Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έμπνευση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

έμπνευση, η, ουσ. [<μτγν. ἔμπνευσις], η έμπνευση·
- έχω έμπνευση, (ιδίως για χαρτοπαίγνιο) αρχίζω ξαφνικά να παίζω επικίνδυνα είτε γιατί πιστεύω πως θα κερδίσω είτε γιατί υποπτεύομαι πως ο αντίπαλός μου μπλοφάρει: «όταν έχω έμπνευση, μπορώ να ποντάρω οποιοδήποτε ποσό».