Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ακαριαίος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ακαριαίος, -αία, -αίο, επίθ. [<αρχ. ἀκαριαῖος], ακαριαίος· το θηλ. ως ουσ. η ακαριαία, εύχρ. μόνο στη φρ. ρίχνω την ακαριαία, (για μηχανοδηγούς) θέτω σε αυτόματη ενέργεια τα φρένα του τρένου: «επειδή ο μηχανοδηγός είδε στις γραμμές όγκους από βράχους και χώματα, έριξε την ακαριαία για ν’ αποφύγει τον εκτροχιασμό».