Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άρρωστος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άρρωστος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἄρρωστος], άρρωστος. 1. που είναι  μανιώδης, που ασχολείται με πάθος με κάτι: «είναι άρρωστος χαρτοπαίχτης || είναι άρρωστος με το ποδόσφαιρο». 2. που, αν και έπαθε κάποιο κακό από κάτι, εξακολουθεί να το επαναλαμβάνει, που είναι αδιόρθωτος: «οι γυναίκες του ’φαγαν όλα του τα λεφτά, αλλά  αυτός εκεί, είναι άρρωστος γυναικάς». 3. ως ουσ., (στη γλώσσα των ναρκωτικών) που είναι εξαρτημένος από ηρωίνη ή κοκαΐνη: «σήμερα κυκλοφορούν πολλοί άρρωστοι μέσα στην πιάτσα»·
- είναι άρρωστος ο άνθρωπος! έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για την απαράδεκτη ή ενοχλητική συμπεριφορά κάποιου: «ήρθε πρωί πρωί και μου ζητούσε να του δώσω δέκα εκατομμύρια. -Είναι άρρωστος ο άνθρωπος! || με ξύπνησε άγρια μεσάνυχτα κι ήθελε σώνει και καλά να πάμε στα μπουζούκια. -Είναι άρρωστος ο άνθρωπος!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου (μέχρι) να βγει η ψυχή του, βλ. λ. παρηγοριά·
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος, βλ. λ. μάθημα·
- σηκώθηκε ο άρρωστος, έγινε καλά: «ήταν δυο βδομάδες στο κρεβάτι, αλλά προχθές σηκώθηκε ο άρρωστος»·
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός.  

γιατρός

γιατρός, ο, ουσ. [<μσν. γιατρός <αρχ. ἰατρός], ο γιατρός. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) αξιοπρεπής πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης: «ήρθε προχτές ένας γιατρός στη λέσχη μας, που έκανε σ’ όλους εντύπωση». β. (ειρωνικά) πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης που χάνει συνέχεια, το κορόιδο: «κάνα δυο τρεις τέτοιοι γιατροί να μας έρθουν ακόμα και τα κονομήσαμε!». 2. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ανακουφίζει ή θεραπεύει τον ψυχικό πόνο: «αυτή η γυναίκα είναι ο γιατρός κάθε στενοχώριας μου || ο καλύτερος γιατρός για έναν αποτυχημένο έρωτα είναι ο χρόνος». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσε ήταν δικό της σε κάθε πόνο εγώ γιατρός της, με μια γυναίκα είπα να μπλέξω κι έπεσα έξω, έπεσα έξω). 3α. ως επφών. γιατρέ! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε γιατρέ να σας κεράσουμε κανένα ποτηράκι!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι γίνεται, ρε γιατρέ, πάλι χωρίς δουλειά έμεινες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). Υποκορ. γιατρουδάκι το και γιατρουδάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, σε θέματα υγείας δεν παίζει ρόλο η φιλία: «μπορεί να είσαι γιατρός και φίλος μου, αλλά, επειδή το πρόβλημά μου είναι πολύ σοβαρό, γιατρό μη διαλέγεις φίλο, αλλά τον καλύτερο»· 
- (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι γιατρός, (δεν) εξαπατώμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης για να χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «πιάστηκα γιατρός κι έδωσα ένα κάρο λεφτά για σκάρτο εμπόρευμα || ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι πως κάθε βράδυ σε πιάνουν γιατρό και σε μαδάνε;». Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο ή (δεν) πιάνομαι βιδέλο / (δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα / (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι  κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
- δεν πα(ς) να σε δει κανένας (κάνας) γιατρός ή δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας (κάνας) γιατρός! λέγεται ειρωνικά σε κείνον που μας λέει ή μας ζητάει απίθανα πράγματα, που δεν είναι λογικός, που είναι παράλογος: «θέλεις να σου δώσω ένα εκατομμύριο; Δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας γιατρός!». Ο γιατρός που υποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση είναι ο ψυχίατρος·
- είναι του γιατρού (ενν. του ψυχίατρου), (στη νεοαργκό) είναι εντελώς τρελός, είναι για τα σίδερα: «μη συνερίζεσαι τα λόγια του, γιατί είναι του γιατρού ο ταλαίπωρος»·
- έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, λ. κώλος·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, απομακρύνει από κοντά μας το γιατρό και, κατ’ επέκταση, την αρρώστια, αν τρώμε κάθε μέρα ένα μήλο, γιατί θεωρείται πολύ υγιεινό. Πολλές φορές, αντί για μήλο λέγεται η τροφή που θέλουμε να προβάλουμε (γάλα, γιαούρτι κτλ.) και με περιπαικτική διάθεση: ένας πούτσος την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα·
- κουράντε  γιατρός, ο γιατρός που κουράρει κάποιον άρρωστο, ο θεράποντας γιατρός: «ποιον έχεις κουράντε γιατρό;». Το κουράντε [<ιταλ. curante]· βλ. και λ. κουράνης·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, ειρωνική έκφραση για να μειώσουμε τη σοβαρότητα κάποιου: «μην αντιλέγεις στα λεγόμενά του, γιατί ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι». Ο υποτιθέμενος γιατρός, εννοείται ότι είναι ο ψυχίατρος·
- ο Λέλος ο γιατρός! βλ. συνηθέστ. ο Μιμίκος ο γιατρός(!)·
- ο Μιμίκος ο γιατρός! ειρωνική απάντηση σε φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο, όταν χτυπάμε την πόρτα του σπιτιού του και ρωτάει, πριν ακόμα ανοίξει την πόρτα, ποιος είναι. Λέγεται με την έννοια ποιος ήθελες να είναι ή ποιος μπορεί να είναι. Συνών. ο γαλατάς! / ο γείτονας! / ο Λέλος ο γιατρός! / ο παπάς της ενορίας(!)·
- ο παθός, γιατρός, βλ. λ. παθός·
- ο χρόνος είναι ο καλύτερος  γιατρός, με το πέρασμα του χρόνου κάθε δυσάρεστο γεγονός, μεγάλος ερωτικός ή ψυχικός πόνος αμβλύνεται ή και ξεχνιέται: «κάποια μέρα θα ξεχάσεις την προδοσία αυτής της γυναίκας, γιατί ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Πρβλ.: πάντων ἰατρὸς τῶν ἀναγκαίων κακῶν χρόνος ἐστίν (Μένανδρος)·
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, προτρεπτική έκφραση για συνεχή αερισμό των χώρων όπου ζει κανείς: «ν’ ανοίγεις καθημερινά τα παράθυρα του δωματίου σου, γιατί, όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός»·   
- ουδείς μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, έκφραση που θέλει να δείξει την έπαρση που έχουν τα άτομα που ανήκουν σε αυτούς τους κλάδους, και που πολλές φορές φτάνει και μέχρι τη γελοιότητα. Από το ότι παλιότερα ο γιατρός και ο δάσκαλος (μαζί με τον παπά και τον χωροφύλακα), αποτελούσαν στις μικρές κοινωνίες (μικρές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά) ξεχωριστά πρόσωπα, πράγμα που τους έκανε πολλές φορές να συμπεριφέρονται με έπαρση·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, βλ. λ. σπίτι·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στους γιατρούς να τα δώσεις! κατάρα υπό τύπο αστεϊσμού σε κάποιον που μας κέρδισε σημαντικό χρηματικό ποσό, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι, και που κυριολεκτούμε, όταν αντιληφθούμε πως μας το κέρδισε με δόλο. Είναι και φορές που ακούγεται απλώς στους γιατρούς! Συνών. στους δικηγόρους να τα δώσεις(!)·
- τον πιάνω γιατρό, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ και του κερδίζω όλα του τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «τον έπιασα γιατρό και του ’φαγα τα λεφτά». Συνών. τον πιάνω βιδέλο / τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω θύμα / τον πιάνω κορόιδο / τον πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά.

μάθημα

μάθημα, το, ουσ. [<αρχ. μάθημα], το μάθημα· η εμπειρία που αποκτιέται από κάποιο πάθημα: «αφού κατάλαβες τι σημαίνει σπασμένο πόδι, θα σου γίνει μάθημα κι από εδώ και πέρα δε θα ξανανέβεις σε μοτοσικλέτα». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- δίνω μάθημα, (για σπουδαστές) εξετάζομαι γραπτά ή προφορικά σε κάποιο μάθημα: «πρέπει να σκιστώ στο διάβασμα, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω μάθημα»·
- δίνω μαθήματα, (για εκπαιδευτικούς), βλ. φρ. παραδίνω μαθήματα·
- έμαθε το μάθημα απ’ έξω ή το ’μαθε καλά το μάθημα ή το ’μαθε το μάθημα, βλ. φρ. ξέρει το μάθημα απ’ έξω·
- έχω μάθημα, α. (για μαθητές, σπουδαστές) πρέπει να παρακολουθήσω, να διδαχτώ ένα μάθημα κάποια συγκεκριμένη ώρα: «δεν μπορώ να ’ρθω αυτή την ώρα, γιατί έχω μάθημα». β. (για εκπαιδευτικούς) πρέπει να παραδώσω, να διδάξω ένα μάθημα κάποια συγκεκριμένη ώρα: «σε κλείνω τώρα, γιατί χτύπησε το κουδούνι κι έχω μάθημα»·
- κάνω μαθήματα, (γενικά) διδάσκω, διδάσκομαι: «κάνω μάθημα ορθοφωνίας || κάνω μαθήματα αγγλικών || κάνω μαθήματα οδήγησης || κάνω κάτι μαθήματα στον ανεψιό μου, γιατί είναι αδύνατος στα μαθηματικά»·
- κάνω τα μαθήματά μου, (για μαθητές) μελετώ, προετοιμάζομαι για την επόμενη σχολική μέρα: «αν δεν κάνεις τα μαθήματά σου, δεν έχει να πας πουθενά»·
- μου ’γινε μάθημα (κάτι), απόκτησα πείρα από κάτι κακό που μου συνέβη, πράγμα που θα με βοηθήσει να αποφύγω κάτι παρόμοιο στο μέλλον: «δε θα ξαναπιώ τόσο πολύ, γιατί μου ’γινε μάθημα το προηγούμενο μεθύσι μου που με κουρέλιασε». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι αυτό το πάθημα να σου γίνει μάθημα
- ξέρει το μάθημα απ’ έξω, βλ. φρ. το ξέρει καλά το μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα ή παίρνω ένα καλό μάθημα, τιμωρούμαι παραδειγματικά είτε με αυστηρή επίπληξη είτε με ξυλοδαρμό: «πήγα να μαλώσω μαζί του, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα που θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή»·
- παίρνω μαθήματα, (γενικά) διδάσκομαι: «παίρνω μαθήματα της γαλλικής γλώσσας || παίρνω μαθήματα οδήγησης || παίρνω μαθήματα κολύμβησης»·
- παραδίνω μαθήματα, α. ενεργώ διδακτικά, λειτουργώ με τις πράξεις μου ως υπόδειγμα σε κάποιον ή κάποιους: «με την αξιοπρεπή στάση του τους παρέδωσε μαθήματα ήθους». β. (για εκπαιδευτικούς) παραδίνω σε μαθητές, σε σπουδαστές ιδιαίτερα μαθήματα: «απ’ τα μαθήματα που παραδίνει σε διάφορους μαθητές, εξοικονομεί ένα δεύτερο μισθό».
- σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος ή σ’ αυτό το μάθημα έλειπα, λέγεται χάριν αστεϊσμού ως δικαιολογία κάποιου, που αγνοεί κάτι: «α, δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, γιατί σ’ αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος». Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών, όταν ο δάσκαλος τους πιάσει αδιάβαστους·
- τα παθήματα μαθήματα ή το πάθημα μάθημα, βλ. φρ. ο παθός μαθός, λ. παθός·
- το ξέρει καλά το μάθημα, α. είναι απόλυτα κατατοπισμένος γι’ αυτά που πρέπει να πει κάπου, είναι πολύ καλά διαβασμένος, πολύ καλά δασκαλεμένος: «στο δικαστήριο τα ’πε πολύ ωραία, γιατί το ’ξερε καλά το μάθημα». β. έχει βρει έναν τρόπο για να δικαιολογείται πάντα: «βλέπω ξέρεις καλά το μάθημα, κάθε φορά που αργείς να ’ρθεις στη δουλειά!»·
- το ξέρει το μάθημα, βλ. φρ. το ξέρει καλά το μάθημα·
- το πάθημα μου έγινε μάθημα, βλ. λ. πάθημα·
- του δίνω ένα μάθημα ή του δίνω ένα καλό μάθημα, τον τιμωρώ παραδειγματικά είτε με αυστηρή επίπληξη είτε με ξυλοδαρμό: «μου ’κανε συνεχώς τον έξυπνο, αλλά του ’δωσα ένα καλό μάθημα που θα το θυμάται σ’ όλη του τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες Μπενίτο μου το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα).

νεκρός

νεκρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. νεκρός], νεκρός. 1. που είναι χωρίς ζωντάνια, χωρίς ενεργητικότητα, ο άψυχος: «κουνήσου, ρε παιδάκι μου, και μη στέκεσαι σαν νεκρός!». 2. που είναι παροπλισμένος, που δεν χρησιμοποιείται: «όλες οι συμβουλές που τους έδινε έμειναν νεκρές». 3. που δεν είναι δημιουργικός, που δεν έχει τη δύναμη ή τη δυνατότητα να ενεργήσει: «του αλλάξανε πόστο και είναι νεκρός έξι μήνες σ’ ένα γραφείο της επαρχίας». 4. (για μηχανήματα) που δεν έχει κίνηση, που δε βρίσκεται σε λειτουργία: «η μηχανή τ’ αυτοκινήτου έκανε κάνα δυο τρία τσαφ τσουφ κι έμεινε νεκρή». 5α. το αρσ. ως ουσ. ο νεκρός, και το θηλ. ως ουσ. η νεκρή, που είναι πεθαμένος, πεθαμένη: «όλοι ήθελαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό στο νεκρό».. β. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που έχασε όλα τα χρήματά του στα χαρτιά ή σε άλλο τυχερό παιχνίδι: «επειδή το πρωί ήταν νεκρός του ’δωσα λεφτά για να πάει με ταξί στο σπίτι του». 6. το θηλ. ως ουσ. η νεκρή και η νεκρά, ταχύτητα αυτοκινήτου σε νεκρό σημείο, σε σημείο που δε δίνει κίνηση στη μηχανή: «πρώτα βάλε νεκρή κι ύστερα βάλε μπρος τη μηχανή». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- ανασταίνει και νεκρούς! βλ. φρ. και νεκρούς ανασταίνει(!)·
- βγάζουν το νεκρό, βλ. συνηθέστ. σηκώνουν το νεκρό·
- είμαι νεκρός, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι απένταρος: «μη μου ζητάς ούτε ευρώ, γιατί είμαι νεκρός»·
- είναι νεκρό, (για τηλέφωνα) είναι κομμένο από τον Ο.Τ.Ε. ή είναι αποσυνδεδεμένο: «θέλησα να τηλεφωνήσω, αλλά αυτό ήταν νεκρό»·
- ζωντανός νεκρός, βλ. λ. ζωντανός·
- και νεκρούς ανασταίνει! έκφραση με την οποία επιτείνει κάποιος την απολαυστική αίσθηση που νιώθει, ιδίως όταν καταναλώνει κάποιο ποτό ή στη θέα πολύ προκλητικής και αισθησιακής γυναίκας: «αυτό το κρασί και νεκρούς ανασταίνει! || πώς μπορείς να μην κολαστείς, όταν βλέπεις αυτή τη γυναικάρα, αφού και νεκρούς ανασταίνει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακόμα·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- νεκρές γλώσσες, βλ. λ. γλώσσα·
- νεκρή εποχή, βλ. λ. εποχή·
- νεκρή περίοδος, βλ. λ. περίοδος·
- νεκρό γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- νεκρό σημείο, βλ. λ. σημείο·
- νεκρός γάμος, βλ. λ. γάμος·
- προσκλητήριο νεκρών, βλ. λ. προσκλητήριο·
- σε νεκρό χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- σηκώνουν το νεκρό, τον μεταφέρουν από το σπίτι του ή από την εκκλησία να τον θάψουν στο νεκροταφείο: «τη στιγμή που σήκωναν το νεκρό, η γυναίκα του λιποθύμησε στα χέρια των συγγενών της»·
- στολίζουν το νεκρό, περιποιούνται οι οικείοι του το νεκρό στο φέρετρό του: «μέσα στο δωμάτιο η μάνα μαζί με τα παιδιά της στολίζουν το νεκρό». Πρβλ.: και πριν χαράξει η αυγή και πριν ο ήλιος καλοβγεί, τον στόλισαν στην κάσα, τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί τον μπάρμπα μου τον Παναή, πήρε η Τουρκιά ανάσα (Λαϊκό τραγούδι)·
- το βασίλειο των νεκρών, βλ. λ. βασίλειο·
- το τηλέφωνο είναι νεκρό, βλ. λ. τηλέφωνο·
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, έκφραση που δηλώνει πως κανείς δε γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, πως πολλές φορές άλλον περιμένουμε να πεθάνει και άλλος πεθαίνει.

παρηγοριά

παρηγοριά κ. παρηγόρια, η, ουσ. [<μσν. παρηγοριά <αρχ. παρηγορία], η παρηγοριά· το δείπνο μετά την κηδεία στο σπίτι του νεκρού ή σε κάποιο μαγαζί από τους συγγενείς του, η μακαριά, ο νεκρόδειπνος: «αμέσως μετά την ταφή του νεκρού, πήγαμε στο σπίτι του για την παρηγοριά». Από το ότι κατά τη διάρκεια του νεκρόδειπνου ακούγονται διάφοροι παρηγορητικοί λόγοι από τους παρευρισκομένους για την ανακούφιση των στενών συγγενών του νεκρού·
- βρίσκω παρηγοριά, παρηγορούμαι: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, βρίσκει παρηγοριά στις πιτσιρίκες || επειδή είναι μόνος του στη ζωή, βρίσκει παρηγοριά στα ταξίδια»·
- δεν έχει παρηγοριά, δεν παρηγορείται, δεν υπάρχει τρόπος να παρηγορηθεί: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, δεν έχει παρηγοριά»·
- δίνω παρηγοριά (σε κάποιον), παρηγορώ κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος και δίνει παρηγοριά σε κάθε πονεμένο»·
- έχω παρηγοριά (κάποιον ή κάτι), παρηγορούμαι, με ανακουφίζει κάποιος ή κάτι: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, έχει παρηγοριά τα παιδιά του || απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, έχει παρηγοριά το ποτό». (Λαϊκό τραγούδι: όταν πεθάνω, θάψτε με σε μια γωνιά μονάχο και δίπλα το μπουζούκι μου παρηγοριά μου να ’χω
- καλή παρηγοριά! α. ευχή στους συγγενείς εκλιπόντος να βρουν τρόπο να παρηγορηθούν. β. παρηγορητική έκφραση σε κάποιον που απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του·
- καφές της παρηγοριάς, βλ. λ. καφές·
- μαύρη παρηγοριά, λέγεται για ενέργεια που, ενώ γίνεται για να ανακουφίσει κάποιον, αποδεικνύεται μάταιη ή οξύνει το πρόβλημά του: «ήρθε να με παρηγορήσει για το θάνατο του πατέρα μου, όμως, μαύρη παρηγοριά, γιατί άρχισε να μου διηγείται πόσο άσχημα περνούσε τον πρώτο καιρό, τότε, που είχε πεθάνει ο δικός του πατέρας»·
- παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου (μέχρι) να βγει η ψυχή του, λέγεται σε περιπτώσεις που η αποτυχία ή γενικά οι προβληματικές συνθήκες είναι βέβαιες και κάποιος ή κάποιοι προσπαθούν να τις αποδυναμώσουν με λόγια παρηγορητικά, ή λέγεται για ενέργειες που γίνονται με καλές προθέσεις, αλλά δεν πείθουν κανέναν: «το να μου λες πως υπάρχει περίπτωση να μου τύχει το λαχείο κι έτσι θα γλιτώσω την πτώχευση, είναι παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του». Από την εικόνα του καταδικασμένου σε θάνατο αρρώστου, που οι κοντινοί του τον γεμίζουν με ψεύτικες ελπίδες για να μην υποψιαστεί το επικείμενο τέλος, που του δίνουν θάρρος, μέχρι να υποκύψει στο μοιραίο·
- του δίνω παρηγοριά, τον παρηγορώ: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, τον συναναστρέφομαι καθημερινά και του δίνω παρηγοριά».