Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ήρεμος
ήρεμος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἤρεμος], ήρεμος. Επίρρ. ήρεμα, α. μαλακά, φρόνιμα, με
καλοσύνη, με κατανόηση: «τον έπιασα ήρεμα και θέλησα να τον συμβουλέψω». Πολλές
φορές, επαναλαμβανόμενο: «καθίσαμε ήρεμα ήρεμα στο τραπέζι και προσπαθήσαμε να
λύσουμε πολιτισμένα τις διαφορές μας. β. πολλές φορές ως προτρεπτικό ή απειλητικό
επιφώνημα σε κάποιον που ενεργεί προκλητικά, για να συμμαζευτεί: «αν τον
ξανακούσω να μας βρίζει, θα τον σπάσω στο ξύλο. -Ήρεμα!». Συνών. σεμνά! (β).
γ. (συμβουλευτικά) ηρέμησε: «σε σένα το λέω, ήρεμα και γρήγορα στη
θέση σου!»·
- στο
ήρεμο, με μαλακό, με καλοσυνάτο τρόπο: «τον πήρα στο ήρεμο και του εξήγησα
τι έπρεπε να κάνει».