Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγανάκτηση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγανάκτηση κ. αγανάχτηση, η, ουσ. [<αρχ. ἀγανάκτησις], η αγανάκτηση. 1. μεγάλη ψυχική ταραχή, έντονη δυσαρέσκεια, θυμός ή οργή: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, αγανάκτηση είσαι!», δηλ. μου δημιουργείς μεγάλη ψυχική ταραχή, έντονη δυσαρέσκεια, θυμό ή οργή, γιατί είσαι γκρινιάρης, κουραστικός, γκαφατζής, ενοχλητικός, λεπτολόγος, ασυνεπής, ανένδοτος, πολυλογάς και διάφορα άλλα: «σκέτη αγανάκτηση είσαι, ρε παιδάκι μου, μ’ αυτήν την πολυλογία σου!». 2. οτιδήποτε μας προκαλεί αγανάκτηση: «σήμερα είχε πολλή κίνηση στο δρόμο, σκέτη αγανάκτηση, σου λέω».