Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ατιμάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ατιμάζω, ρ. [<αρχ. ἀτιμάζω], ατιμάζω. 1. (και για τα δυο φύλα) απατώ: «τη χώρισε, επειδή τον ατίμασε». 2. προσβάλλω την τιμή κάποιας γυναίκας, της αφαιρώ την παρθενιά της, τη διακορεύω ή τη βιάζω: «την ατίμασε, αλλά δε θέλει να την παντρευτεί || απειλεί πως θα σε σκοτώσει, γιατί ατίμασες την αδερφή του».