Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακουστικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακουστικός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. ἀκουστικός], που έχει την ευχέρεια, τη δυνατότητα, την ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάτι πιο εύκολα και πιο γρήγορα, όταν του το λένε παρά όταν του το δίνουν γραμμένο: «είναι ακουστικός τύπος»· το ουδ. ως ουσ. το ακουστικό (βλ. λ.)· βλ. και λ. τύπος.

τύπος

τύπος, ο, θηλ. τύπισσα, η, ουσ. [<αρχ. τύπος <τύπτω], ο τύπος. 1. η εξωτερική μορφή, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου: «για πες μου τι τύπος είναι, όμορφος ή άσχημος;». 2. η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας του ανθρώπου: «μήπως ξέρες να μου πεις τι τύπος είναι; Είναι καλός ή κακός;». (Λαϊκό τραγούδι: μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής).3. άνθρωπος που ξεχωρίζει για το ήθος του, την προσωπικότητά του, που είναι ξεχωριστός: «είναι πολύ τύπος ο τάδε, γι’ αυτό τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας». 4. άνθρωπος ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος: «μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον τύπο, γιατί θα σου σπάσει τα νεύρα». 5. το εν λόγω άτομο, ο τάδε. (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός ο αψηλός, ποιος είν’ αυτός ο τύπος, άντρας σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). 6. άγνωστο άτομο που δε μας εμπνέει εμπιστοσύνη: «ήρθε και σε ζητούσε ένας τύπος, αλλά έκανα πως δε σε ήξερα, γιατί δε μου γέμισε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας κι ο τύπος πίσω απ’ το γραφείο βιάστηκε πάλι να μου πει σ’ ευχαριστούμε κύριε… θα ’μαστε σ’ επαφή). 7. υποτιμητικός χαρακτηρισμός ανθρώπου: «δεν είσαι καλά, που θα μπλεχτώ εγώ μ’ αυτόν τον τύπο!». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ ξημερώματα την Τρίτη εθεάθης μ’ ένα τύπο σ’ ένα ξενυχτάδικο, με την πράξη σου ετούτη μ’ έκανες φωτιά μπαρούτι κι έγινε που λέν’ το σώσε μες το Μπαρουτάδικο).8. η τυπογραφία: «έγινε πολύ καλός τυπογράφος, γιατί δουλεύει στον τύπο από μικρό παιδί». 9. η δημοσιογραφία: «ο τύπος διαμορφώνει την κοινή γνώμη». 10. (γενικά) οι εφημερίδες, τα περιοδικά: «ενημερώνομαι πάντοτε απ’ τον πρωινό τύπο || κάθε Κυριακή, παίρνω όλον τον τύπο της Κυριακής». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άνθρωπος των τύπων, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω (θέτω) το δάχτυλό μου εις τον τύπον των ήλων, βλ. λ. δάχτυλο·
- για τον τύπο ή για τους τύπους, για να τηρούνται τα προσχήματα: «τουλάχιστον για τον τύπο έπρεπε κι εσύ να τους χαιρετήσεις»·
- δεν είναι ο τύπος μου, (και για τα δυο φύλα)δεν είναι από αυτούς που μπορώ να συναναστραφώ, δεν είναι της αρεσκείας μου, δε μου ταιριάζει: «μπορεί να ’ναι καλό παιδί, δεν αμφιβάλλω, αλλά δεν είναι ο τύπος μου, για να τον κάνω παρέα»·
- δεν είναι ο τύπος να… ή δεν είναι ο τύπος που…, δε συνηθίζει να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «ο τάδε δεν είναι ο τύπος να λέει ανοησίες || ο τάδε δεν είναι ο τύπος που βοηθάει τους συνανθρώπους του»·
- δεν είναι στον τύπο μου να… ή δεν είναι του τύπου μου να…, δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου, στην ιδιοσυγκρασία μου: «δεν είναι στον τύπο μου να διασκεδάζω στα μπουζούκια || δεν είναι του τύπου μου να ειρωνεύομαι τους άλλους»·
- δεν ταιριάζει στον τύπο μου να…, βλ. φρ. δεν είναι στον τύπο μου·
- δια του τύπου, με δημοσίευση στις εφημερίδες: «η είδηση έγινε γνωστή δια του τύπου»·
- είναι ακουστικός τύπος, έχει την ικανότητα να αποκτάει γνώσεις όχι με το διάβασμα, αλλά αξιοποιώντας κυρίως την ακοή του: «επειδή είναι ακουστικός τύπος, προσέχει πάρα πολύ κατά την παράδοση του μαθήματος κι έτσι γλιτώνει και το διάβασμα»·
- είναι ο τύπος μου, (και για τα δυο φύλα) είναι από αυτούς που μπορώ να το συναναστραφώ, που είναι της αρεσκείας μου, που μου ταιριάζει: «πολύ μ’ αρέσει να κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι ο τύπος μου». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τ’ αγόρι μου, είναι ο τύπος μου, είναι ο άνθρωπος που αγαπώ
- είναι ο τύπος του…, αποτελεί τον τυπικό εκπρόσωπο ενός συνόλου: «ο τάδε είναι ο τύπος του Έλληνα, που έχει αναπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας || ο τάδε είναι ο τύπος του γραφειοκράτη»·
- είναι οπτικός τύπος, έχει την ικανότητα να αποκτάει γνώσεις ή να αποτυπώνει διάφορες παραστάσεις χρησιμοποιώντας κυρίως την όρασή του: «μόλις δει κάτι, δεν το ξεχνάει ποτέ, γιατί είναι οπτικός τύπος»·
- έχει τύπο, (και για τα δυο φύλα)έχει χαριτωμένη, ενδιαφέρουσα εμφάνιση, γι’ αυτό και ξεχωρίζει: «μπορεί να μην είναι όμορφο παλικάρι, αλλά έχει τύπο»·    
- κίτρινος τύπος, σκανδαλοθηρικές εφημερίδες ή περιοδικά που συνήθως για λόγους κυκλοφορίας παραποιούν, παραμορφώνουν την αλήθεια: «ο κίτρινος τύπος δημοσιεύει κάθε τόσο ροζ ιστορίες διάφορων προσωπικοτήτων». Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890 ξέσπασε μεγάλος ανταγωνιστικός πόλεμος μεταξύ δυο μεγαλοεκδοτών εφημερίδων των Η.Π.Α., του Πούλιτζερ και του Χιρστ και αιτία ήταν ποιες από τις δυο εφημερίδες θα κάλυπταν πληρέστερα τον αγώνα του κουβανικού λαού, που ξεσηκώθηκε την εποχή αυτή για να αποτινάξει την ισπανική κυριαρχία. Σε αυτόν τον ανταγωνιστικό πόλεμο και στην προσπάθεια των δυο εφημερίδων να κυριαρχήσουν στην αγορά γράφηκαν και από τις δυο τόσο κραυγαλέες αναλήθειες, που η μερίδα του υγιούς δημοσιογραφικού κόσμου αποκάλεσε τότε για πρώτη φορά το είδος αυτό της δημοσιογραφίας κίτρινο τύπο. Και ο χαρακτηρισμός αυτός, γιατί, πριν ακόμα από την κουβανική επανάσταση, οι δυο εφημερίδες του Πούλιτζερ και του Χιρτς συναγωνίζονταν ποια από τις δυο θα δώσει καλύτερα στους αναγνώστες της μια ιστορία σε σκίτσα όπου πρωταγωνιστούσε ένα κίτρινο αγόρι. Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ αναγνωρίζοντας το ολίσθημά του και τις ακρότητες που δημοσίευσε στην εφημερίδα του The World και, θέλοντας να εξιλεωθεί στη συνείδηση του δημοσιογραφικού κόσμου αλλά και των αναγνωστών του, θέσπισε το βραβείο Πούλιτζερ της δημοσιογραφίας, που αποτελεί τη μέγιστη τιμητική διάκριση και αναγνώριση κάθε ευσυνείδητα μαχόμενου Αμερικανού δημοσιογράφου·
- κλειστός τύπος, βλ. φρ. κλειστός άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- κρατάει τους τύπους, δεν είναι εκδηλωτικός, συμπεριφέρεται με τρόπο ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «αυτός ο άνθρωπος κρατάει τους τύπους ακόμη και σε στενούς του συγγενείς»·
- μοναχικός τύπος, που έχει μάθει, που του αρέσει να ζει μόνος, που του αρέσει η μοναξιά: «δεν ξέρουμε πολλά για πάρτη του, γιατί είναι μοναχικός τύπος»·
- ο τύπος τρώει την ουσία, βλ. λ. ουσία·
- προσέχει τους τύπους, βλ. φρ. κρατάει τους τύπους·
- τύπος και υπογραμμός, άνθρωπος ξεχωριστός, άμεμπτος, πρότυπο για μίμηση: «δεν μπορείς να βρεις τίποτα κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τύπος και υπογραμμός»·
- υπό τύπον…, α. με κάποια συγκεκριμένη μορφή: «του ’δωσε ένα ποσό υπό τύπον δανείου». β. για κάποιο συγκεκριμένο λόγο: «του ’πε μια ανοησία υπό τύπον αστειότητας κι αυτός παρεξηγήθηκε!».