άτομο
άτομο,
το, ουσ. [<αρχ.
ἄτομον, ουδ. του επιθ. ἄτομος], το άτομο. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα: «ήταν
πέντε άτομα». 2. ο άνθρωπος ως πρόσωπο, ως οντότητα: «τι σόι άτομο είναι
αυτός;». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά που σκιάζομαι, πρώτη φορά αμάν, αμάν, πρώτη
φορά που σκέφτομαι, πρώτη φορά για άτομο ρωτώ κι ενδιαφέρομαι)·
- τι
κάνει το άτομο! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις
πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το άτομο!». β. λέγεται ειρωνικά,
κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι
κάνει μωρέ το άτομο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι
κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το
πρόσωπο(!)·
- τι
λέει το άτομο! α.
λέγεται
θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, τι λέει το άτομο!». β.
λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά, για τις ανοησίες που λέει
κάποιος: «τι λέει μωρέ το άτομο!». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το για
δες. Συνήθως τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός
σου! / τι λέει το πρόσωπο(!)·