Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αργία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αργία, η, ουσ. [<αρχ. ἀργία <ἀεργία], η αργία. α. η αποχή από την εργασία λόγω Κυριακής, θρησκευτικής ή εθνικής γιορτής: «τα Χριστούγεννα έχουμε αργία || την 25η Μαρτίου έχουμε αργία». (Λαϊκό τραγούδι: Παρασκευή μ’ απάτησες, Σάββατο μ’ απαράτησες, και την Κυριακή αργία και σ’ άλλα με υγεία). β. (για δημόσιους υπάλληλους, στρατιωτικούς ή ιερωμένους) αποχή από την εργασία ή την ιερουργία, λόγω πειθαρχικής ποινής: «μ’ έχουν δώσει μια βδομάδα αργία για το λάθος που έκανα στη μεταφορά των εμπορευμάτων || τον παπά της ενορίας μας τον έχουν σε αργία, γιατί αντιμίλησε στο δεσπότη»·
- αργία μήτηρ πάσης κακίας, η έλλειψη απασχόλησης, εργασίας ή η τεμπελιά, οδηγεί σε κακές σκέψεις, ιδίως πράξεις: «η εγκληματικότητα είναι αυξημένη στους άεργους ανθρώπους, γιατί, ως γνωστόν, αργία μήτηρ πάσης κακίας»·
- δεν είναι αργία είναι απεργία, βλ. λ. απεργία.

απεργία

απεργία, η, ουσ. [<απεργός + κατάλ. -ία], η απεργία·
- απεργία πείνας, βλ. λ. πείνα·
- δεν είναι αργία είναι απεργία, εργατικό σύνθημα που ακούγεται τη μέρα της Πρωτομαγιάς.
- κάνω απεργία, απεργώ: «οι εργάτες προσανατολίζονται να κάνουν απεργία»·
- κατεβάζω σε απεργία, ενεργοποιώ, κατευθύνω ένα σύνολο ανθρώπων για να απεργήσουν: «οι συνδικαλιστές κατέβασαν σε απεργία το σύνολο των εργαζομένων»·
- κατεβαίνω σε απεργία, απεργώ: «οι εργάτες προειδοποίησαν τους εργοδότες τους πως, αν δεν εισακουστούν τα αιτήματά τους, θα κατέβουν σε απεργία»·
- κυλιόμενη απεργία, η μέθοδος με την οποία οι εργαζόμενοι απεργούν διαδοχικά σε διάφορα τμήματα μιας επιχείρησης ή μιας δημόσιας υπηρεσίας: «οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα αποφάσισαν για την επόμενη εβδομάδα μια κυλιόμενη απεργία σε όλα τα δημόσια καταστήματα»·
- λευκή απεργία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εργαζόμενοι προσέρχονται μεν στον τόπο εργασίας τους χωρίς όμως στη συνέχεια να δουλεύουν: «το συνδικάτο του εργοστασίου αποφάσισε μια προειδοποιητική λευκή απεργία στις αρχές της ερχόμενης εβδομάδας».