βοηθήσουμε όσο μπορούμε, γιατί είναι δικό μας παιδί»·
- είναι δικό μου παιδί, για το συγκεκριμένο άτομο ενδιαφέρθηκα προσωπικά για την επαγγελματική ή καλλιτεχνική  του ανέλιξη: «αυτός ο πετυχημένος ζωγράφος, είναι δικό μου παιδί»·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, παρ’ όλη την ηλικία του είναι αθώος, καλός και ανοιχτόκαρδος, εξακολουθεί να έχει τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας: «μην τον βλέπεις έτσι σοβαρό και απλησίαστο, γιατί, αν τον γνωρίσεις καλά, θα δεις πως στην πραγματικότητα είναι ένα μεγάλο παιδί»·
- είναι παιδί της μαμάς του, λέγεται για καλομαθημένο παιδί, για παιδί που είναι μαμόθρεφτο (βλ. λ.): «είναι μαθημένος να του κάνουν όλα τα χατίρια, γιατί από μικρός είναι παιδί της μαμάς του»·
- είναι παιδί του πατέρα του, βλ. φρ. είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του·
- είναι της μάνας του παιδί, βλ. λ. μάνα·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; ειρωνική έκφραση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις σήμερα διακόσια χιλιάρικα, θα σου επιστρέψω αύριο πεντακόσια. -Έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα;». Άλλες φορές πριν και άλλες φορές μετά τα παιδιά, προτάσσεται ή ακολουθεί το έξυπνα·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, βλ. λ. αλεπού·
- η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει, βλ. λ. χελώνα·
- η ώρα του παιδιού, βλ. λ. ώρα·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου, έκφραση με την οποία προκαλούμε κάποιον να αποδείξει έμπρακτα αυτό που ισχυρίζεται πως μπορεί να κάνει: «για όλα αυτά που μου λες, θέλω μια χειροπιαστή απόδειξη. Ορίστε λοιπόν· θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου. Ανέλαβε τη δουλειά και τελείωσέ την στο χρόνο που λες». Συνών. άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί / ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, βλ. λ. καιρός·
- κακό παιδί, χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ανήθικος, άτακτος και απατεώνας: «να μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι κακό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι παιδί κακό,γιατί θέλεις να πονώ, έφτασ’ η ψυχή στο στόμα μ’ ένα ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ
- καλό παιδί, α. χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ηθικός, τίμιος, φρόνιμος: «ακούει και σέβεται τους μεγαλύτερούς του, γιατί είναι καλό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι το καλό παιδί αυτό που γνώρισες εσύ, τώρα μ’ αρέσει να γυρνάω και το καλό παιδί ξεχνάω).β. χαρακτηρίζει νεαρό που έχει φιλότιμο, μπέσα: «είναι καλό παιδί και μπορείς να τον εμπιστευτείς άφοβα». (Λαϊκό τραγούδι: τον κοιτούσαμε θλιμμένοι και με πόνο στην καρδιά, γιατί ήταν στην παρέα απ’ τα πιο καλά παιδιά)· βλ. και φρ. το καλό παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά! α. φιλική προσφώνηση στην παρέα μας ή σε κάποια άλλη παρέα. (Δημοτικό τραγούδι: γεια σου χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά). β. πολλές φορές, η φιλική αυτή προσφώνηση μπορεί να γίνει και από την παρέα προς ένα μόνο άτομο: «βρε, καλώς τα παιδιά, καιρό είχαμε να σε δούμε!». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση ή και με δυσφορία, όταν έρχονται στην ομήγυρη ανεπιθύμητα άτομα, ιδίως αστυνομικοί και μπορεί να γίνει και προς ένα μόνο άτομο. Σε αυτοί την περίπτωση η φρ. εκφέρεται μουρμουριστά και με ελαφρό στρίψιμο του κεφαλιού προς τα πλάγια ή κατέβασμα προς τα κάτω, για να μη φανούν τα χείλη που ανοιγοκλείνουν· βλ. και φρ. καλώς το παιδί(!)·
- καλώς το παιδί! ή καλώς τα παιδιά! ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα: «θέλω να πας να μου πληρώσεις τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε. και να μου δώσεις και δέκα χιλιάδες ευρώ που τα χρειάζομαι. -Καλώς το παιδί!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο· βλ. και φρ. καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά(!)·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, λέγεται στην περίπτωση που κάποιοι γονείς αντιμετωπίζουν την αδιάφορη, άστοργη ή αχάριστη στάση των παιδιών τους. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι ύστερα σου λένε·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. φρ. κάνε παιδί να δεις καλό·
- κάνω σαν παιδί, συμπεριφέρομαι με αφέλεια, παιδιαρίζω: «πρέπει ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι πιο σοβαρά και να πάψεις επιτέλους να κάνεις σαν παιδί»·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, δηλώνει πως οι γονείς λένε μερικές φορές πάνω στα νεύρα τους πολύ σκληρά λόγια για τα παιδιά τους, χωρίς όμως να τα εννοούν: «μου ’χει φάει τη ζωή το παλιόπαιδο μέχρι να το μεγαλώσω, που να σπάσει το πόδι του, όμως πρόσεχε, γιατί καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω»·  
- κλαίει σαν παιδί, κλαίει σπαραχτικά: «όταν βλέπει κάποια παλιά ελληνική κοινωνική ταινία, κλαίει σαν παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε στης μοναξιάς μου το στενό κελί, μόνος μου κι αυτό το βράδυ κλαίω σαν παιδί
- κρατώ το παιδί, (για γυναίκες) αποφασίζω να μην κάνω έκτρωση, αποφασίζω να το γεννήσω: «αν και δεν ήταν παντρεμένη μαζί του, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί»·
- μένω παιδί, συμπεριφέρομαι σαν παιδί (παρόλο που έχω μεγαλώσει): «παρά τα χρόνια που κουβαλάει, έμεινε παιδί»·
- μη γίνεσαι παιδί! συμπεριφέρσου όπως αρμόζει στην ηλικία σου, μη γίνεσαι αφελής, μην κάνεις παιδιαρίσματα: «πρέπει να σκεφτείς καλά πώς θα ενεργήσεις, μη γίνεσαι παιδί! || θα σε ρίξει οπωσδήποτε, αν πιστέψεις αυτά που σου λέει, μη γίνεσαι παιδί! || αφού πρέπει να πάρεις το φάρμακο σου, θα κλείσεις τα μάτια και θα το καταπιείς, μη γίνεσαι παιδί!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα τώρα·
- μην κάνεις σαν παιδί! βλ. φρ. μη γίνεσαι παιδί(!)·
- μην κλοτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου, βλ. λ. γονικά·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να μη χαρώ τα παιδιά μου! όρκος που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «να μη χαρώ τα παιδιά μου, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να παιδί, να μάλαμα! ειρωνική έκφραση για νεαρό άτομο που συμπεριφέρεται άπρεπα, ανάγωγα και προκλητικά σε μεγαλύτερους ή στους γονείς του·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να χαρείς τα παιδιά σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τα παιδιά σου! || να χαρείς τα παιδιά σου, πάρε με με τ’ αυτοκίνητό σου μέχρι την πόλη!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, (στη γλώσσα του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου) τα δυο άτομα που αναφέρονται και που θεωρούνται ηγετικές φυσιογνωμίες και οι συναθλητές τους, και οι υπόλοιποι άξιοι παίχτες της ομάδας τους. Οι δυο πρώτοι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, όταν έπαιζαν στην ομάδα μπάσκετ του Άρη Θεσσαλονίκης στη δεκαετία των μεγάλων επιτυχιών 1980-1990 και όταν η εθνική ομάδα του μπάσκετ πήρε το ευρωπαϊκό κύπελλο το 1987 στην Αθήνα και ύστερα από πολλά χρόνια, οι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Ζαγοράκης και ο Χαριστέας της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, που το 2004 κατέκτησε το ευρωπαϊκό κύπελλο στη Λισσαβόνα: «ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό κύπελλο μπάσκετ || ο Ζαγοράκης, ο Χαριστέας και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν δόξα στην Ελλάδα, αφού κατάφεραν και κατέκτησαν το 2004 το ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου»·    
- ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, πολλές φορές οι φτωχοί είναι πιο ευτυχισμένοι από τους πλούσιους: «δούλεψε σκληρά για να κάνει λεφτά κι έμεινε μαγκούφης στη ζωή του, ενώ ο αδερφός του που είναι φτωχός, έχει ολόκληρη οικογένεια που τη βλέπει και τη χαίρεται, κι έτσι, έμεινε ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του». Πρβλ.: στο σεράι δάκρυ τρέχει, στην καλύβα πέρα βρέχει, ευτυχία και παράς δεν πάν’ μαζί (Λαϊκό τραγούδι).Συνών. ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- παιδί αστέρι, α. πολύ καλό παιδί, ξεχωριστό. Απότην εικόνα των αστεριών που λάμπουν στον ουρανό. β. (ειρωνικά) εντελώς το αντίθετο: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι παιδί αστέρι και θα σε μπλέξει»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- παιδί θαύμα, παιδί που, παρά τη μικρή του ηλικία, έχει εκπληκτικές ικανότητες σε ένα είδος: «ο Μότσαρτ υπήρξε παιδί θαύμα στο χώρο της μουσικής || ο γιος του τάδε είναι παιδί θαύμα στα μαθηματικά || ο τάδε είναι παιδί θαύμα στο σκάκι»·
- παιδί μου! ή παιδί μου εσύ! θαυμαστικό επιφώνημα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- παιδί μου ατελείωτο! θαυμαστικό επιφώνημα σε ψηλή και όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας: «τι κορμάρα είσαι εσύ, παιδί μου ατελείωτο!»·
- παιδί ’ναι και παιδεύεται, α. ειρωνική αναφορά σε άτομο που ασχολείται συνέχεια με διάφορες εργασίες, χωρίς να αποκομίζει κάποιο κέρδος, και όμως, εξακολουθεί να προγραμματίζει νέες. β. ειρωνική αναφορά σε άτομο που προσπαθεί να επιδιορθώσει κάτι, χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις, και όμως, επιμένει. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άσ’ τον ή το άσ’ τον μωρέ·
- παιδί πράμα! α. έκφραση με την οποία επιτιμούμε κάποιον για κάποια ενέργειά του, αλλά παράλληλα κεντρίζουμε το φιλότιμό του, ώστε στο εξής να ενεργεί σωστά: «επιτρέπεται τώρα εσύ, παιδί πράμα, να συμπεριφέρεσαι έτσι άσχημα σε γέρο άνθρωπο!». β. λέγεται και με συμπάθεια: «παιδί πράμα κι από μικρός στα βάσανα»· βλ. και φρ. παιδάκι πράμα! παιδάκι·
- παιδί σκεπάρνι, (στη γλώσσα της αργκό) α. άνθρωπος ανόητος, βλαμμένος, που έχει εγκεφαλική βλάβη, σαν να έχει δεχτεί στο κεφάλι του χτύπημα με σκεπάρνι: «μην περιμένεις να καταλάβει τι του λες, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι». β. άνθρωπος πολύ κουραστικός, μονότονος, χοντροκομμένος, όπως και η εργασία που επιτελεί κανείς με το σκεπάρνι: «βαριέσαι να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι»·
- παιδί σφυρί, βλ. φρ. παιδί σκεπάρνι·
- παιδί τζιμάνι, το λεβεντόπαιδο, το παλικάρι που έχει καλό χαρακτήρα, που είναι καθώς πρέπει: «ο τάδε είναι το πιο τζιμάνι παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως είσαι από τη Μάνη κι είσαι ένα παιδί τζιμάνι
- παιδί τζιτζίκι, άνθρωπος ανόητος, φλύαρος, χαζός: «παιδί τζιτζίκι τώρα, κάθεσαι και του δίνεις σημασία!». Από τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζουν τα τζιτζίκια, που είναι ιδίως ενοχλητικός και χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή μελωδία·
- παιδί της μάνας του (του πατέρα του) ή παιδί της μαμάς του (του μπαμπά του), α. μοιάζει στη μορφή τη μητέρα του (τον πατέρα του) ή έχει τα ελαττώματα ή τα προτερήματα της μητέρας του (του πατέρα του): «είναι πολύ καθαρό παιδί, ολόιδιο παιδί της μάνας του || πώς να μη γίνει χαρτοπαίχτης, αφού είναι παιδί του πατέρα του!». β. είναι πολύ καλομαθημένος, δεν έχει άμεση γνώση των δυσκολιών της ζωής, δεν εργάζεται και συντηρείται από τη μητέρα του (τον πατέρα του): «έγινε κοτζάμ παλικάρι κι ακόμη είναι παιδί του πατέρα του»·
- παιδί της Παναγιάς, α. είναι πάρα πολύ τυχερός: «τράκαρε μ’ ολόκληρο φορτηγό και δεν έπαθε τίποτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». β. πρόκειται για άτομο τίμιο, ηθικό: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη  
- παιδί του δρόμου, το φτωχόπαιδο, αλλά και το αλητόπαιδο: «δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι του δρόμου το παιδί το παραπεταμένο και σαν σκυλάκι κάθομαι στους πάγκους το καημένο
- παιδί του λαού, εξέχον πρόσωπο, ιδίως διακεκριμένος καλλιτέχνης με λαϊκή καταγωγή, που το έργο του έχει μεγάλη λαϊκή απήχηση: «ο ηθοποιός Ν. Ξανθόπουλος υπήρξε το αγαπημένο παιδί του λαού γιατί ενσάρκωσε στα έργα του τους πόνους και τους πόθους των απλοϊκών ανθρώπων». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη
- παιδί του σωλήνα, παιδί που γεννήθηκε με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης: «αυτό το ζευγάρι δεν μπορούσε να κάνει παιδί κι απόκτησε παιδί του σωλήνα»·
- παιδιά είμαστε! έκφραση με την οποία θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τον συνομιλητή μας πως ενεργούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και πως θα πραγματοποιήσουμε οπωσδήποτε αυτό που προηγουμένως του υποσχεθήκαμε: «δηλαδή, θα μου δώσεις αυτό το ποσό που μου χρειάζεται; -Παιδιά είμαστε!». Συνήθως άλλοτε της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και άλλοτε η φρ. κλείνει με το τώρα ή είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και κλείνει παράλληλα με το τώρα·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, ομάδα ή ομάδες ανθρώπων που βρίσκονται σε τέλεια εξαθλίωση, που υποφέρουν τα πάνδεινα: «πολλές φυλές της Αφρικής είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού»·
- παιδιά σκυλιά δεν έχει, βλ. φρ. δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, λ. γατί·
- παιδιά της αγοράς, βλ. φρ. παιδιά της πιάτσας. (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σένα, Γιάννη, παιδί της αγοράς, χίλια διακόσια φράγκα τη μάπα να τη φας
- παιδιά της Ασφάλειας, (των Ηθών, της Τροχαίας), οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, (των Ηθών, οι τροχονόμοι): «αν μπλέξεις με τα παιδιά της Ασφάλειας, θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα»·
- παιδιά της άφρας, οι κλέφτες, οι λωποδύτες: «τα παιδιά της άφρας έχουν μια αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους»·
- παιδιά της κούπας, οι πότες: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της κούπας, κάθε βράδυ γυρίζει στο σπίτι του παραπατώντας». Από το ότι παλιά έπιναν  στο κρασοπουλειό το κρασί μέσα σε κούπες·   
- παιδιά της μάσας, (στη γλώσσα της αργκό) εκείνοι οι άνθρωποι, που δεν κάνουν τίποτα αν δεν πρόκειται να κερδίσουν κάτι νόμιμα ή παράνομα, που πρέπει δηλ. να φάνε για να κάνουν κάτι: «αυτός είναι απ’ τα παιδιά της μάσας και δεν κάνει τίποτα χωρίς κέρδος»·
- παιδιά της μπάτσικας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασομέρηδες, οι αργόσχολοι. «στη Θεσσαλονίκη, τα παιδιά της μπάτσικας μαζεύονταν στο Πτι Παλέ ή στο Ματζέστικ όπου και ξημεροβραδιάζονταν». Από το ότι η μπάτσικα ήταν παιχνίδι που παιζότανε στο μπιλιάρδο ή στο χαρτοπαίγνιο και είχε μεγάλη χρονική διάρκεια·
- παιδιά της ντάγκλας, (στη γλώσσα της αργκό) οι ναρκομανείς, οι πρεζάκηδες: «είναι αβέβαιο το μέλλον των παιδιών της ντάγκλας»·
- παιδιά της πιάτσας, οι άνθρωποι της αγοράς, που ασχολούνται με το πάρε δώσε, με το αλισβερίσι, νόμιμο ή παράνομο και, κατ’ επέκταση, οι έξυπνοι, οι ξύπνιοι, οι καταφερτζήδες: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί από μικρός μεγάλωσε με τα παιδιά της πιάτσας». Πρβλ.: είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα (Λαϊκό τραγούδι)·
- παιδιά της πλατείας, (στη νεοαργκό) αυτοί που συχνάζουν σε πλατείες, ιδίως της πλατείας Εξαρχείων, οπότε η έμφαση δίνεται στους αναρχικούς, ή της πλατείας Κολονακίου, οπότε η έμφαση δίνεται στα βουτυρόπαιδα, στους φλώρους: «έδρασαν πάλι τα παιδιά της πλατείας κι έκαψαν το Πολυτεχνείο || τα παιδιά της πλατείας ήταν αραχτά στις πολυθρόνες τους κι έπιναν το φραπόγαλά τους»·
- παιδιά της σούρας, οι μπεκρήδες: «κάθε βράδυ μαζεύονται τα παιδιά της σούρας στο τάδε ουζερί και τα κοπανάνε μέχρι τα ξημερώματα»·
- παιδιά της τράπουλας, οι χαρτοπαίχτες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της τράπουλας, σίγουρα θα καταστραφείς»·
- παιδιά της τσόχας, α. βλ. φρ. παιδιά της τράπουλας. β. παίχτες ζαριών: «τα παιδιά της τσόχας είναι πιο τζογαδόροι απ’ τα παιδιά της τράπουλας»· βλ. και λ. τσόχα·
- παιδιά της φάρας, (στη γλώσσα της αργκό) α. τα παιδιά της πιάτσας (βλ. φρ.): «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της φάρας, κονόμησε ένα κάρο λεφτά». β. τα άτομα που ανήκουν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, στην ίδια συντεχνία: «μπορεί και ο τάδε να μας πει από τι πάσχει το αμάξι, γιατί είναι κι αυτός απ’ τα παιδιά της φάρας», δηλ. είναι κι αυτός μηχανικός αυτοκινήτων·
- παιδιά της φούμας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασικλήδες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της φούμας, σίγουρα σε βλέπω στη φυλακή»·
- παιδιά του Θεού, λέγεται για κάθε άνθρωπο: «δεν πρέπει να μαλώνουμε, γιατί όλοι είμαστε παιδιά του Θεού»·
- παιδιά του ταραφιού, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. παιδιά της φάρας·
- παιδιά των λουλουδιών, οι χίπηδες (βλ. λ.)·
- παιδιά των φαναριών, ανήλικα φτωχά παιδιά που στέκονται στις οδικές διαβάσεις και καθαρίζουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ελπίζοντας στα φιλεύσπλαχνα αισθήματα των οδηγών. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά είναι ξένης υπηκοότητας: «τα παιδιά των φαναριών έχουν απασχολήσει πολλές φορές τα Μ.Μ.Ε.»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- παραμύθια για μικρά παιδιά, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένω παιδί, (για γυναίκες) είμαι έγκυος: «κάθε φορά που βλέπω στο λεωφορείο γυναίκα που περιμένει παιδί, σηκώνομαι και της παραχωρώ τη θέση μου»·
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, λέγεται για άτομο που, ενώ δεν το υπολογίζουμε, αποδεικνύεται στο τέλος πιο άξιο από άλλο ή άλλα: «αυτόν τον υπάλληλο δεν τον υπολόγιζα καθόλου, αλλά αποδείχτηκε πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού και με στήριξε όσο κανένας άλλος»· 
- πιάνω παιδί, (για γυναίκες), μένω έγκυος: «είναι η τρίτη φορά που πιάνει παιδί μέσα σε τέσσερα χρόνια»·
- πολλές μαμές, στραβό το παιδί, βλ. λ. μαμή·
- πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; - Όσο πάνε και μαυρίζουν, λέγεται για αυτούς που πηγαίνουν όλο προς το χειρότερο·
- ρε παιδιά! λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε τη δυσφορία μας σε κάποιο όμιλο παιδιών, νεαρών ή προς την παρέα μας για ενέργειά τους που τη θεωρούμε απαράδεκτη ή που μας ενοχλεί: «ρε παιδιά, μην ενοχλείτε γέρο άνθρωπο! || ρε παιδιά, κάντε λίγη ησυχία, μήπως μπορέσουμε και κοιμηθούμε!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- ρε παιδιά, φιλική προσφώνηση στην παρέα: «τι λέτε, ρε παιδιά, πάμε ν’ ακούσουμε κανένα μπουζουκάκι;»·
- ρίχνω το παιδί, α. (για γυναίκες), κάνω έκτρωση: «επειδή έμεινε έγκυος, χωρίς να είναι παντρεμένη, πήγε σ’ ένα γιατρό κι έριξε το παιδί». β. πιο σπάνια κάνω αποβολή, αποβάλλω: «ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που πήρε, ώστε έριξε το παιδί»·
- σαν μικρό παιδί, στερεότυπη έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον ενήλικο ο οποίος έχει συμπεριφορά μικρού παιδιού: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, φοβάται σαν μικρό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό σαν λάχαινε να δει δάκρυζε σαν μικρό παιδί κι ως είχε και παράδες, μοίραζε ψώνια αγκαλιά κάθε Χριστού και Πασχαλιά στους φτωχομαχαλάδες)· 
- σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο μας ατόπημα: «σαν παιδί κι εγώ έκανα ένα λάθος». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν παιδί κι εγώ, ήθελα ένα αυτοκίνητο και δανείστηκα λεφτά για να τ’ αγοράσω, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις! απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα του επιβάλουμε άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις!»·
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στη ζωή των παιδιών μου! βλ. λ. ζωή·
- στο σώβρακο τα παιδιά μου, βλ. λ. σώβρακο·
- στον τοίχο τα παιδιά μου, βλ. λ. τοίχος·
- τα δικά μας παιδιά, χαρακτηρισμός των οπαδών, των ψηφοφόρων πολιτικού κόμματος με νίκη του οποίου σε εκλογές και ανάληψη της εξουσίας επιδιώκεται ο διορισμός τους στο δημόσιο. Συνήθως ως τέτοια αναφέρονται οι οπαδοί των δυο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, δηλ. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως πράσινα παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το πράσινο, και της Ν.Δ. ως γαλάζια παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το γαλάζιο. Επίσης ως κόκκινα παιδιά, αναφέρονται και οι οπαδοί, οι ψηφοφόροι του Κ.Κ.Ε., επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το κόκκινο: «μόλις αναλάβει το κόμμα μας την εξουσία, πρώτο μας μέλημα είναι να βολέψουμε τα δικά μας παιδιά»·  
- τα γαλάζια παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα κόκκινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα μπλε παιδιά, βλ. φρ. τα γαλάζια παιδιά·
- τα πράσινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, βλ. λ. κουφός·
- της πήρε το παιδί, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα λόγω προβλήματος του εμβρύου, της κύησης: «επειδή η εξέταση έδειξε πως το έμβρυο είχε μεσογειακή αναιμία, ο μαιευτήρας της της πήρε το παιδί». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα· 
- της πήρε το παιδί με καισαρική, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα της: «της πήρε το παιδί με καισαρική, γιατί ερχόταν ανάποδα». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί με καισαρική, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν κάθεται ποτέ ήσυχο και μπερδεύεται συνέχεια σε διάφορες υποθέσεις, ιδίως παράνομες: «πάλι ήταν ανακατεμένος ο τάδε σε κείνη τη βρομοδουλειά. -Τι παιδί κι αυτός!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα ή το αμάν ή το αμάν πια·
- το καλό παιδί, χαρακτηρισμός παιδιού που ξεχωρίζει σε ένα σύνολο, σε μια παρέα για το φιλότιμο και το ήθος του: «ο τάδε είναι το καλό παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. καλό παιδί·
- … το παιδί! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον, ιδίως νεαρό, που έπαθε κάτι κακό: «βρε τι έπαθε το παιδί στα καλά καθούμενα! || μα είναι δυνατό να φέρεσαι με τόσο κακό τρόπο στο παιδί!». (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλει ντε καλά και σώνει να πεθάνει δηλαδή
- το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «πριν καν αρχίσουμε να δουλεύουμε, σκέφτεσαι τι θα κάνεις τα κέρδη σου, δηλαδή, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε || έχω καταλήξει να μην αγοράσω αυτοκίνητο, γιατί οι περισσότεροι οδηγοί είναι ασυνείδητοι και θα σκοτωθώ. -Έλα, ρε φίλε, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το παιδί λάστιχο, παιδί που έχει πολύ ευλύγιστο, πολύ ελαστικό σώμα, που παρουσιάζεται συνήθως ως θέαμα σε διάφορα λούνα παρκ ή τσίρκο: «περάστε να δείτε, να θαυμάσετε το παιδί λάστιχο!»·
- το παιδί του καταστήματος, βλ. λ. κατάστημα·
- το παιδί του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- το παιδί του μαγαζιού, βλ. λ. μαγαζί·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·  
- το ρίξιμο του παιδιού, βλ. λ. ρίξιμο·
- το τρομερό παιδί, λέγεται για άτομο ανεξαρτήτου ηλικίας που από τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του ή από την έντονη επίδειξη πνεύματος ανεξαρτησίας ξεχωρίζει δυναμικά μέσα σε ένα σύνολο: «ο Βασίλης Καΐλας υπήρξε το τρομερό παιδί του ελληνικού κινηματογράφου || ο τάδε γιατρός υπήρξε το τρομερό παιδί του ιατρικού χώρου»·
- το χαϊδεμένο παιδί, λέγεται για άτομο που είναι πολύ αγαπητό σε ένα χώρο, ιδίως επαγγελματικό, που κανείς δεν του χαλάει το χατίρι: «η Βουγιουκλάκη υπήρξε το χαϊδεμένο παιδί του ελληνικού κινηματογράφου»·
- του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί, έκφραση που δηλώνει τη μεγάλη αδυναμία και στοργή που έχουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους·
- τρώει τα παιδιά του (της), λέγεται στην περίπτωση που η δύναμη ή το περιβάλλον που αναδεικνύει κάποιον, μετά από καιρό τον καταστρέφει: «το τάδε τηλεοπτικό κανάλι έχει αναδείξει πολλούς άξιους δημοσιογράφους, όμως αυτό το ίδιο το κανάλι τρώει τα παιδιά του, γιατί τους απολύει χωρίς λόγο || παρ’ όλη την αγάπη που δείχνουμε γι’ αυτή την πόλη, η Θεσσαλονίκη είναι μοναδική στο να τρώει τα παιδιά της». Αναφορά στο θεό Κρόνο της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του·
- των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν, ο προνοητικός άνθρωπος ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος, αν του παρουσιαστεί ξαφνικά κάποια ανάγκη: «έχει κάτι λεφτουδάκια στην τράπεζα για ώρα ανάγκης, γιατί των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν». Συνών. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα / άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα / ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’ / όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει. Αντίθ. άμα δεν πεινάσει, δε ζυμώνει·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, βλ. λ. ύπνος·
- φέρνω παιδί, (για γυναίκες) γεννώ: «έφερε δυο παιδιά, που τ’ ανάθρεψε με μεγάλη στοργή και φροντίδα». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερες, καλή μου μάνα, πόσα τραβάω στη ζωή σ’ αυτόν τον άδικο και ψεύτη κόσμο, ποτέ δε θα ’φερνες παιδί)· 
- χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λέγεται ειρωνικά για ανεύθυνο άτομο, που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί είναι χαζό παιδί, χαρά γεμάτο»·
- χάνω το παιδί, (για έγκυες γυναίκες) αποβάλλω: «είναι πολύ στενοχωρημένος γιατί είναι η δεύτερη φορά που η γυναίκα του χάνει το παιδί || η γυναίκα του κινδύνεψε να πέσει απ’ τη σκάλα κι απ’ τον τρόμο που πήρε έχασε το παιδί».

παπάς

παπάς, ο, ουσ. [<μσν. παππᾶς <αρχ. πάππας], ο παπάς, ο ιερωμένος. 1. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) φιγούρα της τράπουλας, ο ρήγας: «είχε στα χέρια του έναν παπά, μια ντάμα και δυο εφτάρια». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το κορυφαίο τμήμα του αργιλέ, όπου καίγεται το τουμπεκί: «ο παπάς έχει σχήμα μικρής κούπας καμωμένης από πηλό». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. λ. φούντα. 4. (στη γλώσσα της αργκό) είδος λωποδυτικού παιχνιδιού, που παίζεται με τρία φύλλα της τράπουλας, από τα οποία το ένα είναι παπάς, και οι παίχτες καλούνται να μαντέψουν ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς, αφού πρώτα, αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, τα μπερδέψει ταχυδακτυλουργικά λέγοντας ταυτόχρονα εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού είν’ ο παπάς; ή εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είν’ ο παπάς; Από ευφυής ή καλαμπουρτζήδες ακούστηκε και το εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού μετέβη ο ιερεύς; (Λαϊκό τραγούδι: πήγες και τα ’μπλεξες με τους ατσίδες και σου τα φάγανε οι παπατζήδες, εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού είν’ ο παπάς, πού είν’ ο παπάς // να σπουδάσεις στο παζάρι την κουβέρτα και το ζάρι, και να μάθεις στο λιμάνι τον παπά, στο μάνι-μάνι). 5. το πάνω μέρος του καρμπυρατέρ. Υποκορ. παπαδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες προτιμήσεις, τα ίδια γούστα: «δεν μπορεί όλοι ν’ αρέσουν τα ίδια πράγματα, γιατί άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά»·
- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, α. υπάρχει πλήρης αταξία, πλήρης ακαταστασία: «όπως είχε κάνει το δωμάτιο, ήταν αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». β. λέγεται και για άτομο που αποπροσανατολίζεται εντελώς ή στην περίπτωση που πέφτει και κυλιέται μέσα στο δρόμο: «όπως έτρεχε να προλάβει το λεωφορείο, πήρε τέτοια βούτα, τι να σου πω, αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». γ. επίσης λέγεται και για άτομο που περπατάει φορτωμένο με διάφορα πράγματα και πέφτει μέσα στο δρόμο σκορπώντας τα πάντα γύρω του: «ήταν φορτωμένος, δεν είδε τη λακκούβα μπροστά του κι όπως έπεσε ο ταλαίπωρος, αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». δ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) λέγεται για άτομο που βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού και δεν έχει επαφή με το περιβάλλον του: «την είχε ακούσει τόσο καλά, που ήταν αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του»·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας ή αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου να πας, ο καθένας πρέπει να πηγαίνει με τη σειρά του, χωρίς να κάνει χρήση του αξιώματός του ή κάποιας ιδιότητάς του, για να υποσκελίσει άλλους, που περιμένουν με τάξη σε μια σειρά για τον ίδιο σκοπό. Από το ότι σε παλιότερες εποχές, ιδίως στην επαρχία, ο παπάς, όπως και ο δάσκαλος και ο χωροφύλακας του χωριού, είχαν πάντοτε το προβάδισμα για λόγους ευγένειας, σεβασμού ή καλοπιάσματος·
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες, βλ. λ. δουλειά·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του (ενν. τότε θα κόψει και αυτός κάτι, που του έχει γίνει έξη), βλ. συνηθέστ. αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι, λ. πουτάνα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, αποτελεί ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «μην μπερδεύεις τα πράγματα, γιατί, αυτό που μου λες, είν’ άλλου παπά βαγγέλιο». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα·
- γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε, βλ. λ. γάμος·
- γκαστρώνει παπά ή γκαστρώνει και παπά, βλ. συνηθέστ. γκαστρώνει γάιδαρο, λ. γάιδαρος·
- δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας (κάνας) παπάς! α. προτροπή σε κάποιον που είναι άτυχος, να πάει να τον εξορκίσει ο παπάς, μήπως και αλλάξει η τύχη του: «τόσο άτυχο άνθρωπο πρώτη φορά έχω δει στη ζωή μου, δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας παπάς, ρε παιδάκι μου!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα: «δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας παπάς, που θα σου δώσω τριάντα χιλιάδες ευρώ χωρίς απόδειξη!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λέω ’γω·
- εδώ παπάς, εκεί παπάς, α. είναι τόσο πονηρός, που δεν μπορεί κανένας να τον στριμώξει για τις παρανομίες ή τις παρατυπίες του: «όσο για τον τάδε, αυτός, παιδάκι μου, εδώ παπάς εκεί παπάς, δεν πιάνεται με τίποτα!». Από το ότι, αυτός που διευθύνει το παιχνίδι του παπά, μπερδεύει με τόση ταχυδακτυλουργική τέχνη τα τρία φύλλα, που σχεδόν πάντα ξεγελάει τον παίχτη που καλείται να μαντέψει ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς. β. δεν μπορεί να εντοπιστεί από κανέναν, γιατί είναι αεικίνητος: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τον καταζητεί η αστυνομία, εδώ παπάς εκεί παπάς, άντε να τον βρουν!». Από το ότι στο παιχνίδι του παπά σπάνια ο παίχτης μπορεί να μαντέψει ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς·
- είδα κι είδα, αλλά γύφτο παπά δεν είδα, βλ. λ. γύφτος·
- εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει, βοηθάμε και ενισχύουμε περισσότερο εκείνους που είναι κοντά μας: «το μεγάλο του το γιο τον βλέπει στη χάση και στη φέξη, ενώ για το μικρό που είναι κοντά του κάνει τα πάντα, γιατί εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει»·
- ζουρλός παπάς σε βάφτισε, βλ.συνηθέστ. τρελός παπάς σε βάφτισε·
- ζουρλός παπάς σε βάφτισε; βλ.συνηθέστ. τρελός παπάς σε βάφτισε(;)·
- ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς, δεν μπορεί κανείς να ασχολείται ταυτόχρονα με δυο διαφορετικά πράγματα, δεν μπορεί κανείς να επιδιώκει ταυτόχρονα δυο διαφορετικά πράγματα και να πετύχει: «δεν μπορείς, ρε παιδάκι μου, ν’ ασχολείσαι ταυτόχρονα με τη ζαχαροπλαστική και με τη γεωργία και να ’χεις την απαίτηση να σου πάνε και τα δυο καλά, γιατί ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς». Λέγεται πως η πατρότητα αυτής της φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη. Όταν όμως διάφοροι πολιτικοί συνέστησαν κατά καιρούς (2003-2004) με αυτή τη φρ. στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο να ασχολείται μόνο με τα της εκκλησίας και της θρησκείας και να μην επεμβαίνει στην πολιτική, αυτός απάντησε σε κάποιο από τα κηρύγματά του: και παπάς και ζευγάς·   
- ήρθε στο κουταλάκι του παπά, βλ. λ. κουταλάκι·
- ήρθε στο κουτάλι του παπά, βλ. λ. κουτάλι·
- κάνει παπάδες, είναι πάρα πολύ ικανός, ιδίως σε μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, κατορθώνει τα ακατόρθωτα: «αν θέλεις τ’ αυτοκίνητό σου να γίνει σαν καινούριο, πήγαινέ το στον τάδε μηχανικό, που κάνει παπάδες || αυτός ο ζωγράφος κάνει παπάδες»·
- κατεβάζει παπάδες, βλ. συνηθέστ. ρίχνει παπάδες·
- κολάζει και παπά, (για γυναίκες) είναι πολύ όμορφη, πολύ αισθησιακή και προκλητικά ντυμένη: «είναι τόσο ωραία γυναίκα, που κολάζει και παπά || έτσι όπως ντύνεται, κολάζει και παπά». Συνών. κολάζει κι άγιο·
- μας παίζει τον παπά ή μου παίζει τον παπά, με κοροϊδεύει, προσπαθεί, επιδιώκει να με εξαπατήσει: «δε θα τον αφήσω να μας παίζει άλλο τον παπά, γιατί και η υπομονή έχει τα όριά της». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Αναφορά στο ομώνυμο λωποδυτικό παιχνίδι· βλ. και φρ. παίζω τον παπά·
- με παπά κοιμήθηκες; λέγεται ειρωνικά σε πολύ τυχερό άτομο, που κερδίζει συνέχεια, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο, ή σε άτομο που ξεπέρασε ανώδυνα σοβαρότατο κίνδυνο: «πάλι σου ’τυχαν δυο μπαλαντέρ, με παπά κοιμήθηκες, μωρ’ αδερφάκι μου; || με παπά κοιμήθηκες και δεν έπαθες τίποτα μετά από τέτοια τράκα;»·
- μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, λέγεται στην περίπτωση που είμαστε αποφασισμένοι να ενεργήσουμε, να αποφασίσουμε για κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μην αγωνιάτε ποιον θα εκλέξουμε γενικό γραμματέα του συμβουλίου, γιατί μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά». Ίσως η φρ. αυτή να έχει σχέση με την εκλογή του νέου πάπα, όπου πολλές φορές απαιτούνται πολυήμερες διαβουλεύσεις και μαγειρέματα·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην το πεις ούτε του παπά, α. λέγεται σε άτομο που γλίτωσε ανέλπιστα από μεγάλο κακό ή από πολύ δύσκολη περίπτωση με ελάχιστες απώλειες: «ο άλλος κάτι παρόμοιο με το δικό σου έπαθε και καταστράφηκε, κι εσύ, που τη γλίτωσες με μερικά έξοδα παραπάνω, μην το πεις ούτε στον παπά». β. λέγεται για κάτι που πρέπει να κρατηθεί πάση θυσία μυστικό: «θα σου εμπιστευτώ κάτι, αλλά μην το πεις ούτε του παπά». Από το ότι, όταν εξομολογούμαστε στον παπά, τα λέμε όλα. (Λαϊκό τραγούδι: θα χτίσω μια φωλιά και τα λοιπά αλλά δεν το λέμε ούτε του παπά
- μου φάνηκε ο παπάς βόιδι, ζαλίστηκα πάρα πολύ, ιδίως ύστερα από δυνατό  χτύπημα που δέχτηκα στο κεφάλι: «μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι και μου φάνηκε ο παπάς βόιδι»·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, α. (κατάρα) να πεθάνεις. β. πολλές φορές, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που με τη φρ. να σου πω, επιμένει φορτικά να μας πει κάτι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο ριζάφτι, βλ. συνηθέστ. να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι·
- ο παπάς απ’ την πόλη, η παπαδιά μολογάει, λέγεται στην περίπτωση που άλλος είναι ο γνώστης μιας υπόθεσης και άλλος επιδιώκει να αναφέρεται σε αυτή, αν και δεν τη γνωρίζει καθόλου: «να πεις του τάδε να μην ξαναμιλήσει για την υπόθεση, γιατί στο εξής θα αναφέρομαι μόνο εγώ, που ήμουν παρών, ενώ αυτός δεν ήταν. Να μην το κάνουμε τώρα, ο παπάς απ’ την πόλη, η παπαδιά μολογάει»·
- ο παπάς κοιτάει τη δικιά του παπαδιά, ο καθένας ενδιαφέρεται για τα προσωπικά του πράγματα, για τις προσωπικές του υποθέσεις: «πρώτα θα τακτοποιήσω τις δικές μου εκκρεμότητες κι έπειτα θα ενδιαφερθώ για τους άλλους, γιατί, βλέπεις, ο παπάς κοιτάει τη δικιά του παπαδιά»·
- ο παπάς ο παχύς, έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ, έφαγες παχιά φακή; παιχνίδι γλωσσοδέτη·
- ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει, ο καθένας αρχίζει τις ενέργειές του έχοντας ως γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον: «μόλις έγινε διευθυντής στην τράπεζα, έβαλε αμέσως και το γιο του μέσα. -Ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. ο ράφτης όταν κόβει τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα·
- ο παπάς της ενορίας! ειρωνική απάντηση σε συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο όταν χτυπάμε την πόρτα του σπιτιού του και ρωτάει πριν ακόμη ανοίξει την πόρτα ποιος είναι; Λέγεται με την έννοια ποιος ήθελες να είναι; ή ποιος περίμενες να είναι; Συνών. ο γαλατάς! / ο γείτονας! / οΛέλος ο γιατρός! / ο Μιμίκος ο γιατρός(!)·    
- ο χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει, το χαϊδεμένο άτομο συμπεριφέρεται σε όλες τις στιγμές κακομαθημένα, ανάγωγα: «φέρ’ σου λίγο σκληρά στο γιο σου και μην απορείς για τον κακό του χαρακτήρα, γιατί ο χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει»·
- όνι όνι παπαρόνι κι ο παπάς με το πιρόνι, υποτιθέμενη ευχή που έδινε το παιδί που εκτελούσε χρέη παπά στο παιδικό ζευγάρι που υποτίθεται πως πάντρευε· 
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά·
- παίζω τον παπά, κοροϊδεύω, εξαπατώ κάποιον: «πάψε να παίζεις τον παπά μαζί μου, γιατί εξαντλήθηκε η υπομονή μου και θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα». Αναφορά στο ομώνυμο λωποδυτικό παιχνίδι. (Λαϊκό τραγούδι: στα μονοπάτια της ζωής μας κι οι δυο τους παίζουν τον παπά· στην ευτυχία μας αγκαλιάζουν, στη δυστυχία φαρμάκι στάζουν)· βλ. και φρ. μας παίζει τον παπά·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, όταν τύχει σε κάποιους ανόητος αρχηγός, ανόητος προϊστάμενος συμπεριφέρονται και αυτοί ανόητα: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε την επιχείρηση ο γιος του που δεν του κόφτει, οι εργάτες κάνουν του κεφαλιού τους και το εργοστάσιο πάει κατά διαβόλου, γιατί παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε»·  
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, λέγεται για τα παπαδοπαίδια που, λόγω της καταπίεσης που υφίστανται στον οικογενειακό τους κύκλο, με την πρώτη ευκαιρία γίνονται δύστροπα και ατίθασα·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- πάρ’ τον παπά, έκφραση που συνοδεύεται από ελαφρό χτύπημα στο χέρι, στην πλάτη ή στον ώμο του διπλανού μας, όταν βλέπουμε στο δρόμο κάποιον παπά. Η έκφραση και η χειρονομία δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τον παπά αλλά με το μαύρο ράσο του, γιατί οι προληπτικοί πιστεύουν πως το μαύρο χρώμα (που είναι, εξάλλου, και χρώμα πένθους) είναι κακός οιωνός, θεωρείται σημάδι κακοτυχίας και γρουσουζιάς, κι έτσι με την έκφραση και τη χειρονομία μεταφέρουμε το κακό στο διπλανό μας· βλ. και φρ. μαύρη γάτα, λ. γάτα·
- ποιον να ρωτήσω, τον παπά της ενορίας; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιο άτομο που το ρωτάμε να μας πληροφορήσει για τα όσα κακά διαδραματίστηκαν μέσα σε ένα χώρο κατά την απουσία μας, επειδή γνωρίζουμε πως είναι γνώστης της κατάστασης και μας απαντάει με το γιατί ρωτάς εμένα·
- ρίχνει παπάδες, α. βρέχει ραγδαία: «τώρα δεν μπορείς να φύγεις, γιατί έξω ρίχνει παπάδες». β. χιονίζει με μεγάλες νιφάδες: «έτσι όπως ρίχνει παπάδες, μέσα σε λίγη ώρα θα το στρώσει»·
- στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται; λέγεται για κάποιον που περιμένει κάποιο όφελος χωρίς να θέλει να καταβάλει καμιά προσπάθεια: «αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, αγόρι μου, δεν έχει προκοπή, γιατί στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται;». Συνήθως η φρ. κλείνει από τον ομιλητή με το δε γίνεται·
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά ή το ράσο δεν κάνει τον παπά, βλ. λ. ράσο·
- την πήρε με παπά και με κουμπάρο, την παντρεύτηκε όπως ορίζει η χριστιανική θρησκεία, με πλήρη νομιμότητα: «είχε πέντε χρόνια δεσμό μαζί της, ώσπου στο τέλος την πήρε με παπά και με κουμπάρο». (Τραγούδι: Αντζουλίνα σ’ αγαπώ, Αντζουλίνα σε ποθώ, Αντζουλίνα θα σε πάρω με παπά και με κουμπάρο). Συνών. την πήρε δόξη και τιμή / την πήρε με δόξα και τιμή / την πήρε με στεφάνι·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, δηλώνει επίμονη και ενοχλητική επανάληψη των ίδιων λόγων, συμβουλών ή πράξεων: «από δω και στο εξής δε θα σου ξαναπώ δεύτερη κουβέντα, αν σε πιάσω να κάνεις κοπάνα, και θα σε απολύσω αμέσως, γιατί το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς». Από την εικόνα του παπά που, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, επαναλαμβάνει άπειρες φορές τη φρ. Κύριε ελέησον, ώσπου στο τέλος την προφέρει μασημένη·
- το χωριό κάνει παπά, βλ. λ. χωριό·
- τρελός παπάς σε βάφτισε, είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως μου τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν, ή είσαι γελασμένος, αν πιστεύεις πως θα ενεργήσω με τον τρόπο που θέλεις ή που σε συμφέρει: «τρελός παπάς σε βάφτισε, αν νομίζεις πως θα μαλώσω με τον φίλο μου για μια παλιογυναίκα! || τρελός παπάς σε βάφτισε, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς καμιά υποθήκη!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- τρελός παπάς σε βάφτισε; α. είσαι ανισόρροπος; είσαι τρελός(;): «κάτσε καλά, ρε παιδάκι μου, τρελός παπάς σε βάφτισε και κάνεις αυτά τα καμώματα;». β. λέγεται για άτομο που είναι ριψοκίνδυνο: «τρελός παπάς σε βάφτισε, που θέλεις ν’ ανεβείς μέχρι κει πάνω, χωρίς να ’σαι δεμένος με κάποιο σκοινί;». γ. λέγεται επίσης και για άτομο που έχει παράλογες απαιτήσεις: «τρελός παπάς σε βάφτισε, που θέλεις να σου δανείσω για ένα μήνα τ’ αυτοκίνητό μου;»·
- τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ’ έξι, λέγεται στην περίπτωση που εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο μια δυνατότητα που μας προκύπτει ξαφνικά: «μόλις έμαθαν πως στην παρέα υπάρχει δικηγόρος τον ρωτούσαν όλοι ασταμάτητα για διάφορες υποθέσεις. -Τώρα που βρήκαμε παπά να θάψουμε πέντ’ έξι, παρατήρησε ο τάδε κι έβαλαν όλοι τα γέλια».

παράγραφος

παράγραφος, ο, ουσ. [<μτγν. επίθ. παράγραφος (ενν. γραμμή)], η παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «δεν έχει σχέση αυτό που μου λες με την υπόθεσή μας, γιατί αυτό είναι άλλη παράγραφος». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο.

παράς

παράς, ο, ουσ. [<τουρκ. para (= το ένα τεσσαρακοστό του τουρκικού γροσιού και το αντίστοιχο κέρμα)], το χρήμα, τα χρήματα: «χωρίς παρά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα τη σήμερον ημέρα». Παρόλο που ο παράς ως νόμισμα είναι μικρής αξίας, εντούτοις, για τους λαϊκούς ανθρώπους, έχει πάρει τη σημασία των πολλών χρημάτων. (Λαϊκό τραγούδι: θα του μιλήσω όμορφα, ντόμπρα παλικαρίσια· όταν μοιράζει τον παρά να τον μοιράζει ίσια // πάρ’ τε όργανα παράδες παίξ’ τε απόψε συνεχώς, και αν τα φάω μέχρι φράγκο δε θα γίνω πιο φτωχός). (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, βλ. λ. πουλί·
- αρζάν παρά, τοις μετρητοίς: «όταν πληρώνω αρζάν παρά, θέλω να μου κάνουν και καλύτερη τιμή»·
- αφρίζει ξαφρίζει τον παρά μου έδωσα, μια και το πλήρωσα, είναι δεν είναι καλό ή χρήσιμο, θα το κρατήσω ή, αν πρόκειται για φαγητό, είναι δεν είναι νόστιμο, θα το φάω·
- βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά, κερδίζει πάρα πολλά χρήματα από τη δουλειά του: «έχει ένα μαγαζάκι στο κέντρο της αγοράς και βγάζει παρά με ουρά». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- δε δίνω έναν παρά, α. αδιαφορώ τελείως για κάποιον ή για κάτι: «δε δίνω έναν παρά γι’ αυτόν τον αλήτη». β. δεν πληρώνω τίποτα: «για σκάρτο εμπόρευμα δε δίνω έναν παρά»·
- δέκα στον παρά, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι μηδαμινής αξίας: «τέτοιο φίλο που έχεις, μπορώ να βρω δέκα στον παρά || σαν κι αυτό που αγόρασες, δέκα στον παρά»·
- δεν αξίζει έναν παρά, βλ. φρ. δεν πιάνει έναν παρά·
- δεν αφήνει έναν παρά, βλ. συνηθέστ. δεν αφήνει δεκάρα, λ. δεκάρα·
- δεν κάνει έναν παρά, βλ. φρ. δεν πιάνει έναν παρά·
- δεν κοστίζει έναν παρά, βλ. συνηθέστ. δεν πιάνει έναν παρά·
- δεν πιάνει έναν παρά, α. (για πρόσωπα) είναι εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, εντελώς τιποτένιος: «όλοι τον έχουν διώξει απ’ την παρέα τους, γιατί δεν πιάνει έναν παρά». β. (για εμπορεύματα ή πράγματα) η αξία του, η τιμή του είναι ασήμαντη, μηδαμινή: «έδωσε ένα κάρο λεφτά κι αγόρασε αυτό τ’ αυτοκίνητο, που δεν πιάνει έναν παρά»·
- έπιασε κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. φρ. έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και..., λ. δεκάρα·
- έχει παρά ή έχει παράδες, είναι αρκετά πλούσιος: «μη στενοχωριέσαι γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει παράδες»·
- έχει παρά με ουρά ή έχει παράδες με ουρά, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «πάντρεψε την κόρη του μ’ έναν γιατρό, που έχει παρά με ουρά»·
- έχεις παράδες, ξέρεις να μιλάς, όποιος έχει χρήματα, όποιος είναι πλούσιος, μπορεί να μιλάει από θέση ισχύος, ό,τι λέει θεωρείται σωστό: «ποιος ν’ ακούσει τη γνώμη σου; Έχεις παράδες, ξέρεις να μιλάς, αλλά εσύ είσαι φτωχός»·   
- η φτήνια τρώει τον παρά, βλ. λ. φτήνια·
- κάνει πολλούς παράδες, αξίζει πάρα πολύ, είναι ανυπολόγιστης αξίας: «αυτός ο πίνακας ζωγραφικής, κάνει πολλούς παράδες || η Θεσσαλονίκη για μένα κάνει πολλούς παράδες». (Λαϊκό τραγούδι: τρακάρω με παλιόφιλους και παλιοφιληνάδες – το όμορφο λιμάνι μας κάνει πολλούς παράδες
- κόβω παρά ή κόβω παράδες, κερδίζω πολλά χρήματα, ιδίως από την εργασία μου: «έχει ένα φαγάδικο μέσα στην αγορά και κάθε μέρα κόβει παράδες». Αναφορά στο κρατικό νομισματοκοπείο, που αναλαμβάνει την κοπή των μεταλλικών νομισμάτων και την εκτύπωση των χαρτονομισμάτων της χώρας·
- μ’ έριξε έναν παρά, με αγνόησε εντελώς: «όσο είχε την ανάγκη μου έτρεχε πίσω μου, τώρα όμως που τα κονόμησε, μ’ έριξε έναν παρά». (Λαϊκό τραγούδι: με ρίξατε έναν παρά και με συκοφαντήσατε· αδέρφια, φίλοι, συγγενείς, κακία, μίσος δείξατε
- με τον παρά μου, λέγεται στην περίπτωση που αμφισβητεί κάποιος την οικονομική μας δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε κάτι ή αμφισβητεί τη δυνατότητά μας να μπούμε σε έναν ιδιαίτερο κύκλο ανθρώπων και δηλώνει πως με τα λεφτά όλα γίνονται. Συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χτυπάει απανωτά στο μέρος της τσέπης υποδεικνύοντας την ύπαρξη χρημάτων: «με τον παρά μου κάνω ό,τι θέλω κι άμα λάχει πάω κι όπου θέλω»·
- με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου, όταν έχουμε χρήματα, κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς να μας στενοχωρεί τίποτα ή χωρίς να μας νοιάζει τίποτα: «δε στενοχωριέμαι τι λένε για μένα, γιατί με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου!»·
- μπιρ παρά, (για πρόσωπα ή πράγματα) βλ. λ. μπιρ παρά·
- ντούκου τον παρά ή ντούκου του παρά, τοις μετρητοίς: «αγόρασε μια βίλα ντούκου τον παρά». Από την εικόνα του χαρτοπαίχτη που χτυπάει τη γροθιά του ελαφρά επάνω στο τραπέζι, θέλοντας να δηλώσει πως δεν ποντάρει στη συγκεκριμένη γύρα του παιχνιδιού, κίνηση που συνδυάζεται με την κίνηση του χεριού, όταν μετράει χρήματα· βλ. και λ. ντούκου·
- ο παράς είναι στρογγυλός και κυλά, τα λεφτά αλλάζουν συχνά χέρια, κι έτσι, πολλοί που ήταν πλούσιοι κατάντησαν φτωχοί και το αντίθετο: «να μην κοκορεύεσαι για τα λεφτά σου, γιατί ο παράς είναι στρογγυλός και κυλά»·
- πέντε στον παρά, (για πρόσωπα ή πράγματα), βλ. συνηθέστ. δέκα στον παρά·
- πόσους παράδες κάνει; α. ποια είναι η τιμή του; πόσο κοστίζει(;): «πόσους παράδες κάνει αυτό τ’ αυτοκίνητο;». β. έκφραση με την οποία ζητάμε να μάθουμε την αξία κάποιου ατόμου, ιδίως σε σχέση με εμάς τους ίδιους: «υποστηρίζεις ότι είναι σπουδαίος μηχανικός, αλλά πόσους παράδες κάνει αν συγκριθεί με τον τάδε;». (Λαϊκό τραγούδι: το μάγκα σου τον έμαθα, ποιος είναι και τι φτιάχνει· αλλά μπροστά σε μένανε πόσους παράδες κάνει;
- τα ρίχνω όλα έναν παρά, δεν ενδιαφέρομαι, δε νοιάζομαι για τίποτα: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα τη ματαιότητα της ζωής, τα ρίχνω όλα έναν παρά». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι η ζωή για μένα η ζωή μου κι η χαρά, και τα λόγια εγώ του κόσμου θα τα ρίξω έναν παρά
- τον έκανε δυο παραδιών παράδες, βλ. φρ. τον έκανε πέντε παραδιών παράδες·
- τον έκανε έναν παρά, βλ. φρ. τον έκανε πέντε παραδιών παράδες·
- τον έκανε πέντε παραδιών παράδες, τον καταντρόπιασε, τον καταξεφτίλισε: «τον βρήκε έξω απ’ το καφενείο και τον έκανε πέντε παραδιών παράδες μπροστά σ’ όλο τον κόσμο»·
- τον κάνω μπιρ παρά, (για πρόσωπα ή πράγματα) βλ. λ. μπιρ παρά·
- τον πέταξε έναν παρά, τον εγκατέλειψε και αδιαφόρησε εντελώς γι’ αυτόν: «αφού του ’φαγε πρώτα καλά καλά τα λεφτά, τον πέταξε έναν παρά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνι’ αφού με γλέντησες καλά, τώρα με πετάς έναν παρά· μ’ έφερες σ’ αυτό το χάλι, μα θα το ’βρεις από άλλη
- τον ρίχνω έναν παρά, δεν τον υπολογίζω, δεν τον λογαριάζω καθόλου, τον υποτιμώ: «δεν είναι σωστό κάθε φορά που τον βλέπεις να τον ρίχνεις έναν παρά». (Λαϊκό τραγούδι: με ρίξατε έναν παρά και με περιφρονήσατε, αδέρφια φίλοι συγγενείς, κακία μίσος δείξατε
- τους ρίχνω όλους έναν παρά, δεν ενδιαφέρομαι για κανέναν, δεν υπολογίζω κανέναν: «όλοι μέχρι τώρα μου φέρθηκαν σκάρτα, γι’ αυτό κι εγώ τους ρίχνω όλους έναν παρά»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά.

περιμένω

περιμένω, ρ. [<αρχ. περιμένω], περιμένω. 1. προσδοκώ, προσμένω: «είναι όλο αγωνία, γιατί περιμένει την κόρη του απ’ το εξωτερικό». (Τραγούδι: χρόνια σε περίμενα, χρόνια σε ζητούσα, τ’ άστρα και τα σύννεφα χρόνια τα ρωτούσα). 2. προαισθάνομαι ή έχω πληροφορίες για κάτι, καλό ή κακό, που θα μου συμβεί: «περιμένω αύξηση του μισθού || περιμένουμε απολύσεις κι είμαστε όλοι μουδιασμένοι». 3. αόριστα περίμενε! (ειρωνικά) δε θα πραγματοποιήσει ποτέ αυτό που σου έταξε ή αυτό που σου υποσχέθηκε, μάταια, άδικος κόπος: «μόλις βγει το κόμμα του, μου υποσχέθηκε πως θα με βολέψει στο δημόσιο. -Περίμενε!». (Ακολουθούν 40 φρ.)·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, βλ. λ. αλλιώς·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, βλ. λ. αλλιώς·
- αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα, βλ. λ. νύχι·
- ανοίξαμε και σας περιμένουμε, βλ. λ. ανοίγω·
- απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, τον θεωρώ άνθρωπο άξιο, ικανό να κάνει τα πάντα είτε πρόκειται για καλό είτε για κακό: «αν σε συμπαθήσει πολύ, μπορεί να πουλήσει και το σπίτι του για να σε βοηθήσει, γιατί απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις || μπορεί για λίγα ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί είναι απρόβλεπτος άνθρωπος κι απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις»·
- απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός, βλ. λ. λαγός·
- για περίμενε! έκφραση με την οποία διακόπτουμε κάποιον που μιλάει, γιατί αμφισβητούμε αυτά που λέει: «για περίμενε, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως μας τα λες!»·
- δεν το περίμενα, δηλώνει κάποια έκπληξη για απρόοπτη, απροσδόκητη ενέργεια κάποιου: «δεν το περίμενα να ’ρθει πρωί πρωί στο σπίτι μου να μου ζητήσει συγνώμη || δεν το περίμενα να με βοηθήσει, γιατί ήμασταν μαλωμένοι || δεν το περίμενα να διαλύσει το σπίτι του για ένα ξέκωλο»·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, εκείνος·
- έλπιζε το καλύτερο και περίμενε το χειρότερο, στη ζωή σου να αισιοδοξείς για το καλύτερο αλλά να είσαι έτοιμος και για το χειρότερο: «είναι μυστήρια η ζωή και δεν κάνει συμβόλαιο με κανέναν γι’ αυτό, έλπιζε το καλύτερο και περίμενε το χειρότερο»·
- ηλεκτρική καρέκλα που σε περιμένει! βλ. λ. καρέκλα·
- θα δεις τι σε περιμένει! βλ. λ. είδα·
- θα σου ’ρθει από κει που δεν το περιμένεις! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον που μας έκανε κακό πως θα του ανταποδώσουμε τα ίσα σε ανύποπτη γι’ αυτόν στιγμή και από εκεί που ούτε καν το υπολογίζει: «τώρα γελάς, που μου ’κανες την πλάκα, αλλά έχε το νου σου, γιατί θα σου ’ρθει από κει που δεν το περιμένεις!»·
- μ’ έχει στο περίμενε, με έχει σε κατάσταση αναμονής, με έχει κάπου και τον περιμένω: «ήταν να μου δώσει κάτι λεφτά, αλλά, επειδή δεν τα ’χει αυτή τη στιγμή, μ’ έχει στο περίμενε || έπρεπε να ’ναι εδώ στις οχτώ, αλλά πέρασε μισή ώρα και μ’ έχει ακόμα στο περίμενε || μου έχει υποσχεθεί πως θα με προσλάβει στη δουλειά του, αλλά μ’ έχει στο περίμενε»·
- μένω στο περίμενε, είμαι σε κατάσταση αναμονής: «μου υποσχέθηκε ότι θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από τότε μένω στο περίμενε». (Τραγούδι: σεισμός και καταποντισμός κι εφτά μ’ εννιά ο πόλεμος κι αυτή η ζωή τι σήμαινε να μένει στο περίμενε
- μου ’ρθε από κει που δεν το περίμενα! (για καλό ή για κακό) μου συνέβη κάτι απρόσμενα και από απίθανο για μένα άτομο ή απίθανη περίπτωση: «από άλλον ζητούσα βοήθεια και μου ’ρθε από κει που δεν το περίμενα, γιατί με βοήθησε κάποιος, που μόλις τον είχα γνωρίσει σ’ ένα μπαράκι! || άλλον φοβόμουν μήπως μου κάνει κακό, και μου ’ρθε από κει που δεν το περίμενα, γιατί μου την έφερε ο τάδε, που τον θεωρούσα φίλο μου! || χρειαζόμουν επειγόντως λεφτά και μου ’ρθαν από κει που δεν το περίμενα, γιατί μου ’πεσε μια κληρονομιά»·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε, βλ. λ. ύπνος·
- περιμένει και τη δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- περιμένει να μεγαλώσει για να πεθάνει, βλ. λ. πεθαίνω·
- περιμένει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει την εξ ύψους βοήθεια, βλ. λ. ύψος·
- περιμένει την πριγκίπισσα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει την πριγκιποπούλα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει το βασιλόπουλο του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει το μάννα απ’ τον ουρανό ή περιμένει το μάννα εξ ουρανού ή περιμένει το μάννα τ’ ουρανού, βλ. λ. μάννα·
- περιμένει το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει τον πρίγκιπα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένουν ουρά, βλ. λ. ουρά·
- περιμένω να δω, κρατώ επιφυλακτική στάση, στάση αναμονής για να δω πώς θα εκδηλωθεί κάποιος ή κάτι και να πράξω ανάλογα: «περιμένω να δω τι θα πει, για να του απαντήσω κατάλληλα || περιμένω να δω πώς θα πάνε οι τιμές στο χρηματιστήριο, για ν’ αγοράσω αυτές που με συμφέρουν»·
- περιμένω παιδί, (για γυναίκες), βλ. λ. παιδί·
- τα περιμένω όλα (από κάποιον), λόγω προσωπικής μου αδράνειας ή τεμπελιάς προσδοκώ να φροντίσει κάποιος όλες τις υποθέσεις μου: «βαριέται να τρέχει στις δημόσιες υπηρεσίες και τα περιμένει όλα απ’ το φίλο του || είναι πολύ τεμπέλης και τα περιμένει όλα απ’ τους γονείς του»·
- την περιμένουν, (για έγκυες γυναίκες) από στιγμή σε στιγμή περιμένουν να γεννήσει: «την έπιασαν οι πόνοι κι όπου να ’ναι την περιμένουν»· βλ. και φρ. τον περιμένουν·
- τι περιμένεις και δεν…, γιατί αργείς, γιατί καθυστερείς να ενεργήσεις: «αφού βλέπεις πως είναι συμφέρουσα δουλειά, τι περιμένεις και δεν την κάνεις || αφού βλέπεις πως έχεις άδικο, τι περιμένεις και δεν πας να του ζητήσεις συγνώμη»·
- το περιμένω πώς και πώς ή το περιμένω πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- τον έχω στο περίμενε, τον έχω σε κατάσταση αναμονής, τον έχω κάπου να με περιμένει: «θα του δώσω τα λεφτά που μου ζήτησε, αλλά τον έχω στο περίμενε, για να ’χει και λίγο αγωνία || έχω ραντεβού με τον τάδε, αλλά τον έχω στο περίμενε»·
- τον περιμένουν, (για αρρώστους) από στιγμή σε στιγμή αναμένουν το θάνατό του: «οι γιατροί σήκωσαν ψηλά τα χέρια τους και τον περιμένουν»· βλ. και φρ. την περιμένουν·
- τον περιμένω πώς και πώς ή τον περιμένω πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- τον περιμένω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- τον περιμένω στη στροφή, βλ. λ. στροφή.

περιοδικό

περιοδικό, το, ουσ. [< λατιν. periodicus <αρχ. περιοδικός], το περιοδικό·
- τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό, λέγεται για γυναίκα που είναι πολύ ψυχρή στον έρωτα ή που είναι αμέτοχη κατά τη σεξουαλική πράξη: «τι να το κάνω που είναι όμορφη γυναίκα, απ’ τη στιγμή που τη γαμάς κι αυτή διαβάζει περιοδικό;». Συνών. τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα / τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι / τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα / τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα.  

πετσάκι

πετσάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πετσί], το πετσάκι· το δέρμα γύρω από το άκρο του πέους, γύρω από τη βάλανο·
- παίζει το πετσάκι του, βλ. συνηθέστ. τραβάει το πετσάκι του·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που αυνανίζεται συστηματικά·
- τραβάει το πετσάκι του, μαλακίζεται, αυνανίζεται και, κατ’ επέκταση, δεν κάνει τίποτα το ενδιαφέρον, περνάει άσκοπα τον καιρό του, τεμπελιάζει: «τον έπιασα στην τουαλέτα να τραβάει το πετσάκι του || εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τραβάει το πετσάκι του». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία, που μιμείται τις κινήσεις του αυνανισμού.

πλευρό

πλευρό, το, ουσ. [<αρχ. πλευρόν], το πλευρό. 1. το πλαϊνό μέρος του ανθρώπινου σώματος ή του σώματος των ζώων: «με πονάει το δεξί μου πλευρό». 2. το καθένα από τα κόκαλα του θώρακα των ανθρώπων και των θηλαστικών, το παΐδι: «έφαγα τόσο ξύλο, που ακόμα με πονάει το πλευρό μου»· βλ. και λ. πλευρά·
- αλλάζω πλευρό, γυρίζω από την άλλη πλευρά του κορμιού μου, ενώ είμαι ξαπλωμένος ή κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: «το βράδυ στον ύπνο σου άλλαζες συνέχεια πλευρό»·
- βρίσκομαι στο πλευρό του, βλ. φρ. είμαι στο πλευρό του·
- είμαι στο πλευρό του, του συμπαραστέκομαι, τον υποστηρίζω, τον βοηθώ: «τον αγαπώ και τον υπολογίζω τόσο πολύ, που, ό,τι και να του τύχει, θα ’μαι στο πλευρό του». (Λαϊκό τραγούδι: μη φοβάσαι, σου το λέω, και καρδιοχτυπάς, θα ’μαι πάντα στο πλευρό σου, γιατί μ’ αγαπάς
- έχω στο πλευρό μου (κάποιον ή κάποιους), έχω τη συμπαράσταση, την υποστήριξη κάποιου: «όσο έχω στο πλευρό μου το φίλο μου, δε φοβάμαι τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχω στο πλευρό μου εσάς τους τρεις, δεν μπορεί να με πικράνει πια κανείς
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή πως θα γίνουν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν·
- ξύπνησε από λάθος πλευρό, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς, γιατί ξύπνησε από λάθος πλευρό και είναι μέσα στα νεύρα του». Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- στέκομαι στο πλευρό του, βλ. φρ. είμαι στο πλευρό του.

ποδήλατο

ποδήλατο, το, ουσ. [<νεότ. ποδήλατον], το ποδήλατο·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, λέγεται για οτιδήποτε μαθαίνει κάποιος και θυμάται δια βίου τη διαδικασία εκτέλεσής του: «μικρός είχα μάθει κολύμπι, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ ακόμη να κολυμπήσω. -Αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται»·
- γίνομαι ποδήλατο, βλ. φρ. γίνομαι πατίνι, λ. πατίνι·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, βλ. λ. ζωή.

ποιος

ποιος, -α -ο, γεν. ποιου, ποιας, κ. ποιανού, ποιανής, πλ. ποιων κ. ποιανών, ερωτημ. αντων. [<μσν. ποιός <αρχ. ποῖος (= τι είδους, τι λογής)], ποιος. (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- από ποιανού μεριά είσαι; βλ. λ. μεριά·
- από ποιανού μπάντα είσαι; βλ. λ. μπάντα·
- από ποιανού πάρτη είσαι; βλ. λ. πάρτη·
- από ποιανού το μέρος είσαι; βλ. λ. μέρος·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- για να δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- για να δούμε ποιος είναι ποιος, επιθετική πρόσκληση σε κάποιον για ανταγωνιστική παράθεση των καλών ιδιοτήτων ή ικανοτήτων που έχουμε, από τη στιγμή που είμαστε σίγουροι πως υπερέχουμε απέναντί του, ή επιθετική πρόσκληση σε κάποιον να μας αποδείξει τις καλές ιδιότητες ή τις ικανότητες που διατείνεται πως έχει: «ακούω ένα σωρό γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Φέρ’ τον λοιπόν να τον γνωρίσουμε, για να δούμε ποιος είναι ποιος». Ίσως αναφορά στο who is who, που είναι ένας τόμος όπου αναγράφονται οι βιογραφίες διάσημων ατόμων·
- για ποιον με παίρνεις; βλ. συνηθέστ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιο λόγο; βλ. λ. λόγος·
- για ποιον με πέρασες; επιθετική έκφραση σε άτομο που μας προτείνει κάτι παράνομο, ιδίως αν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, που μας προτείνει να μας δωροδοκήσει για να διεκπεραιώσουμε πιο γρήγορα ή με πλάγια μέσα μια υπόθεσή του, που για κάποιο λόγο καθυστερεί ή εκκρεμεί· βλ. και φρ. για ποιον με πήρες(;)·
- για ποιον με περνάς; βλ. φρ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιον με πήρες; ποιος νόμισες ότι ήμουν; για ποιον άλλον με εξέλαβες(;): «απ’ τη στιγμή που δε γνωριζόμαστε, για ποιον με πήρες και με μούντζωνες;»· βλ. και φρ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιον χτυπάει η καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; βλ. λ. γυναίκα·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- έλα να δούμε ποιος είναι ποιος, έκφραση που δηλώνει ανταγωνιστική πρόσκληση σε κάποιον, για να αποδείξει ο καθένας την πραγματική αξία ή ικανότητά του σε κάτι ή γενικά: «αν νομίζεις πως είσαι καλύτερος από μένα, έλα να δούμε ποιος είναι ποιος». Είναι και φορές, που μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το να τα βάλουμε κάτω· 
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- και ποιο το αποτέλεσμα; βλ. λ. αποτέλεσμα·
- και ποιος θα…, η Μαρία! βλ. λ. Μαρία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος, κανείς δε γνωρίζει την ταυτότητα του άλλου, είναι όλοι άγνωστοι μεταξύ τους: «δεν πηγαίνω ποτέ σε οργανωμένος εκδρομές, γιατί κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος || δεν μπορούσε να είχε επιτυχία η συνεστίαση, γιατί κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ποιος»·
- λούσε με, χτενίσε με (χτένισέ με), ξέρω ποιος με γέννησε, βλ. λ. γεννώ·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! (ειρωνικά) προσποιείται τον σπουδαίο, τον μεγάλο και τρανό: «κέρδισε κάτι λεφτουδάκια, και μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι!»·
- με ποιο κουράγιο; βλ. λ. κουράγιο·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, βλ. λ. Θεός·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
- πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- ποια είναι η κατάστασή του; βλ. λ. κατάσταση·
- ποια η διαφορά; βλ. λ. διαφορά·
- ποια η τύχη; βλ. λ. τύχη·
- ποια; τύχη βλ. λ. τύχη·
- ποια χαρτιά το γράφουν; βλ. λ. χαρτί·
- ποια χαρτιά το λένε; βλ. λ. χαρτί·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ή ποιο αυτί μου σφυρίζει; βλ. λ. αφτί·
- ποιο είναι το πρόβλημά σου! βλ. λ. πρόβλημα·
- ποιο καλό; βλ. λ. καλός·
- ποιο μάτι μου παίζει; βλ. λ. μάτι·
- ποιο το καλό; βλ. λ. καλός·
- ποιον; εμένα! ή ποιον; σε μένα! ή σε ποιον; σε μένα! έκφραση έντονης δυσαρέσκειας για την ενέργεια κάποιου σε βάρος μας, από τη στιγμή που, για κάποιο λόγο, θεωρούμε πως είμαστε ξεχωριστοί ή από τη στιγμή που καταλογίζουμε στον εαυτό μας πολλές θετικές ενέργειες υπέρ αυτού του κάποιου: «άρχισε να βρίζει στα καλά καθούμενα· ποιον; εμένα που με υπολήπτεται όλος ο κόσμος! || ξαφνικά άρχισε να ρίχνει κατηγόριες· ποιον; σε μένα που πάντα τον υπερασπιζόμουν! || γύρισε επιδεικτικά την πλάτη του σε ποιον; σε μένα που πάντα του συμπαραστεκόμουν». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες κι εσύ με αριθμό διακόσια ένα, διπλό παιχνίδι να παίξεις, ποιον; σε μένα!)·    
- ποιον να ρωτήσω, το γείτονα; βλ. λ. γείτονας·
- ποιον να ρωτήσω, τον παπά της ενορίας; βλ. λ. παπάς·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. λ. αέρας·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, βλ. λ. αέρας·
- ποιος ακούει το στόμα της! βλ. λ. στόμα·
- ποιος δρόμος σ’ έφερε…, βλ. λ. δρόμος·
- ποιος είδε το Θεό και δε τον φοβήθηκε! βλ. λ. Θεός·
- ποιος είμαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- ποιος είσαι ρε! νεοελληνική έκφραση που γενικά αμφισβητεί την ιεραρχία: «ποιος είσαι ρε, που θα πεις σε μένα ότι δεν μπορώ να μπω μέσα!». Στη νεότερη Ελλάδα, όλοι θεωρούν πως είναι ανώτεροι από όλους·
- ποιος είσαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; βλ. λ. τιμή·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. μυαλό·
- ποιος έχασε το φιλότιμό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. φιλότιμο·
- ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, βλ. λ. ζω·
- ποιος ήρθε; βλ. λ. ήρθα·
- ποιος θα κρεμάσει το κουδούνι στη γάτα; βλ. λ. κουδούνι·
- ποιος Θανάσης! βλ. λ. Θανάσης·
- ποιος και ποιος! όλοι, οι πάντες: «όταν μαθεύτηκε πως η είσοδος στο γήπεδο ήταν ελεύθερη, ποιος και ποιος δε θέλησε να μπει μέσα!»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- ποιος κερδίζει; βλ. λ. κερδίζω·
- ποιος λέει ναι, βλ. λ. ναι·
- ποιος λέει όχι, βλ. λ. όχι·
- ποιος λίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- ποιος μοιράζει χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; βλ. λ. αφτί·
- ποιος να μου το ’λεγε! βλ. φρ. ποιος το περίμενε(!)·
- ποιος να το ’λεγε! βλ. λ. λέω·
- ποιος να φάει, ποιος να γιάνει, βλ. λ. γιαίνω·
- ποιος ξέρει! δηλώνει άγνοια: «θα ’ρθει ο τάδε; -Ποιος ξέρει!»· βλ. και φρ. ποιος το ξέρει(!)·
- ποιος ξέρει τι νομίζει! λέγεται στην περίπτωση που υποθέτουμε πως κάποιος σκέφτεται κάτι καλό ή κακό για μας, που όμως δεν ευσταθεί: «μ’ είδε μια φορά να κάνω παρέα με πλούσιους και ποιος ξέρει τι νομίζει! || μ’ είδε μια φορά μεθυσμένο και ποιος ξέρει τι νομίζει!». (Λαϊκό τραγούδι: όσοι με βλέπουν που γλεντώ, ποιος ξέρει τι νομίζουν, μα μένα τα ματάκια μου καθημερνώς δακρύζουν                                                          
- ποιος ξέρει τι σκέφτεται! βλ. φρ. ποιος ξέρει τι νομίζει(!)·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, βλ. λ. νύφη·
- ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά, βλ. λ. γαμπρός·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του βλ. λ. μάτι·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος το ξέρει! δηλώνει άγνοια, έλλειψη σιγουριάς ως προς τη μελλοντική εξέλιξη κάποιου πράγματος ή κάποιας κατάστασης: «λες να μπορέσει να κάνει το γύρο του κόσμου, που ονειρεύεται, μ’ αυτό τ’ αυτοκινητάκι; -Ποιος το ξέρει! || λες να ’ναι παντρεμένοι του χρόνου; -Ποιος το ξέρει!». (Τραγούδι: ποιος το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα ποιος το ξέρει, κι αν μας βρει μαζί και τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιος το ξέρει!)· βλ. και φρ. ποιος ξέρει(!)· 
- ποιος τον ξέρει! δηλώνει άγνοια, έλλειψη σιγουριάς ως προς την ενέργεια κάποιου: «λες να του ζητήσει συγνώμη; -Ποιος τον ξέρει!»·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος τη χάρη σου! βλ. λ. χάρη·
- ποιος το λέει; βλ. λ. λέω·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- ποιος το ’πε, βλ. λ. είπα·
- ποιος το περίμενε! δηλώνει έκπληξη για κάτι που δεν το περίμενε κανείς να γίνει: «ποιος το περίμενε πως, μετά από τέτοια χρεοκοπία, θα μπορούσε πάλι να ορθοποδήσει! || ποιος το περίμενε ποτέ πως, έπειτα από τέτοια αγάπη που είχαν, θα χώριζαν!»·
- ποιος το ’χασε για να το βρεις εσύ; (ενν. το μυαλό, το φιλότιμο), ειρωνική παρατήρηση σε άμυαλο ή αφιλότιμο άτομο·
- ποιος τον χέζει! βλ. λ. χέζω·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος φταίει για το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- ποιος φταίει, ο γείτονας; βλ. λ. γείτονας·
- σε ποιον να το ρίξω, στο γείτονα; βλ. λ. γείτονας·
- σε ποιον τα πουλάς αυτά; επιθετική έκφραση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει, ή γενικά έκφραση έντονης αμφισβήτησης σε αυτά που μας λέει κάποιος, με την έννοια, ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις, ποιον προσπαθείς να ξεγελάσεις;·
- τώρα ποιος τον πιάνει ή ποιος τον πιάνει τώρα!βλ. λ. πιάνω.

ποτάμι

ποτάμι, το, ουσ. [<μσν. ποτάμιν <μτγν. ποτάμιον, υποκορ. του ουσ. ποταμός], το ποτάμι· ως επίρρ. (για υγρά, ιδίως για νερό) άφθονα, σαν ποτάμι: «έσπασε ο σωλήνας της ύδρευσης κι έτρεχε το νερό ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: μπρος στα πόδια μου ποτάμι το νερό, με παράπονο κοιτώ τον ουρανό)· βλ. και λ. ποταμός. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ας τα πάρει το ποτάμι! ας ξεχάσουμε όλα όσα ήταν αιτία που μας έκαναν να μαλώσουμε και ας μονοιάσουμε ξανά: «είναι άδικο τόσα χρόνια φίλοι και να μη μιλάμε για μια ηλίθια παρεξήγηση, γι’ αυτό ας τα πάρει το ποτάμι!»·
- ας το πάρει το ποτάμι! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως παραγράφουμε, πως συγχωρούμε κάποιον για κάτι κακό που μας έχει κάνει: «αφού αναγνώρισες το σφάλμα σου και μου ζητάς συγνώμη, ας το πάρει το ποτάμι!»·
- κι όποιον πάρει το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που επιβάλλεται κάποια τιμωρία με άνωθεν εντολή στην τύχη και όχι κατ’ επιλογή ή στην περίπτωση που κάποια επικίνδυνη ενέργεια μπορεί να βλάψει τυχαία τον οποιονδήποτε: «εγώ θα επιβάλω τις ανάλογες κυρώσεις για τη ζημιά που έγινε και όποιον πάρει το ποτάμι». Συνών. κι όποιον πάρει η μπάλα / κι όποιον πάρει η μπόρα / κι όποιον πάρει ο χάρος·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, συντελέστηκε γενική οικονομική καταστροφή σε ένα σύνολο ατόμων ή σε μια χώρα: «με την πρόσφατη οικονομική κρίση μας πήρε όλους το ποτάμι»·
- να τα πάρει το ποτάμι! βλ. φρ. ας τα πάρει το ποτάμι(!)·
- να το πάρει το ποτάμι; ερώτηση σε κάποιον, στην περίπτωση που τον παιδεύουμε και δεν του λέμε κάτι που αποτελεί μυστικό ή τον έχουμε υποβάλει στη δοκιμασία ενός αινίγματος ή στη λύση ενός γρίφου και δεν ξέρει τη σωστή απάντηση, με την έννοια να του την πούμε εμείς που τη γνωρίζουμε, για να πάψει να βασανίζεται άλλο. Συνών. φτύσ’ τα έξω(;)·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- παίρνει το ποτάμι (κάτι), καταστρέφεται, χάνεται, εξαφανίζεται κάτι: «όλες τις χαρές μας τις πήρε το ποτάμι || ευτυχώς όλες τις λύπες μας τις πήρε το ποτάμι». (Λαϊκό τραγούδι: όνειρο ήταν η αγάπη αυτή, τώρα πια διάβηκε την πήρε το ποτάμι, όλα εσβήσανε κι έχουν γκρεμιστεί, δάκρυ και πίκρα όλα πήγανε χαράμι
- σιγανό ποτάμι, βλ. συνηθέστ. σιγανό ποταμάκι, λ. ποταμάκι·
- τα μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, βλ. λ. πηγή·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω, δεν μπορεί να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί κάτι που έχει συντελεστεί: «ό,τι έγινε έγινε κι αν θες να ξέρεις, τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω»·
- τα ποτάμια δε γυρίζουν στα βουνά, βλ. φρ. τα ποτάμια δε γυρίζουν πίσω·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, αυτός που έχει επίγνωση της ανωτερότητάς του, των γνώσεών του, της σοφίας του, δε μιλάει για τον εαυτό του, δεν αυτοπροβάλλεται: «είναι απ’ τους πιο άξιους δασκάλους της πανεπιστημιακής μας κοινότητας αλλά θέλει να περνάει απαρατήρητος, γιατί το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει». Συνών. τα μεγάλα δάση μένουν βουβά·
- το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω, τα πράγματα εξελίσσονται: «ο λαός μας θα πάει μπροστά, γιατί το ποτάμι της ιστορίας δε γυρίζει πίσω». Μια από τις αγαπημένες εκφράσεις του Ανδρέα Παπανδρέου·
- τον πήρε το ποτάμι, καταστράφηκε ψυχικά ή οικονομικά: «απ’ τη μέρα που χώρισε τον πήρε το ποτάμι || πώς να μην τον πάρει το ποτάμι με τις βλακείες που έκανε στη δουλειά του!». Συνών. τον πήρε η κάτω βόλτα / τον πήρε η μπάλα / τον πήρε η μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, λέγεται στην περίπτωση που, σε κάποια ομαδική τιμωρία που επιβλήθηκε με άνωθεν εντολή, τιμωρήθηκε και κάποιος που δεν ευθυνόταν, ή λέγεται στην περίπτωση που σε κάποια γενική κρίση υπέστη τις συνέπειές της και κάποιος που φαινόταν πως θα την ξεπεράσει ανώδυνα, ή λέγεται στην περίπτωση που τις δίκαιες επιπλήξεις κάποιου σε ένα σύνολο τις υπέστη και ένας αθώος: «επειδή τ’ αφεντικό τους τους έπιασε να τεμπελιάζουν, έκανε περικοπές στο μισθό τους και τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, που το συγκεκριμένο μήνα έλειπε με άδεια || οι μετοχές που είχε επιλέξει ήταν οι μόνες που κρατούσαν στο χρηματιστήριο, αλλά με τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών, στο τέλος τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι || τους σκυλόβρισε ο διευθυντής τους, επειδή δεν του είχαν ετοιμάσει ακόμη τα σχέδια, κι όπως περνούσε απ’ το γραφείο ο τάδε, τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι». Συνών. τον πήρε κι αυτόν η μπάλα / τον πήρε κι αυτόν η μπόρα·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, βλ. λ. ιδρώτας·
- τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, βλ  λ. αίμα.
- χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα ή χύνω (τα) δάκρυα ποτάμι, βλ. λ. δάκρυ.

ποτήρι

ποτήρι, το, ουσ. [<μσν. ποτήριν <αρχ. ποτήριον], το ποτήρι. 1. το περιεχόμενο του ποτηριού: «βάλε μου να πιω ένα τελευταίο ποτήρι και να φύγω». (Λαϊκό τραγούδι: ζητάς μεζέ, γουστάρεις και ποτήρι και μένα μες τα καπηλειά μ’ αφήνεις ξεροσφύρι). 2. η υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, η οινοποσία: «τον κατάστρεψε το ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: κόλπα όμορφα σκαρώνει ο Αγαθοκλής, στο χορό και στο ποτήρι είναι μερακλής).Υποκορ. ποτηράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα ένα ποτηράκι, ακόμα ένα τραγουδάκι). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- αγαπάει το ποτήρι ή τ’ αγαπάει το ποτήρι, του αρέσει να πίνει οινοπνευματώδη ποτά: «δεν μπορώ να πω ότι είναι κανένας μπεκρής, αλλά τ’ αγαπάει το ποτήρι»·
- άνθρωπος του ποτηριού, βλ. λ. άνθρωπος·
- βλέπει το ποτήρι μισοάδειο, γενικά είναι απαισιόδοξος: «με την παραμικρή του ατυχία φέρνει αμέσως την καταστροφή, γιατί πάντα βλέπει το ποτήρι μισοάδειο»·
- βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, γενικά είναι αισιόδοξος: «και στη μεγαλύτερη δυσκολία δε χάνει το κέφι του, γιατί είναι απ’ αυτούς που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- είναι γερό ποτήρι, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να του παραβγεί στο ποτό, γιατί είναι γερό ποτήρι»·
- είναι δυνατό ποτήρι, βλ. φρ. είναι γερό ποτήρι·
- είναι να την πιεις στο ποτήρι, είναι πολύ όμορφη, πολύ λαχταριστή, πολύ ποθητή: «έχει μια κόρη ο τάδε, που είναι να την πιεις στο ποτήρι»·
- είναι τρύπιο ποτήρι, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανείς να τον παραβγεί στο ποτό, γιατί είναι τρύπιο ποτήρι και τους μεθάει όλους». Από την εικόνα του πότη που αδειάζει συνέχεια το ποτήρι του, δίνοντας έτσι την εντύπωση πως το ποτήρι του είναι τρύπιο. Το άτομο αυτό, πολλές φορές, μόλις αδειάζει το ποτήρι του, το σηκώνει επιδεικτικά και κοιτάζει, χάριν αστεϊσμού, απορημένο τον πάτο του ποτηριού, ψάχνοντας δήθεν να βρει ή να δει την τρύπα του ποτηριού·
- εις υγεία(ν) των ερώτων, στο ποτήρι μας το πρώτον, βλ. λ. υγεία·
- η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, βλ. λ. σταγόνα·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα πιω κι αυτό το ποτήρι, θα υποστώ, θα υπομένω και αυτή την οδυνηρή κατάσταση ή περίπτωση που μου έτυχε: «δεν το περίμενα πως θα μπορούσε ποτέ να με προδώσει ο καλύτερος φίλος μου, όμως θα πιω κι αυτό το ποτήρι»·
- ξεχείλισε το ποτήρι, δενμπορώ να κάνω άλλο υπομονή, δεν αντέχω περισσότερο να ανέχομαι τις αδικίες, τις παρατυπίες ή την κακή διαγωγή κάποιου σε βάρος μου ή σε βάρος άλλου ή άλλων: «αν συνεχίσεις αυτή την γκρίνια, θα χωρίσουμε, γιατί ξεχείλισε το ποτήρι || από δω και πέρα, όποιος τολμήσει να κοροϊδέψει ξανά αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο, θα ’χει να κάνει καλά μαζί μου, γιατί ξεχείλισε το ποτήρι»·
- πικρό ποτήρι, οποιαδήποτε οδυνηρή περίπτωση ή κατάσταση τυχαίνει σε κάποιον: «πέρασε πολλά στη ζωή του, αλλά, όταν έμαθε πως ο γιος του πιάστηκε για κατάχρηση, δεν άντεξε κι αυτό το πικρό ποτήρι κι αυτοκτόνησε». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα ’χασα στον κόσμο έχω πια καταστραφεί και το πιο πικρό ποτήρι για μια γυναίκα το ’χω πιει). Πρβλ.: ἀπελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο·
- πίνουμε ένα (κάνα) ποτήρι (ποτηράκι), λέγεται σε περιπτώσεις οινοποσίας ή γενικά σε περιπτώσεις που πίνουμε με κάποιον οινοπνευματώδες ποτό, και ταυτίζεται με την έννοια της συντροφικής οινοποσίας, της παρέας, της συγκέντρωσης φίλων: «έλα απ’ το σπίτι το βράδυ, γιατί έχω καλέσει κι άλλους φίλους, να πιούμε ένα ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: Σαββατοκύριακο του κόσμου πανηγύρι, Σαββατοκύριακο ανάσα της ζωής, πάμε, κορίτσι μου, να πιούμε ένα ποτήρι,πάμε ν’ ακούσουμε μπουζούκι να χαρείς // αυτά με καταστρέψανε και μ’ άφησαν μπατίρη, τώρα δεν έχω δίφραγκο να πιω κάνα ποτήρι
- πίνω το πικρό ποτήρι, υπομένω κάποια οδυνηρή κατάσταση ή περίπτωση που μου έτυχε: «πίνω το πικρό ποτήρι της χρεοκοπίας του γιου μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα χέρια μου σε παίρνουν και στα χείλη μου μου φέρνουν το πικρότερο ποτήρι και να το πιω δίχως αναπνοή
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνω το ποτήρι, βλ. φρ. υψώνω το ποτήρι·
- στραγγίζω το ποτήρι, δεν αφήνω ούτε σταγόνα από το νερό ή το ποτό που υπάρχει μέσα στο ποτήρι, το πίνω όλο: «διψούσε τόσο πολύ, που στράγγιξε το ποτήρι»·
- το ρίχνω στο ποτήρι, αρχίζω να πίνω, ιδίως λόγω διάφορων προβλημάτων: «κάθε φορά που έχει προβλήματα, το ρίχνει στο ποτήρι». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε πάλι στο ποτήρι θα το ρίξω και στο μεθύσι το γλυκό θα ζαλιστώ και τα φαρμάκια μου μέσα σ’ αυτό θα πνίξω για να μπορέσω μια στιγμή να ξεχαστώ
- τραβώ το ποτήρι μου (το ποτηράκι μου), πίνω το περιεχόμενο του ποτηριού, που είναι πάντοτε αλκοόλ και συνήθως ούζο ή κρασί: «κάθε βράδυ πηγαίνει στην ταβέρνα και τραβάει τα ποτηράκια του». (Λαϊκό τραγούδι: δε με συγκινούν αγάπες, φτάνει να καλοπερνώ· κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου
- τρικυμία σε ποτήρι, λέγεται ειρωνικά για ασήμαντη υπόθεση ή για ασήμαντο εμπόδιο στο οποίο δίνει κάποιος διαστάσεις χωρίς λόγο: «μα επειδή σου έφυγε ένας εργάτης, θέλεις να σταματήσεις τη δουλειά; Τρικυμία σε ποτήρι, φίλε μου»· 
- φίλοι του ποτηριού, λέγεται ειρωνικά για τις πρόσκαιρες και επιπόλαιες φιλίες που δημιουργούνται πίνοντας μέσα στα μπαρ και τις ταβέρνες: «οι φίλοι του ποτηριού πολλές φορές είναι μόνο για μια νύχτα». Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναπτυχθεί μεταξύ ανθρώπων που πίνουν μεγάλες και δυνατές φιλίες. Συνών. φίλοι της κούπας / φίλοι της ταβέρνας / φίλοι του καφενείου / φίλοι του μπαρ·
- υψώνω το ποτήρι μου, πίνω εις υγείαν κάποιου ή κάποιων, κάνω πρόποση: «μόλις υπόγραψαν τα συμβόλαια, ύψωσαν όλοι τα ποτήρια τους κι ευχήθηκαν καλά κέρδη».

πρά(γ)μα

πρά(γ)μα, το, ουσ. [<αρχ. πρᾶγμα <πράσσω], το πράγμα. 1. οτιδήποτε κατέχει κανείς, ιδίως αντικείμενο, σκεύος, έπιπλο: «αύριο κάνω μετακόμιση κι έχω να μεταφέρω πολλά πράγματα». 2. οτιδήποτε παράγει κανείς, το προϊόν, ιδίως το βιομηχανικό: «τι πράγματα βγάζετε στο εργοστάσιο που δουλεύεις;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα λαθραίο, παράνομο: «τον έπιασαν μ’ όλο το πράμα στο τελωνείο || βρήκαν όλο το πράμα, που είχε κλέψει, καταχωνιασμένο στο υπόγειο του σπιτιού του». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το ναρκωτικό: «με το κυνήγι που κάνει η αστυνομία, δεν μπορείς να βρεις σήμερα εύκολα πράμα στην πιάτσα». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το αιδοίο, το μουνί: «μόλις έσβησαν τα φώτα, έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το φουστάνι της κι άρχισε να χαϊδεύει το πράμα της». 6. άνθρωπος εντελώς άβουλος, ανάξιος λόγου: «εγώ δε θέλω να ’χω ένα πράμα σαν και σένα δίπλα μου, αλλά άνθρωπο έξυπνο, που, να μπορεί να με βοηθήσει και να με συμβουλέψει || κουβαλάει ένα πράμα μαζί της, που κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, αμολάει κοτσάνες». 7. η συμπεριφορά, η διαγωγή και, κατ’ επέκταση, ο ίδιος ο άνθρωπος σε σχέση με τη συμπεριφορά του: «τον ξέρω τρία χρόνια, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμη τι πράγμα είναι || μα είναι πράγμα να θέλεις να παρατήσεις τις σπουδές σου;». 8. η υπόθεση, η κατάσταση, το γεγονός, ό,τι συμβαίνει σε κάποιον: «έμπλεξα μ’ ένα πράγμα, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που το ανέλαβα || πώς πάει το πράμα που είχες ξεκινήσει; || μ’ έπιασε ένα πράμα στο λεωφορείο και δεν μπορούσα να αναπνεύσω!». 9α. στον πλ. τα πρά(γ)ματα, οι διάφορες εργασίες, οι διάφορες ασχολίες του ανθρώπου: «σήμερα έχω να κάνω πολλά πράγματα, γιατί έχω να πάω στην τράπεζα, στη Δ.Ε.Η., στον Ο.Τ.Ε. κι ύστερα να πάω να δω ένα φίλο μου, που είναι στο νοσοκομείο». β. τα προσωπικά είδη, αντικείμενα, τα ρούχα, οι αποσκευές: «έβαλε τα πράγματά του στη βαλίτσα του κι έφυγε απ’ το σπίτι || όταν έρθει το ταξί, θα πρέπει να ’στε όλοι έτοιμοι με τα πράγματά σας στο πεζοδρόμιο». γ. τα εμπορεύματα, τα καταναλωτικά προϊόντα: «αυτό το μαγαζί έχει καλά πράγματα || βγήκα με πεντακόσια ευρώ στην αγορά και στο τέλος δε μου ’μεινε ευρώ, γιατί αγόρασα πολλά πράγματα». 10. οι γνώσεις, η εμπειρία της ζωής: «αυτός γύρισε όλον τον κόσμο και ξέρει πολλά πράγματα στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας Αρμένης φιλαράκος που ’ξερε πράματα πολλά, μου ’πε πως η ευτυχία μοιάζει με γράμματα ψιλά). 11. τα βοσκήματα (γίδια, πρόβατα κ.λπ.): «βγήκε από νωρίς να ποτίσει τα πράματα στη στέρνα». Υποκορ. πρα(γ)ματάκι κ. πρα(γ)ματούλι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 265 φρ.)·
- αγρίεψαν τα πράγματα, επιδεινώθηκε η κατάσταση, ξέφυγε από τον έλεγχο: «μόλις φάνηκαν τα Μ.Α.Τ. και κατάλαβα πως αγρίεψαν τα πράγματα, βρήκα μια καλή κρυψώνα και περίμενα να δω τι θα επακολουθήσει»·
- άκου πράματα! ή άκουσε πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε το συνομιλητή μας, όταν θέλουμε να του εξιστορήσουμε ένα συμβάν ή μια υπόθεση·
- ακούστηκαν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα· 
- ακούστηκαν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα·
- ακούστηκαν φοβερά πράγματα, α. αποκαλύφθηκαν δημόσια από κάποιον συγκλονιστικά μυστικά σε βάρος κάποιου: «κατά τη συνέντευξη του αποχωρήσαντος βουλευτή, ακούστηκαν φοβερά πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο αρχηγός του κόμματος στους συνεργάτες του». β. εκτοξεύτηκαν ακατονόμαστες ύβρεις από τα άτομα που ήρθαν σε αντίθεση ή από τα άτομα που μάλωσαν: «κάποια στιγμή ήταν κι οι δυο τους εκτός εαυτού κι ακούστηκαν φοβερά πράγματα»·  
- αλαλούμ πράγματα, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικα πράγματα·
- αλαμπουρνέζικα πράγματα, α. καταστάσεις, υποθέσεις μπερδεμένες: «ό,τι είναι να κάνουμε, θα το γράψουμε στο χαρτί και θα το υπογράψουμε, γιατί εμένα δε μ’ αρέσουν αλαμπουρνέζικα πράγματα». β. λόγια διφορούμενα, ασαφή, μπερδεμένα: «τι αλαμπουρνέζικα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου, αλλά τώρα, που μου εξήγησες γιατί ενήργησες μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλάζει το πράγμα». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το θέμα·
- άλλαξαν τα πράγματα ή τα πράγματα άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική πολιτική ή οικονομική κατάσταση προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, θα δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα || τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, πρέπει να κάνουμε οικονομία»·
- άλλο πράγμα, διαφορετικό: «δε σου είπα αυτό, σου είπα άλλο πράγμα»·
- άλλο πράμα! α. (για πρόσωπα, ιδίως για γυναίκες αλλά και για πράγματα) που είναι πολύ καλός, πολύ εντυπωσιακός, εξαιρετικός, εξαίσιος, ιδιαίτερα ξεχωριστός: «γνώρισα χτες βράδυ μια γυναικάρα, άλλο πράμα! || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, άλλο πράγμα!». β. εκφράζει και εντελώς αντίθετη έννοια, επιτείνοντας κάποια κακή ιδιότητα, συμπεριφορά ή χαρακτηρισμό: «είναι γκρινιάρης, χαρτοπαίχτης, μεθύστακας, άλλο πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλφα πράμα, α. (για πρόσωπα) πολύ καλός, εξαιρετικός, εξαίσιος: «ο φίλος σου είναι άλφα πράμα». β. (ιδίως για γυναίκα) πολύ όμορφη, εξαιρετική, εξαίσια: «είδα το φίλο σου να κυκλοφορεί με μια γυναίκα άλφα πράμα!». Από το ότι το πράμα σημαίνει και μουνί. γ. (για εμπορεύματα ή ναρκωτικά) πρώτης ποιότητας: «το μαγαζί αυτό διαθέτει πάντα άλφα πράμα || στην πιάτσα κυκλοφορεί άλφα πράμα»·
- ανεβασμένα πράγματα! καταστάσεις πολύ ευχάριστες, πολύ εντυπωσιακές, πολύ εύθυμες,  πολύ καθώς πρέπει: «έγινε ένα γλέντι που δεν ξανάγινε. Ανεβασμένα πράγματα! || στη δεξίωση ήταν όλη η αφρόκρεμα της πόλης μας. Ανεβασμένα πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω τρέλα, θέλω πράγματα ανεβασμένα, μα όλα αυτά χωρίς εσένα δε θα έχουνε σκοπό). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- απ’ τα πράγματα, (για καταστάσεις) από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται: «απ’ τα πράγματα φαίνεται πως το χρηματιστήριο δεν πάει καθόλου καλά»· βλ. και φρ. από τα πράγματα·
- απλά πράγματα, λέγεται για κάτι που δεν είναι τόσο δύσκολο ή επικίνδυνο όσο φαίνεται ή όσο παρουσιάζεται: «θα διατάξουν μια ένορκη διοικητική εξέταση και με τον καιρό θα κουκουλώσουν το σκάνδαλο, απλά πράγματα»·
- από τα πράγματα, βλ. φρ. εκ των πραγμάτων·
- αστεία πράγματα! ή αστείο πράγμα! α. έκφραση πλήρους συναίνεσης στην πρόταση κάποιου: «σε παρακαλώ, θα μπορέσεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια θα σε βοηθήσω. β. χαρακτηρισμός υπόθεσης ή εργασίας που αναλαμβάνουμε ως πολύ εύκολης, πολύ απλής για τις δυνατότητές μας: «θα μπορέσεις να κουβαλήσεις αυτό το κιβώτιο μόνος σου; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια μπορώ να το κουβαλήσω· βλ. και φρ. γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα(!)·
- άτιμο πράγμα ή άτιμα πράγματα, α. ενέργεια ανέντιμη, δόλια: «αυτό που έκανες στον άνθρωπο ήταν πολύ άτιμο πράγμα || εγώ δε σ’ είχα μαθημένο γι’ άτιμα πράγματα». β. λέγεται για κάτι συνήθως μικροαντικείμενα ή μικροσυσκευές, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν ή τη χρησιμότητά τους: «τι άτιμο πράγμα είναι αυτό και για ποιο λόγο τ’ αγόρασες, δεν μπορώ να καταλάβω»·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «δεν έχει καμιά σχέση αυτό που μου λες με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε, γιατί αυτό είν’ άλλο πράγμα». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, αφήνω τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, χωρίς να επεμβαίνω ή να εκβιάζω την έκβασή τους: «έχει προβλήματα με τη γυναίκα του και τον συμβούλεψα ν’ αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους και ο καιρός θα δείξει τι πρέπει να κάνει»·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, α. διευθετώ μια διαφορά ή μια παρεξήγηση που υπάρχει: «τώρα που βάλαμε τα πράγματα στη θέση τους μπορούμε να δώσουμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου τις τόσες, θα σ’ αφήσω, σου το λέω, να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους,συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις). β. αποκαθιστώ την αλήθεια, λέω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: «μόλις ήρθε ο τάδε κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, τότε μόνο μπορέσαμε κι εμείς να μάθουμε την πραγματική αλήθεια»·
- βερέμικο πράμα, βλ. λ. βερέμικος·
- βήτα πράμα, βλ. συνηθέστ. δεύτερο πράμα·
- βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα ή βλέπω της μάνας μου το πράμα, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα για να θρέψω την οικογένειά μου». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον να βλέπει της γιαγιάς του ή της μάνας του το αιδοίο και από αισθητική, αλλά περισσότερο από ηθική άποψη· βλ. και φρ. είδα της γιαγιάς μου το πράμα·
- βρήκε στρωμένα τα πράγματα ή βρήκε τα πράγματα στρωμένα, α. δε βρήκε καμιά δυσκολία, κανένα εμπόδιο σε κάποια δουλειά ή σε κάποια υπόθεση: «μόλις ανέλαβε τη δουλειά, άρχισε αμέσως την παραγωγή, γιατί βρήκε τα πράγματα στρωμένα». β. βρήκε την πολιτική κατάσταση στη χώρα για την οποία γίνεται λόγος, ήρεμη, ομαλή: «γύρισε μετά την πτώση της χούντας και βρήκε στρωμένα τα πράγματα, για να μας παρουσιάζεται μετά και αντιστασιακός!»·   
- γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα! καταστάσεις ασήμαντες, φαιδρές, ανάξιες λόγου: «δε θέλω να ’ρχεσαι κάθε τόσο και να μ’ ενοχλείς για γελοία πράγματα!»·
- για δε(ς) πράματα! βλ. φρ. για κοίτα πράματα(!)·
- για δε(ς) κάτι πράματα! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι που μας δημιουργεί κακή εντύπωση. (Τραγούδι: για δες κάτι πράματα, να γυρίζεις μες τ’ άγρια χαράματα)· βλ. και φρ. κοίτα πράματα(!)·
- για κοίτα πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- γίνονται πράματα και θάματα, α. συμβαίνουν πολλά ευχάριστα και αξιοθαύμαστα: «κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης γίνονται πράματα και θάματα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για καταστάσεις που έχουν αρνητικό αντίκτυπο: «όταν γυρίζει το βράδυ μεθυσμένος, γίνονται στο σπίτι του πράματα και θάματα»·
- γυναικουλίστικα πράγματα, βλ. λ. γυναικουλίστικος·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα ή δε χρειάζεται ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα ή δε χρειάζεται φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. φρ. δε λέει (και) πολλά, λ. πολύς·
- δεν είναι αστείο πράγμα να…, το ζήτημα είναι σοβαρό, πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα: «σήμερα δεν είναι αστείο πράγμα να κάνει κανείς έρωτα δίχως προφυλακτικό»·
- δεν είναι για μεγάλα πράγματα, δεν έχει την ικανότητα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να κατορθώσει κάτι σπουδαίο: «έχω την εντύπωση πως ο τύπος είναι μόνο λόγια και πως δεν είναι για μεγάλα πράγματα»·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρει κάποιος ένα γεγονός: «ακούω με προσοχή αυτά που λες, αλλά με συγχωρείς που θα σε διακόψω, γιατί δεν είναι έτσι τα πράγματα». Συνών. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, διέρχεται κρίση, εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό δεν είναι καλά τα πράγματα στον τόπο μας, γι’ αυτό πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό»· βλ. και φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- δεν είναι λίγο πράγμα να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- δεν είναι μικρό πράγμα να…, δεν είναι καθόλου ασήμαντο, απεναντίας είναι πολύ σοβαρό, πολύ σπουδαίο: «δεν είναι μικρό πράγμα να χρωστάς ένα σωρό λεφτά και να κινδυνεύεις να πας φυλακή, επειδή δεν έχεις να τα πληρώσεις || δεν είναι μικρό πράγμα να περάσεις κολυμπώντας τα στενά της Μάγχης»·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή! λ. δουλειά·
- δεν είναι σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά, βλ. λ. σόι·
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους δεν προβλέπεται ευοίωνη: «ο κόσμος όλος ανησυχεί, γιατί αντιλαμβάνεται πως δεν έρχονται καλά τα πράγματα»·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. φρ. δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, λέγεται σε περιπτώσεις που επιχειρούμε να εξομοιώσουμε ασυμβίβαστα μεταξύ τους πράγματα είτε υποτιμώντας είτε υπερτιμώντας τα: «θα πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τους επιστήμονες απ’ τους απλούς ανθρώπους, γιατί δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι»·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, α. η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους δεν έχει ευοίωνη προοπτική: «όταν βλέπεις να πέφτουν οι τιμές στο χρηματιστήριο, να ’σαι σίγουρος πως δεν πάνε καλά τα πράγματα στον τόπο μας || όταν βλέπεις τις οικογένειες να διαλύονται η μια πίσω απ’ την άλλη, τότε να ξέρεις πως γενικά δεν πάνε καλά τα πράγματα». β. η οικονομική κατάσταση ή η υγεία ενός ατόμου δεν έχει ευοίωνη προοπτική και γενικά η εξέλιξη κάποιας δουλειάς ή υπόθεσης δεν έχει το ποθητό αποτέλεσμα, γιατί παρουσιάζει πολλές δυσκολίες: «το ’χει καταλάβει πως δεν πάνε καλά τα πράγματα με την υγεία του και προσπαθεί να μη χάσει την ψυχραιμία του || δεν πάνε καλά τα πράγματα στη δουλειά του και ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του»· βλ. και φρ. δεν είναι καλά τα πράγματα·
- δεν προχωράει το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα, δεν εξελίσσεται: «πώς τα πας με τη δουλειά σου; -Έχω πέσει σε κάτι απρόβλεπτες δυσκολίες και δεν προχωράει το πράγμα»·
- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους εγκυμονεί δυσάρεστες καταστάσεις: «τον τελευταίο καιρό, μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα»·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το καλοβλέπω το πράγμα, θεωρώ πως κάπου κάτι είναι ύποπτο: «για να κάθεται αυτός ο τύπος με τις ώρες στη γωνία και να μας παρακολουθεί, δεν το καλοβλέπω το πράγμα»·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δες πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας βαδίζοντας λικνιστικά. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως οι πωλητές ψαριών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση το εμπόρευμά τους στο δρόμο ή στην ψαραγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει μουνί·
- δεύτερο πράμα, εμπόρευμα κατώτερης ποιότητας, δεύτερης διαλογής: «δεν έπρεπε να δώσεις τόσα λεφτά γι’ αυτό το ρολόι, γιατί είναι δεύτερο πράμα»·
- διαφέρει το πράγμα, βλ. φρ. αλλάζει το πράγμα·
- δυσκολεύουν τα πράγματα, βλ. φρ. σκουραίνουν τα πράγματα·
- δύσκολο πράγμα είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολο πράγμα είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, άλλοτε πάλι προτάσσεται ή ακολουθεί της φρ. το νομίζεις, ενώ είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και ταυτόχρονα κλείνει με το νομίζεις·
- έγιναν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν φοβερά πράγματα, δημιουργήθηκαν συγκλονιστικά επεισόδια, έγιναν πολύ μεγάλες παρατυπίες ή παρανομίες: «όταν τα Μ.Α.Τ. επιτέθηκαν στους διαδηλωτές, έγιναν φοβερά πράγματα, γιατί χτυπούσαν στα τυφλά || η αντιπολίτευση κατήγγειλε φοβερά πράγματα για τις απευθείας αναθέσεις διαφόρων δημοσίων έργων»·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. φρ. έγινε σκατά το πράμα·
- έγινε σκατά το πράμα ή το πράμα έγινε σκατά, λέγεται σε περίπτωση που κάποιο αντικείμενο καταστράφηκε, που κάποια υπόθεση στράβωσε και δεν είχε αίσιο τέλος ή που δεν μας ικανοποιεί πια: «έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, καλύτερα πέτα το κι αγόρασε ένα κασετόφωνο της προκοπής || έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, δεν ξαναπατάω στο μαγαζί του να βλέπω όλα τα τσογλάνια να πουλάνε μούρη»·
- εδώ το καλό το πράμα! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως φρούτων και λαχανικών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση τα εμπορεύματά τους στο δρόμο ή στην αγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είδα της γιαγιάς μου το πράμα ή είδα της μάνας μου το πράμα, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μόλις αντιλήφθηκα τον τάδε να βάζει χέρι στο ταμείο του φίλου του, είδα της γιαγιάς μου το πράμα»· βλ. και φρ. βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα·
- είμαι μέσα στα πράγματα, α. συμμετέχω στη διαμόρφωση των εξελίξεων, είμαι στα κέντρα αποφάσεων: «έλα να σε βολέψω τώρα που είμαι μέσα στα πράγματα, γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται αργότερα!». β. είμαι γνώστης των όσων συμβαίνουν σε ένα χώρο ή σε ένα τόπο: «διαβάζω όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούν, γιατί θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα»·
- είμαι στα πράγματα, έχω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ ή ανήκω στην κυβερνητική παράταξη: «τώρα που είμαι στα πράγματα, θα βοηθήσω αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη»·
- είναι εντάξει τα πράγματα ή τα πράγματα είναι εντάξει (γενικά) οι διαφορές διευθετήθηκαν, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου εξελίσσεται ομαλά: «κάνουν πάλι παρέα, γιατί τώρα είναι εντάξει τα πράγματα, μια και ξέχασαν τις παλιές τους έχθρες || τον τελευταίο καιρό είναι εντάξει τα πράγματα στην αγορά || τα πράγματα είναι εντάξει με τη γειτονική μας χώρα»·
- είναι ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. είναι στριμόκωλα τα πράγματα·
- είναι μεγάλο πράγμα, έχει μεγάλη σημασία, μεγάλη σπουδαιότητα: «είναι μεγάλο πράγμα να υπάρχει αλληλοκατανόηση σ’ ένα ζευγάρι || είναι μεγάλο πράγμα η υγεία στον άνθρωπο». (Τραγούδι: η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα,σαν ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα
- είναι πολύ πράμα! βλ. φρ. πολύ πράμα(!)·
- είναι πράγματα αυτά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «είναι πράγματα αυτά να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || είναι πράγματα  αυτά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || είναι πράγματα αυτά να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ με το θόρυβο που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το όχι πες μου σε παρακαλώ·  
- είναι πράμα απ’ τη Δράμα! α. το εμπόρευμα είναι πάρα πολύ καλό, είναι γνήσιο: «αγόρασα ένα ρολόι, φίλε μου, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Η αναφορά στη Δράμα, ίσως από το ότι εκεί καλλιεργούσαν χασίσι πρώτης ποιότητας. β. (για γυναίκες) είναι πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γκόμενα, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είναι προχωρημένα τα πράγματα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος έχει ήδη εξελιχθεί: «τώρα δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη δουλειά, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα || δεν υπάρχει περίπτωση να συμφιλιωθούν, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα μεταξύ τους». β. (ειδικά) το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ήδη προχωρήσει στην ερωτική πράξη, οπότε η γυναίκα δεν είναι πια παρθένα: «απ’ τη στιγμή που είναι προχωρημένα τα πράγματα μαζί της, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους γονείς της»·
- είναι σκούρα τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής γενικά έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ: «όσο υπάρχει ακυβερνησία, είναι σκούρα τα πράγματα για τον τόπο μας || μετά την πτώση των αξιών στο χρηματιστήριο, είναι σκούρα τα πράγματα για την οικονομία μας || μετά την εξέταση που μ’ έκανε ο γιατρός, με προειδοποίησε πως είναι σκούρα τα πράγματα για την υγεία μου»·
- είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- είναι στα πράγματα, α. (για παρατάξεις ή για πολιτικά) είναι στην εξουσία, κυβερνά, κατέχει κάποιο πόστο: «ποια παράταξη είναι τώρα στα πράγματα στη χώρα σας; || όταν ήταν ο τάδε υπουργός στα πράγματα, όλα δούλευαν ρολόι». β. (για πρόσωπα) που ανήκει στην κυβερνητική παράταξη, που έχει κάποια εξουσία ή που διαθέτει κάποιο πολιτικό μέσο: «μόνο ο τάδε μπορεί να σε βοηθήσει, γιατί τώρα αυτός είναι στα πράγματα || όταν ήταν στα πράγματα, έκανε πως δε μας ήξερε!». γ. λέγεται και για άνθρωπο που βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων, που είναι δραστήριος, που έχει μεγάλη εμπειρία, μεγάλη γνώση σε κάποιο χώρο, ιδίως σε θέματα καθημερινής ζωής: «για πες μου εσύ, που είσαι στα πράγματα, πού θα βρω έναν εργάτη για κάτι μερεμέτια;»·
- είναι στριμόκωλα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στριμόκωλα, α. βρισκόμαστε σε περίοδο έντονης οικονομικής ανέχειας ή σε περίοδο σκλήρυνσης της κυβερνητικής πολιτικής και των εκτελεστικών της οργάνων, ή, γενικά, η παγκόσμια κατάσταση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους: «απ’ τη στιγμή που η κυβέρνηση επανέφερε την προσωποκράτηση για χρέη προς το δημόσιο, είναι στριμόκωλα τα πράγματα || με όλη αυτή τη ρευστότητα που υπάρχει στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι στριμόκωλα τα πράγματα». β. (γενικά) η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζονται μεγάλες αντιξοότητες, χρειάζεται μεγάλη προσοχή: «έχω σκοπό να μην ξεκινήσω καμιά καινούρια δουλειά, γιατί είναι στριμόκωλα τα πράγματα»·
- είναι στρωμένα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στρωμένα, α. δεν υπάρχει καμιά πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία, ή, αν υπήρχε, έχει ξεπεραστεί: «τον τελευταίο καιρό επικρατεί ηρεμία στον τόπο μας και γενικά είναι στρωμένα τα πράγματα». β. δεν υπάρχουν διαφορές ή εκκρεμότητες ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες, ή, αν υπήρχαν, έχουν διευθετηθεί: «κάποτε ήταν μαλωμένοι, αλλά τώρα είναι στρωμένα τα πράγματα και κάνουν πάλι παρέα»·
- είναι το ίδιο πράγμα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά: «αυτό που μου λες, είναι το ίδιο πράγμα μ’ αυτό που σου λέω κι εγώ»·
- εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από τα πράγματα, από την κρατούσα κατάσταση: «είμαι υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να μειώσω το προσωπικό μου, γιατί η δουλειά έχει πέσει κατακόρυφα»·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, στην πιο καίρια στιγμή που θα πετύχαινε κανείς κάτι έπειτα από πολλές προσπάθειες: «εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα και να πέσουν οι υπογραφές, ζήτησε μια προθεσμία για να ξαναμελετήσει το συμβόλαιο»· βλ. και φρ. εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, λ. γλυκός·  
- έρχομαι στα πράγματα, α. αναλαμβάνω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ: «όσοι έρχονται στα πράγματα, το πρώτο που κάνουν είναι να βολέψουν όλους τους δικούς τους στο δημόσιο». β. ανήκω στο κόμμα εκείνο που ανέλαβε την εξουσία: «τώρα που ήρθαμε στα πράγματα, θα τρελαθούμε στη μάσα»·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να ξεχάσετε όλα όσα ακούσατε, γιατί έτσι έχουν τα πράγματα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το θέμα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, έχει υπερβολικά μεγάλο πέος: «μια φορά πήγε η τάδε μαζί του και δεν έχει σκοπό να ξαναπάει, γιατί ο τύπος έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι». Η αναφορά στο βγαλμένο χέρι, γιατί ο παθών το αφήνει να κρέμεται, μέχρι να δεχτεί τις πρώτες βοήθειες, κι έτσι, γίνεται αντιληπτό όλο το μήκος του, κάτι που παρομοιάζεται με το πέος που κρέμεται μπροστά·
- έχει πολύ πράμα! έκφραση θαυμασμού για όμορφη γυναίκα που έχει καλοσχηματισμένα και ωραία πιασίματα: «είναι μια γκομενάρα, που έχει πολύ πράμα!»·
- έχει πολύ πράμα, υπάρχει υπεραφθονία αγαθών: «το πρωί έκανα μια βόλτα στην αγορά κι είδα πως έχει πολύ πράμα»·
- έχω πείρα του πράγματος, βλ. λ. πείρα·
- ζορίζουν τα πράγματα, α. η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, επιβάλλει τη λήψη σκληρών μέτρων: «τα δυο τελευταία χρόνια άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, γι’ αυτό απαιτείται σκληρή λιτότητα». β. (γενικά) παρουσιάζονται δυσκολίες, αντιξοότητες, χρειάζεται στο εξής μεγαλύτερη προσοχή: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί ζορίζουν τα πράγματα || έχω περικόψει όλα τα περιττά έξοδα, γιατί ζορίζουν τα πράγματα»·
- ζορίζω τα πράγματα, α. εκβιάζω μια κατάσταση ή μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «απ’ τη στιγμή που σου υποσχέθηκε πως μέσα στο μήνα θα σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, μη ζορίζεις άλλο τα πράγματα». β. ασκώ πίεση για να εξελιχθεί μια δουλειά ή μια υπόθεσή μου γρηγορότερα: «αν δε ζόριζα τα πράγματα, δε θα ’χα πάρει ακόμα το δάνειο»· 
- ζόρικο πράμα, α. (για γυναίκες) πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γυναίκα, πολύ ζόρικο πράμα». β. (για πράγματα) που είναι εντυπωσιακό, που είναι αξίας: «αγόρασε ένα ρολόι, ζόρικο πράμα || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, πολύ ζόρικο πράμα». γ. (για καταστάσεις) που προκαλεί ψυχική καταπίεση, ψυχική δυσφορία: «δεν υπάρχει πιο ζόρικο πράγμα να χάνεις τη γυναίκα που αγαπάς || ζόρικο πράγμα για έναν πατέρα να βλέπει την κατάντια του γιου του»·
- ζυγιάζω τα πράγματα, υπολογίζω σοβαρά, προσεκτικά μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, πριν αποφασίσω να ενεργήσω: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν ζυγιάσει πρώτα καλά τα πράγματα»·
- η πορεία των πραγμάτων, βλ. λ. πορεία·
- η φορά των πραγμάτων, βλ. λ. φορά·
- ηρεμώ τα πράγματα, τακτοποιώ, διευθετώ μια έκρυθμη κατάσταση: «με την απειλή πως θα καλέσω την αστυνομία, ηρέμησα τα πράγματα και οι δυο παρέες κάθισαν φρόνιμα στα τραπεζάκια τους»·
- θα δείξει το πράγμα, βλ. φρ. θα φανεί το πράγμα·
- θα το κανονίσουμε το πράγμα, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «αποφάσισε πρώτα εσύ να πάρεις μέρος στη δουλειά και θα το κανονίσουμε το πράγμα»·
- θα φανεί το πράγμα, κατά τη διάρκεια της συναναστροφής ή της εξέλιξής του, θα αποδειχθεί, θα αποκαλυφθεί αν κάποιος ή κάτι έχει θετικά ή αρνητικά στοιχεία: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, αλλά ας τον βάλουμε στην παρέα μας και θα φανεί το πράγμα || ας ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά και στην πορεία θα φανεί το πράγμα»· 
- θέλει (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει κουβέντα το πράγμα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει σκέψη το πράγμα, βλ. λ. σκέψη·
- θέλει συζήτηση το πράγμα, βλ. λ. συζήτηση·
- καθαρά πράγματα, βλ. φρ. καθαρισμένα πράγματα·
- καθαρισμένα πράγματα, βλ. συνηθέστ. ξεκαθαρισμένα πράγματα·
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. φρ. σειρά·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. φρ. ώρα·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγό κόκκινο το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. κολιός·
- καλώς εχόντων των πραγμάτων, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αν όλα εξελίσσονται ομαλά: «βέβαια, καλώς εχόντων των πραγμάτων, η δουλειά θα πρέπει να τελειώσει τέλος του μηνός»·
- κάνει πράματα και θάματα, είναι σπάνιος τεχνίτης ή είναι άφταστος στο επάγγελμα που κάνει και γενικά, με οτιδήποτε καταπιάνεται, έχει άριστα αποτελέσματα: «αυτός ο μηχανικός κάνει πράματα και θάματα || αυτός ο χειρούργος κάνει πράματα και θάματα»·
- κάνει τρελά πράγματα, α. συμπεριφέρεται παράλογα: «κάθε φορά που τον παίρνουμε μαζί μας, γινόμαστε ρεζίλι, γιατί κάνει συνέχεια τρελά πράγματα». β. (για τεχνίτες, μηχανικούς) είναι ικανότατος: «κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, που κάνει τρελά πράγματα»·
- κανονίζω τα πράγματα, α. τακτοποιώ, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δεν κανονίσω πρώτα τα πράγματα που με απασχολούν, δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές». β. βρίσκω λύση σε κάποιο πρόβλημα, συμβιβάζω διαφορές: «επειδή δεν μπορούσαν να τα βρουν μόνοι τους στη μοιρασιά, φώναξαν ένα τρίτο να κανονίσει τα πράγματα»·
- κανονίστηκε το πράγμα ή το πράγμα κανονίστηκε, η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος συμφωνήθηκε, διευθετήθηκε: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά που ήταν ν’ αναλάβεις; -Κανονίστηκε το πράγμα || είσαι ακόμα στα μαχαίρια με τον τάδε; -Το πράγμα κανονίστηκε, γιατί δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις»·   
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. φρ. κατά πώς δείχνουν τα πράγματα·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, σύμφωνα με την πορεία, με την εξέλιξη των πραγμάτων, σύμφωνα με τους οιωνούς: «κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, θα ’χουμε γρήγορα εκλογές»·
- κατά πώς έρχονται τα πράγματα, αναλόγως με τις συνθήκες που επικρατούν, αναλόγως των περιστάσεων: «έχω μάθει να μη βιάζομαι και πάντα ενεργώ κατά πώς έρχονται τα πράγματα»·
- κοίτα πράματα! έκφραση απορίας, θαυμασμού ή έκπληξης για κάτι που ακούμε, βλέπουμε ή πληροφορούμαστε: «κοίτα πράγματα, κοτζάμ άντρας, να συνερίζεται αυτό το μικρό παιδί! || κοίτα πράγματα που γίνονται στην ιατρική επιστήμη!». (Τραγούδι: σαν κλεμμένο ξωκλήσι, έτσι μ’ έχεις αφήσει και μου πήρες σταυρούς και μαλάματα, κοίτα πράματα!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για και μετά το ρ. ακολουθεί το κάτι· βλ. και φρ. για δε(ς) κάτι πράματα(!)·
- κορίτσι πράμα! βλ. λ. κορίτσι·
- κρίθηκε το πράγμα, αποφασίστηκε οριστικά, τελεσίδικα κάτι: «τη δουλειά θα την αναλάβει ο τάδε, γιατί έχει πολύ πιο πολλά προσόντα από σένα, κρίθηκε το πράγμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πάει·
- κρύωσε το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να έχει ενδιαφέρον: «μετά από τόσες υπαναχωρήσεις, κρύωσε το πράγμα»·
- λάσπωσαν τα πράγματα ή λάσπωσε το πράγμα, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά, λ. δουλειά·
- λέει πράματα και θάματα! το άτομο ή το ανάγνωσμα για το οποίο γίνεται λόγος, μιλάει για πάρα πολύ ενδιαφέροντα και θαυμαστά πράγματα: «κάθε φορά που γυρίζει ο θείος μου από ταξίδι, μας λέει πράματα και θάματα || αυτό το βιβλίο λέει πράματα και θάματα για την Αφρική!»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, ό,τι λέω, το λέω ντόμπρα και σταράτα: «δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα να παρεξηγήσει τα λόγια μου, γιατί λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους»·
- λέω τα πράγματα όπως είναι, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λέω τα πράγματα όπως έχουν, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λίγα πράγματα! βλ. φρ. μικρά πράγματα(!)·  
- λίγο πράγμα είναι να… ή λίγο πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. μικρό πράγμα είναι να(…)·
- μαλακίστηκε το πράγμα, η δουλειά, η υπόθεση ή η συζήτηση έφτασε σε σημείο να χάσει τη σοβαρότητα που είχε, και στο εξής δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον: «από ένα σημείο και πέρα μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι άρχισαν σιγά σιγά ν’ αποχωρούν || ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του, ήρθε και μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι κοιτάζαμε πότε να περάσει η ώρα να φύγουμε»· 
- μην το φιλοσοφείς το πράγμα, βλ. συνηθέστ. μην το ψάχνεις το πράγμα·
- μην το ψάχνεις το πράγμα, α. μην το σκέφτεσαι, μην το εξετάζεις, γιατί η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος δε χρειάζεται πολύ σκέψη, είναι αυτονόητη, είναι ευνόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διευκολύνσεις, θα τελειώσουμε στο άψε σβήσε τη δουλειά, γι’ αυτό μην το ψάχνεις το πράγμα κι έλα να υπογράψουμε τα συμβόλαια», δηλ. υπάρχει σίγουρη επιτυχία. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι, γιατί δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν εκλεγούν, κάνουν εντελώς άλλα, γι’ αυτό σου λέω μην το ψάχνεις το πράγμα»·
- μικρά πράγματα! α. λέγεται για προσπάθεια, που αποφέρει ασήμαντα αποτελέσματα, ασήμαντα κέρδη: «θέλησα να φορτσάρω για να προχωρήσω τη δουλειά, αλλά μικρά πράγματα, γιατί έπεσα πάνω σε γιορτές και σε αργίες! || κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είχα αρκετή δουλειά, αλλά όταν έκλεισα ταμείο, διαπίστωσα μικρά πράγματα!». β. λέγεται για να απαλύνει τη στενοχώρια κάποιου που μας προκάλεσε κάποια ζημιά: «έλα, μη στενοχωριέσαι για το βάζο που έσπασες. Μικρά πράγματα, σου λέω, γιατί ήταν και ραγισμένο!»· 
- μικρό πράγμα είναι να… ή μικρό πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα, γενικά στη ζωή μου, στις δουλειές μου, αντιμετωπίζω προβλήματα: «πρέπει να κάνω κανένα ευχέλαιο, γιατί τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα, γενικά όλα στη ζωή μου, στις δουλειές μου, μου έρχονται ευνοϊκά, εξελίσσονται ευνοϊκά: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, Θεούλη μου, γιατί εδώ και καιρό μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. φρ. μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα·
- μπαλώνω τα πράγματα, βλ. φρ. τα μπαλώνω, λ. μπαλώνω·
- μπατάλικο πράμα, αντικείμενο χοντροκομμένο, κακοδουλεμένο και χωρίς τις σωστές του αναλογίες: «πήγες κι έδωσες ένα κάρο λεφτά γι’ αυτό το μπατάλικο πράμα!»·
- μπερδεμένα πράγματα, α. καταστάσεις ή υποθέσεις χωρίς διαφάνεια, ύποπτες: «όλα θα τα βάλουμε επί τάπητος και θα τα συζητήσουμε απ’ την αρχή, γιατί δε μ’ αρέσουν μπερδεμένα πράγματα». β. λόγια ασαφή, από τα οποία δεν μπορεί κανείς να βγάλει νόημα: «τι μπερδεμένα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- μπερδεύεται με πολλά πράγματα ή μπερδεύεται σε πολλά πράγματα, δεν έχει μια μόνιμη δουλειά, αλλά ασχολείται με διάφορες δουλειές, με διάφορες υποθέσεις: «δεν ήταν από κείνους που θα μπορούσαν να στεριώσουν κάπου μόνιμα, γιατί έμαθε να μπερδεύεται με πολλά πράγματα»·
- μπερδεύω τα πράγματα, α. δημιουργώ συνειδητά αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, ιδίως για προσωπικό μου όφελος: «έτσι όπως μπέρδεψε τα πράγματα, χάλασε η δουλειά και την πήρε ένας δικός του || όπως μπέρδεψε τα πράγματα, δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη κι έτσι δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτα». β. δημιουργώ άθελα ή από άγνοια αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου, αλλά, επειδή δεν ήξερε τη δουλειά, μπέρδεψε τα πράγματα και τώρα προσπαθώ να τα ξεμπερδέψω». γ. παρανοώ κάτι: «ραντεβού είχαμε στις δέκα κι όχι στις δώδεκα κι απορώ πώς μπέρδεψες τα πράγματα!»·
- μπλέκω τα πράγματα, φέρνω μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια κατάσταση στο απροχώρητο λόγω κακών ιδίως χειρισμών: «όπως έμπλεξες τα πράγματα, δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο θα συνεχίσεις τη δουλειά»·
- μπουρδουκλώνω τα πράγματα, α. μπερδεύω, ανακατώνω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «έτσι όπως τα μπουρδούκλωσες τα πράγματα, να δούμε ποιος θα μπορέσει να βγάλει άκρη!». β. ενεργώ κατάλληλα, ώστε να καλύψω μια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τα πράγματα και να κάνουν έλεγχο στο ταμείο σε μερικές μέρες, μόλις βάλω πίσω τα λεφτά που πήρα»·
- μυστήριο πράμα! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, που μας φαίνεται περίεργο, παράξενο, ανεξήγητο και που μας βάζει σε υποψίες, όσον αφορά τη νομιμότητά του, την προέλευσή του ή τις προθέσεις του: «ο τάδε αγόρασε μια βίλα στη Χαλκιδική. -Μυστήριο πράμα, αυτός μέχρι τα χτες ήταν να πάει φυλακή από χρέη! || ο τάδε με προσκάλεσε να μου κάνει το τραπέζι. -Μυστήριο πράμα, αυτός δεν δίνει τ’ αγγέλου του νερό, γι’ αυτό πρόσεχέ τον, μη θέλει κάτι από σένα! || τι μυστήριο πράμα που είναι η δημιουργία της ζωής!». Συνήθως συνοδεύεται με την ανάλογη έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού έντονα αποτυπωμένη στο πρόσωπο·
- να το δω το πράγμα, να σκεφτώ, να μελετήσω, να υπολογίσω την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «έτσι όπως μας τα λες, όλα είναι εύκολα, αλλά να το δω το πράγμα και θα σ’ απαντήσω»·
- νέα τάξη πραγμάτων, βλ. λ. τάξη·
- νοικοκυρεμένα πράγματα, δουλειά ή ενέργεια που γίνεται με επιμέλεια και τάξη, που χαρακτηρίζεται από σύνεση: «μ’ όποιον κι αν κάνει δουλειά, θέλει νοικοκυρεμένα πράγματα»·
- νοικοκυρίστικα πράγματα, βλ. φρ. νοικοκυρεμένα πράγματα·
- ντροπής πράγμα! ή ντροπής πράγματα! βλ. λ. ντροπή·
- ξεγυρισμένα πράγματα, δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβητήσεις, παρεξηγήσεις ή σχόλια: «ό,τι συμφωνήσουμε θα το τηρήσουμε κατά γράμμα, ξεγυρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένο πράμα·
- ξεγυρισμένο πράμα, α. γυναίκα πολύ όμορφη: «παλιά είχε μια γκόμενα που δε βλεπότανε, αλλά η καινούρια του είναι πολύ ξεγυρισμένο πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. οτιδήποτεθεωρείται πολύ ωραίο, πολύ ικανοποιητικό για τις ανάγκες ή τα γούστα μας: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο πολύ ξεγυρισμένο πράμα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένα πράγματα·
- ξεκαθαρίζω τα πράγματα, α. εκκαθαρίζω οικονομικές ή προσωπικές διαφορές που έχω με κάποιον ή με κάποιους: «αν δεν ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν κάνω άλλη δουλειά μαζί σου || και οι δυο έχουμε την εντύπωση πως φταίχτης είναι ο άλλος, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα». β. αποσαφηνίζω κάτι, κατασταλάζω σε κάτι: «ξεκαθάρισε, επιτέλους, τα πράγματα και μη μας τα λες μια έτσι και μια αλλιώς || πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα μέσα στο μυαλό σου κι ύστερα ν’ αποφασίσεις με τι θέλεις ν’ ασχοληθείς στη ζωή σου». γ. επιλέγω, διαλέγω από ένα πλήθος τα ουσιαστικά, τα απαραίτητα στοιχεία, τακτοποιώ: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και ξεκαθαρίζει τα πράγματα, γιατί με τα χρόνια μαζεύτηκε πολύ σαβούρα»·    
- ξεκαθαρισμένα πράγματα, α. δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που είναι αποσαφηνισμένες στην εντέλεια: «θέλω να μου παρουσιάσεις ξεκαθαρισμένα πράγματα, για να συνεταιριστώ μαζί σου». β. κατηγορηματική δήλωση πως θα πραγματοποιήσουμε την απειλή μας: «αν αντιληφθώ πως πας να κάνεις την παραμικρή απατεωνιά, θα σε κλείσω φυλακή, ξεκαθαρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεκομμένα πράγματα·
- ξεκομμένα πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δεν επιδεχόμαστε αντίρρηση, αντίλογο σε αυτό που είπαμε: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, ξεκομμένα πράγματα, κι όποιον δεν του αρέσει, να πάει σπίτι του»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)· 
- ξηγημένα πράγματα, έκφραση με την οποία προειδοποιούμε το συνομιλητή μας πως δε θα ανεχτούμε καμιά παρέκκλιση από όσα συμφωνήσουμε: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, ξηγημένα πράγματα, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)·
- όνομα και πράμα, βλ. λ. όνομα·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, οπωσδήποτε: «όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, εγώ θα την παντρευτώ || ξεκίνα εσύ τη δουλειά κι όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, θα σε βοηθήσω»·
- όπως και να ’χει το πράγμα ή όπως και να ’χουν τα πράγματα, όπως και αν διαμορφώθηκε η κατάσταση ή όπως και αν διαμορφωθεί η κατάσταση, σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως, οπωσδήποτε: «όπως και να ’χει το πράγμα, η ουσία είναι πως θα ξεπεράσουμε τη δύσκολη στιγμή στην οποία βρισκόμαστε || όπως και να ’χει το πράγμα, αυτό που σου ’ταξα θα στο δώσω»·
- ούτως εχόντων των πραγμάτων, επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, επειδή έτσι διαμορφώθηκε η κατάσταση: «ούτως εχόντων των πραγμάτων, μην αμφιβάλλεις ότι θα πετύχει η δουλειά»·
- πάει αλυσίδα το πράμα, βλ. λ. αλυσίδα·
- πάει σερί το πράμα, βλ. λ. σερί·
- παιδί πράμα! βλ. λ. παιδί·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, αντιμετωπίζω τις καταστάσεις που μου προκύπτουν με στωικότητα: «δε χάνω την ψυχραιμία μου και πάντα παίρνω τα πράγματα έτσι όπως μου έρχονται»·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. φρ. το παίρνω τοις μετρητοίς, λ. μετρητά·
- παράγινε το πράγμα! η υπόθεση ξέφυγε από τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού: «παράγινε το πράγμα με τις ανοησίες σου! || παράγινε το πράγμα με την γκρίνια σου! || παράγινε το πράγμα, κάθε φορά που σου χρειάζονται λεφτά, να ’ρχεσαι σε μένα!»·
- παραπήγε το πράγμα! βλ. φρ. παράγινε το πράγμα(!)
- παρατράβηξε το πράγμα! βλ. Φρ. παράγινε το πράγμα(!)·   
- παραφουσκώνω τα πράγματα, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, παρουσιάζω με υπερβολικό τρόπο κάποιο γεγονός, με σκοπό να εντυπωσιάσω ή να ξεγελάσω κάποιον ή κάποιους: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί παραφουσκώνεις τα πράγματα, αφού δεν έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο! || μας διηγιόταν πώς είχε μπλέξει σ’ έναν καβγά και, μόλις ήρθε στην παρέα μας και η τάδε, άρχισε να παραφουσκώνει τα πράγματα για να κάνει το κομμάτι του»·     
- παραχόντρυνε το πράγμα! βλ. λ. παράγινε το πράγμα(!)·
- πεθαμένα πράγματα, δουλειά, κατάσταση ή υπόθεση που δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και, κατ’ επέκταση, που στερείται ενδιαφέροντος, ιδίως οικονομικού: «πώς πήγε σήμερα η δουλειά; -Πεθαμένα πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- περπατάει το πράγμα, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «δεν μπορώ να πω πως έχω τρελή δουλειά, αλλά περπατάει το πράγμα || απ’ τη μέρα που ανέλαβε την υπόθεση ο τάδε δικηγόρος, περπατάει το πράγμα». β. (για προϊόντα) κυκλοφορεί με ευχέρεια στην αγορά, έχει ζήτηση: «έριξα ένα νέο είδος στην αγορά κι απ’ ό,τι βλέπω περπατάει το πράγμα»·
- ποιος σου ’πε τέτοιο πράγμα ή ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τα άσχημα λόγια που ειπώθηκαν για κάποιον και που αποδίδονται σε εμάς. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου, ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα και είσαι όλο παράπονα και κλάματα, ποιος σου ’πε πως εγώ μια άλλη αγαπώ, αφού καλά το ξέρεις μακριά σου πως δε ζω
- πολύ πράμα! α. θαυμαστικό επιφώνημα που αναφέρεται σε ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα, πλήθος ή διάρκεια ενός γεγονότος ή ενός πράγματος: «είχε κόσμο στη συγκέντρωση του κόμματος; -Πολύ πράμα! || η τελευταία ταινία του έχει διάρκεια τέσσερις ώρες -Πολύ πράμα!». β. θαυμαστικό επιφώνημα για πανέμορφη γυναίκα: «για δες αυτή τη γυναίκα, σ’ αρέσει; -Πολύ πράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. γ. θαυμαστικό επιφώνημα για καθετί που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «αγόρασε στη γυναίκα του ένα δαχτυλίδι για τα γενέθλιά της πολύ πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «δε θα ’σαι σίγουρα με τα καλά σου, γιατί, πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα, να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις!»·
- πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο πως, παρόλο που θέλουμε να μας συμβεί αυτό που μας λέει ο συνομιλητής μας, αυτό που επιθυμούμε, εντούτοις έχουμε την εντύπωση πως δε θα μας συμβεί: «θα πας φέτος διακοπές; -Πού τέτοιο πράγμα!», δηλ. αν και θέλω δε θα πάω. (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω θαύματα, πού τέτοια πράγματα, αγάπη θέλω μόνο, να με κοιτάς να λιώνω). Συνών. πού τέτοια τύχη(!)·
- πράγμα αβέβαιο, που δεν είναι σίγουρο αν πραγματοποιηθεί ή όχι, που είναι διφορούμενο: «περιμένω από μέρα σε μέρα την έγκριση του δανείου μου απ’ την τράπεζα αλλά προς το παρόν είναι πράγμα αβέβαιο»·
- πράγμα βέβαιο, που είναι σίγουρο, που θεωρείται ήδη τετελεσμένο: «μόλις πάρεις το δάνειο, πράγμα βέβαιο απ’ ότι έχω μάθει, θέλω να με διευκολύνεις μ’ ένα μικρό ποσό»·
- πράγμα που…, γεγονός, στοιχείο, απόδειξη που…: «θέλει να ’ρθει να σου μιλήσει, πράγμα που σημαίνει πως θέλει να μονοιάσετε || θέλει να ’ρθει επίσημα στο σπίτι σου, πράγμα που δείχνει πως ενδιαφέρεται σοβαρά για την κόρη σου»·
- πράγμα της δεκάρας, που δεν έχει καμιά αξία: «έχει μανία ν’ αγοράζει πράγματα της δεκάρας και να στολίζει το δωμάτιο του»·
- πράγματα που καίνε, υποθέσεις ή καταστάσεις που εντυπωσιάζουν αρνητικά, που ενοχοποιούν κάποιον ή επισύρουν εισαγγελική παρέμβαση: «αν ανοίξω το στόμα μου, θα πω για τον τάδε πράγματα που καίνε και δε θέλω να ’μαι εγώ αυτός που θα τον καταστρέψει»·
- πράμα για πέταμα, α. αντικείμενο όχι απαραίτητο: «απ’ τη στιγμή που τ’ αγόρασες και δεν ξέρεις πού να το βάλεις ή πώς να το χρησιμοποιήσεις, είναι πράμα για πέταμα». β. αντικείμενο άχρηστο από την πολυκαιρία ή μηχάνημα άχρηστο από βλάβη: «έχω πολλά πράματα για πέταμα κάτω στο υπόγειο || αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’χω απ’ τις αρχές του 1970, πώς να μην είναι πράμα για πέταμα»·
- πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. συνηθέστ. χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, λ. χωριό·
- πράμα του πελάγου ή πράμα του πελάου, (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα, ιδίως ύφασμα κατώτερης ποιότητας, που υποτίθεται ότι το έφερε λαθραία ναυτικός και πωλείται σε λαϊκές γειτονιές ή σε λαϊκές αγορές από δήθεν ναυτικό ως εξαιρετικής ποιότητας και σε πολύ καλή τιμή: «έραψε ένα παντελόνι μ’ ένα ύφασμα, που αγόρασε από ’ναν ναυτικό, αλλά του πάσαρε πράμα του πελάγου, γιατί μέσα σε λίγο καιρό ξέφτισε»·
- πράματα και θάματα! α. μεγάλη ποικιλία αγαθών: «στην αγορά σήμερα υπήρχαν πράματα και θάματα!». β. αφάνταστα, απίστευτα γεγονότα ή απίθανα νέα: «στη ζωή του είδε πράματα και θάματα || ελάτε να σας πω πράματα και θάματα!»· βλ. και φρ. γίνονται πράματα και θάματα και κάνει πράματα και θάματα·
- πρόσωπα και πράγματα, βλ. λ. πρόσωπο·
- πρόχειρα πράγματα, δουλειά ή υπόθεση που αντιμετωπίστηκε με βιασύνη και προχειρότητα: «αν δω πρόχειρα πράγματα, θα ξανακάνετε τη δουλειά απ’ τη αρχή || τι πρόχειρα πράγματα είναι αυτά που μου παρουσιάζετε;»·
- προχωρημένα πράγματα! βλ. φρ. ανεβασμένα πράγματα(!)·
- πρώτο πράμα, α. (ιδίως για γυναίκες, αλλά για άντρες) που είναι όμορφη, ωραία, που έχει ιδιαίτερα  ανεπτυγμένες τις ιδιότητες του φύλου της: «γνώρισα μια γυναίκα πρώτο πράμα || ο φίλος σου είναι πρώτο πράμα». (Λαϊκό τραγούδι: γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με κάμα). Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. (για προϊόντα) που είναι πρώτης ποιότητας: «αγοράζω πάντα απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί πουλάει πρώτο πράμα»·
- πώς είναι τα πράγματα; τι κατάσταση επικρατεί(;): «πώς είναι τα πράγματα στη νέα σου δουλειά; || πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι;»·
- πώς έχουν τα πράγματα; πώς έγινε, πώς διαδραματίστηκε κάτι(;): «για πες μου, πώς έχουν τα πράγματα κι έφτασαν στο σημείο να μαλώσουν;»· βλ. και φρ. πώς είναι τα πράγματα(;)·  
- πώς πάν’ τα πράγματα; α. έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για τη δουλειά και γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «ω, καιρό έχω να σε δω, πώς πάν’ τα πράγματα;». β. η έκφραση δείχνει και πολιτικό ενδιαφέρον·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; ποια είναι η γνώμη σου, πώς κρίνεις, πώς εκτιμάς κάποια κατάσταση γενική, κοινωνική ή πολιτική(;): «πώς βλέπεις τα πράγματα με την επέκταση που έκανε ο τάδε στη δουλειά του; || πώς τα βλέπεις τα πράγματα με την παραίτηση του τάδε υπουργού;»·
- ρίχνει πράμα! α. (για πρόσωπα) τρώει πάρα πολύ: «ρίχνει πράμα, σου λέω, που μπορεί να φάει κι ένα βόδι στην καθισιά!». β. (για βροχή, χιόνι, όχι για χαλάζι, γιατί αυτό πέφτει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα) πέφτει πάρα πολύ δυνατά, πάρα πολύ πυκνά και σε διάρκεια: «δεν μπορείς να φύγεις τώρα, γιατί έξω ρίχνει πράμα!»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, σε όλες τις εκδηλώσεις, σε όλες τις ενέργειες υπάρχει ένα επιτρεπτό, ένα ανεκτό σημείο, πέραν του οποίου γίνεται κατάχρηση δικαιώματος ή παρατηρείται παρεκτροπή: «σ’ είπαν να φας κι εσύ ξεκοιλιάστηκες, ρε παιδάκι μου. Σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο! || είπαμε να ’σαι αυστηρός, αλλά εσύ το παράκανες, γιατί πρέπει να ξέρεις πως σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο»·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σιάξανε τα πράγματα, ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες, τα προβλήματα, εξομαλύνθηκε η κατάσταση, ιδίως η οικονομική ή η πολιτική: «τώρα που σιάξανε τα πράγματα, θα πάρω κι εγώ την οικογένειά μου και θα πάω διακοπές || μόλις σιάξανε τα πράγματα στον τόπο μας, ήρθαν ένα σωρό τύποι απ’ το εξωτερικό κι άρχισαν να μας μοστράρουν για αντιστασιακοί»·
- σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! βλ. φρ. σπουδαίο πράγμα! (Τραγούδι: το καινούριο πράγμα είν’ άλλο πράγμα να σ’ αγκαλιάσει, να σ’ ανεβάσει μπορεί ρίχνουμε ένα κλάμα, σιγά το πράγμα παλιορεκλάμα ζωή)·
- σιχαμερά πράγματα, πράξεις ή λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που κάνεις! – τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που λες!»·
- σκάρτο πράγμα, εμπόρευμα άχρηστο, χωρίς καμιά αξία: «δε δίνω ούτε δραχμή, γιατί είναι σκάρτο πράγμα αυτό που θέλεις να μου πουλήσεις»·
- σκοτωμένα πράγματα, δηλώνει απραξία εμπορικών συναλλαγών και γενικά την αναδουλειά: «πως πας από δουλειά; -Σκοτωμένα πράγματα || είχατε χτες βράδυ δουλειά στο κλαμπ; -Σκοτωμένα πράγματα»· βλ. και φρ. πεθαμένα πράγματα·
- σκουραίνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, προβλέπεται δύσκολη, παρουσιάζονται εμπόδια που δυσχεραίνουν ή και αποκλείουν την ομαλή εξέλιξη: «μετά την ανοιχτή σύγκρουση της κυβέρνησης με τα εργατικά συνδικάτα, σκουραίνουν τα πράγματα || μετά το κλείσιμο των συνόρων με το γειτονικό κράτος, σκουραίνουν τα πράγματα»·
- σου είναι ένα πράμα! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά επιτήδειο, παμπόνηρο ή φαύλο και δεν μπορεί κανένας να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μην μπλέξεις μαζί του, γιατί σου είναι ένα πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι πράμα! ή με το Θεός να σε φυλάει·
- σπέσιαλ πράμα, α. εμπόρευμα ή αντικείμενο εξαιρετικό, ιδιαίτερα ξεχωριστό: «έφερα απ’ το εξωτερικό σπέσιαλ πράμα για τις γιορτές || αγόρασα ένα αυτοκίνητο σπέσιαλ πράμα». β. λέγεται και για όμορφη γυναίκα:  «γνώρισα μια γυναίκα σπέσιαλ πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα, λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και, σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο! -Σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαίο το πράγμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα(!)·  
- σπουδαίο πράγμα να…, είναι σημαντικό γεγονός να…: «σπουδαίο πράγμα να ’χει κανείς έναν πιστό φίλο στη ζωή του»·
- σπρώχνω τα πράγματα, πιέζω, προωθώ μια υπόθεση ή κατάσταση: «σπρώξε κι εσύ τα πράγματα να πάρω εκείνο το δάνειο απ’ την τράπεζα  όπου εργάζεσαι!»·
- στα πράματα! επιφώνημα που δηλώνει συναγερμό. Ίσως από την έκφραση των τσομπάνων που, όταν αντιλαμβάνονταν λύκους ή ζωοκλέφτες γύρω από το μαντρί, προέτρεπαν τους δικούς τους να πάνε κοντά στα πράματα (= πρόβατα, γίδια κ.λπ.) για να τα προφυλάξουν·
- στα πράματα, προτροπή για έναρξη εργασίας ή κάποιας ενέργειας: «άιντε παιδιά, αρκετά ξεκουραστήκαμε, μπρος στα πράματα». Συνών. στα όπλα·
- στενεύουν τα πράγματα, οι περιστάσεις, οι πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες γίνονται όλο και περισσότερο δυσχερείς, πλησιάζουν σε επικίνδυνο σημείο ή περιορίζουν την ελευθερία των κινήσεων: «απ’ τη μέρα που άρχισε ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στενεύουν συνεχώς τα πράγματα για την πατρίδα μας || από τότε που έκανε και το τέταρτο παιδί, στένεψαν γι’ αυτόν τα πράγματα κι έχει χαθεί απ’ τα γλέντια μας»·
- στο πράμα μου! α. (για γυναίκες) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στο πράμα μου αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει!». Πολύ συχνά παρατηρείται η ίδια χειρονομία με του άντρα, όταν λέει στ’ αρχίδια μου! ή στον πούτσο μου(!). β. ακούγεται και από άντρες·
- στρώνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία που είχε παρατηρηθεί πριν από καιρό, αρχίζει σταδιακά να εξομαλύνεται, να ξεπερνιέται, αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια καλυτέρευσης ή και επιτυχίας: «ευτυχώς, γιατί με το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης άρχισαν να στρώνουν τα πράγματα || τώρα που στρώνουν τα πράγματα, μπορούμε να κάνουμε εκείνη τη δουλειά που μου ’λεγες»·
- στρώνω τα πράγματα, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δε στρώσω πρώτα τα πράγματα, δεν μπορώ να φύγω για διακοπές»·
- συμβιβάζω τα πράγματα, συνδυάζω, συνταιριάζω δυο αντίθετες ιδιότητες που έχω: «πώς συμβιβάζεις τα πράγματα, απ’ τη μια να μας κάνεις τον κομμουνιστή κι απ’ την άλλη να ’σαι τοκογλύφος;»·
- συνηθισμένα πράγματα, λόγος ή υπόθεση χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «είπατε κάτι ενδιαφέρον όσο έλειπα; -Μπα, τα ίδια και τα ίδια, συνηθισμένα πράγματα || έγινε κάτι σπουδαίο εκεί και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; -Συνηθισμένα πράγματα, τράκαραν δυο αυτοκίνητα»·
- σφίγγουν τα πράγματα, βλ. φρ. στενεύουν τα πράγματα·
- τα βλέπω σκούρα τα πράγματα, α. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα υπάρξουν δυσκολίες ή αντίξοες κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές καταστάσεις: «με την αστάθεια που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα». β. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα περάσω δύσκολη οικονομική κατάσταση ή πως θα έχω σοβαρό πρόβλημα με την υγεία μου, γενικά πως θα αντιμετωπίσω δυσκολία ή αποτυχία σε μια επιδίωξή μου: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο γιατρός, τα βλέπει σκούρα τα πράγματα με τα πνευμόνια μου»·
- τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα ζόρικα, λ. ζόρικος·
- τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα σκούρα, λ. σκούρος·
- τα βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα στενά, λ. στενός·
- τα βρήκε έτοιμα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα έτοιμα, λ. έτοιμος·
- τα βρήκε στρωμένα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα στρωμένα, λ. στρωμένος·
- τα δημόσια πράγματα, η δημόσια ζωή και γενικά η πολιτική, οι υποθέσεις του κράτους: «από μικρός έδειχνε ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα, γι’ αυτό δεν εκπλήσσομαι που εκλέχτηκε βουλευτής στο νομό του || τα δημόσια πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, επικρατεί ενδιάμεση κατάσταση, είναι και φορές που δεν μπορεί κανείς να εκφέρει με σιγουριά μια γνώμη: «στην πολιτική τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής εξελίσσεται πολύ άσχημα: «μετά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής επιδεινώνεται συνεχώς: «με τέτοιους πολιτικούς που έχουμε, τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο στον τόπο μας || οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους, γιατί τα πράγματα για τον ασθενή πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- τα πράγματα φωνάζουν από μόνα τους, λέγεται για κάτι για το οποίο δε χρειάζεται κανείς να προσπαθήσει να αποδείξει, που είναι ολοφάνερο, αυταπόδεικτο. Συνών. φωνάζει από μόνο του·
- τελειωμένα πράγματα, α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε σε κάποιον πως η υπόθεσή του περατώθηκε με επιτυχία ή θα περατωθεί σίγουρα με επιτυχία και για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να τον απασχολεί ή να τον στεναχωρεί άλλο: «μόλις θα ’ρθει ο διευθυντής, θα τον βάλω να υπογράψει το συμβόλαιο, τελειωμένα πράγματα». β. έκφραση με την οποία δεν επιδεχόμαστε αμφισβήτηση ή άρνηση σε αυτό που λέμε ή προστάζουμε: «όταν σου λέω κάτι, θέλω να το πιστεύεις, τελειωμένα πράγματα || η δουλειά θα γίνει έτσι όπως σας λέω εγώ, τελειωμένα πράγματα». γ. έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε ρητά σε κάποιον ή κάποιους πως θα ενεργήσουμε με τον τρόπο που εμείς κρίνουμε σκόπιμο: «όποιος κάνει κοπάνα, θα παίρνει δρόμο απ’ τη δουλειά, τελειωμένα πράγματα»·
- τέλειωσε το πράγμα, βλ. φρ. κρίθηκε το πράγμα·
- τεφαρίκι πράμα, βλ. λ. τεφαρίκι·
- τζάμπα πράμα! έκφραση με την οποία κάποιος πλανόδιος μικρέμπορος ή κάποιος έμπορος λαϊκής αγοράς διαλαλεί την πραμάτεια του, και σημαίνει ότι πουλάει πάρα πολύ φτηνά: «πάρ’ τε κόσμε, τζάμπα πράμα!»·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου) το πράμα (ενν. γαμώ), απευθύνεται ως μεγάλη βρισιά·
- τι πράγμα! έκφραση έκπληξης για κάτι που μας λένε, ιδίως για κάτι που μας ζητάνε και που δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, γιατί δεν το περιμέναμε: «μπορείς να μου δανείσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα; -Τι πράγμα!»·
- τι πράγμα θέλεις; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου εδώ; τι επιθυμείς(;): «τι πράγμα θέλεις και μου χτυπάς νυχτιάτικα την πόρτα;»·
- τι πράγμα μου λες τώρα; α. έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι δυσάρεστο που μας ανακοινώνει κάποιος ξαφνικά: «βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσω ότι πέθανε ο τάδε. -Τι πράγμα μου λες τώρα;». β. έκφραση έκπληξης, χαράς ή ενθουσιασμού για κάτι απίθανο που μας ανακοινώνει κάποιος αναπάντεχα: «αποφάσισα να σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι που θα κάνω στο εξωτερικό κι όλα τα έξοδά σου θα ’ναι πληρωμένα. -Τι πράγμα μου λες τώρα;»·
- τι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου: «σου είπα χίλιες φορές να καθίσεις φρόνιμα και να μην κάνεις θόρυβο, τι πράγματα είν’ αυτά! || τι πράγματα είν’ αυτά! Πώς αντιμιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο σε γέρο άνθρωπο;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;). Συνών. τι καμώματα είν’ αυτά(;)·
- τι πράμα είν’ αυτός! ή τι πράμα είν’ ετούτος! ή τι πράμα είναι τούτος! έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για άτομο που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέμε ή του ζητάμε, που γενικά κρατάει περίεργη στάση: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω αυτό, αλλά το άλλο. Τι πράμα είναι τούτος!». Πολλές φορές, αυτός που μιλάει, στρέφει το πρόσωπό του προς κάποιον φανταστικό ακροατή που υποτίθεται πως παρακολουθεί τη σκηνή, σαν να θέλει να του δώσει δίκιο·
- τι σόι πράγματα είν’ αυτά; βλ. φρ. τι πράγματα είν’ αυτά(;)·
- τι σόι πράμα είναι, βλ. λ. σόι·
- τίμια πράγματα! βλ. λ. τίμιος·
- το αστείο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. αστείος·
- το γελοίο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. γελοίος·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί το καλό το πράγμα αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. φρ. άκου πως έχει το πράγμα·
- το πράγμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. θέλει συζήτηση το πράγμα·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο εξόφθαλμο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά εξήγηση: «δε χρειάζεται να σας πω περισσότερα, γιατί το πράγμα μιλάει μόνο του πώς ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο»·
- το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό το πράγμα·
- το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- το πράμα είναι να..., η ουσία, το σημαντικό σημείο μιας υπόθεσης, το φλέγον ζήτημα είναι να…: «το πράμα είναι να καταφέρω τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά»·
- του ρίχνω πράμα, τον κατσαδιάζω έντονα, τον βρίζω, τον καθυβρίζω: «επειδή συνηθίζει ν’ αργεί το πρωί στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’ριξε πράμα, που ακούστηκε σ’ όλο το εργοστάσιο»·
- τους στρώνω τα πράγματα, βλ. συνηθέστ. τους συμβιβάζω τα πράγματα·
- τους συμβιβάζω τα πράγματα, α. διευθετώ παλιά έχθρα τους, τους κάνω να μονιάσουν: «δεν μπορούσα να βλέπω άλλο δυο αδέρφια μαλωμένα για ηλίθιο λόγο, γι’ αυτό τους συμβίβασα τα πράγματα». β. (για ερωτικά ζευγάρια ή για παντρεμένους) διαμεσολαβώ και κατορθώνω να τους κάνω να μονοιάσουν: «ήταν άδικο να χωρίσουν για ένα πείσμα, γι’ αυτό επενέβην και τους συμβίβασα τα πράγματα»·
- τρελά πράγματα, απίθανες, περίεργες καταστάσεις: «τι τρελά πράγματα είναι αυτά που κάνεις; || έχω μάθει να μην υπόσχομαι τρελά πράγματα, αλλά μόνο ό,τι μπορώ να πραγματοποιήσω»·
- φουσκώνω τα πράγματα, βλ. φρ. παραφουσκώνω τα πράγματα·
- χαζά πράγματα! καθετί ανόητο, φαιδρό, ανάξιο λόγου για να απασχολήσει κάποιον: «δεν ασχολούμαι με χαζά πράγματα!»·
- χαρά στο πράγμα! ή χαρά το πράγμα! βλ. λ. χαρά·
- χρειάζεται (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- χρειάζεται (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- ψόφια πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δε συμβαίνει ή δε συνέβη κάτι ενδιαφέρον, ευχάριστο ή σημαντικό: «τι γίνεται στο μπαράκι μας; -Ψόφια πράγματα || περάσατε καλά στην εκδρομή; -Ψόφια πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- ωραίο πράμα! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα: «την ξέρεις την αδερφή του τάδε; -Ωραίο πράμα!»·
- ωρίμασε το πράγμα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση έφτασε πια στο σημείο, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει κάποιος με ελπίδες επιτυχίας: «νομίζω πως μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά, γιατί, απ’ τη στιγμή που μας υποστηρίζει και η τράπεζα, ωρίμασε το πράγμα». β. υπάρχει η εντύπωση πως έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες ή προϋποθέσεις για να τακτοποιηθεί, να διευθετηθεί μια υπόθεση ή μια κατάσταση που ήταν σε εκκρεμότητα: «με αφορμή το θάνατο του πατέρα τους νομίζω πως ωρίμασε το πράγμα να μονοιάσουν τα δυο αδέρφια».

πρόβλημα

πρόβλημα, το, ουσ. [<αρχ. πρόβλημα], το πρόβλημα. Υποκορ. προβληματάκι, το (βλ. λ.)·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, υπάρχουν πολλά, διάφορα προβλήματα: «με την αναδουλειά που υπάρχει, από προβλήματα άλλο τίποτα». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα, είναι προσωπική υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «να μη σε νοιάζει πώς θ’ αντιμετωπίσω την κατάσταση, γιατί αυτό είναι δικό μου πρόβλημα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα·
- δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «το αν έφυγαν λάθος οι παραγγελίες στην επαρχία, δεν είναι δικό μου πρόβλημα, αλλά του υπεύθυνου για τις παραγγελίες». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «μπορείς να μου πεις πώς θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δεν είναι πρόβλημά μου». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι πρόβλημα, βλ. φρ. δεν υπάρχει πρόβλημα·
- δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν υπάρχει λόγος να συζητήσει κανείς κάτι, δεν υπάρχει διαφορά που να αξίζει τον κόπο να συζητηθεί: «δεν υπάρχει πρόβλημα να κάνουμε συζήτηση για τέτοια μικροπράγματα». Συνών. δεν υπάρχει ζήτημα / δεν υπάρχει θέμα·
- δημιουργώ πρόβλημα, ζητώ να συζητηθεί ή να εξεταστεί κάποιο ζήτημα με περισσότερη προσοχή: «επειδή άργησα να πάω το πρωί στο δουλειά, ο προσωπάρχης δημιούργησε πρόβλημα και μ’ ανέφερε στο διευθυντή». Συνών. δημιουργώ ζήτημα / δημιουργώ θέμα·
- δημιουργώ προβλήματα, δημιουργώ διενέξεις, έριδες, έκρυθμες καταστάσεις: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, δημιουργεί προβλήματα». Συνών. δημιουργώ ζητήματα / δημιουργώ θέματα·
- δικό σου πρόβλημα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «να παντρευτώ ή να μην παντρευτώ αυτή τη γυναίκα; -Δικό σου πρόβλημα || πού να πάω το καλοκαίρι διακοπές; -Δικό σου πρόβλημα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικός σου λογαριασμός· βλ. και φρ. πρόβλημά σου(!)·
- έχει πρόβλημα, α. πρόκειται για προβληματικό άτομο, έχει ψυχολογικά προβλήματα : «μην τον ενοχλείς πολύ, γιατί έχει πρόβλημα και δεν ξέρεις πώς θ’ αντιδράσει». β. (γενικά) έχει δυσκολίες στις σχέσεις του με κάποιον ή κάποιους: «δεν ξέρω τι πρόβλημα έχει μαζί μου και δε μου μιλάει!». (Λαϊκό τραγούδι: πάμε να βρούμε μια γωνιά χωρίς συνθήματα, χρόνια η δική μας η γενιά έχει προβλήματα). γ. (για μηχανές ή μηχανήματα) δεν έχει καλή λειτουργία, είναι προβληματικό: «σου έφερα πίσω την τηλεόραση, γιατί έχει πρόβλημα || παρ’ όλο το σέρβις που έκανα στ’ αυτοκίνητό μου, έχει πάλι πρόβλημα»·
- έχεις πρόβλημα; υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί, που δε σου αρέσει(;): «έχεις πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητο και δε θέλεις να τ’ αγοράσεις; || τι πρόβλημα έχεις και δε θέλεις να ’ρθεις μαζί μας;»·
- έχω πρόβλημα (με κάτι), υπάρχει σε αυτό κάτι, που δυσκολεύομαι να το αποδεχτώ: «έχω πρόβλημα με την Τρίτη, γιατί είναι γρουσούζα μέρα || έχω πρόβλημα με τον αριθμό 13, γιατί μου φέρνει γρουσουζιά»· 
- έχω πρόβλημα (με κάποιον), υπάρχει κάτι σε αυτόν, που δυσκολεύομαι να τον αποδεχτώ: «έχω πρόβλημα με την γκρίνια του, γι’ αυτό και δεν τον κάνω παρέα || έχω πρόβλημα με την τσιγκουνιά του, γι’ αυτό και δεν τον παίρνω μαζί μου στα μπουζούκια»·
- η καρδιά του προβλήματος, βλ. λ. καρδιά·
- καθένας με το πρόβλημά του, α. καθένας θέτει διαφορετικούς στόχους ή έχει διαφορετικές συνήθειες και πεποιθήσεις, άρα αντιμετωπίζει διαφορετικές δυσκολίες: «τόσοι άνθρωποι μέσα στην πόλη μας, καθένας με το πρόβλημά του». β. έκφραση αγανάκτησης στην περίπτωση που κάποιος γίνεται ιδιαίτερα φορτικός, που επιμένει να μας εκθέσει το πρόβλημά του για να τον βοηθήσουμε στη λύση του: «κοίτα να δεις, καθένας με το πρόβλημά του, γι’ αυτό δεν μπορώ να ασχοληθώ περισσότερο με την περίπτωση σου». γ. έκφραση που δηλώνει ότι το άτομο ή το σύνολο των ατόμων στο οποίο αναφερόμαστε, είναι προβληματικά, παρουσιάζουν συμπεριφορά που θέτει δυσκολίες στους άλλους: «από την πρώτη μέρα που πάτησα στο πανεπιστήμιο, κατάλαβα ότι οι συμφοιτητές μου ήταν καθένας με το πρόβλημά του, γι’ αυτό πέρασε καιρός για να επιλέξω τους φίλους μου»· βλ. και φρ. καθένας με τον καημό του, λ. καημός·
- κανένα πρόβλημα, α. όλα είναι εύκολα ή λειτουργούν στην εντέλεια, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία: «πώς πάει η δουλειά; -Κανένα πρόβλημα». β. δε με πειράζει, δεν έχω αντίρρηση: «θα σε πείραζε αν ερχόταν μαζί μας κι ο τάδε; -Κανένα πρόβλημα»·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, κερδίζω πολλά χρήματα, ιδίως από λαχείο ή κληρονομιά ή τακτοποιούμαι απόλυτα από τον πετυχημένο γάμο που έκανα: «του ’πεσε ο πρώτος αριθμός κι έλυσε το πρόβλημα της ζωής του || παντρεύτηκε την κόρη του τάδε εφοπλιστή κι έλυσε το πρόβλημα της ζωής του»· 
- μη δημιουργείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς πρόβλημα, επειδή πάνω στο θυμό του είπε και μια κουβέντα παραπάνω». Συνών. μη δημιουργείς ζήτημα / μη δημιουργείς θέμα·
- ουδέν πρόβλημα, βλ. φρ. κανένα πρόβλημα·
- ποιο είναι το πρόβλημά σου! έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που διστάζει να ενεργήσει ή να εκφραστεί: «ποιο είναι το πρόβλημά σου και δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά! || ποιο είναι το πρόβλημά σου και δε μας λες την αλήθεια!»·
- πρόβλημά σου! αυτό για το οποίο γίνεται λόγος ή αυτό που προέκυψε ή πρόκειται να προκύψει, πρέπει να απασχολεί εσένα και όχι εμένα και, κατ’ επέκταση, δηλώνει αδιαφορία: «πώς θα τον καταφέρω να με βοηθήσει; -Πρόβλημά σου! || πώς θα καλύψω την επιταγή; -Πρόβλημά σου!»·
- προσωπικό σου πρόβλημα, βλ. φρ. δικό σου πρόβλημα.

πυροσβέστης

πυροσβέστης, ο, ουσ. [<πυρο- + -σβέστης <αρχ. σβέννυμι], ο πυροσβέστης· αυτός που ενεργεί για την εκτόνωση μιας εκρηκτικής κατάστασης: «ευτυχώς που ήρθε ο τάδε κι ανέλαβε το ρόλο του πυροσβέστη, γιατί αλλιώς θα σκοτώνονταν οι δυο παρέες»·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, (για παιχνίδια ταβλιού) έκφραση που λέγεται με ειρωνική διάθεση από τον έναν παίχτη στον άλλον, όταν ο δεύτερος βρίσκεται σε πολύ δεινή θέση, και είναι μια προτροπή να το παρατήσει παραδεχόμενος πως το έχασε, γιατί, όσο και να εξαντλήσει τα περιθώρια, δεν υπάρχει περίπτωση να αναστρέψει την κατάσταση. Από το ότι, συνήθως οι πυροσβέστες, ιδίως το χειμώνα, έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο μπροστά τους. Συνών. αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι·
- κάνω τον πυροσβέστη, ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκτονώσω μια εκρηκτική κατάσταση: «από δω και πέρα θα κάθεστε φρόνιμα, γιατί βαρέθηκα να κάνω μια ζωή τον πυροσβέστη»·
- φωτιά στα κόκκινα κι εγώ πυροσβέστης! βλ. λ. φωτιά.

σαμάρι

σαμάρι, το, ουσ. [<μσν. σαμάριν <σαγμάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σάγμα ή από το λατιν. sagmarium (= υποζύγιο)], το σαμάρι. Υποκορ. σαμαράκι, το (βλ. λ.)·
- αν κλάνει ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι; βλ. λ. γάιδαρος·
- αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- αντί να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- κατά το γάιδαρο και το σαμάρι, δίνουμε, προσφέρουμε, συμπεριφερόμαστε σε κάποιον όπως του ταιριάζει, όπως του αρμόζει: «αφού του φέρθηκες σκάρτα, έκανε πολύ καλά που ανταπέδωσε, γιατί κατά το γάιδαρο και το σαμάρι». Συνών. κατά το κεφάλι και το κούρεμα· βλ. και φρ. κατά το μεζέ και το πιρούνι, λ. πιρούνι·  
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, λέγεται για άτομο που έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται σε διάφορες καταστάσεις, αποβλέποντας στην αποκόμιση προσωπικών ωφελειών: «αυτός ποτέ του δε θα πεινάσει στη ζωή του, γιατί όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι»·  
- φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι βλ. λ. γάιδαρος·
- φταίει το γομάρι, χτυπάει το σαμάρι, βλ. λ. γομάρι.

σηκώνω

σηκώνω, ρ. [<μσν. σηκώνω <μτγν. σηκῶ (= ζυγίζω) + κατάλ. -ώνω], σηκώνω. 1. αφυπνίζω κάποιον: «το πρωί θέλω να με σηκώσεις στις εφτά». 2. ανέχομαι, δέχομαι, επιδέχομαι: «αυτά που ήξερες αλλού, γιατί εγώ δε σηκώνω αγριάδες». 3. κηδεύω: «πότε θα σηκώσουν το νεκρό;». 4. ξεσηκώνω, κάνω κάποιον να επαναστατήσει: «ήρθε εκεί που καθόμασταν, μας σήκωσε να πάμε για τσάρκα κι αυτός πήγε για ύπνο! || τους σήκωσε για απεργία». 5. χτίζω: «μάζεψε λίγα λεφτουδάκια και σήκωσε έναν όροφο για την κόρη του». 6. κάνω ανάληψη από τράπεζα, παίρνω χρήματα νόμιμα ή παράνομα: «πήγα το πρωί και σήκωσα πέντε χιλιάδες ευρώ από την τράπεζα, για να πάω διακοπές με την οικογένειά μου || χωρίς να τον πάρει κανείς μυρουδιά, σήκωσε το ταμείο και την κοπάνησε». 7. κλέβω: «έλειπαν διακοπές οι άνθρωποι και τους σήκωσαν όλο το σπίτι». (Ακολουθούν 126 φρ.)·
- δε με σηκώνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δε με σηκώνει το κλίμα, βλ. λ. κλίμα·
- δε με σηκώνει ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- δε με σηκώνει ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
- δε σηκώνει, δεν είναι σωστό, δεν είναι επιτρεπτό, δεν επιτρέπεται: «δε σηκώνει να κοροϊδεύεις γέρο άνθρωπο». Πολλές φορές, τίθεται ως ερώτηση στο συνομιλητή και η απάντηση δίνεται από το ίδιο άτομο που ρωτάει: «σηκώνει να κοροϊδεύεις γέρο άνθρωπο, δε σηκώνει!»·
- δε σηκώνει άλλο, βλ. λ. άλλος· 
- δε σηκώνει άλλο το κλίμα, βλ. λ. κλίμα·
- δε σηκώνει η πλάτη μου ή δε σηκώνουν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- δε σηκώνει η τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. λ. μύγα·
- δε σηκώνει πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του να με δει, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει το πορτοφόλι μου, βλ. λ. πορτοφόλι·
- δε σηκώνει το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- δε σηκώνω αγριάδα ή δε σηκώνω αγριάδες, βλ. λ. αγριάδα·
- δε σηκώνω αντριλίκι ή δε σηκώνω αντριλίκια, βλ. λ. αντριλίκι·
- δε σηκώνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε σηκώνω ζοριλίκι ή δε σηκώνω ζοριλίκια, βλ. λ. ζοριλίκι·
- δε σηκώνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, βλ. λ. διάβασμα·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε σηκώνω νταηλίκι ή δε σηκώνω νταηλίκια, βλ. λ. νταηλίκι·
- δε σηκώνω παραμύθι ή δε σηκώνω παραμύθια, βλ. λ. παραμύθι·
- δε σηκώνω πλάκα ή δε σηκώνω πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- δε σηκώνω πουστιές, βλ. λ. πουστιά·
- δε σηκώνω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- δε σηκώνω τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- δε σηκώνω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν τα σηκώνω αυτά, απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μας επιβληθεί: «εμένα μη μου κάνεις τον άγριο, γιατί δεν τα σηκώνω αυτά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρ. της φρ. το εγώ. Συνών. δεν τα μασάω αυτά / δεν τα τρώω αυτά·  
- δεν το σηκώνει (ενν. το ποτό), δεν αντέχει να πιει πολύ, γιατί του δημιουργεί πρόβλημα, γιατί μεθάει εύκολα: «δεν το σηκώνει ο φουκαράς, κι όταν πιει λίγο παραπάνω, γίνεται χάλια»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, βλ. λ. μύτη·
- η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, βλ. λ. υπόθεση·
- θα σε πάρει και θα σε σηκώσει! βλ. λ. παίρνω·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- με πήρε και με σήκωσε, βλ. λ. παίρνω·
- μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του, βλ. λ. δεξί·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή  μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μου σηκώνει τα μυαλά ή μου σηκώνει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου σηκώνει το νου, βλ. λ. νους·
- όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, βλ. λ. πέτρα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! βλ. λ. μυρμήγκι·
- σηκώνει η πλάτη μου ή σηκώνουν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σηκώνει πολλά η καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) βλ. λ. πόδι·
- σηκώνει το καπάκι ή το σηκώνει το καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- σηκώνει το σακάκι ή το σηκώνει το σακάκι, βλ. λ. σακάκι·
- σηκώνει το ποτό ή το σηκώνει το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- σηκώνουν το νεκρό, βλ. λ. νεκρός·
- σηκώνω αντάρτικο, βλ. λ. αντάρτικο·
- σηκώνω καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- σηκώνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- σηκώνω λαγό, βλ. λ. λαγός·
- σηκώνω λευκή σημαία, βλ. λ. σημαία·
- σηκώνω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. λ. λεφτά·
- σηκώνω μπαϊράκι, βλ. λ. μπαϊράκι·
- σηκώνω μύτη, βλ. λ. μύτη·
- σηκώνω οικοδομή, βλ. λ. οικοδομή·
- σηκώνω πανί ή σηκώνω πανιά, βλ. λ. πανί·
- σηκώνω παντιέρα, βλ. λ. παντιέρα·
- σηκώνω σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- σηκώνω σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- σηκώνω στην πλάτη μου ή σηκώνω στις πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- σηκώνω τ’ αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
- σηκώνω τα βάρη, βλ. λ. βάρος·
- σηκώνω τα μανίκια, βλ. λ. μανίκι·
- σηκώνω τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- σηκώνω τη γειτονιά το ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ.γειτονιά·
- σηκώνω τη μύτη (μου), βλ. λ. μύτη·
- σηκώνω τη σημαία, βλ. λ. σημαία·
- σηκώνω τη φωνή (μου), βλ. λ. φωνή·
- σηκώνω (την) άγκυρα, βλ. λ. άγκυρα·
- σηκώνω την τράπεζα, βλ. λ. τράπεζα·
- σηκώνω τις πλάτες (μου), βλ. λ. πλάτες·
- σηκώνω το βάρος, βλ. λ. βάρος·
- σηκώνω το γάντι, βλ. λ. γάντι·
- σηκώνω (το) μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- σηκώνω το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι
- σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. λ. σταυρός·
- σηκώνω το ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- σηκώνω το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- σηκώνω το τραπέζι ή σηκώνω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές), βλ. λ. χέρι· 
- σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σηκώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. λ. φωνή·
- σηκώνω τους ώμους μου, βλ. λ. ώμος·
- σηκώνω ύψωμα, βλ. λ. ύψωμα·
- σηκώνω φωνή, βλ. λ. φωνή·
- σηκώνω χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), βλ. λ. χέρι·
- σηκώνω χρήματα, βλ. λ. χρήμα·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σήκωσε όλο το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- σήκωσε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- σήκωσε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- τα σηκώνει (ενν. τα πόδια της), είναι γυναίκα που δέχεται εύκολα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «είναι τόσο αφελής γυναίκα, που με δυο τρία γλυκόλογα τα σηκώνει αμέσως»·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- τον έχω σήκω πάνω, κάτσε κάτω, λέγεται για να δηλώσουμε την απόλυτη εξουσία μας επάνω σε κάποιον: «σε μας κάνει το σκληρό, αλλά η γυναίκα του τον έχει σήκω πάνω, κάτσε κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα
- τον έχω σήκω σήκω, κάτσε κάτσε ή τον έχω σήκω κάτσε, κάτσε σήκω, βλ. φρ. τον έχω σήκω πάνω, κάτσε κάτω·
- τον πήρε και τον σήκωσε, βλ. λ. παίρνω·
- τον σηκώνω στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

σημειώνω

σημειώνω, ρ. [<μτγν. σημειόω-ῶ], σημειώνω. 1. κάνω, πραγματοποιώ κάτι που γίνεται αισθητό: «το τελευταίο βιβλίο του τάδε συγγραφέα σημείωσε μεγάλη επιτυχία || η συγκέντρωση του κόμματος σημείωσε μεγάλη αποτυχία». 2. λαβαίνω υπόψη μου την ενέργεια κάποιου, καλή ή κακή, που τη θεωρώ σοβαρή, και επιφυλάσσομαι για την επιβράβευση ή την τιμωρία του: «σημείωσα κάθε καλό λόγο που είπες για μένα, και θα σου φερθώ αναλόγως || την ώρα που μιλούσα, σημείωσα όλους τους ειρωνικούς μορφασμούς που έκανες, γι’ αυτό από δω και πέρα να φυλάγεσαι από μένα». 3. (γενικά) παίρνω σοβαρά υπόψη μου κάτι: «πρέπει να σημειώσεις ότι δε σηκώνει αστεία και να του φερθείς ανάλογα»·
- θα ήθελα να σημειώσω, κρίνω άξιο λόγου, άξιο αναφοράς και γι’ αυτό θα το επισημάνω: «επίσης, θα ήθελα να σημειώσω τις προσπάθειες που έκανε ο τάδε για τη συγκρότηση του συλλόγου μας»·
- σε σημειώνω, σε έχω στα υπόψη μου, για να σου φερθώ ανάλογα: «εγώ σε σημειώνω κάθε φορά που λες καλό ή κακό για μένα, και με τον καιρό θα σου φερθώ αναλόγως». Συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να μιμείται τις κινήσεις της γραφής ή από χειρονομία με το δείκτη του χεριού να ακουμπάει στο μέρος του κροτάφου, θέλοντας να δείξει πως κάθε ενέργεια είναι αποτυπωμένη στη μνήμη·
- σημειώνω αποτυχία, βλ. λ. αποτυχία·
- σημειώνω επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
- σημειώνω επιτυχίες, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. επιτυχία·
- σημειώνω τέρμα, βλ. λ. τέρμα·
- σημειώνω το τηλέφωνο (κάποιου), βλ. λ. τηλέφωνο·
- σημειώσατε χι (Χ), βλ. λ. χι·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, πρόσεξέ το καλά, πάρ’ το σοβαρά υπόψη σου: «σημείωσε αυτό που θα σου πω και θα δεις πως μέσα σε λίγο καιρό θα επαληθευτώ».

σινεμάς

σινεμάς, ο, ουσ., πλ. σινεμάδες, οι, κ. σινεμά, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. cinema(tographe) <ελλ. κίνημα + γράφω]. 1. ο κινηματογράφος: «τώρα με την τηλεόραση το σινεμά περνάει μεγάλη κρίση». 2. (στη γλώσσα του στρατού) το πειθαρχείο: «έμεινε πέντε μέρες στο σινεμά, γιατί έβρισε έναν ανώτερό του». Από την εικόνα του πειθαρχείου που είναι σκοτεινό, όπως και η αίθουσα του κινηματογράφου, όταν προβάλλεται το έργο·
- αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! έκφραση θαυμασμού, ιδίως έκπληξης, για κάτι απίθανο ή παράδοξο που συμβαίνει: «όπως πήγαινε με τ’ αυτοκίνητό του στην Αθήνα, τράκαρε μετωπικά μ’ ένα φορτηγό και δεν έπαθε ούτε γρατσουνιά ο κωλόφαρδος. -Αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά!». Από το ότι πολλές φορές στα κινηματογραφικά έργα συμβαίνουν απίθανα και παράδοξα πράγματα.Συνών. αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! / αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! / αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο(!)·
- έχει σινεμά, λέγεται για μέρος, για τοποθεσία, από όπου μπορεί να κάνει κανείς ερωτικό μπανιστήρι, καθώς και αυτό το ίδιο το μπανιστήρι: «έχω βρει ένα μέρος που έχει καλό σινεμά». Από την εικόνα του ατόμου που πηγαίνει στον κινηματογράφο και παρακολουθεί το έργο.

σκατά

σκατά, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. σκατό], τα σκατά.. 1. κάθε τροφή ύποπτης προέλευσης ή ποιότητας: «τι σκατά είναι αυτά που τρως πάλι!». 2. οτιδήποτε θεωρούμε πως δεν έχει καμιά αξία: «τι σκατά είναι πάλι αυτό που αγόρασες;». 3. συνήθως δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα και δηλώνει πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. 4α. ως χυδαίο επιφών. σκατά! δηλώνει αγανάκτηση ή δυσαρέσκεια: «σκατά, που είσαι δίκαιος!» ή άρνηση: «σκατά, που θα ’ρθω!». Συνήθως σε αυτή την περίπτωση η απάντηση του συνομιλητή μας είναι φατά (φάτα). β. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε φεύγει στο εξωτερικό. -Σκατά!». Πολλές φορές, μετά το επιφών. επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε φεύγει στο εξωτερικό. -Σκατά φεύγει!», ενώ είναι και φορές, που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε φεύγει στο εξωτερικό. -Σκατά φεύγει ο τάδε στο εξωτερικό!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). γ. ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. να σπάσεις το πόδι σου! Πολλοί θεωρούν πως θα τους έρθει τύχη, αν πατήσουν τυχαία σκατά στο δρόμο. Τέλος, τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 απάγγειλαν κάθε τόσο εν χορώ το παρακάτω τετράστιχο χάριν αστεϊσμού: σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατά στα κεραμίδια, σκατά βρομάει και το βρακί και του παπά τ’ αρχίδια. Σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, απ’ τα σκατά να σηκωθείς και στα σκατά να πέσεις· βλ. και λ. σκατό. (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- απ’ τα σκατά στ’ απόσκατα, από το ένα κακό σε άλλο χειρότερο. Από μια δυσκολία σε άλλη χειρότερη. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάς ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα·
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο! λέγεται στην περίπτωση που άτομο ελεεινό και χυδαίο προσπαθεί να γελοιοποιήσει άλλο κατά πολύ αξιότερο ή ανώτερό του·
- βράζουν σαν τα σκατά ή βράζουν σαν σκατά, είναι πάρα πολλοί άνθρωποι στριμωγμένοι ασφυκτικά σε κάποιο κλειστό χώρο, ιδίως μικρό: «δεν πρόκειται να μπει άλλος μέσα, γιατί κι αυτοί που είναι ήδη βράζουν σαν τα σκατά». Αναφορά στους βόθρους των σπιτιών·
- γίναμε σκατά, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «είχαμε από καιρό προηγούμενα και μόλις συναντηθήκαμε, γίναμε σκατά». Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- γίνομαι σκατά, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «πίναμε απ’ τ’ απόγευμα και το βράδυ είχαμε γίνει σκατά». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους, όταν πιούνε πολύ, να χέζονται, να τα κάνουν επάνω τους, ή από το ότι, όταν πιουν πολύ, γίνονται τόσο ενοχλητικοί ή δυσάρεστοι, όπως και τα σκατά. Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι. β. έρχομαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «όταν βλέπω τον ξεπεσμό αυτό του ανθρώπου, γίνομαι σκατά»·
- δε γίνεται τράμπα με σκατά ή με σκατά δε γίνεται τράμπα ή με σκατά τράμπα δε γίνεται, βλ. λ. τράμπα·
- δεν είναι σκατά, μόν’ η γριά τα χέζει, βλ. συνηθέστ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λ. Γιάννης·
- έγινα σκατά ολέ, βλ. συνηθέστ. έγινα σκατέ ολέ, λ. σκατέ·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε σκατά το πράμα ή το πράμα έγινε σκατά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είμαι σκατά, α. είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται απ’ το μεθύσι: «πίναμε απ’ το μεσημέρι και τ’ απόγευμα ήμουν σκατά». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι. β. βρίσκομαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «μετά το θάνατο του πατέρα μου, είμαι σκατά»·
- είμαι σκατά κι απόσκατα, επιτείνει την έννοια της φρ. είμαι σκατά·
- είμαστε τα ίδια σκατά ή τα ίδια σκατά είμαστε, α. είμαστε το ίδιο ελεεινοί και χυδαίοι: «μην πας να βγάλεις την ουρά σου απ’ έξω, γιατί κι οι δυο είμαστε τα ίδια σκατά». β. βρισκόμαστε στην ίδια δυσχερέστατη θέση, ιδίως οικονομική: «μην προσπαθείς να με πείσεις πως είσαι πλούσιος, γιατί ξέρω πολύ καλά πως, κι οι δυο μας, είμαστε τα ίδια σκατά». Από το ότι δεν υπάρχει διαφορά από σκατά σε σκατά·
- είναι μέσ’ στα σκατά, βλ. φρ. έπεσε μέσ’ στα σκατά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεσε μέσ’ στα σκατά, α. αντιμετωπίζει από ηθική άποψη μια πολύ άθλια κατάσταση: «δεν πίστευε, όταν του ’λεγαν πως η κοπέλα του ήταν από παλιόσογο, και μόνο όταν πήγε να τη ζητήσει απ’ τους δικούς της, κατάλαβε πως έπεσε μέσ’ στα σκατά». Από την πολύ δυσάρεστη αίσθηση που νιώθει κάποιος, όταν πέσει στα σκατά. β. συναναστρέφεται άτομα ελεεινά, χυδαία: «δεν είχε κάποιον άνθρωπο να τον συμβουλέψει, και έπεσε μέσ’ στα σκατά». Από το ότι τα σκατά είναι αηδιαστικά· βλ. και φρ. πέφτω μέσ’ στα σκατά·
- επιπλέουν τα σκατά ή τα σκατά επιπλέουν, λέγεται υποτιμητικά ή και υβριστικά για τα άτομα εκείνα που, ενώ είναι ανίκανα ή ανάξια λόγου, εντούτοις βρίσκονται σε διευθυντικές ή άλλες θέσεις εξουσίας, γιατί ποτέ τους δεν είχαν τη δύναμη ή την πρόθεση να εναντιωθούν σε αυτή, ή που περνούν καλά στη ζωή τους, γιατί είναι δουλικοί κόλακες ή παρατρεχάμενοι ισχυρών προσώπων με ό,τι συνεπάγεται αυτό: «τις πιο πολλές φορές οι άχρηστοι και οι γλείφτες ευδοκιμούν στη ζωή, γιατί, βλέπεις, τα σκατά επιπλέουν». Από την εικόνα των σκατών μέσα στο νερό (θάλασσα, ποταμούς, λίμνες), που επιπλέουν·
- έχει σκατά στο μυαλό, δεν έχει καθόλου μυαλό, είναι ανόητος, ηλίθιος, βλάκας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί έχει σκατά στο μυαλό». Συνών. έχει κάλο στο μυαλό / έχει κάλο στον εγκέφαλο / έχει πίτουρα στο μυαλό / έχει πριονίδια στο μυαλό / έχει ρόζο στο μυαλό / έχει ροκανίδια στο μυαλό / έχει στόκο στο μυαλό·
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
- κάνω παρέα με τα σκατά, βλ. φρ. κολυμπώ με τα σκατά·
- κολυμπώ με τα σκατά, συναναστρέφομαι ελεεινά, χυδαία υποκείμενα: «απ’ τη μέρα που άρχισες να κολυμπάς με τα σκατά που διάλεξες για φίλους, σ’ έχω διαγράψει απ’ τη ζωή μου»· βλ. και φρ. κολυμπώ στα σκατά ·
- κολυμπώ στα σκατά, α. βρίσκομαι σε πολύ δυσάρεστη ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση: «δε θέλω ν’ ακούσω την παραμικρή κουβέντα, γιατί σήμερα κολυμπώ στα σκατά || από μένα βρήκες να ζητήσεις δανεικά, που κολυμπώ στα σκατά!». Από την πολύ δυσάρεστη αίσθηση που νιώθει κάποιος, όταν αναγκαστεί να κολυμπήσει στα σκατά. β. πολλές φορές, δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας και δηλώνει ό,τι και παραπάνω· βλ. και φρ. κολυμπώ με τα σκατά·
- μαζί φάγανε τα ίδια σκατά, α. λέγεται για άτομα που είναι το ίδιο ελεεινά και χυδαία: «δεν υπάρχει μεταξύ τους καλύτερος ή χειρότερος, γιατί μαζί φάγανε τα ίδια σκατά». β. λέγεται για άτομα που πέρασαν τις ίδιες δυσκολίες, τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις: «είναι πολύ αγαπημένοι, γιατί από μικροί φάγανε τα ίδια σκατά»· 
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- να φας σκατά! βλ. φρ. σκατά να φας(!)·
- όλοι τους είναι τα ίδια σκατά ή όλοι τους τα ίδια σκατά είναι, λέγεται για άτομα που έχουν τα ίδια ελαττώματα, τον ίδιο κακό χαρακτήρα: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν κάνουν μια χαρά παρέα, γιατί όλοι τους είναι τα ίδια σκατά». Συνών. όλοι τους είναι ίδια ράτσα ή όλοι τους ίδια ράτσα είναι / όλοι τους είναι ίδια φάρα ή όλοι τους ίδια φάρα είναι·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις, υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «ξέμπλεξε απ’ αυτούς τους αλήτες που κάνεις παρέα, γιατί όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όποιος τη νύχτα περπατά, κάτουρα και σκατά πατά ή όποιος τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί, βλ. λ. νύχτα·
- ό,τι να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, βλ. λ. μύγα·
- πέφτω απ’ τα σκατά στ’ απόσκατα, πέφτω από ένα κακό σε άλλο χειρότερο, πέφτω από μια δυσκολία σε άλλη δυσκολότερη: «δε με βοηθάει καθόλου η τύχη και συνέχεια πέφτω απ’ τα σκατά στ’ απόσκατα»·
- πέφτω μέσ’ στα σκατά, αποτυχαίνω εντελώς να φέρω σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «έστησα μια δουλειά, αλλά από κακό υπολογισμό έπεσα μέσ’ στα σκατά». Από την απελπισία που νιώθει κάποιος που πέφτει μέσα στα σκατά· βλ. και φρ. έπεσε μέσ’ στα σκατά·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. λ. μύγα·
- σκατά κι απόσκατα! τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά. Συνήθως ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς περνάς ή πώς τα πας ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα·
- σκατά με ρίγανη! ή σκατά με τη ρίγανη! έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «σκατά με τη ρίγανη, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- σκατά δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, είδος ευχής. Συνών. κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται·
- σκατά να φας! α. τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά από ότι μας τα λες, δεν έχεις καθόλου δίκαιο: «σκατά να φας, που έγιναν έτσι τα πράγματα!». β. δηλώνει έντονη αγανάκτηση ή δυσαρέσκεια: «σκατά να φας, που είπα εγώ αυτό το πράγμα γι’ αυτόν τον άνθρωπο!»·
- σκατά ολέ, βλ. συνηθέστ. σκατέ ολέ, λ. σκατέ·
- σκατά πατημένα! α. τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα λες, δεν έχεις δίκαιο: «σκατά πατημένα, που έγιναν τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο!». β. τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάνε τα πράγματα·
- σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται, είναι πολύ ικανός ή πολύ τυχερός στις διάφορες επιχειρηματικές του δραστηριότητες: «με όποια δουλειά κι αν καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος χέζεται στο τάλιρο, γιατί σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται». Συνών. κάρβουνα πιάνει, χρυσάφι γίνεται·
- σκατά στα μούτρα σου! τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά από ό,τι μας τα λες, δεν έχεις καθόλου δίκαιο: «σκατά στα μούτρα σου, που είπε ο τάδε αυτά τα πράγματα!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το και το νερό στην Πόλη. Συνήθως δίνεται και ως απάντηση σε κάποιον που αμφισβητεί τα λεγόμενά μας με το σκατά(!): «προχτές έβγαλα γκόμενα την τάδε. -Σκατά! -Σκατά στα μούτρα σου και το νερό στην Πόλη!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που θα μου πεις εμένα σκατά! κι έχει την έννοια: δε σου δίνω το δικαίωμα να αμφισβητείς τα λεγόμενά μου·
- σκατά στα χέρια σου! ευχετική έκφραση σε άτομο που πήρε λεφτά, να τα χαρεί ή να τα αβγατίσει. Από το ότι, κατά τον ονειροκρίτη, όποιος δει στον ύπνο του να πιάνει σκατά, σύντομα θα του τύχουν λεφτά·  
- σκατά στη μούρη σου! βλ. συνηθέστ. σκατά στα μούτρα σου(!)·
- σκατά στον τάφο του! έντονη αρνητική αντίδραση στο άκουσμα του ονόματος κάποιου που είναι πεθαμένος και που μας έβλαψε πολύ κατά το παρελθόν ή έβλαψε κατά τη γνώμη μας σημαντικά τον τόπο. Από το ότι δεν υπάρχει πιο υποτιμητικό στη μνήμη ενός νεκρού·
- σκατά, φατά, έκφραση με την οποία εννοούμε και άλλα παρεμφερή πράγματα από αυτά που ήδη αναφέραμε: «θέλω να φτιάξω ένα θερμοκήπιο στο εξοχικό μου, αλλά δε λέω ακόμη να τ’ αποφασίσω, γιατί χρειάζονται καντρόνια, πλαστικό, σιδεριές, τσιμέντο, σκατά, φατά»·   
- τα κάνω σκατά, μπερδεύω, χαλώ μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια σχέση: «μια φορά σου ανέθεσα κι εγώ μια δουλειά και τα ’κανες σκατά || προσπάθησα να τους τα φτιάξω και τα ’κανα σκατά»·
- τα κάνω σκατά κι απόσκατα, μπερδεύω, χαλώ εντελώς μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια σχέση: «μην του αναθέσεις την παραμικρή δουλειά, γιατί μια φορά του ανέθεσα κι εγώ κάτι και μου τα ’κανε σκατά κι απόσκατα || επιχείρησε να τους κάνει να μονοιάσουν και τα ’κανε σκατά κι απόσκατα». Λέγεται με ταυτόχρονη έκφραση αηδίας, ενώ στο απόσκατα παρατηρείται κοφτή κίνηση του χεριού προς τα κάτω, θέλοντας να τονίσει την πλήρη αποτυχία·
- τα κάνω σκατά ολέ, βλ. συνηθέστ. τα κάνω σκατέ ολέ, λ. σκατέ·
- τι σκατά είν’ αυτό; έκφραση απορίας για οτιδήποτε που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ή να χαρακτηρίσουμε: «δεν μπορώ να καταλάβω τι σκατά είν’ αυτό που το κουβαλάς συνέχεια μαζί σου; || δεν μπορώ να καταλάβω τι σκατά είν’ αυτό που τον βασανίζει τόσο καιρό;»·
- τι σκατά έχεις; α. ειρωνική ή προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να μας δείξει, επιτέλους, αυτό που έχει στην κατοχή του: «δείξε μας, επιτέλους, να δούμε κι εμείς, τι σκατά έχεις που μας το κρύβεις;». β. ειρωνική ή προτρεπτική έκφραση σε κάποιον που παραπονιέται συνεχώς πως δεν αισθάνεται καλά, να πάει σε γιατρό να τον εξετάσει, για να μάθει τι ακριβώς μπορεί να έχει: «πήγαινε, επιτέλους, να σε εξετάσει κάποιος γιατρός, να δεις κι εσύ τι σκατά έχεις;»·
- τον κάνω σκατά, α. τον μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά, όταν καθίσαμε να πιούμε, τον έκανα σκατά». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι. β. τον φέρνω σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «αν θέλεις να τον κάνεις σκατά, πες του πως η αγαπημένη του ομάδα είναι κουρέλα»·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, βλ. λ. κώλος·
- τον ρίχνω μέσ’ στα σκατά, α. γίνομαι αιτία να αποτύχει εντελώς σε μια δουλειά ή υπόθεσή του: «του ’δωσα διάφορες συμβουλές για τη δουλειά του κι αντί να τον βοηθήσω τον άνθρωπο, τον έριξα μέσ’ στα σκατά». β. τον παρασέρνω σε παρέες όπου υπάρχουν άτομα ελεεινά, χυδαία: «γνώρισε μια παρδαλή και τον έριξε μέσ’ στα σκατά με τις παλιοπαρέες που είχε». Από την αίσθηση που νιώθει ένα άτομο, όταν το ρίξουμε μέσα στα σκατά·
- τρώει και σκατά, τρώει ανεξέλεγκτα τα πάντα: «δεν έχει καμιά προτίμηση στο φαγητό του αυτός ο άνθρωπος, γιατί τρώει και σκατά»·
- τρώει σκατά, είναι αισχρός, ελεεινός, τιποτένιος: «αφού τρώει σκατά, σου λέω, αυτός ο άνθρωπος, πώς τον κάνεις παρέα!»·
- χρυσάφι να πιάνεις, σκατά να γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται, λ. κάρβουνο·
- χρυσάφι πιάνει, σκατά γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, λ. κάρβουνο.

σκέψη

σκέψη, η, ουσ. [<αρχ. σκέψις], η σκέψη. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- διαβάζω τη σκέψη του, μαντεύω τι σκέφτεται: «τον ξέρω τόσο καλά αυτόν τον άνθρωπο, που διαβάζω τη σκέψη του»·
- είμαι στη σκέψη του, καταλαβαίνω τι σκέφτεται ή πώς θα ενεργήσει: «σχεδόν πάντα τον προλαβαίνω τι θα πει και τι θα κάνει, γιατί είμαι στη σκέψη του»·
- είμαι υπό σκέψη, δεν έχω ακόμη αποφασίσει για κάτι: «μου πρότεινε να συνεταιριστούμε, αλλά είμαι υπό σκέψη»·
- είναι στη σκέψη μου (κάποιος), βλ. φρ. τον έχω στη σκέψη μου·
- είναι στη σκέψη μου (κάτι), βλ. φρ. το ’χω στη σκέψη μου·
- έχει καθαρή σκέψη ή έχει σκέψη καθαρή, βλ. φρ. έχει καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
- έχει πλάγια σκέψη, μπορεί και βρίσκει λύση εκεί που οι άλλοι αδυνατούν: «είναι άνθρωπος που δε σηκώνει ποτέ ψηλά τα χέρια του, γιατί έχει πλάγια σκέψη και πάντα έχει τον τρόπο να βγει από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται»·
- θέλει σκέψη το πράγμα, πρέπει να σκεφτεί καλά κανείς προκειμένου να πάρει κάποια απόφαση ή να ενεργήσει πάνω σε αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «όπως μου τα λες, φαίνεται εύκολη και κερδοφόρα δουλειά, αλλά θέλει σκέψη το πράγμα»·
- καθαρή σκέψη, βλ. φρ. καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
- και μόνο με τη σκέψη πως… ή και μόνο με τη σκέψη ότι…, βλ. φρ. και μόνο στη σκέψη πως(…)·  
- και μόνο στη σκέψη πως… ή και μόνο στη σκέψη ότι…, και μόνο που να σκεφτεί κάτι: «και μόνο στη σκέψη πως όπου να ’ναι έρχεται ο γιος του απ’ το εξωτερικό, τρελαίνεται απ’ τη χαρά του! || και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να πάθουν κάτι κακό τα παιδιά του, πανικοβάλλεται»·
- κάνω άσχημες σκέψεις, σκέφτομαι δυσάρεστα, απαισιόδοξα: «κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου νωρίς στο σπίτι, κάνω άσχημες σκέψεις»·
- κάνω κακές σκέψεις, βλ. φρ. κάνω άσχημες σκέψεις·
- κάνω καλές σκέψεις, σκέφτομαι θετικά, αισιόδοξα: «δεν απελπίζομαι με τις δυσκολίες που μου τυχαίνουν και πάντα κάνω καλές σκέψεις»·
- κάνω μαύρες σκέψεις, βλ. φρ. μου περνούν μαύρες σκέψεις·
- κατόπιν ωρίμου σκέψεως, βλ. φρ. μετά από ώριμη σκέψη·
- μαντεύω τη σκέψη του, βλ. φρ. διαβάζω τη σκέψη του·
- μαύρη σκέψη, η απαισιόδοξη, η δυσάρεστη: «του καρφώθηκε από καιρό η μαύρη σκέψη πως τον απατά η γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη σκέψη μ’ έχει φάει, πού γυρίζεις, πού ’χες πάει, κάθε βράδυ ξεπορτίζεις, πού πηγαίνεις, πού γυρίζεις;
- με βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), με κάνει να σκεφτώ πολύ απαισιόδοξα, πολύ δυσάρεστα πράγματα και με το φόβο μήπως πραγματοποιηθούν: «πρέπει να πάρουμε από τώρα τα μέτρα μας, γιατί η στάση του με βάζει σε μαύρες σκέψεις»·  
- με βάζει σε σκέψεις (κάποιος ή κάτι), με κάνει να σκεφτώ απαισιόδοξα, δυσάρεστα πράγματα: «μ’ αυτά που μου λες, με βάζεις σε σκέψεις πως ίσως αυτός μας κάρφωσε»·
- με καθαρή σκέψη ή με σκέψη καθαρή ή με καθαρή τη σκέψη ή με τη σκέψη καθαρή, βλ. φρ. με καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·  
- μετά από δεύτερη σκέψη ή ύστερα από δεύτερη σκέψη, βλ. συνηθέστ. μετά από ώριμη σκέψη·
- μετά από ώριμη σκέψη, μετά από πιο μελετημένη, πιο σοβαρή, πιο επεξεργασμένη σκέψη: «στην αρχή συμφώνησα μαζί του, αλλά μετά από ώριμη σκέψη είδα πως δε με συνέφερε ν’ αναλάβω τη δουλειά»·
- μου περνούν μαύρες σκέψεις, σκέφτομαι πολύ απαισιόδοξα, πολύ δυσάρεστα πράγματα ή καταστάσεις: «κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, μου περνούν μαύρες σκέψεις». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, Χρίστο, άλλο ένα, μαύρες σκέψεις μου περνούν, κάποια μέρα μες τη στράτα ξαπλωμένο θα με βρουν
- μπαίνω σε σκέψεις, προβληματίζομαι: «είναι πολύ ατίθασο παιδί και μπήκα σε σκέψεις, μέχρι ν’ αποφασίσω να το πάρω στη δουλειά μου»·
- ούτε σκέψη! δηλώνει άρνηση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: «μπορώ να πάω κάπου όπου έχω μια δουλειά και να ξαναγυρίσω; -Ούτε σκέψη!»·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το ’χω στη σκέψη μου, το ’χω στα υπόψη μου, δεν το ξέχασα, με απασχολεί: «τι θα γίνει με κείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στη σκέψη μου»·
- τον βάζω σε σκέψεις, α. τον κάνω να σκεφτεί πράγματα, ιδίως άσχημα, που δεν τα είχε σκεφτεί προηγουμένως: «επειδή κάθε απόγευμα η γυναίκα του παίρνει τους δρόμους, τον έβαλα σε σκέψεις μήπως και του τα φοράει». β. τον κάνω να προβληματιστεί: «επειδή ο άλλος του τα παρουσίαζε όλα όμορφα, τον έβαλα σε σκέψεις μήπως και ήθελε να τον ξεγελάσει»·
- τον έφαγαν οι σκέψεις, τον κούρασαν ψυχικά οι έγνοιες, οι στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον έφαγαν οι σκέψεις»· 
- τον έχω στη σκέψη μου, δεν τον ξέχασα, τον θυμάμαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω στη σκέψη μου»·
- ύστερα από ώριμη σκέψη, βλ. φρ. μετά από ώριμη σκέψη·
- χάνω των ειρμό των σκέψεών μου, βλ. λ. ειρμός·
- χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς άλλη εξέταση του θέματος, του προβλήματος: «όταν αποφασίζει κάτι, το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη».

σόι

σόι, το, γεν. του σογιού, πλ. τα σόγια, ουσ. [<τουρκ. soy]. 1. το σύνολο των ανθρώπων με κοινή καταγωγή, η γενιά, το γένος, ιδίως ευγενής, αριστοκρατική καταγωγή: «το σόι αυτού του ανθρώπου άφησε εποχή στα χρόνια μου || παντρεύτηκε γυναίκα από σόι». 2. το σύνολο των ανθρώπων με συγγενικούς δεσμούς, το σύνολο των συγγενών, το συγγενολόι: «έχει πολύ μεγάλο σόι || στη γιορτή μου κουβαλήθηκε όλο το σόι μου για να μου ευχηθεί». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σε, Αντώνη, κρίμα το μπόι σου, που έκανες ρεζίλι όλο το σόι σου // βρήκα δυο σόγια με βιολιά τραγούδι και παραγγελιά γενιά μου αλλοπαρμένη. Κι ό,τι με πίκρανε πολύ είτε φιλί είτε απειλή το είπα ειμαρμένη). 3. (για ζώα) ράτσα: «δεν είναι σόι το σκυλί που πήρες». 4. (για φυτά) ποικιλία: «τι σόι τριανταφυλλιές είναι αυτές που φύτεψες;». 5. (γενικά) είδος, ποιόν: «δεν μπορεί κανένας μας να καταλάβει τι σόι πράγμα είναι αυτό». (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- βαστάει από (μεγάλο) σόι, βλ. φρ. είναι από (μεγάλο) σόι·  
- γαμώ το σόι μου! ή γαμώ το σόι που με γένναγε! ή γαμώ το σόι που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σόι μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλίνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ· 
- γαμώ το σόι σου! ή γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή γαμώ το σόι που σε πέταγε! ή σου γαμώ το σόι! ή σου γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή σου γαμώ το σόι που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιουπου είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σόι σου, κάνεις θόρυβο μεσημεριάτικα! || σου γαμώ το σόι αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια!  λ. γαμώ·
- δεν είναι σόι (πράμα), α. (για πράγματα) δεν είναι αντικείμενο αξίας: «αφού δεν είναι σόι πράμα, γιατί να σου δώσω τόσα λεφτά;». β. (για πρόσωπα) δεν είναι άνθρωπος με αξία και, κατ’ επέκταση, είναι ύποπτος ή επικίνδυνος: «πρόσεχε, γιατί δεν είναι σόι πράμα αυτός, που κάνεις παρέα»·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά ή δεν είναι αυτά σόι πράματα, δεν ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά: «ό,τι λέμε, πηγαίνεις και το διαδίδεις στους άλλους. Δεν είναι σόι πράματα αυτά»·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, έχω την εντύπωση πως δεν είναι πράγμα αξίας: «δεν μπορώ να σου δώσω τόσα λεφτά που μου ζητάς, γιατί δεν το βλέπω σόι πράμα»·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, έχω την εντύπωση πως η δουλειά ή η υπόθεση δεν είναι νόμιμη, τίμια ή πως δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τις προσδοκίες μας: «δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί δεν το βλέπω σόι το πράμα || ο δικηγόρος με διαβεβαιώνει πως όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν το βλέπω σόι το πράμα»·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, έχω την εντύπωση πως δεν πρέπει να είναι καλός άνθρωπος και κατ’ επέκταση, πως είναι ύποπτος, επικίνδυνος: «έχε το νου σου μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο»·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. συνηθέστ. δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο·
- έγινε από σόι, (ειρωνικά) έγινε υπεροπτικός, ακατάδεχτος, ιδίως μετά από κάποια επιτυχία του: «απ’ τη μέρα που προβιβάστηκε στη δουλειά του, νομίζει πως έγινε από σόι και δε μας καταδέχεται». (Λαϊκό τραγούδι: τόσους μήνες που την είχα μου ξηγιότανε στην τρίχα, τώρα έγινε από σόι και τα ψάρια δεν τα τρώει). Από το ότι παλιότερα (αλλά και στην εποχή μας), αυτός που καταγόταν από αριστοκρατικό, από ευγενικό σόι, κρατούσε μια υπεροπτική στάση απέναντι στους ανθρώπους που δεν ήταν της τάξης του ·
- είναι από (μεγάλο) σόι, κατάγεται από ευγενή, από αριστοκρατική οικογένεια: «πάντρεψε την κόρη του μ’ ένα παλικάρι, που και επιστήμονας είναι και από μεγάλο σόι». (Λαϊκό τραγούδι: ο άντρας που θα παντρευτώ, θα είναι από σόι, σκληρό κολάρο θα φορά θα ’χει χρυσό ρολόι
- είναι σόι πράματα αυτά; βλ. φρ. δεν είναι σόι πράματα αυτά·
- κρατάει από (μεγάλο) σόι, βλ. φρ. είναι από (μεγάλο) σόι·
- μεγάλο σόι, το αριστοκρατικό: «σήμερα δεν υπάρχουν μεγάλα σόγια, όπως τον παλιό καλό καιρό»·
- σόι πάει το βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- σόι σοϊλέ, αριστοκρατική, ευγενική καταγωγή: «βρήκε ένα παλικάρι η κόρη του πολύ σόι σοϊλέ»·
- σόι σοϊλέ πάει το βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- σόι τραβάει το βασίλειο, βλ. συνηθέστ. σόι πάει το βασίλειο, λ. βασίλειο·
- τι σόι άνθρωπος είναι, α. ποιο είναι το ποιόν αυτού του ανθρώπου: «είναι καινούριος στην παρέα μας και κανένας δεν ξέρει ακόμα τι σόι άνθρωπος είναι». β. απαντάται πολύ συχνά και σε ερωτηματικό τύπο: «τι σόι άνθρωπος είναι ο τάδες;»·
- τι σόι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου που μας ενοχλεί: «κοτζάμ επιστήμονας και συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος άνθρωπος. Τι σόι πράγματα είν’ αυτά;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;)·
- τι σόι πράμα είναι, α. (για πρόσωπα ή πράγματα) ποιο είναι το ποιόν του, ποια είναι η αξία του, η χρηστικότητά του: «τι σόι πράμα είναι αυτός ο άνθρωπος, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω!». β. απαντάται πολύ συχνά και σε ερωτηματικό τύπο: «τι σόι πράμα είναι αυτό που αγόρασες και κρέμασες μπροστά στο αυτοκίνητό σου;»·
- τι σόι σοϊλέ! τι είδος, τι τρόπος και λέγεται συνήθως για κάτι αρνητικό: «έχει έλκος στο στομάχι κι ο γιατρός του επιτρέπει να τρώει καυτερά φαγητά και να πίνει όσο θέλει. -Τι σόι σοϊλέ θεραπεία είναι αυτή, δεν μπορώ να καταλάβω!»·
- του γαμώ το σόι ή του γαμώ το σόι που τον γένναγε ή του γαμώ το σόι που τον πέταγε, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ήταν αγενής, εκεί μπροστά στην οικογένειά του του γάμησε το σόι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «επειδή γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε το σόι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.

στάνη

στάνη, η, ουσ. [<σλαβ. stan], η στάνη· χώρος, ιδίως κλειστός, που είναι βρόμικος και ακατάστατος: «είναι τόσο τσαπατσούλικο παιδί, που έχει πάντα το δωμάτιό του σαν στάνη». Από την εικόνα της στάνης που είναι ακατάστατη και βρόμικη·
- αρνί που φεύγει απ’ τη στάνη, το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, ανάλογα με τις συναναστροφές, με το περιβάλλον στο οποίο έζησε ή ζει κανείς είναι και οι πράξεις του, ή ανάλογα με τις δυνατότητές του είναι και οι ενέργειές του, η προσφορά του: «αφού έμπλεξε με αλήτες αλητείες θα κάνει, γιατί αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει || μη ζητάς παραπάνω, γιατί αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει».    

στόμα

στόμα, το, ουσ. [<αρχ. στόμα], το στόμα. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα κατανάλωσης τροφής: «σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά, γιατί έχει πέντε στόματα να θρέψει». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). 2. στον πλ. τα στόματα, ο κοινωνικός περίγυρος, που σχολιάζει, που κριτικάρει τις πράξεις κάποιου ή κάποιων: «έχω ακούσει πως μερικά στόματα σε κατακρίνουν για τις παρέες που κάνεις». Υποκορ. στοματάκι, το. Μεγεθ. στοματάρα, η. Σπάνια ακούγεται λανθασμένα και στόμας, ο. (Ακολουθούν 189 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αθύρωτο στόμα, βλ. συνηθέστ. απύλωτο στόμα·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αμάν αυτό το στόμα σου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα ή που κακολογεί συνεχώς: «αμάν αυτό το στόμα σου! Όταν αρχίζει(ς) να μιλά(ς) δεν αφήνει(ς) άλλον κανέναν να μιλήσει || αμάν αυτό το στόμα σου! Δε θα πει(ς) καλό λόγο για κανέναν!»·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. φρ. στόμα να ’χε, θα μιλούσε·
- άναψε το στόμα μου, α. κάηκα από κάποιο φαγητό, γιατί περιείχε πολλά μπαχαρικά, ή από κάποιο ρόφημα, που ήταν πολύ ζεστό: «μόλις έφαγα την πρώτη κουταλιά, άναψε το στόμα μου απ’ το πιπέρι που είχε το φαγητό». β. μιλούσα ασταμάτητα και για πολλή ώρα: «άναψε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πού να βάλει μυαλό!»·
- ανοίγω το στόμα μου, α. μιλώ: «μην ανοίγεις το στόμα σου, αφού δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάμε». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω).β. προδίδω: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος άνοιξε το στόμα του και τα ξέρασε όλα»·
- άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή! αντιμίλησε προκλητικά: «εγώ του είπα να προσέχει να μην κάνει καμιά ζημιά, κι αυτός άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή!». Πολλές φορές, συνοδεύεται με χειρονομία του ομιλητή να επιδεικνύει την πιθαμή του· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα να(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα να! έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις μ’ είδε με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άνοιξ’ ένα στόμα να!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τις δυο παλάμες, καθώς εφάπτονται με τις εσωτερικές τους πλευρές και με τους καρπούς σταθερά ενωμένους σε οριζόντια θέση, να ανοίγουν από την πλευρά των δαχτύλων, σαν να θέλει ο ομιλητής να καταδείξει το μέγεθος του ανοίγματος του στόματος· βλ. και φρ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες! βλ. συνηθέστ. άνοιξ’ ένα στόμα μια πιθαμή(!)·
- άνοιξαν πολλά στόματα, μίλησαν πολλά άτομα για ένα θέμα το οποίο επιδίωκαν κάποιοι να μείνει στην αφάνεια, να το κουκουλώσουν: «μετά την αποκάλυψη της ανάμειξης του υπουργού στις παράνομες προμήθειες, άνοιξαν πολλά στόματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μιλούσαν»· 
- άνοιξε το στόμα σου! (προτρεπτικά) μίλα: «άνοιξε, επιτέλους, το στόμα σου, πες κι εσύ κάτι!»·
- απ’ το δικό σου στόμα, από σένα τον ίδιο, από σένα προσωπικά: «αυτό που άκουσα πως λες για μένα, θέλω να τ’ ακούσω κι απ’ το δικό σου στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε με στο τηλέφωνο, κι απ’ το δικό σου στόμα, θέλω ν’ ακούσω να μου πεις πως μ’ αγαπάς ακόμα
- απ’ το στόμα μου το πήρες, είπες ακριβώς αυτό που ήμουν έτοιμος να πω: «απ’ τη στιγμή που ξέρουμε πως είναι καρφί, αν ξανάρθει στην παρέα μας λέω να τον διώξουμε. -Απ’ το στόμα μου το πήρες»·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα, βλ. λ. κόρακας·
- από στόμα σε στόμα, με τον προφορικό λόγο, προφορικά: «η μεγάλη είδηση διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα»·
- απύλωτο στόμα, λέγεται για άτομο που συνηθίζει να αυθαδιάζει ή να κατηγορεί συστηματικά τους άλλους, που δηλ. το στόμα του δεν κλείνεται από καμιά θύρα, πύλη: «ένα τέτοιο απύλωτο στόμα, αν είναι δυνατό να πει καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- βάζω κάτι στο στόμα μου ή βάζω στο στόμα μου κάτι, α. τρώω σε μικρή ποσότητα είτε από βιασύνη είτε για να ξεγελάσω την πείνα μου: «κατά τις δώδεκα βάζω κάτι στο στόμα μου, γιατί δεν αντέχω μ’ άδειο στομάχι μέχρι το μεσημέρι». β. πολλές φορές προτρεπτικά ή συμβουλευτικά βάλε κάτι στο στόμα σου ή βάλε στο στόμα σου κάτι: «βάλε κάτι στο στόμα σου, γιατί θ’ αργήσουμε να φάμε»·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. φρ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαστώ το στόμα μου κλειστό, βλ. φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, βλ. λ. αφρός·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βουλώνω πολλά στόματα, θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά, γιατί έχει να βουλώσει πολλά στόματα»· βλ. και φρ. ταΐζω πολλά στόματα·
- βουλώνω τα στόματα του κόσμου ή βουλώνω το στόμα του κόσμου, με διάφορους τρόπους αποτρέπω αρνητικά σχόλια για κάποιον ή για μένα τον ίδιο: «τόσα χρόνια βοηθάω τους πάντες μόνο και μόνο για να βουλώνω τα στόματα του κόσμου απ’ την κακή διαγωγή σου»·
- βουλώνω το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- γαμώ το στόμα σου, υβριστική έκφραση σε άτομο που μιλάει συνέχεια ή σε άτομο που αισχρολογεί, που κακολογεί συνεχώς. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ: «κλείσ’ το, γαμώ το στόμα σου, γαμώ για να μιλήσει και κανένας άλλος! || γαμώ το στόμα σου γαμώ, δε θα πεις ποτέ καλή κουβέντα για άνθρωπο!»·
- γεια στο στόμα σου! βλ. λ. γεια·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, λ. σαγόνι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- γλίτωσα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δεν ανοίγω το στόμα μου, α. δεν αρθρώνω, δε λέω λέξη από αμηχανία, ταραχή, κατάπληξη, ντροπή, φόβο ή τρόμο: «κάθε φορά που έχω άδικο, ό,τι και να μου πουν, δεν ανοίγω το στόμα μου || μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου || δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω το στόμα μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι». β. (γενικά) δε μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, δεν ανοίγει το στόμα του». γ. δεν προδίδω: «παρόλο το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια να μαρτυρήσει τους συνενόχους του, δεν άνοιξε το στόμα του». δ. είμαι κατ’ εξοχήν ολιγόλογος: «όταν μιλούν άνθρωποι που ξέρουν πολλά περισσότερα από μένα, εγώ δεν ανοίγω το στόμα μου»·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα, είμαι νηστικός: «απ’ το πρωί δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και τώρα πεινώ σαν λύκος»·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, μιλούσε συνεχώς, φλυαρούσε αδιάκοπα: «απ’ τη στιγμή που κάθισε στην παρέα μας, δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του»·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. φρ. δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου·
- δεν έκλεισε καθόλου το στόμα του, βλ. φρ. δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του·
- δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μιλούσε συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του»·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν ξέρει ν’ ανοίξει το στόμα του, (για τραγουδιστές, τραγουδίστριες) δεν ξέρει να τραγουδά, δεν έχει φωνή για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι: «πολλοί επώνυμοι κατηγορούν το fame story ότι βραβεύει τραγουδιστές, που δεν ξέρουν ν’ ανοίξουν το στόμα τους»·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε το στόμα μου·
- είναι άσχημο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει άσχημο στόμα·
- είναι βρόμικο στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει βρόμικο στόμα·
- είναι κακό στόμα, βλ. συνηθέστ. έχει κακό στόμα·
- είναι ένα στόμα! βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα(!)·
- είναι με το γέλιο στο στόμα ή έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έμεινα με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, βλ. λ. δάχτυλο·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λύκος·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- έχει άσχημο στόμα, α. είναι αισχρολόγος: «δεν μπορεί να πει καλό για κανέναν, γιατί έχει άσχημο στόμα». β. μιλάει σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «πρόσεξε μην τα βάλει μαζί σου, γιατί έχει άσχημο στόμα»·
- έχει βρόμικο στόμα, συνηθίζει να βρίζει: «όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας τον διώχνουμε, γιατί έχει βρόμικο στόμα»·
- έχει γλυκό στόμα, α. είναι ευχάριστος, ευγενικός: «χαίρεσαι να τον ακούς, γιατί έχει γλυκό στόμα». β. (για γυναίκες) είναι ποθητό, ηδονικό: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκό στόμα». (Λαϊκό στόμα: σαν λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό είναι το γλυκό της στόμα το φιδίσιο της το σώμα
- έχει ένα στόμα! α. είναι ιδιαίτερα αισχρολόγος: «δεν μπορείς να κάνεις σοβαρή κουβέντα μαζί του, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. β.μιλάει πολύ σκληρά, δε χαρίζεται σε κανέναν: «μην τον τσιγκλάς, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. γ. είναι μεγάλος κουτσομπόλης: «μη διανοηθείς να του εμπιστευτείς τίποτα, γιατί έχει ένα στόμα!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το Θεός να σε φυλάει. δ.είναι ιδιαίτερα ικανός ρήτορας: «έχει ένα στόμα, που, όση ώρα και να μιλάει, χαίρεσαι να τον ακούς!». ε. (ιδίως για γυναίκες) έχει όμορφο στόμα, σαρκώδη χείλη: «έχει ένα στόμα, που σου ’ρχεται να το δαγκάσεις!»·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, είναι πολύ αθυρόστομος, βρίζει ακατάσχετα: «όταν είναι στα καλά του, το στόμα του στάζει μέλι, όταν όμως νευριάσει, έχει ένα στόμα σαν βόθρο»·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. συνηθέστ. έχει ένα στόμα σαν βόθρο·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, έχει πολύ μεγάλο στόμα: «όταν κάνει πως γελάει αυτός ο άνθρωπος, σε τρομάζει, γιατί έχει ένα στόμα σαν πηγάδι»· βλ. και φρ. έχει μεγάλο στόμα·
- έχει κακό στόμα, μιλάει πάντοτε με κακία για τους άλλους: «δεν είπε ποτέ καλό για κανέναν, γιατί έχει κακό στόμα»· βλ. και φρ. έχει άσχημο στόμα·
- έχει καλό στόμα, α. μιλάει πάντοτε με καλοσύνη και αγάπη: «δεν άκουσα ποτέ απ’ αυτόν τον άνθρωπο να πει κακό για κάποιον, γιατί έχει καλό στόμα». β. είναι καλός ρήτορας: «μπορώ να τον ακούω με άνεση, γιατί έχει καλό στόμα»·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μεγάλο στόμα, μιλάει πολύ, ιδίως συνηθίζει να αντιμιλάει ή να αναφέρεται θαρρετά στα κακώς κείμενα: «μην του πας κόντρα αυτού του ανθρώπου γιατί έχει μεγάλο στόμα και θα σου σπάσει τα νεύρα || δε θα του βγει σε καλό που έχει μεγάλο στόμα, γιατί έμαθε ο διευθυντής του πως τον κατηγορεί ως υπεύθυνο για τις απολύσεις που έγιναν»·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. φρ. βουλώνω το στόμα μου·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. έχω το στόμα μου κλειστό·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. φρ. κλείνω το στόμα μου·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- κλείνω το στόμα μου, παύω να μιλώ, σωπαίνω: «όταν υπάρχουν γεροντότεροι στην παρέα, κλείνω το στόμα μου και ακούω προσεκτικά τι λένε»· βλ. και φρ. κρατώ το στόμα μου κλειστό·
- κοιτάζω μ’ ανοιχτό στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα ή κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό ή κοιτάζω με το στόμα μου ανοιχτό, βλ. φρ. μένω μ’ ανοιχτό στόμα. (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κόλλησε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. κόλλησε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, σωπαίνω, δε μιλώ, δεν αποκαλύπτω μυστικό, που μπορεί να βλάψει κάποιον: «μπορούσε με μια λέξη του να μας ρίξει όλους στη φυλακή, όμως, ευτυχώς, κράτησε το στόμα του κλειστό». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό, κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη
- κρέμομαι απ’ το στόμα του, η τύχη μου εξαρτάται από αυτό που θα πει: «το ξέρει πως κρέμομαι απ’ το στόμα του, γι αυτό πιστεύω πως θα σκεφτεί καλά τι θα καταθέσει στη δίκη»· βλ. και φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του, λ. χείλι·
- λέει ό,τι του ’ρχεται στο στόμα, μιλάει απερίσκεπτα, στην τύχη, τα νοήματά του δεν έχουν ειρμό και περιεχόμενο: «όταν πιει κάνα δυο ποτηράκια, λέει ό,τι  του ’ρχεται στο στόμα». Συνών. λέει ό,τι θέλει / λέει ό,τι λάχει / λέει ό,τι του καπνίσει / λέει ό,τι του κατέβει / λέει ό,τι να ’ναι / λέει ό,τι του ’ρθει / λέει ό,τι φτάσει·
- μ’ άφησε μ’ ανοιχτό το στόμα ή μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό, από κάτι που μου είπε ή μου έδειξε ή από την εν γένει συμπεριφορά του με άφησε κατάπληκτο, εμβρόντητο και δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις μου ’δωσε χωρίς δεύτερο λόγο τα δανεικά που του ζήτησα, μ’ άφησε με το στόμα ανοιχτό»·
- μ’ άφησε με τη γλύκα στο στόμα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ ένα στόμα, δια βοής και ομόφωνα: «οι υπερασπιστές της πόλης απέρριψαν μ’ ένα στόμα την πρόταση παράδοσης»·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μάζεψε το στόμα σου, (απειλητικά) πάψε να μιλάς, ιδίως άσχημα ή προσβλητικά για μένα τον ίδιο ή και για πρόσωπο που με ενδιαφέρει: «μάζεψε το στόμα σου και πάψε να με κατηγορείς, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές»·
- μάλλιασε το στόμα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου·
- με μισό στόμα, συμφωνία ή υπόσχεση που γίνεται ή που δίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «μου ’δωσε το λόγο του πως θα με βοηθήσει, αλλά μου το ’πε με μισό στόμα»·
- με την κοιλιά στο στόμα, βλ. λ. κοιλιά·
- με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- με την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. μπάρα μπάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. συνηθέστ. με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα·
- μένω μ’ ανοιχτό στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα ή μένω μ’ ανοιχτό το στόμα μου ή μένω με το στόμα ανοιχτό ή μένω με το στόμα μου ανοιχτό, α. εκπλήσσομαι έντονα, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη από απροσδόκητο λόγο ή συμβάν που ακούω ή βλέπω: «έμεινα με το στόμα ανοιχτό, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: ως κι ο Διάβολος ακόμα μένει μ’ ανοιχτό το στόμα και του έρχεται ζαλάδα, στων Ρωμιών την εξυπνάδα).β. αισθάνομαι έντονη απορία ή θαυμασμό για κάτι που ακούω ή βλέπω, και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη: «μόλις του ζήτησα δανεικά και μου τα ’δωσε αμέσως, έμεινα με το στόμα ανοιχτό || έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό, μόλις έμαθα πως πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο»·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. φρ. στο στόμα μου το ’χω·
- μην ανοίξω το στόμα μου! απειλητική έκφραση εναντίον κάποιου πως αν αρχίσω να μιλάω, θα πω πράγματα που δεν του συμφέρουν καθόλου ή και που τον ενοχοποιούν: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί μην ανοίξω το στόμα μου! Δε θα ξέρεις από πού να φύγεις». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε πριν ανοίξω το στόμα μου, φύγε πριν στα πω μαζεμένα, φύγε οι πληγές μου στο σώμα μου είν’ ακόμη από σένα
- μην πέσεις στο στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να βρίζει, να κατηγορεί, να κακολογεί, να διαβάλλει: «πρόσεχε μην πέσεις στο στόμα του, γιατί δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- μιλώ έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. μιλώ έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγήκε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- μπήκα στου λύκου στο στόμα, βλ. λ. λύκος· 
- ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. φρ. γεια στο στόμα σου! λ. γεια·
- να κρέμεσαι απ’ το στόμα του! βλ. συνηθέστ. να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! λ. χείλι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! (απειλητική ή προειδοποιητικά) αν ασχοληθώ με το άτομό σου, θα σε κακολογήσω τόσο πολύ, που σίγουρα θα σου δημιουργήσω πρόβλημα: «μη με πας κόντρα, γιατί, να μη σε πιάσω στο στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μην ανοίξω το στόμα μου(!)·
- να μην ανοίξω το στόμα μου! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) να μην αρχίσω να μιλώ, γιατί θα πω πράγματα που δε σε συμφέρουν και που πιθανώς μπορεί και να σε βλάψουν: «μην κάνεις σε μένα που σε ξέρω τον καλό και τον τίμιο, για να μην ανοίξω το στόμα μου!». Μερικές φορές, η φρ. κλείνει με το άντε γιατί α· βλ. και φρ. να μη σε πιάσω στο στόμα μου(!)·
- ξεράθηκε το στόμα μου, βλ. φρ. στέγνωσε το στόμα μου·
- ξέφυγα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- όταν μιλάς για (κάποιον ή κάτι), να πλένεις πρώτα το στόμα σου, δηλώνει πως το πρόσωπο ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο συνομιλητής μας είναι πολύ σπουδαίο και για το λόγο αυτό είναι άξιο μεγάλου σεβασμού: «όταν μιλάς για τη μάνα μου, να πλένεις πρώτα το στόμα σου || όταν μιλάς για τη δημοκρατία, να πλένεις πρώτα το στόμα σου». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. αναφέρεται και το είδος με το οποίο πρέπει να πλυθεί το στόμα, όπως είναι η χλωρίνη, το κεζάπι, το άκουα φόρτε, το ντουμποφλό και άλλα παρόμοια δραστικά απορρυπαντικά ή καθαριστικά υγρά, και πολύ σπάνια αναφέρεται η οδοντόκρεμα·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. συνηθέστ. πιάνω στο στόμα μου (κάποιον)·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες τα χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! βλ. συνηθέστ. πες το χρυσόστομε! λ. χρυσόστομος·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, συζητιέμαι, σχολιάζομαι αρνητικά: «πώς να μην πέσεις στα στόματα του κόσμου με τις παλιοπαρέες που γυρνάς!»·
- πέφτω στο στόμα του, με βρίζει, με κατηγορεί, με κακολογεί, με διαβάλλει: «κάθε φορά που πέφτω στο στόμα του, έχω φασαρίες με τη γυναίκα μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτά που λέει»·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, τον κακολογώ: «εμένα μην μου παριστάνεις τον τίμιο άνθρωπο, γιατί, αν σε πιάσω στο στόμα μου, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις!»·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- ποιος ακούει το στόμα της! αναφορά σε γυναίκα από την οποία είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε αυστηρές επιπλήξεις ή πως θα υποχρεωθούμε να υπομένουμε την ακατάσχετη γκρίνια της, αν κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι: «είναι κάπως αδιάθετη η γυναίκα μου κι αν δεν πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, ποιος ακούει το στόμα της! || αύριο έχουμε την επέτειο του γάμου μας κι αν δεν της αγοράσω ένα δαχτυλίδι που της γυάλισε, ποιος ακούει το στόμα της!». Η αναφορά σε γυναίκα, γιατί πως, αυτή δημιουργεί συνήθως την γρίνια σε ένα σπίτι. Λέγεται και για άντρα·
- πρόσεχε το στόμα σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε πρόσεχε το στόμα σου, γιατί θα είναι όλοι με τις οικογένειές τους». β. απειλητική έκφραση σε άτομο που μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά σε μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε το στόμα σου, γιατί δε θ’ ανεχτώ άλλο τις βλακείες που λες για το φίλο μου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τα λόγια σου! / πρόσεχε τη γλώσσα σου(!)· 
- πρόσεχε το στόμα του, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να προσέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί συνηθίζει να κακολογεί, να διαβάλλει τους άλλους: «όχι πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, και το κυριότερο, πρόσεχε το στόμα του». Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα του·
- ράβω το στόμα μου, α. αποφασίζω να πάψω στο εξής να μιλώ: «αφού κανείς δε μ’ ακούει, ράβω κι εγώ το στόμα μου και πέστε ό,τι θέλετε»·
- ράψε το στόμα σου! λέγεται προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή και απειλητικά με την έννοια πάψε να μιλάς, βούλωσ’ το(!): «ράψε το στόμα σου, γιατί δεν ανέχομαι να κατηγορείς το φίλο μου!»·  
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στέγνωσε το στόμα μου, α. δίψασα υπερβολικά: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το στόμα μου». β. μιλούσα αδιάκοπα, ιδίως συμβουλεύοντας κάποιον: «στέγνωσε το στόμα μου να τον συμβουλεύω, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- στο στόμα μου το ’χω, α. λέγεται στην περίπτωση που ξέρουμε τι θέλουμε να πούμε ή γνωρίζουμε πώς να ονοματίσουμε κάτι, αλλά μας διαφεύγει ακριβώς τη στιγμή που γίνεται η κουβέντα. Συνών. στη γλώσσα μου το ’χω. β. είμαι έτοιμος να πω κάτι, κρατιέμαι για να μην πω κάτι που δε θα είναι αρεστό σε κάποιον ή κάποιους: «εμένα μη μου κάνεις τον τίμιο, γιατί στο στόμα μου το ’χω ν’ αποκαλύψω τη βρομιά σου»·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, α. είναι ιδιαίτερα ολιγόλογος: «αυτό το παιδί στόμα έχει και μιλιά δεν έχει». β. ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα ατόμου πως κάποιος είναι ολιγόλογος, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: «ποιος δε μιλάει, ο τάδε; Τι να σου πω, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει»·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, έκφραση που επιτείνει κάποια αρνητική ενέργειά μας: «πώς αντέχει το στομάχι σου με τόσο ποτό; Στόμα να ’χε, θα μιλούσε || το διέλυσες τ’ αυτοκίνητό σου έτσι όπως το τρέχεις μέσα στα χωράφια. Στόμα να ’χε, θα μιλούσε»·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του στόμα του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα, το άκουσα να το λέει ο ίδιος: «είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα απ’ το ίδιο του το στόμα»·
- τα λέμε στόμα με στόμα, κουβεντιάζουμε εντελώς ιδιωτικά: «έβγαλαν όλους τους άλλους έξω απ’ το δωμάτιο και τα λένε μέσα στόμα με στόμα»·
- τα λέω έξω απ’ το στόμα, βλ. συνηθέστ. τα λέω έξω απ’ τα δόντια, λ. δόντι·
- ταΐζω πολλά στόματα, α. θρέφω πολλούς ανθρώπους, συντηρώ μεγάλη οικογένεια: «σκοτώνομαι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά, γιατί ταΐζω πολλά στόματα». β. δωροδοκώ πολλούς ανθρώπους, για να πετύχω το σκοπό μου: «τάισα πολλά στόματα μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να πάρω την άδεια ανέγερσης της πολυκατοικίας δίπλα στην παραλία»·
- της τον (τη, το) δίνω απ’ το στόμα ή της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω το στοματικό έρωτα: «κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, της τον δίνω απαραίτητα στο στόμα»·
- το κάνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. φρ. η γλώσσα μου έγινε παπούτσι, λ. γλώσσα·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα μου είναι φαρμάκι·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, είναι πολύ πικρό, συνήθως από αδιάκοπο κάπνισμα και έντονη κατανάλωση αλκοόλ: «όλη τη νύχτα πίναμε και καπνίζαμε και το πρωί το στόμα μου ήταν φαρμάκι»·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, α. μιλάει ακατάπαυστα: «όταν αρχίζει να μιλάει, το στόμα του βγάζει φωτιές». β. κατακεραυνώνει τους αντιπάλους του ή τους ενόχους σε μια υπόθεση: «όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, το στόμα του έβγαζε φωτιές για τους εμπνευστές του αντεργατικού νομοσχεδίου»· 
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι μέλι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει πετμέζι·
- το στόμα του είναι σαν πηγάδι, βλ. φρ. έχει ένα στόμα σαν πηγάδι·  
- το στόμα του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει σερμπέτι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του είναι χαβούζα, είναι πολύ βρομόστομος: «όταν θυμώνει με κάποιον, το στόμα του είναι χαβούζα». Αναφορά στις ακαθαρσίες και στα βρομόνερα που περιέχει μια χαβούζα·
- το στόμα του πάει ροδάνι, βλ. συνηθέστ. η γλώσσα του πάει ροδάνι, λ. γλώσσα·
- το στόμα του πάει σαν μυδραλιοβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν οπλοπολυβόλο, βλ. φρ. το στόμα του πάει σαν πολυβόλο·
- το στόμα του πάει σαν πολυβόλο, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν πολυβόλο». Αναφορά στο κροτάλισμα των πυροβόλων όπλων·
- το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή, μιλάει αδιάκοπα, ασταμάτητα: «όταν αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος, το στόμα του πάει σαν ραπτομηχανή». Αναφορά στο συνεχή ήχο που αφήνει η ραπτομηχανή, όταν γαζώνει·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του στάζει μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει πολύ κολακευτικά, με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, το στόμα του στάζει μέλι». Αναφορά στη γλυκύτητα του μελιού·
- το στόμα του στάζει πετμέζι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει ροσόλι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει μέλι·
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, είναι κακεντρεχής, μιλάει με μεγάλη κακία, με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, το στόμα του στάζει φαρμάκι»·
- το στόμα του στάζει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει δηλητήριο, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. φρ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το στόμα του χύνει χολή, βλ. συνηθέστ. το στόμα του στάζει φαρμάκι·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- τον αφήνω με το στόμα ανοιχτό ή τον αφήνω μ’ ανοιχτό το στόμα, του προξενώ μεγάλη έκπληξη, τον αφήνω κατάπληκτο, άναυδο: «μόλις με είδε με την κουρσάρα και την γκομενάρα που είχα μέσα, τον άφησα με το στόμα ανοιχτό»·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, σχολιάζω ή αναφέρομαι συνεχώς σε ένα άτομο που δεν είναι παρόν: «μου ήταν τόσο αγαπητός φίλος κι απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω όλο στο στόμα μου»·
- τον (την, το) παίρνει απ’ το στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα, επιδίδεται στο στοματικό έρωτα: «η τάδε είναι πολύ καλή στο κρεβάτι και, το κυριότερο, τον παίρνει απ’ το στόμα»·
- τον πιάνω στο στόμα μου, μιλώ για κάποιον, ιδίως αναφέρω τις κακές του ιδιότητες, τις παρατυπίες ή τις παρανομίες του: «να του πεις να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί, αν τον πιάσω στο στόμα μου, δε θα τον ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας»·
- τον (την) ταΐζει στο στόμα, τον (τη) λατρεύει, τον (την) υπεραγαπά, του (της) πραγματοποιεί κάθε επιθυμία: «είναι πολύ τυχερός, γιατί έχει μια γυναίκα που τον ταΐζει στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- του βούλωσα το στόμα, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο στόμα του: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’δωσα μια και του βούλωσα το στόμα»· βλ. και φρ. του ’κλεισα το στόμα·
- του ’κλεισα το στόμα, α. με τη στάση, τις ενέργειές ή τη συμπεριφορά μου του απέδειξα ότι δεν είμαι αυτός που κατηγορούσε ότι ήμουν, τον αποστόμωσα: «έλεγε πως ήθελα το κακό του, αλλά, όταν πήγα στο δικαστήριο και κατέθεσα υπέρ του, του ’κλεισα το στόμα». β. τον δωροδόκησα για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «είχε σκοπό να με καρφώσει, αλλά του ’δωσα πέντε χιλιάδες ευρώ του ’κλεισα το στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το δάσκαλο, το δάσκαλο αυτό το σαρδανάπαλο, που κατσαπλιάδες έχει γύρω, παράδες θα γιομίσετε, το στόμα αν του κλείσετε,που τάζει τους κολήγους κλήρο)·  
- του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα, τον δολοφόνησα, τον σκότωσα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «επειδή κάθε τόσο μ’ εκβίαζε πως θα με καρφώσει στην Ασφάλεια, του ’κλεισα το στόμα μια για πάντα·
- του μπούκωσα το στόμα, α. τον δωροδόκησα πλουσιοπάροχα, για να μην πει κάτι κακό ή παράνομο που έκανα: «του μπούκωσα το στόμα, για να μην καταθέσει εναντίον μου». β. του το γέμισα υπερβολικά με φαγητό: «έτσι όπως του μπούκωσες το στόμα, μπορεί να πνιγεί το παιδί»·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φοβάμαι το στόμα του, φοβάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ή το σκεπτικό με το οποίο κρίνει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο θέλω να τα ’χω πάντα καλά, γιατί φοβάμαι το στόμα του»·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·

σχέδιο

σχέδιο, το, ουσ. [<μτγν. σχέδιον, ουδ. του αρχ. επιθ. σχέδιος], το σχέδιο. 1. πρόθεση, επιδίωξη, σκοπός, στόχος: «είχα πολύ μεγάλα σχέδια για σένα στη ζωή μου». 2α. στον πλ. τα σχέδια, τα κόλπα, τα νάζια: «εμένα δεν μπορείς να με τουμπάρεις με τα σχέδια που κάνεις». β. ενέργειες ή πράξεις απατηλές, τεχνάσματα: «άσε τα σχέδια κι έλα να μιλήσουμε με ειλικρίνεια». Υποκορ. σχεδιάκι, το·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. φρ. καινούριο σχέδιο αυτό(!)·
- βγάζω το σχέδιο, σχεδιάζω ένα σχέδιο ή το αντιγράφω είτε βλέποντάς το είτε με πατιτούρα: «δε θα ’ρθω μαζί σου, γιατί έχω να βγάλω το σχέδιο της οικοδομής»·
- κάνω σχέδια, βλ. λ. σχεδιάζω·
- καινούριο σχέδιο αυτό! λέγεται ειρωνικά ή επιθετικά σε άτομο που ενεργεί με τρόπο που μας είναι άγνωστος και που ενδέχεται να αποβεί σε βάρος μας. Πολλές φορές, μετά το σχέδιο ακολουθεί το πάλι. Συνών. καινούριο κόλπο αυτό(!)·
- κάνω σχέδιο, προγυμνάζομαι, εξασκούμαι στην τεχνική με την οποία γίνεται ένα σχέδιο: «επειδή θέλει να δώσει στην Αρχιτεκτονική, πηγαίνει στο τάδε φροντιστήριο και κάνει σχέδιο»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- τον παίρνει το σχέδιο, περιλαμβάνεται και αυτός στην ίδια κατηγορία, στην ίδια προοπτική ή υπόθεση που υπάρχει περίπτωση να του είναι δυσάρεστη: «βγήκε διαταγή να ανακληθούν οι άδειες και τον παίρνει το σχέδιο». Σχεδόν πάντα μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι αυτόν. Ίσως αναφορά στο σχέδιο πόλεως, που, όταν παίρνει κάποιο κτίσμα κατά τη χάραξη των δρόμων, δημιουργεί πρόβλημα στον ιδιοκτήτη του, γιατί αυτό πρέπει να γκρεμιστεί με κάποια, βέβαια, σχετική αποζημίωση, που όμως, τις πιο πολλές φορές, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία·
- τον πιάνει το σχέδιο, βλ. συνηθέστ. τον παίρνει το σχέδιο.

ταβάνι

ταβάνι κ. νταβάνι, το, ουσ. [<tavan], το ταβάνι· δηλώνει το ανώτατο όριο αντοχής ή απόδοσης κάποιου: «σ’ όλες τις ενέργειές του έχει ένα ταβάνι, πέρα απ’ το οποίο δεν κάνει το παραμικρό»
- βλέπει το ταβάνι, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα βλέπει το ταβάνι». Από τη εικόνα του ατόμου που βρίσκεται ξαπλωμένο στο κρεβάτι του με το βλέμμα του στραμμένο προς το ταβάνι· 
- είναι ψηλός μέχρι το ταβάνι, είναι πάρα πολύ ψηλός: «ξεχωρίζει αμέσως απ’ όλους τους άλλους, γιατί είναι ψηλός μέχρι το ταβάνι»·
- η μύτη του κοιτά το ταβάνι, βλ. λ. μύτη·
- μ’ έστειλε στο ταβάνι (κάτι), ένιωσα πολύ ευχάριστη έκπληξη, ξέφρενη χαρά από κάτι: «το γκολ του παίχτη μας στο τελευταίο λεπτό του παιχνιδιού μ’ έστειλε στο ταβάνι»·
- να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει! έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει!». Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται, όταν ο ομιλών βρίσκεται σε κλειστό χώρο και συνοδεύεται από νεύμα του κεφαλιού που δείχνει ψηλά. Όταν ο ομιλών βρίσκεται στο ύπαιθρο ακούγεται το να πέσει ο ουρανός να με πλακώσει(!)· 
- πήδηξε μέχρι το ταβάνι, α. ένιωσε μεγάλη απορία ή έκπληξη από κάτι καλό ή κακό: «μόλις του ανακοίνωσα πως θα παντρευτώ την κόρη του τάδε εφοπλιστή, πήδηξε μέχρι το ταβάνι || μόλις τον πληροφόρησα πως ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο, πήδηξε μέχρι το ταβάνι, γιατί τον είχε για φτωχό». β. τρόμαξε πολύ από ξαφνικό θόρυβο και αναπήδησε σαν ελατήριο από τη θέση του: «πήγε κρυφά από πίσω του και του έκανε “μπαμ!” κι αυτός, όπως ήταν αμέριμνος, πήδηξε μέχρι το ταβάνι»·
- τη γαμάς κι αυτή κοιτάζει το ταβάνι, λέγεται για γυναίκα που είναι πολύ ψυχρή στον έρωτα, που είναι εντελώς αμέτοχη στη σεξουαλική πράξη: «τι να το κάνεις που είναι όμορφη γυναίκα, απ’ τη στιγμή που τη γαμάς και κοιτάζει το ταβάνι;». Συνών. τη γαμάς κι αυτή διαβάζει εφημερίδα / τη γαμάς και κι αυτή διαβάζει περιοδικό / τη γαμάς και αυτή μασάει μαστίχα / τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα· 
- χτύπησα ταβάνι, βλ. φρ. μ’ έστειλε στο ταβάνι (κάτι)·
- χτύπησε ταβάνι, έφτασε στο ανώτατο όριο της αντοχής ή της απόδοσής του: «έβαλε όλα τα δυνατά του να περάσει στο πανεπιστήμιο, που δεν πήγαινε άλλο, γιατί χτύπησε ταβάνι || όσο πλησίαζε η μέρα των εκλογών, οι συσπειρώσεις των κομμάτων χτύπησαν ταβάνι». Ίσως από την εικόνα της μπάλας που, όταν τη χτυπήσει κανείς στο πάτωμα ενός δωματίου, δεν μπορεί να πάρει περισσότερο ύψος, γιατί χτυπάει στο ταβάνι. Συνών. χτύπησε κόκκινο.

ταινία

ταινία, η, ουσ. [<αρχ. ταινία], η ταινία· το κινηματογραφικό έργο: «είδα χτες μια ταινία, που με συγκίνησε πάρα πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ταιριάζει ο έρωτας στους αισθηματίες, δεν υπάρχει χάπι εντ όπως στις ταινίες).Υποκορ. ταινιούλα, η και ταινιίτσα, η·
- αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. συνηθέστ. ταινία γυρίζουμε(!). Συνών. αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! / αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά! / αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο(!)·
- γυρίζω ταινία, α. (για σκηνοθέτες) κινηματογραφώ: «αυτός που βλέπεις, έχει γυρίσει την τάδε ταινία». β. (για ηθοποιούς) παίρνω μέρος, παίζω σε κάποιο κινηματογραφικό έργο που βρίσκεται στο στάδιο της κινηματογράφησης: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας, γιατί πρέπει να πάω στο τάδε μέρος, που γυρίζω ταινία»·
- κάνω ταινία, βλ. φρ. γυρίζω ταινία·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, είναι εντελώς άσχετος με την υπόθεση που μας απασχολεί: «αυτόν μην τον υπολογίζεις καθόλου, γιατί παίζει σ’ άλλη ταινία»·
- ταινία γυρίζουμε! έκφραση θαυμασμού, ιδίως απορίας ή έκπληξης για κάτι απίθανο ή παράδοξο που συμβαίνει ή που μας λένε και μας θυμίζει κινηματογραφική ταινία: «έπεσαν απάνω του δέκα άτομα κι αντί να τον δείρουν, τους σακάτεψε στο ξύλο. -Ταινία γυρίζουμε! || έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα γκρεμό είκοσι μέτρων και δεν έπαθε γρατζουνιά. -Ταινία γυρίζουμε!». Από το ότι στις κινηματογραφικές ταινίες είναι δυνατά ή αληθοφανή ακόμα και τα πιο απίθανα ή δύσκολα πράγματα. Συνών. έργο γυρίζουμε(!)·
- ταινία έχεις; α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που θέλει να τρώει συνεχώς: «τι γίνεται με σένα, ρε παιδάκι μου, και τρως συνέχεια, ταινία έχεις;». β. λέγεται και για άτομο που τρώει συνεχώς και δεν παχαίνει: «τι θα γίνει με σένα, ρε παιδάκι μου! Τρως συνέχεια και δε βάζεις κρέας απάνω σου, ταινία έχεις;». Αναφορά στο σκουλήκι που παρασιτεί στο πεπτικό σύστημα των θηλαστικών και που μπορεί να περάσει και στο έντερο του ανθρώπου·
- τραβώ ταινία, βλ. φρ. γυρίζω ταινία.

τρέλα

τρέλα, η, ουσ. [<τρελαίνω (υποχωρητ.)], η τρέλα. 1. η παραφροσύνη: «πολλές φορές η τρέλα τον έκανε να μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρεις, τι έχει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις). 2. ανόητος λόγος ή πράξη, η ανοησία, η βλακεία. (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ την ντροπή μου). 3. πράξη υπέροχη, που γίνεται με πάθος. (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνουμε έναν έρωτα όλο τρέλα,σα να ’ναι η τελευταία μας φορά). 4. παράτολμη ενέργεια: «ήταν μεγάλη τρέλα να πηδήξεις από μπαλκόνι σε μπαλκόνι». 5α. στον πλ. οι τρέλες, απερίσκεπτες πράξεις: «άσε τις τρέλες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου!». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις στη ζωή σου να προκόψεις, τις τρέλες σου αυτές πρέπει να κόψεις). β. θορυβώδη παιχνίδια, αταξίες, παρεκτροπές: «κάθε φορά που μαζευόμασταν όλα τα ξαδέρφια, αρχίζαμε τις τρέλες». (Τραγούδι: σας μιλάω με καημό, με σπαραγμό για τόσες τρέλες που νοσταλγώ). 6. ως επίρρ., εξαιρετικά ωραία, έξοχα, θαυμάσια: «στην εκδρομή περάσαμε τρέλα!». Υποκορ. τρελίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- γαμώ την τρέλα μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ την τρέλα μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την τρέλα σου! ή σου γαμώ την τρέλα! επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γαμώ την τρέλα σου, σταμάτα, επιτέλους, αυτή την γρίνια! || σου γαμώ την τρέλα εγώ αν ξαναπειράξεις την κόρη μου!». Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! (α), λ. γαμώ·
- είμαι μια τρέλα ή είμαι τρέλα, είμαι εξαιρετικός, υπέροχος, προκαλώ το θαυμασμό: «το ξέρω πως ήμουν μια τρέλα χτες βράδυ στο χορό»·
- είμαι στην τρέλα, βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική υπερδιέγερση, βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική ένταση: «δεν ήρθαν ακόμη τα παιδιά μου απ’ τη διαδήλωση κι είμαι στην τρέλα»·
- είναι μια τρέλα, βλ. φρ. είναι τρέλα·
- είναι πάνω στην τρέλα του, α. βρίσκεται σε νεαρή, σε νεανική ηλικία: «έχει ένα γιο παντρεμένο κι έναν άλλον, που είναι πάνω στην τρέλα του». β. έκφραση με την οποία θέλουμε πολλές φορές να δικαιολογήσουμε τη ζωηρότητα ή τις αταξίες νεαρού ατόμου: «αν δεν κάνει αταξίες τώρα που είναι πάνω στην τρέλα του, πότε  θα τις κάνει;»· βλ. και φρ. πάνω στην τρέλα του·
- είναι τρέλα, α. λέγεται για κάποιον ή για κάτι που προκαλεί το θαυμασμό μας: «αυτή η γυναίκα είναι τρέλα || τ’ αυτοκίνητό σου είναι τρέλα || η θέα από δω πάνω είναι τρέλα». (Τραγούδι: τηνε λένε Μαρινέλα κι είναι μούρλια είναι τρέλα). β. (για ενέργειες) είναι επικίνδυνη, ριψοκίνδυνη, παρακινδυνευμένη: «είναι μια τρέλα αυτό που πας να κάνεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μια δόση τρέλα(ς), βλ. λ. δόση·
- έχει μια τρέλα! βλ. φρ. κουβαλάει μια τρέλα(!)·
- έχει την τρέλα να…, βλ. φρ. έχει τρέλα με(…)·
- έχει τρέλα, βλ. φρ. κουβαλάει τρέλα·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει τρέλα με…, είναι μανιώδης με…: «από μικρό παιδί έχει τρέλα με τη συλλογή γραμματοσήμων || έχει τρέλα με το ψαροντούφεκο || έχει τρέλα με τα ταξίδια»·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. λ. δουλειά·
- η τρέλα δεν πάει στα βουνά (ενν. πάει στους ανθρώπους), δεν εκπλήσσομαι διόλου με τις παράλογες ή παράτολμες ενέργειες κάποιου ή κάποιων: «από σένα όλα μπορεί να τα περιμένει κανένας, γιατί η τρέλα δεν πάει στα βουνά»·
- θα κάνω καμιά τρέλα, θα προβώ σε κάποια ανοησία, σε κάποια βλακεία (εννοεί και την αυτοκτονία) λόγω απόγνωσης ή έντονης ψυχολογικής πίεσης: «είναι η τρίτη φορά που αποτυχαίνει να μπει στο πανεπιστήμιο κι έχε το νου σου, γιατί θα κάνει καμιά τρέλα, έτσι ευαίσθητο και φιλότιμο που είναι το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: σε αγαπώ -πώς να στο πω;- μωρό μου, πίσω έλα· μη με παρατάς και κάνω καμιά τρέλα·σου ’χω πει: χωρίς εσέ να ζήσω δεν μπορώ
- θα μου ’ρθει τρέλα, α. νιώθω έντονη ψυχική πίεση από διάφορα προβλήματα, θα τρελαθώ: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, θα μου ’ρθει τρέλα». (Λαϊκό τραγούδι: πού να σου λέω το μπελά που βρήκα, γιατί μου γκρινιάζει και η πιτσιρίκα· θέλει ταγεράκι, κάλτσες και ομπρέλα, φράγκο δεν υπάρχει και θα μου ’ρθει τρέλα).β. νιώθω έντονη ψυχική ταραχή από ερωτική έξαψη: «δεν μπορώ να συναντήσω αυτή τη γυναίκα, γιατί, τη θέλω τόσο πολύ, που θα μου ’ρθει τρέλα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα γύφτο μ’ έλα και θα μου ’ρθει τρέλα, πάρε με στην αγκαλιά σου έλα γύφτο μ’ έλα
- θα σου ’ρθει τρέλα, θα νιώσεις μεγάλη έκπληξη ή μεγάλη ευχαρίστηση: «αν δεις τι γυναικάρα έβγαλα γκόμενα, θα σου ’ρθει τρέλα || θα σου ’ρθει τρέλα, μόλις αντικρίσεις τις ομορφιές της Χαλκιδικής»·
- καθένας με την τρέλα του (κι αυτός με την ομπρέλα του), ο καθένας έχει τη δική του απασχόληση, το δικό του χαρακτήρα, ο καθένας έχει τις παραξενιές του, τις ιδιορρυθμίες του: «τρέχει όλη τη μέρα μέσ’ στους δρόμους, παλεύει με διάφορες δουλειές αλλά τι ακριβώς κάνει αυτός ο άνθρωπος δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω. -Τι να κάνει, ρε παιδάκι μου, καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του»·
- κάνω την τρέλα, α. ενεργώ παράτολμα, ριψοκίνδυνα ή ανόητα: «εγώ θα κάνω την τρέλα, κι όσα έρθουν κι όσα πάνε». β. παντρεύομαι: «λέω να κάνω κι εγώ την τρέλα, πριν με πάρουν τα χρόνια»·
- κάνω τρέλες, ενεργώ απερίσκεπτα, συμμετέχω σε θορυβώδη παιχνίδια, ατακτώ, παρεκτρέπομαι: «όταν βρεθούν όλοι μαζί, κάνουν συνέχεια τρέλες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες
- κουβαλάει μια τρέλα! είναι πολύ ανόητος, παράτολμος, ριψοκίνδυνος ή ιδιόρρυθμος: «πρόσεχέ τον, γιατί κουβαλάει μια τρέλα, που δεν είναι για να τον εμπιστεύεσαι!». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μα τι τρέλα(!)·
- κουβαλάει τρέλα, είναι ανόητος, παράτολμος: «το παιδί κουβαλάει τρέλα, γι’ αυτό μην το παίρνεις στα σοβαρά»·
- με τρέλα, πολύ δυνατά, πολύ έντονα: «τον αγαπάει με τρέλα». (Τραγούδι: μάτια μου, σ’ αναζητούν τα μάτια μου, σε καρτερώ με τρέλα, έλα, έλα, έλα
- μου ’ρχεται τρέλα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση από διάφορα προβλήματα, τρελαίνομαι: «όσο σκέφτομαι πως δεν έχω να καλύψω τα λεφτά της επιταγής μου, μου ’ρχεται τρέλα»· βλ. και φρ. θα μου ’ρθει τρέλα·
- μου φέρνει τρέλα, μου προξενεί έντονη ψυχική πίεση κάποιος ή κάτι: «αυτή η γυναίκα μου φέρνει τρέλα με τα καμώματά της || μου φέρνει τρέλα αυτός ο θόρυβος». (Λαϊκό τραγούδι: στο μυαλό μου φέρνεις τρέλα, Αραμπέλα, Αραμπέλα έλα, αν θέλεις να ζήσω για σε γλυκιά κοπέλα
- νεανικές τρέλες, αταξίες, παρεκτροπές που εύκολα συγχωρούνται, γιατί αποδίδονται στο νεαρό της ηλικίας: «μην το αποπαίρνεις το παιδί, γιατί όλοι μας κάποτε κάναμε τις νεανικές τρέλες μας»·
- πάμε για τρέλες; ειρωνικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας, με την έννοια πάμε να κάνουμε ερωτικά παιχνίδια; (Τραγούδι: πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες, πάμε για τρέλες, ω, ω!
- πάνω στην τρέλα του, σε στιγμή παραφροσύνης: «πάνω στην τρέλα του, άρπαξε το τραπεζομάχαιρο και την έσφαξε»· βλ. και φρ. είναι πάνω στην τρέλα του·
- περνώ τρέλα, περνώ θαυμάσια, υπέροχα: «απ’ τη μέρα που μπήκα σ’ αυτή την παρέα, περνώ τρέλα»·
- πουλώ τρέλα, α. συμπεριφέρομαι ανόητα ή παράτολμα, ριψοκίνδυνα, ανάλογα με την περίσταση: «αυτόν δεν μπορείς να τον πάρεις στα σοβαρά, γιατί δεν ξέρεις πότε πουλάει τρέλα και πότε είναι με τα σωστά του». (Λαϊκό τραγούδι: τρέλα πουλάει ο γείτονας, τρέλα πουλάει κι ο φίλος και απορώ πώς γλίτωσε της γειτονιάς ο σκύλος).β. προσποιούμαι πως δεν καταλαβαίνω αυτά που μου λέει κάποιος, προσποιούμαι άγνοια, κάνω τον ανήξερο: «μην πουλάς τρέλα και λέγε πώς ακριβώς έγινε το επεισόδιο»·
- το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, οι πολύ στενές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ιδίως μεταξύ ζευγαριών, δημιουργεί πολλές φορές και δυσάρεστες καταστάσεις: «έβγαιναν κάθε μέρα τετράδα, ώσπου κάποια στιγμή αντιλήφθηκε πως ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του φίλου του. -Το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- το ρίχνω στην τρέλα, βλ. φρ. πουλώ τρέλα. (Λαϊκό τραγούδι: το ’χεις ρίξει πια στην τρέλα κάθε βράδυ στην Καστέλα, μπαρμπουνάκι και τσιπούρα κι όλο κρεβατομουρμούρα!
- τον βάρεσε (η) τρέλα, παραφρόνησε ή ενήργησε παράτολμα, ριψοκίνδυνα: «κάποια στιγμή τον βάρεσε η τρέλα και τα ’σπασε όλα μέσα στο μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: τσακιρισμένος μια βραδιά κι ως ήταν άντρας με καρδιά, τον βάρεσε η τρέλα και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε δυο μπορντέλα
- τρέλα που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια τρέλα! έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε ένα πολύ ανόητο, πολύ παράτολμο, ριψοκίνδυνο ή ιδιόρρυθμο άτομο: «εκεί που καθόταν ήσυχος, ξαφνικά άρχισε να βγάζει τα ρούχα του μπροστά στον κόσμο. -Τρέλα που τον δέρνει! || κάποια στιγμή σηκώθηκε αγριεμένος κι άρχισε να μαλώνει με δέκα άτομα ταυτόχρονα. -Τον δέρνει μια τρέλα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι τρέλα(!)·
- φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, φοβάμαι πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ή θα αυτοκτονήσει ή θα σκοτώσει κάποιον: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα || έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της και φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα»· βλ. και φρ. θα κάνω καμιά τρέλα.

τροπάρι(ο)

τροπάρι(ο), το, ουσ. [<μτγν. τροπάριον)], το τροπάριο· μέθοδος, τρόπος, συμπεριφορά: «τι τροπάρι είναι αυτό που άρχισες, να μου γυρίζεις κάθε βράδυ μεθυσμένος!»·
- αλλάζω τροπάρι ή αλλάζω το τροπάρι, αλλάζω μέθοδο, αλλάζω τρόπο ομιλίας ή τρόπο συμπεριφοράς: «μη μου μιλάς εμένα άγρια, γιατί θ’ αλλάξω κι εγώ τροπάρι και θ’ ακουστούμε σ’ όλο το τετράγωνο || αφού μου φέρεσαι εσύ σκάρτα, θ’ αλλάξω κι εγώ τροπάρι και θα σου φερθώ με τον ίδιο τρόπο»·
- αρχίζω το ίδιο τροπάρι, βλ. φρ. ψέλνω το ίδιο τροπάρι·
- δε σταματάς αυτό το τροπάρι; βλ. φρ. σταμάτα αυτό το τροπάρι·
- πιάνω το ίδιο τροπάρι, βλ. φρ. ψέλνω το ίδιο τροπάρι·
- σταμάτα αυτό το τροπάρι, α. άλλαξε τρόπο συμπεριφοράς: «σταμάτα αυτό το τροπάρι, γιατί με το βρομόστομά σου θα χάσεις τους φίλους σου!». β. πάψε να επαναλαμβάνεις τα ίδια λόγια, τις ίδιες δικαιολογίες: «σταμάτα αυτό το τροπάρι, γιατί κάθε φορά που αργείς να ’ρθεις στη δουλειά, μου λες τα ίδια πράγματα!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους·
- ψέλνω το ίδιο τροπάρι, επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια λόγια, προβάλλω συνεχώς τις ίδιες δικαιολογίες: «όσο ξύλο κι αν έφαγε στην Ασφάλεια, αυτός έψελνε το ίδιο τροπάρι || βρήκε μια καλή δικαιολογία και, κάθε φορά που αργεί στη δουλειά του, ψέλνει το ίδιο τροπάρι». Από το ότι κάθε Κυριακή στην εκκλησία, ψάλλουν το τροπάριο του αγίου στον οποίο είναι αυτή αφιερωμένη.

τρόπος

τρόπος, ο, ουσ. [<αρχ. τρόπος], ο τρόπος· η μέθοδος, το μέσο, η συμπεριφορά, το σύστημα με το οποίο κάνει κανείς κάτι: «μπορείς να μου πεις τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσεις, για να τον πείσεις; || δεν έχει μάθει τρόπους απ’ το σπίτι του». (Τραγούδι: πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς, όταν με φιλάς, στα μάτια σαν με κοιτάς, αγαπώ τον τρόπο που χτυπάει η καρδιά σου, όταν βρίσκομαι μες στην αγκαλιά σου). (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- βάζω με τρόπο, εισάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία σε μια χώρα ή σε ένα χώρο: «την τελευταία φορά που γυρνούσε απ’ το εξωτερικό, έβαλε με τρόπο απ’ τα σύνορα μια τηλεόραση || έβαλε με τρόπο μέσα στην αίθουσα δυο φίλους του χωρίς εισιτήριο»·
- βγάζω με τρόπο, εξάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία από μια χώρα ή από έναν χώρο: «έφυγε στο εξωτερικό κι έβγαλε με τρόπο απ’ το τελωνείο ένα σωρό συνάλλαγμα || έβγαλε με τρόπο απ’ τη φυλακή το φίλο του»·
- βρίσκω τρόπο ή βρίσκω τον τρόπο, α. βρίσκω τη μέθοδο, το μέσο, το σύστημα, για να πραγματοποιήσω το σκοπό μου: «πάντα βρίσκει τον τρόπο να τελειώνει γρήγορα τη δουλειά του». (Τραγούδι: θέλω κι εγώ να παίξω κι όχι να μείνω απέξω, να βρω κι εγώ τον τρόπο μου,να ζήσω πια στον τόπο μου). β. βρίσκω τα μέσα, τα χρήματα, για να κάνω κάτι: «αφού αποφάσισε να χτίσει κι αυτός βίλα, θα βρει σίγουρα τον τρόπο»·
- δε μ’ αρέσει ο τρόπος του, δε μου αρέσει η διαγωγή του, η συμπεριφορά του: «έχω πολλές επιφυλάξεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει ο τρόπος του»·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. φρ. είναι τρόπος αυτός(!)·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «για να πάρετε μια τόση μεγάλη δουλειά θα πρέπει να συνεταιριστείτε, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος». Συνών. δεν υπάρχει άλλος δρόμος·
- είναι τρόπος αυτός! έκφραση δυσαρέσκειας για την κακή συμπεριφορά κάποιου: «είναι τρόπος αυτός που μιλάς στους γονείς σου! || είναι τρόπος αυτός που φέρεσαι στη γυναίκα σου!».  Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το ε ή το μα·
- δεν υπάρχει τρόπος, υπάρχει αδιέξοδο ως προς τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης: «θα ήθελα να σας βοηθήσω να παρακάμψετε αυτό το εμπόδιο, αλλά, δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος»·
- έχει κακούς τρόπους, δεν είναι ευγενικός, δεν έχει καλή ανατροφή, δε συμπεριφέρεται καθώς πρέπει: «αυτό το παιδί έχει πολύ κακούς τρόπους»·
- έχει καλούς τρόπους ή έχει τρόπους, είναι ευγενικός, έχει καλή ανατροφή, συμπεριφέρεται καθώς πρέπει: «αυτό το παιδί, μάλιστα, έχει τρόπους!»·
- έχει λεπτούς τρόπους, είναι ευγενικός, συμπεριφέρεται με ευγένεια: «όλοι τον συμπαθούν, γιατί έχει λεπτούς τρόπους»·
- έχω τον τρόπο ή έχω τον τρόπο μου, α. έχω τη μέθοδο, το μέσο: «έχω τον τρόπο να τον πείσω». β. έχω τα μέσα, τα χρήματα: «έχω τον τρόπο μου ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, όσο ακριβό κι αν είναι»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- κατά κάποιο τρόπο, κάπως, περίπου, ας πούμε: «μπορώ να πω πως κατά κάποιο τρόπο ήταν ο μόνος που με βοήθησε»·
- με κάθε τρόπο, α. με κάθε μέσο, με κάθε μέθοδο: «πρέπει με κάθε τρόπο να πείσουμε το διευθυντή να μας υπογράψει την άδεια». β. οπωσδήποτε: «πρέπει με κάθε τρόπο να ’ρθεις κι εσύ στην αυριανή συγκέντρωση»·
- με κανέναν τρόπο, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση, αποκλείεται, δεν το συζητώ: «με κανέναν τρόπο δε θα δεχτώ την προσφορά σου»·
- με πλάγιο τρόπο, α. έμμεσα, με υπαινιγμούς: «του το ’πα με πλάγιο τρόπο πως χρειάζομαι κάτι λεφτά, αλλά δεν το κατάλαβε». (Τραγούδι: θα μαθαίνεις από τρίτους, για τα κατορθώματά μου, θα ρωτάς με πλάγιο τρόπο, και για τα αισθήματά μου). β. λέγεται για ενέργεια που δεν ακολουθεί τη νόμιμη διαδικασία, που γίνεται δια της πλαγίας οδού: «αν δεν ενεργούσα με πλάγιο τρόπο, η αίτησή μου θα ήταν ακόμη στο σωρό μαζί με τις άλλες»·
- με ποιον τρόπο; βλ. φρ. με τι τρόπο(;)·
- με τι τρόπο; πώς(;): «με τι τρόπο θα καταφέρεις να τον πείσεις να σε βοηθήσει;»·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, με οποιαδήποτε μέθοδο ή τακτική, με οποιοδήποτε μέσο, νόμιμο ή παράνομο: «δεν ξέρω τι θα κάνεις, πάντως με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θέλω να μου τελειώσεις τη δουλειά»·
- με τρόπο, α. λαθραία, κρυφά: «μπήκε μέσα με τρόπο και δεν τον πήρε κανένας μυρουδιά». β. όχι απότομα ή αδέξια αλλά επιτήδεια, με επιτηδειότητα: «πες του το με τρόπο πως ο γιος του γυρίζει με παλιοπαρέες»·
- περνώ με τρόπο, εισάγω ή εξάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία από μια χώρα ή από έναν χώρο: «όταν ερχόμουν απ’ το εξωτερικό, πέρασα με τρόπο μια τηλεόραση || μαζί με μένα, πέρασα με τρόπο στο γήπεδο και τον τάδε που δεν είχε κόψει εισιτήριο || όταν έφευγε για το εξωτερικό, πέρασε με τρόπο ένα σωρό συνάλλαγμα || πέρασε με τρόπο απ’ την πύλη του εργοστασίου στο οποίο δουλεύει ένα σετ μαχαιροπίρουνα»·
- τι τρόπος είν’ αυτός; βλ. φρ. δεν είναι τρόπος αυτός(!)·
- τρόπος του λέγειν, όχι στην κυριολεξία αλλά κατά την αποστροφή του λόγου: «τρόπος του λέγειν πως θα τον δείρω, παρόλο που είμαι τρομερά εκνευρισμένος μαζί του!»·
- τρόπον τινά, βλ. φρ. κατά κάποιον τρόπο·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «αφού δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, υπάρχει κι άλλος τρόπος να λύσουμε τη διαφορά μας, να πάμε στο δικαστήριο». β. πολλές φορές λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς υπάρχει κι άλλος τρόπος να στα πάρω, γιατί έχω φίλους κάτι μπράβους που θα σε λιανίσουνε». Συνών. υπάρχει κι άλλος δρόμος·  
- ωραίοι τρόποι, οι ευγενικοί, η ευγενική συμπεριφορά: «με τους ωραίους τρόπους που έχει αυτός ο άνθρωπος σε σκλαβώνει από την πρώτη στιγμή»·
- ωραίος τρόπος! διατυπώνει δυσμενή κρίση για τη συμπεριφορά κάποιου: «το βρίσκεις σωστό να βλέπεις γέρο άνθρωπο και να μην του προσφέρεις τη θέση σου να καθίσει; Ωραίος τρόπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπράβο σου με αρνητική διάθεση.

τρώω

τρώω κ. τρώγω, ρ. [<αρχ. τρώγω (= ροκανίζω με τα δόντια μου)], τρώω. 1. γευματίζω: «μην πας να τους επισκεφθείς αυτή την ώρα, γιατί τρώνε». 2. δεν τηρώ νηστεία: «ακόμα και τη Μεγάλη Βδομάδα τρώει και δεν ντρέπεται καθόλου». 3. σκοτώνω, δολοφονώ: «του ’στησε καρτέρι, και με δυο κουμπουριές τον έφαγε τον άνθρωπο». 4. προκαλώ φθορά με τριβή, φθείρω: «κάνει καθιστική δουλειά, γι’ αυτό κάθε τόσο τρώει το παντελόνι του || τρώει τέσσερα με πέντε ζευγάρια παπούτσια το χρόνο, γιατί είναι πλασιέ σε μια επιχείρηση και γυρίζει συνέχεια μέσα στους δρόμους || χρόνια τώρα τα κύματα τρώνε τους βράχους». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα). 5. ξοδεύω, σπαταλώ: «τρώει τα λεφτά του δεξιά κι αριστερά». 6. ξοδεύω τον καιρό μου: «έφαγε όλο το πρωινό της στα μαγαζιά». 7. καταχρώμαι: «έφαγε ένα σωρό λεφτά απ’ την επιχείρηση που δούλευε και τον τραβούν στα δικαστήρια». 8. κλέβω: «ποιος έφαγε τον αναπτήρα μου;». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπάμε τις παντόφλες, για να μας βλέπουν τακτικά της φυλακής οι πόρτες). 9. τσιμπώ: «όλο το καλοκαίρι μας έφαγαν τα κουνούπια». (Ακολουθούν 612 φρ.)·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, βλ. λ. Γιάννης·
- αλλού τρως και πίνεις (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. αλλού·
- αλτ και σε ’φαγα! βλ. λ. αλτ·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, βλ. λ. νύχι·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, βλ. λ. μέλι·
- άντε φάε τη φρουτόκρεμά σου! ή φάε πρώτα τη φρουτόκρεμά σου! βλ. λ. φρουτόκρεμα·
- απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος ή ο λύκος τρώει απ’ τα μετρημένα, βλ. λ. λύκος·
- απ’ το λέγε λέγε την έφαγε ο μπουνταλάς, βλ. λ. μπουνταλάς·
- απάνω τους και τους φάγαμε! βλ. λ. απάνω·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. λεφτά·
- από μυαλό να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. μυαλό·
- από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί, βλ. λ. πίτα·
- αρνί που το βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ τη στρούγκα, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αρχίζουν να με τρών’ οι ψύλλοι, βλ. λ. ψύλλος·
- ας φάει σκόρδο ή ας φάει σκόρδο να ξεθυμώσει ή να φάει σκόρδο ή να φάει σκόρδο να ξεθυμώσει, βλ. λ. σκόρδο·
- γλιστρίδα έφαγες; βλ. λ. γλιστρίδα·
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα, βλ. λ. γριά·
- δε θα σε φάμε! ή δε θα σε φάω! ειρωνική έκφραση σε άτομο που φοβάται να μας πλησιάσει, με την έννοια μη φοβάσαι, δε θα σου κάνω κάποιο κακό: «έλα πιο κοντά, ρε παιδάκι μου, δε θα σε φάμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πρβλ.: είμαι πρεζάκιας μάθε το κι όπου κι αν πάγω, οι φίλοι δε με θέλουνε νομίζουν θα τους φάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε θα το φάμε! ή δε θα το φάω! ειρωνική έκφραση σε άτομο που δε μας δίνει να δούμε κάτι που κρατάει, με την έννοια μη φοβάσαι πως δε θα σου το επιστρέψουμε, πως θα το οικειοποιηθούμε ή πως θα το καταστρέψουμε: «δώσε μου, ρε, να δω αυτό που κρατάς, δε θα στο φάμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. λ. γλώσσα·  
- δεν έφαγα γλυκό ψωμί ή δε φάγαμε γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έχει ψωμί να φάει, βλ. λ. ψωμί·
- δεν προλαβαίνω να φάω, βλ. λ. προλαβαίνω·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, α. απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μας επιβληθεί, με την έννοια πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να υποκύψουμε: «σ’ εμένα μην κάνεις τον άγριο, γιατί δεν τα τρώω αυτά». Συνών. δεν τα μασάω αυτά / δεν τα σηκώνω αυτά. β. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω αυτά που μου λες και, κατ’ επέκταση, δε θα με ξεγελάσεις, δε θα με κοροϊδέψεις, δε θα με εξαπατήσεις: «εμένα μη μου λες τέτοια πράγματα, γιατί δεν τα τρώω αυτά || άσε τα μεγάλα λόγια, γιατί δεν τα τρώμε αυτά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε μετά το ρ. ακολουθεί το εγώ ή το εμείς. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά·
- δεν τρώει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν τρως, συμβουλευτική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με μια γυναίκα, με την έννοια πως θα αποτύχει: «αν θέλεις κάν’ της την πρόταση, αλλά, σου λέω, δεν τρως». (Λαϊκό τραγούδι: ασ’ τα κόλπα και μη μου κουρντίζεσαι σε μένα για γαμπρός, πάλι στο ’πα τέτοιο μπαρμπούνι, βρε μαγκίτη μου, δεν τρως
- δεν τρώω άχυρα ή δεν τρώω άχυρο ή δεν τρώμε άχυρα ή δεν τρώμε άχυρο, βλ. λ. άχυρο·
- δεν τρώω βαλανίδια ή δεν τρώμε βαλανίδια, βλ. λ. βαλανίδι·
- δεν τρώω βλίτα ή δεν τρώμε βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- δεν τρώω βρούβες ή δεν τρώμε βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- δεν τρώω καλαμπόκι ή δεν τρώμε καλαμπόκι, βλ. λ. καλαμπόκι·
- δεν τρώω καναβούρι ή δεν τρώμε καναβούρι, βλ. λ. καναβούρι·
- δεν τρώω κουκιά ή δεν τρώμε κουκιά, βλ. λ. κουκί·
- δεν τρώω κούμαρα ή δεν τρώμε κούμαρα, βλ. λ. κούμαρο·
- δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- δεν τρώω λάχανα ή δεν τρώμε λάχανα, βλ. λ. λάχανο·
- δεν τρώω λαχανόφυλλα ή δεν τρώμε λαχανόφυλλα, βλ. λ. λαχανόφυλλο·
- δεν τρώω λουλάκι ή δεν τρώμε λουλάκι, βλ. λ. λουλάκι·
- δεν τρώω μαρούλια ή δεν τρώμε μαρούλια, βλ. λ. μαρούλι·
- δεν τρώω μαρουλόφυλλα ή δεν τρώμε μαρουλόφυλλα, βλ. λ. μαρουλόφυλλο·
- δεν τρώω μούσμουλα ή δεν τρώμε μούσμουλα, βλ. λ. μούσμουλο·
- δεν τρώω ξυλοκέρατα ή δεν τρώμε ξυλοκέρατα, βλ. λ. ξυλοκέρατο·
- δεν τρώω παραμύθι ή δεν τρώμε παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- δεν τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα, βλ. λ. πίτουρο·
- δεν τρώω πριονίδια ή δεν τρώμε πριονίδια, βλ. λ. πριονίδι·
- δεν τρώω ροκανίδια ή δεν τρώμε ροκανίδια, βλ. λ. ροκανίδι·
- δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό, βλ. λ. σανός·
- δεν τρώω φουντούκια ή δεν τρώμε φουντούκια, βλ. λ. φουντούκι·
- δεν τρώω χάπια ή δεν τρώμε χάπια, βλ. λ. χάπι·
- δεν τρώω χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια, βλ. λ. χαρούπι·
- δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε χόρτα ή δεν τρώμε χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις, βλ. λ. δουλεύω·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- έκαψα την κάπα μου να μην την τρώνε οι ψείρες, βλ. λ. κάπα·
- εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα, βλ. λ. άδικος·
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
- έπεσαν όλοι να τον φάνε, δηλώνει καθολική αντίδραση, καθολική επιθετικότητα: «μόλις ο δολοφόνος βγήκε απ’ τ’ αυτοκίνητο της αστυνομίας, έπεσαν όλοι να τον φάνε || μόλις ο πρόεδρος ανακοίνωσε τη διάλυση του σωματείου, έπεσαν όλοι να τον φάνε»·
- έφαγα γονατιά, βλ. λ. γονατιά·
- έφαγα ένα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- έφαγα ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- έφαγα ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- έφαγα ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- έφαγα ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- έφαγα έναν πούτσο ή έφαγα τον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- έφαγα ήττα, βλ. λ. ήττα·
- έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έφαγα με τις χούφτες (κάτι), βλ. λ. χούφτα·
- έφαγα με το κουτάλι (κάτι), βλ. λ. κουτάλι·
- έφαγα μια γλίστρα ή έφαγα γλίστρα, βλ. λ. γλίστρα·
- έφαγα μια τούμπα ή έφαγα τούμπα, βλ. λ. τούμπα·
- έφαγα πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- έφαγα πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- έφαγα ρούμπωμα, βλ. λ. ρούμπωμα·
- έφαγα σαγονιά, βλ. λ. σαγονιά·
- έφαγα σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- έφαγα σαν γάιδαρος, βλ. λ. γάιδαρος·
- έφαγα τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- έφαγα τα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- έφαγα τα συκώτια μου, βλ. λ. συκώτι·
- έφαγα τη γη, βλ. λ. γη·
- έφαγα το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- έφαγα τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έφαγα τον τόπο, βλ. λ. τόπος·
- έφαγα φέσι, βλ. λ. φέσι·
- έφαγα φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- έφαγα φρίκη, βλ. λ. φρίκη·
- έφαγα χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα·
- έφαγαν τα μουστάκια τους, βλ. λ. μουστάκι·
- έφαγε άδειασμα, βλ. λ. άδειασμα·
- έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- έφαγε βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- έφαγε γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- έφαγε γροθιές ή έφαγε τις γροθιές του, βλ. λ. γροθιά·
- έφαγε ζίλια ή έφαγε τα ζίλια του, βλ. λ. ζίλι·
- έφαγε η μούρη του χώμα, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. λ. μύτη·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, βλ. λ. πλάτη·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. λ. ράχη·
- έφαγε και τα κοτσάνια ή έφαγε και το κοτσάνι, βλ. λ. κοτσάνι·
- έφαγε καρπαζιές ή έφαγε τις καρπαζιές του, βλ. λ. καρπαζιά·
- έφαγε κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- έφαγε κλοτσιές ή έφαγε τις κλοτσιές του, βλ. λ. κλοτσιά·
- έφαγε κλότσο, βλ. λ. κλότσος·
- έφαγε μια ανάποδη, βλ. λ. ανάποδη·
- έφαγε (μια) παπάρα ή έφαγε την παπάρα ή έφαγε την παπάρα του, βλ. λ. παπάρα·
- έφαγε μπάτσα ή έφαγε μπάτσες ή έφαγε τα μπάτσα του ή έφαγε τις μπάτσες του, βλ. λ. μπάτσα·
- έφαγε μπουνιές ή έφαγε τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- έφαγε ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε όσες τρώει το νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- έφαγε όσες τρώει το χταπόδι, βλ. λ. χταπόδι·
- έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα, βλ. λ. τεσσαράκοντα·
- έφαγε σκαμπίλια ή έφαγε τα σκαμπίλια του, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- έφαγε σφαλιάρες ή έφαγε τις σφαλιάρες του, βλ. λ. σφαλιάρα·
- έφαγε τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- έφαγε τα λυσσακά του ή έφαγε τα λυσσιακά του, βλ. λ. λυσσακά·
- έφαγε τα μούτρα του, βλ. λ. μούτρο·
- έφαγε τα μπουκέτα του, βλ. λ. μπουκέτο·
- έφαγε τα νιάτα του, βλ. λ. νιάτα·
- έφαγε τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- έφαγε τάπα, βλ. λ. τάπα·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, βλ. λ. ζωή·
- έφαγε τη ζωή του, βλ. φρ. ζωή·
- έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, βλ. λ. θάλασσα·
- έφαγε τη μούρη του, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε τη χυλόπιτα ή έφαγε χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα·
- έφαγε της χρονιάς του, βλ. λ. χρονιά·
- έφαγε τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- έφαγε το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- έφαγε το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα ή έφαγε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
- έφαγε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε το χάπι, βλ. λ. χάπι·
- έφαγε τον αβλέμονα, βλ. λ. αβλέμονας·
- έφαγε τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- έφαγε τον άμπακα, βλ. λ. άμπακας·
- έφαγε τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- έφαγε τσατάλα, βλ. λ. τσατάλι·
- έφαγε φάπες ή έφαγε τις φάπες του, βλ. λ. φάπα·
- έφαγε φασόλια, βλ. λ. φασόλι·
- έφαγε φλιτ, βλ. λ. φλιτ·
- έφαγε φλιτάρισμα, βλ. λ. φλιτάρισμα·
- έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, βλ. λ. χαστούκι·
- έφαγε χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έφαγε χώμα, βλ. λ. χώμα·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. λ. καρβέλι· 
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, βλ. λ. ψωμί·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, βλ. λ. δουλειά·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- η φτήνια τρώει τον παρά, βλ. λ. φτήνια·
- η ψείρα τρώει απ’ τον αφέντη της, βλ. λ. ψείρα·
- ήταν στραβό το κλήμα το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα με φάει! θα με δείρει πολύ άσχημα, θα μου προκαλέσει σοβαρή σωματική βλάβη, θα μου δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα: «αν μάθει ο πατέρας μου πως μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά, θα με φάει!»·
- θα με φάει (κάτι), θα καταστρέψει την υγεία μου: «το τσιγάρο θα με φάει τα πνευμόνια». (Λαϊκό τραγούδι: θα με φάει τ’ αγιάζι, η παγωνιά, μπρος απ’ του σπιτιού σου τη γωνιά
- θα σε βάλω να φας χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σε φάει η μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- θα σε φάνε τα σκουλήκια! βλ. λ. σκουλήκι·
- θα σε φάω! (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άσχημα, θα σου προκαλέσω σοβαρή σωματική βλάβη, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναγυρίσεις μεθυσμένος στο σπίτι, θα σε φάω! || αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε φάω, παλιοαλήτη!»·
- θα σε φάω ζωντανό! βλ. λ. ζωντανός·
- θα σου δώσω να φας το μουστάκι σου, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου φάω τα μπουμπρέκια, βλ. λ. μπουμπρέκι·
- θα σου φάω τα συκώτια, βλ. λ. συκώτι·
- θα σου φάω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- θα σου φάω το μουστάκι, βλ. λ. μουστάκι·
- θα τα φάω ή θα το φάω, αποφασίζω να πιστέψω αυτά που μου λέει κάποιος, παρόλο που ξέρω πως είναι ψέμα, μόνο και μόνο για να μη δώσω διάσταση ή συνέχεια σε κάποια δυσάρεστη υπόθεση, σε κάποιο δυσάρεστο θέμα: «παρόλο που ξέρω πως μου λέει ψέματα, θα τα φάω, για να τελειώσει αυτή η υπόθεση || αν και ξέρω πως με κοροϊδεύει, θα το φάω, για να κλείσει το θέμα»·
- θα τις φας! (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μάπες, τις ξυλιές, τις φάπες), (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα φας ξύλο: «κάθισε φρόνιμα, γιατί θα τις φας!». (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα αντριλίκια μην πουλάς, γιατί, στο λέω, θα τις φας).Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία επιδεικνύουμε κάθετα την παλάμη μας που κινείται αλλεπάλληλα από τον καρπό πάνω κάτω·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (κεφαλάκι σου), βλ. λ. κεφάλι·
- θα τρώμε με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- θα τρώμε με διπλές μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βλ. λ. μύγα·
- θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, βλ. λ. καρβέλι·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, βλ. λ. ψωμί·
- θα φάμε τ’ αρχίδια μας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα φάμε τα μουστάκια μας, βλ. λ. μουστάκι·
- θα φας καλά! βλ. λ. καλός·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα φας τις φάπες σου ή θα φας φάπες, βλ. λ. φάπα·
- θα φάω τα σίδερα για να…, βλ. λ. σίδερο·
- θα φάω το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- θέλω να φάω και το πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, βλ. .λ. λύκος·
- κάθομαι και την τρώω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. κάθομαι·
- κάθομαι και το τρώω (ενν. το παραμύθι), βλ. λ. κάθομαι·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει), παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κατέβα να φάμε! βλ. λ. κατεβαίνω·
- κάτι με τρώει μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- κουκιά έφαγε, κουκιά μαρτυράει ή κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει, βλ. λ. κουκί·
- μ’ έφαγαν οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- μ’ έφαγαν οι πόνοι, βλ. λ. πόνος·
- μ’ έφαγαν τα βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μ’ έφαγαν τα μαύρα φίδια ή μ’ έφαγαν τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- μ’ έφαγαν τα σημάδια, βλ. λ. σημάδια·
- μ’ έφαγε ή μ’ έχει φάει, α. με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε: «μ’ έφαγε αυτό το παιδί, μέχρι να το μεγαλώσω! || μ’ έφαγε με τη γκρίνια της!». (Λαϊκό τραγούδι: Κατερίνα, Κατερίνα, μη μου κάνεις τη βαριά, με την τσαχπινιά σου μ’ έφαγες,κακιά, Κατερίνα Θεσσαλονικιά). β. με κατέστρεψε: «μ’ έφαγε με τις συμβουλές που μου ’δινε». γ. (για κάτι) με έφθειρε οικονομικά, σωματικά ή ψυχικά: «μ’ έφαγε το ξενύχτι». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άλλες γυναίκες τα λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι σαν να ’μουνα σκουπίδι). δ.με βάσκανε, με μάτιασε μιλώντας συνέχεια για τις επιτυχίες μου ή την ευτυχία μου, με γλωσσόφαγε: «μ’ έφαγε με το να μακαρίζει συνέχεια την καλή μου τύχη, γιατί άρχισαν όλα να μου ’ρχονται στραβά». ε. μου έγινε φορτικός: «μ’ έφαγε απ’ το πρωί να του δανείσω κάτι λεφτά, ώσπου του τα δάνεισα, για να φύγει πάνω απ’ το κεφάλι μου»·
- μ’ έφαγε η σκουριά, βλ. λ. σκουριά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έφαγε ο ποδαρόδρομος, βλ. λ. ποδαρόδρομος·
- μ’ έφαγε στο ζύγι, βλ. λ. ζύγι·
- μ’ έφαγε στο καντάρι, βλ. λ. καντάρι·
- μ’ έφαγε το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- μαζί φάγανε τα ίδια σκατά, βλ. λ. σκατά·
- μαύρο φίδι που σ’ έφαγε! βλ. λ. φίδι·
- μαύρος λύκος να σε φάει! βλ. λ. λύκος·
- μαχαίρι έχεις, πεπόνι τρως, βλ. λ. πεπόνι·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με τρώει (κάτι), μου έχει γίνει έμμονη ιδέα, με βασανίζει  κάτι: «είναι καιρός τώρα που με τρώει ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο». (Τραγούδι: κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει, είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη).Συνών. με ξύνει (κάτι) / με φαγουρίζει (κάτι)·
- με τρώει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου), νιώθω ένα ενοχλητικό, δυσάρεστο ερεθισμό, κνησμό σε κάποιο σημείο του σώματος, του δέρματός μου, που πρέπει να το ξύσω για να ηρεμήσω: «με τρώει η μασχάλη μου || με τρώει η καράφλα μου». Συνών. με ξύνει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου) / με φαγουρίζει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου)·
- με τρώει η γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- με τρώει η παλάμη μου, βλ. λ. παλάμη·
- με τρώει ο καημός, βλ. λ. καημός·
- με τρώει που…, κατέχομαι από επίμονη, από βασανιστική σκέψη για κάτι: «πολύ με τρώει που δεν έχει ο γιος μου μια μόνιμη δουλειά».
- με τρώει το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- με τρώει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- με τρώει το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- με τρώει το μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- με τρώει το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- με τρώνε οι αποστάσεις, βλ. λ. απόσταση·
- με τρώνε οι διαδρομές, βλ. λ. διαδρομή·
- με τρώνε οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- με τρώνε οι έγνοιες, βλ. λ. έγνοια·
- με τρώνε τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. λύκος·
- μη φας! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θες ή όπως σε συμφέρουν: «μόλις αναλάβω αυτή τη δουλειά, θα τρελαθώ στο τάλιρο. -Μη φας!», δηλ. αποκλείεται να την αναλάβεις·
- μη φας, θα σου ’χω γλάρο, βλ. λ. γλάρος·
- μη φας, θα σου ’χω γλαρόσουπα, βλ. λ. γλαρόσουπα·
- μη φας, θα σφάξουμε πούστη, βλ. λ. πούστης·
- μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’ αεροπλάνο, βλ. λ. φτερούγα·
- μην τρως ή μην τα τρως, μην πιστεύεις αυτά που σου λένε: «μην τα τρως αυτά που σου λέει, γιατί θέλει να σε βάλει στο χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: ο Γιώργος είναι πονηρός κι αυτά που λέει μην τα τρως
- μην τρως παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- μου δίνει και τρώω ψωμί ή μου δίνει ψωμί και τρώω, βλ. λ. ψωμί·
- μου τρώει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου τρώει την ώρα, βλ. λ. ώρα·
- μου τρώει το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- μου τρώει το χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- μου τρώει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου τρώει χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μου ’φαγε (κάτι), α. μου κέρδισε τα χρήματα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «παίξαμε τα δυο μας χαρτιά και μου ’φαγε χίλια ευρώ». β. μου έκλεψε κάτι: «ξέρω καλά πως αυτός μου ’φαγε τον αναπτήρα»· 
- μου ’φαγε μεσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου ’φαγε τα μέσα μου ή μου ’φαγε το μέσα μου ή μου ’χει φάει τα μέσα μου ή μου ’χει φάει το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου ’φαγε τα μπουμπρέκια ή μου ’χει φάει τα μπουμπρέκια, βλ. λ. μπουμπρέκι·
- μου ’φαγε τα σπλάχνα ή μου ’χει φάει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου ’φαγε τα συκώτια ή μου ’φαγε το συκώτι ή μου ’χει φάει τα συκώτια ή μου ’χει φάει το συκώτι, βλ. λ. συκώτι·
- μου ’φαγε τα σωθικά ή μου ’χει φάει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου ’φαγε τα τζιγέρια ή μου ’χει φάει τα τζιγέρια, βλ. λ. τζιγέρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μου ’φαγε την ψυχή ή μου ’χει φάει την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- να σε φάει ο λύκος! βλ. λ. λύκος·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα·
- να τρώει ο γέρος και στη γριά να μη δίνει ή να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει, βλ. λ. γέρος·
- … να φάν’ κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- να φας σκατά! ή σκατά να φας! βλ. λ. σκατά·
- να φας το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- να φας του γαϊδάρου πό ’χει, βλ. λ. γάιδαρος·
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ντύσου, γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου, βλ. λ. κοιμάμαι·
- ξεραίνει το σκατό του και το τρώει, βλ. λ. σκατό·
- ξέρει και τρώει, είναι πολύ εκλεκτικός στο φαγητό του: «όταν τρώει έξω, παραγγέλνει το καλύτερο ψάρι, γιατί ξέρει και τρώει»· βλ. και φρ. ξέρει να τρώει·
- ξέρει να τρώει, είναι γνώστης των καλών τρόπων και του σαβουάρ βιβρ, όταν κάθεται να φάει σε ένα επίσημο γεύμα: «μετά το κυρίως γεύμα καθάρισε το πορτοκάλι με μαχαιροπίρουνο, γιατί είναι από αριστοκρατικό σόι και ξέρει να τρώει»· βλ. και φρ. ξέρει και τρώει·
- ξέρει τι τρώει, βλ. λ. ξέρω·
- ξύλο που θα φας! βλ. λ. ξύλο·
- ο ακαμάτης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει, βλ. λ. ακαμάτης·
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- ο τύπος τρώει την ουσία, βλ. λ. ουσία·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, βλ. λ. μέλι·
- όποιος  ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, βλ. λ. μαχαίρι·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
- όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει, βλ. λ. όποιος·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά’ τα, ειρωνική έκφραση σε άτομο, που λόγω υπαιτιότητάς του απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του·
- όρμηξε να τον φάει! ή όρμησε να τον φάει! βλ. λ. ορμώ·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο·
- ό,τι φάμε (κι) ό,τι πιούμε, βιαστικές ενέργειες για υλικές απολαύσεις λόγω μικρής διάρκειας της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: στην παλιοζωή που ζούμε, να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
- πανούκλα να σε φάει! βλ. λ. πανούκλα·
- πέσε πίτα να σε φάω, βλ. λ. πίτα·
- πέφτω πάνω του να τον φάω, βλ. λ. πάνω·
- πήγε να με φάει, βλ. λ. πάω·
- πίσω και σ’ έφαγα! βλ. λ. πίσω·
- ποιος να φάει, ποιος να γιάνει, βλ. λ. γιαίνω·
- πότε θα φάμε κουφέτα; ή πότε θα φάμε τα κουφέτα; βλ. λ. κουφέτο·
- (που) να φας τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, βλ. λ. μάτι·
- σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε, βλ. λ. αφέντης·
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; βλ. λ.γάτα·
- σπόρια τρώμε; βλ. λ. σπόρια·
- στο ψωμί που τρώω, βλ. λ. ψωμί·
- τ’ αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει, βλ. λ. κόρακας·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει, βλ. λ. λύκος·
- τα ’φαγε στα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- τα ’φαγε στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- τα ’φαγε τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- τα ’φαγε τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- τα τρώω (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω, τα σπαταλώ, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «ό,τι βγάζω απ’ τη δουλειά μου, τα τρώω, γιατί θέλω να γλεντήσω τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσα άστρα έχει ο ουρανός, να τα ’χα δεκαράκια, να τα ’τρωγα,να τα ’πινα με τα παλικαράκια
- τα τρώω ή το τρώω, πιστεύω εύκολα αυτά που μου λένε, είμαι ευκολόπιστος: «ό,τι πάει και του λέει κάποιος, το τρώει»· βλ. κ. φρ. θα τα φάω·
- τα τρώω μέχρι δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- τα τρώω μέχρι δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- τα τρώω μέχρι φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- τζίλα, τζίλα, να φας μήλα! βλ. λ. μήλο·
- τη φάγαμε, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) νικηθήκαμε: «δεν έπαιζαν οι βασικοί παίχτες στην ομάδα, γι’ αυτό τη φάγαμε»·
- την έφαγα (ενν. την πούτσα, την ψωλή), ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «πίστευα πως ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αλλά την έφαγα, γιατί αποδείχτηκε μεγάλος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σένα, Γιάννη, παιδί της αγοράς, χίλια διακόσια φράγκα τη μάπα να τη φας
- την έφαγα, α. (για γυναίκες) της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «ξέρω πάρα πολύ καλά πως δεν είναι παρθένα, γιατί την έφαγα πριν από δυο χρόνια». β. την απόσπασα από τον άντρα που είχε δεσμό μαζί του: «αυτή τη γυναικάρα την έφαγα απ’ τον τάδε, γιατί δε της φερόταν εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσει η κούτρα σου δεν είναι για τα μούτρα σου την γκομενίτσα δε θα μου τη φας)·
- την έφαγα από πίσω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. φρ. την έφαγα (ενν. την πούτσα, την ψωλή)·
- την έφαγε (ενν. τη χυλόπιτα, την παπάρα), απέτυχε να συνάψει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα: «ήταν σίγουρος πως θα του πει το ναι, αλλά την έφαγε και το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, βλ. λ. φίδι·
- την τρώω, α. (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, χωρίς να έχω απαραίτητα δεσμό μαζί της: «αυτή τη γυναίκα την τρώω, όποτε θέλω, γιατί παλιά ήταν ερωτευμένη μαζί μου». β. έχω ερωτικό δεσμό μαζί της: «ποιος την τρώει αυτή τη γυναίκα; || μην της τα ρίχνεις, γιατί την τρώει ο τάδε»· 
- την τρώω με τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- της έφαγε τον άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τις έφαγε (ενν. τις μπουνιές, τις γροθιές κτλ.), ξυλοκοπήθηκε και, κατ’ επέκταση νικήθηκε: «πήγε να του κάνει τον παλικαρά, αλλά τις έφαγε»·
- τις έφαγε με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τις έφαγε με τη βίτσα, βλ. λ. βίτσα·
- τις έφαγε με την παντόφλα, βλ. λ. παντόφλα·
- τις έφαγε με το ζωνάρι, βλ. λ. ζωνάρι·
- τις έφαγε με το ζωστήρα, βλ. λ. ζωστήρας·
- τις έφαγε με το λουρί, βλ. λ. λουρί·
- τις τρώω (ενν. τις μπουνιές, τις γροθιές, κ.λπ.), ξυλοκοπούμαι και, κατ’ επέκταση, νικιέμαι: «αφού απ’ αυτόν τον άνθρωπο τις τρώω, γιατί να μαλώσω μαζί του;»·
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- το μεγάλο ψάρι, τρώει το μικρό, βλ. λ. ψάρι·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. λ. κεφάλι·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- το τρως όλο το φαΐ σου; ή το τρως το φαΐ σου; βλ. λ. φαΐ·
- το τρώω και με τρώει, α. δεν ευχαριστιέμαι το φαγητό που τρώω, καθώς αναλογίζομαι πόσο ακριβό είναι: «είναι πολύ νόστιμο αυτό το ψάρι, αλλά το τρώω και με τρώει, όσο σκέφτομαι την ώρα του λογαριασμού». β. δεν αισθάνομαι τη γεύση του φαγητού που τρώω, δεν ευχαριστιέμαι το φαγητό που τρώω, γιατί κατέχομαι από μεγάλη ανησυχία: «πού να καταλάβω τι φαγητό τρώω! Με τέτοια έγνοια που ’χω, αγόρι μου, το τρώω και με τρώει»·
- το ’φαγα, (για αντικείμενα) το έκλεψα: «από ποιον το ’φαγες πάλι αυτό το τσακμάκι;». (Εβραίικο τραγούδι: στης ταβέρνας τον πελάτη που ’ναι σικ και με γυαλιά, του κολλάω σαν τσιμπούρι να του φάω το μασούρι
- το ’φαγα, (ενν. το παραμύθι) δεν αντιλήφθηκα πως ήταν ψέμα αυτό που μου έλεγε κάποιος, και ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «μου τα παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που το ’φαγα»·
- το ’φαγα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’φαγα το κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’φαγα το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το ’φαγε η γάτα, βλ. λ. γάτα·
- το ’φαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή το ’φαγε το σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- το ’φαγε το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- το ’φαγε το χάπι, βλ. λ. χάπι·
- τον έφαγα, τον κέρδισα, τον ξεπέρασα, τον νίκησα: «παίξαμε τάβλι και τον έφαγα || παραβγήκαμε στο τρέξιμο και τον έφαγα || πιαστήκαμε στα χέρια και τον έφαγα»·
- τον έφαγα (για κάτι), τον παρακίνησα, τον προέτρεψα φορτικά να κάνει ή να μην κάνει κάτι: «τον έφαγα να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έσπασε τα μούτρα του || τον έφαγα να παντρευτεί αυτή τη γυναίκα και καλά που μ’ άκουσε»·
- τον έφαγα στη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- τον έφαγαν λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τον έφαγαν με μπαμπεσιά, βλ. λ. μπαμπεσιά·
- τον έφαγαν μπαμπέσικα, βλ. λ. μπαμπέσικος·
- τον έφαγαν οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- τον έφαγαν οι τόκοι, βλ. λ. τόκος·
- τον έφαγαν τα λούσα, βλ. λ. λούσο·
- τον έφαγαν τα σκουλήκια, βλ. λ. σκουλήκι·
- τον έφαγε, τον σκότωσε: «τον έφαγε μ’ ένα τραπεζομάχαιρο την ώρα που κοιμόταν». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη
- τον, την έφαγε (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), α. δέχτηκε να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «στην αρχή έκανε πως δεν ήθελε αλλά στο τέλος τον έφαγε». β. έπεσε θύμα απάτης, ξεγελάστηκε: «από το πες πες την έφαγε ο άνθρωπος κι έχασε τα λεφτά του»·
- τον έφαγε ζωντανό, βλ. λ. ζωντανός·
- τον έφαγε η αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- τον έφαγε η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τον έφαγε η μαρμάγκα, βλ. λ. μαρμάγκα·
- τον έφαγε η μαύρη γη, βλ. λ. γη·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- τον έφαγε ο καημός, βλ. λ. καημός·
- τον έφαγε ο κύκλος του, βλ. λ. κύκλος·
- τον έφαγε ο ποδόγυρος, βλ. λ. ποδόγυρος·
- τον έφαγε ο πόνος ή τον έφαγαν οι πόνοι, βλ. λ. πόνος·
- τον έφαγε το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- τον έφαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή τον έφαγε το σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- τον έφαγε το μαύρο χώμα ή τον έφαγε το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον (την, το) τρώει (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. συνηθέστ. τον (την, το) παίρνει, λ. παίρνω·
- τον τρώει η ζήλια (του), βλ. λ. ζήλια·
- τον τρώει η κασίδα του, βλ. λ. κασίδα·
- τον τρώει η μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- τον τρώει η πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- τον τρώει η ράχη του, βλ. λ. ράχη·
- τον τρώει ο κώλος (του), βλ. λ. κώλος·
- τον τρώει ο πισινός (του), βλ. λ. πισινός·
- τον τρώει το ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- τον τρώει το σαράκι, βλ. λ. σαράκι·
- τον τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τον τρώει το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- τον τρώνε οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- τον τρώω, α. τον κερδίζω, τον ξεπερνώ, τον νικώ: «ξέρει πως τον τρώω, γι’ αυτό δε θέλει να παραβγεί μαζί μου». β. τον παρακινώ, τον προτρέπω φορτικά να κάνει ή να μην κάνει κάτι: «καιρός είναι τώρα που τον τρώω να μην μπερδευτεί μ’ αυτή τη δουλειά, αλλά δεν ξέρω ακόμα τι απόφαση έχει πάρει»·
- τον τρώω για πρωινό, βλ. λ. πρωινός·
- τον τρώω λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τον τρώω στη μάπα, βλ. λ. μάπα·
- του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες, βλ. λ. δόντι·
- του  τα ’φαγε (ενν. τα λεφτά), με διάφορες υποσχέσεις ή άλλους απατηλούς τρόπους του απέσπασε λεφτά ή τον υποχρέωσε να τα ξοδέψει γι’ αυτόν τον ίδιο: «του ’πεσε μια πιτσιρίκα από δίπλα και του τα ’φαγε μέχρι δεκάρας». Πρβλ.: στη Δραπετσώνα  τα ’φαγες του Παύλου και του Γκίκα και στα Ταμπούρια του Μηνά, του φουκαρά, που του ’μεινε η γλύκα (Λαϊκό τραγούδι)·
- του τα τρώω (ενν. τα λεφτά), του αποσπώ λεφτά με διάφορες υποσχέσεις ή άλλους απατηλούς τρόπους ή τον υποχρεώνω να ξοδεύει για μένα: «επειδή κάνω στενή παρέα μαζί του, οι άλλοι έχουν την εντύπωση πως του τα τρώω». (Λαϊκό τραγούδι: άλλονε να πας να βρεις, να του τα τρως όσα μπορείς
- του την έφαγα, (για γυναίκες) την απέσπασα από κοντά του και δημιούργησα μαζί της ερωτικό δεσμό, την έκανα δική μου: «αφού ήταν βλάκας και δεν εκτιμούσε τι άνθρωπο είχε δίπλα του, του την έφαγα κι από τότε είμαι ευτυχισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: και την γκόμενα την πρώτη σου τη φάγαν Παναγιώτη
- του τρώει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- του τρώει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του ’φαγα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- του ’φαγα το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- του ’φαγα το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του ’φαγα τη θέση, βλ. λ. θέση·
- του ’φαγα τη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- του ’φαγαν το πετσί, βλ. λ. πετσί·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- του ’φαγε το ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- του ’φαγε τον άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τους τρώμε, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) τους νικάμε, κατά κανόνα τους νικάμε, είμαστε ανώτεροι από αυτούς: «ό,τι και να κάνουν, όσους καινούριους παίχτες και να πάρουν, πάλι στους τρώμε»·
- τους φάγαμε λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τρώγοντας ανοίγει η όρεξη ή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, βλ. λ.όρεξη·
- τρώει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- τρώει άντερα ή τρώει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- τρώει άχυρα ή τρώει άχυρο, βλ. λ. άχυρο·
- τρώει βαλανίδια, βλ. λ. βαλανίδι·
- τρώει βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- τρώει βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- τρώει για δέκα, βλ. λ. δέκα·
- τρώει έν’ αρνί στην καθισιά, βλ. λ. αρνί·
- τρώει ένα βόδι στην καθισιά, βλ. λ. βόδι·
- τρώει και πίνει, δε στερείται τίποτα στη ζωή του: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, τρώει και πίνει και ο μήνας έχει εννιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ, πασά μου, φάε και πιες και γλέντα σαν κυρία και καθαρίζω εγώ για σε μ’ όλη την κοινωνία
- τρώει και σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τρώει καλαμπόκι, βλ. λ. καλαμπόκι·
- τρώει καναβούρι, βλ. λ. καναβούρι·
- τρώει κέρατο, βλ. λ. κέρατο·
- τρώει κουκιά, βλ. λ. κουκιά·
- τρώει κούμαρα, βλ. λ. κούμαρο·
- τρώει κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- τρώει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- τρώει λάχανα, βλ. λ. λάχανο·
- τρώει λαχανόφυλλα, βλ. λ. λαχανόφυλλο·
- τρώει λουλάκι, βλ. λ. λουλάκι·
- τρώει μαρούλια, βλ. λ. μαρούλι·
- τρώει μαρουλόφυλλα, βλ. λ. μαρουλόφυλλο·
- τρώει μαύρο χαβιάρι, βλ. λ. χαβιάρι·
- τρώει με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- τρώει με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- τρώει μούσμουλα, βλ. λ. μούσμουλο·
- τρώει ξυλοκέρατα, βλ. λ. ξυλοκέρατο·
- τρώει ό,τι του δίνουν, πιστεύει αμέσως, αβασάνιστα ό,τι του λένε, είναι πολύ ευκολόπιστος: «είναι απ’ αυτούς που μπορείς να τον ξεγελάσεις αμέσως, γιατί τρώει ό,τι του δίνουν»·
- τρώει παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τρώει πίτουρα, βλ. λ. πίτουρο·
- τρώει πριονίδια, βλ. λ. πριονίδι·
- τρώει ροκανίδια, βλ. λ. ροκανίδι·
- τρώει σαν βόδι ή τρώει σαν το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- τρώει σαν γουρούνι ή τρώει σαν το γουρούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- τρώει σαν δράκος ή τρώει σαν το δράκο, βλ. λ. δράκος·
- τρώει σαν ζώο ή τρώει σαν το ζώο, βλ. λ. ζώο·
- τρώει σαν λύκος ή τρώει σαν τον λύκο, βλ. λ. λύκος·
- τρώει σανό, βλ. λ. σανός·
- τρώει σαν πουλάκι ή τρώει σαν το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- τρώει σαν πουλί ή τρώει σαν το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- τρώει σαν πούστης ή τρώει σαν τον πούστη, βλ. λ. πούστης·
- τρώει σαν φίδι ή τρώει σαν το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- τρώει σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τρώει τα κρέατά του, βλ. λ. κρέας·
- τρώει τα μανίκια του, βλ. λ. μανίκι·
- τρώει τα νύχια του για καβγά, βλ. λ. νύχι·
- τρώει τα παιδιά του (της), βλ. λ. παιδί·
- τρώει τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- τρώει τις σάρκες του, βλ. λ. σάρκα·
- τρώει το σκατό του, βλ. λ. σκατό·
- τρώει το ψωμί χαράμι, βλ. λ. ψωμί·
- τρώει του φτωχού τ’ αρνί, βλ. λ. φτωχός·
- τρώει φουντούκια, βλ. λ. φουντούκι·
- τρώει χάπια, βλ. λ. χάπι·
- τρώει χαρούπια, βλ. λ. χαρούπι·
- τρώει χόρτα ή τρώει χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- τρώει ώρα ή τρώει ώρες, βλ. λ. ώρα· 
- τρώμε τα σάλια μας, βλ. λ. σάλιο·
- τρώω αέρα κοπανιστό, βλ. λ. αέρας·
- τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- τρώω απ’ τα έτοιμα, βλ. λ. έτοιμα· 
- τρώω απ’ τις σάρκες μου, βλ. λ. σάρκα·
- τρώω αστροπελέκια, βλ. λ. αστροπελέκι·
- τρώω βίδωμα, βλ. λ. βίδωμα·
- τρώω βιράρισμα ή τρώω ένα βιράρισμα, βλ. λ. βιράρισμα·
- τρώω βουβόχορτο, βλ. λ. βουβόχορτο·
- τρώω βρόμικο ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω βρομόξυλο ή τρώω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- τρώω γαϊδουρινά, βλ. λ. γαϊδουρινά·
- τρώω γερή φάπα, βλ. λ. φάπα·
- τρώω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- τρώω γλιστρίδα, βλ. λ. γλιστρίδα·
- τρώω γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω γροθιές ή τρώω τις γροθιές μου, βλ. λ. γροθιά·
- τρώω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- τρώω δούλεμα, βλ. λ. δούλεμα·
- τρώω ελαφρά, βλ. λ. ελαφρός·
- τρώω έξω, βλ. λ. έξω·
- τρώω ζίλια ή τρώω τα ζίλια μου, βλ. λ. ζίλι·
- τρώω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- τρώω κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- τρώω καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- τρώω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- τρώω καλά, βλ. λ. καλός·
- τρώω καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- τρώω καραμπογιά, βλ. λ. καραμπογιά·
- τρώω καρπαζιές ή τρώω τις καρπαζιές μου, βλ. λ. καρπαζιά·
- τρώω κελέκια ή τρώω τα κελέκια μου, βλ. λ. κελέκι·
- τρώω κλοτσιές ή τρώω τις κλοτσιές μου, βλ. λ. κλοτσιά·
- τρώω κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- τρώω κόλλημα, βλ. λ. κόλλημα·
- τρώω κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- τρώω λάχανο (κάτι), βλ. λ. λάχανο·
- τρώω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τρώω μαύρισμα, βλ. λ. μαύρισμα·
- τρώω μαύρο, βλ. λ. μαύρος·
- τρώω μαχαιριά, βλ. λ. μαχαιριά·
- τρώω με τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τρώω με το κουτάλι (κάτι), βλ. λ. κουτάλι·
- τρώω μέχρι σκασμού ή τρώω το σκασμό ή τρώω του σκασμού, βλ. λ. σκασμός·
- τρώω μια κατσάδα ή τρώω κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- τρώω μια σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τρώω μια τράκα ή τρώω τράκα, βλ. λ. τράκα·
- τρώω μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- τρώω μπάτσα ή τρώω μπάτσες ή τρώω τα μπάτσα μου ή τρώω τις μπάτσες μου, βλ. λ. μπάτσα·
- τρώω μπινελίκια ή τρώω τα μπινελίκια μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω μπουγιουρντί, βλ. λ. μπουγιουρντί·
- τρώω μπουνιές ή τρώω τις μπουνιές μου, βλ. λ. μπουνιά·
- τρώω ξύλο ή τρώω ένα χέρι ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τρώω ξυστρί, βλ. λ. ξυστρί·
- τρώω παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- τρώω παραμύθι ή τρώω το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τρώω παρμάκι, βλ. λ. παρμάκι·
- τρώω πικρό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- τρώω πόστα, βλ. λ. πόστα·
- τρώω πούλημα, βλ. λ. πούλημα·
- τρώω πουστριλίκια ή τρώω τα πουστριλίκια μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω σαβούρντα, βλ. λ. σαβούρντα·
- τρώω σαν γλάρος, βλ. λ. γλάρος·
- τρώω σίδερα, βλ. λ. σίδερα·
- τρώω σικτίρισμα ή τρώω το σικτίρισμά μου, βλ. λ. σικτίρισμα·
- τρώω σκαμπίλια ή τρώω τα σκαμπίλια μου, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- τρώω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- τρώω σούτια, βλ. λ. σούτι·
- τρώω στη μάπα, βλ. λ. μάπα·
- τρώω στη μούρη, βλ. λ. μούρη·
- τρώω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τρώω σφαλιάρες ή τρώω τις σφαλιάρες μου, βλ. λ. σφαλιάρα·
- τρώω σφύριγμα, βλ. λ. σφύριγμα·
- τρώω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- τρώω τα λόγια μου, βλ. λ. λόγος·
- τρώω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- τρώω τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. λ. μέρα·
- τρώω τη φόλα ή τρώω φόλα, βλ. λ. φόλα·
- τρώω την ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- τρώω το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- τρώω το ξεσκιζόλ μου, βλ. λ. ξεσκιζόλ·
- τρώω το χρόνο (κάποιου), βλ. λ. χρόνος·
- τρώω το χρόνο, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), βλ. λ. χρόνος·
- τρώω το ψωμί του, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω τον αβλέμονα, βλ. λ. αβλέμονας·
- τρώω τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- τρώω τον άμπακα, βλ. λ. άμπακας·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- τρώω τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- τρώω (γερό, μεγάλο) τράκο, βλ. λ. τράκο·
- τρώω τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- τρώω φάιροπ, βλ. λ. φάιροπ·
- τρώω φάπες ή τρώω τις φάπες μου, βλ. λ. φάπα·
- τρώω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- τρώω φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τρώω φούμο, βλ. λ. φούμο·
- τρώω φούσκους ή τρώω τους φούσκους μου, βλ. λ. φούσκος·
- τρώω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τρώω φύσημα, βλ. λ. φύσημα·
- τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, βλ. λ. χαστούκι·
- τρώω ψωμί κι ελιά ή τρώω ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- τώρα φά’ τα! (ενν. τα σκατά) βλ. λ. τώρα·
- τώρα φά’ τον! (φά’ την, φά’ το, ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τώρα·
- φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, βλ. λ. ψωμί·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. βόδι·
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
- φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα ή φάγαμε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- φάε έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- φάε ένα παπάρι, βλ. λ. παπάρι·
- φάε λάδι κι έλα βράδυ, βλ. λ. λάδι·
- φάε λίγο να σε πιάσει, να μη νιώθεις το αίσθημα της πείνας, να σε κρατήσει χορτάτο: «δεν προλαβαίνεις να φας σαν άνθρωπος, αλλά φάει λίγο να σε πιάσει»·
- φάε λίγο να σε στυλώσει, να σε δυναμώσει, να σε τονώσει σωματικά: «μια κι είσαι πεινασμένος, φάε λίγο να σε στυλώσει»·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φάε τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- φίδι που τον έφαγε! βλ. λ. φίδι·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, βλ. λ. φίλος·
- χαράμι το ψωμί που τρώει, βλ. λ. ψωμί·
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

τύχη

τύχη, η, ουσ. [<αρχ. τύχη], η τύχη· η μοίρα, το γραφτό, το ριζικό: «ήταν της τύχης του να πεθάνει νέος». (Ακολουθούν 72 φρ.)·
- ακολουθώ την τύχη (κάποιου), υφίσταμαι τις ίδιες συνέπειες, τα ίδια δεινά με κάποιον: «όσοι δε δουλεύουν συνειδητά, θ’ ακολουθήσουν την τύχη εκείνων που έχουν απολυθεί»·  
- αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα, αν είσαι τυχερός στη ζωή σου και έχεις και καλή μοίρα, καλό ριζικό, τότε δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. (Λαϊκό τραγούδι: μην κλαις, καρδιά μου, μην πονάς, μες στης ζωής τη στράτα αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα
- άνοιξε η τύχη μου, μετά από ένα διάστημα δυσκολιών ή ατυχιών, άρχισαν να μου έρχονται όλα ευνοϊκά: «για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν για να με κλαις, αλλά, δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό άνοιξε η τύχη μου»·
- άνοιξε η τύχη σου! (ειρωνικά) αυτός που σου έτυχε ή αυτό που κέρδισες δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο: «στη συγκέντρωση της Κυριακής γνώρισα την τάδε. -Άνοιξε η τύχη σου! || στην κλήρωση που έγινε κέρδισα κι εγώ ένα αρκουδάκι. -Άνοιξε η τύχη σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το άντε επαναλαμβανόμενο·
- από τύχη, βλ. φρ. κατά τύχη·
- αυτό θα πει τύχη! θαυμαστική ή εμφατική έκφραση συνήθως για τη σπουδαία τύχη κάποιου, που είναι και φορές που λέγεται και με κάποια ζήλια: «κέρδισε στο τζόκερ, στο λαχείο, του ήρθε και μια μεγάλη κληρονομιά από έναν ξεχασμένο θείο του που έλειπε χρόνια στην Αμερική. -Αυτό θα πει τύχη!». Αντίθ.: αυτό θα πει ατυχία(!)·  
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «άσ’ τον αυτόν και κοίτα τον εαυτό σου, γιατί αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει». Συνών. ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει·
- αφήνω στην τύχη, α. δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ για την έκβαση μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «στήνει πρώτα μια δουλειά κι ύστερα την αφήνει στην τύχη». β. (για πράγματα) εγκαταλείπω αφρόντιστα, αφήνω όπου να ’ναι χωρίς να νοιάζομαι: «μόλις μπαίνει στο σπίτι του, αφήνει στην τύχη τα ρούχα του και χώνεται στο μπάνιο»·   
- αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), το(ν) εγκαταλείπω, αδιαφορώ τελείως για το τι θα γίνει: «έφυγε ο γιος του στο εξωτερικό για σπουδές και τον άφησε στην τύχη του || τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι άφησε στην τύχη της την οικογένειά του || πάρκαρε τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα στενό και το άφησε στην τύχη του για μεγάλο χρονικό διάστημα»·
- βρίσκω την τύχη μου, βλ. φρ. κάνω την τύχη μου·
- για κακή μου τύχη, δυστυχώς για μένα: «βιαζόμουν να πάω στο ραντεβού μου και για κακή μου τύχη δεν μπορούσα να βρω ταξί». (Λαϊκό τραγούδι: για κακή του τύχη λίγο παραπάνω στη γωνιά του δρόμου τρακάρει πολιτσμάνο
- για καλή μου τύχη, ευτυχώς για μένα: «βιαζόμουν να πάω στο ραντεβού μου και για καλή μου τύχη είδα να ’ρχεται ένα ταξί»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. φρ. ήταν της τύχης του κι αυτό(!)·
- δεν τον θέλει η τύχη, αν και έχει την ικανότητα να κάνει κάτι, εντούτοις δεν τον ευνοεί τη τύχη: «μπορεί να είναι καλός έμπορος, αλλά δεν πρόκοψε όσο έπρεπε, γιατί δεν τον θέλει η τύχη»·
- δοκιμάζω την τύχη μου, προσπαθώ να πετύχω κάτι καινούριο, για να το χρησιμοποιήσω ως εφόδιο στη ζωή μου: «λέω να δοκιμάσω την τύχη μου στο εμπόριο || πήγε στην ξενιτιά να δοκιμάσει την τύχη του»·
- εγκαταλείπω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι)·
- είναι άξιος της τύχης του! λέγεται στην περίπτωση που οι κακοί χειρισμοί του σε μια δουλειά ή υπόθεση επιφέρουν και τα ανάλογα δυσμενή αποτελέσματα: «αφού δεν κατάλαβε πως ήθελε να του φάει τα λεφτά, είναι άξιος της τύχης του που του τα εμπιστεύτηκε»·
- είναι και να σε θέλει η τύχη, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα να κάνει κανείς κάτι, αλλά είναι και θέμα τύχης: «είναι πετυχημένος έμπορος, δε λέω, αλλά είναι και να σε θέλει η τύχη»·
- ειρωνεία της τύχης, βλ. λ. ειρωνεία·
- έκανες την τύχη σου! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που βρήκε ή απόκτησε ή του έτυχε κάτι ασήμαντο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το άντε επαναλαμβανόμενο·
- ενώνουμε τις τύχες μας, α. αποφασίζουμε να αγωνιστούμε μαζί για κάτι: «η επιδίωξή μας ήταν κοινή, γι’ αυτό αποφασίσαμε να ενώσουμε τις τύχες μας για την πραγματοποίησή της». β. (και για τα δυο φύλα) αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί, να παντρευτούμε: «επειδή ταιριάζαμε σαν χαρακτήρες, αποφασίσαμε να ενώσουμε τις τύχες μας»·
- έχω την τύχη με το μέρος μου, είμαι τυχερός σε κάποια περίπτωση, γιατί με ευνοεί η τύχη: «δε θα μπορούσα να κερδίσω τον τάδε, αν δεν είχα την τύχη με το μέρος μου»·
- έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα τύχη, θα σκοτωνόμουν»·
- έχω τύχη βουνό, έχω πάρα πολύ μεγάλη τύχη, είμαι πάρα πολύ τυχερός: «για να γλιτώσω από ’να τέτοιο δυστύχημα, πάει να πει πως έχω τύχη βουνό!»·
- η τύχη είναι τυφλή, οι χαρές και οι λύπες, η ευτυχία ή η δυστυχία έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις, προκύπτουν τυχαία: «κάποτε μπορεί ν’ αλλάξουν και για μας τα πράγματα, γιατί η τύχη είναι τυφλή»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ, έκφραση που δηλώνει τη ρευστότητα που επικρατεί στη ζωή του ανθρώπου και το απώτερο μήνυμά της είναι ότι πρέπει να εκμεταλλευόμαστε κάθε φορά γρήγορα την εύνοια της τύχης: «ανάλαβε τη δουλειά που σου έτυχε, γιατί η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ»·
- η τύχη μου χαμογελά ή μου χαμογελά η τύχη, (γενικά) οι υποθέσεις, τα πράγματα στη ζωή μου μου έρχονται ευνοϊκά: «μόλις άρχισε να μου χαμογελά η τύχη, πνίγηκα στη δουλειά»·
- η τύχη του ατζαμή, λέγεται για άτομο που, αν και δεν ξέρει καλά ή παίζει για πρώτη φορά κάποιο παιχνίδι, ιδίως τάβλι ή χαρτιά, κερδίζει τον αντίπαλό του·
- η τύχη του γύρισε την πλάτη, ατύχησε σε κάποια ενέργεια ή προσπάθειά του, δεν την έφερε σε πέρας λόγω απρόσμενων δυσκολιών, δε φάνηκε, δε στάθηκε τυχερός: «είναι έξυπνος κι εργατικός άνθρωπος, αλλά, απ’ τη μέρα που η τύχη του γύρισε την πλάτη, όλες του οι δουλειές πηγαίνουν κατά διαβόλου»·
- η τύχη του πρωτάρη, βλ. φρ. η τύχη του ατζαμή·
- η τύχη του χτύπησε την πόρτα, τον ευνόησε η τύχη: «έπαιζε χρόνια λαχεία, ώσπου την προηγούμενη βδομάδα η τύχη του χτύπησε την πόρτα, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου»·
- ήταν γραφτό της τύχης μου ή ήταν της τύχης μου γραφτό, βλ. λ.γραφτό·
- ήταν η τύχη του να…, βλ. φρ. ήταν το τυχερό του να…, λ. τυχερός·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! λέγεται με συμπάθεια για άτομο, που κοντά στις αλλεπάλληλες ατυχίες του προστίθεται και μια νέα: «μετά το θάνατο του γιου του, έπεσε έξω στη δουλειά του, πούλησε το σπίτι του για να μην πάει φυλακή και τώρα είναι άρρωστη η γυναίκα του. -Ήταν της τύχης του κι αυτό!»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- καλή τύχη! α. ευχή σε άγαμο νέο ή νέα να βρει καλό και άξιο σύζυγο. Συνών. καλή μοίρα! β. (γενικά) ευχή για ευόδωση των εργασιών κάποιου: «σου εύχομαι καλή τύχη στις δουλειές σου!»·
- κάνω την τύχη μου, α. βρίσκω, ιδίως κερδίζω κάτι πολύ σημαντικό: «μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός του λαχείου, κι έκανα την τύχη μου». β. (και για τα δυο φύλα) κάνω πλούσιο γάμο: «παντρεύτηκε την κόρη του τάδε μεγαλογιατρού κι έκανε την τύχη του»· βλ. και φρ. έκανες την τύχη σου(!)·
- κατά κακή μου τύχη, βλ. φρ. για κακή μου τύχη·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. φρ. για καλή μου τύχη·
- κατά τύχη, χωρίς να το περιμένει κανείς, τυχαία, συμπτωματικά: «συναντηθήκαμε κατά τύχη στο δρόμο»·
- κλαίει την τύχη του, βλ. συνηθέστ. κλαίει τη μοίρα του, λ. μοίρα·
- κλοτσώ την τύχη μου, αποδιώχνω, αρνιέμαι, δεν εκμεταλλεύομαι κάποια ευνοϊκή περίσταση: «μου ’τυχε μια σπουδαία δουλειά, αλλά δεν την πήρα στα σοβαρά και κλότσησα την τύχη μου»·
- λέει την τύχη, βλ. συνηθέστ. λέει τη μοίρα, λ. μοίρα·
- μα την τύχη μου, είδος όρκου, συνήθως στην περίπτωση που ζητάμε να πραγματοποιηθεί κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα μα την τύχη μου πολύ ν’ ανταμωθούμε, γονατιστοί εις το Θεό δικαίως να κριθούμε
- μαύρη τύχη, πολύ κακή τύχη: «πώς να προκόψει στη ζωή του με τέτοια μαύρη τύχη που έχει!»·
- μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. φρ. μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου, δηλώνει πως η καλή τύχη, ή η ευτυχία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από την εξωτερική ομορφιά, δεν εμποδίζεται από την εξωτερική δυσμορφία·
- μίλησε με την τύχη του, πλούτισε ή πέτυχε κάτι καλό εντελώς ανέλπιστα, εντελώς τυχαία: «ένα λαχείο πήρε ο άνθρωπος και μίλησε με την τύχη του, γιατί του ’πεσε ο πρώτος αριθμός»·
- να μην (το) δώσει η τύχη, βλ. συνηθέστ. να μην (το) δώσει ο Θεός, λ. Θεός·
- ο τροχός της τύχης, βλ. λ. τροχός·
- όντας η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις, άρπαξε την ευκαιρία, όταν η τύχη σου χαμογελά και μην αδιαφορείς: «η τύχη σπάνια έρχεται δυο φορές σ’ έναν άνθρωπο γι’ αυτό, όντας η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις»·
- οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του, βλ. λ. πετεινός·
- όπως τα φέρει η τύχη, όπως έρθουν οι περιστάσεις, στην τύχη: «ξεκινάει χωρίς πολλή σκέψη τις δουλειές του κι ύστερα όπως τα φέρει η τύχη»·
- όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, δηλώνει πως, για να αποδώσουν οι γνώσεις μας και να πετύχουμε στη ζωή μας, προϋπόθεση είναι να έχουμε και τύχη: «μην κοκορεύεσαι για τη μόρφωσή σου, γιατί όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει»· βλ. και φρ. κακό κεφάλι και καλό κεφάλι, λ. κεφάλι·  
- ό,τι φέρει η τύχη, βλ. φρ. όπως τα φέρει η τύχη·
- παίζεται η τύχη μου, αποφασίζεται η προοπτική μου, αποφασίζεται η μετέπειτα πορεία μου, το μέλλον μου: «πρέπει να προσέξω πάρα πολύ καλά αυτή τη δουλειά, γιατί μ’ αυτή παίζεται η τύχη μου»·
- παίρνω στην τύχη, α. κατευθύνομαι κάπου επιλέγοντας τυχαία την κατεύθυνση: «όταν δεν έχω τι κάνω, παίρνω στην τύχη έναν δρόμο κι όπου με βγάλει». β. (για λαχνούς, λαχεία, ή γενικά για πράγματα) παίρνω ένα λαχνό ή κάτι από το σωρό, στα κουτουρού: «καθώς περνούσε ο λαχειοπώλης από δίπλα μου, άπλωσα το χέρι μου και πήρα στην τύχη ένα λαχείο || πήρα στην τύχη ένα μήλο απ’ το καφάσι»·
- ποια η τύχη; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν έχουμε τύχη: «θα μπορούσαν να ’ρθουν κάπως πιο ευνοϊκά τα πράγματα και να έπαιρνα τη δουλειά, αλλά ποια η τύχη;»·  
- ποια τύχη; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι έχουμε τύχη: «εσύ θα ξεπεράσεις τη δυσκολία, γιατί έχεις τύχη. -Ποια τύχη που πηγαίνω απ’ το κακό στο χειρότερο;»·
- πού τέτοια τύχη! α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν έχουμε την τύχη κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων, παρόλο που θα θέλαμε να την είχαμε: «έχει έναν φίλο που τον συμπαραστέκεται σε κάθε δυσκολία του. -Πού τέτοια τύχη!», δηλ. εμείς δεν έχουμε παρόμοιο φίλο. β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι είναι απίθανο να συμβεί και σε εμάς αυτό που αναφέρει κάποιος, πράγμα που θα θέλαμε πάρα πολύ: «κάθε καλοκαίρι παίρνω την οικογένειά μου και παραθερίζουμε όλοι μαζί για ένα μήνα στη Χαλκιδική. -Πού τέτοια τύχη!», δηλ. εμείς δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Συνών. πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα(!)· 
- στην τύχη, χωρίς προμελέτη ή επιλογή, στα κουτουρού, τυχαία: «έκανε κι αυτός στην τύχη μια δουλειά και περίμενε να προκόψει! || διάλεξε στην τύχη ένα καρπούζι και το ’δωσε στο μανάβη για να το ζυγίσει»·
- στραβή τύχη, βλ. φρ. μαύρη τύχη·
- της τύχης τα γραμμένα, τα προκαθορισμένα από τη μοίρα: «κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει της τύχης τα γραμμένα». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πάρτε και ρίχτε τα χαρτιά και πέστε μου και μένα
- το κυνήγι της τύχης, η συστηματική επιδίωξη κέρδους μέσω λαχείων, τζόκερ, προπό, λότο ή τζόγου: «έχει επιδοθεί στο κυνήγι της τύχης και φαντάζεται πως κάποτε η τύχη θα του χτυπήσει την πόρτα»·
- το ρίχνω στην τύχη, ενεργώ απρογραμμάτιστα, εμπιστεύομαι στην τύχη: «κάθε φορά που του ’ρχονται στριμόκωλα τα πράγματα, το ρίχνει στην τύχη»·
- τον θέλει η τύχη ή τον θέλει κι η τύχη, τον ευνοεί: «τον τελευταίο καιρό έχει πολλή δουλειά, γιατί τον θέλει η τύχη || είναι δουλευταράς άνθρωπος, δε λέω, αλλά τον θέλει κι η τύχη που έχει συνέχεια δουλειά»·
- τον κυνηγά η τύχη, α. είναι πολύ τυχερός: «μ’ ό,τι και να καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος βγάζει λεφτά, γιατί τον κυνηγά η τύχη». β. είναι πολύ άτυχος: «είχε μια πολύ σπουδαία επιχείρηση, αλλά τον κυνηγά η τύχη το φουκαρά και χρεοκόπησε χωρίς να το καταλάβει». (Λαϊκό τραγούδι: ο μάγκας κάνει δυο δουλειές για να ’ναι ματσωμένος· μα, κατά βάθος, ρε παιδιά, η τύχη του τον κυνηγά κι είναι ρεσταρισμένος
- του κόβω την τύχη, επεμβαίνω ανασταλτικά σε κάποια επιδίωξή του, ιδίως στην προσπάθειά του να συνάψει κάποιο ερωτικό δεσμό: «κάθε φορά που του τυχαίνει καμιά γυναίκα, του κόβω την τύχη, γιατί δεν τον χωνεύω»·
- τραβώ στην τύχη, α. κατευθύνομαι κάπου επιλέγοντας τυχαία την κατεύθυνση: «επειδή δεν ήξερα πού θα βρω την παρέα μου, τράβηξα στην τύχη προς την παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη σύννεφα, ζωή γεμάτ’ ομίχλη· το δρόμο χάνει η καρδιά όταν τραβά στην τύχη).β. (για λαχνούς, λαχεία) παίρνω ένα λαχνό από το σωρό, στα κουτουρού: «τράβηξα στην τύχη ένα λαχείο και μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός»
- τύχη βουνό, πολύ μεγάλη τύχη: «με τέτοια τύχη βουνό, πώς να μη γλιτώσει από τέτοιο τρακάρισμα!»·
- τύχη που την έχει! θαυμαστική έκφραση για πολύ τυχερό άνθρωπο·
- χαρά στην τύχη του! βλ. λ. χαρά·
- χρυσή τύχη, α. η κατ’ εξοχήν ευνοϊκή τύχη: «πώς να μην προκόψει με τέτοια χρυσή τύχη που έχει αυτός ο άνθρωπος!». β. (και για τα δυο φύλα) η απόλυτα επιτυχημένη εκλογή συζύγου: «τέτοιο άξιο παλικάρι ήταν χρυσή τύχη για την κόρη σου».

υπόθεση

υπόθεση, η, ουσ. [<αρχ. ὑπόθεσις], η υπόθεση. 1. το γεγονός που απασχολεί ή αφορά κάποιον ή κάποιους: «δεν μπερδεύομαι σ’ αυτή τη διαφορά τους, γιατί είναι οικογενειακή υπόθεση || δε συνηθίζω να μπερδεύομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν». 2. η πλοκή ενός λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου: «για πες μου την υπόθεση αυτού του βιβλίου; || τι υπόθεση είχε το έργο που είδες;». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αλλάζει η υπόθεση, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα για κάποιον ή για κάτι ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «απ’ τη στιγμή που ήταν άλλος αυτός που έβαλε χέρι στο ταμείο, αλλάζει η υπόθεση και παίρνω πίσω όλα όσα είχα πει για σένα». Συνών. αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το θέμα / αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα·
- αμαρτωλή υπόθεση, υπόθεση κατά την οποία έχουν παραβιαστεί κατάφορα οι νόμοι: «η αντιπολίτευση κατάγγειλε την κυβέρνηση πως η απευθείας ανάθεση του έργου στον τάδε εργολάβο αποτελεί αμαρτωλή υπόθεση»·
- (αυτό) είναι δική μου υπόθεση, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «να μη σε νοιάζει τι θα κάνω με τη δουλειά μου, γιατί αυτό είναι δική μου υπόθεση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου υπόθεση, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση·
- δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου υπόθεση να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «τα ’μαθες ότι χώρισαν οι τάδε; -Δεν είναι δική μου υπόθεση». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- διαφέρει η υπόθεση, βλ. φρ. αλλάζει η υπόθεση·
- δική σου υπόθεση, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό που μου αναφέρεις είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «πού θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δική σου υπόθεση». Συνών. δική σου δουλειά / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- έτσι έχει η υπόθεση, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «από δω και πέρα δε θα πιστεύετε κανέναν, γιατί έχει έτσι η υπόθεση». Συνών. έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το θέμα / έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα·
- η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, α. λέγεται στην περίπτωση κατά την οποία αρχίζει να μας ενδιαφέρει αυτό που μας αναφέρει κάποιος ή να μας προκαλεί την περιέργεια να μάθουμε περισσότερα: «γύρισε ξαφνικά ο τάδε απ’ το ταξίδι του κι έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό της στο κρεβάτι. -Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο». Είναι φορές, που της φρ. προτάσσεται το α, για κάτσε ή το α, για στάσου και ο συνομιλητής βγάζει τσιγάρο να καπνίσει για να ευχαριστηθεί αυτά που θα του εξιστορήσει ο συνομιλητής του. Στην περίπτωση που αυτός που αναφέρει το γεγονός αρχίζει να εξιστορεί τα καθέκαστα, πριν ο συνομιλητής του ανάψει τσιγάρο, επειδή καθυστέρησε είτε γιατί άνοιγε καινούριο πακέτο είτε γιατί δεν έβρισκε τον αναπτήρα ή τα σπίρτα του, τότε παρατηρείται κίνησή του που του υποδεικνύει να πάψει να μιλάει, μέχρι να ανάψει το τσιγάρο, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος σε αυτά που θα του πει ο άλλος. Πολλές φορές όμως, μετά το α, για κάτσε ή το α, για στάσου δεν παρατηρείται όλη αυτή η κινητικότητα και απλώς ο συνομιλητής εντείνει την προσοχή του σε αυτόν που αναφέρει το γεγονός. β. λέγεται στην περίπτωση που αρχίζει να μας απασχολεί σοβαρά ένα πρόβλημα, γιατί απαιτείται να δώσουμε άμεσα μια λύση: «αν δε βρούμε λεφτά, θα σταματήσει η δουλειά. -Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το απ και δεν είναι λίγες οι φορές που ακολουθεί άναμμα τσιγάρου. Τούτη τη φορά όμως το άναμμα του τσιγάρου γίνεται από την αγωνία ή τη στενοχώρια·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- μύλος η υπόθεση, βλ. λ. μύλος·
- προσωπική σου υπόθεση, βλ. φρ. δική σου υπόθεση·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- το αστείο στην υπόθεση είναι ότι…, βλ. λ. αστείος·
- υπόθεση Παναμάς, βλ. λ. Παναμάς.

φράγκο

φράγκο, το, ουσ. [<ιταλ. franco (= παλιά νομισματική μονάδα της Γαλλίας, της Ελβετίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου], το φράγκο. 1. η δραχμή και, κατ’ επέκταση, το ευρώ: «πόσα φράγκα έδωσες για ν’ αγοράσεις αυτό το χρυσό ρολόι που φοράς; -Έδωσα πεντακόσια ευρώ». (Λαϊκό τραγούδι: κάτ’ απ’ το σβηστό φανάρι κοιμάται κάποιο παλικάρι· με δίχως φράγκο μες την τσέπη τι όνειρο άραγε να βλέπει). 2. στον πλ. τα φράγκα, γενικά τα χρήματα: «όταν έχει κανείς φράγκα, δε φοβάται τίποτα στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: Αρετσού και Δαλαμάγκα μου τα μάσησε τα φράγκα). (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- δε δίνω φράγκο (τσακιστό), α. αδιαφορώ τελείως για κάποιον ή για κάτι: «δε δίνω φράγκο για το πώς θα ξεπεράσεις τη δυσκολία σου». (Λαϊκό τραγούδι: φράγκο δε δίνουνε για μεγαλεία, έχουνε μάθει να ζούνε απλά, στάζ’ ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες. Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!). β. δεν πληρώνω τίποτα: «ήταν φίλος μου ο μαγαζάτορας και δεν έδωσα φράγκο τσακιστό για ό,τι έφαγα και ήπια»·
- δε μ’ άφησε φράγκο (τσακιστό), μου κέρδισε όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε μπαρμπούτι ή σε χαρτοπαίγνιο: «έμπλεξα με κάτι χαρτόμουτρα και μ’ αφήσανε φράγκο»·  
- δε σταυρώνω φράγκο, βλ. φρ. δε σταυρώνω δεκάρα, λ. δεκάρα·
- δεν αξίζει φράγκο (τσακιστό), α. (για πρόσωπα) είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μας τον σύστησε για σπουδαίο άνθρωπο, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν αξίζει φράγκο τσακιστό». β. (για πράγματα) η τιμή του, η αξία του είναι ασήμαντη, μηδαμινή, είναι τελευταίας ποιότητας: «έδωσε ένα κάρο λεφτά κι αγόρασε αυτό το ρολόι που δεν αξίζει φράγκο τσακιστό». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκας βγήκε για σεργιάνι και το κέφι του θα κάνει μέχρι το πρωί, τα χιλιάρικα τα σκίζει, γιατί φράγκο δεν αξίζει η παλιοζωή
- δεν έχω απάνω μου φράγκο (τσακιστό), βλ. φρ. δεν έχω απάνω μου δεκάρα (τσακιστή), λ. δεκάρα·
- δεν έχω φράγκο (τσακιστό), βλ. φρ. δεν έχω δεκάρα (τσακιστή), λ. δεκάρα. (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι, μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι // με κάποια στα Πετράλωνα μέρα και νύχτα μάλωνα. Φράγκο δεν είχε τσακιστό κι ήθελε να την παντρευτώ
- δεν έχω φράγκο (τσακιστό) στην τσέπη μου, είμαι τελείως άφραγκος, τελείως φτωχός: «μη ζητάς απ’ αυτόν δανεικά, γιατί δεν έχει φράγκο στην τσέπη του». (Λαϊκό τραγούδι: μια Κυριακή σε γνώρισα, καθόσουν σ’ έναν πάγκο και, στοίχημα, στην τσέπη σου δεν είχες ένα φράγκο
- δεν κάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. φρ. δεν αξίζει φράγκο (τσακιστό)·
- δεν κοστίζει φράγκο (τσακιστό), βλ. φρ. δεν αξίζει φράγκο (τσακιστό)·
- δεν πιάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. φρ. δεν αξίζει φράγκο (τσακιστό)·
- δεν του μένει φράγκο (τσακιστό), βλ. φρ. δεν του μένει δεκάρα (τσακιστή), λ. δεκάρα·
- δεν υπάρχει φράγκο (τσακιστό), βλ. φρ. δεν υπάρχει δεκάρα (τσακιστή), λ. δεκάρα. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κολλάς, μπατίρισα, και φράγκο δεν υπάρχει· να την περάσεις κοίταξε όπως και αν σου λάχει)· 
- δίχως φράγκο, χωρίς καθόλου λεφτά: «ξεκίνησε δίχως φράγκο να κάνει δουλειά και βέβαια απότυχε». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το σβηστό φανάρι κοιμάται κάποιο παλικάρι, με δίχως φράγκο μες στην τσέπη, τι όνειρο άραγε να βλέπει)· 
- έπιασε κι αυτός πέντε φράγκα και…, βλ. φρ. έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και…, λ. δεκάρα·
- έχει τα φράγκα, είναι πολύ πλούσιος, είναι πολύ λεφτάς: «αυτός έχει τα φράγκα και κάνει ό,τι θέλει || όποιος έχει τα φράγκα, έχει και τη δύναμη || αν δεν έχεις φράγκα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα». Το τα τονισμένο·
- έχει φράγκα, είναι πλούσιος, λεφτάς: «δεν είναι Ωνάσης, αλλά έχει φράγκα»·
- μας τα πήρε μέχρι φράγκο ή μου τα πήρε μέχρι φράγκο, μας πήρε όλα τα λεφτά, πληρώσαμε ή χάσαμε όλα μας τα λεφτά: «είχε τέτοια κωλοφαρδία ο τύπος, που μας τα πήρε μέχρι φράγκο». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μπαγλαμάς μουρμούρης μας ξεμυάλισε, μας τα πήρε μέχρι φράγκο και μας άργησε). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μετράει και το φράγκο, υπολογίζει και το παραμικρό ποσό, επειδή είναι τσιγκούνης, ή, συνήθως, επειδή έχει οικονομικές δυσχέρειες: «με την αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, μετράει και το φράγκο»· βλ. και φρ. τα μετράω μέχρι φράγκο·
- μέχρι φράγκο, όλο το χρηματικό ποσό: «του επέστρεψα μέχρι φράγκο τα δανεικά που του πήρα». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μπαγλαμάς μουρμούρης μας ξεμυάλισε, μας τα πήρε μέχρι φράγκο και μας άργησε
- ούτε φράγκο, παντελής έλλειψη χρημάτων: «πόσα λεφτά έχεις απάνω σου; -Ούτε φράγκο»·
- σκορπώ τα φράγκα μου, ξοδεύω, σπαταλώ τα λεφτά μου: «μ’ αρέσει να σκορπώ τα φράγκα μου και να γλεντώ τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοια ζωή ζηλεύω κι όχι άλλη, μάνα μου, και μες στην τρέλα μου σκορπώ τα φράγκα μου
- τ’ ακουμπώ μέχρι φράγκο (τσακιστό), βλ. φρ. τ’ ακουμπώ μέχρι δεκάρα (τσακιστή), λ. δεκάρα·
- τα μετράω μέχρι φράγκο, α. πληρώνω για μια αγορά που έκανα όλο το ποσό τοις μετρητοίς: «κάθε φορά που αγοράζω κάτι, τα μετράω μέχρι φράγκο κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»· βλ. και φρ. μετράει και το φράγκο·
- τα τρώω μέχρι φράγκο (τσακιστό), ξοδεύω, σπαταλώ όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό, ό,τι λεφτά βγάζω απ’ τη δουλειά, τα τρώω μέχρι φράγκο». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια κι αν στο μάγουλο το δάκρυ κάνει λούκια κι αν τα τρώμε μέχρι φράγκο στα μπουζούκια και στην ψάθα κακομοίρηδες ψοφάμ’, σερσέ λα φάμ, σερσέ λα φαμ
- του μέτρησα και το φράγκο, του πλήρωσα όλο το ποσό τοις μετρητοίς για αγορά που έκανα ή για χρέος που είχα, τον εξόφλησα: «δεν μπορεί να πει πως δεν είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου, γιατί του μέτρησα και το φράγκο»·
- φράγκο φράγκο, με σκληρή οικονομία και λίγο λίγο: «φράγκο φράγκο μάζεψε τα λεφτά για να κάνει κι αυτός διακοπές το καλοκαίρι». Συνών. δεκάρα δεκάρα / δραχμή δραχμή / πεντάρα πεντάρα.  

φυλακισμένος

φυλακισμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. φυλακίζω], φυλακισμένος·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, (για παιχνίδια ταβλιού) έκφραση που λέγεται με ειρωνική διάθεση από τον έναν παίχτη στον άλλον, όταν ο δεύτερος βρίσκεται σε πολύ δεινή θέση, και είναι μια προτροπή να το παρατήσει παραδεχόμενος πως το έχασε, γιατί, όσο και να εξαντλήσει τα περιθώρια, δεν υπάρχει περίπτωση να ανατρέψει την κατάσταση. Από το ότι οι φυλακισμένοι έχουν όλο το χρόνο να επιμείνουν, μια και δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν. Συνών. αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες.

χαβάς

χαβάς, ο, ουσ. [<τουρκ. hava]. 1. η μελωδία, ο σκοπός τραγουδιού που έχει διάρκεια: «άρχισε ένα χαβά και δεν έλεγε να τον τελειώσει». (Λαϊκό τραγούδι: αράπ χαβάς, γιαβάς γιαβάς! Μου το ’χες πει με φιλιά, σαν σε κρατούσ’ αγκαλιά! // παίζει το χαβά του μ’ ένα ντέφι, όταν αυτουνού του κάνει κέφι). 2. ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία: «τρελαίνεται για χαβά αυτός ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: το ’χει η κατεργάρα μπλέξει κι απ’ τη μύτη το τραβά, σαν κορόιδο πάει πάσο στο δικό της το χαβά). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αλλάζω χαβά ή αλλάζω το χαβά, μεταβάλλω συμπεριφορά προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «όταν μου φέρονται καλά, αλλάζω κι εγώ χαβά και τους φέρομαι με το γάντι || όταν μου φέρονται άσχημα, αλλάζω κι εγώ το χαβά και τους φέρομαι ανάλογα»·
- γουστάρω χαβά, βλ. φρ. γουστάρω χαβαλέ, λ. χαβαλές·
- έγινε χαβάς, βλ. φρ. έγινε χαβαλές, λ. χαβαλές·  
- έχει της πούτσας του το χαβά, βλ. λ. πούτσα·
- έχει της ψωλής του το χαβά, βλ. λ. ψωλή·
- έχει του μουνιού της (του) το χαβά, βλ. λ. μουνί·
- έχει χαβά, βλ. φρ. έχει χαβαλέ, λ. χαβαλές·
- κάνω χαβά, βλ. φρ. κάνω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
- κι αυτός το χαβά του, επιμένει στο ίδιο πράγμα, επαναλαμβάνει πεισματικά τα ίδια λόγια, χωρίς να επηρεάζεται από τίποτα: «του φέραμε ένα σωρό αποδείξεις για την αθωότητά μας κι αυτός το χαβά του, πως τάχα είμαστε ένοχοι»· βλ. και φρ. ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του·
- με το χαβά μου, χωρίς διόλου να βιάζομαι, χωρίς ένταση ή άγχος: «δουλεύω πάντα με το χαβά μου, γιατί έχω την καρδιά μου». Συνών. με όλη μου την άνεση ή με όλη την άνεσή μου / με όλη μου την ησυχία ή με όλη την ησυχία μου / με το πάσο μου / με το ραχάτι μου / με το τέμπο μου·
- ο καθένας το χαβά του, λέγεται στην περίπτωση που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια οικογένεια, δεν υπάρχει συνοχή, υπευθυνότητα και τάξη, γιατί το κάθε μέλος αδιαφορεί για το πρόβλημα και συμπεριφέρεται όπως θέλει, όπως το ευχαριστεί: «η επιχείρηση κινδυνεύει να βουλιάξει κι ο καθένας το χαβά του || η οικογένεια κινδυνεύει να διαλύσει κι ο καθένας το χαβά του»·
- οι βιολιτζήδες άλλαξαν, ο χαβάς μένει ο ίδιος, βλ. λ. βιολιτζήδες·
- ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του, α. δεν επηρεάζεται από τίποτα και εξακολουθεί ανεπηρέαστος να ασχολείται με αυτό που τον ευχαριστεί: «όταν ασχολείται με τη συλλογή των γραμματοσήμων του, ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του». β. δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα και εμμένει στην αρχική του απόφαση: «είναι τόσο ισχυρογνώμων άνθρωπος, που, ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του». γ. δεν ενδιαφέρεται καθόλου για όσα κακά συμβαίνουν γύρω του: «είναι τόσο αναίσθητος άνθρωπος, που, ό,τι και να γίνει, αυτός το χαβά του». Συνών. ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του· βλ. και φρ. κι αυτός το χαβά του·
- πιάνω έναν χαβά, α. αρχίζω να τραγουδώ: «έλα, εσύ που έχεις ωραία φωνή, πιάσε έναν χαβά». β. αρχίζω το κουβεντολόι που τραβάει σε μάκρος: «πιάσαμε ένα χαβά, που ούτε καταλάβαμε για πότε πέρασε η ώρα»·
- πιάνω χαβά ή πιάνω το χαβά, αρχίζω το κουβεντολόι: «του αρέσει να πιάνει το χαβά με τον καθένα, για να περνάει η ώρα του»·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «πού θα πάει αυτός ο χαβάς να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτός ο χαβάς να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς στα ξενυχτάδικα; || πού θα πάει αυτός ο χαβάς κάθε μεσημέρι να τραγουδάς δυνατά την ώρα που πάω να κοιμηθώ;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτό το βιολί(;)·
- τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός! βλ. φρ. πού θα πάει αυτός ο χαβάς; Συνών. τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! / τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! / τι κατάσταση είν’ αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή(;)· 
- χαβάς να γίνεται, βλ. φρ. χαβαλές να γίνεται, λ. χαβαλές.

χαιρετώ

χαιρετώ κ. χαιρετάω, ρ. [<μσν. χαιρετώ, από το θέμα αορ. του ρ. χαιρετίζω], χαιρετώ· στον αόρ. υπό τύπου βρισιάς αντί του χέζω: «άντε άδειασε μου τη γωνιά, μη σε... χαιρετήσω!»· βλ. και λ. χαιρετίζω·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- χαιρέτα μας τον πλάτανο (και Νικολό καρτέρει), βλ. λ. πλάτανος·
- χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις, όταν τύχει και γίνεις ισχυρός, πλούσιος, να είσαι απλός και καταδεκτικός με τον απλό, το φτωχό κόσμο, για να είναι κι αυτοί απλοί και καταδεκτικοί, αν τύχει και ξεπέσεις: «αγόρι μου, καλό, άκου τη συμβουλή μου και χαιρέτα τον πεζό, όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός, όταν θα ξεπεζέψεις». Συνών. όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα.

χαντούμης

χαντούμης, ο, ουσ. [τουρκ. <hadim], άντρας που δεν είναι ικανός να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη, ο ευνούχος, ο μουνούχος, ο ανίκανος και, κατ’ επέκταση, αυτός που δεν έχει την ικανότητα να δημιουργήσει ή να πετύχει κάτι: «έχεις δει ποτέ σου καμιά γυναίκα να θέλει δίπλα της έναν χαντούμη; || και βέβαια θα ’πεφτε έξω η δουλειά αφού την ανέθεσε σ’ αυτόν το χαντούμη!»·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. συνηθέστ. γεια σου, Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, λ. Γιάννης·

χαρά

χαρά, η, ουσ. [<αρχ. χαρά], η χαρά· ο γάμος: «όλοι έπεσαν με τα μούτρα να συγυρίσουν το σπίτι, γιατί αύριο έχουν χαρά». Υποκορ. χαρούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 81 φρ.)·
- αλάλιασε απ’ τη χαρά του, χάρηκε πάρα πολύ, παραληρούσε από τη χαρά του: «μόλις έμαθε πως κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου, αλάλιασε απ’ τη χαρά του»·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- γεια και χαρά! ή γεια νας και χαρά μας! ή γεια σου και χαρά σου! ή γεια σας και χαρά σας! βλ. λ. γεια·
- γεια σου και χαρά σου και υγεία στου σουγιά σου! βλ. λ. σουγιάς·
- γεια χαρά! ή γεια χαρά σας! ή γεια χαρά σου! βλ. λ. γεια·
- δεν πιάνεται απ’ τη χαρά του, είναι πάρα πολύ χαρούμενος: «την άλλη βδομάδα παντρεύεται η κόρη του και δεν πιάνεται απ’ τη χαρά του»·
- είδε χαρά στα σκέλια της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, ένιωσε τη σεξουαλική ηδονή: «επιτέλους, βρήκε έναν βαρβάτο άντρα κι είδε χαρά στα σκέλια της, η καημένη»·
- είδε χαρά στο μουνί της, βλ. φρ. είδε χαρά στα σκέλια της·
- είμαι μια χαρά, βρίσκομαι σε άριστη κατάσταση από άποψη υγείας ή από άποψη οικονομικών, είμαι πολύ ευχαριστημένος: «ο γιατρός είπε πως είμαι μια χαρά || τώρα που πάντρεψα τα παιδιά μου, είμαι μια χαρά || η δουλειά πάει καλά, γι’ αυτό είμαι μια χαρά»·
- είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, δεν είμαι σε άριστη κατάσταση από άποψη υγείας ή οικονομικών όπως πιστεύει κάποιος, δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος: «απ’ ό,τι βλέπω, είσαι μια χαρά. -Είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, γιατί έχω αυξημένη πίεση || τώρα που πάντρεψες και την κόρη σου, είσαι μια χαρά. -Είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, γιατί ο γαμπρός μου βγήκε κουμάσι || απ’ ό,τι βλέπω, τα οικονομάς, γιατί η δουλειά σου πάει μια χαρά. -Μια χαρά και δυο τρομάρες, γιατί έχω αυξημένα έξοδα κι ό,τι εισπράττω, τα δίνω»·
- είναι μια χαρά…, α. (για πρόσωπα) συνήθως, σε αντίθεση με όλα αυτά τα κακά που λέγονται, είναι καλός, σωστός, είναι καθώς πρέπει: «μου τον παρουσιάζατε για μεγάλο απατεώνα, όμως αυτός απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, είναι μια χαρά άνθρωπος». β. (για πράγματα) συνήθως, σε αντίθεση με όλα αυτά τα μειονεκτήματα που αναφέρονται, είναι πάρα πολύ καλό: «μου το παρουσιάζατε πως είχε συνέχεια προβλήματα, όμως, όταν το οδήγησα, διαπίστωσα πως είναι μια χαρά αυτοκίνητο»·    
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, εμφανίζεται κάπου πολύ χαρούμενος, ενώ στην πραγματικότητα, λόγω των περιστάσεων, θα έπρεπε να είναι το αντίθετο: «εδώ δεν έχει το σπίτι του να φάει, κι αυτός είναι μέσ’ στην καλή χαρά»· βλ. και φρ. είναι μέσ’ στην τρελή χαρά·  
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, είναι πάρα πολύ χαρούμενος: «σε μια βδομάδα απολύεται απ’ το στρατό κι είναι μέσ’ στην τρελή χαρά»·
- είναι στις χαρές του, είναι πολύ χαρούμενος: «τα παιδιά είναι στις χαρές τους, γιατί αύριο θα πάνε εκδρομή»·
- είναι χαρά Θεού, λέγεται για ηλιόλουστη μέρα: «σήμερα απ’ το πρωί είναι χαρά Θεού»·
- έκλαψα απ’ τη χαρά μου, χάρηκα πάρα πολύ: «μόλις έμαθα για τις επιτυχίες του γιου μου, έκλαψα απ’ τη χαρά μου». Από το ότι, πολλές φορές, η έντονη χαρά κάνει το άτομο να κλαίει·
- εργασία και χαρά, βλ. λ. εργασία·
- έχουν χαρές και πανηγύρια, βρίσκονται σε κατάσταση ευφροσύνης: «έπεσε στον άντρα της ο πρώτος αριθμός του λαχείου κι έχουν στο σπίτι τους χαρές και πανηγύρια». Ο πλ. γιατί η φρ. αναφέρεται σε οικογένεια·
- η δουλειά πάει μια χαρά, βλ. λ. δουλειά·
- η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πουτάνα·
- η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει, βλ. λ. τιμή·
- … και χαρά σ’ αυτόν που… ή και χαρά στον που… ή … και χαρά σ’ όποιον…, έκφραση με την οποία καλοτυχίζουμε αυτόν που έχει, που κατέχει αυτό που ειπώθηκε αμέσως προηγουμένως: «ο φίλος είναι μεγάλη υπόθεση για τον άνθρωπο και χαρά στον που τον έχει || δεν υπάρχει πιο σπουδαίο πράγμα απ’ την υγεία και χαρά στον που την έχει». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο φέρνει από τη Σμύρνη και καλάμι απ’ τ’ Αϊδίνι και χαρά στον που το πίνει // σαν τη μάνα κανείς δε σε προσέχει· και χαρά σ’ αυτόνε που την έχει
- και στις χαρές σας! ευχή σε αρραβωνιασμένους ή σε ζευγάρι ερωτευμένων, που παρακολούθησαν ένα γάμο, να παντρευτούν γρήγορα ή ευχή στους γονείς ζευγαριού να παντρευτούν γρήγορα τα παιδιά τους: «τα δικά μας τα παιδιά παντρεύτηκαν, τώρα και στις χαρές σας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε·
- και στις χαρές σου! ευχή σε ανύπαντρο άτομο που παρακολούθησε ένα γάμο, να παντρευτεί γρήγορα: «τώρα που παντρεύτηκε η αδερφή σου και στις χαρές σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε·
- κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. συνηθέστ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λ. διάβολος·
- κάνουν χαρές και πανηγύρια, βλ. συνηθέστ. έχουν χαρές και πανηγύρια·
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω πήδους απ’ τη χαρά μου, βλ. λ. πήδος·
- κάνω χαρά ή κάνω χαρές, εκδηλώνω τη χαρά μου, χαίρομαι για την παρουσία κάποιου: «να δεις τι χαρά κάνει ο εγγονός του, όταν τον παίρνει στην αγκαλιά του || μόλις έμαθε ότι πήρε ο γιος του τ’ απολυτήριο απ’ το στρατό, και κάνει χαρές || κάθε φορά που γυρίζω στο σπίτι, κάνει χαρές ο σκύλος μου»·
- κατάπια τη χαρά μου, πίεσα τον εαυτό μου, να μην εκδηλωθεί η χαρά που ένιωθα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται, κατάπια τη χαρά μου για την επιτυχία του γιου μου, γιατί πριν από μια βδομάδα αυτός είχε θάψει το δικό του γιο»·  
- κατουρήθηκε απ’ τη χαρά του, χάρηκα υπερβολικά: «μόλις του ανήγγειλε η κόρη του πως ήταν έγκυος, κατουρήθηκε απ’ τη χαρά μου». Από το ότι έχει παρατηρηθεί, όταν ο άνθρωπος χαίρεται πάρα πολύ από κάποιο γεγονός, να του ξεφεύγουν τα κάτουρά του·
- κρατιέμαι μια χαρά, α. έχω πολλά χρήματα: «δεν έχω την ανάγκη κανενός, γιατί κρατιέμαι μια χαρά». β. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου, αν και είμαι μεγάλης ηλικίας: «ο παππούς μας κρατιέται μια χαρά»·
- λάμπει απ’ τη χαρά του, είναι τόσο χαρούμενος, που η χαρά του αντανακλά στο πρόσωπό του: «όταν είναι χαρούμενος κάνει μπαμ από μακριά, γιατί λάμπει απ’ τη χαρά του»·
- λίγ’ απ’ όλα και πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, βλ. λ. κυρά·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- με γεια σου, με χαρά σου, βλ. λ. γεια·
- μέθυσε απ’ τη χαρά του, βλ. συνηθέστ. τρελάθηκε απ’ τη χαρά του. (Λαϊκό τραγούδι: όλη η γη είναι δική μου, αφού είσαι πλάι μου εσύ. Έχω μεθύσει απ’ τη χαρά μου,σαν να ’πια τόνους με κρασί)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, οι στιγμιαίες απολαύσεις φέρνουν μακροπρόθεσμα ταλαιπωρίες και δυστυχίες: «τα γλέντια και τα ξενύχτια του έσκαψαν την υγεία, γιατί μέρας χαρά και χρόνου λύπη»·
- μετά χαράς, ευχαρίστως: «μπορείς να με βοηθήσεις να σηκώσω αυτό το μπαούλο; -Μετά χαράς»·
- μια χαρά και δυο τρομάρες! ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς είσαι ή πώς περνάς ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια ότι βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση, ότι τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μας·
- μια χαρά! περίφημα, και δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς είσαι (ενν. ψυχικά, οικονομικά)·
- μια χαρά… ή μια χαρά είναι…, βλ. φρ. μια χαρά Θεού(…)·
- μια χαρά Θεού… ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. φρ. είναι μια χαρά(…)·
- μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά, αυτός που μοιράζεται τη χαρά του με άλλον, νιώθει περισσότερη χαρά: «όλες τις επιτυχίες του τις μοιράζεται με τη γυναίκα του, γιατί μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά»·
- μου κάνει χαρά, μου προκαλεί χαρά, ευχαρίστηση: «μου κάνει χαρά να βλέπω αυτόν τον άνθρωπο»·
- μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, βλ. συνηθέστ. τρελάθηκε απ’ τη χαρά του·
- να μη δεις χαρά στα σκέλια σου, α. απευθύνεται ως κατάρα σε γυναίκα, με την έννοια να μη νιώσει στο εξής τη σεξουαλική ηδονή: «αν δε με βοηθήσεις, να μη δεις χαρά στα σκέλια σου». β. λέγεται και για άντρα·
- να μη δεις χαρά στο μουνί σου, βλ. φρ. να μη δεις χαρά στα σκέλια σου (α)·  
- να μη δω χαρά στα σκέλια μου, α. όρκος που δίνεται από γυναίκα, ώστε να γίνουν πιστευτά αυτά που λέει, και έχει την έννοια να μη νιώσω στο εξής τη σεξουαλική ηδονή (ενν. αν σου λέω ψέματα): «αν σου λέω ψέματα, να μη δω χαρά στα σκέλια μου». β. λέγεται και από άντρα·
- να μη δω χαρά στο μουνί μου, βλ. φρ. να μη δω χαρά στα σκέλια μου (α)·
- οι χαρές της ζωής, οι απολαύσεις της ζωής: «υπήρξε πολύ πλούσιος και γνώρισε όλες τις χαρές της ζωής»· 
- όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη, λέγεται για εκείνο το άτομο, που είτε με πρόσκληση είτε όχι, μπορούμε να το συναντήσουμε σε όλες τις ευχάριστες κοινωνικές εκδηλώσεις, κάτι που αντιμετωπίζεται από τους άλλους με ειρωνεία: «αυτός είναι γνωστός τοις πάσι, γιατί, όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση». (Λαϊκό τραγούδι: όπου γάμος και χαρά πρώτη η Βασίλω, έφαγε όμως μια φορά η ρημάδα ξύλο. Στην κηδεία ένα πρωί της κυρά-Θανάσας, η Βασίλω είχε πει, άι και στα δικά σας  
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. φρ. όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη·
- παιδική χαρά, βλ. λ. παιδικός·
- περνώ μια χαρά, περνώ τη ζωή μου χωρίς στενοχώριες και δυσκολίες, ζω ευχάριστα: «παντρεύτηκα μια πολύ καλή γυναίκα και περνώ μια χαρά»·
- πετώ απ’ τη χαρά μου ή πετώ από χαρά, βλ. φρ. πηδώ απ’ τη χαρά μου·
- πηδώ απ’ τη χαρά μου ή πηδώ από χαρά, είμαι τόσο χαρούμενος, που το εκδηλώνω έξαλλα: «πηδώ απ’ τη χαρά μου, κάθε φορά που κερδίζει η ομάδα μου στο ποδόσφαιρο». Από την εικόνα των μικρών παιδιών (αλλά και των μεγάλων), που, όταν είναι πολύ χαρούμενα από κάτι, χοροπηδάνε·
- πνίγω τη χαρά μου, πιέζω τον εαυτό μου για να μην εκδηλωθεί η χαρά που νιώθω: «όταν βλέπω κάποιον στενοχωρημένο, πνίγω τη χαρά μου, για να μη νιώθει άσχημα»·
- πού τέτοια χαρά! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με παράπονο πως δε νιώσαμε παρόμοια χαρά με αυτή που μας αναφέρει ο συνομιλητής μας: «είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί ο γιος μου πέρασε στο πανεπιστήμιο, Τι έκανε ο δικός σου; -Πού τέτοια χαρά!», δηλ. ο δικός μου ο γιος δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο·
- στις χαρές σας! ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άιντε και ή το άντε και. Συνών. καλά στέφανα! / καλά τέλη! (α)·
- στις χαρές σου! ευχή σε άγαμη νέα να παντρευτεί. Δεν ακούγεται για άγαμο νέο, γιατί υποτίθεται πως οι άντρες, αν και παντρεύονται, είναι κατά του γάμου ή στην περίπτωση που ειπωθεί, λέγεται με ειρωνική διάθεση·
- τα ’κανε απάνω του απ’ τη χαρά του, χάρηκε πάρα πολύ, καταχάρηκε: «μόλις του ανήγγειλαν πως ο γιος του πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο, τα ’κανε απάνω του απ’ τη χαρά του». Από το ότι έχει παρατηρηθεί, όταν ο άνθρωπος χαίρεται πάρα πολύ από κάποιο γεγονός να του φεύγουν τα κάτουρά του και πιο σπάνια τα κόπρανά του ·
- τα λέω μια χαρά, λέω τα πράγματα ακριβώς όπως είναι ή όπως έγιναν, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα: «δε σου επιτρέπω να αμφισβητείς τα λεγόμενά μου, γιατί πάντα τα λέω μια χαρά»·
- τη βγάζω μια χαρά, βλ. φρ. περνώ μια χαρά·
- της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, βλ. λ. Κυριακή·
- τι χαρά! επιφωνηματική έκφραση με την οποία εκφράζουμε την πολύ καλή ψυχική μας διάθεση: «τι χαρά, όταν όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη!»·
- τρελάθηκε απ’ τη χαρά του, ένιωσε τόσο μεγάλη χαρά, που την εκδήλωσε με έξαλλο τρόπο: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήταν ο μόνος τυχερός του τζόκερ, τρελάθηκε απ’ τη χαρά του». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που ήρθες αγάπη μου, από χαρά θα τρελαθώ, στο λέω, δεν ντρέπομαι να σου το πω, δεν έπαψα να σ’ αγαπώ 
- τώρα στις Αποκριές έχουν τα μουνιά χαρές, βλ. λ. Αποκριά·
- χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, βλ. λ. παιδί·
- χαρά μου! θαυμαστικό επιφώνημα σε αγαπημένο πρόσωπο. (Τραγούδι: χαρά μου, για σένα ζω χαρά μου, αύριο ποιος ξέρει αν θα ζω
- χαρά μου, ευχαρίστησή μου: «είναι χαρά μου, κάθε φορά που σε βλέπω || είναι χαρά μου που μπορώ και σ’ εξυπηρετώ»·
- χαρά σε κείνον που..., μακάριος, αξιοζήλευτος εκείνος που...: «χαρά σε κείνον που θυσιάστηκε για την πατρίδα || χαρά σε κείνον που έχει λεφτά και ζει τη ζωή του όπως θέλει»·
- χαρά σε μας (σε σας, σ’ αυτούς), α. μακάριοι, αξιοζήλευτοι: «χαρά σε μας γυναίκα, που βγάλαμε τόσο καλά παιδιά || χαρά σε σας, που έχετε τόσο καλά παιδιά». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση·
- χαρά στα… (στη…, στην…, στο…, στον…, τα…, τη…, την…, το…, τον…), α. λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε πολύ ασήμαντο κάτι, που έχει κάποιος στην κατοχή του ή κάτι, που μας αναφέρουν ως σπουδαίο: «αυτός που βλέπεις έχει πολλά λεφτά. -Χαρά στα λεφτά || χαρά τ’ αυτοκίνητο || χαρά την όμορφη γυναίκα». β.  έκφραση με την οποία μακαρίζουμε κάποιον για κάτι που έχει στην κατοχή του: «μπράβο του. Χαρά στη γυναίκα που έχει!». (Λαϊκό τραγούδι: στάχτη γενήκαν τα θεριά. Πέσαν τα δόντια του Βοριά. Γέμισ’ η πλάση με παιδιά και νιόπαντρα ζευγάρια. Χαρά στα παλικάρια). γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση. (Λαϊκό τραγούδι: πάντα μιλάς μηχανικά· χαρά στην πονηριά σου! άλλα μου λέν’ τα χείλη σου -ρε, τι ν’ είν’ αυτά;- και άλλα η καρδιά σου 
- χαρά στα μούτρα! ή χαρά στο μούτρο! ή χαρά το μούτρο! βλ. λ. μούτρο·
- χαρά στην τύχη του! είναι πολύ τυχερός: «έχει έναν φίλο που του συμπαραστέκεται σε κάθε δύσκολη στιγμή. -Χαρά στην τύχη του!»· λέγεται και με μειωτική διάθεση·
- χαρά στην υπομονή του! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για τη μεγάλη υπομονή που δείχνει κάποιος: «χρόνια τώρα τον βρίζει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ο διευθυντής του κι αυτός δε λέει κουβέντα. -Χαρά στην υπομονή του!»·
- χαρά στο κουράγιο του! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για τη δύναμη ή τη διάθεση που δείχνει κάποιος για κάτι, που εμείς το θεωρούμε πολύ δύσκολο ή απαράδεκτο: «μόλις χρεοκόπησε και ξεκινάει πάλι νέα επιχείρηση. -Χαρά στο κουράγιο του! || πριν ένα μήνα πέθανε ο πατέρας του κι αυτός το βράδυ διασκέδαζε στα μπουζούκια. -Χαρά στο κουράγιο του!». Πρβλ.: πάντα κοιτάς μηχανικά, χαρά στην πονηριά σου, άλλα μου λένε τα χείλη σου, ρε τ’ είν’ αυτά, και άλλα η καρδιά σου (Λαϊκό τραγούδι)·
- χαρά στο πράγμα! ή χαρά το πράγμα! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο, ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και χαρά το πράγμα! || ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο; -Χαρά στο πράγμα! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Χαρά το πράγμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε·
- χαρά στον... που, μακάριος, αξιοζήλευτος: «χαρά στο γονέα που έχει τέτοιο καλό παιδί || χαρά στους γονείς που μεγάλωσαν τέτοια καλά παιδιά || χαρά στον άνθρωπο που έχει καλό φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: ένα ταξίδι είν’ η ζωή και σ’ όλους μας αρέσει, όμως χαρά στον άνθρωπο που έχει πρώτη θέση
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, καλοτύχισμα που θέλει τον άντρα θερμό εραστή και τη γυναίκα χωρίς ιδιαίτερες σεξουαλικές ορμές, πράγμα που δίνει στον άντρα τη σιγουριά πως η γυναίκα του δε θα τον απατήσει· βλ. και φρ. άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα·
- χαράς ευαγγέλια! χαρμόσυνες ή χαροποιές ειδήσεις: «αύριο χαράς ευαγγέλια για τα παιδιά, γιατί θα πάνε εκδρομή με το σχολείο τους».

χαρτί

χαρτί, το, ουσ. [<μσν. χάρτιν <μτγν. χαρτίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χάρτης], το χαρτί. 1. κάθε επίσημο δημόσιο έγγραφο: «μου ’ρθε το χαρτί της εφορίας». 2. το δίπλωμα, το πτυχίο: «πότε παίρνει ο γιος σου το χαρτί του δικηγόρου;». 3. το τραπουλόχαρτο και, κατ’ επέκταση, η χαρτοπαιξία: «τι χαρτί ήταν αυτό που πέταξες; || τον κατάστρεψε το χαρτί». (Λαϊκό τραγούδι: κρασί, γυναίκα και χαρτί τρία κακά μεγάλα, με φέραν στ’ αδιέξοδο, με φέραν στην κρεμάλα // με τη ντάμα με το ρήγα κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά,σου ’χα φτιάξει ένα σπιτάκι αλλά του ’βαλες φωτιά).4. το χρήμα, τα χρήματα: «όποιος έχει το χαρτί, κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του». 5α. στον πλ. τα χαρτιά, α. οι τίτλοι των μετοχών που βρίσκονται στην κατοχή κάποιου, οι μετοχές: «απ’ την τάδε επιχείρηση κινήθηκαν σήμερα στο χρηματιστήριο τόσες χιλιάδες χαρτιά || με την πτώση του χρηματιστηρίου πολύς κόσμος έχασα τα λεφτά του κι έμεινε με τα χαρτιά στο χέρι». Συνών. κομμάτια. β. διάφορα χαρτιά που είναι χειρόγραφα ή τυπωμένα: «ψάχνει στα χαρτιά του για να βρει έναν παλιό λογαριασμό || κάπου μέσα στα χαρτιά μου έχω το γράμμα που μ’ έστειλε ο τάδε». γ. τα επίσημα έγγραφα που πιστοποιούν το πρόσωπο κάποιου: «έχασα την τσάντα μου, όπου είχα μέσα όλα τα χαρτιά μου (π. χ. ταυτότητα, διαβατήριο, άδεια οδήγησης κ. ά). δ. η χαρτοπαιξία: «όλα του τα λεφτά τα ’χασε στα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: στα χαρτιά τα κονομούσα και σε σένα τ’ ακουμπούσα). Υποκορ. χαρτάκι, το (βλ. λ.).(Ακολουθούν 77 φρ.)· 
- άγραφο χαρτί, πρόκειται για πολύ αγνό, πολύ απονήρευτο άτομο: «την πήρε άγραφο χαρτί ο παλιοαλήτης και την έκανε τη μεγαλύτερη πουτάνα»·
- αμόντε τα χαρτιά, βλ. λ. αμόντε·
- ανοίγω τα χαρτιά μου, α. αποκαλύπτω σε κάποιον τις διαθέσεις μου, τις προθέσεις μου: «αν δε σιγουρευτώ πρώτα πώς θα ενεργήσει ο άλλος, δεν ανοίγω τα χαρτιά μου». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) φανερώνω στους συμπαίχτες μου τα φύλλα που έχω: «όταν άνοιξα τα χαρτιά μου και είδαν τι είχα, έτριβαν τα μάτια τους!»·
- βγάζω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κάνω τα χαρτιά μου·
- βγήκαν τα χαρτιά, επαληθεύτηκαν αυτά που μου είπε κάποιος με τη χαρτομαντεία: «μου ’χε πει πως θα ’χανα αρκετά  λεφτά και να που βγήκαν τα χαρτιά, γιατί έχασα μια σπουδαία δουλειά»·
- βλέπει τα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. λέει τα χαρτιά·
- γίνεται χοντρό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται χοντρό παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται ψιλό παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
- δε δείχνει τα χαρτιά του, βλ. φρ. δεν ανοίγει τα χαρτιά του·
- δε φανερώνει τα χαρτιά του, βλ. φρ. δεν ανοίγει τα χαρτιά του·
- δείχνω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα χαρτιά μου·
- δεν ανοίγει τα χαρτιά του, δεν αποκαλύπτει σε κάποιον τις διαθέσεις του, τις προθέσεις του: «ποτέ δεν ανοίγει τα χαρτιά του, αν δεν είναι προηγουμένως σίγουρος για την κίνηση του άλλου»·
- δεν το γράφουν τα χαρτιά, λέγεται για κάτι που είναι εντελώς πρωτάκουστο, πρωτοφανέρωτο: «έχω τέτοια στενοχώρια που δεν το γράφουν τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου)· 
- δεν τον θέλει το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δεν τον ευνοεί η τύχη άσχετα από το αν είναι καλός ή κακός χαρτοπαίχτης: «μόλις κατάλαβε πως δεν τον θέλει το χαρτί, βγήκε απ’ το καρέ»·
- διαβάζει τα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. λέει τα χαρτιά·
- είμαστε ακόμη στα χαρτιά, βρισκόμαστε ακόμη στα προσχέδια, στις διαπραγματεύσεις, στην επεξεργασία των συμβολαίων, προκειμένου να κάνουμε μια δουλειά: «θέλουμε να στήσουμε μια επιχείρηση, αλλά είμαστε ακόμη στα χαρτιά»·
- είναι γερό χαρτί, α. κατέχει ισχυρή πολιτική, κοινωνική, στρατιωτική, πνευματική ή οικονομική θέση οπότε μπορεί να φέρει σε αίσιο τέλος κάποια υπόθεσή μας: «αν θέλεις να τελειώσει η δουλειά σου, ν’ αποταθείς στον τάδε που είναι γερό χαρτί». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται για το χαρτί εκείνο το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί, να χρησιμοποιηθεί με προοπτική από τον παίχτη: «αυτό που τράβηξα είναι γερό χαρτί κι ίσως πάρω το κόλπο»·
- είναι και να σε θέλει το χαρτί, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα του χαρτοπαίχτη να παίζει καλά χαρτιά, αλλά και από την εύνοια της τύχης: «παίζει πολύ έξυπνα, δε λέω, αλλά είναι και να σε θέλει το χαρτί»·  
- είναι καμένο χαρτί, α. δεν έχει την απαραίτητη ισχύ, ώστε να μπορέσει κάποιος να τον χρησιμοποιήσει για να φέρει σε αίσιο τέλος κάποια υπόθεσή του: «μην αποταθείς στον τάδε, για να τελειώσεις τη δουλειά σου, γιατί, απ’ τη μέρα που τον απομάκρυναν απ’ το υπουργείο, είναι καμένο χαρτί». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται για το χαρτί εκείνο που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τον παίχτη: «αφού ήταν καμένο χαρτί, το πέταξα»· βλ. και φρ. καίω το χαρτί μου·
- ετοιμάζω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κάνω τα χαρτιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε μάνα την καρδιά σου κι άκουσε τι θα σου πω, ετοιμάζω τα χαρτιά μου μετανάστης να γενώ
- έχω γερό χαρτί ή έχω γερά χαρτιά, α. έχω ισχυρά μέσα για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «αν δε διαθέτει γερά χαρτιά, δεν ξεκινάει καμιά δουλειά». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) έχω χαρτιά που μπορώ να τα αξιοποιήσω ή να τα αξιοποιήσω με προοπτική: «αφού έχω γερά χαρτιά, μπορώ να ποντάρω ένα μεγάλο ποσό»·
- έχω κι άλλα χαρτιά, διαθέτω και άλλα πλεονεκτήματα, που δεν τα έχω ακόμη φανερώσει, διαθέτω και άλλες εναλλακτικές λύσεις: «αυτοί νομίζουν πως με στρίμωξαν, δεν ξέρουν όμως πως εγώ έχω κι άλλα χαρτιά»·
- καίω το χαρτί μου, χάνω, καταστρέφω κάποιο ισχυρό πλεονέκτημα που έχω: «προβάλλοντας παράλογες απαιτήσεις έκαψε το χαρτί του, κι έτσι παρά τις γνώσεις και τα πτυχία του, έχασε τη δουλειά»· βλ. και φρ. είναι καμένο χαρτί· 
- κάναμε το χαρτί ή κάναμε χαρτί, υπογράψαμε συμβόλαιο: «αγόρασα το διαμέρισμα που ήθελα, κάναμε το χαρτί για την αγορά κι έχω τώρα το κεφάλι μου ήσυχο || μην ξεχάσεις να κάνετε χαρτί, που θα λέει τους όρους με τους οποίους αναλαμβάνεις τη δουλειά»·
- κάνω τα χαρτιά μου, υποβάλλω αίτηση ή τα απαραίτητα δικαιολογητικά, κάνω όλες τις νόμιμες ενέργειες σε κάποια δημόσια υπηρεσία για κάποιον σκοπό: «κάνω τα χαρτιά μου, μήπως και διοριστώ στη Δ.Ε.Η. || κάνω τα χαρτιά μου, για να βγάλω διαβατήριο»·
- κάνω χαρτιά, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το παιχνίδι: «ποιος κάνει χαρτιά μετά από μένα;»·
- κλείνω τα χαρτιά μου, κρατώ κρυφές τις προθέσεις μου, τις διαθέσεις μου: «σε κάθε διαπραγμάτευση που κάνω, κλείνω τα χαρτιά μου μέχρι να δω τι θα κάνει ο άλλος»·
- κόβω τα χαρτιά ή κόβω το χαρτί, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χωρίζω την τράπουλα στα δυο για να αρχίσει το μοίρασμα των φύλλων, ώστε να αρχίσει το παιχνίδι: «κόψε τα χαρτιά, να κάνω φύλλα». β. σταματώ τη χαρτοπαιξία: «κατάλαβε πως θα καταστρεφόταν, κι έκοψε τα χαρτιά»·
- κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου ή κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά, δεν αποκαλύπτω τις διαθέσεις μου, τις προθέσεις μου σε μια δουλειά ή διαδικασία, παίζω με κλειστά χαρτιά: «δεν μπορούν να καταλάβουν πώς θα ενεργήσω, γιατί κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά»·
- κρύβω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τα χαρτιά μου·
- λέει τα χαρτιά, έχει την ικανότητα να διαβάζει τα μελλούμενα με τη χαρτομαντεία: «κάθε φορά που έχω αμφιβολίες στη δουλειά μου, πηγαίνω στην τάδε που λέει τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’το παν στο φλιτζάνι, μου το ’παν στο φλιτζάνι καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά
- μ’ ανοιχτά χαρτιά, με διαφάνεια, χωρίς υπεκφυγές, ξεκάθαρα: «διαπραγματευόμαστε μ’ ανοιχτά χαρτιά, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις»·
- μείναμε στα χαρτιά, δεν ευοδώθηκε η προσπάθειά μας να κάνουμε μαζί μια δουλειά, και μείναμε μόνο στα σχέδια, στα ανυπόγραφα συμβόλαια: «είχαμε σκοπό να στήσουμε μια επιχείρηση, αλλά μείναμε στα χαρτιά, γιατί προέκυψαν διάφορες δυσκολίες»·
- μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά, μιλάω ξεκάθαρα, χωρίς υπεκφυγές: «όταν ζητούν τη γνώμη μου, μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες σας το ’πα καθαρά, μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά: γεροντόμαγκα με λένε, μα πολλά ντερβίσια κλαίνε!
- μοιράζει τα χαρτιά, έχει τον απόλυτο έλεγχο σε μια δουλειά ή διαδικασία: «αν θέλεις να γίνει γρήγορα η δουλειά σου, θα κοιτάξεις να πλευρίσεις τον τάδε που μοιράζει τα χαρτιά στην προκειμένη περίπτωση». Από την εικόνα του ατόμου που διευθύνει ένα χαρτοπαίγνιο·
- μουτζουρώνω το χαρτί, δεν έχω δουλειά, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «απ’ το πρωί που άνοιξα το μαγαζί, μουτζουρώνω το χαρτί». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δεν έχει δουλειά μουτζουρώνει κάποιο χαρτί με διάφορα αφηρημένα σχέδια, για να περάσει η ώρα του·
- ξέρει χαρτιά, βλ. φρ. λέει τα χαρτιά·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, όποιος είναι τυχερός στο χαρτοπαίγνιο, δεν είναι τυχερός στα ερωτικά του και λέγεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και με κάποια κακεντρέχεια σε τυχερό χαρτοπαίχτη·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, όποιος είναι άτυχος στο χαρτοπαίγνιο, είναι τυχερός στα ερωτικά του και λέγεται παρηγορητικά σε χαρτοπαίχτη που έχασε·
- παίζεται χοντρό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται χοντρό χαρτί·
- παίζεται ψιλό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. λ. γίνεται ψιλό χαρτί· 
- παίζω μ’ ανοιχτά χαρτιά, είμαι ειλικρινής σε μια διαδικασία: «πρέπει να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί πάντα παίζει μ’ ανοιχτά χαρτιά»·
- παίζω με γερό χαρτί ή παίζω με γερά χαρτιά, α. ενεργώ διαθέτοντας ισχυρά μέσα, ισχυρά επιχειρήματα για την επίτευξη κάποιου σκοπού μου: «αν δε παίζω με γερά χαρτιά, δεν κάνω καμιά δουλειά». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. φρ. έχω γερό χαρτί·
- παίζω με κλειστά χαρτιά, δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου, τις διαθέσεις μου σε μια δουλειά ή διαδικασία, κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου: «δεν μπορείς να καταλάβεις πού το πάει, γιατί παίζει με κλειστά χαρτιά»·
- παίζω το τελευταίο μου χαρτί, ενεργώ με το τελευταίο μέσο που μου απέμεινε, για να πετύχω κάτι ή για να αποφύγω κάποια προδιαγραφόμενη καταστροφή: «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί, για να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυσή του || μ’ αυτά τα λεφτά που ρίχνω στη δουλειά, παίζω το τελευταίο μου χαρτί, για να ορθοποδήσω»·
- παίζω το χαρτί του, συνειδητά ή ασυνείδητα ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που εξυπηρετώ τα συμφέροντα ή τις επιδιώξεις κάποιου: «πάνω στα νεύρα του υπέβαλε την παραίτησή του κι έτσι χωρίς να το θέλει, έπαιξε το χαρτί του τάδε, που εποφθαλμιούσε τη θέση του»·
- παίζω χαρτιά, χαρτοπαίζω, είμαι χαρτοπαίχτης: «απ’ τη μέρα που έμαθε να παίζει χαρτιά, κινδυνεύει να χάσει όλη του την περιουσία»·
- παίρνω χαρτί, βλ. φρ. τραβώ χαρτί·
- πήρε όλο το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) κέρδισε όλα τα χρήματα που παίζονταν στο καρέ: «είχε τέτοια ρέντα σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, που πήρε όλο το χαρτί»·
- πιάνω χαρτί και μολύβι, βλ. λ. μολύβι·
- πιστεύει στα χαρτιά, πιστεύει ό,τι προβλέπει γι’ αυτόν αυτός που του λέει τα χαρτιά, πιστεύει στη χαρτομαντεία: «εδώ μπήκαμε στον εικοστό πρώτο αιώνα κι αυτός πιστεύει ακόμη στα χαρτιά»·
- ποια χαρτιά το γράφουν; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λέει ή για κάτι παράλογο  που μας ζητάει κάποιος: «ποια χαρτιά το γράφουν να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις;»· βλ. και φρ. πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά(;)·
- ποια χαρτιά το λένε; βλ. φρ. ποια χαρτιά το γράφουν(;)·
- ποιος μοιράζει χαρτιά; (στη γλώσσα της αργκό) ποιος είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει τη δουλειά, την επιχείρηση ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος(;): «θέλω να μάθω ποιος μοιράζει χαρτιά σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί έχω να του κάνω μια σοβαρή πρόταση». Από τη χαρτοπαιχτική ορολογία·
- ποντάρω σε λάθος χαρτί, βασίζομαι, υπολογίζω σε άτομο που αποδεικνύεται ακατάλληλο για το λόγο που το επέλεξα: «θέλησα να βάλω το γιο μου στην τράπεζα, αλλά ποντάρισα σε λάθος χαρτί, γιατί το άτομο στο οποίο αποτάθηκα ήταν η τελευταία τρύπα του ζουρνά»·  
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λέει ή για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά όποτε έχεις ανάγκη από αυτοκίνητο να σου δίνω το δικό μου;». Συνών. πού το βρήκες αυτό γραμμένο; / πού το ’δες αυτό γραμμένο(;)· βλ. και φρ. ποια χαρτιά το γράφουν(;)·
- ρίχνει τα χαρτιά, έχει την ικανότητα να μαντεύει το μέλλον κάποιου με τη χαρτομαντεία: «κάθε φορά που έχει πρόβλημα, συμβουλεύεται κάποια που ρίχνει τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πιάστε και ρίχτε τα χαρτιά και πέστε μου και μένα
- ρίχνω τα χαρτιά, παίζω πασιέντζα: «όταν δεν έχω τι να κάνω, ρίχνω τα χαρτιά για να περνάει η ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: ο δραγουμάνος του Βεζίρη πίνει μαστίχα, ρίχνει τα χαρτιά. Το ’να του μάτι στο Μισίρι τ’ άλλο του μάτι στην Αρβανιτιά
- σηκώνω χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. συνηθέστ. παίρνω χαρτί·
- σήκωσε όλο το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. φρ. πήρε όλο το χαρτί·
- σημαδεμένα χαρτιά, βλ. φρ. σημαδεμένη τράπουλα, λ. τράπουλα·
- στα χαρτιά, θεωρητικά: «στα χαρτιά είναι όλα εύκολα»·
- στρώνομαι στα χαρτιά ή στρώνομαι στο χαρτί, παίζω χαρτιά απερίσπαστος: «όταν συναντιούνται στο καφενείο, στρώνονται με τις ώρες στα χαρτιά»·
- τα νερά του χαρτιού, βλ. λ. νερό·
- τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, πρόδωσε, κατέδωσε κάποιον και τα εξέθεσε όλα αναλυτικά: «πήγε στην Ασφάλεια και τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, ποιοι και πώς έκαναν τη ληστεία στην τράπεζα». Αναφορά στα κάλαντα: το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε· βλ. και φρ. του τα ’πε χαρτί και καλαμάρι·
- τα ’φαγε στα χαρτιά, έχασε την περιουσία του, τα λεφτά του στο χαρτοπαίγνιο: «ό,τι είχε και δεν είχε τα ’φαγε στα χαρτιά»·
- το είδα στα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. το είδα στον καφέ, λ. καφές·
- το είδε στα χαρτιά, μπόρεσε με τη χαρτομαντεία να δει ή να μαντέψει κάτι καλό ή κακό που συνέβη ή που θα συμβεί σε κάποιον: «το είδε στα χαρτιά πως θα έπαιρνα αυτή τη δουλειά»·
- το ’ριξε στα χαρτιά ή το ’ριξε στο χαρτί, άρχισε να παίζει συστηματικά χαρτιά: «έμπλεξε με κάτι χαρτόμουτρα και σιγά σιγά το ’ριξε κι αυτός στα χαρτιά»·
- το ρίξιμο των χαρτιών, βλ. λ. ρίξιμο·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- τον θέλει το χαρτί ή τον θέλει και το χαρτί, τον ευνοεί: «τον τελευταίο καιρό μας μάζεψε όλα τα λεφτά, γιατί τον θέλει το χαρτί || δεν είναι μόνο ότι ξέρει να παίζει χαρτιά, αλλά τον θέλει και το χαρτί»·
- τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
- τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
- του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, του μετέφερα λεπτομερώς όλα όσα ειπώθηκαν από κάποιους γι’ αυτόν: «αυτοί τον κουτσομπόλευαν ασύστολα κι εγώ, επειδή είναι φίλος μου, πήγα και του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι». Αναφορά στα κάλαντα: το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε· βλ. και φρ. τα ’πε χαρτί και καλαμάρι·
- τραβώ χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) συνεχίζω να παίζω ζητώντας και άλλο φύλλο από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι: «τράβηξα χαρτί και κάηκα»·
- φανερώνω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα χαρτιά μου.

χέρι

χέρι, το, ουσ. [<μσν. χέριν <μτγν. χέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χείρ, από τη μτγν. αιτιατ. χέρα(ν)], το χέρι. 1. λέγεται για κάτι που πλησιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: «τα χέρια της πολυθρόνας είχαν φθαρεί απ’ την πολυχρησία». 2. η λαβή δοχείου ή εργαλείου: «έπιασε τη χύτρα απ’ τα χέρια και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». Υποκορ. χεράκι, το, είδος μεταλλικού ρόπτρου σε σχήμα κυρτωμένης παλάμης, όπως όταν χτυπάμε την πόρτα για να μας ανοίξουν που βρίσκεται καρφωμένο στην επιφάνεια της πόρτας σε ύψος κανονικού ανθρώπου: «χτύπησε με το χεράκι την πόρτα και περίμενε να τον ανοίξουν». (Παιδικό τραγούδι: πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια,ο φούρνος θα τα ψήσει, το σπίτι θα μυρίσει). Μεγεθ. χεράκλα κ. χερούκλα, η. (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, μαζί με τη βοήθεια του θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς. Πρβλ. σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα·   
- αλλάζει χέρια (κάτι), πηγαίνει από την κυριότητα του ενός στην κυριότητα ενός άλλου: «είναι πολύ γρουσούζικο αυτό το μαγαζί, γιατί κάθε τόσο αλλάζει χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: και τα ζάρια φέρνουν βόλτα μες στου φορτηγού τη ρόδα, η χαρτούρα αλλάζει χέρια και δεν έχει βερεσέδια
-άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), άλλαξε πολλούς κατόχους: «αυτό το μαγαζί μέχρι σήμερα άλλαξε πολλά χέρια»· βλ. και φρ. πέρασε από πολλά χέρια (κάτι)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), αν έρθει στην κατοχή μου, στην κυριότητά του, αν το αποκτήσω: «αν μου πέσει στα χέρια αυτό που ζητάς, θα στο δώσω για να κάνεις τη δουλειά σου»·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. φρ. αν τον πιάσω στα χέρια μου·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, απειλητική έκφραση για κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε»·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- άξια χέρια, χαρακτηρίζει το άτομο που διευθύνει με επιτυχία ένα σύνολο ανθρώπων ή που φέρνει σε αίσιο τέλος κάτι που έχει αναλάβει ή διακονεί με επιτυχία κάτι: «ευτυχώς που ανέλαβαν τις τύχες μας άξια χέρια || στα άξια χέρια του τάδε, δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο».  (Τραγούδι: η αποψινή μας εκπομπή φιλοξενεί τ’ αστέρια, κι είν’ του Τσιτσάνη η μουσική στα πλέον άξια χέρια). β. χαρακτηρίζει τον καλό μάστορα, τον καλό τεχνίτη: «τα άξια χέρια του όλα τα επιδιορθώνουν».
- απ’ το χέρι σου (του, της), από σένα (από εκείνον, από εκείνη): «δεν περίμενα τέτοιο ύπουλο χτύπημα απ’ το χέρι σου». (Λαϊκό τραγούδι: αφού απ’ τα εμπόδια δε θα γίνω ταίρι σου, θέλω ο θάνατος να έρθει απ’ το χέρι σου
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, επιχειρώ να κάνω κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου, πέρα από τις δυνάμεις μου: «επειδή την έχω πατήσει μια φορά, ξανά δεν απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, και ασχολούμαι μόνο με πράγματα που τα κατέχω»·
- απλώνω το χέρι μου, ζητιανεύω: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας, ν’ απλώνεις το χέρι σου στον έναν και τον άλλον;»· βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω το χέρι μου (εναντίον κάποιου), βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω χέρι, α. χειροδικώ: «αν απλώσεις χέρι ξανά απάνω του, θα σου σπάσω τα μούτρα». β. κλέβω: «ποιος άπλωσε χέρι στο ταμείο;». γ. προσπαθώ να χαϊδέψω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «κάθισε δίπλα της και μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε ν’ απλώνει χέρι». δ. ζητιανεύω: «επειδή είναι τεμπέλης, απλώνει χέρι στον καθέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. συνηθέστ. δίνω χέρι βοηθείας·
- από δεύτερο, (τρίτο, τέταρτο κ.λπ.) χέρι, α. (για πληροφορίες) που τις μαθαίνουμε έμμεσα: «δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω, γιατί τα ’μαθα από δεύτερο χέρι». β. (για αγορά) που δεν αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που δεν είναι καινούριο: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό το πήρα πιο φτηνό». γ. (για γυναίκες) που δεν είναι παρθένα: «δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα παντρευτεί θα είναι από δεύτερο χέρι, αρκεί να ’ναι καλός άνθρωπος»·
- από πρώτο χέρι, α. (για πληροφορίες) χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, αλλά από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ή που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, απευθείας: «αυτά που σου λέω δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί τα ’μαθα από πρώτο χέρι». β. (για αγορά) που αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που είναι καινούριο: «τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα από πρώτο χέρι». γ. (για γυναίκες) που είναι παρθένα, που την πήρε κάποιος, για να την παντρευτεί, απευθείας από τους γονείς της, χωρίς να μεσολαβήσει ερωτικά άλλος άντρας: «είναι της παλιάς σχολής και θέλει να παντρευτεί γυναίκα από πρώτο χέρι»·
- από χέρι, (για πράγματα) που προέρχεται από έμμεση αγορά, που είναι μεταχειρισμένο: «τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις τ’ αγόρασα από χέρι»·
- από χέρι σε χέρι, (για πράγματα) με αλλεπάλληλη μεταβίβαση σε μια σειρά ανθρώπων: «αυτό το κηροπήγιο είναι παμπάλαιο κι από χέρι σε χέρι έφτασε και στα δικά μου τα χέρια || το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι κι εξαφανίστηκε»·
- αρπάζομαι στα χέρια (με κάποιον), βλ. φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, είμαι ο πρωταίτιος μιας δυσάρεστης ή ανώμαλης κατάστασης: «απορείς που σου συμπεριφέρομαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, αλλά μην ξεχνάς ποιος άρχισε πρώτος χειρών αδίκων»·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω πολλά χρήματα για κάποιο σκοπό: «πρέπει όλοι να βάλουμε βαθιά το χέρι μας στην τσέπη, για να βοηθήσουμε το φίλο μας». β.υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω πολλά χρήματα: «στο γάμο της κόρης μου έβαλα βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, αλλά το καταχάρηκα»·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ περιστασιακά κάποιον, ιδίως σε κάποια χειρονακτική εργασία που κάνει: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση»· βλ. και φρ. δίνω ένα χέρι (χεράκι)·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «τώρα περνάς φτωχικά και υποφέρεις, αλλά θα έχεις την ικανοποίηση αργότερα και θα λες πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι για τη δημιουργία αυτού του εργοστασίου || μην κλαις και μη χτυπιέσαι για την κατάντια του φίλου σου, γιατί έβαλες κι εσύ το χεράκι σου για την καταστροφή του». Συνών. βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), πετυχαίνω να πάρω χρήματα από κάποιον με σκοπό να μην του τα επιστρέψω: «πρόσεχε μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί έχει βάλει στο χέρι όλη την αγορά»·
- βάζω στο χέρι (κάτι), αποκτώ, οικειοποιούμαι κάτι, ιδίως με όχι νόμιμα, με όχι τίμια μέσα: «έκανε τον ερωτευμένο μαζί της και μόλις έβαλε στο χέρι την προίκα της, την κοπάνησε»·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, ξοδεύω, πληρώνω συνεχώς: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου και ξοδεύω αβέρτα»· 
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το χέρι μου (το χεράκι μου) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), ανακατεύομαι, επεμβαίνω, μπερδεύομαι σε μια υπόθεση: «έχω μάθει να μη βάζω το χέρι μου σε ξένες υποθέσεις || έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, για να τα φτιάξουν οι δυο τους || έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να μαλώσουν»·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος για κάποιον ή για κάτι: «είναι τίμιος άνθρωπος και βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν || βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μας λέει ψέματα»·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. συνηθέστ. με το χέρι στην καρδιά·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω χρήματα για κάποιο σκοπό: «μια και είμαστε φίλοι του, πρέπει να βάλουμε όλοι το χέρι στην τσέπη μας, για να τον βοηθήσουμε». β. υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω χρήματα: «κάθε φορά που βγαίνω με τη γυναίκα μου στην αγορά, βάζω το χέρι μου στην τσέπη, για να γλιτώσω απ’ την γκρίνια της»· 
- βάζω χέρι, α. κλέβω: «ποιος έβαλε χέρι στο εμπόρευμα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «μέσα στο συνωστισμό του λεωφορείου έβαζε χέρι στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του». γ. αρχίζω να καταναλώνω κάτι: «έφαγε τα λεφτά που είχε, και τώρα έβαλε χέρι στην περιουσία του πατέρα του». δ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον: «έχει μάθει να βάζει χέρι σε όποιον κάνει ανοησίες». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μανώλη ντερμπεντέρη, που στους νταήδες βάζεις χέρι. Και στη ζωή σου δε χορταίνεις μες τη στενή να μπαινοβγαίνεις). ε. αποκτώ κάτι με πλάγιο, με ανέντιμο τρόπο: «της έταξε πως θα την παντρευτεί κι έβαλε χέρι στην περιουσία της»· βλ. και φρ. της βάζω χέρι·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, χρησιμοποιώ χρήματα από τις αποταμιεύσεις μου, τρώω από τα έτοιμα: «όταν δεν πάει καλά η δουλειά, βάζω χέρι στα έτοιμα»·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), παράκληση σε κάποιον να μας βοηθήσει για λίγο σε κάποια χειρωνακτική εργασία που κάνουμε: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτόν τον μπόγο μέχρι τη στάση»·
- βαστάνε τα χέρια του, βλ. φρ. κρατάνε τα χέρια του·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα, δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον: «για να ξεπλύνει τη ντροπή της αδερφής του, έβαψε τα χέρια του με αίμα ξεπαστρεύοντας το βιαστή της»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, (ειδικά για χειροποίητη κατασκευή) αποτελεί δικό μου δημιούργημα, δικό μου κατασκεύασμα: «αυτός ο ζωγραφικός πίνακας βγήκε απ’ τα χέρια μου»·
- βγήκε το χέρι μου, εξαρθρώθηκε: «πέταξα με μεγάλη δύναμη την πέτρα μακριά και βγήκε το χέρι μου»·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. φρ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·   
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) μετά από ένα διάστημα αστοχίας, άρχισε πάλι να σκοράρει με ευχέρεια, κάτι, εξάλλου, που είναι χαρακτηριστικό του: «στο τελευταίο πεντάλεπτο ο τάδε βρήκε το χέρι του κι άρχισε να φορτώνει τ’ αντίπαλο καλάθι με τρίποντα»·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βρίσκεται υπό την εξουσία ή υπό την καθοδήγηση κακού ή ανέντιμου ανθρώπου: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς του σε τροχαίο, βρίσκεται σε κακά χέρια, γιατί, ο θείος του που τον ανέλαβε, έχει πάρε δώσε με τον υπόκοσμο»·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βρίσκεται υπό την προστασία, τη φροντίδα ή υπό την καθοδήγηση ικανού και έντιμου ανθρώπου: «όσο θα λείπει στο εξωτερικό, ο γιος του θα βρίσκεται σε καλά χέρια, γιατί θα τον αφήσει στον αδερφό του»·
- βρίσκεται σε σίγουρα χέρια (κάτι), το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ανατεθεί στη φύλαξη ικανού και έντιμου ανθρώπου: «είναι πανάκριβος πίνακας και βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, μέχρι να επιδιορθώσω το σπίτι μου»· βλ. και φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- βρίσκεται στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- γεια στα χέρια σου! βλ. λ. γεια·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γλίτωσα απ’ τα χέρια του, ξέφυγα από τη δικαιοδοσία του, από την εξουσία του, γιατί με κακομεταχειριζόταν ή γιατί με εκμεταλλευόταν: «ήταν τόσο σκληρός ο διευθυντής μου, ώσπου στο τέλος δήλωσα παραίτηση και γλίτωσα απ’ τα χέρια του»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται άσκοπα χωρίς να κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες»·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, επιστρέφω από κάπου άπρακτος, χωρίς να πετύχω το σκοπό για τον οποίο πήγα: «πήγα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε στο φίλο μου, αλλά γύρισα μ’ άδεια χέρια»·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, είναι πολύ αχάριστος στον ευεργέτη του: «αν αληθεύει πως δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, τότε είναι πολύ αχάριστο άτομο»·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, είναι τσιγκούνης, ιδίως αποφεύγει να συμβάλλει σε ρεφενέ: «κάθε φορά που πάμε στα μπουζούκια κι έρχεται ο λογαριασμός δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), δεν ακουμπώ, δεν οικειοποιούμαι, δεν κλέβω, δεν αποκτώ κάτι με πλάγιο τρόπο: «δε βάζω χέρι σε ξένα πράγματα || δε βάζω χέρι σε ξένες τσέπες»·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, δεν είμαι αχάριστος στον ευεργέτη μου: «δε θα καταφερθώ ποτέ εναντίον αυτού του ανθρώπου, γιατί δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί»·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, θα επέμβω υπέρ κάποιου: «αν φτάσεις στο σημείο να χρειαστείς τη βοήθειά μου, δε θα κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια || αν δω πως έχεις την ανάγκη μου, δε θα κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα»·
- δε θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! απειλητική έκφραση για κάποιον που μας έχει κάνει κάποιο κακό και που δηλώνει πως, όταν τον συναντήσουμε, θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα γελάει που μου ’κανε την κουτσουκέλα, αλλά δε θα πέσει στα χέρια μου, θα δει τι θα πάθει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πού θα μου πάει·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. φρ. δε θα πέσει στα χέρια μου(!)·
- δε λερώνω τα χέρια μου (με κάποιον), θεωρώ τόσο κατώτερό μου κάποιον, που δεν καταδέχομαι ούτε να τον δείρω: «ό,τι και να λέει σε βάρος μου αυτός ο λέτσος, δεν έχω σκοπό να λερώσω τα χέρια μου»·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! α. κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι από κάπου που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «μην μετακινήσεις αυτό το βάζο, γιατί είναι σπάνιο και μπορεί να σου πέσει και να σπάσει. -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!». β. κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πολιτικό υποψήφιο: «τι έμαθα, θα ψηφίσεις τον τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «σου είχε πει να μην πάρεις το βάζο απ’ τη θέση του. Ορίστε τώρα, σου ’πεσε κι έσπασε. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια!». β. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο: «ψήφισες κι εσύ αυτό το κόμμα; -Δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι!»·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, δεν πλήρωσα, δε με άφησαν να πληρώσω: «φάγαμε, ήπιαμε, αλλά δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, γιατί πλήρωσαν άλλοι»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, δεν είχα την παραμικρή φροντίδα ή περιποίηση, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τι μούτρα έρχεται τώρα να τον βοηθήσω, απ’ τη στιγμή που δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό!»·
- δεν είναι στο χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. φρ. δεν περνάει απ’ το χέρι μου·
- δεν είναι του χεριού μου, α. δεν μπορώ να το νικήσω: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν είναι του χεριού μου». β. δεν είναι υποχείριό μου: «ο μόνος που δεν είναι του χεριού μου μέσα στο εργοστάσιο είναι ο διευθυντής»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου που βοήθησε κάποιον, ιδίως που ψήφισε κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου, που πήγα και του ’δωσα του αχάριστου τόσα λεφτά για να τον βοηθήσω! || δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου που ψήφισα αυτόν το ψεύτη!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του. Η φρ. λέγεται ότι ανήκει σε κάποιον ψηφοφόρο του Χαρ. Τρικούπη, που τον ψήφισε στις εκλογές του 1895·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή χειρονομία, για να βοηθήσει κάποιον, ιδίως πως δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου, που θα πάω να δώσω λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα! || δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου που θα ψηφίσω αυτό το κόμμα!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του· βλ. και φρ. κόβω τα χέρια μου·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), δεν είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου ή στις δικαιοδοσίες που έχω, για να πραγματοποιήσω αυτό που μου ζητάει κάποιος: «δεν περνάει απ’ το χέρι μου να σε προσλάβω στη δουλειά, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το θέμα»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή κάτι που έκανα μόλις προηγουμένως: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που παρήγγειλα δεύτερο χέρι μια απ’ τα ίδια || μόλις πήγε να ηρεμήσει ο γέρος μου, θυμήθηκε και το χτεσινό μου μεθύσι κι άρχισε δεύτερο χέρι τις φωνές»· βλ. και φρ. περνώ δεύτερο χέρι·
- διαβάζει το χέρι, έχει την ικανότητα να προμαντεύει το μέλλον, ή να προσδιορίζει στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του. Συνήθως άτομα που έχουν αυτή την ικανότητα είναι τσιγγάνες. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και διάβασε το χέρι αν γράφει κι άλλες συμφορές η μοίρα να μου φέρει
- δίνουμε τα χέρια, συμφωνούμε με χειραψία: «μόλις μας δεις να δίνουμε τα χέρια, πάει να πει πως συμφωνήσαμε»· βλ. και φρ. δώσαμε τα χέρια·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ κάποιον: «αν δε μου ’δινε ένα χέρι ο φίλος μου δε θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια ματιά κι ένα μαχαίρι με καρφώσανε και οι φίλοι ένα χέρι δε μου δώσανε βλ. φρ. βάζω ένα χέρι·             
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι: «δίνω το ένα μου χέρι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου χέρι για ν’ αποκτήσω κι εγώ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. φρ. δίνουμε τα χέρια·
- δίνω το χέρι της, αποδέχομαι ως πατέρας την πρόταση κάποιου άντρα να παντρευτεί την κόρη μου: «σκέφτομαι να δώσω το χέρι της σ’ αυτό το παλικάρι, αν έρθει και μου τη ζητήσει»·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βοηθώ κάποιον: «είναι πολύ καλός άνθρωπος και δίνει χέρι βοηθείας σε όποιον έχει ανάγκη»·
- δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όποιος δεν κάθεται καλά σ’ αυτό το ίδρυμα, δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι». Από την εικόνα του χεριού που ανεβοκατεβαίνει, όταν ξυλοκοπάει κάποιον·
- δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όταν τον είδε ο πατέρας του να επιστρέφει πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι»·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. φρ. βάλ’ ένα χέρι (χεράκι)·
- δώσ’ το χέρι σου, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό δώσ’ το χέρι σου να τελειώνουμε». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή που θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, δώσ’ το χέρι σου να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «δώσ’ το χέρι σου, ρε μάγκα, γιατί καλά του ’κανες του αλήτη || δώσ’ το χέρι σου, ρε φίλε, γιατί καλά του τα ’πες του φαφλατά»·
- δώσαμε τα χέρια, αποκαταστήσαμε τις σχέσεις μας, συμφιλιωθήκαμε, μονοιάσαμε: «επειδή είδαμε πως με τις έχθρες δε βγαίνει άκρη, δώσαμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: να δώσετε τα χέρια,ν’ αγαπήσετε και βάλ’ τε το σαντούρι για να γλεντήσετε)· βλ. και φρ. δίνουμε τα χέρια·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. φρ. είμαι χαμένος από χέρι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είναι από χέρι (κάτι), είναι χαρισμένο, προέρχεται από αγαπημένο πρόσωπο: «αυτό δεν μπορώ να στο δώσω, γιατί είναι από χέρι»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι καλό χέρι, είναι ικανός στην εργασία, ιδίως τεχνική, με την οποία καταπιάνεται: «για τα φωτιστικά του σπιτιού μου απασχολώ πάντα τον τάδε ηλεκτρολόγο, γιατί είναι καλό χέρι»· βλ. και φρ. το καλό το χέρι·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, δεν έχει τη δυνατότητα να με βλάψει, γιατί είμαι ισχυρότερός του: «ας λέει ό,τι θέλει στον κόσμο ότι μπορεί να μου κάνει, αλλά είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα»·
- είναι πρώτο χέρι, α. (για πρόσωπα) είναι ο καλύτερος ή ο αξιότερος σε μια τέχνη ή σε μια εργασία: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον ίδιο μηχανικό, γιατί είναι πρώτο χέρι || είναι πολύ γνωστός στους οικοδομικούς κύκλους, γιατί είναι πρώτο χέρι». β. (ειδικά για βάψιμο) βάφηκε για πρώτη φορά, μια φορά: «δεν έπιασε καλά η μπογιά, γιατί είναι πρώτο χέρι»·
- είναι σαν βγαλμένο χέρι, χαρακτηρίζει το υπερβολικά μεγάλο πέος: «υποφέρουν οι γυναίκες που πάνε μαζί του, γιατί ο πούτσος του είναι σαν βγαλμένο χέρι»· βλ. και φρ. έχει ένα πράμα, που είναι σαν βγαλμένο χέρι·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε κακά χέρια·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε σίγουρα χέρια·
- είναι στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα εξαρτάται μόνο από το Θεό: «ό,τι ήταν να κάνουν οι γιατροί το έκαναν και στο εξής ο άρρωστος είναι στα χέρια του Θεού»·
- είναι στο χέρι μου να…, εξαρτάται από μένα, είναι μέσα στις δυνατότητές μου ή τις αρμοδιότητές μου, στη δικαιοδοσία μου να…: «θέλω να ’σαι τυπικός με τη δουλειά σου, γιατί είναι στο χέρι μου να σε κρατήσω ή να σε απολύσω»·
- είναι τα χέρια μου δεμένα, βλ. φρ. έχω τα χέρια μου δεμένα·
- είναι το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι του χεριού μου, α. μπορώ να τον νικήσω πάρα πολύ εύκολα: «δεν αποφασίζει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως είναι του χεριού μου». β. είναι υποχείριό μου: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι του χεριού μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι τρύπιο χέρι, είναι πολύ σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «απ’ τα νιάτα του ήταν τρύπιο χέρι, γι’ αυτό και δεν έκανε προκοπή στη ζωή του». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- είναι φτιαγμένο στο χέρι, (για αντικείμενα) είναι χειροποίητο: «της αγόρασε μια καρφίτσα, που είναι φτιαγμένη στο χέρι || σχεδόν όλα τα Γιαννιώτικα κοσμήματα είναι φτιαγμένα στο χέρι»·
- είναι φτιαγμένος από χέρι, έχει από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις, για να πετύχει σε κάτι: «είναι σίγουρο πως θα πετύχει στη ζωή του, γιατί, με την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του είναι φτιαγμένος από χέρι». Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει όλους τους απαραίτητους συνδυασμούς για να κερδίσει το κόλπο·
- είναι χαμένος από χέρι, α. είναι σίγουρα χαμένος, δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει την τιμωρία: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο ταμείο είναι χαμένος από χέρι, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά». β. από την αρχή κάποιας προσπάθειάς του δεν έχει καμιά προϋπόθεση να πετύχει κάτι, σίγουρα θα αποτύχει: «αν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με τόσο λίγα λεφτά, είναι χαμένος από χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες δίχως όνομα, νύχτες χωρίς σκοπό, χαμένοι από χέρι, χαμένοι και οι δυο). Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, δεν του δίνουν καμιά προοπτική επιτυχίας·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- εμπιστεύομαι στα χέρια μου ή εμπιστεύομαι τα χέρια μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- εργατικά χέρια, (γενικά) οι εργάτες: «για να τελειώσει γρήγορα αυτό το έργο, χρειαζόμαστε κι άλλα εργατικά χέρια»·
- έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, φτάνω κάπου χωρίς ψώνια, χωρίς δώρα: «ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια χέρια στο σπίτι || ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια στο σπίτι, όταν γιορτάζει η γυναίκα μου»· βλ. και φρ. πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια·
- έρχομαι με γεμάτα τα χέρια ή έρχομαι με γεμάτα χέρια, φτάνω κάπου φορτωμένος με ψώνια, με δώρα: «ο πατέρας έρχεται με γεμάτα τα χέρια, κάθε φορά που σχολάει απ’ τη δουλειά του || κάθε φορά στις γιορτές, ο παππούς έρχεται με γεμάτα χέρια στο σπίτι»· βλ. και φρ. πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια·
- έρχομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «τους χώριζε παλιά έχθρα και μόλις συναντήθηκαν ήρθαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν μάθω πως σε πήρανε μέσ’ απ’ τα δυο μου χέρια, όσο και μάγκας νάν’ αυτός, θα έρθουμε στα χέρια)· βλ. και φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγε απ’ τα χέρια μου, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. φρ. έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου·
- έφυγε η δουλειά απ’  τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, αποχώρησε από κάπου ή από κάποια διαπραγμάτευση χωρίς να αποσπάσει κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος ή εντέλει κάποια υπόσχεση, αποχώρησε άπρακτος: «έφυγε απ’ το γραφείο του διευθυντή του μ’ άδεια χέρια, γιατί απέρριψε την άδεια που του ζήτησε || η αντιπροσωπεία των εργαζομένων έφυγε μ’ άδεια τα χέρια απ’ τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό και το βέβαιο είναι πως θα συνεχιστεί η απεργία»·
- έχει ανοιχτό χέρι, είναι ανοιχτοχέρης (βλ. λ.)·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. φρ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει βαρύ χέρι, το χτύπημα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, επιφέρει σοβαρό πόνο ή τραυματισμό: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί έχει βαρύ χέρι κι αν φας καμιά, θα τρέχεις στα νοσοκομεία»·
- έχει ελαφρύ χέρι, α. (ιδίως για οδοντογιατρούς, γιατρούς ή νοσοκόμες που κάνουν ένεση) έχει την τέχνη ή την ικανότητα να μην αισθάνεσαι το άγγιγμά του, να μη νιώθεις πόνο: «πηγαίνω πάντα στον ίδιο οδοντογιατρό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι και δεν καταλαβαίνω τον παραμικρό πόνο». β. είναι δεινός πορτοφολάς: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαφρίζει κανένα πορτοφόλι μέσ’ στο συνωστισμό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι»·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει κακό χέρι, βλ. συνηθέστ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, α. είναι σεσημασμένος: «είναι από καιρό γνωστός στην Ασφάλεια, γιατί έχει λερωμένα χέρια». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου, περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί. β. πήρε μέρος σε κάποια ύποπτη ή παράνομη δουλειά: «μην τον πιστεύεις, που σου λέει πως δεν πήρε μέρος στη ληστεία της τράπεζας, γιατί απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός έχει τα χέρια του λερωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω τα χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα
- έχει μακρύ χέρι, έχει τη συνήθεια να κλέβει, είναι κλέφτης: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε πως έχει μακρύ χέρι, κάθε φορά που χάνεται κάτι, τον θεωρούμε ύποπτο»· βλ. και λ. μακρυχέρης·
- έχει σταθερό χέρι, α. ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις των χεριών του, όταν ενεργεί, ιδιαίτερα, όταν ασχολείται με κάποια λεπτή κατασκευή: «μπορεί και περνάει αμέσως την κλωστή απ’ την τρύπα της βελόνας, γιατί έχει σταθερό χέρι || είναι ειδικός σε πολύ λεπτές εργασίες στο χώρο της χρυσοχοΐας, γιατί έχει σταθερό χέρι». β. (για μπασκετμπολίστες) έχει άνεση στο σκοράρισμα: «συνήθως πετυχαίνει όλες τις προσωπικές βολές, γιατί έχει σταθερό χέρι»·
- έχει σφιχτό χέρι, είναι σφιχτοχέρης, είναι τσιγκούνης: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα δανεικά, γιατί έχει σφιχτό χέρι»·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει τρύπιο χέρι, δεν μπορεί να κρατήσει χρήματα, είναι σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο τρύπιο χέρι, που πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πεθάνει στην ψάθα». Για συνών. βλ. φρ. είναι τρύπιο χέρι·
- έχει χέρι, α. σχεδιάζει ή ζωγραφίζει ωραία: «επειδή έχει χέρι το παιδί, ο πατέρας του το προτρέπει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών». β. (για μπασκετμπολίστες) είναι πολύ εύστοχος: «έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στις ελεύθερες βολές, γιατί έχει χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου ή έχω εμπιστοσύνη τα χέρια μου, εμπιστεύομαι στη δύναμή μου ή στις ικανότητές μου: «ό,τι αναλαμβάνω το τελειώνω μόνος μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου»·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, είμαι τίμιος: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω καθαρά χέρια και κάθε βράδυ κοιμάμαι ήρεμος σαν πουλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχω στα χέρια μου, διαθέτω επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον: «πες του να μη μ’ ενοχλεί, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι έγγραφα που τον καίνε»·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), έχω κάτι στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αν έχω στα χέρια αυτό που σου χρειάζεται, θα σου το δώσω || έχω στα χέρια μου μεγάλη περιουσία»·
- έχω τ’ απάνω χέρι, α. βρίσκομαι σε πιο πλεονεκτική θέση από κάποιον άλλον, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «θα δεχτώ ν’ αναλάβω τη θέση που μου προτείνεται μόνο αν έχω τ’ απάνω χέρι || τώρα που έχει τ’ απάνω χέρι, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να λογαριάζει κανέναν». β. είμαι κύριος μιας κατάστασης ή μιας σχέσης: «ένας οικογενειάρχης πρέπει να ’χει τ’ απάνω χέρι μέσα στην οικογένειά του»·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, αδυνατώ να παρέμβω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί είμαι δεσμευμένος με λόγο, όρκο, κάποιου είδους εκβιασμό ή νομικό μέσο: «απ’ τη στιγμή που έδωσα το λόγο μου να μη βοηθήσω κανέναν απ’ τους δυο, έχω τα χέρια μου δεμένα και δεν κάνω τίποτα || έχω δεμένα τα χέρια μου, γιατί έχει στην κατοχή του κάτι ακάλυπτες επιταγές μου, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να ’ρθω στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας»·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- ζητώ το χέρι της, κάνω επίσημη πρόταση σε μια γυναίκα ή στους γονείς της, για να την παντρευτώ: «έχω δεσμό τρία χρόνια μαζί της, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω την Κυριακή στο σπίτι της, για να ζητήσω το χέρι της»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, λέγεται σε άντρα που περιμένει να γεννήσει η γυναίκα του και, σαν τους περισσότερους άντρες, θέλει αγόρι για τη διαιώνιση του ονόματός του και το υπονοούμενο της έκφρασης είναι πως, αν γεννηθεί κορίτσι, θα έχει κάποια φροντίδα και περιποίηση στα γεράματά του, γιατί, υποτίθεται, οι κόρες νιώθουν πιο κοντά στους γονείς: «να παρακαλάς να γεννήσει η γυναίκα σου κορίτσι, γιατί θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό». Πρβλ.: φίλο ποτέ να μην προδώσεις, για να ’χεις πρόσωπο λαμπρό και στους γονείς σου να πηγαίνεις ένα ποτήρι με νερό (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, πολύ μειωτική έκφραση α. για άτομο, που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το δείρουμε: «πάρε δρόμο από δω, γιατί αν σε δείρω θα λερώσουν τα χέρια μου». β. σε πολύ βρόμικο άτομο, που δεν έχουμε τη διάθεση ούτε καν να το ακουμπήσουμε: «ούτε καν χειραψία θα κάνω μαζί του, γιατί θα λερώσω τα χέρια μου»·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξανακουμπήσεις αυτό το βάζο αντίκα, θα σου κόψω τα χέρια || αν ξαναπάρεις λεφτά απ’ το ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κόψω το χέρι». Παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της πάνω στον καρπό του άλλου χεριού· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα χέρια·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, δίνει περισσότερη έμφαση στην παραπάνω φράση και παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της στο ύψος της μασχάλης·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. φρ. θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, α. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, παραδειγματικά, αν ξαναενοχλήσει με χειρονομίες οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο: «αν σε ξαναδώ ν’ απλώνεις χέρι στην αδερφή μου, θα σου σπάσω τα χέρια». β. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, να μην αγγίξει κάτι που του το έχουμε απαγορεύει: «αν ξανακουμπήσεις τον πίνακα, θα σου σπάσω το χέρι»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα χέρια·
- θα σου σφίξω το χέρι, θα παραδεχτώ πως είσαι άξιος, πως είσαι ικανός, αν ανταποκριθείς με επιτυχία στην υποτιθέμενη πράξη που αναφέρω: «αν τελειώσεις τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που μου ’δωσες, θα σου σφίξω το χέρι || είναι πάρα πολύ τσιγκούνης, αλλά, αν καταφέρεις να του πάρεις δανεικά, θα σου σφίξω το χέρι»·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) πρέπει να ξαναβαφεί από την αρχή: «η πόρτα θέλει δεύτερο χέρι, γιατί δε βάφηκε καλά»·
- καθαρά χέρια, δηλώνει τιμιότητα: «χωρίς καθαρά χέρια, δεν μπορείς να στεριώσεις σε καμιά δουλειά»· βλ. και φρ. έχω καθαρά χέρια·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, α. είμαι δεσμευμένος ή εξαναγκασμένος διά λόγου, όρκου, κάποιου είδους εκβιασμού ή νομικού μέσου, να υφίσταμαι κάτι κακό χωρίς να αντιδρώ ή να μην μπορώ να επέμβω, για να αποτρέψω κάποιο κακό: «όσο και να με βρίζουν, κάθομαι με τα χέρια δεμένα, γιατί ορκίστηκα να μην ξαναμαλώσω || έλεγε χίλιες δυο βλακείες και καθόμουν με δεμένα τα χέρια, γιατί έχει στα χέρια του μια ακάλυπτη επιταγή μου || είχαν στριμώξει το φίλο του στη γωνιά κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα, επειδή είναι έξω με αναστολή». β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλη η οικογένεια σκοτώνεται στη δουλειά κι αυτός κάθεται με τα χέρια δεμένα». γ. (γενικά) δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ: «έδερναν οι αλήτες γέρο άνθρωπο κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα και χάζευε»·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, αδιαφορώ και δεν επεμβαίνω να αποτρέψω κάτι κακό που διαδραματίζεται μπροστά μου: «έδερναν κάτι αλήτες ένα γεροντάκι κι αυτός καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και χασκογελούσε»· βλ. και φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, δηλώνει τη φανατική υπερψήφιση κάποιου υποψηφίου ή κάποιου κόμματος: «εμείς στο νομό μας ψηφίζουμε τον τάδε βουλευτή και με τα δυο τα χέρια || αποφασίσαμε να το ρίξουμε και με τα δυο χέρια στο τάδε κόμμα»·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, α. είναι προτιμότερο να παίρνουμε τα λιγοστά αλλά σίγουρα παρά να περιμένουμε να πάρουμε τα περισσότερα αλλά αβέβαια. Λέγεται ιδίως για χρήματα. Συνών. καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα. β. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχω καιρό για καθυστέρηση, γι’ αυτό κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. Δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, κάνω ό,τι είναι μέσα στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου ή στις δυνατότητές μου: «θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να βοηθήσω το γιο σου στη δουλειά || όταν πρόκειται να βοηθήσω κάποιο φίλο, κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου»·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πιάνω την μπάλα με το χέρι ή χτυπάει η μπάλα στο χέρι μου από δική μου πρόθεση, κάνω εντς, οπότε μου καταλογίζει ο διαιτητής παράπτωμα και η μπάλα έρχεται στην κυριαρχία της αντίπαλης ομάδας, που ξαναρχίζει το παιχνίδι με ελεύθερο χτύπημα: «ο διαιτητής είδε που έκανα χέρι και αμέσως σφύριξε, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το σημείο στο οποίο έπρεπε να στηθεί η μπάλα». Συνών. κάνω εντς·   
- κάτω τα χέρια! α. αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση, ιδίως σε ομάδα ατόμων, να μην πιάσουν τίποτα από όσα βρίσκονται μπροστά και γύρω τους. β. επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτω τα χέρια από…, αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση σε κάποιον να αποφύγει να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι ή να αποφύγει να επέμβει κάπου: «κάτω τα χέρια απ’ το κόμμα || κάτω το χέρια απ’ την Κύπρο»·
- κάτω τα χέρια σου, επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω το χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα). Η φρ. αυτή είναι ηπιότερης μορφής από ό,τι το κάτω τα χέρια(!) · βλ. και φρ. κοντά τα χέρια σου(!)
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί, ιδίως στην περίπτωση που προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον πως δεν πήραμε το πράγμα για το οποίο μας κατηγορεί: «κόβω το χέρι μου, αν νομίζεις πως πήρα εγώ τον αναπτήρα σου»· βλ. και φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια , βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον να μην αγγίξει κάτι, ιδίως να πάψει να χειρονομεί σε βάρος μας· βλ. και φρ. μάζεψε τα χέρια σου(!)·
- κόπηκαν τα χέρια μου ή μου κόπηκαν τα χέρια, παρέλυσαν από πολύωρη χειρονακτική εργασία ή από κάποιο μεγάλο βάρος που σήκωνα: «έσκαβα όλο το πρωί στον κήπο και κόπηκαν τα χέρια μου || κουβαλούσα είκοσι κιλά πράγμα και μου κόπηκαν τα χέρια, μέχρι να ’ρθω»·
- κουλάθηκε το χέρι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «χτύπησα τόσο δυνατά στον αγκώνα μου, που κουλάθηκε το χέρι μου»·
- κούνα τα χέρια σου! (τα χεράκια σου!), (προτρεπτικά) ενεργοποιήσου: «κούνα τα χέρια σου, γιατί αλλιώς δεν τελειώνει η δουλειά!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κρατάει στο χέρι του την κουτάλα, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ιδίως προς όφελός του: «είδες ποτέ κανέναν να κρατάει στο χέρι του την κουτάλα και να ’ναι φτωχός;»·
- κρατάνε τα χέρια του, είναι δυνατός: «κάθε φορά που δεν μπορώ να σηκώσω κάτι βαρύ, φωνάζω τον τάδε που κρατάνε τα χέρια του || μόλις κατάλαβα πως ο τάδε ήθελε να με δείρει, φώναξα το φίλο μου που κρατάνε τα χέρια του»·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. φρ. έχω στα χέρια μου·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο ερωτευμένος έχει κρύα χέρια από την ένταση που νιώθει και που, πολλές φορές, τον λούζει και κρύος ιδρώτας, όταν αντικρίζει το άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος, ενώ τα χέρια του ατόμου που ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, είναι ζεστά από τη συνεχή τριβή· βλ. και φρ. κρύα χέρια, ζεστή καρδιά·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λερώνω τα χέρια μου, διαπράττω κάποιο νομικό αδίκημα: «για να δούμε τώρα, που λέρωσες τα χέρια σου, ποιος θα σε πάρει στη δουλειά του!». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- λύθηκαν τα χέρια μου ή μου λύθηκαν τα χέρια, απαλλάχτηκα από κάποιο εμπόδιο ή από κάποια δέσμευση που δε μου επέτρεπε να ενεργήσω όπως ήθελα: «απ’ τη στιγμή που έληξε η απεργία των εργατών, λύθηκαν τα χέρια μου και θα τελειώσω τη δουλειά στο τάκα τάκα || τώρα που έληξε το συμβόλαιο, μου λύθηκαν τα χέρια και θα μπορέσω να συνεταιριστώ με όποιον θέλω»· βλ. και φρ. κόπηκαν τα χέρια μου·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), αποδεσμεύω κάποιον από κάτι και τον αφήνω να ενεργήσει όπως αυτός θέλει: «μόλις του ’λυσα τα χέρια, διαπραγματεύτηκε με το δικό του τρόπο με τους εργάτες και η απεργία έληξε αμέσως»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, α. κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια δύσκολη ή λεπτή χειροποίητη εργασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ή γενικά με ανάγκασε να διακόψω κάποια ενέργεια η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη: «τη στιγμή που ήταν να συνδέσω τις δυο άκρες, μπήκε στο εργαστήρι μου ο τάδε με φωνές και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι || ήθελα λίγο ακόμη να τελειώσω την περιποίηση του κήπου μου, αλλά ήρθε ο τάδε και με την κουβέντα που μ’ έπιασε μ’ έκοψε πάνω στο χέρι». β. κάποιος ή κάτι με υποχρέωσε να διακόψω τη σεξουαλική πράξη η οποία ήταν σε εξέλιξη: «την ώρα που την ξεγύμνωσα κι ήμουν έτοιμος για τα περαιτέρω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι»·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μάζεψε τα χέρια σου! ή μάζεψε το χέρι σου! α. λέγεται σε κάποιον που μας κάνει ενοχλητικές χειρονομίες: «μάζεψε, επιτέλους, τα χέρια σου και πάψε να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά! || μάζεψε τα χέρια σου, γιατί μ’ εκνεύρισες!». β. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που επιχειρεί να αγγίξει ερωτικά μια γυναίκα: «μάζεψε τα χέρια σου, γιατί θα τις φας!»·
- μακριά τα χέρια από…, α. (συμβουλευτικά) μην ασχοληθείς με κάποιον ή με κάτι, μην αναμειχθείς κάπου: «μακριά τα χέρια απ’ τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας και σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει || μακριά τα χέρια απ’ αυτό το μπιμπελό, γιατί είναι πολύ εύθραυστο και μπορεί να σπάσει με το παραμικρό». β. (απειλητικά) μην επιχειρήσεις να βλάψεις, να κάνεις κακό σε κάποιον: «μακριά τα χέρια απ’ τον αδερφό μου, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- με δεμένα τα χέρια ή με δεμένα χέρια ή με τα χέρια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «αυτό που μου ανέθεσες, το κάνω με δεμένα τα χέρια || τον νικώ με τα χέρια δεμένα»·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με τα λεφτά στο χέρι, βλ. λ. λεφτά·
- με τα χεράκια της (του), λέγεται για να δώσουμε έμφαση στο πρόσωπο που έκανε κάτι με τα χέρια του, αυτή η ίδια, (αυτός ο ίδιος): «αυτό το νόστιμο φαγητό το ’φτιαξε η κόρη μου με τα χεράκια της || αυτό το κέντημα το κέντησε η γυναίκα μου με τα χεράκια της || αυτό το σπίτι το ’χτισε με τα χεράκια του». (Τραγούδι: ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισε από άνθη κόρφους κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της
- με τα χέρια μου ή με τα ίδια μου τα χέρια, προσωπικά, εγώ ο ίδιος: «αυτόν τον κήπο τον έφτιαξα με τα χέρια μου || τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρες ναυαγό και πληγωμένο και μου ’δειξες συμπόνια και στοργή και τώρα με τα ίδια σου τα χέρια ζητάς για να με βάλεις βαθιά στη μαύρη γη)· βλ. και φρ. στα χέρια μου·
- με το κλειδί στο χέρι, βλ. λ. κλειδί·
- με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με το χέρι στην καρδιά, με απόλυτη ειλικρίνεια, με παρρησία: «θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, αν όντως συμφωνείς κι εσύ με τον τρόπο που χειρίστηκα το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτούς τους δρόμους πώς νοσταλγώ να ξαναβγούμε, όπως τότε, μια βραδιά να ’μαστε μόνο εσύ κι εγώ και να τα πούμε με το χέρι στην καρδιά
- με το χέρι της καρδιάς, λέγεται για χειραψία που γίνεται με το αριστερό χέρι, που θεωρείται εγκάρδια ή που επισφραγίζει μια συμφωνία, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δεξί μας χέρι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, γι’ αυτό κάναμε μια θερμή χειραψία με το χέρι της καρδιάς || είχα το χέρι μου στο γύψο, γι’ αυτό έσφιξα το χέρι του με το χέρι της καρδιάς, θέλοντας να επισημοποιήσουμε τη συμφωνία μας». Από το ότι η καρδιά βρίσκεται στο αριστερό μέρος του στήθος μας·
- με τρώει το χέρι μου, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, πως θα χειροδικήσουμε σε βάρος του: «μου φαίνεται πως θα τις φας μ’ αυτά τα καμώματά σου, γιατί με τρώει το χέρι μου». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να ξύνουν το εσωτερικό της παλάμης του άλλου χεριού»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- με φαγουρίζει το χέρι μου, βλ. φρ. με τρώει το χέρι μου·
- με χέρια και με πόδια, α. με όλες τις δυνάμεις: «αντιστεκόταν με χέρια και με πόδια, πριν καταφέρουν να τον ρίξουν οι αστυνομικοί στην κλούβα». β. με κάθε δυνατό μέσο, με κάθε δυνατό τρόπο: «προβλέπω πως αυτό το παιδί θα έχει λαμπρό μέλλον, γι’ αυτό θα το βοηθήσω με χέρια και με πόδια». γ. (για υπογραφές) με μεγάλη διάθεση, με μεγάλη ευχαρίστηση, ανεπιφύλακτα: «και τώρα ήρθε η ώρα να υπογράψετε. -Με χέρια και με πόδια»·
- μεγάλωσα σε ξένα χέρια, μεγάλωσα μακριά από την οικογένειά μου ή μεγάλωσα ανάμεσα σε ξένη οικογένεια: «όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου πήγαν μετανάστες στη Γερμανία κι εγώ μεγάλωσε σε ξένα χέρια || όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου σκοτώθηκαν σ’ ένα τροχαίο κι έτσι μεγάλωσα σε ξένα χέρια»·
- μεγάλωσα στα χέρια του (της), μεγάλωσα, διαπαιδαγωγήθηκα από κάποιον (κάποια): «από μικρός μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσα και πόνεσα και μάλωσα
- μένω με (τα) χέρια δεμένα ή μένω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. φρ. μη μιλάς πάνω στο χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, α. μην αποσπάς την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν προσπαθώ να περάσω την κλωστή στη βελόνα». β. μην αποσπάς την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν διαβάζω, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις»·
- μην πέσεις στα χέρια μου, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον δείρουμε, θα τον τιμωρήσουμε, θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα έχεις τ’ απάνω χέρι και κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μην πέσεις στα χέρια μου, όταν αλλάξουν τα πράγματα, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει πάνω στο χέρι, α. αποσπά την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί μιλάει πάνω στο χέρι, κάθε φορά που αφοσιώνομαι στη ζωγραφική». β. αποσπά την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί, όταν δουλεύω μιλάει πάνω στο χέρι»·  
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’δεσε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα: «ήθελα να πάω μια βόλτα στη Χαλκιδική, αλλά ο μηχανικός μου ’δεσε τα χέρια, γιατί δεν είχε έτοιμο τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. μου ’κοψε τα χέρια·
- μου ’κοψε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να ενεργήσω όπως εγώ ήθελα ή σχεδίαζα, παρενέβαλε εμπόδια στην πρόοδό μου, στην εξέλιξή μου: «αυτή η απεργία των εργατών μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου || σταμάτησε το επίδομα που μου έστελνε και μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου»·
- μου λείπουν χέρια, έχω έλλειψη εργατικού δυναμικού: «δε βλέπω να τελειώνω γρήγορα τη δουλειά, γιατί μου λείπουν χέρια»·
- μου λύνουν τα χέρια, με αποδεσμεύουν από κάτι και μπορώ να ενεργήσω όπως θέλω: «απ’ τη στιγμή που μου έλυσαν τα χέρια, τακτοποίησα σε χρόνο ρεκόρ όλες τις εκκρεμότητες»·
- μου ’μεινε στα χέρια, α. (για πρόσωπα) πέθανε στα χέρια μου: «την ώρα που τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο, μου ’μεινε στα χέρια ο παππούς». β. (για εμπορεύματα) δεν πουλήθηκε, δεν καταναλώθηκε: «είχα παραγγείλει μεγάλες ποσότητες απ’ αυτό το είδος και μου ’μεινε στα χέρια». γ. (για αντικείμενα) χάλασε καθώς το περιεργαζόμουν ή προσπαθούσα να το επιδιορθώσω: «πήρα αυτό το μπιμπελό να δω τι ακριβώς είναι, και μου ’μεινε στα χέρια, γιατί διαλύθηκε || προσπάθησα να επιδιορθώσω το ηλεκτρικό σίδερο και μου ’μεινε στα χέρια»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- ν’ αγιάσει το χέρι σου (το χεράκι σου) ή ν’ αγιάσουν τα χέρια σου (τα χεράκια σου), βλ. φρ. γεια στα χέρια σου(!)·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- να μου ξεραθούν τα χέρια ή να μου ξεραθεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- νίβω τα χέρια μου (νίπτω τας χείρας μου), δε φέρω καμιά ευθύνη, αποποιούμαι τις ευθύνες: «κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, πάντως εγώ νίβω τα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα, από μικρός παιδεύομαι στα ξένα, κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί”, Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ). Η φρ. ελέχθη από τον Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο μπροστά στην πιεστική απαίτηση του όχλου, που ζητούσε τη σταύρωση του Χριστού. Πρβλ.: ἰδών δέ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδέν ὠφελεί, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. (Ματθ., κζ΄24). Και η αρχαϊστική φρ. νίπτω τας χείρας μου σε κοινή χρήση·
- ξεράθηκε το χέρι μου, βλ. φρ. κουλάθηκε το χέρι μου·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, λέγεται στην περίπτωση που οι γνώμες, οι αποφάσεις ή οι προτάσεις δυο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων για το ίδιο θέμα, συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους: «έχουν υποβάλλει όλοι τους τις ίδιες προτάσεις στην επιτροπή, λες κι όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι»·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, όσο εξαρτάται από μένα: «δε θέλω να σου τάξω τρελά πράγματα, αλλά, όσο περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω»·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), α. καθοδηγώ κάποιον σε μια πορεία: «το παλικάρι πήρε απ’ το χέρι το γεροντάκι και το πέρασε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». β. καθοδηγώ κάποιον σε μια δουλειά ή υπόθεση, χωρίς να τον αφήνω να παίρνει πρωτοβουλίες: «αν δεν τον πάρεις απ’ το χεράκι να του δείξεις τι θα κάνει, δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά αυτό το παιδί»·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), αναλαμβάνω κάτι: «μόλις ο τάδε πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του εργοστασίου, όλα πήγαν μια χαρά || ό,τι παίρνει στα χέρια του, το τελειώνει με επιτυχία»·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, έρχομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «μόλις πήρε τ’ απάνω χέρι στο εργοστάσιο, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο»· βλ. και φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω τον απολυσώνα μου στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, ασχολήθηκα κατά καιρούς με διάφορους ή με διάφορα πράγματα ή είχα στην κατοχή μου διάφορα πράγματα: «πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό γυναίκες || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό δουλειές || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: περάσαν απ’ τα χέρια μου λεφτά, γυναίκες μάτσο
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), πέρασε κατά καιρούς από πολλούς ιδιοκτήτες κάτι: «δε θα τ’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πέρασε από πολλά χέρια»· βλ. και φρ. άλλαξε πολλά χέρια·
- περνάει απ’ το χέρι μου, είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου: «αφού περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω οπωσδήποτε»·
- περνώ δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή μια διαδικασία, ιδίως βάφω από την αρχή μια επιφάνεια: «περνώ δεύτερο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, μήπως κι έχω πουθενά καμιά ασάφεια || πρέπει να περάσω δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δε βάφηκε καλά». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. δεύτερο χέρι·
- περνώ τελευταίο χέρι, κάνω μια τελευταία προσπάθεια, για να γίνει κάτι πολύ καλύτερο, ιδίως το βάψιμο μιας επιφάνειας: «περνώ τελευταίο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, για να εντοπίσω τυχόν ατέλειές του || περνώ τελευταίο χέρι το βάψιμο της πόρτας, για να γίνει ομοιόμορφο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. το τελευταίο χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. φρ. δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), περιέρχεται κάτι στη δικαιοδοσία, στην κατοχή κάποιου που δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει ή που μπορεί να το χρησιμοποιήσει επικίνδυνα ή καταστροφικά: «έπεσε σε λάθος χέρια το μηχάνημα κι από άγνοια του χειριστή του βγήκε μπιελάρ || αν πέσει σε λάθος χέρια η ατομική ενέργεια, τότε αλίμονο στην ανθρωπότητα»·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), έρχεται κάποιο πράγμα στη δικαιοδοσία μου, στην κατοχή μου ή βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι τυχαία: «ό,τι πέφτει στα χέρια του, βρίσκει τον τρόπο να το αξιοποιήσει κατάλληλα || εκεί που έψαχνα στο υπόγειο να βρω ένα φτυαράκι, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία του παππού μου»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. φρ. πέφτω σε κακά χέρια· 
- πέφτω σε κακά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία κακού ή σκληρού ατόμου: «αν έχει τον τάδε διευθυντή, να του πεις πως έπεσε σε κακά χέρια και πως θα υποφέρει». β. αντιμετωπίζω την αδιαφορία ή την εχθρότητα του προστάτη μου ή του κηδεμόνα μου: «από μικρός έμεινε ορφανός κι έπεσε σε κακά χέρια, γιατί η θεια του, που τον ανέλαβε, ήταν πολύ στριφνή γυναίκα». γ. (και για τα δυο φύλα) κακοπαντρεύομαι: «πολύ καλή κοπέλα, αλλά έπεσε σε κακά χέρια και βασανίζεται η καημενούλα»·
- πέφτω σε καλά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία καλόκαρδου ατόμου: «έπεσα σε καλά χέρια, γιατί ο υπεύθυνος του τομέα μας, στο εργοστάσιο που δουλεύω είναι χρυσός άνθρωπος». β. έχω τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του προστάτη ή του κηδεμόνα μου: «έμεινε πολύ μικρός ορφανός, αλλά, ευτυχώς, έπεσε σε καλά χέρια, γιατί, η θεια του που ανέλαβε να τον μεγαλώσει ήταν χρυσή γυναίκα». γ. με αναλαμβάνει ικανός δάσκαλος, για να με διδάξει: «όλοι εμείς οι παλιοί πέσαμε σε καλά χέρια, γιατί τότε οι δάσκαλοι θεωρούσαν λειτούργημα αυτό που έκαναν». δ. (και για τα δυο φύλα) καλοπαντρεύομαι: «μπορεί να έκανε αλήτικη ζωή, αλλά στο θέμα του γάμου του έπεσε σε καλά χέρια»·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. συνηθέστ. πέφτω σε κακά χέρια· βλ. και φρ. πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι)·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι: «ο δολοφόνος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας». β. περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάποιου: «είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια του τάδε διευθυντή, γιατί είναι άνθρωπος με κατανόηση || αν πέσεις στα χέρια του τάδε διευθυντή, την έβαψες, γιατί είναι πολύ σκληρός με τους υφισταμένους του». γ. (για τόπους, πόλεις) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: «όλη η ανατολική περιοχή του εχθρικού κράτους έπεσε στα χέρια του στρατού μας»·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, α. πηγαίνω κάπου χωρίς να προσκομίζω κάποια πρόταση: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε μ’ άδεια τα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οπότε αυτοί αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι». β. επισκέπτομαι κάποιον, χωρίς να του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιο φίλο στη γιορτή του, δεν πηγαίνω ποτέ μ’ άδεια χέρια»·
- πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα χέρια, α. πηγαίνω κάπου προσκομίζοντας κάποια πρόταση: «παρόλο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε με γεμάτα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους συνδικαλιστές, οι συνομιλίες έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο». β. επισκέπτομαι κάποιον και του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιον φίλο μου στη γιορτή του, πηγαίνω με γεμάτα χέρια»·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, έχει την ικανότητα ή τις γνώσεις να κάνει διάφορες μικροκατασκευές ή επιδιορθώσεις, ιδίως στο χώρο του σπιτιού του: «ευτυχώς πιάνουν τα χέρια του άντρα μου, κι ότι χαλάει μέσα στο σπίτι, το φτιάχνει ο ίδιος»·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «είχαν από καιρό διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία· στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς μαζί με τον Ηλία)· βλ. και φρ. έρχομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάστηκε το χέρι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «ήταν πολύ βαρύ το δέμα που κουβαλούσα και πιάστηκε το χέρι μου»·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «πιάστηκε το χέρι μου σε κάτι σύρματα κι έκανα μια ώρα να το ξεμπερδέψω || πιάστηκε το χέρι μου στο άνοιγμα της πόρτας και πέθανα απ’ τον πόνο»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- σας φιλώ το χέρι, στερεότυπη έκφραση σεβασμού, στη συνάντησή μας με κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο αντί του χειροφιλήματος. Συνήθως συνοδεύεται με ελαφρά υπόκλιση κατά τη χειραψία, ή στερεότυπη φρ. με την οποία κλείνουμε κάποια επιστολή μας σε σεβάσμιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια σα δυο σκιές μες στη βραδιά με τα φτωχά τους ρουχαλάκια όλο βροχή και λασπουριά δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω ποιανής το χέρι να φιλήσω)· βλ. και φρ. φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), αποθεώνω κάποιον: «μετά το πέρας της ομιλίας του ο κόσμος σήκωσε ενθουσιασμένος στα χέρια τον αρχηγό του κόμματος»·
- σηκώνω τα χέρια, αδυνατώ να προσφέρω και το παραμικρό, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια: «ήταν τόσο προχωρημένη η αρρώστια του, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια»· βλ. και φρ. σηκώνω ψηλά τα χέρια μου·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές) θέλω να απαντήσω σε ερώτηση του δασκάλου μου, που την έθεσε στην τάξη ή για να του ζητήσω κάτι: «ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές της τάξης μας και, μόλις ρωτούσε κάτι ο δάσκαλος, σήκωνε αμέσως το χέρι ν’ απαντήσει || κάποια στιγμή σήκωσα το χέρι, για να πάρω άδεια απ’ το δάσκαλο να πάω στην τουαλέτα»·        
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), απειλώ να δείρω, να χτυπήσω κάποιον ή δέρνω, χτυπώ κάποιον: «σε μένα μη σηκώνεις χέρι, γιατί δεν είμαι απ’ τα παιδάκια που φοβούνται || είναι πολύ άτακτο παιδί και σηκώνει χέρι στον καθένα»·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, ακινητοποιούμαι στην προσταγή ψηλά τα χέρια κάποιου οπλοφόρου: «μόλις μούγκρισε ο άλλος ψηλά τα χέρια προτείνοντάς μου το πιστόλι του, υποχρεώθηκα να σηκώσω ψηλά τα χέρια μου»· βλ. και φρ. σηκώνω τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκατά στα χέρια σου! βλ. λ. σκατά·
- στ’ αριστερό μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, αριστερά μου (σου, του, της κ.λπ.), αριστερά: «μόλις θα συναντήσεις στ’ αριστερό σου χέρι ένα περίπτερο, θα κάνεις αμέσως δεξιά και θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις»·
- στα χέρια μου (σου, του, της κ.λπ.), με δικές μου (σου, του, της κ.λπ) φροντίδες και κάτω από την επίβλεψή μου (σου, του, της κ.λπ.): «στα χέρια σου έγιναν όλες οι επιδιώξεις μου πραγματικότητα || στα χέρια της μεγάλωσε πέντε παιδιά» (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν άντρες μ’ ολοκάθαρη ματιά. Ψηλά κυπαρισσόπουλα χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά)· βλ. και φρ. με τα χέρια μου·
- σταυρώνω τα χέρια μου, α. δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγος, αδρανώ: «είναι καιρός τώρα που σταύρωσα τα χέρια και δεν κάνω τίποτα». β. αντιμετωπίζω παθητικά μια δύσκολη κατάσταση: «ήταν καμιά δεκαριά άτομα που τον έδερναν και σταύρωσα τα χέρια μου, γιατί δεν μπορούσα να τον γλιτώσω»·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι  με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- στηρίζομαι στα χέρια μου, υπολογίζω στον εαυτό μου, στην προσωπική μου ικανότητα, στην προσωπική μου εργασία: «όσο στηρίζομαι στα χέρια μου, δεν έχω την ανάγκη κανενός»·
- στο δεξί μου (σου, του, της κ.λπ.) χέρι, δεξιά μου (σου, του, της κ.λπ.), δεξιά: «όπως θα ’ρχεσαι, θα συναντήσεις στο δεξί σου χέρι ένα βενζινάδικο και, μόλις το περάσεις, θα με δεις που θα σε περιμένω στην εξώπορτα του σπιτιού μου»·
- σφίξαμε τα χέρια, α. συμφιλιωθήκαμε: «αποφασίσαμε να σφίξουμε τα χέρια, γιατί καταλάβαμε πως με έχθρες και μαλώματα δε βγαίνει άκρη». β. επισημοποιήσαμε μια συμφωνία δια χειραψίας: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σφίξαμε τα χέρια»·
- σφυρίζω χέρι, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) καταλογίζω το παράπτωμα του παίχτη να πιάσει ή να χτυπήσει εκούσια την μπάλα με το χέρι του: «ο διαιτητής είδε την κίνηση του παίχτη κι αμέσως σφύριξε χέρι». Στην περίπτωση που ο διαιτητής θεωρήσει πως ο παίχτης ήρθε σε επαφή με την μπάλα ακούσια, τότε αφήνει το παιχνίδι να συνεχιστεί· 
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι τα θέλει, είναι τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του: «δεν κάνει το παραμικρό και τα θέλει όλα στο χέρι || από μικρό παιδί τον έχουν καλομαθημένο και τα θέλει όλα στα χέρια του || αυτός δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του κι όλα στα χέρια του τα θέλει»·
- τα ξένα χέρια, α. οι θετοί γονείς ή κηδεμόνες: «οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. (Λαϊκό τραγούδι: είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια! Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια! Είναι μαχαίρια!). β. αυτοί που δεν είναι συγγενείς, που είναι ξένοι ως προς κάποια οικογένεια: «πεθαίνοντας ο παππούς άφησε πολλά χρέη κι έτσι η περιουσία του πέρασε στα ξένα χέρια»·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), συζητήσαμε ή κάναμε συζήτηση σε έντονο τόνο για θέματα που μας αφορούσαν, σχεδόν λογομαχήσαμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι όταν βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα μπαράκι, τα ’παμε ένα χεράκι || είχαμε παλιές διαφορές και με την πρώτη ευκαιρία τα ’παμε ένα χεράκι»·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. τα δάχτυλά μου μύρισα; λ. δάχτυλο·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. φρ. κοντά τα χέρια σου(!)·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. φρ. πιάνει το χέρι του·
- τα χρυσά χέρια, λέγεται για άτομο, ιδίως για χειρούργο, που είναι πολύ επιδέξιος στα χέρια και, κατ’ επέκταση, πολύ ικανός σε αυτό που κάνει με αυτά: «αφήνω χωρίς φόβο τη ζωή μου στα χρυσά χέρια αυτού του γιατρού»·
- την έχω πατημένη από χέρι, βλ. συνηθέστ. είμαι χαμένος από χέρι·
- της βάζω χέρι, χαϊδεύω ερωτικά μια γυναίκα: «τον είδα να ’χει στριμώξει την γκόμενά του στη γωνία και να της βάζει χέρι»·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά στο χέρι ή της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της περνώ δεύτερο χέρι, μετά από μικρή ανάπαυλα, επιβάλλω πάλι τη σεξουαλική πράξη στην ίδια γυναίκα: «μετά το τσιγάρο που έκανα, της πέρασα δεύτερο χέρι για να με θυμάται». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- της περνώ ένα χέρι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της πέρασα ένα χέρι»·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. της τα φέρνω όλα στο χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν την αφήνω να κάνει τίποτα, την περιποιούμαι, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες της, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που της τα φέρνει όλα στο χέρι»·
- το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, το δεξί χέρι στην περίπτωση που είμαστε δεξιόχειρες ή το αριστερό χέρι στην περίπτωση που είμαστε αριστερόχειρες: «για χειραψία δίνει πάντα το καλό το χέρι || υπογράφει πάντα με το καλό χέρι»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί οποιονδήποτε παρανομεί, όσο υψηλά και αν ίσταται: «μπορεί να είναι μεγάλο όνομα, αλλά κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το μακρύ χέρι του νόμου»·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), η αμοιβαία συνδρομή, η αλληλοβοήθεια οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα: «είστε δυο αδέρφια και πρέπει να ’στε αγαπημένα, γιατί το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο)»·
- το τελευταίο χέρι, ο τελευταίος από αυτούς που διαδοχικά διακινούν κάποιο εμπόρευμα ή ναρκωτικό: «δεν ξέρω πόσα χέρια άλλαξε, αλλά ο τάδε ήταν το τελευταίο χέρι»· βλ. και φρ. περνώ το τελευταίο χέρι·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), (για γνώσεις, επαγγέλματα ή τέχνες) βλ. συνηθέστ. το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), λ. δάχτυλο·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, δηλώνει τη μεγάλη επίδραση που ασκεί η μητέρα πάνω στα παιδιά της: «βέβαια κι εσύ ως πατέρας έχεις συμβάλει στο μεγάλωμα των παιδιών σου, αλλά το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει»·
- το χέρι της καρδιάς, το χέρι το οποίο βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς, το αριστερό χέρι: «του ’δωσα το χέρι της καρδιάς, γιατί με το δεξί κρατούσα ένα δέμα»· βλ. και φρ. με το χέρι της καρδιάς·
- το χέρι της μοίρας, η μοίρα: «τα πάντα στη ζωή μας εξαρτιόνται απ’ το χέρι της μοίρας»·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- το χέρι του Θεού, α. ο Θεός: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το χέρι του Θεού». β. (για ποδόσφαιρο) χαρακτηρισμός του Αργεντινού ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα ο οποίος στο Μουντιάλ ποδοσφαίρου που έγινε το 1986 στο Μεξικό, πέτυχε γκολ σε βάρος της Αγγλίας χρησιμοποιώντας πονηρά με το χέρι του: «αν δεν υπήρχε το χέρι του Θεού, η Αργεντινή θα έχανε τον αγώνα απ’ την Αγγλία»·
- το χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί αυτόν που παρανομεί: «κανένας παράνομος δε γλιτώνει απ’ το χέρι του νόμου»·
- τον βάζω στο χέρι, α. τον κάνω όργανό μου: «σου τάζει χίλια δυο πράγματα, μέχρι να σε βάλει στο χέρι, κι ύστερα σε κάνει ό,τι θέλει». β. πετυχαίνω να του πάρω χρήματα με σκοπό να μην του τα επιστρέψω, τον εξαπατώ: «ο σκοπός ήταν να του πάρω τα λεφτά και τώρα που τον έβαλα στο χέρι, άσ’ τον να κουρεύεται»·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- τον έχω στο χέρι, α. τον έχω υποχείριό μου: «αυτός θα μας ψηφίσει σίγουρα, γιατί τον έχω στο χέρι». β. έχω στοιχεία εναντίον του: «δεν μπορεί να πει τίποτα για μένα, γιατί τον έχω στο χέρι». γ. σε μια δοσοληψία έχω πάρει περισσότερα χρήματα από αυτά που του έχω δώσει: «δε με νοιάζει αν θέλει να χαλάσει τη συνεργασία μας, γιατί τον έχω στο χέρι»·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. φρ. είναι του χεριού μου·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, τον νικώ με μεγάλη άνεση, με μεγάλη ευκολία: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι»·
- τον κρατώ στο χέρι, έχω στοιχεία εναντίον του: «το ’χω σίγουρο πως δε θα με καρφώσει, γιατί τον κρατώ στο χέρι»·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτόν, τον ξεγελώ όποια ώρα θέλω: «μπορώ όποια ώρα θέλω να του φάω τα λεφτά του, γιατί τον παίζω στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ αποδείχτηκα πως έχω βγει ξεφτέρι, κι όλους τους μάγκες του ντουνιά τους έπαιζα στο χέρι
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω χέρι, τον επιπλήττω, τον μαλώνω αυστηρά: «μόλις γύρισε ο πατέρας του στο σπίτι, του ’βαλε χέρι, γιατί έμαθε πως έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο»·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- του κόβω τα χέρια, παρεμβάλλω σοβαρά εμπόδια, με σκοπό να αναστείλω κάποια εξέλιξή του: «δεν του ’δωσα μια εγγυητική επιστολή που ήθελε για να αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο, και του ’κοψα τα χέρια»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του σφίγγω το χέρι, α. τον χαιρετώ εγκάρδια: «πολύ μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος και, κάθε φορά που τον συναντώ, του σφίγγω το χέρι». β. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την υπεροχή του σε κάτι: «σε θέματα οικονομίας, του σφίγγω το χέρι»·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. του τα φέρνω όλα στα χέρια·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα, τον κατσάδιασα: «μόλις τον συνάντησα, του τα ’πα ένα χεράκι, γιατί δεν ανέχομαι άλλο να με κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη μου»·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες του, είτε γιατί ξέρω πως είναι μεγάλος τεμπέλης είτε γιατί τον έχω κακομαθημένο είτε γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ: «του ’χω μεγάλη αδυναμία αυτού του παιδιού και του τα φέρνω όλα στα χέρια»·
- του τα ’ψαλλα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι ο πατέρας του του τα ’ψαλλε ένα χεράκι, γιατί έμαθε πως είχε κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ, Λευτέρη Λευτεράκη, θα ’ρθω να σου τα ψάλλω ένα χεράκι
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού είπε αυτά τα πράγματα για σένα, του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο»·
- τους φέρνω στα χέρια, γίνομαι αιτία να μαλώσουν, να συμπλακούν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «το ’χει χούι να διαβάλλει τους ανθρώπους, για να τους φέρνει στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), αποσύρομαι από κάπου: «εγώ τραβώ τα χέρια μου απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται ύποπτη»·
- τρίβω τα χέρια μου, αισθάνομαι τόσο μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση, που δεν μπορώ να την κρύψω: «δεν τον χωνεύει καθόλου και, κάθε φορά που τον κατσαδιάζει ο διευθυντής του, αυτός τρίβει τα χέρια του || μόλις τον πληροφόρησαν πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να τρίβει τα χέρια του»·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο, αλλά, όταν μ’ έπιασε στα χέρια του, έφαγα ένα χέρι ξύλο»·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια·
- υψώνω τα χέρια στο Θεό, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για κάτι: «δυστυχώς, μόνο όταν έχουμε ανάγκη υψώνουμε τα χέρια στο Θεό»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. συνηθέστ. υψώνω τα χέρια στο Θεό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), γίνομαι αιτία να συμπλακούν, να μαλώσουν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «είναι τόσο ναζιάρα γυναίκα, που, όπου και να πάει, φέρνει στα χέρια τους άντρες». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες (Λαϊκό τραγούδι)· 
- φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση ή σεβασμό στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «δεν είναι μόνο σεβάσμιος αλλά σωστός κι ακριβοδίκαιος, γι’ αυτό και του φιλώ το χέρι»· βλ. και φρ. σας φιλώ το χέρι·
- φιλώ χέρια, παρακαλώ επίμονα προς όλες τις κατευθύνσεις για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός δεν υπολόγιζε κανέναν και τώρα που ξέπεσε, φιλάει χέρια για να τον βοηθήσουν»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), ενώ το θεωρώ εξασφαλισμένο, ξαφνικά  αντιλαμβάνομαι πως το έχω χάσει: «προηγουμένως άναψα με τον αναπτήρα μου και τον έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέρι με χέρι, δηλώνει άμεση ανταλλαγή ή μεταβίβαση, που γίνεται συνήθως γρήγορα και κρυφά: «ο αναπτήρας πέρασε χέρι με χέρι κι εξαφανίστηκε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ένας νέος, κομψός κι ωραίος, θα μου προσφέρει ένα τσιγάρο μυστικά, χέρι με χέρι μου το προσφέρει και το τραβούμε και οι δυο γλυκά
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, είναι εξυπνότερο να υποκύψεις σε κάποιον, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα ή την ικανότητα να τον αντιμετωπίσεις δυναμικά: «μην κάνεις το μάγκα εκεί που δε σε παίρνει κι αν είσαι έξυπνος, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το»·
- χέρι σε χέρι, βλ. συνηθέστ. από χέρι σε χέρι·
- χέρι χέρι, α. (για πρόσωπα) συντροφικά. (Τραγούδι: βήμα βήμα, χέρι χέρι, κάπου η μοίρα θα μας φέρει). (Λαϊκό τραγούδι: μια καινούρια ζωή ξαναρχίζουμε και πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε). Θυμηθείτε και το πολιτικό σλόγκαν του ΛΑΟΣ: χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη. β. πιασμένοι από τα χέρια: «τους είδα να κάνουν χέρι χέρι βόλτα στην παραλία».
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, τα πολλά χέρια είναι ευλογία, γιατί δουλεύουν, ενώ τα πολλά στόματα δημιουργούν έριδες και διχογνωμίες·
- χτυπώ τα χέρια (μου), βλ. συνηθέστ. χτυπώ παλαμάκια, λ. παλαμάκι. (Παιδικό τραγούδι: χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ,μια και είμαι εγώ παιδί, θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
- χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι, απαιτώ κάτι με έντονο τρόπο, επιμένω δυναμικά στην αξίωσή μου: «αν δε χτυπήσεις το χέρι σου στο τραπέζι, δε θα πάρεις αυτά που σου έχουν τάξει»·
- ψηλά τα χέρια! α. απειλητική προσταγή οπλοφόρου με σκοπό να ακινητοποιήσει κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στη σάλα μας, μασκέ, όλη η πόλη μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι! Ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία).β. έκφραση με την οποία μπαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα κάποιος σε ένα χώρο όπου υπάρχουν φίλοι του, με σκοπό να τους τρομάξει·
- ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια (κάποιον ή κάποιο κόμμα), ψηφίζω φανατικά κάποιον ή κάποιο κόμμα: «τα τελευταία χρόνια ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια τον τάδε υποψήφιο, γιατί βλέπω πως εργάζεται για το καλό του τόπου».

ψιχαλίζει

ψιχαλίζει, ρ. απρόσ. [<ψιχάλα + κατάλ. -ίζει], βρέχει με ψιλές και αραιές σταγόνες: «τ’ απόγευμα άρχισε ξαφνικά να ψιχαλίζει»·
- αν δε βρέξει, θα ψιχαλίσει, βλ. λ. βρέχω·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει, δεν καταλαβαίνει τις προσβολές ή τις βρισιές που του εκτοξεύει κάποιος, επειδή είναι αναίσθητος ή επειδή, για κάποιο λόγο, προσποιείται πως δεν καταλαβαίνει: «είναι τόσο αναίσθητος αυτός ο άνθρωπος, που τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει || όταν θέλει να πετύχει κάτι, τον φτύνουν κι αυτός λέει ψιχαλίζει».