Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αρκουδάνθρωπος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αρκουδάνθρωπος, ο, ουσ. [<αρκούδα + άνθρωπος], άντρας μεγαλόσωμος, τριχωτός και άγριος, ο αγριάνθρωπος: «όταν έχει μαζί του αυτόν τον αρκουδάνθρωπο, δεν του κουνιέται κανένας».