Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αγαθό

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αγαθό, το, ουσ. [<αρχ. ἀγαθόν], το αγαθό. 1. οτιδήποτε θεωρεί κάποιος πως έχει υλική, ψυχική, ηθική ή πνευματική αξία στην ατομική ή κοινωνική ζωή: «το αγαθό της ελευθερίας δεν εξαργυρώνεται με τίποτα || το αγαθό της υγείας είναι ό,τι πολυτιμότερο στον άνθρωπο || το αγαθό της παιδείας πρέπει να παρέχεται δωρεάν». 2. στον πληθ. τα αγαθά, (γενικά) οι υλικές ανάγκες που εξυπηρετούν τον άνθρωπο, ο πλούτος ή τα ωφέλιμα επακόλουθα ενός  αγαθού : «ευτύχησε να έχει την ευλογία του Θεού και να ’χει όλα τ’ αγαθά του κόσμου || πρέπει όλοι οι άνθρωποι να απολαμβάνουν τα αγαθά της δημοκρατίας»·
- τ’ αγαθά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών, ο πλούτος: «από μικρός είχε όλα τ’ αγαθά του Θεού»·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά, βλ. λ. Αβραάμ.

Αβραάμ

Αβραάμ, ο, κύρ. όν. [<μτγν. εβρ. Abraham (= πατέρας πολλών εθνών)], ο Αβραάμ·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. λ. καιρός·
- οι κόλποι του Αβραάμ, ο Παράδεισος: «πέθανε και πήγε στους κόλπους του Αβραάμ, γιατί ήταν ενάρετος άνθρωπος». Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το του Ισαάκ και του Ιακώβ·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ ή τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, ευχή για μακροημέρευση και πλούσια ζωή: «σου εύχομαι τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ»·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά ή του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, ευχή για ευτυχία και πλούτο: «σου εύχομαι από καρδιάς του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά». Από την ευχή που δίνεται στο ζευγάρι κατά το μυστήριο του γάμου.