Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αύριο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αύριο, το, ουσ. [<αρχ. αὔριον], το αύριο. 1α. το μέλλον: «κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει το αύριο». β. σε θέση επίρρ., στο προσεχές μέλλον: «μέχρις εδώ καλά πάνε τα πράγματα, αλλά να δούμε τι θα γίνει αύριο». 2. ως επιφών. αύριο! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει να τον βοηθήσουμε ή να του δώσουμε κάτι και που εμείς, βέβαια, δεν είμαστε διατεθειμένοι να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία του: «θα ’ρθεις να με βοηθήσεις λίγο στη μετακόμιση; -Αύριο! || θα μου δώσεις εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα; -Αύριο!». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αμ πότε, αύριο! ή εμ πότε, αύριο! ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν πρέπει να κάνει ή αν πρέπει να γίνει κάτι τώρα, ενώ αυτό είναι προφανές ότι πρέπει να γίνει άμεσα: «σήμερα πρέπει να πληρώσουμε την επιταγή που λήγει; -Αμ πότε, αύριο!»·
- από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, έκφραση αισιοδοξίας, που απευθύνεται σε απελπισμένο άτομο, με την έννοια πως με την κάθε καινούρια μέρα υπάρχει η δυνατότητα για μια νέα ελπιδοφόρα αρχή: «μην απελπίζεσαι, φίλε μου, με τις δυσκολίες που σου έχουν τύχει, γιατί αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα»·
- αύριο κιόλας! σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα(!): «τα δανεικά που μου ’δωσες θα στα επιστρέψω αύριο. -Αύριο κιόλας!»·
- αύριο κιόλας, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «αφού επιμένεις τόσο πολύ, αύριο κιόλας θα ’ρθω να το κουβεντιάσουμε»·
- αύριο κλαίνε, (απειλητικά) λέγεται σε κάποιον με την έννοια πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σύντομα ή πως οι άστοχες ενέργειές του θα έχουν πολύ σύντομα τις επιπτώσεις τους: «τώρα λέγε και κάνε ότι θες, όμως να ξέρεις αύριο κλαίνε»·
- αύριο κληρώνει! βλ. λ. κληρώνω·
- αύριο μεθαύριο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «απ’ ό,τι μου είπε, αύριο μεθαύριο θα σου επιστρέψει τα δανεικά που σου πήρε»·
- αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, βλ. λ. κηδεμόνας·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, δηλώνει αισιοδοξία για το μέλλον: «κοίτα πως θα την περάσουμε σήμερα, γι’ αύριο έχει ο Θεός»·
- δεν έχει αύριο, δεν έχει κάποιος προοπτική, μέλλον: «έπεσε τόσο πολύ έξω στη δουλειά του που δεν έχει αύριο ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν έχω αύριο κανένα εσύ ’σουν το τέλος κι η αρχή. Περάσαν, φύγαν χάθηκαν τα τρένα κι αφήσαν τον καπνό τους στην ψυχή
- δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, δηλώνει πως το μέλλον είναι άδηλο: «έχει πάψει να προγραμματίζει στη ζωή του, γιατί, απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο». Συνών. κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο· βλ. και φρ. κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, λ. ξημερώνω·
- δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, η οικονομική, ιδίως η πολιτική κατάσταση είναι πολύ αβέβαιη, πολύ ρευστή: «δεν είναι καιρός για ανοίγματα και για επεκτάσεις στη δουλειά σου, γιατί, όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στον τόπο μας, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο»·
- δίχως αύριο, (για ενέργειες ή προσπάθειες) χωρίς τη δυνατότητα επανάληψης σε περίπτωση αποτυχίας, ώστε να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, αποτελεί μονόδρομο: «το παιχνίδι της Κυριακής είναι δίχως αύριο για την ομάδα μας, γιατί, αν χάσουμε, βγαίνουμε έξω απ’ το κυνήγι της κατάκτησης του κυπέλλου»·
- εις αύριον τα σπουδαία, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου στο μέλλον. Απάντηση που έδωσε ο Θηβαίος Αρχίας, όταν κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου κάποιος του έφερε μια επιστολή την οποία δεν άνοιξε και η οποία τον προειδοποιούσε πως οι δημοκρατικοί Θηβαίοι θα τον δολοφονούσαν. Αποτέλεσμα αυτής της αναβλητικότητάς του ήταν να χάσει τη ζωή του· βλ. και φρ. κι αύριο μέρα είναι·
- θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο ή θα σου εξηγήσω αύριο τ’ όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- κάθε μέρα είναι αύριο, λέγεται ειρωνικά ή με δυσφορία σε άτομο που μεταθέτει για την επαύριον κάτι, με τη δικαιολογία πως σήμερα είναι απασχολημένο ή δεν έχει όρεξη ή βαριέται να το πραγματοποιήσει, και η έννοια είναι πως και αύριο θα μπορούσε να επαναλάβει την ίδια δικαιολογία: «άσε, ρε παιδάκι μου, αυτό το σήμερα δεν μπορώ και θα το κάνω αύριο, γιατί για σένα κάθε μέρα είναι αύριο»·
- και ντε σήμερα, ντε αύριο, βλ. λ. ντε·
- καλημέρα γι’ αύριο! βλ. λ. καλημέρα·
- κι αύριο μέρα είναι, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση κάποιου έργου στο μέλλον: «δε βιάζομαι να τελειώσω τη δουλειά, γιατί κι αύριο μέρα είναι». Συνών. δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / σπεύδε βραδέως (β). Αντίθ. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει·
- μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο, αναβάλλει συνεχώς για την επομένη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μ’ έχει σπάσει τα νεύρα, γιατί μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο για να μου δώσει εκείνα τα λεφτά που μου χρωστάει»·
- μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με πάει από αύριο σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο·
- με πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- με ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο·
- με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, βλ. λ. παπά·
- ούτε αύριο, πάρα πολύ αργά, αργοπορημένα: «άνοιξε το βήμα σου, γιατί έτσι όπως πάμε δε φτάνουμε ούτε αύριο»·
- με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα έχει, αύριο δεν έχει, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο δε ζούμε, βλ. λ. σήμερα·
- σήμερα θα…, αύριο θα…, βλ. λ. σήμερα·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. λ. μέρα·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ.άνθρωπος·
- τι σήμερα, τι αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από αύριο σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο.

απόψε

απόψε, επίρρ. [<μσν. ἀπόψε <μτγν. ἀποψέ <φρ. ἀπ’ ὀψέ (= αργά)], απόψε·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ανάγκη μας είναι άμεση: «τα λεφτά που μου ζητάς μπορώ να σου τα δώσω σε δέκα μέρες. -Απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ.

καλημέρα

καλημέρα, η, ουσ. [από τη φρ. καλήν ημέραν]. 1. χαιρετισμός που απευθύνεται σε κάποιον, ιδίως κατά τις πρωινές ώρες, και έχει την έννοια να περάσει καλά, να πάει καλά η μέρα του: «ήρθε το πρωί χαρούμενος στο γραφείο του και φώναξε καλημέρα σε όλους μας». (Τραγούδι: καλημέρα τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά). 2. (παλιότερα) κέντημα, συνήθως καθρέφτης με γραμμένη επάνω του τη λέξη “καλημέρα”. Τοποθετείται συνήθως σε χώρο της υποδοχής, στο σαλόνι ή και στην κρεβατοκάμαρα, ιδίως όμως στο μέρος εκείνο όπου μόλις ξυπνήσει κάποιος πηγαίνει να πλυθεί, να πλύνει το πρόσωπό του: «ακριβώς πάνω απ’ το νεροχύτη υπήρχε μια καλημέρα». 3. ως επιφών. καλημέρα! ειρωνικό επιφώνημα σε κάποιον στην περίπτωση που δεν κατάλαβε τίποτα από όσα του είπαμε. Συνών. καληνύχτα! Παρατηρείται κίνηση του χεριού που κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους και πλάγια. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- δε θέλω ούτε την καλημέρα του, δε θέλω να έχω καμιά σχέση με το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, δε θέλω ούτε την καλημέρα του»·
- δε λέμε ούτε καλημέρα, έχουμε διακόψει τις φιλικές σχέσεις μας, είμαστε μαλωμένοι: «απ’ τη μέρα που διαλύσαμε το συνεταιρισμό που είχαμε, δε λέμε ούτε καλημέρα»· βλ. και φρ. δεν έχουμε ούτε καλημέρα·
- δε σου λένε καλημέρα, δε σε υπολογίζουν καθόλου: «όταν είσαι πολύ φτωχός, δε σου λένε καλημέρα». (Λαϊκό τραγούδι: ντυμένο σε προσέχουνε κι όλοι κοντά σου τρέχουνε. Σαν παλιώσουν πέρα ως πέρα, δε σου λένε καλημέρα!
- δεν έχουμε ούτε καλημέρα, δε διατηρούμε φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις, γιατί δεν έχουμε γνωριστεί, δεν έχουμε συστηθεί: «τον ξέρω εξ αποστάσεως, αλλά δεν έχουμε ούτε καλημέρα»· βλ. και φρ. δε λέμε ούτε καλημέρα· 
- καλημέρα γι’ αύριο! ειρωνικό επιφώνημα που δηλώνει ότι, από όσα είπαμε σε κάποιον, δεν κατάλαβε τίποτα: «δηλαδή, εμείς δε θα πάμε μαζί τους; -Καλημέρα κι έφεξε! Τι σου λέω τόση ώρα»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. λ. Γιάννης·
- καλημέρα Θανάση! βλ. φρ. καλημέρα γι’ αύριο(!)·
- καλημέρα κι έφεξε! βλ. φρ. καλημέρα γι’ αύριο(!)·
- λέω καλημέρα, καλημερίζω: «κάθε πρωί λέω καλημέρα ακόμα και σε κείνους που δε γνωρίζω»·
- με το καλημέρα, χωρίς να χαθεί διόλου καιρός, αμέσως: «μόλις μπήκε στο γραφείο μου, με το καλημέρα μου ζήτησε δανεικά»·
- μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα, δηλώνει σύντομο χρονικό διάστημα: «καλές είναι οι καλοκαιρινές διακοπές αλλά, ρε παιδάκι μου, μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα»·
- όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·
- ούτε για καλημέρα, για κανένα λόγο, σε καμιά περίπτωση: «δε θέλω να τον δω ούτε για καλημέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, καταραμένη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα)·
- πολύ καλημέρα! ή πολύ καλημέρα σας! εγκάρδιο καλημέρισμα σε κάποιον. Συνήθως παρατηρείται ελαφρά υπόκλιση προς το άτομο στο οποίο απευθύνεται ο χαιρετισμός·
- την καλημέρα μου (στον τάδε, ενν. δώσε), καλημέρισέ τον εκ μέρους μου, χαιρέτισε τον τάδε εκ μέρους μου με το καλημέρα: «την καλημέρα μου, αν δεις στο γραφείο τον τάδε»·
- του ’κοψα την καλημέρα, έπαψα να του μιλώ, έπαψα να έχω σχέσεις μαζί του, επειδή θύμωσα, πικράθηκα ή μάλωσα μαζί του: «επειδή κάθε τόσο με κατηγορούσε, του ’κοψα την καλημέρα»·
- τώρα καλημέρα! έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «ήρθα για τη δουλειά, που βάλατε προχτές στις μικρές αγγελίες. -Τώρα καλημέρα, γιατί την πήρε άλλος τη δουλειά!». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα! / τώρα χαίρετε! / τώρα χαιρετίσματα!

κηδεμόνας

κηδεμόνας, ο, ουσ. [<αρχ. κηδεμών], ο κηδεμόνας·
- αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, ειρωνική έκφραση σε άτομο της παρέας που έπεσε σε κάποιο παράπτωμα ή που παρέβη κάποια συνολική επιθυμία της: «μια και δε βοήθησες τον τάδε, που σου το ζήτησε, αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου || επειδή δεν ήρθες χτες βράδυ στα μπουζούκια που σε περιμέναμε, αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου». Από τη στερεότυπη φρ. του δασκάλου προς άτακτο μαθητή, όταν τον διώχνει από το μάθημα ή του επιβάλει κάποια τιμωρία.

κληρώνω

κληρώνω, ρ. [<μσν. κληρώνω <αρχ. κληρῶ], κληρώνω. 1. βάζω στον κλήρο κάτι, κάνω κλήρωση: «κάθε τόσο κληρώνει μέσα στην πιάτσα ένα πανέρι με φρεσκότατα ψάρια || ο σύλλογός μας, για να αυξήσει τα κέρδη του, κληρώνει ένα αυτοκίνητο». 2α. στο γ΄ πρόσ. κληρώνει, λέγεται απειλητικά σε άτομο που δεν ακολούθησε τις οδηγίες μας και έχει την έννοια πως είμαστε ήδη έτοιμοι να αρχίσουμε να ενεργούμε σε βάρος του χωρίς την πρόθεση να υπαναχωρήσουμε: «απ’ τη στιγμή που δε μου ’φερες τα λεφτά εμπρόθεσμα, από δω και πέρα, φίλε μου, κληρώνει». β. λέγεται και με την έννοια πως, από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και πέρα, δεν υπάρχει δυνατότητα οποιασδήποτε ενέργειας: «αφού δεν πρόλαβες να τακτοποιήσεις την υπόθεσή σου μέχρι τώρα, δεν μπορείς να κάνεις πια τίποτα, γιατί κληρώνει». Αναφορά στα λαχεία, γιατί, από τη στιγμή που αρχίζει η κλήρωσής τους, σταματά κάθε νέα προσφορά προς πώληση·
- αύριο κληρώνει! προτρεπτική έκφραση, να δηλώσουμε και εμείς συμμετοχή κάπου, γιατί υπάρχει περίπτωση να αποβεί προς όφελός μας: «πάρε μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί αύριο κληρώνει και θα με θυμηθείς». Από τη στερεότυπη έκφραση των πλανόδιων λαχειοπωλών·
- κλήρωσαν τα λαχεία, βλ. λ. λαχείο.

μέρα

μέρα, η, ουσ. [<μσν. μέρα <αρχ. ἡμέρα], η μέρα· βλ. και λ. ημέρα. (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άγιες μέρες, οι μεγάλες γιορτές, ιδίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα: «τέτοιες άγιες μέρες που είναι, πρέπει να δώσετε τα χέρια σας και ν’ αγαπήσετε πάλι»·
- ανάποδη μέρα, που στη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «σήμερα ήταν πολύ ανάποδη μέρα, γιατί απ’ το πρωί όλα μου πήγαιναν στραβά κι ανάποδα»·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ζητάει συγνώμη, κάθε φορά που κάνει κάτι σε βάρος μας, ιδίως από απροσεξία του·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μέχρι χτες μου ορκιζόταν πως θα κόψει το τσιγάρο κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τον ξανάπιασα να καπνίζει || άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τα κονόμησε»·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «σκοτώνεται στη δουλειά απ’ τη νύχτα ως τη μέρα για να τα φέρει βόλτα»·
- από μέρα σε μέρα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το πότε: «τον περιμένω να ’ρθει από μέρα σε μέρα»· βλ. και φρ. μέρα με τη μέρα·
- αύριο άλλος ήλιος, άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! έκφραση που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής μας δηλώνει απογοήτευση, στενοχώρια ή δυσφορία για κάποιον που κάνει ή που μας ζητάει κάτι, και που δηλώνει έμμεσα την άρνησή μας: «σήμερα που γιορτάζω βρήκες τη μέρα να μου χαλάσεις την καρδιά! || βρήκες τη μέρα που πληρώνω το προσωπικό μου να μου ζητήσεις δανεικά! || βρήκες μέρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το τώρα μάλιστα και πολλές φορές, κλείνει με το κι εσύ·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. βρέθηκε σε κακή μέρα·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) δεν απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «χάσαμε μέσ’ απ’ τα χέρια μας το παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας βρέθηκε σε κακή μέρα»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «η ομάδα μας βρέθηκε σε καλή μέρα και κατατρόπωσε την αντίπαλη ομάδα»·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε κακή μέρα·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε καλή μέρα·
- για κάθε μέρα, για καθημερινή χρήση: «αγόρασα ένα μπλου τζιν για κάθε μέρα»·  
- δε βλέπω άσπρη μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα και για το λόγο αυτό δε χαίρομαι, δε νιώθω ευτυχισμένος, είμαι πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε βλέπω άσπρη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βλέπω άσπρη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα
- δε γνωρίζω άσπρη μέρα, βλ. φρ. δε βλέπω άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ποτέ δε γνώρισα μια άσπρη μέρα και δε με φίλησε ποτέ μητέρα, καλάμι έρημο είμαι στον κάμπο που πάει κι έρχεται με τον αέρα
- δεν είδα μια καλή μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκα, δεν είδα μια καλή μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’χεις καμωμένη τη ζωή μαρτύριο και καλή μια μέρα πια δεν έχει δει, άστατη, κακούργα, το ’χεις μαραζώσει. Έχει δίκιο το παιδί!
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. συνηθέστ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·  
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά ή κάθε μέρα Πασχαλιά είναι; βλ. φρ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού ή κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού είναι; α. τα καλά ή τα ευχάριστα πράγματα δε συμβαίνουν τακτικά στη ζωή μας: «κέρδισε μια φορά το λαχείο και περιμένει να το ξανακερδίσει. -Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού». β. ειρωνική παρατήρηση ή ξέσπασμα θυμού σε κάποιον που, επειδή κάποτε τον βοηθήσαμε ή τον εξυπηρετήσαμε, έχει την απαίτηση ή μας γίνεται φορτικός για νέες εξυπηρετήσεις·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορούν να συγκριθούν, γιατί ο ένας είναι πολύ ανώτερος από τον άλλον ή γιατί είναι εντελώς ανόμοια: «δυο παιδιά που βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα || δεν μπορούν να συγκριθούν τ’ αυτοκίνητά μας, αφού βλέπεις πως διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα»·
- έγινε η νύχτα μέρα, φωταγωγήθηκε άπλετα ένα νυχτερινό τοπίο: «μόλις άναψαν οι προβολείς του γηπέδου, έγινε η νύχτα μέρα»·
- εδώ και μέρες ή εδώ και τόσες μέρες, πριν από αρκετές μέρες: «εδώ και μέρες τον είδα τυχαία στο δρόμο και μου ’πε, όταν σε δω, να σου δώσω χαιρετίσματα || εδώ και τόσες μέρες τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω»· βλ. και φρ. μέρες τώρα·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, είμαι πολύ εκνευρισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος: «δεν έχω όρεξη για κουβέντα, γιατί είμαι σ’ άσχημη μέρα»·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- είμαι σε καλή μέρα, είμαι χαρούμενος, ευδιάθετος: «τώρα που είμαι σε καλή μέρα, ευχαρίστως να κουβεντιάσουμε ό,τι θέλεις»·
- είναι άσχημη μέρα ή είναι άσχημη η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι η μέρα μου, λέγεται στην περίπτωση που έχουμε αλλεπάλληλες επιτυχίες ή αποτυχίες μέσα στην ίδια μέρα: «φαίνεται πως είναι η μέρα μου να κερδίζω || απ’ ό,τι βλέπω δεν είναι η μέρα μου, γιατί τίποτα δε μου πάει καλά». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες φορές κλείνει τη φρ. το σήμερα·
- είναι κακή μέρα ή είναι κακή η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι καλή μέρα ή είναι καλή η μέρα, βλ. φρ. είναι καλός καιρός, λ. καιρός·
- είναι λίγες οι μέρες του ή λίγες είν’ οι μέρες του, πρόκειται να πεθάνει από μέρα σε μέρα: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι με τις μέρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για άτομο κυκλοθυμικό: «αν θέλεις να σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά σου, θα πρέπει να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, γιατί είναι με τις μέρες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του· 
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. φρ. έχει μέρες να(…)·
- είναι μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. φρ. έχει μέρες που(…)·
- είναι μετρημένες οι μέρες του ή μετρημένες είναι οι μέρες του, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι στις μέρες της, (για έγκυες) έφτασε ο καιρός να γεννήσει, όπου να ’ναι γεννάει: «την πήγε στην κλινική ο άντρας της, γιατί είναι στις μέρες της»·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. φρ. έγινε η νύχτα μέρα·
- έφεξε η μέρα ή έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε η μέρα, ξεκίνησε για τη δουλειά του»·
- έχασα τις μέρες, δεν ξέρω ποια μέρα είναι αυτή που διανύουμε: «για πες μου, σε παρακαλώ, τι μέρα έχουμε σήμερα, γιατί έχασα τις μέρες»·
- έχει μέρες να… ή έχει μέρες τώρα να…, λέγεται για κάτι που έχει αρκετό καιρό να γίνει: «έχει μέρες να φανεί || έχει μέρες τώρα να φανεί || έχει μέρες να φάει»·
- έχει μέρες που… ή έχει μέρες τώρα που…, λέγεται για κάτι που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει: «έχει μέρες που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε και δεν μπορεί να τον συναντήσει || έχει μέρες τώρα που σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω κι όλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω»·
- έχει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι με τις μέρες του·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, α. διαπίστωση για τη θετική εξέλιξη μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας ευνοϊκά σημάδια. β. επαλήθευση κακής πρόβλεψης για την πορεία μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας σημάδια, που δεν είναι ευνοϊκά. Περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το εμ· βλ. και φρ. το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, λ. πουλί·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάθε μέρα, όλες τις μέρες, συνεχώς, χωρίς διακοπή: «σκέφτεται να χωρίσει, γιατί κάθε μέρα μαλώνει με τη γυναίκα του»·
- κάθε μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, έχω την εντύπωση πως είναι ατέλειωτη, πως περνάει πολύ δύσκολα λόγω πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων: «όταν φεύγουν τα παιδιά μου πολυήμερη εκδρομή, κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, γιατί γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα για μένα θα ’ναι χρόνος, θα με τρώει του χωρισμού ο πόνος!
- καλή σου μέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- κι αύριο μέρα είναι, βλ. λ. αύριο·
- κούφια μέρα, που κατά τη διάρκειά της μένει κανείς άπραγος, δεν κάνει τίποτα, χωρίς αυτό να δηλώνει πως είναι τεμπέλης: «μου ’τυχε τόσο κούφια μέρα σήμερα που δεν έκανα τίποτα»·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λίγες να ’ν’ οι μέρες σου, είδος κατάρας σε κάποιον να πεθάνει πολύ γρήγορα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί σε μια απαίτησή μου: «ενώ ήταν να μου δώσει πριν από καιρό τα λεφτά που μου χρωστούσε, με πηγαίνει από μέρα σε μέρα || είναι να βάλει μια υπογραφή για να κλείσουν τα συμβόλαια και με πηγαίνει από μέρα σε μέρα»·
- μαύρη μέρα, μέρα πού πέρασε μέσα στη δυστυχία: «πέρασα ακόμα μια μαύρη μέρα σήμερα, χωρίς να γελάσουν τα χείλη μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες
- με βρήκε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- με πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- με πήρε η μέρα, ξημερώθηκα: «διασκέδαζα όλο το βράδυ στα μπουζούκια, μέχρι που με πήρε η μέρα»·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- μέρα με τη μέρα ή μέρα τη μέρα, με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά: «μέρα με τη μέρα άρχισε να την αγαπάει και πιο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός στον κόσμο και μέρα τη μέρα χάνεται ο ήλιος από μπρος μου)· βλ. και φρ. από μέρα σε μέρα·
- μέρα μεσημέρι, α. στο καταμεσήμερο: «ήρθε να με επισκεφτεί μέρα μεσημέρι και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ». β. μπροστά στα μάτια όλων, μπροστά στον κόσμο: «η ληστεία της τράπεζας έγινε μέρα μεσημέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «είχαμε την ελπίδα πως κάποτε θα διορθώνονταν τα πράγματα, αλλά μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει και τα προβλήματα παραμένουν». (Λαϊκό τραγούδι: μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, η ζωή νερό κυλάει κι όποιος σοβαρά την πάρει αδικοχαμένος πάει
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «δουλεύει μέρα νύχτα σαν το σκυλί». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις, την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω // μαύρο θα φορέσεις το φουστάνι, αν θα δεις αλλού στεφάνι, ένα βλάμη, αίσθημα ζητάω, νύχτα μέρα ψάχνω να το βρω
- μέρα παρά μέρα, κάθε δεύτερη μέρα: «έρχεται για επιθεώρηση μέρα παρά μέρα»·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες μέρα(!)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέρες και μέρες, πάρα πολλές μέρες: «μέρες και μέρες περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»·
- μέρες τώρα… ή πάνε μέρες τώρα που…, πριν από καιρό: «μέρες τώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάει κανένας στο σπίτι σου || πάνε μέρες τώρα που σε ειδοποίησα να ’ρθεις να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας κι εσύ κάνεις το κορόιδο»· βλ. και φρ. εδώ και μέρες·
- μέσα σε μια μέρα, εντελώς απρόσμενα, ξαφνικά και με ραγδαία εξέλιξη: «μέσα σε μια μέρα έχασε όλη την περιουσία του»·
- μετράει μέρες, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- μετράει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι μετρημένες οι μέρες του·
- μετράω μέρες ή μετράω τις μέρες, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) βρίσκομαι πολύ κοντά στη μέρα της απόλυσής μου: «σε πόσον καιρό απολύεσαι; -Μετράω μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)· βλ. και φρ. μετράει μέρες·
- μετράω τις μέρες, ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: «στο τέλος του μηνός θα πάω διακοπές στην Κρήτη και μετράω τις μέρες || μετράω τις μέρες να περάσουν αυτές οι διακοπές, γιατί έχω σκυλοβαρεθεί»· βλ. και φρ. μετράω μέρες·  
- μια μέρα, κάποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον: «θυμάσαι μια μέρα που είχαμε συναντηθεί στην παραλία; || μια μέρα θα λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, λέγεται στην περίπτωση που δε γνωρίζουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και να δούμε τι θα βγάλει η μέρα»·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες απ’ τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς, μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, είδος κατάρας σε κάποιον να μην αξιωθεί να περάσει τη ζωή του χωρίς δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα·
- ξοδεύω τη μέρα μου, βλ. φρ. περνώ τη μέρα μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- οι γόνιμες μέρες (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς), βλ. λ. γόνιμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) η χρονική περίοδος κάθε μηνός που κρατάνε τα έμμηνα, η περίοδος της γυναίκας: «κάθε φορά που βρίσκεται στις δύσκολες μέρες, είναι όλο γκρίνια || όταν η γυναίκα μου βρίσκεται στις δύσκολες μέρες του μήνα, έχει μια αυξημένη νευρικότητα»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οι μέρες είναι πονηρές, η χρονική περίοδος που διερχόμαστε δεν εμπνέει σιγουριά, είναι γεμάτη από κινδύνους λόγω της ρευστής πολιτικής ή οικονομικής κατάστασης που επικρατεί: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί οι μέρες είναι πονηρές». Πρβλ.: βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Παύλου Προς Εφεσίους ε΄ 15-16)·  
- οι παλιές καλές μέρες! αναφορά με διάθεση νοσταλγίας, ιδίως από τους ηλικιωμένους, σε παλιότερες χρονικές περιόδους, που υπήρχε αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία: «η κοινωνία μας σήμερα έγινε σκληρή κι απάνθρωπη, ενώ τις παλιές καλές μέρες όλα ήταν όμορφα κι ωραία!»·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, δεν υπάρχουν καλές ή κακές μέρες, άτυχες ή τυχερές: «μερικοί προληπτικοί έχουν την Τρίτη για γρουσούζα μέρα, όμως όλες οι μέρες είναι του Θεού»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, λέγεται για άτομα που, όταν τεμπελιάζουν να κάνουν κάτι σοβαρό, αργοπορούν χωρίς λόγο ασχολούμενοι με επουσιώδη πράγματα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- περνώ μαύρες μέρες, περνώ περίοδο μεγάλων δυσκολιών, έχω πολλές στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, περνώ μαύρες μέρες»·
- περνώ τη μέρα μου, τη χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ τη μέρα μου διαβάζοντας || όταν έχω λεύτερο χρόνο, περνώ τη μέρα μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- στραβή μέρα, βλ. φρ. ανάποδη μέρα·
- σώθηκαν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος: «ο γιατρός το ’πε καθαρά πως σώθηκαν οι μέρες του»·
- τέλειωσαν οι μέρες του, βλ. φρ. σώθηκαν οι μέρες του·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! είδος κατάρας·
- την κακή του τη μέρα! έκφραση έντονης αμφισβήτησης με επιθετική διάθεση στα λεγόμενα κάποιου: «να του πεις την κακή του τη μέρα, που δε θα πάρω φέτος άδεια!»·  
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. φρ. τι μέρα κι η σημερινή(!)·
- τι μέρα κι η σημερινή! έκφραση με την οποία επιτείνουμε τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα ή τα ανιαρά συμβάντα της μέρας που περνάμε ή που περάσαμε: «το πρωί μου τηλεφώνησε ένας δικηγόρος για μια κληρονομιά, στη δουλειά πήρα την προαγωγή μου και το μεσημέρι μου ανακοίνωσε ξαφνικά η κόρη μου πως παντρεύεται. Τι μέρα κι η σημερινή! || Τι μέρα κι η σημερινή! Μου πήρε ο γερανός τ’ αυτοκίνητο, ο διευθυντής στη δουλειά μου ’κοψε την άδεια, φεύγοντας απ’ το γραφείο μου στραμπούλιξα το πόδι μου κι ακόμη δε νύχτωσε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ Θεέ μου ή η φρ. κλείνει με το Θεέ μου·
- τις τελευταίες μέρες, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «τις τελευταίες μέρες δεν έχει καθόλου δουλειά». Συνών. τον τελευταίο καιρό·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μέρες·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. φρ. χάνω τη μέρα μου·
- χάνω τη μέρα μου, την περνώ χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό ή αποδοτικό: «σήμερα έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά, έφτασε το μεσημέρι κι έχασα τη μέρα μου»·
- χρονιάρα μέρα, μεγάλη γιορτή, συνήθως θρησκευτική: «ήρθε Πασχαλιάτικα, χρονιάρα μέρα, και μου ζητούσε δανεικά»·
- χρονιάρες μέρες, συνεχόμενες μεγάλες γιορτές, συνήθως θρησκευτικές, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα: «τις χρονιάρες μέρες όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι».

όνειρο

όνειρο, το, πλ. όνειρα κ. ονείρατα, τα, ουσ. [<αρχ. ὄνειρον], το όνειρο. 1. μεγάλη επιθυμία ή φιλοδοξία, ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη: «τ’ όνειρό του είναι να πάει στο Παρίσι || τ’ όνειρό του είναι να γίνει δικηγόρος». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα φτωχά μου όνειρα ένα σωστό δε βγαίνει, όλα τα σκόρπισες εσύ φτώχεια κατηραμένη). 2. λέγεται για κάτι που είναι πολύ ωραίο, πολύ ευχάριστο: «αγόρασα ένα διαμερισματάκι όνειρο || το πάρτι του τάδε ήταν όνειρο». 3. σε θέση επιρρ., πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ωραία, εξαίσια, ονειρεμένα, θαυμάσια: «στην εκδρομή που πήγαμε περάσαμε όνειρο». (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα ή αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θαύμα, λέγεται με πικρία ή με παράπονο, όταν κάτι αναμενόμενο ή επιθυμητό συμβαίνει σε κάποιον άλλον. Συνών. αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες·
- απατηλό όνειρο, ευχάριστη φαντασίωση για να ξεφύγει κανείς από τη σκληρή πραγματικότητα. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, ξεκινήσαμε οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- άπιαστο όνειρο, καθετί που δεν μπορεί να εκπληρωθεί, που δεν εκπληρώθηκε: «λογάριαζα κι εγώ φέτος το καλοκαίρι να πάω με την οικογένειά μου στα νησιά, αλλά αποδείχτηκε άπιαστο όνειρο, γιατί δεν μπόρεσα να βρω τα λεφτά»·
- άσχημο όνειρο, που μας προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, που μας δημιουργεί κλίμα απαισιοδοξίας ή που προφητεύει κάτι κακό: «είδα ένα άσχημο όνειρο χτες βράδυ και δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω!»·
- βγήκε τ’ όνειρο, επαληθεύτηκε: «είδα χτες βράδυ στον ύπνο μου πως κέρδισα το λαχείο και σε μια βδομάδα βγήκε τ’ όνειρο»·
- βλέπει όνειρα, φαντάζεται πως μπορεί να πραγματοποιήσει πράγματα που στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «τον συμβούλεψα πως δεν μπορεί με τόσα λίγα χρήματα να ξεκινήσει τη δουλειά που θέλει, αλλά να δεις που θα το επιχειρήσει, γιατί βλέπει όνειρα και δεν ακούει κανέναν»·
- βλέπω όνειρα, συνήθως ονειρεύομαι κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: «από μικρός βλέπω όνειρα απ’ τα οποία άλλα είναι ευχάριστα κι άλλα εφιάλτες»·
- βλέπω όνειρο, ονειρεύομαι: «χτες βράδυ είδα όνειρο πως ήμουν αστροναύτης». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το σβηστό φανάρι κοιμάται κάποιο παλικάρι, με δίχως φράγκο μες στην τσέπη, τι όνειρο άραγε να βλέπει
- βλέπω στ’ όνειρό μου (κάποιον ή κάτι), ονειρεύομαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο βλέπω στ’ όνειρό μου τον πεθαμένο πατέρα μου || χτες βράδυ στ’ όνειρό μου είδα το χωριό μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε ζητούσε η καρδιά μου, σ’ έβλεπα στα όνειρά μου, σκλάβα σου πιστή θα μείνω, και ακόμη να με διώχνεις, αχ! πασά μου, δε σ’ αφήνω
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- γκρέμισαν τα όνειρά μου, δεν πραγματοποιήθηκαν για κάποιο λόγο: «η δουλειά δεν πήγε καθόλου καλά κι έτσι γκρέμισαν τα όνειρά μου να γίνω κι εγώ εργοστασιάρχης». (Λαϊκό τραγούδι: στη ζωή μ’ έχω πονέσει κι έχω κουραστεί, γκρέμισαν τα όνειρά μου, όλ’ οι πόθοι της καρδιάς μου, το κουράγιο κι η ελπίδα έχουν πια σβηστεί
- γκρέμισε τα όνειρά μου (κάποιος ή κάτι), δεν τα άφησε να πραγματοποιηθούν: «ο πατέρας του του γκρέμισε τα όνειρά του, γιατί δεν τον άφησε να γίνει ηθοποιός || η χρεοκοπία του πατέρα γκρέμισε τα όνειρά μου, γιατί δεν μπόρεσα να τελειώσω τις σπουδές μου». (Λαϊκό τραγούδι: κοινωνία άδικη, εσύ μου ’χεις γκρεμίσει όλα μου τα όνειρα σε τούτη τη ζωή κι από την αγάπη μου εσύ μ’ έχεις χωρίσει κι άδικα με τυραννάς βράδυ και πρωί
- γλυκό όνειρο, που ήταν πολύ ευχάριστο: «είδα ένα πολύ γλυκό όνειρο, πως ήμουν, λέει, ξάπλα σε μια απ’ τις πανέμορφες παραλίες της Χαλκιδικής»·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- γνωρίζω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- έγινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), λέγεται για επιδίωξη, για στόχο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, που είναι απραγματοποίητος: «έπεσαν έξω οι δουλειές του πατέρα του και το ταξίδι στο εξωτερικό έγινε γι’ αυτόν ένα όνειρο»· 
- είδα άσχημο όνειρο, επιθετική έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου με την έννοια πως θα φερθεί παράλογα ή δυναμικά εναντίον του ατόμου που τον ενοχλεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το πρόσεχε γιατί ή το κάτσε καλά γιατί· 
- είδα κακό όνειρο, βλ. φρ. είδα άσχημο όνειρο·
- είδα στ’ όνειρό μου ότι…, ονειρεύτηκα ότι…: «χτες βράδυ είδα στ’ όνειρό μου ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το λέει· 
- είναι ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. φρ. έγινε ένα όνειρο·
- έμεινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. φρ. έγινε ένα όνειρο· 
- έρχομαι στα όνειρα (κάποιου), με ονειρεύεται: «χωρίσαμε πριν από πολύ καιρό, όμως έρχεται συχνά στα όνειρά μου». (Τραγούδι: γεια σου, φεύγω σήμερα μακριά σου, θα ’ρχομαι στα όνειρά σου, γεια σου, γεια σου
- έσβησε σαν όνειρο, λέγεται για πολύ ευχάριστη κατάσταση που τερματίστηκε: «όλο το καλοκαίρι το πέρασα σαν πρίγκιπας στο τάδε νησί, αλλά έσβησε σαν όνειρο και μπλέχτηκα πάλι στα γρανάζια της δουλειάς». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγει κι αυτό το καλοκαίρι κι όσα ζήσαμε μαζί, μοιάζουν σαν όνειρα που σβήνουν το πρωί
- έχει μεγάλα όνειρα, στοχεύει ψηλά, επιδιώκει να πραγματοποιήσει σημαντικά πράγματα: «αυτό το παιδί θα προκόψει στη ζωή του, γιατί από μικρό έχει μεγάλα όνειρα». (Λαϊκό τραγούδι: η βάρκα μου η Μαριωρή είναι το πιο μικρό σκαρί, μα έχει όνειρα μεγάλα σαν και μένα, και φεύγουμε τα δειλινά για ξένα πόρτα μακρινά και για χαμόγελα γλυκά κι ονειρεμένα
- ζει με όνειρα, βλ. φρ. τρέφεται με όνειρα·
- ζει στο όνειρο, φαντάζεται σπουδαία πράγματα, ευτυχισμένες καταστάσεις: «με δυο τρία ποτηράκια αυτός ο άνθρωπος, ζει στο όνειρο»·
- ζει το όνειρο, βιώνει σπουδαίες, ευτυχισμένες καταστάσεις: «είναι ο πρώτος καιρός που κέρδισε το λαχείο κι ακόμα ζει το όνειρο. (Λαϊκό τραγούδι: μη βάζεις μέσα σου καημούς, ποτέ μη συλλογιέσαι. Γιατί το όνειρο το ζεις, το παραμύθι της ζωής, και μη στενοχωριέσαι
- ήταν ένα άσχημο όνειρο, βλ. φρ. ήταν ένα κακό όνειρο·
- ήταν ένα κακό όνειρο, λέγεται για παροδικές δυσάρεστες καταστάσεις: «ήταν μεγάλη συμφορά αυτό που σε βρήκε, αλλά ήταν ένα κακό όνειρο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το πες πως και κλείνει με το που πέρασε·
- θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο ή θα σου εξηγήσω αύριο τ’ όνειρο, προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται άσχημα πως θα του ανταποδώσουμε μελλοντικά τα ίσα: «τώρα με κοροϊδεύεις, αλλά θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο»·
- θρέφει όνειρα, βλ. φρ. τρέφει όνειρα·
- θρέφεται με όνειρα, βλ. φρ. τρέφεται με όνειρα·
- κακό όνειρο, βλ. λ. άσχημο όνειρο·
- καλό όνειρο, που είναι ευχάριστο ή ευοίωνο: «απ’ το πρωί είναι ευδιάθετος, γιατί χτες βράδυ είδε ένα καλό όνειρο»·
- κάνει μεγάλα όνειρα, βλ. φρ. έχει μεγάλα όνειρα·
- κάνω όνειρα, δημιουργώ με την φαντασία μου ευχάριστες καταστάσεις, ονειρεύομαι: «όλο το χειμώνα έκανα όνειρα πώς θα περάσω το καλοκαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο, όπως τα όνειρα που έκανα παιδί, το άλλο τ’ άλογο να είναι μαύρο, σαν την πικρή μου την κατάμαυρη ζωή
- κάνω τρελά όνειρα, σκέφτομαι διάφορες ευχάριστες καταστάσεις που δεν έχω τη δυνατότητα να πραγματοποιήσω. (Τραγούδι: θωρακισμένη Μερσεντές δεν ονειρεύτηκα ποτές, μην κάνεις όνειρα τρελά, μαζί μου θα ’χεις λίγα και καλά
- μακρινό όνειρο, βλ. φρ. άπιαστο όνειρο·
- μου φαίνεται σαν όνειρο, λέγεται για καταστάσεις ονειρικές, εξωπραγματικές που μας είναι αδύνατο να τις πιστέψουμε: «μου φαίνεται σαν όνειρο που ξαναβρήκα ένα φίλο μετά από τριάντα χρόνια || μου φαίνεται σαν όνειρο που κάνω διακοπές σ’ αυτό το εξωτικό νησί»·
- μου φαίνεται σαν σε όνειρο! λέγεται για πράγματα, για καταστάσεις που υπάρχουν αμυδρά στη σκέψη μας, που αποτελούν μια αμυδρή ανάμνηση: «μου φαίνεται σαν σε όνειρο που παίζαμε παιδιά στη φτωχογειτονιά μας!»·
- όνειρα βλέπεις; έκφραση με την οποία θέλουμε να επαναφέρουμε κάποιον στην πραγματικότητα: «αποφάσισα με πεντακόσια ευρώ να κάνω το γύρο του κόσμου. -Όνειρα βλέπεις;»·
- όνειρα γλυκά! ευχετική έκφραση σε κάποιον την ώρα που πηγαίνει να κοιμηθεί. Πολλές φορές, η φρ. πιο ολοκληρωμένη και με κάποια δόση πειράγματος: όνειρα γλυκά και απονήρευτα! ή όνειρα γλυκά και ασκανδάλιστα! όπου το απονήρευτα ή το ασκανδάλιστα υπονοεί ερωτικές φαντασιώσεις·
- όνειρο ήταν και πάει, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε·
- όνειρο ήταν και πέρασε, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε. (Λαϊκό τραγούδι: μακριά κι οι φίλοι, με γελάσανε, όνειρα ήταν και περάσανε)·
- όνειρο ήταν και χάθηκε, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε·
- όνειρο ήταν κι έσβησε, α. λέγεται με παράπονο για ευχάριστη κατάσταση που είχε μικρή διάρκεια, που ήταν παροδική, εφήμερη: «περάσαμε πάρα πολύ ωραία τρεις μέρες στη Χαλκιδική, όμως όνειρο ήταν κι έσβησε, γιατί πρωί πρωί τη Δευτέρα ξαναγυρίσαμε στη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε. Με το πέρασμα του χρόνου την ανάμνηση του πόνου στην καρδιά αφήσατε, περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε).β. λέγεται με παράπονο για ευχάριστη κατάσταση που τη ζήσαμε μόνο με τη φαντασία μας: «είχα σκοπό να περάσω το καλοκαίρι σε κανένα νησί, όμως όνειρο ήταν κι έσβησε, γιατί μου προέκυψαν ένα σωρό έξοδα που δεν τα υπολόγιζα κι έτσι έμεινα χωρίς φράγκο»·
- όνειρο θερινής νυκτός, λέγεται στην περίπτωση που κάποια επιθυμία ή επιδίωξή μας δεν πραγματοποιήθηκε: «σκόπευα κι εγώ φέτος να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά ήταν όνειρο θερινής νυκτός, γιατί δε μου ’ρθαν τα λεφτά που περίμενα». Αναφορά στο ομώνυμο έργο του Ουίλ. Σαίξπηρ·
- πιστεύει σε όνειρα ή πιστεύει στα όνειρα, έχει την εντύπωση πως μπορούν να πραγματοποιηθούν πράγματα δύσκολα, ανέφικτα: «ξεκίνησε να χτίσει ολόκληρο εργοστάσιο χωρίς ευρώ. -Πιστεύει σε όνειρα»·
- πιστεύει στα όνειρα, έχει την εντύπωση πως τα όνειρα όντως κάτι προαναγγέλλουν, πως είναι προφητικά, σημαδιακά: «είδε στ’ όνειρό του ψάρι, που σημαίνει μεγάλη λαχτάρα, κι είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί πιστεύει στα όνειρα»·
- πλάθω όνειρα, βλ. φρ. κάνω όνειρα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με τη μητέρα σου τα βάσανά μας λέμε, όνειρα πλάθουμε για σας και κάπου κάπου κλαίμε
- προφητικό όνειρο, που έχει χαρακτήρα προφητείας, που προλέγει το μέλλον: «έγινε μεγάλος και τρανός κι ήταν προφητικό το όνειρο που είχε δει η μάνα του τη μέρα που τον γέννησε»·
- σαν όνειρο, δηλώνει κάτι εξαιρετικό, πολύ ευχάριστο, εξαίσιο που μας συμβαίνει ή που μας συνέβη: «η εκδρομή ήταν σαν όνειρο». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη μου χαλάσεις την καρδιά, κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι, θα ’ναι σαν όνειρο η βραδιά)· βλ. και φρ. σαν σε όνειρο(!)·
- σαν σε όνειρο! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως θυμόμαστε κάτι πολύ αμυδρά: «σαν σε όνειρο βλέπω τον εαυτό μου στην παιδική του ηλικία»· βλ. και φρ. σαν όνειρο και του ονείρου·
- σημαδιακό όνειρο, που αποδεικνύεται μοιραίο ή που έχει το χαρακτήρα του οιωνού: «ήταν σημαδιακό το όνειρο που είδα κι ήμουν έτοιμος για ό,τι ήθελε συμβεί»·
- σκόρπισαν τα όνειρά μου, διαλύθηκαν, δεν πραγματοποιήθηκαν: «με την αναδουλειά που υπάρχει, σκόρπισαν τα όνειρά μου για καλοκαιρινές διακοπές». (Λαϊκό τραγούδι: μάτια μου, θάλασσες, το βλέμμα σου ταξίδι, τα όνειρά μου σκόρπισες στης μοίρας το παιχνίδι
- στ’ όνειρό σου το είδες; βλ. συνηθέστ. στον ύπνο σου το είδες; λ. ύπνος·
- τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα, βλ. λ. πραγματικότητα·
- τ’ όνειρό του είναι να…, η βασική του επιδίωξη, ο κύριος στόχος του είναι να…: «από μικρό παιδί τ’ όνειρό του είναι να γίνει ένας πετυχημένος γιατρός»·
- το ’δα ’γω τ’ όνειρο! ή το ’χα δει ’γω τ’ όνειρο! λέγεται από άτομο που έρχεται αντιμέτωπο με κάποια δυσάρεστη κατάσταση ή που του ανακοινώνουν κάτι κακό που υποπτευόταν πως θα του συμβεί: «αφεντικό, όσο λείπατε στην τράπεζα ήρθε μια ομάδα από εφοριακούς που σας περιμένει στο γραφείο σας. -Το ’δα ’γω τ’ όνειρο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αμ ή το μωρέ ή το να το· βλ. και φρ. είδα κακό όνειρο·
- του ονείρου, (στη νεοαργκό) δηλώνει κάτι εξαιρετικό, πολύ ευχάριστο, εξαίσιο: «γνώρισα μια γυναίκα του ονείρου || αγόρασε ένα αυτοκίνητο του ονείρου || έφαγα μια μακαρονάδα του ονείρου»· 
- του ψαλιδίζω τα όνειρα, με λόγια ή πράξεις γίνομαι ανασταλτικός παράγοντας στην πραγματοποίηση των στόχων του, των επιθυμιών του: «μόλις δει κάποιον νέο, του ψαλιδίζει τα όνειρα και τον προσγειώνει στη σκληρή πραγματικότητα»·
- τρελό όνειρο, πόθος που δεν εκπληρώθηκε. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, ξεκινήσαμε οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- τρέφει όνειρα, μάταια φαντάζεται πως θα πετύχει ή θα αποκτήσει κάτι: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του γιατρού, τρέφει όνειρα να δημιουργήσει μια μοντέρνα κλινική, αλλά δεν έχει ούτε ευρώ ο καημένος»·
- τρέφεται με όνειρα, μάταια υπολογίζει σε κάτι: «έχει την εντύπωση πως θα περάσει στο πανεπιστήμιο, αλλά, απ’ τη στιγμή που δεν ανοίγει βιβλίο τρέφεται με όνειρα»·
- τρομερό όνειρο, ο εφιάλτης: «χτες βράδυ είδα ένα τρομερό όνειρο κι ακόμη δεν μπορώ να συνέλθω»·
- των ονείρων μου, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως επιθυμούμε κάποιον ή κάτι πάρα πολύ: «αυτή που βλέπεις είναι η γυναίκα των ονείρων μου || αυτό το μοντέλο είναι τ’ αυτοκίνητο των ονείρων μου»·
- φοβερό όνειρο, βλ. φρ. τρομερό όνειρο·
- χάθηκε σαν όνειρο, βλ. φρ. έσβησε σαν όνειρο·
- χτίζω όνειρα, ονειρεύομαι ευχάριστα πράγματα: «μόλις πήρε το δίπλωμα του γιατρού, άρχισε να χτίζει όνειρα για το μέλλον του». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα, σε πίστεψα, δε μου ’πες την αλήθεια, μαζί κι αν χτίζαμε όνειρα,εβγήκαν παραμύθια
- ψαλιδίστηκαν τα όνειρά μου, δεν πραγματοποιήθηκαν: «ήθελα να γίνω γιατρός, αλλά ψαλιδίστηκαν τα όνειρά μου, γιατί για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου άφησα τις σπουδές μου στη μέση».

παπά

παπά, τα, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.], (στη γλώσσα των νηπίων) τα παπούτσια: «έλα, το μωράκι μου, που του ’φερε ο μπαμπάκας του καινούρια παπά».

σήμερα

σήμερα, επίρρ. [<αρχ. σήμερον], σήμερα· ως ουσ. το σήμερα, το παρόν: «όλοι νοιάζονται μόνο για το σήμερα». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. με το σήμερα με το αύριο·
- δε μας θέλει η μπάλα σήμερα ή δε μας θέλει σήμερα η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- και ντε σήμερα, ντε αύριο, βλ. λ. ντε·
- μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο ή μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μου χρωστάει κάτι λεφτά εδώ και τόσο καιρό και μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο»·
- με πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- με ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- με το σήμερα με το αύριο, με διαδοχικές, με συνεχείς αναβολές: «με το σήμερα με το αύριο χάσαμε την προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών»·
- σαν σήμερα, γεγονός που συντελέστηκε στο παρελθόν την ίδια ημερομηνία με τη σημερινή: «σαν σήμερα ήταν που πέθανε ο πατέρας μου, πριν από πέντε χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: σαν σήμερα σαν σήμερα βαριά με δέσαν σίδερα
- σήμερα αύριο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μια από αυτές τις μέρες που έρχονται: «μη στενοχωριέσαι, γιατί σήμερα αύριο θα στα δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω»·
- σήμερα δέκα ή σαν σήμερα δέκα ή σήμερα κάνει δέκα (ενν. ημέρες), πριν από δέκα ημέρες: «έχει πολλές μέρες που έφυγε; -Σαν σήμερα κάνει δέκα». Ο αριθμός ανάλογος·
- σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος πως η ζωή είναι πρόσκαιρη και μάταιη: «όλα είναι μάταια στη ζωή μας, φιλαράκι, γιατί σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε». Πρβλ. για κάτσετε λιγάκι να σκεφθείτε πως πρέπει να γλεντάτε τη ζωή, σήμερα είσαι κι αύριο φεύγει γλέντησε άνθρωπε όσο μπορείς (Λαϊκό τραγούδι)·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως στη ζωή το καλό και πιο συχνά το κακό δεν είναι μόνιμο σε κάποιον άνθρωπο, αλλά, ενώ σήμερα μπορεί να συμβαίνει στον έναν, μπορεί την επομένη να συμβαίνει στον άλλον: «μη στενοχωριέσαι, φίλε μου, γι’ αυτή την ατυχία σου, γιατί σήμερα εσύ, αύριο εγώ»·
- σήμερα έχει, αύριο δεν έχει, έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως πρέπει να προλάβει να επωφεληθεί από κάποια ευκαιρία που παρουσιάστηκε: «τρέξε να προλάβεις ν’ αγοράσεις απ’ το τάδε κατάστημα, που τα δίνει όλα μισοτιμής, γιατί σήμερα έχει, αύριο δεν έχει»·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο δε ζούμε, βλ. συνηθέστ. σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε·
- σήμερα θα… (ακολουθεί ρήμα), αύριο θα… (ακολουθεί το ίδιο ρήμα), μάταια περιμένουμε να συμβεί, να πραγματοποιηθεί από κάποιον ή από κάτι,αυτό που δηλώνει το ρήμα: «μου είχε υποσχεθεί πως θα μ’ έπαιρνε στη δουλειά του, όμως σήμερα θα με πάρει, αύριο θα με πάρει, νιος ήμουν και γέρασα || είχαν πει απ’ το Λιμεναρχείο πως το καράβι θα ερχόταν αργά το βράδυ, όμως σήμερα θα ’ρθει, αύριο θα ’ρθει, πέρασαν τρεις μέρες και καράβι δε φαινόταν»· βλ. και φρ. τώρα θα…, ύστερα θα…, λ. τώρα·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ. άνθρωπος·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- τι σήμερα, τι αύριο, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε σε κάποιον πως δεν υπάρχει σπουδαία διαφορά ανάμεσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα: «αφού σου υποσχέθηκε πως αύριο θα σου δώσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, τι σήμερα, τι αύριο»·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το σήμερα είναι χτες, λέγεται για την ταχύτατη εξέλίξη που συντελείται στην εποχή μας: «η εξέλιξη στη ζωή μας έχει πάρει τέτοιες τεράστιες διαστάσεις, που το σήμερα είναι χτες»·
- του σήμερα, α. που είναι της επικαιρότητας, που είναι βραχύβιος: «άλλαξε μυαλά, γιατί αυτά είναι επαγγέλματα του σήμερα και κάποια στιγμή θα βρεθείς χωρίς να έχεις κάτι σίγουρο στα χέρια σου». β. που είναι σύγχρονος με την εποχή του, που είναι έτσι όπως απαιτούν οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες: «είναι άνθρωπος του σήμερα και νοιάζεται μόνο για το χρήμα».