Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
έθιμο
έθιμο,
το, ουσ.
[<αρχ. έθιμον <έθω (= συνηθίζω)], το έθιμο·
- ήθη
και έθιμα, βλ. λ. ήθος.
ήθος
ήθος,
το, ουσ.
[<αρχ. ἦθος], το ήθος· ο χαρακτήρας του ανθρώπου: «αυτός ο άνθρωπος δεν έχει
ήθος»·
- γυναίκα
ελαφρών ηθών, βλ. λ. γυναίκα·
- ήθη
και έθιμα, το σύνολο των ενεργειών μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής ομάδας
που βασίζονται σε παραδεκτούς κανόνες που κληρονομούνται από τις παραδόσεις
τους και που επαναλαμβάνονται σταθερά: «ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού || ήθη
και έθιμα των Ποντίων»·
- νέοι
καιροί, νέα ήθη, βλ. λ. καιρός·
- Τμήμα
Ηθών, βλ. λ. Ηθών·
- χαλαρά
ήθη, η έλλειψη ηθικών αρχών σε μια κοινωνία ή σε μια κοινωνική ομάδα, η
ανηθικότητα: «κατά καιρούς τα χαλαρά ήθη κατέστρεψαν ολόκληρους πολιτισμούς».