Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αλλιώς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αλλιώς, επίρρ. [<μσν. ἀλλιῶς <ἀλλέως]. α. διαφορετικά: «κάτσε καλά, γιατί αλλιώς θα σε δείρω». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα αλλιώς θα πάρω πέτρα). β. όχι με αυτόν τον τρόπο, με άλλον, με διαφορετικό τρόπο: «θα το κάνω αλλιώς, γιατί δε μ’ άρεσε με τον τρόπο που το έκανα». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, βλ.λ. ρούχο·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, δηλώνει έντονη απογοήτευση για μια κατάσταση που μας παρουσιάζεται διαφορετική από ό,τι περιμέναμε: «έλειψα δυο μήνες στο εξωτερικό για λόγους υγείας κι είχα την εντύπωση πως στη δουλειά όλα δούλευαν ρολόι, όμως αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, γιατί στη δουλειά όλα είχαν γίνει μπάχαλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, δηλώνει έντονη απογοήτευση για την πορεία μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, που εξελίχθηκε διαφορετικά από ό,τι περιμέναμε: «υπολόγιζα να τελειώσω γρήγορα τη δουλειά που είχα στα χέρια μου για ν’ ασχοληθώ με τη δική σου, όμως αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, γιατί συνάντησα ένα σωρό δυσκολίες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αμ πώς, αλλιώς; έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει με το πώς πρέπει να κάνει κάτι ή που ρωτάει αν πρέπει να κάνει έτσι κάτι και στη συνέχεια αναφέρει ο ίδιος, με κάποιο ενδοιασμό, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να το κάνει ή το δείχνει: «μάστορα, πώς πρέπει να συνεχίσω; Πρέπει να βάλω πρώτα αυτό το μαδέρι κι ύστερα τ’ άλλο; -Αμ πώς, αλλιώς; || μάστορα έτσι πρέπει να κάνω τη δουλειά; -Αμ πώς αλλιώς;»·
- αν είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), βλ. λ. ήρθα·
- αν θες (θέλεις) κάνε κι αλλιώς, βλ. φρ. αν μπορείς κάνε κι αλλιώς·
- αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς, δηλώνει πως πρέπει να ενεργήσουμε αναγκαστικά με τον τρόπο που μας υποδεικνύει κάποιος, πως δεν υπάρχει το περιθώριο για εναλλακτικό τρόπο δράσης: «αφού αυτή είναι η επιθυμία του διευθυντή, αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς»·
- δε γίνεται αλλιώς, βλ. λ. γίνομαι·
- είναι που…,  αλλιώς…, βλ. λ. που·
- εμ πώς, αλλιώς; βλ. φρ. αμ πώς, αλλιώς(;)·
- έτσι αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, βλ. λ. έτσι·
- έτσι ή αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- έτσι κι αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- κι έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, βλ. λ. έτσι·
- μια έτσι, μια αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς; ή μπορώ να κάνω κι αλλιώς; έκφραση που δηλώνει πως δεν υπάρχει δυνατότητα να ενεργήσουμε με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που μας υποδεικνύει κάποιος: «στο τέλος του χρόνου πρέπει να υποβάλεις τη φορολογική σου δήλωση. -Μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ο παλιός είναι αλλιώς, βλ. λ. παλιός·
- πάρ’ το αλλιώς (ενν. το τιμόνι), (στη νεοαργκό) ανακάλεσε ή συμπεριφέρσου με διαφορετικό τρόπο, γιατί αυτός με τον οποίο μιλάς ή συμπεριφέρεσαι δεν είναι ο σωστός ή δε σε συμφέρει: «πάρ’ το αλλιώς, γιατί με τις αγριάδες δε βγαίνει τίποτα». Από την εικόνα του ατόμου που δίνει οδηγίες σε κάποιον οδηγό να παρκάρει ή να ξεπαρκάρει και του υποδεικνύει να στρίψει το τιμόνι του προς την αντίθετη φορά·
- πώς αλλιώς; με ποιον άλλον, με ποιον διαφορετικό τρόπο(;): «πώς αλλιώς μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα;». Πολλές φορές, δηλώνει πως καλώς ενεργήσαμε όπως ενεργήσαμε, γιατί, κατά τη γνώμη μας ή την πείρα μας, δεν υπήρχε διαφορετικός τρόπος: «για πες μας  εσύ, ρε πολύξερε, πώς αλλιώς μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα;»·
- τη μια έτσι την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- το παίρνω αλλιώς, το παρεξηγώ: «εγώ του το ’πα για το καλό του κι αυτός το πήρε αλλιώς».

έτσι

έτσι, επίρρ. [<μσν. ἔτσι <αρχ. οὑτωσί]. 1. με αυτόν τον τρόπο. (Λαϊκό τραγούδι: χτύπησε τα πόδια σου πάνω στον ασίκικο χορό, έτσι μου αρέσεις έτσι σ’ αγαπώ). 2. χωρίς λόγο: «γιατί του πέταξες την πέτρα του ανθρώπου; -Έτσι». 3α. το αρσ. και θηλ. ως άκλ. ουσ. ο έτσι, η έτσι, με της κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «την είδα αγκαλιά με τον έτσι της || τον είδα με την έτσι του να κάνει βόλτα στην παραλία || πήραν τις έτσι τους και πήγαν στη θάλασσα». β. (γενικά) ο τάδε, η τάδε: «ποιος ήταν ο έτσι που σε ζητούσε;». γ. λέγεται και αντί ονόματος, όταν δε γνωρίζουμε ή όταν δε θέλουμε να πούμε το όνομα κάποιου: «ήρθε ο έτσι και σε ζητούσε». Συνήθως, αν βρίσκεται το άτομο αυτό στην ομήγυρη, το δείχνουμε στον ενδιαφερόμενο με ένα διακριτικό νεύμα του κεφαλιού και, αν λείπει, κάνουμε κάποια ιδιαίτερη χειρονομία για να καταλάβει ο άλλος περί τίνος πρόκειται. Αν δηλ. έχει μεγάλα αφτιά, πιέζουμε από πίσω τ’ αφτιά μας για να πάρουν μεγαλύτερο μέγεθος, αν έχει μεγάλη μύτη σέρνουμε τα δάχτυλα της παλάμης μας σε όλο το μήκος της μύτης μας προχωρώντας ακόμη πιο πολύ προς τα έξω, αν έχει γαμψή μύτη φέρνουμε το δείκτη μας σε γαμψή στάση επάνω από τη μύτη μας κ.λπ. 4. σε ερωτηματικό τύπο έτσι; επαναλαμβάνεται χωρίς λόγο συχνά πυκνά σε μια συνομιλία: «ο φίλος σου ήρθε από κείνο το δρόμο, έτσι; Εγώ ερχόμουν από τον άλλον, έτσι; Ποιος σου είπε ότι ερχόμασταν μαζί; Αν ερχόμασταν μαζί, θα μας έβλεπε όλος ο κόσμος, έτσι;». (Ακολουθούν 89 φρ.)·    
- βγαίνει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- για το έτσι μου, για την ιδιοτροπία μου ή για το πείσμα μου: «αν θα τον κυνηγήσω, θα τον κυνηγήσω μόνο και μόνο για το έτσι μου»·
- γιατί είσαι έτσι; τι έχεις, τι σε απασχολεί, τι σε προβληματίζει·
- γιατί έτσι; δηλώνει απορία: «θα χωρίσω με τη γυναίκα μου. -Γιατί έτσι; Εσείς φαινόσασταν τόσο ευτυχισμένοι!»·
- γίνεται έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- δε θα περάσει έτσι ή δε θα τ’ αφήσω να περάσει έτσι, απειλητική έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον που μας έβλαψε ή που ενήργησε με δόλο σε βάρος μας πως εν καιρώ θα ενεργήσουμε κατάλληλα για να τον εκδικηθούμε ή για να τον τιμωρήσουμε: «η πουστιά που μου ’κανες δε θα περάσει έτσι»·
- δεν είναι έτσι, έκφραση αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρει κάποιος σε κάποιον ή κάποιους ένα γεγονός: «έχεις δικαίωμα να πεις τη γνώμη σου, αλλά δεν είναι έτσι»·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, βλ. λ. Θεός·
- δίνω έτσι ή δίνω στο έτσι, δίνω δωρεάν, δωρίζω, χαρίζω: «όταν του περισσεύει κάτι, το δίνει έτσι || μ’ αρέσει να δίνω στο έτσι ό,τι μου περισσεύει»·
- έμεινα έτσι! έμεινα εμβρόντητος, κατάπληκτος: «είναι τόσο ωραία γυναίκα που, μόλις την είδα, έμεινα έτσι! || μόλις τον είδα να σηκώνει το χέρι του για να χτυπήσει τον πατέρα του, έμεινα έτσι!»·
- ένα έτσι να κάνω… ή μια έτσι να κάνω…, βλ. λ. κάνω·
- έστω κι αν είναι έτσι, παραδοχή των λεγόμενων κάποιου, ακόμη και αν δεν τα πιστεύουμε ή δεν τα υιοθετούμε αλλά μόνο και μόνο για να εκφράσουμε και τη δική μας άποψη: «έστω κι αν είναι έτσι όπως μου τα λες, πάλι δε θα μπορέσουμε να φέρουμε σε πέρας τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: έστω κι αν είναι έτσι, έξω κι αν έχω πέσει, εσύ που μου ’λεγες πως μ’ αγαπάς τώρα πού πας, τώρα πού πας)· 
- έτσι αλλιώς, βλ. φρ. έτσι κι αλλιώς·
- έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, όχι πολύ καλά, όχι σύμφωνα με το αναμενόμενο: «πώς τα πας με την καινούρια σου δουλειά; -Έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα». Πολλές φορές, χωρίς λόγο αλλά περισσότερο για τη ρίμα, η φρ. έκλεινε με το και Πασαλιμανιώτικα ή τη λ. αυτή την έλεγε αμέσως μετά ο συνομιλητής, μόλις ο άλλος έλεγε τη λ. αλλιώτικα ·
- έτσι γουστάρω ή έτσι μου γουστάρει, βλ. λ. γουστάρω·
- έτσι δεν είναι; ή δεν είναι έτσι; α. έκφραση με την οποία θέλουμε να μας επιβεβαιώσει ο συνομιλητής μας αν θα ενεργήσει σύμφωνα με αυτό που τον ρωτήσαμε προηγουμένως: «θα ’ρθεις κι εσύ στην εκδρομή μας, έτσι δεν είναι;». β. έκφραση με την οποία θέλει ο συνομιλητής μας επιβεβαίωση σε αυτά που μόλις μας είπε: «θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας, δεν είναι έτσι;». γ. έκφραση με την οποία θέλουμε να μας επιβεβαιώσει ο συνομιλητής μας πως σωστά ενεργήσαμε με τον τρόπο που του αναφέραμε προηγουμένως: «κι επειδή μ’ έβριζε συνέχεια χωρίς λόγο, τον πλάκωσα στο ξύλο, έτσι δεν είναι;»·
- έτσι ε! συμπερασματική έκφραση από τα λεγόμενα ή τη στάση του συνομιλητή μας, που δηλώνει αγανάκτηση, λύπη, παράπονο ή και επιθετική διάθεση: «εσύ μπορεί να με βοήθησες στο παρελθόν, εγώ όμως δε θέλω να σε βοηθήσω. -Έτσι ε!». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι ε, έτσι ε, τώρα να δεις τι θα σου κάνω
- έτσι είναι η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- έτσι έχει η υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- έτσι έχει το ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έτσι έχει το θέμα, βλ. λ. θέμα·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έτσι ή αλλιώς, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, με οποιαδήποτε μέθοδο ή τακτική, με οποιοδήποτε μέσο: «μη στενοχωριέσαι, γιατί έτσι ή αλλιώς θα τακτοποιηθεί η υπόθεσή σου»·
- έτσι θα πάρουμε την Πόλη; βλ. λ. Πόλη·
- έτσι θέλω, βλ. λ. φρ. έτσι γουστάρω. (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω,και οι ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο)·
- έτσι και..., α. στην περίπτωση που ..., αν τυχόν…, όταν…: «έτσι κι  αποφασίσει να κάνει κάτι, δεν τον σταματάει τίποτα || έτσι και σε δει, σ’ αρχίζει αμέσως στην πάρλα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι και σε δει η νοικοκυρά μου και ρωτήσει τι θες στην κάμαρά μου, πες της καθαρά πως είσαι η κυρά μου). β. δηλώνει και απειλή: «έτσι και σε πιάσω, θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- έτσι και κάνεις ότι… ή έτσι και κάνεις πως…, με την παραμικρή σου αντίδραση, με την παραμικρή σου ενέργεια: «έτσι και κάνεις ότι βήχεις την ώρα που μιλάει, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε || έτσι και κάνεις πως αργείς λίγο το πρωί, σε διώχνει αμέσως απ’ τη δουλειά του»·
- έτσι και κάνω ότι… ή έτσι και κάνω πως…, από τη στιγμή που εκδηλώνομαι, που προβαίνω σε κάποια ενέργεια: «έτσι και κάνω ότι φεύγω, όλοι μ’ ακολουθούν || έτσι και κάνω πως αγριεύω, όλοι κάθονται στ’ αβγά τους»·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; βλ. λ. χωριό·
- έτσι κι αλλιώς, σε κάθε περίπτωση, πάντως, οπωσδήποτε: «μη στενοχωριέσαι, γιατί έτσι κι αλλιώς αυτό που πρέπει να γίνει θα γίνει || αφού έτσι κι αλλιώς θα ’ρθει, γιατί λοιπόν στενοχωριέσαι;». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να ’ρθω μα φοβάμαι, φοβάμαι, έτσι κι αλλιώς πάλι μόνος μου θα ’μαι
- έτσι κι έτσι, ούτε καλά ούτε άσχημα, μέτρια. Τις πιο πολλές φορές, δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς είσαι ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε οι δουλειές ή πώς πάνε τα πράγματα. Συνών. μέτζο μέτζο·
- έτσι κι έτσι θα... (αναφέρεται αμέσως ο λόγος που επαναλαμβάνεται) αφού: «έτσι κι έτσι θα πας που θα πας στο σπίτι, φέρε μου κι εκείνο το βιβλίο που μου χρειάζεται»·
- έτσι λες; αυτή είναι γνώμη σου(;): «να δεις που θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη. -Έτσι λες;»·
- έτσι λες ε! βλ. φρ. έτσι λες(;)·
- έτσι μου βγαίνει, συμπεριφέρομαι με ένα συγκεκριμένο τρόπο αυθόρμητα: «δεν ξέρω γιατί αντιδρώ απότομα, όταν ακούω κουβέντα για πολιτικά, αλλά έτσι μου βγαίνει»·
- έτσι μου κάπνισε, ενήργησα όπως ενήργησα ή είπα ό,τι είπα, χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, αλλά από παρόρμηση ή από επιπολαιότητα: «τι μου ζητάς τώρα να σου πω γιατί έκανα αυτό που έκανα. Έτσι μου κάπνισε»·
- έτσι μου κατέβηκε, βλ. συνηθέστ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου ’ρθε, βλ. φρ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου ’ρχεται να..., νιώθω τη διάθεση να προβώ σε κάποια παρορμητική ενέργεια, αρνητική ή θετική, που θα είναι ή οδυνηρή για κάποιον ή που θα τον ξαφνιάσει: «έτσι μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο || έτσι μου ’ρχεται να πάρω το τρένο και να πάω να τη βρω || έτσι μου ’ρχεται να την αρχίσω στα φιλιά»·
- έτσι μου σηκώθηκε, βλ. φρ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου τη βίδωσε, βλ. φρ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου την έδωσε, βλ. φρ. έτσι μου κάπνισε·
- έτσι μου φαίνεται, βλ. λ. φαίνομαι·
- έτσι μου φαίνεται να…, βλ. λ. φαίνομαι·
- έτσι μπράβο! βλ. λ. μπράβο·
- έτσι να κάνει η σούφρα σου, βλ. λ. σούφρα·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- έτσι νομίζεις; βλ. λ. νομίζω·
- έτσι ντε! βλ. λ. ντε·
- έτσι που…, αφού, επειδή, με τον τρόπο που…: «έτσι που μου μιλάς, καταλαβαίνω πως δε θέλεις να ξανακάνουμε παρέα || έτσι που τρέχεις, θα σκοτωθούμε»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, βλ. λ. καιρός·
- έτσι που λες, καταληκτική φρ. μιας διήγησης, μιας εξιστόρησης συμβάντος ή συμβάντων, με την έννοια ακριβώς αυτό συνέβη, ακριβώς αυτά συνέβησαν· βλ. και φρ. που λες, λ. λέω·
- έτσι που πας ή έτσι που το πας, με τον τρόπο που ενεργείς, με τη στάση που κρατάς, ιδίως απέναντί μου: «έτσι που το πάς, δεν τις γλιτώνεις τις φάπες σου». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι που πας, θες να με βάλεις σε μπελά, έχει κι η τόση περηφάνια τα όριά της και μην κορδώνεσαι, πως σ’ αγαπώ τρελά, γιατί η αχλάδα έχει πίσω την ουρά της //  έτσι που το πας θα μας πεις σε λίγο και πως μας αγαπάς
- έτσι σ’ έμαθαν να λες; βλ. φρ. έτσι σου είπαν να λες(;)·
- έτσι σε θέλω, έκφραση επιδοκιμασίας σε άτομο που είπε ή έκανε κάτι: «έτσι σε θέλω, μη φοβάσαι κανέναν, όταν πρόκειται για το δίκιο σου»·
- έτσι σου είπαν να λες; έκφραση έντονης αμφισβήτησης ή διαμαρτυρίας στα λεγόμενα κάποιου που είναι εντελώς αντίθετα προς τα συμφέροντά μας ή από αυτό που πιστεύουμε: «μόλις τελειώσετε τη δουλειά, θα ’ρθείτε να πληρωθείτε μετά από ένα μήνα. -Έτσι σου είπαν να λες;»· 
- έτσι σου φαίνεται! βλ. λ. φαίνομαι·
- έτσι σου φάνηκε, βλ. λ. φαίνομαι·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι το ’χετ’ εδώ; ή έτσι το ’χετ’ εσείς; ή έτσι το ’χετ’ εσείς εδώ; ειρωνική έκφραση σε κάποιον ή κάποιους, που δε μας συμπεριφέρονται καθώς πρέπει ή που ενεργούν απροκάλυπτα σε βάρος μας, χωρίς να νοιάζονται για τυχόν συνέπειες: «έτσι το ’χετ’ εσείς εδώ; Προσκαλείτε κάποιον στο σπίτι σας και μετά από λίγο κάνετε πως νυστάζετε για να τον αναγκάσετε να φύγει; || έτσι το ’χετ’ εδώ;  Παίρνετε πρώτα τα λεφτά του κόσμου και δεν τους στέλνετε στη συνέχεια αυτά που σας παρήγγειλαν;»·   
- έτσι το ’χουμ’ εδώ ή έτσι το ’χουμ’ εμείς ή έτσι το ’χουμ’ εμείς εδώ, με αυτόν τον τρόπο συνηθίζουμε να συμπεριφερόμαστε, είναι μέρος από τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας: «όταν δούμε κάποιον περαστικό που έχει την ανάγκη μας, τον φιλοξενούμε στο σπίτι μας, γιατί έτσι το ’χουμ’ εμείς εδώ». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. λ. καιρός·
- έτσι φαίνεται, βλ. λ. φαίνομαι·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- κι έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, έκφραση με την οποία εννοούμε όλα όσα προηγουμένως έχουμε εξιστορήσει με λεπτομέρειες και χωρίς φόβο για την εξελικτική πορεία μιας υπόθεσης: «μας τα ’πε όλα απ’ την αρχή με το νυ και με το σίγμα, κι έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, μπορέσαμε κι εμείς να βγάλουμε μια άκρη». Πολλές φορές, χωρίς λόγο, αλλά περισσότερο για τη ρίμα, η φρ. κλείνει με το και Πασαλιμανιώτικα ή τη λ. αυτή την έλεγε αμέσως μετά ο συνομιλητής, μόλις ο άλλος έλεγε τη λ. αλλιώτικα·
- λες να ’ν’ έτσι; μήπως αληθεύει(;): «εγώ πιστεύω πως είναι αθώος. -Λες να ’ν’ έτσι, κι άδικα κατηγορήσαμε τον άνθρωπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε·
- με το έτσι θέλω, αυθαίρετα, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «με το έτσι θέλω δεν κάνεις τίποτα || αυτές οι δουλειές δε γίνονται με το έτσι θέλω, αλλά χρειάζεται πολιτική»·
- μην κάνεις έτσι, βλ. φρ. πώς κάνεις έτσι(!)·
- μια έτσι, μια αλλιώς, με συνεχείς διαφοροποιήσεις, με συνεχείς μεταβολές: «μια έτσι, μια αλλιώς, δε λέει ακόμη να σταθεροποιηθεί η υγεία του»·
- μου βγήκε στο έτσι ή  μου τη βγήκε στο έτσι, ενήργησε, μου συμπεριφέρθηκε με προκλητικό τρόπο: «κι εκεί που καθόμασταν ήσυχα και κουβεντιάζαμε με την παρέα μου, ήρθε ο δικός σου και μου τη βγήκε στο έτσι». Από την αναστάτωση που νιώθει κανείς, όταν κάποιος του συμπεριφερθεί προκλητικά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Για συνών. βλ. φρ. μου βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
- μου τη βάρεσε στο έτσι, ενήργησα ή συμπεριφέρθηκα με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο: «κι εκεί που καθόμασταν, μου τη βάρεσε στο έτσι κι έφυγα || μόλις τον είδα, μου τη βάρεσε στο έτσι και του άστραψα ένα μπάτσο»·
- μου την έδωσε στο έτσι, βλ. φρ. μου τη βάρεσε στο έτσι·
- μπορεί να βγει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω, βλ. λ. καιρός·
- όχι κι έτσι! εκφράζει έντονη αποδοκιμασία ή δυσαρέσκεια για κάτι, που θεωρούμε πως έγινε με υπερβολικό τρόπο: «είπαμε να ’σαι αυστηρός, αλλά όχι κι έτσι!»·
- παίρνω έτσι ή παίρνω στο έτσι, παίρνω δωρεάν: «μόλις είναι να πάρει κάτι στο έτσι, μπορεί να περιμένει με τις ώρες»·
- παίρνω τα πράγματα έτσι όπως (μου) έρχονται, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τη ζωή έτσι όπως (μου) έρχεται, βλ. λ. ζωή·
- πώς κάνεις έτσι! βλ. λ. πώς·
- πώς (κι) έτσι και…; βλ. λ. πώς·
- στο έτσι στιλ, βλ. λ. στιλ·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με την περίπτωση: «τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς καταφέρνω και ξεπερνώ τα προβλήματά μου»·
- το είπε έτσι, το είπε χωρίς να το εννοεί, αλλά, περισσότερο, χάριν αστεϊσμού: «μην παρεξηγιέσαι, αφού ξέρεις πως αυτό που είπε, το είπε έτσι κι όχι για να σε προσβάλλει»·
- το παίζει στο έτσι στιλ, βλ. λ. στιλ·
- του βγαίνω στο έτσι ή του τη βγαίνω στο έτσι, ενεργώ, συμπεριφέρομαι εναντίον του με προκλητικό: «κάθε φορά που τον βλέπω, κάτι με σπρώχνει από μέσα μου και του τη βγαίνω στο έτσι». Για συνών. βλ. φρ. του βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
- ώστε έτσι ε! βλ. λ. ώστε.

ήρθα

ήρθα κ. ήλθα, ρ. [αόρ. του ρ. έρχομαι]· ήρθα· (στη νεοαργκό) νιώθω πολύ καλά: «τώρα που ήρθα με τα σφηνάκια που κατέβασα, μπορούμε να κουβεντιάσουμε»· βλ. και λ. έλα και έρχομαι. (Ακολουθούν 184 φρ.)·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, βλ. λ. αλλιώς·
- αν είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), α. έκφραση αδιαφορίας για κάτι που επιθυμούμε να γίνει ή να μας συμβεί. β. έκφραση με την οποία συστήνουμε σε κάποιον που αναμένει να του συμβεί κάτι καλό, κάτι ευχάριστο να μην αγωνιά. Από αναφορά σε ποίημα του Κ. Ουράνη·
- ας του ’ρθει! βλ. φρ. να του ’ρθει(;)·
- αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου, βλ. λ. κηδεμόνας·
- Γιάννης πήγε Γιάννης ήρθε ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης ήρθε, βλ. λ. Γιάννης·
- δε μας εφτάναν τα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο, βλ. λ. μουνί·
- δεν ήρθε για καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου ή δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, βλ. λ. τέλος·
- δεν ήρθε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- δεν κατάλαβε από πού του ήρθε, δέχτηκε ξαφνικό χτύπημα, χωρίς να ξέρει από πού και ποιος τον χτύπησε ή υπέστη ξαφνικό κακό, χωρίς να μπορεί να το δικαιολογήσει: «εκεί που καθόταν κι έπινε ήρεμα το καφεδάκι του στην αυλή, δέχτηκε μια πέτρα στο κεφάλι και δεν κατάλαβε από πού του ήρθε || ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά τα πάντα στράβωσαν και δεν κατάλαβε από πού του ήρθε»·
- εδώ ήρθαμε! έκφραση δυσαρέσκειας ή αμηχανίας, όταν μας παρουσιάζεται κάποιος ανεπιθύμητος ή κάποια απρόσμενη δυσκολία. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το οπ ή το όπα·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- έτσι μου ’ρθε, βλ. λ. έτσι·
- έφυγε από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
- έχω έρθει, (στη νεοαργκό) νιώθω πολύ καλά: «τώρα που ήπιαμε κάνα δυο ποτηράκι κι έχω έρθει, μπορούμε να κουβεντιάσουμε το θέμα που σε απασχολεί»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθα κι έγινα, έφτασα στο σημείο, κατέληξα: «όλο το καλοκαίρι μπάνιο κι ηλιοθεραπεία, ήρθα κι έγινα αράπης || κάθε βράδυ ουισκάκια στο μπαράκι, ήρθα κι έγινα αλκοολικός»·
- ήρθα με αγαθή διάθεση ή ήρθα με αγαθές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με αγαθή πρόθεση ή ήρθα με αγαθές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθα μούρη με μούρη (με κάποιον), βλ. λ. μούρη·
- ήρθα μύτη με μύτη (με κάποιον), βλ. λ. μύτη·
- ήρθα να πάρω τα χαλιά, βλ. λ. χαλί·
- ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια, βλ. λ. γένια·
- ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο (με κάποιον), βλ. λ. πρόσωπο·
- ήρθα τούμπα, (για οδηγούς αυτοκινήτων), βλ. λ. τούμπα·
- ήρθαμε και γίναμε, φτάσαμε στο σημείο, καταλήξαμε: «κέρνα ο ένας κέρνα ο άλλος, σε λίγο ήρθαμε και γίναμε φέσι»·
- ήρθαμε σε συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθαν στα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
- ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα, βλ. λ. άγριος·
- ήρθαν τα μαντάτα σου, βλ. λ. μαντάτο·
- ήρθαν τα πρωτοβρόχια, βλ. λ. πρωτοβρόχια·
- ήρθαν τα χαμπέρια σου, βλ. λ. χαμπέρι·
- ήρθε απ’ αλλού, βλ. λ. αλλού·
- ήρθε απ’ τον Άρη, βλ. φρ. ήρθε από άλλον πλανήτη, λ. πλανήτης·
- ήρθε άπατος, βλ. λ. άπατος·
- ήρθε από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- ήρθε η βασιλεία του, βλ. λ. βασιλεία·
- ήρθε η δωδεκάτη (ενν. ώρα), βλ. λ. δωδεκάτη·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η κουβέντα και…, βλ. λ. κουβέντα·
- ήρθε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η σειρά μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. λ. σειρά·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα της αλήθειας, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) βλ. λ. ώρα·
- ήρθε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε καρφωτός, βλ. λ. καρφωτός·
- ήρθε κι έγινε, κατέληξε: «έτρωγε τόσο πολύ τον τελευταίο καιρό, που ήρθε κι έγινε σαν βόδι!»·
- ήρθε κι έδεσε, α. (για καλό ή για κακό), ταίριαξε, συμπληρώθηκε, ολοκληρώθηκε μια κουβέντα, μια κατάσταση, μια διαδικασία ή ένα γεγονός: «η δουλειά του πήγαινε μια χαρά, του ’πεσαν και κάτι λεφτά στο λαχείο κι ήρθε κι έδεσε || αναποδιά απ’ τη μια, αναποδιά απ’ την άλλη, του ακύρωσαν και μια μεγάλη παραγγελία κι ήρθε κι έδεσε». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «μόλις εμφανίστηκε κι ο άλλος ο χαραμοφάης, ήρθε κι έδεσε η παρέα». Πολλές φορές, στην τελευταία περίπτωση της φρ. προτάσσεται το μουουου, τώρα μάλιστα· βλ. και φρ. έδεσε το γλυκό, λ. γλυκό·
- ήρθε κι έκατσε, βλ. φρ. ήρθε κι έδεσε·
- ήρθε μ’ άγρια διάθεση ή ήρθε μ’ άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε μ’ άγρια πρόθεση ή ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη διάθεση ή ήρθε μ’ άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε μ’ άσχημη πρόθεση ή ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μ’ έναν αέρα! βλ. λ. αέρας·
- ήρθε με κακή διάθεση ή ήρθε μα κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε με κακή πρόθεση ή ήρθε με κακές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε με καλή διάθεση ή ήρθε με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε με καλή πρόθεση ή ήρθε με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα), βλ. λ. αφτί·
- ήρθε με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τα) μούτρα ή ήρθε με τα μούτρα κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα), βλ. λ. μούτρο·
- ήρθε με κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο) (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο), βλ. λ. κεφάλι·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
- ήρθε με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
- ήρθε με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- ήρθε με χίλια, βλ. λ. χίλιοι·
- ήρθε μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- ήρθε ντανγκ, βλ. λ. ντανγκ·
- ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ.δαδί·
- ήρθε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ήρθε ο κόσμος ανάποδα, βλ. λ. κόσμος·
- ήρθε ο κόσμος τ’ απάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- ήρθε σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε σαν γαμπρός, βλ. λ. γαμπρός·
- ήρθε σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε στα γράδα του, (για μηχανήματα), βλ. λ. γράδα·
- ήρθε στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε στο κουταλάκι του παπά, λ. λ. κουταλάκι·
- ήρθε στο κουτάλι του παπά, βλ. λ. κουτάλι·
- ήρθε στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- ήρθε στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
- ήρθε στο φως, βλ. λ. φως·
- ήρθε τούμπα, (ιδίως για αυτοκίνητο), βλ. λ. τούμπα·
- ήρθε τσακ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε τσιφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ.κεφάλι·
- ήρθες αργά, βλ. λ. αργά·
- ήρθες και ήρθες ή ήρθες που ήρθες, αφού ήρθες: «ήρθες που ήρθες, γιατί δε μου ’φερνες και το βιβλίο που είχα ξεχάσει στο σπίτι σου;»·
- ήρθε(ς) σαν την άνοιξη, βλ. λ. άνοιξη·
- θα έρθω γαμιώντας, βλ. λ. γαμιώντας·
- θα ’ρθεις και θα ’ρθεις ή θα ’ρθεις που θα ’ρθεις, αφού θα έρθεις: «θα ’ρθεις που θα ’ρθεις, δε μου φέρνεις και το πουλόβερ που έχω ξεχάσει στο σπίτι σου;»·
- θα μου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα σου ’ρθει από κει που δε το περιμένεις! βλ. λ. περιμένω·
- θα σου ’ρθει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, βλ. λ. κάνω·
- … κι ας μου ’ρθει συγκοπή, βλ. λ. συγκοπή·
- κακό να σου ’ρθει, βλ. λ. κακός·
- καλώς ήρθες! φιλοφρονητική έκφραση, όταν υποδεχόμαστε, ιδίως στο σπίτι μας, κάποιο οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: χαρές και πίκρες μας κερνάς ανάμνησες χαρμάνι, το καλώς ήρθες κι έχε γεια που λένε στο λιμάνι)· (για πολλούς) καλώς ήρθατε! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω ή το βρε επαναλαμβανόμενο·
- κάνω ό,τι μου ’ρθει, βλ. λ. κάνω·
- λέω ό,τι μου ’ρθει, βλ. λ. λέω·
- μια και ήρθες ή μια που ήρθες, βλ. φρ. ήρθες που ήρθες·
- μια και θα ’ρθεις ή μια που θα ’ρθεις, βλ. φρ. θα ’ρθεις και θα ’ρθεις·
- μου ’ρθαν (ενν. τα σκατά μου, τα κατουρλιά μου), ένιωσα την ανάγκη να χέσω, να κατουρήσω: «αμάν, παιδιά, πού είναι η τουαλέτα, γιατί μου ’ρθαν»·
- μου ’ρθε, μου ήρθε ξαφνικά η διάθεση, η επιθυμία: «εκεί που καθόμουν ήσυχα κι έβλεπα τηλεόραση, μου ’ρθε να πιω ένα ουισκάκι και πήγα στο μπαράκι της γειτονιάς μου || με τις βλακείες που έλεγε μου ’ρθε να τον διαβολοστείλω»·
- μου ’ρθε (ενν. η κλανιά, η πορδή), ένιωσα την ανάγκη να κλάσω: «αφού μου ’ρθε, ρε παιδιά, τι να ’κανα, να ’σκαζα;»·
- μου ’ρθε αλφάδι, βλ. λ. αλφάδι·
- μου ’ρθε αντράλα, βλ. λ. αντράλα·
- μου ’ρθε από κει που δε το περίμενα, βλ. λ. περιμένω·
- μου ’ρθε αποπληξία, βλ. λ. αποπληξία·
- μου ’ρθε βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί, βλ. λ. βούτυρο·
- μου ’ρθε γάντι, βλ. λ. γάντι·
- μου ’ρθε γλύκισμα, βλ. λ. γλύκισμα·
- μου ’ρθε η ιδέα να..., βλ. λ. ιδέα·
- μου ’ρθε καϊμάκι, βλ. λ. καϊμάκι·
- μου ’ρθε καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου ’ρθε καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- μου ’ρθε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου ’ρθε καταπέλτης, βλ. λ. καταπέλτης·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος2·
- μου ’ρθε κουστούμι, βλ. λ. κουστούμι·
- μου ’ρθε κουτί, βλ. λ. κουτί·
- μου ’ρθε κουφέτο, βλ. λ. κουφέτο·
- μου ’ρθε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’ρθε λουκουμάς, βλ. λ. λουκουμάς·
- μου ’ρθε λουκούμι, βλ. λ. λουκούμι·
- μου ’ρθε μεζές, βλ. λ. μεζές·
- μου ’ρθε μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου ’ρθε μπαλτάς, βλ. λ. μπαλτάς·
- μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο, βλ. λ. μπισκοτολούκουμο·
- μου ’ρθε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, βλ. λ. ουρανός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
- μου ’ρθε ταμπλάς ή μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου ’ρθε το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- μου ’ρθε το χοντρό μου, βλ. λ. χοντρός·
- μου ’ρθε το ψιλό μου, βλ. λ. ψιλός·
- μου ’ρθε φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- να πάει από κει που ήρθε! βλ. λ. εκεί·
- να σου ’ρθει ζάλη! βλ. λ. ζάλη·
- να του ’ρθει; (ενν. η καρπαζιά, η σφαλιάρα, ο φούσκος), ερώτηση στην ομήγυρη, αν συμφωνεί για ομαδική χειροδικία εναντίον κάποιου, που λέει ανοησίες, ασύστατα πράγματα ή που τερατολογεί. Συνήθως, κάποια στιγμή ένα άτομο από την παρέα, που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο αυτά που λέει ο ομιλητής, αναφωνεί: να του ’ρθει; Κατά κανόνα, η ομήγυρη επιδοκιμάζοντάς τον με αλλεπάλληλα να του ’ρθει! να του ’ρθει! ρίχνει βροχή τις καρπαζιές στον ομιλητή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, αφήνει τις ανοησίες που λέει και προσπαθεί να καλυφθεί, να γλιτώσει. Συνών. ν’ ακουστεί; / να βροντήξει; / να πέσει(;)·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- όσα έρθουν κι όσα πάνε, έλλειψη ενδιαφέροντος για την εξέλιξη μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης: «εγώ θα κάνω αυτό που αποφάσισα να κάνω κι όσα έρθουν κι όσα πάνε». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- όταν έρθει η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- πήγα κι ήρθα, βλ. λ. πάω·
- πήγε από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
- πήγε για μαμή κι ήρθε στα βαφτίσια, βλ. λ. μαμή·
- ποιος ήρθε; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράξενα πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «σε παρακαλώ, μπορείς να μου δανείσεις αυτή τη στιγμή εκατό χιλιάρικα; -Ποιος ήρθε;». Συνών. με ζήτησε κανείς; / τι ώρα είναι(;)·
- τα ’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, βλ. λ. χύμα·
- της ήρθαν τα αίματα, (για γυναίκες) βλ. λ. αίμα·
- τι σου ’ρθε και… ή τι σου ’ρθε να…, έκφραση απορίας σε κάποιον που ενήργησε ξαφνικά με τρόπο που δε μας έχει συνηθίσει: «τι σου ’ρθε και τον έδειρες στα καλά καθούμενα τον άνθρωπο! || τι σου ’ρθε κι έβαλες ξαφνικά τις φωνές; || τι σου ’ρθε να φύγουμε χωρίς να θέλεις να πληρώσουμε; || τι σου ’ρθε ν’ αγοράσεις τόσο ακριβό αυτοκίνητο;»·    
- τον έστειλα από κει που ’ρθε, βλ. λ. στέλνω·
- του ’ρθε κόλπος, βλ. λ. κόλπος2·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- του ’ρθε ταμπλάς, βλ. λ. ταμπλάς2·
- τρομάρα να σου ’ρθει! βλ. λ. τρομάρα·
- τώρα μου (σου, του, κ.λ.π.) ’ρθε, τώρα αποφάσισα ή συνειδητοποίησα μια διάθεσή μου, τώρα σκέφτηκα κάτι: «τώρα που σου ’ρθε να πάμε βόλτα μου ’φυγε εμένα || αφού τώρα μου ’ρθε, τώρα το ’πα»·
- ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί.