Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ασήμι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ασήμι, το, ουσ. [<μσν. ἀσήμιον, υποκορ. του μτγν. ἄσημον <αρχ. ἄσημος (χρυσός, ἄργυρος, δηλ. ασήμι ασφράγιστο, που δεν έχει κοπεί σε νομίσματα)], το ασήμι· το χρήμα: «έχει κρυμμένο ασήμι για τα γεροντάματά του»· στον πλ. τα ασήμια, βλ. λ. ασημικά.

ασημικά

ασημικά, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. ασημικό <ασήμι], το σύνολο των αργυρών σκευών ή κοσμημάτων ενός σπιτιού, ενός νοικοκυριού: «κάθε καλοκαίρι που είναι να πάνε διακοπές, κρύβουν όλα τ’ ασημικά τους»·
- πουλάει τ’ ασημικά της οικογένειας, βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση: «μετά τη χρεοκοπία του, πουλάει τ’ ασημικά της οικογένειας». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς, όταν βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση, να πουλάνε αντικείμενα αξίας που ανήκουν στην οικογένειά τους μήπως και βγούνε από τη δύσκολη θέση που βρίσκονται.