Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έκτακτος
έκτακτος,
-η, -ο, επίθ.
[<μτγν. ἔκτακτος], έκτακτος. 1. που προσλαμβάνεται σε κάποια εργασία
για ορισμένο χρόνο: «όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι θα απολυθούν μετά το τέλος του
καλοκαιριού». Επίρρ. έκτακτα, α. συνήθως εκφράζει απόλυτη παραδοχή ή
ικανοποίηση: «στην εκδρομή περάσαμε έκτακτα». β. εκφράζει τη δυσφορία
μας για κάτι που μας λένε ή για κάτι που έγινε και δε μας ικανοποιεί: «έφυγαν
τρεις εργάτες χωρίς άδεια και πήγε πίσω σήμερα η δουλειά. -Έκτακτα»·
- είναι
έκτακτος, γυναικείος επαινετικός χαρακτηρισμός σε ωραίο άντρα: «πες μου,
καλέ, τη γνώμη σου για τον τάδε; -Είναι έκτακτος». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το αχ. Ακούγεται πιο σπάνια στο θηλ. για γυναίκα.