Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άσμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άσμα, το, ουσ. [<αρχ. ἆσμα <ἄδω], το άσμα· το τραγούδι, ιδίως το λαϊκό: «πάμε το βράδυ ν’ ακούσουμε κανένα άσμα;»·
- κύκνειο(ν) άσμα, το τελευταίο έργο ενός καλλιτέχνη πριν από το θάνατό του και, κατ’ επέκταση, η τελευταία σοβαρή ενέργεια κάποιου πριν από την αποχώρησή του από την ενεργό δράση ή πριν από το θάνατό του: «το κύκνειον άσμα του Μπετόβεν υπήρξε η ενάτη συμφωνία || το χάρισμα των αγροτικών χρεών υπήρξε το κύκνειον άσμα του υπουργού Γεωργίας, λίγο πριν αποχωρήσει οριστικά από την ενεργό πολιτική»·   
- το ρίχνω στο άσμα, τραγουδώ, ιδίως λαϊκό τραγούδι: «όταν στενοχωριέται, το ρίχνει στο άσμα».