Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αναποδιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αναποδιά, η, ουσ. [<ανάποδος + κατάλ. -ιά]. 1. η αναπάντεχη δυσκολία, η αναπάντεχη κακοτυχία: «μου ’τυχε μια αναποδιά στη δουλειά και μ’ έριξε πίσω δυο βδομάδες». 2α. η δυστροπία, η παραξενιά του χαρακτήρα: «πρόσεχε, μην κάνεις πάλι καμιά αναποδιά εκεί που θα πάμε, και μας φέρεις σε δύσκολη θέση!». β. η αταξία: «δεν μπορείς να περάσεις μια μέρα χωρίς αναποδιά;». 3. το κακό σημάδι, ο κακός οιωνός: «το ’χει για αναποδιά να δει πρωί πρωί παπά στο δρόμο του». 4α. στον πληθ. οι αναποδιές, (γενικά) οι απρόσμενες σοβαρές δυσκολίες της ζωής: «είμαι μαθημένος στις αναποδιές και δεν το βάζω κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: όσες κι αν βρεις αναποδιές ξέρεις και καθαρίζεις, κοιλοπονάς πολλές φορές απ’ τις σκληρές αναποδιές κι εσύ καλαμπουρίζεις). β. (γενικά) οι αταξίες: «άσε τις αναποδιές, γιατί θα τις φας»·
- κάνω αναποδιές, κάνω αταξίες, ατακτώ: «είναι πολύ αναποδιάρης κι απ’ την ώρα που θα ξυπνήσει, μέχρι να ’ρθει πάλι η ώρα να κοιμηθεί, κάνει συνέχεια αναποδιές».