Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγριάνθρωπος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγριάνθρωπος, ο, ουσ. [<μσν. ἀγριάνθρωπος]. 1α. άνθρωπος σωματώδης και με άγρια όψη, με άγρια χαρακτηριστικά: «και μόνο που τον βλέπεις έτσι αγριάνθρωπο, σκέφτεσαι να τα βάλεις μαζί του». β. άνθρωπος αγροίκος, ακοινώνητος: «είχε μαζί του κι έναν αγριάνθρωπο και μας έκανε ρεζίλι». 2. άνθρωπος που ζει απομονωμένος στη φύση, μακριά από τον πολιτισμό: «απελπίστηκε τόσο πολύ απ’ τους ανθρώπους, που αποτραβήχτηκε σ’ έναν έρημο τόπο και ζει σαν αγριάνθρωπος».